Ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁ σοφὸς διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁ πάμφτωχος καὶ διαχρονικὸς αὐτὸς φωστήρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ μέγιστος διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Γένους μας, γεννήθηκε στὴν Χώρα τῆς Νάξου τὸ ἔτος 1749 ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς, τὸν Ἀντώνιο καὶ τὴν Ἀναστασία Καλλιβρούτση.
Κατὰ τὴν βάπτισή του ἔλαβε τὸ ὄνομα Νικόλαος. Νηπιόθεν γαλουχήθηκε μὲ τὰ ζωογόνα νάματα τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς πίστεως καὶ ἀνετράφη «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου», ὅπως παραγγέλλει ὁ θεῖος Παῦλος (Ἐφεσ. στ’ 4). Τὴν ἔμφυτη πρὸς τὰ θεία κλήση του, αὔξησε ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸ οἰκογενειακό του περιβάλλον καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν ἐκλεκτή του μητέρα, τὴν δὲ εὐφυΐα του ἐκαλλιέργησε καὶ πολλαπλασίασε ἡ μελέτη καὶ ἡ σπουδή.Προώδευε στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν γνώση κατὰ τρόπο θαυμαστό. Κατ’ ἀρχήν, φοίτησε στὴν γενέτειρά του καὶ στὴν Σχολὴ Ἁγίου Γεωργίου περιοχῆς Γρόττας, Χώρας Νάξου, μὲ διδάσκαλο τὸν Ἀρχιμανδρίτη Χρύσανθο, αὐτάδελφο τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Τὶς γνώσεις του συμπλήρωσε στὴν περίφημη Εὐαγγελικὴ Σχολὴ τῆς Σμύρνης, ὅπου φοίτησε γιὰ πέντε χρόνια, μὲ διδάσκαλο τὸν Ἰερόθεο Βουλισμά, διευθυντὴ τῆς Σχολῆς αὐτῆς. Τόσο διέπρεψε ὁ Ἅγιος Νικόδημος στὶς σπουδές του, ὥστε, ἐνῶ σπούδαζε, ἐδίδασκε τοὺς συμμαθητές του. Καὶ ὁ Ἰερόθεος ἀργότερα τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἔρθει στὴν Σμύρνη γιὰ νὰ τὸν διαδεχθεῖ στὴ διεύθυνση τῆς Σχολῆς αὐτῆς. Στὴν Σμύρνη ἔλαβε ὁ Νικόδημος πληθωρικὴ μόρφωση, ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θεολογικὴ ἐπιστήμη περιελάμβανε ἀκόμα γνώσεις φιλοσοφικές, οἰκονομικές, ἰατρικές, ἀστρονομικὲς καὶ στρατιωτικές.
Μελετοῦσε πολὺ τὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς Πατέρες, καὶ ὅλους τους ποιητές. Ἦταν ἄριστος χειριστῆς τοῦ λόγου, γνώριζε τὴν Κλασσικὴ Φιλολογία καὶ τὴν Ἰαμβικὴ Γλώσσα. Μιλοῦσε ἄριστα τὴν γαλλική, ἰταλικὴ καὶ λατινικὴ γλώσσα ἐπίσης. Εἶχε προικιστεῖ ἀπὸ τὸν Πανάγαθο μὲ σπάνια χαρίσματα, ὅπως εἶναι ἡ ἰσχυρότατη μνήμη, ἡ ὀξύτατη νοημοσύνη, ἡ ἀστραποβόλα ἀντίληψη κ.λπ. Ὅ,τι μελετοῦσε μία φορὰ μποροῦσε νὰ τὸ θυμᾶται καὶ νὰ τὸ ἀπαγγέλει ἀπ’ ἔξω σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Ὁλόκληρα κεφάλαια τῆς Γραφῆς ἀπήγγειλε ἀπὸ στήθους καὶ θυμόταν ὅλους τους κώδικες τῶν Βιβλιοθηκῶν τῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὑπῆρξε ἕνα πραγματικὸ φαινόμενο γιὰ τὴν ἐποχή του καὶ τὸ κέντρο τοῦ θαυμασμοῦ καὶ τοῦ παραδειγματισμοῦ.
Τὸ ἔτος 1770, ἀφοῦ ἀπεφοίτησε ἀπὸ τὴν Σχολή, ἐπέστρεψε στὴν Νάξο. Τότε, γιὰ μία πενταετία περίπου ἐργάστηκε ὡς Γραμματέας τῆς Μητροπόλεως Παροναξίας μὲ τὴν ἐποπτεία καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ Μητροπολίτου Παροναξίας Ἀνθίμου τοῦ Γ’ (1742 – 1779). Ἡ μητέρα του ἐμόνασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοστόμου Νάξου, μὲ τὸ ὄνομα Ἀγάθη. Ὁ Νικόδημος ἦταν λάτρης τῆς μοναστικῆς πολιτείας. Αὐτὴ τὴν ἔμφυτη ἐπιθυμία του γιγάντωσε ἡ γνωριμία του μὲ σπουδαίους μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ μὲ ἄλλες προσωπικότητες, ὅπως εἶναι ὁ Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς, Ἐπίσκοπος Κορίνθου κ.λπ.
Τὸ ἔτος 1775 ἦρθε στὴν Μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νικόδημος. Ὡς μοναχὸς διεκρίθη γιὰ τὴν ὁσιότητα τοῦ βίου του, τοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες καὶ γιὰ τὴν ἀσκητικότητά του. Πνευματοφόρος, Θεοχαρίτωτος καὶ γνήσιος Πατέρας καὶ ὀρθόδοξος θεολόγος διδάσκαλος, δυναμικὰ ἀπέκρουσε τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς κακοδοξίες τῶν ἡμερῶν του. Εἶναι ὁ πρύτανης τῶν «Κολυβάδων», αὐτῶν ποὺ ἤθελαν δηλαδὴ τὰ Ἱερὰ Μνημόσυνα τῶν νεκρῶν νὰ γίνονται Σάββατο καὶ ὄχι Κυριακή.
Ἕνεκα τῆς ἐμμονῆς του στὶς παραδόσεις καὶ στὸ Πνεῦμα τῶν Ἱερῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὑπέστη ταπεινώσεις καὶ διωγμούς. Ὅμως, αὐτὰ τοῦ χάρισαν καὶ τὸν στέφανο τοῦ ὁμολογητοῦ. Ἀκτημοσύνη, παρθενία καὶ ὑπακοὴ εἶναι τὰ μεγέθη τὰ ὁποῖα ἔφθασε καὶ ἐβίωσε σὲ πληρότητα. Ὑπῆρξε ἕνας ἀετὸς τοῦ Πνεύματος, ποὺ πέταξε ἀπὸ τὸ Νότιο στὸ Βόρειο Αἰγαῖο, ἀπὸ τὴν ἁγιοτόκο Νάξο στὸν ἁγιοτρόφο Ἄθωνα. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὶς μοναστικὲς ἀρετὲς ὑπηρέτησε καὶ τὸ ἔργο τῆς διδαχῆς, συγγράφοντας.
Κατὰ διαστήματα ἔρχεται σὲ ἔρημες περιοχὲς γιὰ περισσότερη ἄσκηση. Ἔβλεπε νοερά, ζοῦσε καθημερινὰ τὴν αἰωνιότητα, ἀλλὰ συγχρόνως ἔβλεπε καὶ τὰ συμβαίνοντα στὸν περίγυρο. Δὲν ἔβλεπε μόνο τὸν οὐρανό, ἀλλὰ καὶ τὴν γῆ. Αἰσθάνεται τὸν πόνο τῶν Ὀρθοδόξων ποὺ μέσα στὸ σκοτάδι τῆς δουλείας ἀγωνίζονται. Καὶ πρὸς χάρην τοῦ κόσμου προσεύχεται. Κοπιάζει, ἀγρυπνεῖ, παρακαλεῖ, συγγράφει, μάχεται κατὰ τῶν δαιμόνων. Δὲν κινεῖται ἄγονα, μονόπλευρα καὶ νοσηρά. Ἀντίθετα πονάει γιὰ τοὺς ἀδελφούς του καὶ τὴν σωτηρία τους. Καὶ καρποὶ τῆς ἀγάπης του γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο εἶναι οἱ πάνω ἀπὸ ἑκατὸ τόμοι τῶν συγγραμμάτων του, τὰ κυριώτερα ἀπὸ τὰ ὁποία εἶναι:
«Αόρατος Πόλεμος», «Πνευματικὰ Γυμνάσματα», «Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον», «Κῆπος Χαρίτων»‚ «Νέον Μαρτυρολόγιον», «Ἐορτοδρόμιον», «Συναξαριστής», «Ἑρμηνεία τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου».
Λάτρης τοῦ Τυπικοῦ καὶ τῆς Λατρείας τῆς Ἐκκλησίας μας, λάτρης καὶ μιμητῆς τῶν ἁγίων, μέχρι τὶς τελευταῖες στιγμὲς τῆς ζωῆς του, ἀδιάκοπα ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό, τὸν Ὁποῖο τόσο δυνατὰ ἀγάπησε καὶ εὐηρέστησε.
Εἶναι αὐτὸς ποὺ πρῶτος τονίζει τὴν ἀξία καὶ τὴν σπουδαιότητα τῆς συχνῆς μας συμμετοχῆς στὸ Ἱερὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἔγραψε μάλιστα καὶ εἰδικὰ βιβλία, μὲ τὸν τίτλο «Περὶ συνεχοῦς Θείας Μεταλήψεως». Δέχθηκε τὸ ταξίδι γιὰ τὸν οὐρανὸ πανέτοιμος, μὲ ἤρεμη τὴν συνείδηση ὅτι ἄξια ἀγωνίσθηκε τὸν «καλὸν ἀγώνα». Μὲ τὴν καθημερινή του συμμετοχὴ στὸ σωστικὸ Δεῖπνο τῆς ζωῆς, μὲ τὴν ἔντονη μυστηριακή του ζωή, ποὺ κορυφώθηκε τὶς τελευταῖες μέρες λίγο πρὶν κλείσει τὰ μάτια του, μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, παρέδωσε τὴν ψυχὴ του τὴν ὀσιακὴ στὸν Κύριο, τὴν Τετάρτη 14 Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1809, τὶς πρῶτες ὀρθρινὲς ὧρες καὶ σὲ ἡλικία μόλις 60 ἐτῶν, καὶ στὸ κελλὶ τῶν Σκουρταίων, στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Τὰ τελευταῖα του λόγια ἦταν ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε στοὺς μαθητὲς του ὅταν τὸν ρώτησαν ἂν ἡσυχάζει: «Τὸν Χριστὸ ἔβαλα μέσα μου καὶ πῶς νὰ μὴ ἡσυχάσω;».
Τὴν εἴδηση τῆς κοιμήσεώς του μὲ θλίψη ἔμαθε ὁ ἐκκλησιαστικός, θεολογικός, μοναστικὸς καὶ ὄχι μόνο, κόσμος τῆς ἐποχῆς του. Σημειώνει ὁ χρονογράφος σχετικὰ μὲ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου Νικοδήμου: «Ἀνατέλλοντος τοῦ αἰσθητοῦ ἡλίου, εἰς τὴν γῆν, ἐβασίλευσεν ὁ νοητὸς ἥλιος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔλειψεν ὁ πύρινος στύλος, ὁ ὁδηγῶν τὸν νέον Ἰσραὴλ εἰς εὐσέβειαν. Ἐκρύβη ἡ νεφέλη ἡ δροσίζουσα τοὺς τηκομένους τῷ καύσωνι τῶν ἁμαρτιών».
Εἶναι ἀκόμη χαρακτηριστικὴ καὶ ἡ σκέψη τὴν ὁποία ἐξέφρασε τότε ἕνας Χριστιανός. «Πατέρες μου, καλύτερον ἦτο νὰ ἀπέθνησκαν σήμερα χίλιοι χριστιανοὶ καὶ ὄχι ὁ Νικόδημος».
Κατὰ καιρούς, πολλὰ ἐγκώμια γράφτηκαν γιὰ τὸν Ἅγιο Νικόδημο, ὅπως: «Ὑπῆρξε ὁ μέγιστος τῶν μονασάντων ἀπὸ συστάσεως τοῦ Ἁγίου Ὄρους», «Υπήρξε ὁ πάντοτε πενία τρυχόμενος καὶ γιγαντωθεῖς πρὸ τῆς ἀσήμου ἠμῶν γενεάς».
Κατὰ τὸν V. Grumel, «ὑπῆρξε κανονολόγος, λειτουργιολόγος, ἁγιογράφος, δηλαδὴ ἑρμηνευτῆς τῶν Γραφῶν, ἀσκητικὸς συγγραφεύς, ἐκδότης βιβλίων, εἴς τῶν πλέον γονίμων συγγραφέων καὶ ἀναμφιβόλως ὁ πλέον φιλόπονος Μοναχός, παρὰ τοῦ ὁποίου δοξάζεται ἡ ἑλληνικὴ Ἐκκλησία».
Κατὰ τὸν Θ. Σπεράντσον, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὑπῆρξε πρόδρομός της ἐθνικῆς παλιγγενεσίας. Ο Luis Petit γράφει πὼς ὁ Νικόδημος μὲ τὰ βιβλία του ἀντικατέστησε τὸ ζωντανὸ κήρυγμα τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ κ.λπ. Ὁ Ἱερὸς Νικόδημος ἀναμφίβολα ὑπῆρξε ὁ κορυφαῖος ἐκφραστῆς τοῦ ὀσιακοῦ βίου καὶ ἡ θύρα ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Εἶναι ὁ ἐξαίσιος θεολόγος καὶ ὁ ἀσίγαστος διαχρονικὸς διδάσκαλος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Γένους. Ἀποτελεῖ δὲ σπανιότατο φαινόμενο συνδυασμοῦ σπανίων θείων χαρισμάτων, ἁγιότητος βίου, ἀσκήσεως καὶ συγγραφικῆς παραγωγῆς. Ὅτι καὶ ὅσα ἂν ποῦμε γιὰ τὴν μορφὴ αὐτὴ δὲν λέμε τίποτα, οὔτε καὶ μποροῦμε νὰ τὴν κλείσουμε στὶς λίγες αὐτὲς γραμμές.
Ὁ ἴδιος, ἐξυμνώντας τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο, ἔλεγε: «Ἂν μπορεῖ κανεὶς νὰ συμπεριλάβει μέσα σὲ ἕνα κουτάλι τὴν θάλασσα, ἄλλο τόσο μπορεῖ καὶ νὰ ἐξυμνήσει τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο». Καὶ ἐμεῖς λοιπὸν ἐπαναλαμβάνουμε τὸ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, καὶ λέμε: «Ἂν μπορεῖ κανεὶς νὰ συμπεριλάβει μέσα σ’ ἕνα κουτάλι τὴ θάλασσα, ἔτσι μπορεῖ ν’ ἀναφερθεῖ ἐπαρκῶς στὸν Ὅσιο Νικόδημο».
Ἡ Ἐκκλησία μας ἐπάξια ἀπὸ τὸ ἔτος 1955 τὸν κατέταξε στὶς δέλτους τοῦ Ἁγιολογίου της. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεώς του, στὸ πέρασμα τόσων χρόνων, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ὁ ἄσβεστος καὶ πάμφωτος φάρος, ποὺ φωτίζει καὶ κατευθύνει τὴν πορεία ὅλων μας πρὸς τὴν ἀκύμαντη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ αἰώνια πανευτυχία καὶ ἡ ἀληθινὴ δόξα. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή, μᾶς καλεῖ νὰ κινηθοῦμε, ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου!
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἑορτάζει κατὰ τὴν καθιερωμένη Πανήγυρη τῆς 14ης Ἰουλίου. Ὠσαύτως, ἑορτάζει τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Σεπτεμβρίου, κατὰ τὴν καθιερωθεῖσα προσφάτως Σύναξη τῶν Πέντε Ἁγίων της Παροναξίας, ἡ ὁποία τελεῖται στὸ νεόδμητο Ι. Ναὸ τῶν Ναξίων Ἁγίων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καὶ Νικολάου τοῦ Πλανά, στὴν πόλη τῆς Νάξου. Ἀκόμη, τὴν Τρίτη Κυριακὴ τοῦ Σεπτεμβρίου στὴν Πάρο, ὅπου ἐπίσης τελεῖται ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων. Οἱ Ἀσματικὲς Ἀκολουθίες τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, οἱ ὁποῖες εὑρίσκονται σὲ λειτουργικὴ χρήση, συντάχθηκαν ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο Ὑμνογράφο, Μοναχὸ Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Πατρὼν κ. Νικόδημο, καθὼς καὶ ἀπὸ τὸν Ἀρχιμ. Νικόδημο Παυλόπουλο, Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Λειμῶνος Λέσβου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα. Σοφίας χάριτι, Πάτερ κοσμούμενος, σάλπιγξ θεόφθογγος, ὤφθης τοῦ Πνεύματος, καὶ ἀρετῶν ὑφηγητής, Νικόδημε θεηγόρε· πᾶσι γὰρ παρέθηκας, σωτηρίας διδάγματα, βίου καθαρότητος, διεκφαίνων τὴν ἔλλαμψιν, τῷ πλούτῳ τῶν ἐνθέων σου λόγων, δι’ ὧν ὡς φῶς τῷ κόσμῳ ἔλαμψας.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἐναρέτου πολιτείας μύστην ἄριστον
Καὶ εὐσεβείας θεοφόρητον διδάσκαλον
Ἡ Ὀρθόδοξος γεραίρει σε Ἐκκλησία·
Οὐρανόθεν γὰρ τὸ χάρισμα δεξάμενος
Καταυγάζεις τοις ἐνθέοις σου συγγράμμασι Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Νικόδημε.
Μεγαλυνάριον. Χαίροις Ἐκκλησίας νέος φωστήρ, καὶ Ἁγίου Ὄρους, ἐγκαλώπισμα ἱερόν· χαίροις Μοναζόντων, ὁ φωτοφόρος λύχνος, Νικόδημε παμμάκαρ, Νάξου τὸ καύχημα.
Άγιοι Ακύλας, Παύλος, Ηρωδίων οι Απόστολοι και Άγιος Σωσίων, πρώτος Επίσκοπος Λευκάδος
Ἥπλωσε Παῦλος, ὡς σαγήνην, τοὺς λόγους,
Ἤγρευσε δ' ὡς θήραμα θεῖον Ἀκύλαν.
Ἀκύλαν δεκάτῃ γε τετάρτῃ τύμβος ἔκρυψεν.
Ἤγρευσε δ' ὡς θήραμα θεῖον Ἀκύλαν.
Ἀκύλαν δεκάτῃ γε τετάρτῃ τύμβος ἔκρυψεν.
Για τον Άγιο Ακύλα, βλέπε βιογραφικό του σημείωμα την 13η Φεβρουαρίου, όπου συνεορτάζει με τη γυναίκα του Πρισκίλλα.
Την ίδια ημέρα συνεορτάζονται από την τοπική Εκκλησία της Λευκάδος οι Άγιοι Απόστολοι Παύλος (βλέπε 29 Ιουνίου) και Ηρωδίων (βλέπε 28 Μαρτίου) και ο Άγιος Σωσίων, πρώτος Επίσκοπος Λευκάδος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τοῦ Παύλου Μαθητής, καὶ συνέκδημος ὤφθης, δεχθεῖς ἐν τὴ ψυχή, τὸν τῆς χάριτος λόγον, Ἀκύλα Ἀπόστολε, τοῦ Σωτῆρος διάκονε, ὅθεν ηὔγασας, τοὺς ἐν νυκτὶ τῆς ἀπάτης, καὶ ἠγώνισαι, ὑπὲρ τῆς δόξης Κυρίου, διὸ εὐφημοῦμεν σέ.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε Ἀκύλα, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γʹ. Θείας πίστεως.
Πλάνην δύσθεον καταλιπόντες, Ἡρωδίωνος διδασκαλίᾳ καί Ἀκύλα παραινέσει ἐπώφθησαν, τῶν Λευκαδίων χοροί· οὕς μιμούμενοι τούς Ἀποστόλους ἐν ὕμνοις τιμήσωμεν καί Σωσίωνα Λευκάδος πρῶτον ἐπίσκοπον, οἵ Παύλου στοιχοῦντες ρήμασι φωτί τῆς Ἀληθείας ἡμᾶς ηὔγασαν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀποστόλων σύνθρονος, καὶ συνοδίτης, γεγονῶς Ἀπόστολε, τὴν οἰκουμένην διδαχαίς, καὶ θαυμασίοις κατηύγασας, στέφανον δόξης, Ἀκύλα δεξάμενος.
Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Παύλου τοῖς ῥήμασι, καταυγασθεὶς τὴν ψυχήν, ὡς ἥλιος ἔλαμψας, θεογνωσίας φωτί, Ἀκύλα μακάριε, στέφος δὲ μαρτυρίου, ἀνεπλέξω νομίμως· ὅθεν ἀναπηγάζεις, ποταμοὺς ἰαμάτων, τοῖς πίστει ἑορτάζουσι, μάκαρ τὴν μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Χάριτι τοῦ Παύλου καταυγασθείς, τῆς θεογνωσίας, ἀνεδείχθης λαμπρὰ ἀκτίς· ὅθεν καὶ ἀθλήσας, Ἀπόστολε Ἀκύλα, τῆς ἄνω θεαυγείας, ὤφθης ὁμόσκηνος.
Την ίδια ημέρα συνεορτάζονται από την τοπική Εκκλησία της Λευκάδος οι Άγιοι Απόστολοι Παύλος (βλέπε 29 Ιουνίου) και Ηρωδίων (βλέπε 28 Μαρτίου) και ο Άγιος Σωσίων, πρώτος Επίσκοπος Λευκάδος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τοῦ Παύλου Μαθητής, καὶ συνέκδημος ὤφθης, δεχθεῖς ἐν τὴ ψυχή, τὸν τῆς χάριτος λόγον, Ἀκύλα Ἀπόστολε, τοῦ Σωτῆρος διάκονε, ὅθεν ηὔγασας, τοὺς ἐν νυκτὶ τῆς ἀπάτης, καὶ ἠγώνισαι, ὑπὲρ τῆς δόξης Κυρίου, διὸ εὐφημοῦμεν σέ.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε Ἅγιε Ἀκύλα, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γʹ. Θείας πίστεως.
Πλάνην δύσθεον καταλιπόντες, Ἡρωδίωνος διδασκαλίᾳ καί Ἀκύλα παραινέσει ἐπώφθησαν, τῶν Λευκαδίων χοροί· οὕς μιμούμενοι τούς Ἀποστόλους ἐν ὕμνοις τιμήσωμεν καί Σωσίωνα Λευκάδος πρῶτον ἐπίσκοπον, οἵ Παύλου στοιχοῦντες ρήμασι φωτί τῆς Ἀληθείας ἡμᾶς ηὔγασαν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἀποστόλων σύνθρονος, καὶ συνοδίτης, γεγονῶς Ἀπόστολε, τὴν οἰκουμένην διδαχαίς, καὶ θαυμασίοις κατηύγασας, στέφανον δόξης, Ἀκύλα δεξάμενος.
Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Παύλου τοῖς ῥήμασι, καταυγασθεὶς τὴν ψυχήν, ὡς ἥλιος ἔλαμψας, θεογνωσίας φωτί, Ἀκύλα μακάριε, στέφος δὲ μαρτυρίου, ἀνεπλέξω νομίμως· ὅθεν ἀναπηγάζεις, ποταμοὺς ἰαμάτων, τοῖς πίστει ἑορτάζουσι, μάκαρ τὴν μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Χάριτι τοῦ Παύλου καταυγασθείς, τῆς θεογνωσίας, ἀνεδείχθης λαμπρὰ ἀκτίς· ὅθεν καὶ ἀθλήσας, Ἀπόστολε Ἀκύλα, τῆς ἄνω θεαυγείας, ὤφθης ὁμόσκηνος.
Ὁ Ἅγιος Ἰοῦστος ὁ Μάρτυρας
Μὴ θῦμα βαλεῖν εἰς τὸ βωμοῦ πῦρ θέλων,
Εἰς πῦρ Ἰοῦστος θῦμα βάλλεται ξένον.
Εἰς πῦρ Ἰοῦστος θῦμα βάλλεται ξένον.
Ρωμαῖος στὴν καταγωγὴ καὶ στρατιωτικὸς στὸ ἐπάγγελμα ὁ Ἰοῦστος, διακρινόταν γιὰ τὴ γενναιότητά του. Σὲ πολλὲς μάχες ἔδειξε σπάνια ἀνδρεία, γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἀνώτεροί του τὸν τιμοῦσαν ἰδιαίτερα. Μάλιστα, μετὰ ἀπὸ κάθε πόλεμο τὸν προβίβαζαν καὶ σὲ κάποιο ἀνώτερο στρατιωτικὸ ἀξίωμα.
Σὲ κάποια, ὅμως, ἐκστρατεία κατὰ τῶν βαρβάρων, τὸ στράτευμα βρέθηκε σὲ μεγάλο κίνδυνο, καὶ τότε ἡ αὐτοθυσία τῶν χριστιανῶν στρατιωτῶν τὸ ἔσωσε. Ὁ Ἰοῦστος, μὲ ἀφορμὴ τὸ περιστατικὸ αὐτό, θαύμασε τὴ διαγωγὴ τῶν χριστιανῶν καὶ θέλησε νὰ γίνει καὶ ὁ ἴδιος χριστιανός. Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν ὅτι μόνο μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ καὶ τὸν ἐνημέρωσαν σχετικὰ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ Ἰοῦστος, ὅταν ἄκουσε αὐτά, βρέθηκε σὲ δίλημμα. Διότι ἀντιδροῦσε μέσα τοῦ ἡ παλαιὰ θρησκεία τῶν εἰδώλων.
Ἀλλὰ κάποια νύχτα ποὺ κοίταζε τὸν ἔναστρο οὐρανὸ συλλογιζόμενος, παρατήρησε φωτεινὸ σταυρό, γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαμπε ἡ λέξη «ἀκολούθει». Πράγματι, ὁ Ἰοῦστος σ’ αὐτὸ τὸ κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ ἀνταποκρίθηκε ἀμέσως χωρὶς δισταγμούς. Δὲν λογάριασε οὔτε δόξες, οὔτε τιμές, οὔτε στρατιωτικὴ καριέρα, οὔτε ἀπολαύσεις. Ἀλλὰ «καταλιπῶν ἅπαντα ἀναστᾶς ἠκολούθησεν αὔτω». Ἀφοῦ, δηλαδή, ἄφησε τὰ πάντα, βαπτίσθηκε καὶ ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ὅταν, ὅμως, ἔμαθε τὸ γεγονὸς ὁ Τριβοῦνος Κλαύδιος, τὸν βασάνισε μὲ πυρωμένα σίδερα. Κατόπιν τὸν ἔριξε στὴ φωτιά, ὅπου θριαμβευτικὰ παρέδωσε στὸν Θεὸ τὴν ψυχή του.
Ὁ Ὅσιος Ὀνήσιμος ὁ Θαυματουργός
Ἐλαφρὸν ἦρα φορτίον σὸν ἡδέως,
Μεθ' οὗ σὸς Ὀνήσιμος ἥκω σοι, Λόγε.
Ο Όσιος Ονήσιμος - εδώ δεν πρόκειται για τον απόστολο Ονήσιμο, τον μαθητή του Απόστολου Παύλου - έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Καταγόταν από την κωμόπολη Καρύνη της Καισαρείας στην Παλαιστίνη, και ανατράφηκε από ευσεβείς γονείς. Από νωρίς διακρίθηκε για το θείο ζήλο του, τη μελέτη των αγίων Γραφών και την ευσπλαχνία του προς τους πάσχοντες. Αργότερα πήγε στην Έφεσο, όπου έγινε μοναχός. Μετά τον επί Διοκλητιανού διωγμό, οι μοναχοί της μονής όπου ήταν ο Ονήσιμος διασκορπίστηκαν και ο ίδιος γύρισε στην πατρίδα του. Οι γονείς του χάρηκαν πολύ για την επάνοδο του, αλλά και λυπήθηκαν συγχρόνως. Διότι είχαν τυφλωθεί και δεν μπορούσαν να δουν την όψη του αγαπημένου τους παιδιού. Χάρη όμως της θερμής προσευχής του Ονησίμου, ένα πρωί ο Θεός χάρισε στους δύο γονείς το φως τους και όλοι μαζί δοξολόγησαν τον Ευεργέτη τους. Κατόπιν ο Ονήσιμος πήγε στη Μαγνησία, όπου ίδρυσε μοναχική αδελφότητα. Εκεί αγωνιζόμενος για την πίστη του Χριστού, πέθανε σε βαθιά γεράματα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Ὁμολογητής
Ἀφείς, Ἰωσὴφ καθέδραν τὴν γηΐνην,
Παρίσταται νῦν τῷ θρόνῳ τοῦ Κυρίου.
Παρίσταται νῦν τῷ θρόνῳ τοῦ Κυρίου.
Ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Λέοντα Ε’ τοῦ εἰκονομάχου (813 – 820) καὶ ἦταν γιὸς γονέων εὐσεβῶν τοῦ Φωτεινοῦ καὶ τῆς Θεοκτίστης, ἀδελφός του δὲ ἦταν ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης.
Λόγω τῆς ἀξιέπαινης ζωῆς του, ἐκλέχτηκε Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Ἀφοῦ ἀρχιεράτευσε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα, ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ βασιλικὴ προσταγή. Παρουσιάστηκε στὸν βασιλιὰ καὶ μὲ θάρρος ὁμολόγησε πὼς σέβεται καὶ τίμα τὶς ἅγιες εἰκόνες.
Τότε, μετὰ ἀπὸ διάφορες κακοπάθειες καὶ φυλακίσεις, ἐξορίστηκε σὲ κάποιο νησί. Κατόπιν ὁ δυσεβὴς βασιλιὰς Θεόφιλος, ἔκανε νὰ δοκιμάσει ὁ Ἰωσὴφ σκληρότερες κακοπάθειες καὶ σκοτεινότερες φυλακές. Ἔτσι μέσα στὴν πείνα καὶ τὴν δίψα, καὶ τὶς διάφορες θλίψεις, ἔφυγε γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ (832).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε. Εἰκὼν πέλων ἔμψυχος, τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, Εἰκόνα τὴν ἄχραντον, τοῦ Ζωοδότου Χριστοῦ, τιμᾶν ἀνεκήρυξας· ὅθεν ὁμολογίας, διαπρέψας ἀγῶσιν, ὤφθης Θεσσαλονίκης, Ἰωσὴφ ποιμενάρχης· διό σε ὁ Δεσπότης τῶν ὅλων ἐδόξασε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις. Ἡ θεηγόρος τῶν διδαγμάτων σου λύρα, τὰς τοῦ Σωτῆρος ἐμεγάλυνεν ὑψώσεις, Ὀρθοδοξίας πᾶσι τὸ εὔσημον, καὶ τῶν σεπτῶν Είκόνων, τῆν τιμῆν ἐξαγγέλλουσα, σοφὲ Ἰωσὴφ Πατέρων καύχημα.
Μεγαλυνάριον. Χαίροις Ἐκκλησίας ἠ λαμπηδών, καὶ Θεσσαλονίκης, ποιμενάρχης καὶ ἀρωγός· χαίροις ὁ ποικίλας, τῇ σῇ ὁμολογίᾳ, ὦ Ἰωσὴφ θεόφρον, στολὴν τὴν ἔνθεον.
Οἱ Ἅγιοι Ἀκύλας καὶ Ἰλάριος οἱ Μάρτυρες
Tον Iλάριον και τον Aκύλαν λίθοις,
Άνδρες πλάνοι κτείνουσιν οις θεοί λίθοι.
Μαρτύρησαν διὰ λιθοβολισμοῦ. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.
Όσιος Αρσένιος ο Αγιοφαραγγίτης
Ο Όσιος Αρσένιος, μύησε τον Όσιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη στην νηπτική εσωτερική εργασία της εμπειρικής νοεράς προσευχής, όπως πληροφορούμαστε από δημοσιευμένα ελληνικά και σλαβικά χειρόγραφα. Μετά από συναναστροφή του Οσίου Γρηγορίου με τον Όσιο Αρσένιο, «…τόν θεῖον ἐκεῖνον ἄνδρα…» μεταξύ άλλων πληροφορούμαστε ότι ο Όσιος Αρσένιος τον δίδαξε «…περί τέ φυλακῆς νοός, περί νήψεως εἰλικρινοῦς καί καθαρᾶς προσευχῆς, ὅπως διά τῆς τῶν ἐντολῶν ἐργασίας ὁ νοῦς καθαίρεται καντεῦθεν ὁ οὕτω θεοφιλῶς μεριμνῶν καί μελετῶν ἄνθρωπος ἐλλαμπόμενος ὅλος φωτοειδής γίνεται…». Η νοερά προσευχή από τον Όσιο Αρσένιο διά του Οσίου Γρηγορίου, μεταφέρθηκε στο Άγιο Όρος.
Ο διάλογος του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου με τον Όσιο Αρσένιο (από τον βίο του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, κατά τους κώδικες Μόσχας GIM Sin. 239 καί ΑΘΩΝ. ΛΑΥΡΑΣ Ι 117) - Ἀπόσπασμα στή δημοτική*
{…} καί ἀφοῦ ἦλθαν στά Ἱεροσόλυμα, (ὁ Ὅσ. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης καί ὁ μαθητής του Ὅσ. Γεράσιμος, πού κατάγονταν ἀπό τήν Eὔβοια), γιά νά προσκυνήσουν τόν Ζωοδόχο Τάφο καί νά περιέλθουν προσκυνῶντας πάντας τούς Ἁγίους Τόπους.
Ἀμέσως μετά ἀπέπλευσαν γιά τή Νῆσο Κρήτη φθάσαντες σ᾽ ἕνα μέρος πού τό ἔλεγαν Καλοί Λιμένες, ὅπου παρέμειναν γιά λίγο, ἕνεκα τοῦ σάλου καί τῆς τρικυμίας τῆς θάλασσας, χωρίς νά χάσουν τό θάρρος τους.
Ὅμως στόν Ὅσιο, (Γρηγόριο), δέν θά ἦταν ἀνεκτό νά παραμείνει καί νά περνᾶ μάταια τόν καιρό του, σάν ἐλάφι πού καταδιψᾶ τήν ὥρα τοῦ θέρους καί τρέχει καί δέν παύει ποτέ νά τρέχει μέ ὅλη τή δύναμη τῶν ποδιῶν του, πρός τίς πηγές πού ἐκβλύζουν ψυχρό καί πόσιμο νερό. Ἤ, (πάλι), ὅπως (τό ἐλάφι), πού τρέχει γιά ν’ ἀνακαλύψει τήν ὁμόζυγο καί σύντροφό του, χωρίς καθόλου ν᾽ ἀνέχεται νά τή στερηθεῖ καί δέν ἡρεμεῖ μέχρι νά τή βρεῖ.
Κατά τόν ἴδιο τρόπο λοιπόν καί ὁ Ὅσιος, (Γρηγόριος), ἐκεῖνος ο σπουδαῖος θεῖος ἄνδρας κατόπτευσε τούς ἐκεῖ χώρους, κάνοντάς το μέ σπουδή, ὥστε νά καταστεῖ τοῦτο κατοικητήριο τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀπαλ- λαγμένος ὁλοκληρωτικά ἀπό τήν ταραχή, τόν θόρυβο καί τίς βιοτικές μέριμνες, συμβάλλοντας ἔτσι στήν ἡσυχία, (του).
Καί βέβαια, ἀφοῦ ἐρεύνησαν καί ἐξέτασαν μέ κόπο πολλά, (μέρη), ἀνακάλυψαν μερικά σπήλαια.
Ἐκεῖ ἐγκατοίκησαν μ’ εὐχαρίστηση, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τους. Ἀλλά τί ἔγινε; Ἐκεῖνος ὁ καλός καί ἀληθινά ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πού διατηροῦσε τή ζωή του πρός τίς μέλλουσες ἐλπίδες, πάραυτα δέ, πρόσθεσε κόπο προσπαθῶντας νά φανεῖ ἀνώτερος γιά τόν ἑαυτό του, στούς κόπους καί στούς πόνους, (του).
Γιατί ἡ μέν τροφή ἦταν μία φορά τήν ἡμέρα, ἡ δέ ἀπόλαυση τοῦ ἄρτου μαζί μέ λίγο νερό ἦταν βραχεῖα, ζῶντας μέ δυσκολία, χωρίς τίποτε νά εἶναι ὑπερβολικό, ὅπως φθάσαμε νά λέμε παραπάνω.
Ἄν καί, σύμφωνα μέ τόν ἄλυτο ἐκεῖνο ὅρο καί θεσμό πού εἶχε βάλει, τό νά πεθάνει ἐξαρτῶνταν ἀπό τή δίψα. Σ᾽ ἐκεῖνα μποροῦσες νά δεῖς, μέ ἔκπληξη μαζί καί θαῦμα, ἐκείνη τήν ἐπίμονη προθυμία, πού, (κατ᾽ οὐσία), ἀνταγωνίζονταν τούς ἀγγέλους καί τήν κά- λλιστη ἀνάβαση, (του), πρός τόν Θεό.
Καί τά μέν πρόσωπα ἦταν χωρίς ἰκμάδα, ὠχρά ἀπό τήν ξηρότητα, ἕνεκα τῆς ἐγκράτειας. Τά δέ μέλη τοῦ σώματος, (ἦταν), λεπτοφυῆ καί καταπονημένα ἀπό τούς συνεχεῖς κόπους καί παράλυτα ἀπό τή φυσική τους δύναμη, ὥστε θά ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατο τό νά βαδίζεις ἤ νά κάνεις κάποια ἄλλη ἐνέργεια.
Ὁ μακάριος, (ὁ Ὅσ. Γρηγόριος), ἐκτός ἀπ’ ὅσα σχολαστικά εἰπώθηκαν, πάντοτε εἶχε καί αὐτό, τήν ἐπιμελῆ ἀναζήτηση, ὥστε ν’ ἀναζητήσει κάποιον ὡς ὁδηγό πρός ἐκεῖνο, πού ἀκόμη δέν εἶχε προφθάσει ν’ ἀνακαλύψει.
Ἀφοῦ ὅμως εἶδε ὅσα ἀναφέρονται στή Γραφή ἤ σέ ἐκεῖνο πού δέν ἔτυχε νά διδαχθεῖ ἀπό τούς πνευματοφόρους, θείους πατέρες καί διδασκάλους. Διαλογιζόμενος λοιπόν θεωροῦσε ὅτι ὅπως ἀκριβῶς διδάχτηκε τήν πράξη ἔτσι, (καί), ἔπρεπε νά μετέλθει καί τή θεωρία, δηλαδή τήν ἡσυχία καί τήν προσευχή.
Ἀλλά ἐνῶ ἔτσι εἶχε τό πρᾶγμα ἀπό ψηλά ἐπένευσε ὁ Θεός τούς διαλογισμούς του. Ἀποκαλύφθηκε δέ ἀπό θειότερη ὄψη κάτι πού ἦταν κόσμημα ὅλων τῶν ἀρετῶν, στήν πράξη καί στή θεωρία. Ὁ Ἀρσένιος, (τῆς περιοχῆς μας), ἦταν ἐκεῖνος πού εἶχε τήν πρόσκληση, (ἀπό τόν Θεό), καί ἀσπαζόταν περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους τήν ἡσυχία.
Ἐκεῖνος τότε ἀφοῦ παρακινήθηκε ἀπό τό θεῖο πνεῦμα προσῆλθε, ὅπως ἦταν, γρήγορα στό κελλί τοῦ Ὁσίου, (τοῦ Ὁσ. Ἀρσενίου), καί, (ἐκεῖνος), τόν εἰσήγαγε σ᾽ αὐτό, ἀφοῦ κτύπησε μέ χαρά τήν πόρτα. Ἐκεῖ, ἀφοῦ μεταξύ τους συνωμίλησαν τά πνευματικά, ἀσπάστηκαν κι ἀνέπεμψαν τή συνήθη εὐχή στόν Θεό.
Ἀμέσως κάθησαν ἀφότου ἡ εὐχή τελείωσε. Μετά, ὁ θεωρητικός ἐκεῖνος, (ὁ Ὅσ. Ἀρσένιος), ὥριμος καί κατάλευκος ἄνδρας καί σεμνός, ἄρχισε, ἀπό κάποια θεία καί ἱερά βίβλο νά ὁμιλεῖ περί τῆς φυλακῆς τοῦ νοῦ, περί τῆς εἰλικρινοῦς νήψης καί τῆς καθαρῆς προσευχῆς.
Ὅπως ἡ ἐργασία πού καθαρίζεται μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὁ νοῦς καί μετά ὁ ἄνθρωπος ἀπό ἕνα σημεῖο, ὁ ὁποῖος ζωηρά φωτισμένος μεριμνᾶ καί μελετᾶ θεοφιλῶς, γίνεται ὁλόκληρος φωτοειδής. Ἀφοῦ εἶπε καί ἄλλα πολλά, περί αὐτῶν πού προειπώθηκαν γιά τήν κατά Θεόν βιωτή, ἡ ὁποία τόν ἔφερε νά λέγει περισσότερα, σταμάτησε γιά λίγο χωρίς νά μιλᾶ.
Ὕστερα στρέφοντας τόν λόγο πρός αὐτόν, (τόν Ὅσ. Γρηγόριο), εἶπε: «ἐσύ λοιπόν, τέκνο μου, ποιά ἐργασία διαχειρίζεσαι, φυσικά μέ τήν ὁδηγία τοῦ Θεοῦ, πού ὅπως εἴπαμε οἰκονομεῖ;».
Συνολικά, λοιπόν, καί αὐτός, (ὁ Ὅσ. Γρηγόριος), ἄρχισε νά διηγεῖται ἄνωθεν ὅλα πού τόν ἀφοροῦσαν, (ὅπως), γιά τήν ἀναχώρησή του ἀπό τόν κοσμικό βίο, γιά τή φίλη του τήν ἐρημία, γιά τούς πολλούς πόνους καί κόπους τούς ὁποίους ἐπέλεξε νά ὑπομένει κατά Χριστόν, θέτοντας σέ δεύτερη μοῖρα ὅλα τά ὑπόλοιπα.
Ὁ θεσπέσιος ἐκεῖνος, (ὁ Ὅσ. Ἀρσένιος), λαμβάνοντας τόν λόγο, κατέχοντας πνευματική δύναμη καί τό ὕψος τῆς ἀρετῆς, ἀφοῦ χαμογέλασε ἐλαφρά, εἶπε σ᾽ αὐτόν: «Τέκνο μου ὅλα αὐτά πού μέ λεπτομέρεια διηγήθηκες, ἀναφέρονται ἀπό τούς θεοφόρους πατέρες καί διδασκάλους μας, ὡς πράξη, οὐδέποτε ὅμως ὡς θεωρία».
Ὁ μακάριος ἐκεῖνος, (ὁ Ὅσ. Γρηγόριος), ὄντας ἀληθινή στέγη πνεύματος, ἀφοῦ ἄκουσε αὐτά, πάραυτα πέφτει στά πόδια του, (τοῦ Ὁσ. Ἀρσενίου), θερμά παρακαλῶντας καί ἱκετεύοντας νά διδαχθεῖ ξανά στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τί εἶναι προσευχή καί ἡσυχία ἤ προσήλωση τοῦ νοῦ.
Ἐκεῖνος ὁ θεῖος πατέρας, (ὁ Ὅσ. Ἀρσένιος), ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, συνέλαβε ὡς θεόπεμπτο εὕρημα τή δέηση, χωρίς ν’ ἀμελήσει μήτε ν᾽ ἀναβάλει, παρευθύς τά εἶπε ὅλα καί τά δίδαξε χωρίς νά παραλείψει, ὅσα ἀπό τή χάρη ἀναδέχθηκε καί προικίστηκε πλούσια.
Ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλά καί γιά ὅσα συμβαίνουν σ᾽ αὐτούς πού ὁπλίζονται μέ ἀγάπη στό στάδιο τῆς ἀρετῆς, ἀγωνιζόμενοι τούς ἄθλους ὑπέρ αὐτῆς, ἐναντίον τῶν βάσκανων δαιμόνων, δεξιά καί ἀριστερά, τῶν δυστρόπων καί φθονερῶν ἀνθρώπων, τούς ὁποίους ὁ πονηρός χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανά του. Αὐτά, (σ᾽ αὐτόν), τά εἶπε κατά μέρος χωρίς νά παραλείψει τίποτε.
Μόλις λοιπόν ἄκουσε αὐτά ἀπό ἐκεῖνον τόν θεῖο ἄνδρα, (τόν Ὅσ. Ἀρσένιο), ἀμέσως σηκώθηκε, ἀφοῦ εἰσῆλθε στό πλοῖο, κατέφθασε στό Ὄρος τοῦ Ἄθωνα.
Ἀφοῦ ἐκεῖνος ἐρεύνησε μέ ἀκρίβεια, (ὁ Ὅσ. Γρηγόριος), ὅλα τά τοπικά Μοναστήρια, ἀνακάλυψε ὄχι μόνο ὅσους ἔτυχε νά κάθονται ἥσυχοι, ἀλλά καί ὅσους διέμεναν μακριά σέ ἄβατους τόπους σέ ἡσυχία. Σκέφθηκε ὅμως ὅτι δέν ἔπρεπε νά παραλείψει νά δεῖ κανένα {…}
* Το χειρόγραφο στην αρχαία ελληνική γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε εδώ είναιαπό το βιβλίο: «Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Η δράση και η συμβολή του στη διάδοση του Ησυχασμού στα Βαλκάνια – Η σλαβική μετάφραση του Βίου του κατά το αρχαιότερο χειρόγραφο», (Θεσ/νίκη 2004). τῆς κ. Ἀγγελικῆς Δεληκάρη, Καθηγήτριας τοῦ Α.Π.Θ..
Η απόδοση του αποσπάσματος του παρόντος κειμένου έγινε στην νέα ελληνική γλώσσα από τον κ. Εμμανουήλ Ανδουλιδάκη, Δρ Κλασικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Σύμβουλο – Καθηγητή του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, με τη συνδρομή του Σεβ. Μητροπολίτου Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακαρίου.
Ο διάλογος του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου με τον Όσιο Αρσένιο (από τον βίο του Οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, κατά τους κώδικες Μόσχας GIM Sin. 239 καί ΑΘΩΝ. ΛΑΥΡΑΣ Ι 117) - Ἀπόσπασμα στή δημοτική*
{…} καί ἀφοῦ ἦλθαν στά Ἱεροσόλυμα, (ὁ Ὅσ. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης καί ὁ μαθητής του Ὅσ. Γεράσιμος, πού κατάγονταν ἀπό τήν Eὔβοια), γιά νά προσκυνήσουν τόν Ζωοδόχο Τάφο καί νά περιέλθουν προσκυνῶντας πάντας τούς Ἁγίους Τόπους.
Ἀμέσως μετά ἀπέπλευσαν γιά τή Νῆσο Κρήτη φθάσαντες σ᾽ ἕνα μέρος πού τό ἔλεγαν Καλοί Λιμένες, ὅπου παρέμειναν γιά λίγο, ἕνεκα τοῦ σάλου καί τῆς τρικυμίας τῆς θάλασσας, χωρίς νά χάσουν τό θάρρος τους.
Ὅμως στόν Ὅσιο, (Γρηγόριο), δέν θά ἦταν ἀνεκτό νά παραμείνει καί νά περνᾶ μάταια τόν καιρό του, σάν ἐλάφι πού καταδιψᾶ τήν ὥρα τοῦ θέρους καί τρέχει καί δέν παύει ποτέ νά τρέχει μέ ὅλη τή δύναμη τῶν ποδιῶν του, πρός τίς πηγές πού ἐκβλύζουν ψυχρό καί πόσιμο νερό. Ἤ, (πάλι), ὅπως (τό ἐλάφι), πού τρέχει γιά ν’ ἀνακαλύψει τήν ὁμόζυγο καί σύντροφό του, χωρίς καθόλου ν᾽ ἀνέχεται νά τή στερηθεῖ καί δέν ἡρεμεῖ μέχρι νά τή βρεῖ.
Κατά τόν ἴδιο τρόπο λοιπόν καί ὁ Ὅσιος, (Γρηγόριος), ἐκεῖνος ο σπουδαῖος θεῖος ἄνδρας κατόπτευσε τούς ἐκεῖ χώρους, κάνοντάς το μέ σπουδή, ὥστε νά καταστεῖ τοῦτο κατοικητήριο τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀπαλ- λαγμένος ὁλοκληρωτικά ἀπό τήν ταραχή, τόν θόρυβο καί τίς βιοτικές μέριμνες, συμβάλλοντας ἔτσι στήν ἡσυχία, (του).
Καί βέβαια, ἀφοῦ ἐρεύνησαν καί ἐξέτασαν μέ κόπο πολλά, (μέρη), ἀνακάλυψαν μερικά σπήλαια.
Ἐκεῖ ἐγκατοίκησαν μ’ εὐχαρίστηση, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τους. Ἀλλά τί ἔγινε; Ἐκεῖνος ὁ καλός καί ἀληθινά ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, πού διατηροῦσε τή ζωή του πρός τίς μέλλουσες ἐλπίδες, πάραυτα δέ, πρόσθεσε κόπο προσπαθῶντας νά φανεῖ ἀνώτερος γιά τόν ἑαυτό του, στούς κόπους καί στούς πόνους, (του).
Γιατί ἡ μέν τροφή ἦταν μία φορά τήν ἡμέρα, ἡ δέ ἀπόλαυση τοῦ ἄρτου μαζί μέ λίγο νερό ἦταν βραχεῖα, ζῶντας μέ δυσκολία, χωρίς τίποτε νά εἶναι ὑπερβολικό, ὅπως φθάσαμε νά λέμε παραπάνω.
Ἄν καί, σύμφωνα μέ τόν ἄλυτο ἐκεῖνο ὅρο καί θεσμό πού εἶχε βάλει, τό νά πεθάνει ἐξαρτῶνταν ἀπό τή δίψα. Σ᾽ ἐκεῖνα μποροῦσες νά δεῖς, μέ ἔκπληξη μαζί καί θαῦμα, ἐκείνη τήν ἐπίμονη προθυμία, πού, (κατ᾽ οὐσία), ἀνταγωνίζονταν τούς ἀγγέλους καί τήν κά- λλιστη ἀνάβαση, (του), πρός τόν Θεό.
Καί τά μέν πρόσωπα ἦταν χωρίς ἰκμάδα, ὠχρά ἀπό τήν ξηρότητα, ἕνεκα τῆς ἐγκράτειας. Τά δέ μέλη τοῦ σώματος, (ἦταν), λεπτοφυῆ καί καταπονημένα ἀπό τούς συνεχεῖς κόπους καί παράλυτα ἀπό τή φυσική τους δύναμη, ὥστε θά ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατο τό νά βαδίζεις ἤ νά κάνεις κάποια ἄλλη ἐνέργεια.
Ὁ μακάριος, (ὁ Ὅσ. Γρηγόριος), ἐκτός ἀπ’ ὅσα σχολαστικά εἰπώθηκαν, πάντοτε εἶχε καί αὐτό, τήν ἐπιμελῆ ἀναζήτηση, ὥστε ν’ ἀναζητήσει κάποιον ὡς ὁδηγό πρός ἐκεῖνο, πού ἀκόμη δέν εἶχε προφθάσει ν’ ἀνακαλύψει.
Ἀφοῦ ὅμως εἶδε ὅσα ἀναφέρονται στή Γραφή ἤ σέ ἐκεῖνο πού δέν ἔτυχε νά διδαχθεῖ ἀπό τούς πνευματοφόρους, θείους πατέρες καί διδασκάλους. Διαλογιζόμενος λοιπόν θεωροῦσε ὅτι ὅπως ἀκριβῶς διδάχτηκε τήν πράξη ἔτσι, (καί), ἔπρεπε νά μετέλθει καί τή θεωρία, δηλαδή τήν ἡσυχία καί τήν προσευχή.
Ἀλλά ἐνῶ ἔτσι εἶχε τό πρᾶγμα ἀπό ψηλά ἐπένευσε ὁ Θεός τούς διαλογισμούς του. Ἀποκαλύφθηκε δέ ἀπό θειότερη ὄψη κάτι πού ἦταν κόσμημα ὅλων τῶν ἀρετῶν, στήν πράξη καί στή θεωρία. Ὁ Ἀρσένιος, (τῆς περιοχῆς μας), ἦταν ἐκεῖνος πού εἶχε τήν πρόσκληση, (ἀπό τόν Θεό), καί ἀσπαζόταν περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους τήν ἡσυχία.
Ἐκεῖνος τότε ἀφοῦ παρακινήθηκε ἀπό τό θεῖο πνεῦμα προσῆλθε, ὅπως ἦταν, γρήγορα στό κελλί τοῦ Ὁσίου, (τοῦ Ὁσ. Ἀρσενίου), καί, (ἐκεῖνος), τόν εἰσήγαγε σ᾽ αὐτό, ἀφοῦ κτύπησε μέ χαρά τήν πόρτα. Ἐκεῖ, ἀφοῦ μεταξύ τους συνωμίλησαν τά πνευματικά, ἀσπάστηκαν κι ἀνέπεμψαν τή συνήθη εὐχή στόν Θεό.
Ἀμέσως κάθησαν ἀφότου ἡ εὐχή τελείωσε. Μετά, ὁ θεωρητικός ἐκεῖνος, (ὁ Ὅσ. Ἀρσένιος), ὥριμος καί κατάλευκος ἄνδρας καί σεμνός, ἄρχισε, ἀπό κάποια θεία καί ἱερά βίβλο νά ὁμιλεῖ περί τῆς φυλακῆς τοῦ νοῦ, περί τῆς εἰλικρινοῦς νήψης καί τῆς καθαρῆς προσευχῆς.
Ὅπως ἡ ἐργασία πού καθαρίζεται μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὁ νοῦς καί μετά ὁ ἄνθρωπος ἀπό ἕνα σημεῖο, ὁ ὁποῖος ζωηρά φωτισμένος μεριμνᾶ καί μελετᾶ θεοφιλῶς, γίνεται ὁλόκληρος φωτοειδής. Ἀφοῦ εἶπε καί ἄλλα πολλά, περί αὐτῶν πού προειπώθηκαν γιά τήν κατά Θεόν βιωτή, ἡ ὁποία τόν ἔφερε νά λέγει περισσότερα, σταμάτησε γιά λίγο χωρίς νά μιλᾶ.
Ὕστερα στρέφοντας τόν λόγο πρός αὐτόν, (τόν Ὅσ. Γρηγόριο), εἶπε: «ἐσύ λοιπόν, τέκνο μου, ποιά ἐργασία διαχειρίζεσαι, φυσικά μέ τήν ὁδηγία τοῦ Θεοῦ, πού ὅπως εἴπαμε οἰκονομεῖ;».
Συνολικά, λοιπόν, καί αὐτός, (ὁ Ὅσ. Γρηγόριος), ἄρχισε νά διηγεῖται ἄνωθεν ὅλα πού τόν ἀφοροῦσαν, (ὅπως), γιά τήν ἀναχώρησή του ἀπό τόν κοσμικό βίο, γιά τή φίλη του τήν ἐρημία, γιά τούς πολλούς πόνους καί κόπους τούς ὁποίους ἐπέλεξε νά ὑπομένει κατά Χριστόν, θέτοντας σέ δεύτερη μοῖρα ὅλα τά ὑπόλοιπα.
Ὁ θεσπέσιος ἐκεῖνος, (ὁ Ὅσ. Ἀρσένιος), λαμβάνοντας τόν λόγο, κατέχοντας πνευματική δύναμη καί τό ὕψος τῆς ἀρετῆς, ἀφοῦ χαμογέλασε ἐλαφρά, εἶπε σ᾽ αὐτόν: «Τέκνο μου ὅλα αὐτά πού μέ λεπτομέρεια διηγήθηκες, ἀναφέρονται ἀπό τούς θεοφόρους πατέρες καί διδασκάλους μας, ὡς πράξη, οὐδέποτε ὅμως ὡς θεωρία».
Ὁ μακάριος ἐκεῖνος, (ὁ Ὅσ. Γρηγόριος), ὄντας ἀληθινή στέγη πνεύματος, ἀφοῦ ἄκουσε αὐτά, πάραυτα πέφτει στά πόδια του, (τοῦ Ὁσ. Ἀρσενίου), θερμά παρακαλῶντας καί ἱκετεύοντας νά διδαχθεῖ ξανά στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τί εἶναι προσευχή καί ἡσυχία ἤ προσήλωση τοῦ νοῦ.
Ἐκεῖνος ὁ θεῖος πατέρας, (ὁ Ὅσ. Ἀρσένιος), ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, συνέλαβε ὡς θεόπεμπτο εὕρημα τή δέηση, χωρίς ν’ ἀμελήσει μήτε ν᾽ ἀναβάλει, παρευθύς τά εἶπε ὅλα καί τά δίδαξε χωρίς νά παραλείψει, ὅσα ἀπό τή χάρη ἀναδέχθηκε καί προικίστηκε πλούσια.
Ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλά καί γιά ὅσα συμβαίνουν σ᾽ αὐτούς πού ὁπλίζονται μέ ἀγάπη στό στάδιο τῆς ἀρετῆς, ἀγωνιζόμενοι τούς ἄθλους ὑπέρ αὐτῆς, ἐναντίον τῶν βάσκανων δαιμόνων, δεξιά καί ἀριστερά, τῶν δυστρόπων καί φθονερῶν ἀνθρώπων, τούς ὁποίους ὁ πονηρός χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανά του. Αὐτά, (σ᾽ αὐτόν), τά εἶπε κατά μέρος χωρίς νά παραλείψει τίποτε.
Μόλις λοιπόν ἄκουσε αὐτά ἀπό ἐκεῖνον τόν θεῖο ἄνδρα, (τόν Ὅσ. Ἀρσένιο), ἀμέσως σηκώθηκε, ἀφοῦ εἰσῆλθε στό πλοῖο, κατέφθασε στό Ὄρος τοῦ Ἄθωνα.
Ἀφοῦ ἐκεῖνος ἐρεύνησε μέ ἀκρίβεια, (ὁ Ὅσ. Γρηγόριος), ὅλα τά τοπικά Μοναστήρια, ἀνακάλυψε ὄχι μόνο ὅσους ἔτυχε νά κάθονται ἥσυχοι, ἀλλά καί ὅσους διέμεναν μακριά σέ ἄβατους τόπους σέ ἡσυχία. Σκέφθηκε ὅμως ὅτι δέν ἔπρεπε νά παραλείψει νά δεῖ κανένα {…}
* Το χειρόγραφο στην αρχαία ελληνική γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε εδώ είναιαπό το βιβλίο: «Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης. Η δράση και η συμβολή του στη διάδοση του Ησυχασμού στα Βαλκάνια – Η σλαβική μετάφραση του Βίου του κατά το αρχαιότερο χειρόγραφο», (Θεσ/νίκη 2004). τῆς κ. Ἀγγελικῆς Δεληκάρη, Καθηγήτριας τοῦ Α.Π.Θ..
Η απόδοση του αποσπάσματος του παρόντος κειμένου έγινε στην νέα ελληνική γλώσσα από τον κ. Εμμανουήλ Ανδουλιδάκη, Δρ Κλασικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Σύμβουλο – Καθηγητή του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, με τη συνδρομή του Σεβ. Μητροπολίτου Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακαρίου.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ νέος
Aπροσκόπτως βαίνοντα τον θείον Πέτρον,
Eζημίωσαν των ποδών αφαιρέσει.
Ο Άγιος Πέτρος μαρτύρησε, αφού του έκοψαν τα πόδια (ορισμένοι Κώδικες γράφουν ότι ήταν επίσκοπος Κρήτης).
Ὁ Ἅγιος Ἡράκλειος ὁ Μάρτυρας
Tας εκ ροπάλων Hράκλειος αικίας,
Ως Hρακλής ρόπαλον αυχήσει τάχα.
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν χτύπησαν καὶ τὸν θανάτωσαν μὲ ρόπαλα. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Όσιος Στέφανος ηγούμενος της Μονής Μάχριστσκ
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Ρώσσου Αγίου.
Ανακομιδή Ιερών Λειψάνων της Αγίας Γλυκερίας του Νόβγκοροντ
Το αδιάφθορο Λείψανό της Αγίας βρέθηκε το 1572 μ.Χ., κοντά τον Ναό των Αγίων Φλώρου και Λαύρου, επί αρχιερατείας Αρχιεπισκόπου Λεωνίδα, ο οποίος το κατέθεσε σ' αυτό τον Ναό. Μετά την Επανάσταση του 1917 μ.Χ., δεν υπάρχουν πληροφορίες για την τύχη του Λειψάνου της.
«Πᾶνος»