Ὁ Ἅγιος Μύρων ὁ Μάρτυρας
Τὶ μοι κεφαλῆς ἡ τομή, Μύρων λέγει.
Πρὸς τὸ στέφειν μέλλον με πάντιμον στέφος;
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ Μύρωνα τάμε ξίφος ὀξύ.
Ὁ Ἅγιος Μύρων μαρτύρησε ὅταν αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Δέκιος, τὸ 250 μ.Χ. Καταγόμενος ἀπὸ πλούσια οἰκογένεια, θὰ μποροῦσε νὰ ζήσει ἄνετα, μὲ ὅλα τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ ποὺ θὰ ἐπιθυμοῦσε. Ὅμως ἡ μεγάλη του ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστό, ἔκανε τὸ Μύρωνα νὰ χειροτονηθεῖ ἱερέας. Ἀφιερώθηκε, λοιπόν, ὁλοκληρωτικὰ στὸ ποιμαντικό του καθῆκον καὶ δίδασκε, νουθετοῦσε καὶ βοηθοῦσε τὸ κάθε ἕνα μέλος τοῦ ποιμνίου του. Μεριμνοῦσε καθημερινὰ γιὰ τοὺς φτωχούς, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά.
Κάποτε, ὁ ἔπαρχος Ἀχαΐας Ἀντίπατρος πῆγε στὸν τόπο ὅπου λειτουργοῦσε ὁ Μύρων καὶ συνέλαβε πολλοὺς χριστιανούς. Γιὰ νὰ ἐκβιάσει λοιπὸν τὸν Μύρωνα νὰ ἀλλαξοπιστήσει, ἔφερε μπροστὰ του τὸ ποίμνιό του καὶ τοῦ εἶπε ὅτι, ἂν αὐτὸς ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό, θὰ τοὺς ἀφήσει ὅλους ἐλεύθερους. Ὁ Μύρων μειδίασε καὶ ἀπάντησε: «Ἂν ἦταν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν πνευματικῶν μου παιδιῶν, πρόθυμα θὰ ἔδινα τὴν ζωή μου. Τώρα ὅμως δὲν πρόκειται γι’ αὐτό. Ἃς δώσουν λοιπὸν οἱ ἴδιοι ἀπάντηση».
Τότε ὅλοι μαζὶ φώναξαν: «Ὄχι. Μιὰ ἀνθρώπινη ψυχὴ εἶναι ἀσύγκριτα πολυτιμότερη ἀπὸ μύρια σώματα καὶ ἀπὸ τὸν κόσμο ὅλο. Ποιὸς λοιπὸν ἀπό μᾶς θέλει νὰ δεχθεῖ, ὥστε νὰ χάσει τὴν ψυχὴ του ὁ πνευματικός μας πατέρας, γιὰ νὰ ζήσουν λίγο περισσότερο στὸν πρόσκαιρο αὐτὸ κόσμο οἱ δικές μας σάρκες;». Ὁ ἔπαρχος, ἐξοργισμένος ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, ἀφοῦ βασάνισε μὲ φρικτὸ τρόπο τὸ Μύρωνα, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισε.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς θεῖον ἀλάβαστρον, τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, πιστῶς ἱεράτευσας, τῇ Ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ, καὶ χαίρων ἐνήθλησας· ὅθεν τῇ εὐωδίᾳ, τῶν ἐν σοὶ χαρισμάτων, Μύρων Ἱερομάρτυς, τῶν παθῶν τὸ δυσῶδες, ἀπέλασον ἀνενδότως, ἐκ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ἱερωσύνης τὸ χρῖσμα δεξάμενος, μαρτυρικῶς ἐν Χριστῷ ἠνδραγάθησας· καὶ νῦν ἐν τοῖς μύροις τῶν πόνων σου, Ἱερομάρτυς εὐφραίνεις τοὺς κράζοντας· Σὺ ὤφθης τοῦ Λόγου ὀσφράδιον.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἱερέων ὑπογραμμός, καὶ τῶν Ἀθλοφόρων, δι’ ἀθλήσεως κοινωνός· χαίροις Ἀχαΐας, ὁ καρποφόρος φοῖνιξ, καὶ τῆς Κυζίκου δόξα, Μύρων μακάριε.
Οἱ Ἅγιοι Στράτων, Φίλιππος, Εὐτυχιανὸς καὶ Κυπριανὸς οἱ Μάρτυρες
Eις τον Στράτωνα.
Ἔθεντὸ με βδέλυγμα, φησὶν ὁ Στράτων,
Ἄνδρες βδελυκτοί, καὶ πυρὶ κτείνουσί με.
Eις τον Φίλιππον.
Φιλῶν Θεόν, Φίλιππε, καὶ ψυχῆς πλέον
Κατακριθεὶς πῦρ, οὐ φιλόψυχος γίνῃ.
Eις τον Eυτυχιανόν.
Εὐτυχιανὸς εἰς κάμινον ἡμμένην,
Ὡς ἵππος εἰς πεδίον ἦν, τὸ τοῦ λόγου.
Eις τον Kυπριανόν.
Πῦρ Κυπριανὸς καρτερήσας καμίνου
Ἐξώτερον πῦρ, ὃ Γραφὴ λέγει, φύγε.
Ἔθεντὸ με βδέλυγμα, φησὶν ὁ Στράτων,
Ἄνδρες βδελυκτοί, καὶ πυρὶ κτείνουσί με.
Eις τον Φίλιππον.
Φιλῶν Θεόν, Φίλιππε, καὶ ψυχῆς πλέον
Κατακριθεὶς πῦρ, οὐ φιλόψυχος γίνῃ.
Eις τον Eυτυχιανόν.
Εὐτυχιανὸς εἰς κάμινον ἡμμένην,
Ὡς ἵππος εἰς πεδίον ἦν, τὸ τοῦ λόγου.
Eις τον Kυπριανόν.
Πῦρ Κυπριανὸς καρτερήσας καμίνου
Ἐξώτερον πῦρ, ὃ Γραφὴ λέγει, φύγε.
Οἱ Ἅγιοι Στράτων, Φίλιππος, Εὐτυχιανὸς καὶ Κυπριανὸς ἦταν κάτοικοι τῆς Νικομήδειας καὶ καθημερινὰ δίδασκαν καὶ κατηχοῦσαν πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὸ ἀμφιθέατρο. Αὐτό, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό.
Ὁ ἄρχοντας τῆς Νικομήδειας ποὺ τὸ ἔμαθε, διέταξε νὰ συλληφθοῦν ἀμέσως οἱ τέσσερις νέοι. Αὐτοὶ δὲν δίστασαν ἀκόμα καὶ μπροστὰ του νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.
Ὁ ἄρχοντας ἐξοργίστηκε πάρα πολὺ καὶ διέταξε νὰ τοὺς βασανίσουν σκληρὰ καὶ στὴν συνέχεια νὰ τοὺς ρίξουν στὴν φωτιά, ὅπου καὶ ἐκοιμήθηκαν.
Ὁ ἄρχοντας τῆς Νικομήδειας ποὺ τὸ ἔμαθε, διέταξε νὰ συλληφθοῦν ἀμέσως οἱ τέσσερις νέοι. Αὐτοὶ δὲν δίστασαν ἀκόμα καὶ μπροστὰ του νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό.
Ὁ ἄρχοντας ἐξοργίστηκε πάρα πολὺ καὶ διέταξε νὰ τοὺς βασανίσουν σκληρὰ καὶ στὴν συνέχεια νὰ τοὺς ρίξουν στὴν φωτιά, ὅπου καὶ ἐκοιμήθηκαν.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Μοναχὸς
Στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῶν σκλαβωμένων Ἑλλήνων ὁ μοναχὸς Δημήτριος, γεννήθηκε στὴ Σαμαρίνα τῆς Πίνδου στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνα. Ἔγινε μοναχὸς στὸ μοναστῆρι τῆς Πατρίδας του, ὅπου μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία ἐξάγνισε τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή του.
Μετὰ τὴν κατάπνιξη, ἀπὸ τὸν Ἀλῆ Πασὰ τὸ 1808, τῆς ἐπανάστασης ποὺ ὑποκίνησε ὁ πάπα Εὐθύμιος Βλαχάβας, ὁ Δημήτριος βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστῆρι του καὶ γύριζε τὰ χωριὰ κηρύττοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκοντας ὑπομονὴ στὶς θλίψεις.
Μετὰ ἀπὸ συκοφαντία τὸν συνέλαβε ὁ Ἀλῆ Πασὰς καὶ τὸν φυλάκισε. Κατόπιν διέταξε τὸν ἄγριο βασανισμό του. Ἔτσι οἱ δήμιοι μὲ καλαμένιες ἀκίδες τρύπησαν τοὺς βραχίονές του καὶ ἔπειτα τὶς ἔμπηξαν στὰ νύχια τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν του. Στὴ συνέχεια ἕσφιξαν τὸ κεφάλι του σὲ μέγγενη καὶ κατόπιν ἀφοῦ τὸν κρέμασαν ἀνάποδα τὸν ἔκαιγαν ἀπὸ κάτω μὲ φωτιά.
Βλέποντας κάποιος Τοῦρκος τὴν γενναιότητα τοῦ Δημητρίου, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ ἔπειτα μαρτύρησε. Ὕστερα ὁ Ἀλῆ Πασὰς ἔκτισε τὸν Δημήτριο μέσα σ’ ἕναν τοῖχο, ἀφήνοντας μόνο τὸ κεφάλι του ἀπ’ ἔξω γιὰ νὰ παρατείνει τὸ μαρτύριο. Ὁ Μάρτυρας ἄντεξε ἔτσι 10 ἡμέρες. Τελικὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό, τὸ ἔτος 1808.
Τὸ μαρτύριό του συνέγραψε ὁ πρόξενος τῆς Γαλλίας στὰ Ἰωάννινα Ε. Pouqueville. Τὸ μαρτύριο τοῦ Ὁσιομάρτυρα Δημητρίου, ἀντέγραψε κατόπιν ὁ μοναχὸς Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ὁ Δουκάκης καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος στοὺς Συναξαριστὲς τους καθὼς καὶ ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του δὲν ἀναφέρουν τὴν μνήμη τοῦ νεομάρτυρα αὐτοῦ.
Στὴν τοπικὴ ἁγιολογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γρεβενῶν, ἕνα Ἡμερολόγιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (1963), σελ. 306, ἀναφέρει τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου τὴν 18η Αὐγούστου.
Τὸ Μέγα Εὐχολόγιο ὅμως, καθὼς καὶ ὁ Otto Meinardus, ἀναφέρουν τὴ μνήμη τοῦ τὴν 17η Αὐγούστου).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σαμαρίνης τὸν γόνον εὐσεβῶν τὸ κραταίωμα, τὸν νεοφανῆ Ἀθλοφόρον, τοῦ Σωτῆρος Δημήτριον, τιμήσωμεν συμφώνως οἱ πιστοί· ἀθλήσας γὰρ στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, Ἐκκλησίας ἀνεδείχθη νέος ἀστήρ, καὶ τῶν βοώντων πρόμαχος·
δόξα τῷ δεδωκότι σοι ὀσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐκλπηροῦντι διὰ σοῦ, ἡμῶν τὰ αἰτήματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ ἁγία μνήμη σου ἁγιασμὸν χορηγοῦσα, τοῖς πιστοῖς ἐπέφανεν, Ὁσιομάρτυς Κυρίου· βίῳ γὰρ, καὶ λόγῳ θείῳ πιστοὺς στηρίξας, ἤθλησας, ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ ἀνδρείως, καὶ θεόθεν ἐκοσμήθης, διπλῷ στεφάνῳ μάκαρ Δημήτριε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Ἠπείρου θεῖος βλαστός, χαίροις Θεσσαλίας, λαμπαδοῦχος ὁ φαεινός· χαίροις ὁ ἀθλήσας, στερρῶς ὑπὲρ Κυρίου, Ὁσιομάρτυς χαῖρε, Χριστοῦ Δημήτριε.
Οἱ Ἅγιοι Παῦλος καὶ Ἰουλιανὴ οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτῶν Μαρτυρήσαντες (δήμιοι)
Ἰουλιανή, Παῦλος, ἀδελφοὶ φύσει,
Ὤφθησαν ὄντες καὶ ἀδελφοὶ τῷ ξίφει.
Ὤφθησαν ὄντες καὶ ἀδελφοὶ τῷ ξίφει.
Ὁ Ἅγιος Παῦλος καὶ ἡ Ἁγία Ἰουλιανὴ ἦταν ἀδέλφια μεταξύ τους, καὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ (270 – 275).
Οἱ γονεῖς των τοὺς ἀνέθρεψαν μὲ ὅλη τὴν ζωὴ τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἱκανοὺς, δηλαδὴ, ὄχι μόνο γιὰ νὰ πιστεύουν καὶ νὰ στολίζονται ἀπὸ τὴ χρηστότητα τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ φέρουν ἐπ’ ὤμου τὸν σταυρό τους, καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμοι καὶ πρόθυμοι γιὰ ὅλες τὶς θυσίες τῆς κατὰ Χριστὸν αὐταπάρνησης. Καὶ ὅταν ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα τους ἔφυγαν ἀπ’ αὐτὴ τὴν ζωή, ὁ Παῦλος καὶ ἡ Ἰουλιανὴ ἔμειναν στὸ θεοχάρακτο δρόμο τους.
Ὁ Παῦλος διέπρεπε μεταξὺ τῶν νέων, στοὺς ὁποίους πολλὲς φορὲς γινόταν δάσκαλος μὲ τὶς φωτεινὲς γνώσεις του καὶ μὲ τὴν καθαρὴ ζωή του. Τὸ ἴδιο βέβαια καὶ ἡ Ἰουλιανὴ μεταξὺ τῶν νεαρῶν κοριτσιῶν.
Ἔτσι, ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ ἔγιναν ἀπὸ τὰ λαμπρότερα σεμνώματα τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας στὴν Πτολεμαΐδα. Αὐτὸ ὅμως, προκάλεσε τὸ μῖσος τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ κατήγγειλαν τὰ δυὸ ἀδέλφια στὸν αὐτοκράτορα Αὐρηλιανό, ὅταν κάποτε αὐτὸς πέρασε ἀπὸ τὴν πόλη τους.
Ὁ Αὐρηλιανός, μὴ μπορώντας καὶ αὐτὸς νὰ κλονίσει τὴν πίστη τους, διέταξε νὰ βασανιστοῦν σκληρά. Καὶ ἐνῷ οἱ δήμιοι, Στρατόνικος, Κοδρᾶτος καὶ Ἀκάκιος, τοὺς βασάνιζαν, θαύμασαν τὴν ψυχική τους ἀνδρεία, ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ καὶ ἀποκεφαλίστηκαν ἐπὶ τόπου.
Οἱ γονεῖς των τοὺς ἀνέθρεψαν μὲ ὅλη τὴν ζωὴ τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἱκανοὺς, δηλαδὴ, ὄχι μόνο γιὰ νὰ πιστεύουν καὶ νὰ στολίζονται ἀπὸ τὴ χρηστότητα τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ φέρουν ἐπ’ ὤμου τὸν σταυρό τους, καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμοι καὶ πρόθυμοι γιὰ ὅλες τὶς θυσίες τῆς κατὰ Χριστὸν αὐταπάρνησης. Καὶ ὅταν ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα τους ἔφυγαν ἀπ’ αὐτὴ τὴν ζωή, ὁ Παῦλος καὶ ἡ Ἰουλιανὴ ἔμειναν στὸ θεοχάρακτο δρόμο τους.
Ὁ Παῦλος διέπρεπε μεταξὺ τῶν νέων, στοὺς ὁποίους πολλὲς φορὲς γινόταν δάσκαλος μὲ τὶς φωτεινὲς γνώσεις του καὶ μὲ τὴν καθαρὴ ζωή του. Τὸ ἴδιο βέβαια καὶ ἡ Ἰουλιανὴ μεταξὺ τῶν νεαρῶν κοριτσιῶν.
Ἔτσι, ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ ἔγιναν ἀπὸ τὰ λαμπρότερα σεμνώματα τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας στὴν Πτολεμαΐδα. Αὐτὸ ὅμως, προκάλεσε τὸ μῖσος τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ κατήγγειλαν τὰ δυὸ ἀδέλφια στὸν αὐτοκράτορα Αὐρηλιανό, ὅταν κάποτε αὐτὸς πέρασε ἀπὸ τὴν πόλη τους.
Ὁ Αὐρηλιανός, μὴ μπορώντας καὶ αὐτὸς νὰ κλονίσει τὴν πίστη τους, διέταξε νὰ βασανιστοῦν σκληρά. Καὶ ἐνῷ οἱ δήμιοι, Στρατόνικος, Κοδρᾶτος καὶ Ἀκάκιος, τοὺς βασάνιζαν, θαύμασαν τὴν ψυχική τους ἀνδρεία, ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ καὶ ἀποκεφαλίστηκαν ἐπὶ τόπου.
Τέλος, οἱ νέοι δήμιοι, ἀφοῦ ἔκαψαν τὶς σάρκες τους μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ εἶδαν ὅτι καὶ πάλι τὰ δυὸ ἀδέλφια ἔμεναν ἀμετακίνητα στὴν πίστη τους, τοὺς ἀποκεφάλισαν.
Οἱ Ἅγιοι Θῦρσος, Λεύκιος, Κορωνᾶτος καὶ ἡ συνοδεία τους
Οἱ τρεῖς ἀθληταὶ νῦν παρίστανται πόθῳ,
Τριάδι θείᾳ, ἧς ἐνήθλησαν χάριν.
Ἴσως νὰ συγχέονται μὲ αὐτοὺς τῆς 14ης Δεκεμβρίου καὶ τὸ ὄνομα Καλλίνικος τοῦ τρίτου μάρτυρα νὰ ἔγινε Κορωνᾶτος. Πάντως γι’ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς ἀναφέρεται ὅτι «τελεῖται αὐτῶν ἡ σύναξις πλησίον τῶν Ἐλενιανῶν».
Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τοὶς Ἀρματίου
Η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Αρματίου, βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη σε κάποιο μοναστήρι που βρισκόταν στην περιοχή Αρμάτιο. Η περιοχή, έλαβε το όνομα της από τον Στρατιωτικό Αρμάτιο, ανιψιό του τυράννου Βασιλίσκου την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Ζήνων (474 - 494 μ.Χ.).
Ο εορτασμός της θαυματουργού εικόνας καθιερώθηκε για να τιμήσει την νίκη της Ορθοδοξίας επί των εικονομάχων.
Η εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Αρματίου εορτάζει δύο φορές τον χρόνο, στις 21 Ιουλίου και στις 17 Αυγούστου.
Ὁ Ὅσιος Αἴγλων
Ο Όσιος Αίγλων ήταν αναχωρητής που έζησε ασκητικά και απεβίωσε ειρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἠλίας ὁ Νέος
Ἱδρυτὴς Μονῆς, ἀναχωρητής. Καταγόταν ἀπὸ τὴ Σικελία. Προφήτευσε τὴν ἅλωση τῆς Θεσσαλονίκης.
Ταξίδεψε στὴν Πελοπόννησο καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ ἀσθένησε καὶ κατὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴ Θεσσαλονίκη κατέλυσε στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.
Κοιμήθηκε τὴν 17η Αὐγούστου τοῦ 903, ὁπότε καὶ ἡ μνήμη του.
Ταξίδεψε στὴν Πελοπόννησο καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ ἀσθένησε καὶ κατὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴ Θεσσαλονίκη κατέλυσε στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.
Κοιμήθηκε τὴν 17η Αὐγούστου τοῦ 903, ὁπότε καὶ ἡ μνήμη του.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεῶν (σελ. 158). Μαρτύρησε ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Κοπρώνυμου τὸ 768.
Ἦταν μοναχὸς στὸ βουνὸ τοῦ Αὐξεντίου.
Ἦταν μοναχὸς στὸ βουνὸ τοῦ Αὐξεντίου.
Ὁ Ὅσιος Ἀλύπιος ὁ Ζωγράφος ὁ ἐν Σπηλαίῳ (Ρῶσος)
Προς ἄλυπον βίωσιν εἰκονογράφε,
Μετέστης Ἀλύπιε Ὁσίων εὖχος.
Μιμητής του ιερού ευαγγελιστή και πρώτου εικονογράφου Λουκά, αναδείχθηκε ο όσιος πατέρας μας Αλύπιος ο σπηλαιώτης.
Αυτός ο μακάριος, θαυμαστά εικονογραφούσε τις μορφές των αγίων, ενώ ταυτόχρονα και την ψυχή του στόλιζε μ' όλες τις αρετές. Έτσι ο Θεός τον αξίωσε να γίνει γιατρός θαυματουργός ψυχών και σωμάτων.
Ο μακάριος Αλύπιος ήταν λαϊκός ακόμη, όταν έγινε μάρτυρας του εξαισίου θαύματος που συνέβη μέσα στην εκκλησία των Σπηλαίων, στη διάρκεια της αγιογραφήσεώς της. Βοηθούσε τότε τους Έλληνες αγιογράφους που ιστορούσαν το ναό της Θεοτόκου και είδε με τα ίδια του τα μάτια ένα περιστέρι που παράδοξα εμφανίστηκε.
Μετά από το θαυμαστό εκείνο γεγονός, ο Αλύπιος έμεινε στο μοναστήρι και έλαβε το άγιο αγγελικό σχήμα από τα χέρια του ηγουμένου οσίου Νίκωνος (βλέπε 23 Μαρτίου), ενώ συνέχισε να τελειοποιείται στην Ιερή τέχνη της εικονογραφίας. Και με τη χάρη του Θεού απέκτησε την ικανότητα ν' αποτυπώνει στις άψυχες, ζωγραφιστές μορφές των αγίων, όλες τις αρετές και τα θεία χαρίσματα που τους στόλιζαν όσο ζούσαν. Την ικανότητα αυτή την έδωσε ο Κύριος στον όσιο Αλύπιο επειδή ασκούσε την εικονογραφία όχι για πλουτισμό ή έπαινο, αλλά για τη δόξα του Θεού και των αγίων Του.
Πολλές εικόνες φιλοτέχνησε για τη μονή και πολλές ακόμη για τον ηγούμενο και τους αδελφούς. Έμαθε επίσης την τέχνη της συντηρήσεως παλαιών εικόνων και κοπίασε πολύ για την αποκατάσταση, εκείνων που είχαν φέρει στη μονή οι πρώτοι πατέρες των Σπηλαίων.
Ο όσιος Αλύπιος ποτέ δεν έμενε αργός. Με την εργατικότητά του έγινε μιμητής των αρχαίων αγίων πατέρων, που μοίραζαν το χρόνο τους στην προσευχή και το εργόχειρο.
Ό,τι αποκτούσε ο όσιος από το εργόχειρό του, το χώριζε σε τρία ίσα μέρη.
Το ένα μέρος το ξεχώριζε για ν' αγοράζει τ' απαραίτητα υλικά της εικονογραφίας.
Το δεύτερο προοριζόταν για τους φτωχούς.
Και το τρίτο για τις ανάγκες της μονής.
Έτσι έκανε πάντοτε, με την ευλογία του ηγουμένου, χωρίς να δίνη ανάπαυση στο σώμα του μέρα και νύχτα. Τη νύχτα αγρυπνούσε με προσευχές και γονυκλισίες. Και την ήμερα, τις ώρες που δεν είχαν κοινές ακολουθίες στην εκκλησία, έπιανε το εργόχειρο με ταπείνωση, απροσπάθεια και υπομονή. Κανείς δεν τον είδε ποτέ αργό. Κανείς δεν τον άκουσε ποτέ ν' αργολογεί. Αλλά και ποτέ δεν παραμέλησε την προσευχή και τη λατρεία του θεού για το εργόχειρο.
Βλέποντας ο ηγούμενος τη φιλοπονία, την αρετή και την ακρίβεια της μοναχικής πολιτείας του οσίου, έλαβε από το Θεό την πληροφορία να τον αναδείξει Ιερέα.
Από τη μέρα της χειροτονίας του ο μακάριος Αλύπιος έλαμψε ακόμη περισσότερο με τις μοναχικές του αρετές και με τη συνέπεια στα ιερατικά του καθήκοντα.
Αξιώθηκε μάλιστα να γίνει πνευματικός και να συγχωρεί με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος τις αμαρτίες και τα παραπτώματα των ανθρώπων. Η επιτέλεση της διακονίας του αυτής συνδέεται και με αξιόλογα θαύματα, από τα οποία δεν θα παρασιωπήσουμε όσα γνωρίζουμε.
Κάποιος πλούσιος χριστιανός από το Κίεβο προσβλήθηκε από λέπρα. Απεγνωσμένα ζητούσε βοήθεια από τους γιατρούς. Αυτοί όμως δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν.
Πάνω στην απελπισία του κατέφυγε στους ειδωλολάτρες μάγους, ελπίζοντας να γίνει καλά με τα δαιμονικά θεραπευτικά τους μέσα. Όχι όμως ωφέλεια δεν είδε, αλλά και χειροτέρεψε.
Τότε ένας από τους φίλους του τον συμβούλεψε να πάει στη μονή των Σπηλαίων και να παρακαλέσει τους πατέρες να τον βοηθήσουν. Αλλά εκείνος ο δυστυχής, ενώ είχε πιστέψει πως θα τον έκαναν καλά οι δαιμονολάτρες μάγοι, δεν παραδεχόταν ότι μπορούσαν να τον βοηθήσουν οι φιλόχριστοι μοναχοί. Γι' αυτό δεν αποφάσιζε να πάει στα Σπήλαια. Μετά όμως από τις φορτικές προτροπές του φίλου του, κάμφθηκε η αντίδρασή του. Κίνησε για τη μονή με μισή καρδιά, συνοδευόμενος από τους δικούς του.
Ο ηγούμενος του έδωσε να πιει νερό από το πηγάδι του οσίου Θεοδοσίου. Του άλειψε επίσης τα μάτια και το κεφάλι με το ίδιο νερό και τον άφησε να φύγει. Όταν όμως ο ταλαίπωρος άνθρωπος βρέθηκε στο σπίτι του διαπίστωσε πως η αρρώστια είχε επιδεινωθεί. Οι πληγές του άνοιξαν κι έτρεχαν πύο, ενώ το σώμα του ανέδιδε μιαν αφόρητη δυσοσμία, που έδιωχνε τους ανθρώπους μακριά. Αιτία του κακού ήταν, όπως αποδείχτηκε απ' όσα ακολούθησαν, η απιστία και η αμετανοησία του.
Ο λεπρός άρχισε να θρηνεί και να οδύρεται για το κακό που τον βρήκε. Πολλές ημέρες έμεινε κλεισμένος και απομονωμένος στο σπίτι του. Γεμάτος ντροπή κι απόγνωση για το θέαμα που εμφάνιζε και τη δυσοσμία που ανέδιδε, περίμενε το θάνατο, που δεν φαινόταν να είναι μακριά.
Αλλά να! Ο φιλάνθρωπος Θεός τον φώτισε και κατάλαβε την ατία της αρρώστιάς του. Και σαν δεύτερος Δαβίδ, φώναζε από μακριά στους συγγενείς του: «Εκάλυψεν εντροπή το πρόσωπον μου! Απηλλοτριωμένος εγενήθην τοις αδελφοίς μου και ξένος τοις υιοίς της μητρός μου, επειδή χωρίς πίστη και με την καρδιά λερωμένη από αμαρτίες τόλμησα να πάω στη μονή και να ζητήσω θεραπεία»!
Σηκώθηκε και ξαναπήγε αμέσως στο μοναστήρι. Ζήτησε από τον ηγούμενο να εξομολογηθεί. Εκείνος τον έστειλε στον όσιο Αλύπιο. Με δάκρυα συντριβής ο λεπρός του εξομολογήθηκε όλα τ' αμαρτήματά του και με ειλικρινή μετάνοια ζήτησε από το Θεό την άφεσή τους.
Ο όσιος του είπε: «Παιδί μου, έργο μεγάλο και σωτήριο πραγματοποίησες με την εξομολόγηση των παραπτωμάτων σου. Θυμάσαι τι λέει ο βασιλιάς και προφήτης Δαβίδ»;
«Είπα· εξαγορεύσω κατ' εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου».
«Αυτό ακριβώς έγινε και τώρα με σένα. Εξομολογήθηκες μετανοημένος ενώπιον του Κυρίου, κι Εκείνος σε συγχωρεί, σαν αγαθός και φιλάνθρωπος που είναι».
Αφού ο θεοφώτιστος Αλύπιος είπε πολλά σωτήρια και ωφέλιμα λόγια στον ασθενή, πήρε λίγο από το χρώμα που χρησιμοποιούσε στην αγιογραφία και άλειψε τις πληγές του. Ύστερα τον έφερε στην εκκλησία και τον κοινώνησε με τα Τίμια Δώρα. Τέλος, τον οδήγησε σε μία γωνία, όπου βρισκόταν μια λεκάνη με νερό. Μ' αυτό πλένονταν οι ιερείς μετά τη θεία Ευχαριστία.
«Πλύσου μ' αυτό το νερό»!, είπε ό όσιος στον άρρωστο.
Εκείνος, ξέπλυνε τα χρώματα και αυτοστιγμεί — ω του θαύματος! - οι πληγές εξαφανίστηκαν και το πρόσωπό του καθάρισε!
Έπεσε αμέσως στα πόδια του οσίου και τα έβρεχε με τα δάκρυα της ευγνωμοσύνης του, επειδή τον απάλλαξε τόσο από τη σωματική όσο και την ψυχική λέπρα.
Έκπληκτοι έμειναν οι συγγενείς του λεπρού σαν είδαν το θαύμα. Και ρωτούσαν:
«Μα πως έγινε αυτό; Γιατί την πρώτη φορά που ήρθε στο μοναστήρι η αρρώστια του επιδεινώθηκε, ενώ τώρα θεραπεύτηκε»;
«Αδελφοί», τους έλεγε ο πνευματέμφορος Αλύπιος, «ο Κύριος μας λέει: Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν. Αυτός ο άνθρωπος δούλευε πριν με την αμαρτία στον εχθρό μας διάβολο. Και όταν αρρώστησε, πάλι σ' εκείνον πήγε για να θεραπευτή: στους μάγους και τα μαγικά. Και δεν πίστευε στον Κύριο σαν μοναδικό Σωτήρα και ιατρό των ψυχών και των σωμάτων. Την πρώτη φορά ήρθε με την καρδιά γεμάτη απιστία και ακαθαρσία. Γι` αυτό και η ασθένειά του επιδεινώθηκε. Διότι ο Κύριος είπε: πάντα όσα αν προσευχόμενοι αιτείσθε, πιστεύετε ότι λαμβάνετε, και έσται υμίν. Τώρα όμως που ήρθε με πίστη αλλά και με μετάνοια, ο Θεός τον θεράπευσε».
Μετά την εξήγηση του οσίου Αλυπίου, οι άνθρωποι έβαλαν βαθιά μετάνοια κι έφυγαν «δοξάζοντες και αινούντες τον Θεόν επί πάσιν οις ήκουσαν και είδον...».
Στην ίδια πόλη του Κιέβου ζούσε κάποιος φιλόχριστος, που είχε χτίσει με έξοδα του ένα μικρό ναό, και θέλησε να τον εμπλουτίσει μ' επτά μεγάλες εικόνες. Για το σκοπό αυτό έδωσε σε δυο γνωστούς του μοναχούς της Λαύρας αρκετά ασημένια νομίσματα, καθώς και τα ξύλα που χρειάζονταν, και τους είπε:
«Σας παρακαλώ πατέρες, πείτε στον παπα-Αλύπιο να δεχτεί το αργύριο τούτο, για την αγάπη του Χριστού και να ζωγραφίσει επτά εικόνες για το εκκλησάκι μου».
Αλίμονο όμως! Εκείνοι οι δύο ήταν μόνο κατά το φαινόμενο μοναχοί! Η ψυχή τους ήταν παραδομένη στον πονηρό, γεμάτη κακία, φθόνο και φιλαργυρία. Τι έκαναν λοιπόν; Συμφώνησαν να κατακρατήσουν τα χρήματα και να μην πουν τίποτα στον Αλύπιο, που τον φθονούσαν πολύ για την ενάρετη ζωή και την επίδοσή του στην αγιογραφία. Ήταν κι εκείνοι αγιογράφοι. Βοηθοί του οσίου, αλλά για την αμέλεια και την πνευματική τους ραθυμία δεν τους έδινε ό Θεός το ανυπέρβλητο χάρισμα του θεσπέσιου Αλύπιου. Κρέμασαν λοιπόν τα σανίδια σ' ένα παρεκκλήσι της μονής, που ήταν σχεδόν πάντοτε κλειστό, κι έκρυψαν τα χρήματα σε ασφαλισμένο μέρος, χωρίς τύψεις για τη μεγάλη αμαρτία που έκαναν.
Πέρασε καιρός. Ο πελάτης έστειλε μήνυμα στους δυο μοναχούς, ρωτώντας τους για την παραγγελία του. Εκείνοι όμως απάντησαν πως ο Αλύπιος ζητά άλλα τόσα αργυρά νομίσματα! Χωρίς διαμαρτυρία ο χριστιανός τα έστειλε, με την παράκληση να επισπευτεί η εκτέλεση της εργασίας. Κι αυτά όμως τα καταχράστηκαν οι αθεόφοβοι μοναχοί.
Υποδουλωμένοι εντελώς στην κακία και την απληστία, έφτασαν στο σημείο να ζητήσουν και τρίτη φορά χρήματα, λέγοντας πάλι ότι τάχα τα ζητά ο Αλύπιος.
Ο φιλόθεος άνθρωπος ούτε τώρα αρνήθηκε. Γνωρίζοντας την πολιτεία του οσίου, πίστεψε πως τα χρήματα που είχε στείλει τις δύο προηγούμενες φορές δεν ήταν αρκετά. Του έστειλε λοιπόν ανυποψίαστος άλλα τόσα, ζητώντας με αγαθότητα τις προσευχές και την ευλογία του.
Όταν όμως μετά από καιρό ο χριστιανός έστειλε πάλι στο μοναστήρι κάποιον για να μάθη αν είναι έτοιμες οι εικόνες του, οι δυο εκείνοι μοναχοί, σκοτισμένοι από την εμπάθεια, είπαν ότι ο Αλύπιος, αν και έλαβε τριπλή αμοιβή, αρνείται να ζωγραφίσει τις εικόνες.
Έκπληκτος και σκανδαλισμένος ο άνθρωπος του Θεού, κίνησε με μεγάλη συνοδεία για το μοναστήρι. Διηγήθηκε με παράπονο στον ηγούμενο Νίκωνα το πάθημά του και ζήτησε την επανόρθωση της αδικίας που είχε τάχα υποστεί από τον παπα-Αλύπιο.
Ο μέγας Νίκων κάλεσε τον όσιο και του είπε αυστηρά: «Γιατί πάτερ Αλύπιε αδίκησες αυτό το χριστιανό; Τόσες φορές σε παρακάλεσε και τόσα χρήματα σου έστειλε για τις εικόνες του. Τι σημαίνουν όλα όσα άκουσα τώρα, αδελφέ;
Εγώ μέχρι τώρα νόμιζα ότι ήσουν αφιλοχρήματος και ζωγράφιζες τις εικόνες για τη δόξα του Θεού και των αγίων Του».
«Τίμιε Γέροντα», αποκρίθηκε απορημένος ο όσιος, «η αγιοσύνη σου γνωρίζει ότι δεν αμέλησα ποτέ το ιερό εργόχειρό μου ούτε το εξάσκησα για τα χρήματα. Και τώρα δεν γνωρίζω για ποιο πράγμα μιλάς».
«Τρεις φορές δεν σε πλήρωσε αυτός ο άνθρωπος για να του φτιάξης επτά εικόνες; Δεν σου έστειλε και τα σανίδια γι' αυτές; Γιατί δεν εκπλήρωσες την παραγγελία του; Και που είναι τα ξύλα των εικόνων»;
Όμως ο όσιος Αλύπιος τίποτα δεν είχε να πει.
Τότε ο ηγούμενος έστειλε δύο-τρεις μοναχούς να φέρουν τα σανίδια. Αυτοί, κατά συγκυρία την προηγούμενη μέρα τα είχαν δει μέσα στο παρεκκλήσι και είχαν αναρωτηθεί για τον προορισμό τους. Ο όσιος Νίκων κάλεσε επίσης τους δυο μοναχούς που είχαν πάρει τα χρήματα για τις εικόνες.
Άλλες όμως είναι οι βουλές των ανθρώπων και άλλα τα κελεύσματα του θαυματουργού Θεού. Τι συνέβη δηλαδή; Μόλις μπήκαν οι αδελφοί στο παρεκκλήσι, τι βλέπουν! Εκεί που χθες είδαν να κρέμονται σκέτα ξύλα, τώρα ήταν εικόνες απαράμιλλης τέχνης! Εικόνες του Κυρίου, της Θεοτόκου, των αγίων! Θαμπωμένοι και συγκλονισμένοι από το θαυμαστό γεγονός, τις έφεραν στον ηγούμενο. Όταν σε λίγο όλοι κατάλαβαν τι είχε συμβεί, έπεσαν κάτω και με συγκίνηση προσκύνησαν τις θεσπέσιες αχειροποίητες εικόνες του ουράνιου Βασιλιά, της Παναγίας Μητέρας Του και των εκλεκτών δούλων Του.
Στο μεταξύ ήρθαν και οι δύο συκοφάντες μοναχοί. Ανύποπτοι για το θαύμα του Θεού, επιτέθηκαν με άπρεπα λόγια στον όσιο Αλύπιο, κατηγορώντας τον σαν κλέφτη και απατεώνα.
Αγανακτισμένοι τότε οι παρευρισκόμενοι από την άδικη εκείνη επίθεση, τους έδειξαν τις εικόνες λέγοντας: «Σταματήστε ανόσιοι άνθρωποι! Να αυτές οι εικόνες που ζωγραφίστηκαν από το χέρι του Θεού, μαρτυρούν για την αθωότητα του Αλυπίου και τη δική σας ενοχή»!
Εκείνοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους μ' αυτό που έβλεπαν. Γεμάτοι φόβο και ντροπή, μαζεύτηκαν σε μια γωνιά και σιώπησαν. Αρνήθηκαν ωστόσο να παραδεχθούν την ενοχή τους, που ήταν τόσο φανερή σε όλους.
Βλέποντας ο ηγούμενος Νίκων το κατάντημα και την πώρωση των δύο μοναχών, τους απέκοψε σαν σαπρά μέλη από το σώμα της αδελφότητας, «ίνα και οι λοιποί αδελφοί φόβον έχωσι». Τους εδίωξε από τη μονή για να μη μολυνθούν και άλλοι από τη βαρεία ψυχική τους πάθηση.
Εκείνοι και όταν έφυγαν επέμειναν στην κακία και το φθόνο.
Άρχισαν να διαδίδουν παντού ότι είχαν ζωγραφίσει οι ίδιοι τις εικόνες και ότι ο προϊστάμενός τους Αλύπιος, θέλοντας τάχα να κατακρατήσει για τον εαυτό του τα χρήματα, άφησε να γίνει πιστευτό πως είχαν ζωγραφιστή αχειροποίητα και θαυματουργικά.
Αλλά οι συκοφαντίες αυτές δεν έπιασαν τόπο. Πάλι ο ίδιος ό Θεός επενέβη και με νέα θαυμαστά γεγονότα επιβεβαίωσε το θαύμα.
Δόξασε το δούλο Του Αλύπιο και κατήσχυνε τους συκοφάντες.
Συνέβη δηλαδή, κατά παραχώρηση Θεού, να ξεσπάσει λίγα χρόνια αργότερα μεγάλη πυρκαγιά στο Κίεβο, που έκανε στάχτη μεγάλο μέρος της πόλεως. Κάηκε τότε και ο ναός όπου βρίσκονταν οι επτά αχειροποίητες εικόνες. Όταν η φωτιά σβήστηκε, ενώ ο ναός είχε αποτεφρωθεί εντελώς, οι εικόνες βρέθηκαν άθικτες, σαν καινούργιες!
Ο ηγεμόνας του Κιέβου Βλαδίμηρος Β' ο Μονομάχος πληροφορήθηκε για το θαύμα. Για να πιστέψει όμως θέλησε να το δη με τα ίδια του τα μάτια. Πράγματι, πήγε στον τόπο της συμφοράς, όπου βρήκε τα πάντα κομμένα και σωριασμένα σε φρικτά ερείπια. Μόνον οι επτά εικόνες έλαμπαν κάτω από τον ήλιο σαν να μην τις είχε αγγίξει όχι φλόγα αλλά ούτε καπνός. Εκεί ο Βλαδίμηρος πληροφορήθηκε από το συγκεντρωμένο πλήθος ότι οι μορφές των εικόνων δεν είχαν γίνει από ανθρώπινο χέρι. Είχαν εμφανιστεί θαυματουργικά πάνω στα σανίδια με τη δύναμη του παντοδυνάμου Θεού και για χάρη του αδικημένου δούλου Του Αλυπίου.
Συγκινημένος ο ηγεμόνας ζήτησε μιαν εικόνα, εκείνη που παρίστανε την Υπεραγία Θεοτόκο, και την έστειλε στο Ροστώφ, στην πέτρινη εκκλησία που ο ίδιος είχε ανεγείρει εκεί. Και εδώ όμως η εικόνα σώθηκε θαυματουργικά, όταν σ' ένα σεισμό η εκκλησία γκρεμίστηκε κι έγινε συντρίμμια. Κατόπιν μεταφέρθηκε σε άλλη ξύλινη εκκλησία, αλλά κι αυτή σύντομα πήρε φωτιά και κάηκε. Για τρίτη φορά η αχειροποίητη εικόνα έμεινε αβλαβής, χωρίς ίχνος μάλιστα της φωτιάς, που κράτησε πολλές ώρες.
Ας έρθουμε τώρα στο θαύμα που συνδέεται με τα τέλη της ζωής του οσίου Αλυπίου.
Κάποιος ευσεβής χριστιανός έδωσε στον Όσιο παραγγελία να ζωγραφίσει την εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Την είχε τάξει στην Παναγία νια την πανήγυρη της, στις 15 Αύγουστου και παρακάλεσε να είναι έτοιμη εγκαίρως.
Αλλά σε λίγες ήμερες ο θεοφιλής Αλύπιος αρρώστησε βαριά. Η κοίμησή του πλησίαζε. Έτσι ήταν αδύνατο να εκπληρώσει την παραγγελία.
Ο χριστιανός εκείνος έπεσε σε μεγάλη θλίψη. Ήρθε στον άγιο, που βρισκόταν στην κλίνη σε κακή κατάσταση και τον παρακαλούσε να βρει μια λύση ώστε να είναι έτοιμη η εικόνα στην εορτή της Κοιμήσεως.
«Μη θλίβεσαι, παιδί μου», αποκρίθηκε με σβησμένη φωνή ο όσιος. «Έχε εμπιστοσύνη στο Θεό και στο άγιο θέλημά Του. Η εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου θα βρίσκεται στη θέση της την Ημέρα της εορτής».
Παρηγορημένος ο χριστιανός από τα λόγια του αγίου, επέστρεψε στο σπίτι του χαρούμενος.
Ωστόσο, όταν ήρθε την παραμονή της εορτής για να πάρει την εικόνα, διαπίστωσε πως δεν ήταν έτοιμη, ενώ ο μακάριος Αλύπιος είχε βαρύνει περισσότερο. Δυσαρεστημένος τότε έλεγε: «Γιατί, παπα-Αλύπιε, δεν με ειδοποίησες για την κατάσταση της υγείας σου; Θα έβρισκα άλλον αγιογράφο να μου φτιάξη την εικόνα. Έχω υποσχεθεί να την πάω στην εκκλησία αύριο. Τι θα κάνω τώρα; Με ντρόπιασες! Δεν το περίμενα αυτό από σένα»!
«Τέκνο μου», αποκρίθηκε με πραότητα ο όσιος, «μήπως από ραθυμία δεν ετοίμασα την εικόνα σου;... Να ξέρης πως ο Κύριος μπορεί μόνο μ' ένα Του λόγο να ζωγραφίσει την εικόνα της Μητέρας Του. Εγώ βέβαια ήδη αναχωρώ απ' αυτό τον κόσμο, όπως μου φανέρωσε ο Θεός. Εσένα όμως δεν θα σ' αφήσω λυπημένο».
Παρά τη διαβεβαίωση του αγίου όμως, ο χριστιανός έφυγε συγχυσμένος.
Αλλά να! Σε λίγο μπήκε μέσα στο κελί ένας ολόλαμπρος, φωτεινός νέος. Στάθηκε μπροστά στο καβαλέτο κι άρχισε να ζωγραφίζει την εικόνα της Κοιμήσεως σιωπηλός. Ο όσιος τον παρατήρησε προσεκτικά. Πρώτα άπλωσε στην εικόνα το χρυσό. Έπειτα έπιασε να δουλεύει τα χρώματα με απίστευτη ταχύτητα. Σε τρεις ώρες είχε κιόλας τελειώσει!
Στράφηκε τότε στον κατάκοιτο όσιο και του είπε:«Πάτερ! Της λείπει τίποτα; Έσφαλα σε κάτι»;
Πολύ καλή την έκανες, άγγελε του Θεού, απάντησε εκείνος.
Ο Θεός σε βοήθησε να την κάνης υπέροχη.
Μετά απ' αυτό ο θεόσταλτος «ζωγράφος» πήρε στα χέρια του την εικόνα κι έγινε άφαντος.
Στο μεταξύ ο χριστιανός που την είχε παραγγείλει δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα από τη μεγάλη του λύπη.
Ξημέρωνε η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η πανήγυρη, Αλίμονο, θα γινόταν χωρίς την εικόνα της!
Το πρωί σηκώθηκε με βαρεία καρδιά και κίνησε για την εκκλησία. Δεν είχε ξημερώσει ακόμη καλά-καλά. Ήταν ο πρώτος που έφτασε στο ναό. Θα μπορούσε ανενόχλητος να κλάψει εκεί για το σφάλμα του.
Μόλις όμως μπήκε μέσα, τι να δη! Η εικόνα, πανέμορφη κι αστραφτερή, ήταν τοποθετημένη στο προσκυνητάρι της!
«Κύριε ελέησον»! φώναξε, κι έπεσε κάτω, πιστεύοντας ότι βλέπει όραμα. Όσο περνούσε η ώρα όμως, άρχισε να πείθεται ότι η εικόνα ήταν πραγματική.
«Εν φόβω και εν τρόμω» θυμήθηκε τη διαβεβαίωση του οσίου Αλύπιου, ότι η εικόνα θα είναι έτοιμη στην εορτή της Παναγίας.
Γεμάτος δέος σηκώθηκε και γύρισε στο σπίτι του για να ειδοποιήσει τους δικούς του. Κι έτρεξαν όλοι με χαρά μεγάλη στην εκκλησία, κρατώντας κεριά και θυμιάματα.
Αντίκρισαν την εικόνα να λάμπει σαν τον ήλιο. Τόσο πολύ, που δεν μπορούσαν να την κοιτάξουν κατά πρόσωπο. Έπεσαν στη γη και την προσκύνησαν τρέμοντας από συγκίνηση.
Μετά την εορτή ο ευσεβής εκείνος χριστιανός ήρθε στον ηγούμενο της μονής των Σπηλαίων και του διηγήθηκε το θαύμα. Πήγαν μαζί στον αξιομακάριστο Αλύπιο.
Ο ηγούμενος τον ρώτησε: «Πάτερ Αλύπιε, πως και από ποιόν ζωγραφίστηκε η εικόνα αυτού του ανθρώπου»;
Εκείνος τότε τους διηγήθηκε όλα όσα έγιναν.
«Άγγελος Θεού την έφτιαξε», είπε. «Αυτός την πήγε και στην εκκλησία. Και να! Ο ίδιος άγγελος στέκεται τώρα εδώ, δίπλα μου, περιμένοντας εντολή από τον Κύριο για να πάρει την ψυχή μου. Τον βλέπετε; Ευλογητός ο Θεός»!
Και με τα λόγια αυτά ο όσιος, παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Ήταν 17 Αυγούστου.
Οι αδελφοί κήδεψαν με τιμές το τίμιο σώμα του στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, δίπλα στους άλλους κεκοιμημένους πατέρες.
Έτσι ο άγιος και θαυματουργός εικονογράφος Αλύπιος, που στόλιζε τις εκκλησίες με τις εικόνες του, στόλισε τώρα ο ίδιος τόσο τη γη όσο και τον ουρανό. Τη γη, με το σεπτό και πάναγνο σώμα του. Και τον ουρανό, με την οσία ψυχή του.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀσκητὴν τῶν Σπηλαίων Κιέβου φίλεργον, τὸν εἰληφότα τὴν χάριν, γράφειν εἰκόνας σεπτάς, καὶ πρὸς τοῦτο ὑπ’ Ἀγγέλων βοηθούμενον, Ὅσιον καὶ θαυματουργόν, ἐπαινέσωμεν πιστοί, Ἀλύπιον τὸν θεόπνουν, ἀναβοῶντες· εἰκόνας, ἡμᾶς ἀνάδειξον χρηστότητος.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Εἰκονογράφον τὸν σεπτὸν καὶ ἀγγελόβιον, χαριτωθέντα οὐρανόθεν ὡς ἑπόμενον, ἀρετῇ Ὁσίων πάλαι κλεινῶν Πατέρων, ἐν Σπηλαίοις τοῦ Κιέβου τὸν ασκήσαντα, καὶ πρὸς δόμους οὐρανῶν πολλοὺς ἰθύναντα, πίστει κράζοντες·
Χαίροις μάκαρ Ἀλύπιε.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α’ στιχολογίαν
Θεράπων τοῦ Θεοῦ, ἱερὸς ἀνεδείχθης, Ἀλύπιε σοφέ, σῇ ἀόκνῳ ἀσκήσει, διόπερ δόξαν ἄληκτον, ὥσπερ κλῆρον ἀπείληφας, ὁσιώτατε, ἐν ᾗ μὴ παύσῃ πρεσβεύων, τῷ Παντάνακτι, πέμψαι τοῖς σὲ ἀνυμνοῦσι, χαρὰν καὶ ὑγείαν.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὴν β΄ στιχολογίαν
Τῷ ἔρωτι Ὅσιε τοῦ Ζωοδότου Θεοῦ, φλεχθεὶς ἐγκατέλιπες, τὴν κοινωνίαν ταχύ, τοῦ κόσμου Ἀλύπιε, καὶ μιμητὴς Ἀγγέλων, χρηματίσας ἐδείχθης, θαυμάτων ξενοτρόπων, αὐτουργὸς καὶ ἰθύντωρ, πιστῶν πρὸς τὴν ἀγήρω ζωήν, καὶ δόξαν ἄληκτον.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Χριστοῦ θεράποντα, θεοειδέστατον, καὶ διαυγέστατον, Ὁσίων ἔκτυπον, εἰκονογράφον τὸν σεπτόν, Σπηλαίων μονῆς Κιέβου, πάντες εὐφημήσωμεν, ὡς χαρίτων τοῦ Πνεύματος, σκήνωμα καὶ χείμαῤῥον θαυμασίων πολύῤῥυτον, ἀεὶ ἐν κατανύξει βοῶντες· Χαίροις Ἀλύπιε θεόφρον.
Ἕτερον Κάθισμα
Κάθισμα. Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
αμφαέστατε, σοφίας λύχνε, θεοδώρητον, χαρίτων σκεῦος, καὶ ἀόκνου ἐργασίας κειμήλιον, εἰκονογράφε σεπτὲ καὶ συνέκδημε, τῆς εὐσεβείας παμμάκαρ Ἀλύπιε, τὸν Παντάνακτα, δυσωπει ἀεὶ δωρήσασθαι, τοῖς πόθῳ σε τιμῶσι θεῖον ἔλεος.
Ὁ Οἶκος
Ἄλυπον τὸν ἐν πόλῳ, ἐπεπόθησας βίον, Ἀλύπιε χαρὰ τῶν Ἀγγέλων, ἀκραιφνοῦς γὰρ ὀφθεὶς ἀγωγῆς, προβολεὺς χαρίτων θεϊκῶν γέγονας, ἀναπλέως καὶ ηὔφρανας, σοῖς ῥήμασι τοὺς ἐκβοῶντας·
Χαῖρε, Κιέβου ἡ εὐκοσμία·
χαῖρε, ἐνθέου χαρᾶς αἰτία.
Χαῖρε, γεηρῶν φρονημάτων ὑπέρτερε·
χαῖρε, ὑψηλῶν νοημάτων συμμέτοχε.
Χαῖρε, ὅτι ἀπεκάθηρας ξενοτρόπως τὸν λεπρόν·
χαῖρε, ὅτι ἀπημαύρωσας τὸν Σατὰν τὸν βδελυρόν.
Χαῖρε, εἰκονογράφον θεοφόρων λαμπρότης·
χαῖρε, πνευματοφόρων ἱερέων φαιδρότης.
Χαῖρε, πιστῶν φωτίσας συστήματα·
χαῖρε, ψυχῶν αὐγάσας τὰ μύχια.
Χαῖρε, θαυμάτων κρουνὸς πολυχεύμων·
χαῖρε, ναμάτων πηγὴ ζωηῤῥύτων.
Χαίροις, μάκαρ Ἀλύπιε.
Μεγαλυνάριον
Τῆς φιλοπονίας τὸν ἐραστήν, τὸν ἐν τοῖς Σπηλαίοις, τοῦ Κιέβου ἀσκητικῶς, λάμψαντα ἐκθύμως, Ἀλύπιον τὸν θεῖον, εἰκογράφον πάντες, ἀνευφημήσωμεν.
Αυτός ο μακάριος, θαυμαστά εικονογραφούσε τις μορφές των αγίων, ενώ ταυτόχρονα και την ψυχή του στόλιζε μ' όλες τις αρετές. Έτσι ο Θεός τον αξίωσε να γίνει γιατρός θαυματουργός ψυχών και σωμάτων.
Ο μακάριος Αλύπιος ήταν λαϊκός ακόμη, όταν έγινε μάρτυρας του εξαισίου θαύματος που συνέβη μέσα στην εκκλησία των Σπηλαίων, στη διάρκεια της αγιογραφήσεώς της. Βοηθούσε τότε τους Έλληνες αγιογράφους που ιστορούσαν το ναό της Θεοτόκου και είδε με τα ίδια του τα μάτια ένα περιστέρι που παράδοξα εμφανίστηκε.
Μετά από το θαυμαστό εκείνο γεγονός, ο Αλύπιος έμεινε στο μοναστήρι και έλαβε το άγιο αγγελικό σχήμα από τα χέρια του ηγουμένου οσίου Νίκωνος (βλέπε 23 Μαρτίου), ενώ συνέχισε να τελειοποιείται στην Ιερή τέχνη της εικονογραφίας. Και με τη χάρη του Θεού απέκτησε την ικανότητα ν' αποτυπώνει στις άψυχες, ζωγραφιστές μορφές των αγίων, όλες τις αρετές και τα θεία χαρίσματα που τους στόλιζαν όσο ζούσαν. Την ικανότητα αυτή την έδωσε ο Κύριος στον όσιο Αλύπιο επειδή ασκούσε την εικονογραφία όχι για πλουτισμό ή έπαινο, αλλά για τη δόξα του Θεού και των αγίων Του.
Πολλές εικόνες φιλοτέχνησε για τη μονή και πολλές ακόμη για τον ηγούμενο και τους αδελφούς. Έμαθε επίσης την τέχνη της συντηρήσεως παλαιών εικόνων και κοπίασε πολύ για την αποκατάσταση, εκείνων που είχαν φέρει στη μονή οι πρώτοι πατέρες των Σπηλαίων.
Ο όσιος Αλύπιος ποτέ δεν έμενε αργός. Με την εργατικότητά του έγινε μιμητής των αρχαίων αγίων πατέρων, που μοίραζαν το χρόνο τους στην προσευχή και το εργόχειρο.
Ό,τι αποκτούσε ο όσιος από το εργόχειρό του, το χώριζε σε τρία ίσα μέρη.
Το ένα μέρος το ξεχώριζε για ν' αγοράζει τ' απαραίτητα υλικά της εικονογραφίας.
Το δεύτερο προοριζόταν για τους φτωχούς.
Και το τρίτο για τις ανάγκες της μονής.
Έτσι έκανε πάντοτε, με την ευλογία του ηγουμένου, χωρίς να δίνη ανάπαυση στο σώμα του μέρα και νύχτα. Τη νύχτα αγρυπνούσε με προσευχές και γονυκλισίες. Και την ήμερα, τις ώρες που δεν είχαν κοινές ακολουθίες στην εκκλησία, έπιανε το εργόχειρο με ταπείνωση, απροσπάθεια και υπομονή. Κανείς δεν τον είδε ποτέ αργό. Κανείς δεν τον άκουσε ποτέ ν' αργολογεί. Αλλά και ποτέ δεν παραμέλησε την προσευχή και τη λατρεία του θεού για το εργόχειρο.
Βλέποντας ο ηγούμενος τη φιλοπονία, την αρετή και την ακρίβεια της μοναχικής πολιτείας του οσίου, έλαβε από το Θεό την πληροφορία να τον αναδείξει Ιερέα.
Από τη μέρα της χειροτονίας του ο μακάριος Αλύπιος έλαμψε ακόμη περισσότερο με τις μοναχικές του αρετές και με τη συνέπεια στα ιερατικά του καθήκοντα.
Αξιώθηκε μάλιστα να γίνει πνευματικός και να συγχωρεί με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος τις αμαρτίες και τα παραπτώματα των ανθρώπων. Η επιτέλεση της διακονίας του αυτής συνδέεται και με αξιόλογα θαύματα, από τα οποία δεν θα παρασιωπήσουμε όσα γνωρίζουμε.
Κάποιος πλούσιος χριστιανός από το Κίεβο προσβλήθηκε από λέπρα. Απεγνωσμένα ζητούσε βοήθεια από τους γιατρούς. Αυτοί όμως δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν.
Πάνω στην απελπισία του κατέφυγε στους ειδωλολάτρες μάγους, ελπίζοντας να γίνει καλά με τα δαιμονικά θεραπευτικά τους μέσα. Όχι όμως ωφέλεια δεν είδε, αλλά και χειροτέρεψε.
Τότε ένας από τους φίλους του τον συμβούλεψε να πάει στη μονή των Σπηλαίων και να παρακαλέσει τους πατέρες να τον βοηθήσουν. Αλλά εκείνος ο δυστυχής, ενώ είχε πιστέψει πως θα τον έκαναν καλά οι δαιμονολάτρες μάγοι, δεν παραδεχόταν ότι μπορούσαν να τον βοηθήσουν οι φιλόχριστοι μοναχοί. Γι' αυτό δεν αποφάσιζε να πάει στα Σπήλαια. Μετά όμως από τις φορτικές προτροπές του φίλου του, κάμφθηκε η αντίδρασή του. Κίνησε για τη μονή με μισή καρδιά, συνοδευόμενος από τους δικούς του.
Ο ηγούμενος του έδωσε να πιει νερό από το πηγάδι του οσίου Θεοδοσίου. Του άλειψε επίσης τα μάτια και το κεφάλι με το ίδιο νερό και τον άφησε να φύγει. Όταν όμως ο ταλαίπωρος άνθρωπος βρέθηκε στο σπίτι του διαπίστωσε πως η αρρώστια είχε επιδεινωθεί. Οι πληγές του άνοιξαν κι έτρεχαν πύο, ενώ το σώμα του ανέδιδε μιαν αφόρητη δυσοσμία, που έδιωχνε τους ανθρώπους μακριά. Αιτία του κακού ήταν, όπως αποδείχτηκε απ' όσα ακολούθησαν, η απιστία και η αμετανοησία του.
Ο λεπρός άρχισε να θρηνεί και να οδύρεται για το κακό που τον βρήκε. Πολλές ημέρες έμεινε κλεισμένος και απομονωμένος στο σπίτι του. Γεμάτος ντροπή κι απόγνωση για το θέαμα που εμφάνιζε και τη δυσοσμία που ανέδιδε, περίμενε το θάνατο, που δεν φαινόταν να είναι μακριά.
Αλλά να! Ο φιλάνθρωπος Θεός τον φώτισε και κατάλαβε την ατία της αρρώστιάς του. Και σαν δεύτερος Δαβίδ, φώναζε από μακριά στους συγγενείς του: «Εκάλυψεν εντροπή το πρόσωπον μου! Απηλλοτριωμένος εγενήθην τοις αδελφοίς μου και ξένος τοις υιοίς της μητρός μου, επειδή χωρίς πίστη και με την καρδιά λερωμένη από αμαρτίες τόλμησα να πάω στη μονή και να ζητήσω θεραπεία»!
Σηκώθηκε και ξαναπήγε αμέσως στο μοναστήρι. Ζήτησε από τον ηγούμενο να εξομολογηθεί. Εκείνος τον έστειλε στον όσιο Αλύπιο. Με δάκρυα συντριβής ο λεπρός του εξομολογήθηκε όλα τ' αμαρτήματά του και με ειλικρινή μετάνοια ζήτησε από το Θεό την άφεσή τους.
Ο όσιος του είπε: «Παιδί μου, έργο μεγάλο και σωτήριο πραγματοποίησες με την εξομολόγηση των παραπτωμάτων σου. Θυμάσαι τι λέει ο βασιλιάς και προφήτης Δαβίδ»;
«Είπα· εξαγορεύσω κατ' εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου».
«Αυτό ακριβώς έγινε και τώρα με σένα. Εξομολογήθηκες μετανοημένος ενώπιον του Κυρίου, κι Εκείνος σε συγχωρεί, σαν αγαθός και φιλάνθρωπος που είναι».
Αφού ο θεοφώτιστος Αλύπιος είπε πολλά σωτήρια και ωφέλιμα λόγια στον ασθενή, πήρε λίγο από το χρώμα που χρησιμοποιούσε στην αγιογραφία και άλειψε τις πληγές του. Ύστερα τον έφερε στην εκκλησία και τον κοινώνησε με τα Τίμια Δώρα. Τέλος, τον οδήγησε σε μία γωνία, όπου βρισκόταν μια λεκάνη με νερό. Μ' αυτό πλένονταν οι ιερείς μετά τη θεία Ευχαριστία.
«Πλύσου μ' αυτό το νερό»!, είπε ό όσιος στον άρρωστο.
Εκείνος, ξέπλυνε τα χρώματα και αυτοστιγμεί — ω του θαύματος! - οι πληγές εξαφανίστηκαν και το πρόσωπό του καθάρισε!
Έπεσε αμέσως στα πόδια του οσίου και τα έβρεχε με τα δάκρυα της ευγνωμοσύνης του, επειδή τον απάλλαξε τόσο από τη σωματική όσο και την ψυχική λέπρα.
Έκπληκτοι έμειναν οι συγγενείς του λεπρού σαν είδαν το θαύμα. Και ρωτούσαν:
«Μα πως έγινε αυτό; Γιατί την πρώτη φορά που ήρθε στο μοναστήρι η αρρώστια του επιδεινώθηκε, ενώ τώρα θεραπεύτηκε»;
«Αδελφοί», τους έλεγε ο πνευματέμφορος Αλύπιος, «ο Κύριος μας λέει: Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν. Αυτός ο άνθρωπος δούλευε πριν με την αμαρτία στον εχθρό μας διάβολο. Και όταν αρρώστησε, πάλι σ' εκείνον πήγε για να θεραπευτή: στους μάγους και τα μαγικά. Και δεν πίστευε στον Κύριο σαν μοναδικό Σωτήρα και ιατρό των ψυχών και των σωμάτων. Την πρώτη φορά ήρθε με την καρδιά γεμάτη απιστία και ακαθαρσία. Γι` αυτό και η ασθένειά του επιδεινώθηκε. Διότι ο Κύριος είπε: πάντα όσα αν προσευχόμενοι αιτείσθε, πιστεύετε ότι λαμβάνετε, και έσται υμίν. Τώρα όμως που ήρθε με πίστη αλλά και με μετάνοια, ο Θεός τον θεράπευσε».
Μετά την εξήγηση του οσίου Αλυπίου, οι άνθρωποι έβαλαν βαθιά μετάνοια κι έφυγαν «δοξάζοντες και αινούντες τον Θεόν επί πάσιν οις ήκουσαν και είδον...».
Στην ίδια πόλη του Κιέβου ζούσε κάποιος φιλόχριστος, που είχε χτίσει με έξοδα του ένα μικρό ναό, και θέλησε να τον εμπλουτίσει μ' επτά μεγάλες εικόνες. Για το σκοπό αυτό έδωσε σε δυο γνωστούς του μοναχούς της Λαύρας αρκετά ασημένια νομίσματα, καθώς και τα ξύλα που χρειάζονταν, και τους είπε:
«Σας παρακαλώ πατέρες, πείτε στον παπα-Αλύπιο να δεχτεί το αργύριο τούτο, για την αγάπη του Χριστού και να ζωγραφίσει επτά εικόνες για το εκκλησάκι μου».
Αλίμονο όμως! Εκείνοι οι δύο ήταν μόνο κατά το φαινόμενο μοναχοί! Η ψυχή τους ήταν παραδομένη στον πονηρό, γεμάτη κακία, φθόνο και φιλαργυρία. Τι έκαναν λοιπόν; Συμφώνησαν να κατακρατήσουν τα χρήματα και να μην πουν τίποτα στον Αλύπιο, που τον φθονούσαν πολύ για την ενάρετη ζωή και την επίδοσή του στην αγιογραφία. Ήταν κι εκείνοι αγιογράφοι. Βοηθοί του οσίου, αλλά για την αμέλεια και την πνευματική τους ραθυμία δεν τους έδινε ό Θεός το ανυπέρβλητο χάρισμα του θεσπέσιου Αλύπιου. Κρέμασαν λοιπόν τα σανίδια σ' ένα παρεκκλήσι της μονής, που ήταν σχεδόν πάντοτε κλειστό, κι έκρυψαν τα χρήματα σε ασφαλισμένο μέρος, χωρίς τύψεις για τη μεγάλη αμαρτία που έκαναν.
Πέρασε καιρός. Ο πελάτης έστειλε μήνυμα στους δυο μοναχούς, ρωτώντας τους για την παραγγελία του. Εκείνοι όμως απάντησαν πως ο Αλύπιος ζητά άλλα τόσα αργυρά νομίσματα! Χωρίς διαμαρτυρία ο χριστιανός τα έστειλε, με την παράκληση να επισπευτεί η εκτέλεση της εργασίας. Κι αυτά όμως τα καταχράστηκαν οι αθεόφοβοι μοναχοί.
Υποδουλωμένοι εντελώς στην κακία και την απληστία, έφτασαν στο σημείο να ζητήσουν και τρίτη φορά χρήματα, λέγοντας πάλι ότι τάχα τα ζητά ο Αλύπιος.
Ο φιλόθεος άνθρωπος ούτε τώρα αρνήθηκε. Γνωρίζοντας την πολιτεία του οσίου, πίστεψε πως τα χρήματα που είχε στείλει τις δύο προηγούμενες φορές δεν ήταν αρκετά. Του έστειλε λοιπόν ανυποψίαστος άλλα τόσα, ζητώντας με αγαθότητα τις προσευχές και την ευλογία του.
Όταν όμως μετά από καιρό ο χριστιανός έστειλε πάλι στο μοναστήρι κάποιον για να μάθη αν είναι έτοιμες οι εικόνες του, οι δυο εκείνοι μοναχοί, σκοτισμένοι από την εμπάθεια, είπαν ότι ο Αλύπιος, αν και έλαβε τριπλή αμοιβή, αρνείται να ζωγραφίσει τις εικόνες.
Έκπληκτος και σκανδαλισμένος ο άνθρωπος του Θεού, κίνησε με μεγάλη συνοδεία για το μοναστήρι. Διηγήθηκε με παράπονο στον ηγούμενο Νίκωνα το πάθημά του και ζήτησε την επανόρθωση της αδικίας που είχε τάχα υποστεί από τον παπα-Αλύπιο.
Ο μέγας Νίκων κάλεσε τον όσιο και του είπε αυστηρά: «Γιατί πάτερ Αλύπιε αδίκησες αυτό το χριστιανό; Τόσες φορές σε παρακάλεσε και τόσα χρήματα σου έστειλε για τις εικόνες του. Τι σημαίνουν όλα όσα άκουσα τώρα, αδελφέ;
Εγώ μέχρι τώρα νόμιζα ότι ήσουν αφιλοχρήματος και ζωγράφιζες τις εικόνες για τη δόξα του Θεού και των αγίων Του».
«Τίμιε Γέροντα», αποκρίθηκε απορημένος ο όσιος, «η αγιοσύνη σου γνωρίζει ότι δεν αμέλησα ποτέ το ιερό εργόχειρό μου ούτε το εξάσκησα για τα χρήματα. Και τώρα δεν γνωρίζω για ποιο πράγμα μιλάς».
«Τρεις φορές δεν σε πλήρωσε αυτός ο άνθρωπος για να του φτιάξης επτά εικόνες; Δεν σου έστειλε και τα σανίδια γι' αυτές; Γιατί δεν εκπλήρωσες την παραγγελία του; Και που είναι τα ξύλα των εικόνων»;
Όμως ο όσιος Αλύπιος τίποτα δεν είχε να πει.
Τότε ο ηγούμενος έστειλε δύο-τρεις μοναχούς να φέρουν τα σανίδια. Αυτοί, κατά συγκυρία την προηγούμενη μέρα τα είχαν δει μέσα στο παρεκκλήσι και είχαν αναρωτηθεί για τον προορισμό τους. Ο όσιος Νίκων κάλεσε επίσης τους δυο μοναχούς που είχαν πάρει τα χρήματα για τις εικόνες.
Άλλες όμως είναι οι βουλές των ανθρώπων και άλλα τα κελεύσματα του θαυματουργού Θεού. Τι συνέβη δηλαδή; Μόλις μπήκαν οι αδελφοί στο παρεκκλήσι, τι βλέπουν! Εκεί που χθες είδαν να κρέμονται σκέτα ξύλα, τώρα ήταν εικόνες απαράμιλλης τέχνης! Εικόνες του Κυρίου, της Θεοτόκου, των αγίων! Θαμπωμένοι και συγκλονισμένοι από το θαυμαστό γεγονός, τις έφεραν στον ηγούμενο. Όταν σε λίγο όλοι κατάλαβαν τι είχε συμβεί, έπεσαν κάτω και με συγκίνηση προσκύνησαν τις θεσπέσιες αχειροποίητες εικόνες του ουράνιου Βασιλιά, της Παναγίας Μητέρας Του και των εκλεκτών δούλων Του.
Στο μεταξύ ήρθαν και οι δύο συκοφάντες μοναχοί. Ανύποπτοι για το θαύμα του Θεού, επιτέθηκαν με άπρεπα λόγια στον όσιο Αλύπιο, κατηγορώντας τον σαν κλέφτη και απατεώνα.
Αγανακτισμένοι τότε οι παρευρισκόμενοι από την άδικη εκείνη επίθεση, τους έδειξαν τις εικόνες λέγοντας: «Σταματήστε ανόσιοι άνθρωποι! Να αυτές οι εικόνες που ζωγραφίστηκαν από το χέρι του Θεού, μαρτυρούν για την αθωότητα του Αλυπίου και τη δική σας ενοχή»!
Εκείνοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους μ' αυτό που έβλεπαν. Γεμάτοι φόβο και ντροπή, μαζεύτηκαν σε μια γωνιά και σιώπησαν. Αρνήθηκαν ωστόσο να παραδεχθούν την ενοχή τους, που ήταν τόσο φανερή σε όλους.
Βλέποντας ο ηγούμενος Νίκων το κατάντημα και την πώρωση των δύο μοναχών, τους απέκοψε σαν σαπρά μέλη από το σώμα της αδελφότητας, «ίνα και οι λοιποί αδελφοί φόβον έχωσι». Τους εδίωξε από τη μονή για να μη μολυνθούν και άλλοι από τη βαρεία ψυχική τους πάθηση.
Εκείνοι και όταν έφυγαν επέμειναν στην κακία και το φθόνο.
Άρχισαν να διαδίδουν παντού ότι είχαν ζωγραφίσει οι ίδιοι τις εικόνες και ότι ο προϊστάμενός τους Αλύπιος, θέλοντας τάχα να κατακρατήσει για τον εαυτό του τα χρήματα, άφησε να γίνει πιστευτό πως είχαν ζωγραφιστή αχειροποίητα και θαυματουργικά.
Αλλά οι συκοφαντίες αυτές δεν έπιασαν τόπο. Πάλι ο ίδιος ό Θεός επενέβη και με νέα θαυμαστά γεγονότα επιβεβαίωσε το θαύμα.
Δόξασε το δούλο Του Αλύπιο και κατήσχυνε τους συκοφάντες.
Συνέβη δηλαδή, κατά παραχώρηση Θεού, να ξεσπάσει λίγα χρόνια αργότερα μεγάλη πυρκαγιά στο Κίεβο, που έκανε στάχτη μεγάλο μέρος της πόλεως. Κάηκε τότε και ο ναός όπου βρίσκονταν οι επτά αχειροποίητες εικόνες. Όταν η φωτιά σβήστηκε, ενώ ο ναός είχε αποτεφρωθεί εντελώς, οι εικόνες βρέθηκαν άθικτες, σαν καινούργιες!
Ο ηγεμόνας του Κιέβου Βλαδίμηρος Β' ο Μονομάχος πληροφορήθηκε για το θαύμα. Για να πιστέψει όμως θέλησε να το δη με τα ίδια του τα μάτια. Πράγματι, πήγε στον τόπο της συμφοράς, όπου βρήκε τα πάντα κομμένα και σωριασμένα σε φρικτά ερείπια. Μόνον οι επτά εικόνες έλαμπαν κάτω από τον ήλιο σαν να μην τις είχε αγγίξει όχι φλόγα αλλά ούτε καπνός. Εκεί ο Βλαδίμηρος πληροφορήθηκε από το συγκεντρωμένο πλήθος ότι οι μορφές των εικόνων δεν είχαν γίνει από ανθρώπινο χέρι. Είχαν εμφανιστεί θαυματουργικά πάνω στα σανίδια με τη δύναμη του παντοδυνάμου Θεού και για χάρη του αδικημένου δούλου Του Αλυπίου.
Συγκινημένος ο ηγεμόνας ζήτησε μιαν εικόνα, εκείνη που παρίστανε την Υπεραγία Θεοτόκο, και την έστειλε στο Ροστώφ, στην πέτρινη εκκλησία που ο ίδιος είχε ανεγείρει εκεί. Και εδώ όμως η εικόνα σώθηκε θαυματουργικά, όταν σ' ένα σεισμό η εκκλησία γκρεμίστηκε κι έγινε συντρίμμια. Κατόπιν μεταφέρθηκε σε άλλη ξύλινη εκκλησία, αλλά κι αυτή σύντομα πήρε φωτιά και κάηκε. Για τρίτη φορά η αχειροποίητη εικόνα έμεινε αβλαβής, χωρίς ίχνος μάλιστα της φωτιάς, που κράτησε πολλές ώρες.
Ας έρθουμε τώρα στο θαύμα που συνδέεται με τα τέλη της ζωής του οσίου Αλυπίου.
Κάποιος ευσεβής χριστιανός έδωσε στον Όσιο παραγγελία να ζωγραφίσει την εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Την είχε τάξει στην Παναγία νια την πανήγυρη της, στις 15 Αύγουστου και παρακάλεσε να είναι έτοιμη εγκαίρως.
Αλλά σε λίγες ήμερες ο θεοφιλής Αλύπιος αρρώστησε βαριά. Η κοίμησή του πλησίαζε. Έτσι ήταν αδύνατο να εκπληρώσει την παραγγελία.
Ο χριστιανός εκείνος έπεσε σε μεγάλη θλίψη. Ήρθε στον άγιο, που βρισκόταν στην κλίνη σε κακή κατάσταση και τον παρακαλούσε να βρει μια λύση ώστε να είναι έτοιμη η εικόνα στην εορτή της Κοιμήσεως.
«Μη θλίβεσαι, παιδί μου», αποκρίθηκε με σβησμένη φωνή ο όσιος. «Έχε εμπιστοσύνη στο Θεό και στο άγιο θέλημά Του. Η εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου θα βρίσκεται στη θέση της την Ημέρα της εορτής».
Παρηγορημένος ο χριστιανός από τα λόγια του αγίου, επέστρεψε στο σπίτι του χαρούμενος.
Ωστόσο, όταν ήρθε την παραμονή της εορτής για να πάρει την εικόνα, διαπίστωσε πως δεν ήταν έτοιμη, ενώ ο μακάριος Αλύπιος είχε βαρύνει περισσότερο. Δυσαρεστημένος τότε έλεγε: «Γιατί, παπα-Αλύπιε, δεν με ειδοποίησες για την κατάσταση της υγείας σου; Θα έβρισκα άλλον αγιογράφο να μου φτιάξη την εικόνα. Έχω υποσχεθεί να την πάω στην εκκλησία αύριο. Τι θα κάνω τώρα; Με ντρόπιασες! Δεν το περίμενα αυτό από σένα»!
«Τέκνο μου», αποκρίθηκε με πραότητα ο όσιος, «μήπως από ραθυμία δεν ετοίμασα την εικόνα σου;... Να ξέρης πως ο Κύριος μπορεί μόνο μ' ένα Του λόγο να ζωγραφίσει την εικόνα της Μητέρας Του. Εγώ βέβαια ήδη αναχωρώ απ' αυτό τον κόσμο, όπως μου φανέρωσε ο Θεός. Εσένα όμως δεν θα σ' αφήσω λυπημένο».
Παρά τη διαβεβαίωση του αγίου όμως, ο χριστιανός έφυγε συγχυσμένος.
Αλλά να! Σε λίγο μπήκε μέσα στο κελί ένας ολόλαμπρος, φωτεινός νέος. Στάθηκε μπροστά στο καβαλέτο κι άρχισε να ζωγραφίζει την εικόνα της Κοιμήσεως σιωπηλός. Ο όσιος τον παρατήρησε προσεκτικά. Πρώτα άπλωσε στην εικόνα το χρυσό. Έπειτα έπιασε να δουλεύει τα χρώματα με απίστευτη ταχύτητα. Σε τρεις ώρες είχε κιόλας τελειώσει!
Στράφηκε τότε στον κατάκοιτο όσιο και του είπε:«Πάτερ! Της λείπει τίποτα; Έσφαλα σε κάτι»;
Πολύ καλή την έκανες, άγγελε του Θεού, απάντησε εκείνος.
Ο Θεός σε βοήθησε να την κάνης υπέροχη.
Μετά απ' αυτό ο θεόσταλτος «ζωγράφος» πήρε στα χέρια του την εικόνα κι έγινε άφαντος.
Στο μεταξύ ο χριστιανός που την είχε παραγγείλει δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα από τη μεγάλη του λύπη.
Ξημέρωνε η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η πανήγυρη, Αλίμονο, θα γινόταν χωρίς την εικόνα της!
Το πρωί σηκώθηκε με βαρεία καρδιά και κίνησε για την εκκλησία. Δεν είχε ξημερώσει ακόμη καλά-καλά. Ήταν ο πρώτος που έφτασε στο ναό. Θα μπορούσε ανενόχλητος να κλάψει εκεί για το σφάλμα του.
Μόλις όμως μπήκε μέσα, τι να δη! Η εικόνα, πανέμορφη κι αστραφτερή, ήταν τοποθετημένη στο προσκυνητάρι της!
«Κύριε ελέησον»! φώναξε, κι έπεσε κάτω, πιστεύοντας ότι βλέπει όραμα. Όσο περνούσε η ώρα όμως, άρχισε να πείθεται ότι η εικόνα ήταν πραγματική.
«Εν φόβω και εν τρόμω» θυμήθηκε τη διαβεβαίωση του οσίου Αλύπιου, ότι η εικόνα θα είναι έτοιμη στην εορτή της Παναγίας.
Γεμάτος δέος σηκώθηκε και γύρισε στο σπίτι του για να ειδοποιήσει τους δικούς του. Κι έτρεξαν όλοι με χαρά μεγάλη στην εκκλησία, κρατώντας κεριά και θυμιάματα.
Αντίκρισαν την εικόνα να λάμπει σαν τον ήλιο. Τόσο πολύ, που δεν μπορούσαν να την κοιτάξουν κατά πρόσωπο. Έπεσαν στη γη και την προσκύνησαν τρέμοντας από συγκίνηση.
Μετά την εορτή ο ευσεβής εκείνος χριστιανός ήρθε στον ηγούμενο της μονής των Σπηλαίων και του διηγήθηκε το θαύμα. Πήγαν μαζί στον αξιομακάριστο Αλύπιο.
Ο ηγούμενος τον ρώτησε: «Πάτερ Αλύπιε, πως και από ποιόν ζωγραφίστηκε η εικόνα αυτού του ανθρώπου»;
Εκείνος τότε τους διηγήθηκε όλα όσα έγιναν.
«Άγγελος Θεού την έφτιαξε», είπε. «Αυτός την πήγε και στην εκκλησία. Και να! Ο ίδιος άγγελος στέκεται τώρα εδώ, δίπλα μου, περιμένοντας εντολή από τον Κύριο για να πάρει την ψυχή μου. Τον βλέπετε; Ευλογητός ο Θεός»!
Και με τα λόγια αυτά ο όσιος, παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Ήταν 17 Αυγούστου.
Οι αδελφοί κήδεψαν με τιμές το τίμιο σώμα του στο σπήλαιο του οσίου Αντωνίου, δίπλα στους άλλους κεκοιμημένους πατέρες.
Έτσι ο άγιος και θαυματουργός εικονογράφος Αλύπιος, που στόλιζε τις εκκλησίες με τις εικόνες του, στόλισε τώρα ο ίδιος τόσο τη γη όσο και τον ουρανό. Τη γη, με το σεπτό και πάναγνο σώμα του. Και τον ουρανό, με την οσία ψυχή του.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀσκητὴν τῶν Σπηλαίων Κιέβου φίλεργον, τὸν εἰληφότα τὴν χάριν, γράφειν εἰκόνας σεπτάς, καὶ πρὸς τοῦτο ὑπ’ Ἀγγέλων βοηθούμενον, Ὅσιον καὶ θαυματουργόν, ἐπαινέσωμεν πιστοί, Ἀλύπιον τὸν θεόπνουν, ἀναβοῶντες· εἰκόνας, ἡμᾶς ἀνάδειξον χρηστότητος.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Εἰκονογράφον τὸν σεπτὸν καὶ ἀγγελόβιον, χαριτωθέντα οὐρανόθεν ὡς ἑπόμενον, ἀρετῇ Ὁσίων πάλαι κλεινῶν Πατέρων, ἐν Σπηλαίοις τοῦ Κιέβου τὸν ασκήσαντα, καὶ πρὸς δόμους οὐρανῶν πολλοὺς ἰθύναντα, πίστει κράζοντες·
Χαίροις μάκαρ Ἀλύπιε.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α’ στιχολογίαν
Θεράπων τοῦ Θεοῦ, ἱερὸς ἀνεδείχθης, Ἀλύπιε σοφέ, σῇ ἀόκνῳ ἀσκήσει, διόπερ δόξαν ἄληκτον, ὥσπερ κλῆρον ἀπείληφας, ὁσιώτατε, ἐν ᾗ μὴ παύσῃ πρεσβεύων, τῷ Παντάνακτι, πέμψαι τοῖς σὲ ἀνυμνοῦσι, χαρὰν καὶ ὑγείαν.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὴν β΄ στιχολογίαν
Τῷ ἔρωτι Ὅσιε τοῦ Ζωοδότου Θεοῦ, φλεχθεὶς ἐγκατέλιπες, τὴν κοινωνίαν ταχύ, τοῦ κόσμου Ἀλύπιε, καὶ μιμητὴς Ἀγγέλων, χρηματίσας ἐδείχθης, θαυμάτων ξενοτρόπων, αὐτουργὸς καὶ ἰθύντωρ, πιστῶν πρὸς τὴν ἀγήρω ζωήν, καὶ δόξαν ἄληκτον.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Χριστοῦ θεράποντα, θεοειδέστατον, καὶ διαυγέστατον, Ὁσίων ἔκτυπον, εἰκονογράφον τὸν σεπτόν, Σπηλαίων μονῆς Κιέβου, πάντες εὐφημήσωμεν, ὡς χαρίτων τοῦ Πνεύματος, σκήνωμα καὶ χείμαῤῥον θαυμασίων πολύῤῥυτον, ἀεὶ ἐν κατανύξει βοῶντες· Χαίροις Ἀλύπιε θεόφρον.
Ἕτερον Κάθισμα
Κάθισμα. Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
αμφαέστατε, σοφίας λύχνε, θεοδώρητον, χαρίτων σκεῦος, καὶ ἀόκνου ἐργασίας κειμήλιον, εἰκονογράφε σεπτὲ καὶ συνέκδημε, τῆς εὐσεβείας παμμάκαρ Ἀλύπιε, τὸν Παντάνακτα, δυσωπει ἀεὶ δωρήσασθαι, τοῖς πόθῳ σε τιμῶσι θεῖον ἔλεος.
Ὁ Οἶκος
Ἄλυπον τὸν ἐν πόλῳ, ἐπεπόθησας βίον, Ἀλύπιε χαρὰ τῶν Ἀγγέλων, ἀκραιφνοῦς γὰρ ὀφθεὶς ἀγωγῆς, προβολεὺς χαρίτων θεϊκῶν γέγονας, ἀναπλέως καὶ ηὔφρανας, σοῖς ῥήμασι τοὺς ἐκβοῶντας·
Χαῖρε, Κιέβου ἡ εὐκοσμία·
χαῖρε, ἐνθέου χαρᾶς αἰτία.
Χαῖρε, γεηρῶν φρονημάτων ὑπέρτερε·
χαῖρε, ὑψηλῶν νοημάτων συμμέτοχε.
Χαῖρε, ὅτι ἀπεκάθηρας ξενοτρόπως τὸν λεπρόν·
χαῖρε, ὅτι ἀπημαύρωσας τὸν Σατὰν τὸν βδελυρόν.
Χαῖρε, εἰκονογράφον θεοφόρων λαμπρότης·
χαῖρε, πνευματοφόρων ἱερέων φαιδρότης.
Χαῖρε, πιστῶν φωτίσας συστήματα·
χαῖρε, ψυχῶν αὐγάσας τὰ μύχια.
Χαῖρε, θαυμάτων κρουνὸς πολυχεύμων·
χαῖρε, ναμάτων πηγὴ ζωηῤῥύτων.
Χαίροις, μάκαρ Ἀλύπιε.
Μεγαλυνάριον
Τῆς φιλοπονίας τὸν ἐραστήν, τὸν ἐν τοῖς Σπηλαίοις, τοῦ Κιέβου ἀσκητικῶς, λάμψαντα ἐκθύμως, Ἀλύπιον τὸν θεῖον, εἰκογράφον πάντες, ἀνευφημήσωμεν.
Άγιος Γεώργιος ο Προσκυνητής
Α) Η ζωή του
Ο πιστός λαϊκός χριστιανός Γεώργιος Λαζάρ είναι το πρότυπο του αληθινού Ρουμάνου προσκυνητή. Η ενάρετη γενικά ζωή του τον αναδεικνύει ένα μοναδικό φαινόμενο στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας μας κατά την τελευταία αυτή εκατονταετηρίδα.
Ο γέρο-Γεώργιος Λαζάρ, όπως λέγεται μέχρι σήμερα, γεννήθηκε στην κοινότητα Σουγκάγκ της επαρχίας Άλμπα το έτος 1846 μ.Χ. Όταν ήταν 24 ετών, οι γονείς του τον νύμφευσαν και τον άφησαν κληρονόμο της περιουσίας των. Και έζησε με την γυναίκα του περίπου 20 χρόνια, αφού ευλογήθηκε από τον Θεό με πέντε παιδιά. Ζούσε αγία χριστιανική ζωή, με ευσυνειδησία στην εργασία, με προσευχή, με νηστεία και ελεημοσύνη. Η ενασχόληση του ήταν η απόκτηση των αρετών.
Το έτος 1884 μ.Χ. μετέβη να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου και παρέμεινε στα μοναστήρια της ερήμου του Ιορδάνου και του Σινά επί ένα χρόνο. Ύστερα ασκήθηκε επί ενάμιση χρόνο στον Άθωνα και επέστρεψε στην πατρίδα του. Ακόμη έζησε πολλά χρόνια με την οικογένειά του και τακτοποίησε τα παιδιά του, ενώ το έτος 1890 μ.Χ. αναχώρησε ως προσκυνητής για τα μοναστήρια της Μολδαβίας.
Αφού προσκύνησε όλους τους ιερούς Τόπους, εγκαταστάθηκε οριστικά στην πόλη Πιάτρα της περιοχής Νεάμτς. Εκεί κατοίκησε ο γέρο-Γεώργιος Λαζάρ σαν ένας αληθινός ερημίτης στο κωδωνοστάσιο του Μεγάλου Στεφάνου, που είναι στο μέσο της πόλεως, επί 26 χρόνια δηλ. μέχρι την μακαρία κοίμησή του. Εκεί περνούσε μόνος του με νηστεία και προσευχή, αψηφώντας τις διάφορες καιρικές συνθήκες.
Έτσι λοιπόν, δοξάζοντας με ευγνωμοσύνη τον Θεό, προεγνώρισε τον θάνατό του και ετελειώθη εν ειρήνη στο κελλί του, στις 15 Αυγούστου 1916 μ.Χ., και ετάφη στο Κοιμητήρι της πόλεως. Το καλοκαίρι του 1934 μ.Χ. τα λείψανά του τοποθετήθηκαν στο προαύλιο του μοναστηριού Βαρατέκ.
Β) Έργα και λόγοι διδασκαλίας
1) Ο πιστός χριστιανός Γεώργιος Λαζάρ ήταν στην ζωή του ένας άνθρωπος προσευχής. Πάρα πολύ συχνά διάβαζε το ψαλτήρι. Από τη μικρή του ηλικία το έφερνε πάντα μαζί του και μιμούμενος την ζωή των πατέρων της ερήμου διάβαζε πάντοτε τους ψαλμούς, μέχρι που τους έλεγε όλους από στήθους.
2) Επιθυμώντας πολύ να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου, την άνοιξη του 1884 μ.Χ. έβαλε το Ευαγγέλιο και το ψαλτήρι στο ντορβά του, τακτοποίησε τις δουλειές του σπιτιού του, πήρε το ραβδί του στο χέρι και αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα. Μέχρι την Κωνστάντζα πήγε με τα πόδια και ύστερα με το πλοίο, ψιθυρίζοντας ακατάπαυστα τους ψαλμούς του Δαβίδ. Τέλος, όταν έφθασε στον Πανάγιο Τάφο, προσευχήθηκε με τόση πίστη και δάκρυα, ώστε προκάλεσε τον θαυμασμό στους πάντας. Και παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα 40 ημέρες.
3) Έλεγαν αργότερα οι μαθητές του, ότι φλογιζόμενος από τον πόθο να γνωρίσει την άσκηση των μοναχών του Ιορδάνου, πήγε να προσκυνήσει όλα τα μοναστήρια της ερήμου της Ιουδαίας και της κοιλάδας του Ιορδάνου. Πρωτύτερα μετέβη με πολλούς προσκυνητές σ’ ένα φημισμένο ησυχαστή, που αγωνιζόταν στη σπηλιά του αγίου Ξενοφώντος. Ο ησυχαστής τότε έδινε τροφή σ’ ένα λιοντάρι στην είσοδο της σπηλιάς. Κατόπιν, αφήνοντας ελεύθερο για την έρημο το λιοντάρι, φώναξε με τ’ όνομά του τον γέρο-Γεώργιο, λέγοντάς του:
― Αδελφέ Γεώργιε, έλα και μη φοβάσαι. Εύχομαι να έχεις πάντα την πίστη σου προς τον Χριστό και την ακοή σου στα αυτιά του Κυρίου Σαββαώθ. Γνωρίζω την αγάπη σου και τον ζήλο της καρδιάς σου, με τον οποίο υπηρετείς τον Κύριο σε όλη τη ζωή σου. Λοιπόν, προσκύνησε για ένα διάστημα τα μοναστήρια της Παλαιστίνης με νηστεία και προσευχή και όταν το Άγιο Πνεύμα θα σε πληροφορήσει, έρχεσαι πάλι προς εμένα.
4) Με την ευλογία αυτού του ησυχαστή πέρασε ο γέρο-Γεώργιος στα μοναστήρια της Παλαιστίνης ένα χρόνο. Σε κάθε μοναστήρι παρέμεινε επί ένα μήνα. Την ημέρα βοηθούσε στο πότισμα των κήπων και την νύκτα διάβαζε το ψαλτήρι στην εκκλησίας και έλεγε την νοερά προσευχή. Κατόπιν αναχωρούσε σ’ άλλο μοναστήρι. Έτσι ασκήθηκε ο γέροντας στη νηστεία, την προσευχή και την σιωπή, άγνωστος σ’ όλους. Ύστερα επέστρεψε στον καλό του διδάσκαλο τον ησυχαστή.
5) Τον υποδέχτηκε με αγάπη ο ησυχαστής και τον ρώτησε:
― Αδελφέ Γεώργιε, πώς αισθάνεται το πνεύμα σου;
― Καλά, με την ευχή σου, πάτερ.
― Να ξέρεις, αδελφέ, ότι εσύ δεν είσαι καλεσμένος να γίνεις καλόγερος, αλλά θα κάνεις μια άσκηση δυσκολότερη από ένα μοναχό. Διότι θα ζήσεις πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο με προσευχή, νηστεία και πολλή κακοπάθεια. Αλλά θα έχεις αδιάκοπα την μνήμη του Θεού. Η Χάρις του θα είναι πάντα μαζί σου και θα νικάς όλους τους πειρασμούς των δαιμόνων. Περιουσία στον κόσμο να μη αποκτήσεις. Να τιμάς τους ιερείς και τους μοναχούς, να συμβουλεύεις τους λαϊκούς, να βοηθάς όσο μπορείς τους πτωχούς, να προσεύχεσαι στην εκκλησία ημέρα-νύκτα και έτσι θα σωθείς.
― Και πώς θα μπορέσω να εκτελώ όλα αυτά, ενώ είμαι αδύνατος;
― Πήγαινε στην έρημο, όπου δεν υπάρχει ανθρώπινο πρόσωπο να σε δει και νήστευε 40 ημέρες. Και για την αδυναμία της φύσεως σου να πάρεις μαζί σου λίγο ψωμί και νερό. Αλλά να έχεις πολλή προσοχή, διότι πολλούς πειρασμούς και διαβολικές φαντασίες θα πάθεις. Όταν με το καλό τελειώσεις αυτές τις ημέρες θα λάβεις μεγάλη χάρι από τον Θεό και θα νικήσεις όλες τις παγίδες του πονηρού διαβόλου.
6) Αφού διαπέρασε ο καλός ασκητής τον Ιορδάνη μόνο με το Ευαγγέλιο και το ψαλτήρι στον ντορβά του, νήστεψε στην έρημο 40 ημέρες, με προσευχή αδιάλειπτη και με ενίσχυση στο σώμα πότε-πότε με λίγη τροφή. Αλλά αυτές τις ημέρες έπαθε πολλούς πειρασμούς. Μερικές φορές τον τρόμαζε ο εχθρός με φανταστικά θηρία και φαρμακερά φίδια. Άλλοτε τον ταλαιπωρούσαν με την πείνα, την δίψα, με τον καύσωνα και ιδιαίτερα με τα κουνούπια και με κάθε είδους έντομα. Όμως αυτός με την βοήθεια του Θεού απ’ όλα αυτά λυτρωνόταν.
Κάποια ημέρα του πέταξε ο εχθρός τον σκούφο που φορούσε, για να του θολώσει την προσευχή. Τότε αυτός υποσχέθηκε στον Θεό ότι θα ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του με το κεφάλι ακάλυπτο. Μια άλλη ημέρα του πήρε τις αρβύλες και τις εξαφάνισε. Από τότε ο γενναίος αγωνιστής βάδιζε σ’ όλη την ζωή του ξυπόλυτος. Μια άλλη φορά του εμφανίστηκε ο σατανάς με την μορφή ανθρώπου, του έδειχνε και του έλεγε:
― Γέρο-Γεώργιε, βλέπεις την αυλακιά αυτή;
― Ναι, την βλέπω, απάντησε ο ασκητής.
― Είναι ευθεία;
― Ναι, είναι ευθεία.
Να! Έτσι είναι και η πίστη σου προς τον Θεό, του είπε ο εχθρός, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να τον ρίξει στο αμάρτημα της υπερηφάνειας.
Αλλά ο γέρο-Γεώργιος σφραγίσθηκε με το σημείο του Τιμίου Σταυρού, και ο διάβολος έγινε άφαντος από κοντά του.
7) Αφού συμπληρώθηκαν 40 ημέρες, ο γέρο-Γεώργιος επήγε πάλι στον ησυχαστή της ερήμου. Τότε ο ερημίτης τον ασπάσθηκε και του είπε:
― Αδελφέ Γεώργιε, επειδή νίκησες τον εχθρό και δεν σε πλάνησε με τις παγίδες του, ιδού σου δίνει ο Θεός το χάρισμα της καθαράς προσευχής και την πνευματική δύναμη στον αγώνα σου. Διότι σε όλη την ζωή σου θα βαδίζεις ξυπόλυτος και χωρίς καπέλο στο κεφάλι, αλλά ούτε από κρύο ούτε από ζέστη ούτε από ασθένεια θα υποφέρεις.
Κατόπιν ο γέρο-ασκητής έβαλε μετάνοια στον διδάσκαλό του, επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, προσκύνησε τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου, έλαβε τα Πανάχραντα Μυστήρια και αναχώρησε για το Άγιον Όρος του Άθωνος. Εδώ διέτριψε ακόμη ένα διάστημα, προσκυνώντας όλα τα ιερά σκηνώματα και αναζητώντας οσίους μοναχούς από τα κοινόβια και τις σπηλιές. Κατόπιν αφού πήρε απ’ όλους ευλογία, επέστρεψε στην οικογένειά του.
8) Έλεγαν οι μαθητές του ότι ο γέρο-Γεώργιος δεν έμεινε πολύ καιρό στο Σουγκάγκ, στην πατρίδα του. Αφού κανόνισε τις οικογενειακές του υποχρεώσεις, έφυγε ως προσκυνητής για τα μοναστήρια και τις σκήτες. Σκεπασμένος με μια προβειά, ξυπόλυτος, χωρίς σκούφο, με το ψαλτήρι στην μασχάλη και το ραβδί στο χέρι, ο καλός προσκυνητής μετέβαινε από χωριό σε χωριό, από μοναστήρι σε μοναστήρι, λέγοντας την καρδιακή ευχή και τους ψαλμούς του Δαβίδ. Την ημέρα οδοιπορούσε ενώ το βράδυ, έμενε σ’ ένα τόπο, κοντά στην εκκλησία του χωριού. Αφού αναπαυόταν μερικές ώρες, έμπαινε στην εκκλησία και προσευχόταν εκεί μόνος του με την νοερά προσευχή μέχρι το πρωί. Κατόπιν αναχωρούσε για πιο πέρα. Έτσι αγωνίσθηκε ο γέρο-Γεώργιος τρία χρόνια, διερχόμενος την Τρανσυλβανία και Μουντένια, προσευχόμενος στις εκκλησίες και τα μοναστήρια ως ένας αληθινός προσκυνητής της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
9) Το έτος 1890 μ.Χ. ο γέρο-Γεώργιος πήγε να προσκυνήσει και τα μοναστήρια της Μολδαβίας και παρέμεινε λίγο καιρό σε κάθε ένα τόπο. Κατόπιν εγκαταστάθηκε οριστικά στην εκκλησία του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, που είναι στο χωριό Πιάτρα της περιοχής Νεάμτς, κτισμένη από τον ηγεμόνα Στέφανο τον Μέγα. Έζησε στο καμπαναριό της εκκλησίας 26 χρόνια με σκληρή άσκηση, ως ένας πραγματικός στυλίτης και ησυχαστής στο κέντρο της κοσμικής κοινωνίας, αγαπώμενος απ’ όλους και προσευχόμενος για όλους.
10) Η άσκηση του γέροντα Γεωργίου, κατά τις μαρτυρίες των μαθητών του αρχιμ. Μηνά και Πρωτοσύγκελου Δαμασκηνού Τροφίν από το μοναστήρι Νεάμτς, ήταν η εξής:
Το πρωί αναχωρούσε με το ραβδί στο χέρι και με το ψαλτήρι στην μασχάλη και πήγαινε σε μερικές οικογένειες που τον καλούσαν να τους επισκεφθεί, λέγοντας απέξω τους ψαλμούς. Από τα χρήματα που του έδιναν για ελεημοσύνη, αγόραζε πάρα πολλά ζεστά ψωμιά από τους φούρνους και το απόγευμα, όταν επέστρεφε, τα μοίραζε στους πτωχούς και ζητιάνους της πόλεως που τον περίμεναν μπροστά στο καμπαναριό. Σε μερικούς έδινε ψωμί, σε άλλους χρήματα, και δεχόταν όλους τους πιστούς με πολύ αγάπη. Κατόπιν ανέβαινε στο καμπαναριό μόνος του με το ψαλτήρι του. Εκεί ασχολείτο με την προσευχή του Ιησού μέχρι το βράδυ. Μετά την δύσι του ηλίου έτρωγε λάχανα βραστά και αναπαυόταν.
Στις 11 την νύκτα ο γέροντας κατέβαινε από τον πύργο, κλεινόταν μέσα στην εκκλησία και προσευχόταν εκεί μόνος, άγνωστος απ’ όλους, μέχρι τα χαράματα. Κατόπιν έβγαινε από την εκκλησία και πήγαινε να βρει χρήματα για να αγοράσει ψωμί για τους πτωχούς.
11) Το ψαλτήρι ήταν το προσφιλέστερο βιβλίο της προσευχής του. Το ήξερε όλο απέξω και το έλεγε τακτικά κάθε ημέρα. Στον δρόμο απήγγελε τους ψαλμούς με φωνή δυνατή και αργά, λέγοντας:
― Τώρα ν’ αρχίσουμε, αγαπητοί, με την προσευχή του πρώτου καθίσματος. Αφού τελείωνε, πρόσθετε: Τώρα ας αρχίσουμε, αγαπητοί, με την προσευχή του δευτέρου καθίσματος! Έτσι συνέχιζε μέχρι τέλους το ψαλτήρι του. Κατόπιν μοίραζε ελεημοσύνες και ανέβαινε πάλι στον πύργο του.
12) Έλεγαν οι μαθητές του γέροντα ότι όλοι οι άνθρωποι της πόλεως και των περιχώρων τον γνώριζαν και ωφελούντο από την αγία ζωή του. Νέοι και γέροντες, πτωχοί και πλούσιοι, όλοι μαζί τον αποκαλούσαν από κοινού «Ο παππούς Γεώργιος». Όταν περνούσε από το χωριό ή τον δρόμο, μερικοί του ασπάζοντο το ψαλτήρι, άλλοι του έδιναν ελεημοσύνη για να προσεύχεται γι’ αυτούς, τα παιδιά σταματούσαν από τα παιγνίδια των, τα ζώα του κάμπου στέκονταν για λίγο λόγω της συρροής του κόσμου, ενώ τα σκυλιά ουδέποτε γάβγιζαν μπροστά του. Πολλοί χριστιανοί τον ξεπροβοδούσαν, πηγαίνοντας με ευλάβεια πίσω του και ακούοντας τους ψαλμούς που έψαλλε.
13) Έλεγαν οι μαθητές του γέροντα ότι η κατανυκτικότερη προσευχή του ήταν η νυκτερινή, την οποία έκανε στην εκκλησίας επί 30 χρόνια. Την τάξη αυτή την διατήρησε οπουδήποτε πήγαινε με πολλή ευλάβεια. Ήταν πύρινη η προσευχή του και την επιτελούσε μυστικά χωρίς να το γνωρίζει ο κόσμος.
14) Ο μαθητής του, ο πρωτοσύγκελος Δαμασκηνός Τροφίν από το μοναστήρι Νεάμτς, έλεγε τα εξής:
― Επειδή καταγόμουν από το ίδιο χωριό με τον γέρο-Γεώργιο, ερχόταν αυτός συχνά στο σπίτι μας. Μια ημέρα, τότε που ήμουν 15 ετών, είπε ο γέροντας στον πατέρα μου:
― Αγαπητέ, άφησε το παιδί να προσεύχεται στην εκκλησία μαζί μου.
― Το αφήνω, γέροντα Γεώργιε. Και πηγαίνουμε μαζί στην ηγεμονική εκκλησία του αγίου Ιωάννου.
Την νύκτα στις 11 άνοιγε την εκκλησία και εμείς την κλειδώναμε από μέσα. Εμένα μ’ έστελνε στο αναλόγιο να διαβάζω το Ωρολόγιο, ενώ αυτός έμενε στον νάρθηκα. Στεκόταν εκεί ακίνητος, ξυπόλητος στο πέτρινο δάπεδο, με τα χέρια υψωμένα και προσευχόταν επί δύο ώρες. Εγώ κοίταζα κρυφά να ιδώ πώς προσευχόταν, αλλά δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Ύστερα έλεγε δυνατά μερικά καθίσματα του ψαλτηρίου, κατόπιν άφηνε το ψαλτήρι και σε κάθε άγιο του Ωρολογίου, έλεγε αυτή την σύντομη προσευχή:
― Άγιε οσιώτατε πάτερ…πρέσβευε τω Θεώ, υπέρ εμού του αμαρτωλού.
Στην συνέχεια άρχισε να μνημονεύει τους ανθρώπους που του έδωσαν ελεημοσύνες την προηγούμενη ημέρα, χωρίς να λησμονεί κανέναν, δεδομένου ότι τους μνημόνευε απέξω. Για κάθε ένα όνομα έκανε μια μετάνοια και έλεγε αυτή την προσευχή.
― Παναγία Τριάς, ελέησον τον τάδε, που ελέησε εμένα τον αμαρτωλό!
Κατόπιν έβαζε την προβειά, το ψαλτήρι και το ραβδί του στο αναλόγιο κοντά και άρχιζε να κάνει μετάνοιες με την ευχή του Ιησού περισσότερο από μια ώρα. Και όταν πλησίαζε να φωτίσει η ημέρα, ερχόταν κοντά μου και μου έλεγε:
― Τώρα άιντε να πηγαίνουμε, αγαπητέ!
15) Τον χειμώνα το χιόνι και οι παγετοί του έλειωναν τα γυμνά πόδια του ενώ το καλοκαίρι υπέφερε από την τρομερή ζέστη. Και όμως ο γέρο-Γεώργιος, καθώς έλεγαν οι πατέρες, δεν αρρώστησε ποτέ, διότι η Χάρις του Κυρίου ήταν πάντοτε μαζί του.
16) Όταν ήταν στην Τρανσυλβανία, ανέβηκε τον χειμώνα στα Καρπάθια όρη, στην σκήτη Ιλαμομιτσιοάρα. Όταν είδε ότι η εκκλησία δεν είχε θερμάστρα, είπε στον ηγούμενο:
― Πώς μένετε στην εκκλησία χωρίς φωτιά;
― Δεν έχουμε χρήματα να αγοράσουμε σόμπα, απάντησε ο ηγούμενος, θαυμάζοντας την άσκησή του. Τότε αμέσως ο γέρο-Γεώργιος αγόρασε μια σόμπα, εσωτερικά χτισμένη με πηλό, από την Σινάια και την πήγε στην σκήτη.
17) Σαν πέρασε κάποτε από ένα χωριό σε καιρό χειμώνος, τον είδαν οι άνθρωποι ξυπόλυτο και του είπαν:
― Γέρο-Γεώργιε, θέλεις να σου αγοράσουμε εμείς ένα ζευγάρι τσαρούχια;
― Αφήστε, αγαπητοί, απάντησε ο γέροντας, διότι τα πόδια μου είναι πολύ ζεστά σαν τα δικά σας.
18) Σε κάθε μοναστήρι που επισκεπτόταν, έμενε μια εβδομάδα, κρατώντας το ιερό τυπικό του απαράλλακτο και ασχολούμενος με πνευματικές συνομιλίες με οσίους πατέρας. Τα προσφιλέστερα μοναστήρια που μετέβαινε ήταν: Η Μπιστρίτσα, το Νεάμτς, η Συχάστρια, η Σύχλα, η Αγαπία, το Βατάτεκ και το Νεκίτ.
19) Η φήμη της ασκήσεώς του είχε φθάσει μέχρι το άλλο μέρος των συνόρων της Μολδαβίας. Γι’ αυτό έρχονταν πολλοί να του ζητήσουν ωφέλιμες συμβουλές, άλλοι να τον παρακαλέσουν να προσευχηθεί γι’ αυτούς και άλλοι του ζητούσαν ελεημοσύνη. Και ο γέροντας, πράος στο πρόσωπο, γλυκύς στη φωνή, σοφός στα λόγια και ταπεινός στην καρδιά όλους τους ανέπαυε και τους οικοδομούσε πνευματικά.
20) Έρχονταν ακόμη στον γέρο-Γεώργιο νέοι από την Τρανσυλβανία και Μολδαβία που επιθυμούσαν να υπηρετήσουν τον Χριστό. Και αυτός, προικισμένος με το προορατικό χάρισμα, μερικούς τους έστελνε στα μοναστήρια της Μολδαβίας ή στο Άγιον Όρος, ενώ άλλους τους έστελνε στα σπίτια των. Τους περισσοτέρους από τους μαθητές του τους είχε στο μοναστήρι Νεάμτς, ενώ από τις μοναχές στα μοναστήρια Αγαπία και Βαρατέκ. Και όλα τα πνευματικά του παιδιά έγιναν αγιασμένοι μοναχοί.
21) Κάποτε τον ερώτησε ένας νέος από το Ζάρνεστ:
― Γέρο-Γεώργιε, θέλω να γίνω μοναχός. Σε ποιο μοναστήρι να πάω;
― Άκουσε, αγαπητέ, εάν θέλεις να σωθείς, πήγαινε εκεί όπου υπάρχουν πολλοί πειρασμοί.
22) Μία άλλη φορά, τον ερώτησε ο μαθητής του Δημήτριος Τροφίν από το Πιάτρα-Νεάμτς:
― Γέρο-Γέωργιε, αποφάσισα να πάω στο Άγιον Όρος. Τι συμβουλή μου δίνεις;
― Αγαπητέ, μην πηγαίνεις στο Άγιον Όρος. Μπορείς να είσαι και εδώ καλός μοναχός. Πήγαινε στην σκήτη Συχάστρια. Εκεί είναι ένας ενάρετος ηγούμενος και οι αδελφοί κάνουν μεγάλους πνευματικούς αγώνας. Τον άκουσε ο μαθητής και αξιώθηκε αργότερα να γίνει περίφημος Πνευματικός.
23) Άλλοι δύο μαθητές του γέροντα, ονόματι Ιωάννης και Κωνσταντίνος Παβαλούκα, που ήταν εργάτες από την κοινότητα Μπρέτσκου, τον ερώτησαν:
― Γέρο-Γεώργιε, θέλουμε να γίνουμε και οι δύο μοναχοί. Δωρίζουμε στα μοναστήρια και την περιουσία μας που αποτελείται από 500 πρόβατα. Σε ποιο μοναστήρι να πάμε;
― Αγαπητοί, πηγαίνετε στο μοναστήρι Νεάμτς. Εκεί θα βρείτε την σωτηρία σας.
24-25) Μερικές φορές αποσυρόταν στο μοναστήρι Συχάστρια, όπου ηγούμενος ήταν ένας από τους μαθητές του, ο πρωτοσύγκελος Ιωαννίκιος Μορόι. Την νύκτα προσευχόταν και διάβαζε το ψαλτήρι σ’ ένα απόκρυφο τόπο στο βουνό Τατσιουνε.
26) Κάποτε ανέβηκε ο γέρο-Γεώργιος στην σκήτη Σύχλα με πολλούς πατέρες από την Συχάστρια. Ο γέροντας πήγαινε μπροστά, λέγοντας μυστικά την νοερά προσευχή. Ξαφνικά σκόνταψε και κόντεψε να πέσει κάτω. Τότε στράφηκε προς τους πατέρας και τους είπε:
― Βλέπετε τι μου συνέβη; Λίγο μόνο άφησα την προσευχή και η Χάρις του Θεού αμέσως με άφησε. Κατέβηκα με την σκέψη μου εδώ κάτω στα γήινα και κινδύνευσα να πέσω. Γι’ αυτό ο νους πρέπει να είναι πάντοτε υψηλά στον Θεό.
27) Για την θαυμαστή εργασία της προσευχής δεν έλεγε τίποτε σε κανέναν. Μόνο στην μεγαλύτερη κόρη του, την Άννα, δίδαξε την νοερά προσευχή, όταν ζούσε με την οικογένειά του. Γι’ αυτή την ευχή έλεγε η κόρη του:
― Επαναλάμβανα πάντοτε την προσευχή «Κύριε Ιησού…» όπως με είχε διδάξει ο πατέρας μου αλλά δεν μπορούσα να την λέγω με προσοχή. Ο νους μου διασκορπιζόταν πάντοτε, αλλά δεν προσευχόμουν όλη την ημέρα. Γι’ αυτό ήμουν λυπημένη και παρακαλούσα τον Θεό να μου δώσει το δώρο της προσευχής. Κάποτε, περνώντας δίπλα από μια τρωΐτσα (ξύλινο προσκυνητάρι, το οποίο στηρίζεται σ’ ένα πάσσαλο, έχει στέγη και μέσα ένα μεγάλο σταυρό) προσκύνησα μπροστά της με πολλή πίστη. Εκείνη την στιγμή αισθάνθηκα ότι μια δύναμις μπήκε μέσα στην καρδιά μου. Από τότε ο νους μου κατέβηκε στην καρδιά και προσεύχομαι πάντοτε με ανέκφραστη χαρά και θερμότητα.
28) Έλεγαν οι μαθητές του γέροντα Γεωργίου, ότι κάποτε, όταν προσευχόταν κατά την συνήθειά του μέσα στην εκκλησία, του εμφανίστηκε ο σατανάς μπροστά του και τον ερώτησε με οργή:
― Τι κάνεις εσύ εδώ;
― Προσεύχομαι στον Θεό, απάντησε ο γέροντας ατάραχος. Καλά κάνεις, απάντησε ο εχθρός και εξαφανίσθηκε.
29) Μια άλλη φορά έλεγε ο γέροντας στους μαθητές του:
― Κάποια Κυριακή, όταν γύριζα από την εκκλησία, είδα στην ταβέρνα του χωριού πολλούς ανθρώπους να πίνουν και μεταξύ αυτών πολλούς διαβόλους, τους οποίους είχα δει και άλλη φορά σε διαφορετικό μέρος.
30) Έλεγαν γι’ αυτόν ότι, εάν του έδιναν καμμιά ελεημοσύνη περισσότερη από ένα λέι, δεν ήθελε να την πάρει και με πραότητα τους έλεγε:
― Αγαπητοί, δώστε τα στους πτωχούς, διότι έτσι μας διέταξε ο Θεός.
31) Κάποτε ήλθε σ’ αυτόν μια χήρα γυναίκα, και του είπε κλαίγοντας:
― Γέρο-Γεώργιε, είμαι μια χήρα γυναίκα, έχω πέντε παιδιά στο σχολείο και δεν έχω ούτε ένα λέι.
― Πόσα έχεις ανάγκη; Την ρώτησε ο γέροντας.
― Μου χρειάζονται εκατό λέι (400 δρχ.).
Τότε αυτός της έδωσε όλα όσα είχε πάρει ελεημοσύνη από τους ανθρώπους εκείνη την ημέρα.
32) Έλεγαν οι γέροντες συμπατριώτες του, ότι τον χειμώνα, οσηδήποτε παγωνιά και να είχε, ο γέρο-Γεώργιος βάδιζε αργά στον δρόμο με τους χιονοστροβίλους και τις χιονοστιβάδες απαγγέλοντας το ψαλτήρι απέξω. Όταν περνούσε δίπλα από αρτοποιεία, έμπαινε μέσα και πλησίαζε τα πόδια του στη φωτιά για να λειώσει ο πάγος από τα δάκτυλά του. Και κατόπιν αναχωρούσε προσευχόμενος.
33) Κάπου-κάπου τον ρωτούσαν οι μαθητές του:
― Πότε θα πεθάνεις, γέρο-Γεώργιε;
― Αγαπητοί, εσείς γνωρίζετε πότε; Όταν θα γίνει αναταραχή στον κόσμο, θα είναι μεγάλη εορτή και θα κτυπούν όλες οι καμπάνες της χώρας, τότε θα πεθάνω.
34) Στις 15 Αυγούστου 1916 μ.Χ., τότε που εορτάζουμε την Κοίμηση της Θεοτόκου, την ώρα που ο καμπανάρης της ηγεμονικής εκκλησίας του αγίου Ιωάννου στο χωριό Πιάτρα-Νεάμτς ανέβαινε στο καμπαναριό να κτυπήσει τις καμπάνες για την γενική επιστράτευση, ο γέρο-Γεώργιος Λαζάρ ήταν κατάκοιτος στο κελλί του με το ψαλτήρι δίπλα του. Εκείνη λοιπόν την στιγμή ο ευλαβέστατος προσκυνητής Γεώργιος παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Ιησού Χριστού.
Ο πιστός λαϊκός χριστιανός Γεώργιος Λαζάρ είναι το πρότυπο του αληθινού Ρουμάνου προσκυνητή. Η ενάρετη γενικά ζωή του τον αναδεικνύει ένα μοναδικό φαινόμενο στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας μας κατά την τελευταία αυτή εκατονταετηρίδα.
Ο γέρο-Γεώργιος Λαζάρ, όπως λέγεται μέχρι σήμερα, γεννήθηκε στην κοινότητα Σουγκάγκ της επαρχίας Άλμπα το έτος 1846 μ.Χ. Όταν ήταν 24 ετών, οι γονείς του τον νύμφευσαν και τον άφησαν κληρονόμο της περιουσίας των. Και έζησε με την γυναίκα του περίπου 20 χρόνια, αφού ευλογήθηκε από τον Θεό με πέντε παιδιά. Ζούσε αγία χριστιανική ζωή, με ευσυνειδησία στην εργασία, με προσευχή, με νηστεία και ελεημοσύνη. Η ενασχόληση του ήταν η απόκτηση των αρετών.
Το έτος 1884 μ.Χ. μετέβη να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου και παρέμεινε στα μοναστήρια της ερήμου του Ιορδάνου και του Σινά επί ένα χρόνο. Ύστερα ασκήθηκε επί ενάμιση χρόνο στον Άθωνα και επέστρεψε στην πατρίδα του. Ακόμη έζησε πολλά χρόνια με την οικογένειά του και τακτοποίησε τα παιδιά του, ενώ το έτος 1890 μ.Χ. αναχώρησε ως προσκυνητής για τα μοναστήρια της Μολδαβίας.
Αφού προσκύνησε όλους τους ιερούς Τόπους, εγκαταστάθηκε οριστικά στην πόλη Πιάτρα της περιοχής Νεάμτς. Εκεί κατοίκησε ο γέρο-Γεώργιος Λαζάρ σαν ένας αληθινός ερημίτης στο κωδωνοστάσιο του Μεγάλου Στεφάνου, που είναι στο μέσο της πόλεως, επί 26 χρόνια δηλ. μέχρι την μακαρία κοίμησή του. Εκεί περνούσε μόνος του με νηστεία και προσευχή, αψηφώντας τις διάφορες καιρικές συνθήκες.
Έτσι λοιπόν, δοξάζοντας με ευγνωμοσύνη τον Θεό, προεγνώρισε τον θάνατό του και ετελειώθη εν ειρήνη στο κελλί του, στις 15 Αυγούστου 1916 μ.Χ., και ετάφη στο Κοιμητήρι της πόλεως. Το καλοκαίρι του 1934 μ.Χ. τα λείψανά του τοποθετήθηκαν στο προαύλιο του μοναστηριού Βαρατέκ.
Β) Έργα και λόγοι διδασκαλίας
1) Ο πιστός χριστιανός Γεώργιος Λαζάρ ήταν στην ζωή του ένας άνθρωπος προσευχής. Πάρα πολύ συχνά διάβαζε το ψαλτήρι. Από τη μικρή του ηλικία το έφερνε πάντα μαζί του και μιμούμενος την ζωή των πατέρων της ερήμου διάβαζε πάντοτε τους ψαλμούς, μέχρι που τους έλεγε όλους από στήθους.
2) Επιθυμώντας πολύ να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου, την άνοιξη του 1884 μ.Χ. έβαλε το Ευαγγέλιο και το ψαλτήρι στο ντορβά του, τακτοποίησε τις δουλειές του σπιτιού του, πήρε το ραβδί του στο χέρι και αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα. Μέχρι την Κωνστάντζα πήγε με τα πόδια και ύστερα με το πλοίο, ψιθυρίζοντας ακατάπαυστα τους ψαλμούς του Δαβίδ. Τέλος, όταν έφθασε στον Πανάγιο Τάφο, προσευχήθηκε με τόση πίστη και δάκρυα, ώστε προκάλεσε τον θαυμασμό στους πάντας. Και παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα 40 ημέρες.
3) Έλεγαν αργότερα οι μαθητές του, ότι φλογιζόμενος από τον πόθο να γνωρίσει την άσκηση των μοναχών του Ιορδάνου, πήγε να προσκυνήσει όλα τα μοναστήρια της ερήμου της Ιουδαίας και της κοιλάδας του Ιορδάνου. Πρωτύτερα μετέβη με πολλούς προσκυνητές σ’ ένα φημισμένο ησυχαστή, που αγωνιζόταν στη σπηλιά του αγίου Ξενοφώντος. Ο ησυχαστής τότε έδινε τροφή σ’ ένα λιοντάρι στην είσοδο της σπηλιάς. Κατόπιν, αφήνοντας ελεύθερο για την έρημο το λιοντάρι, φώναξε με τ’ όνομά του τον γέρο-Γεώργιο, λέγοντάς του:
― Αδελφέ Γεώργιε, έλα και μη φοβάσαι. Εύχομαι να έχεις πάντα την πίστη σου προς τον Χριστό και την ακοή σου στα αυτιά του Κυρίου Σαββαώθ. Γνωρίζω την αγάπη σου και τον ζήλο της καρδιάς σου, με τον οποίο υπηρετείς τον Κύριο σε όλη τη ζωή σου. Λοιπόν, προσκύνησε για ένα διάστημα τα μοναστήρια της Παλαιστίνης με νηστεία και προσευχή και όταν το Άγιο Πνεύμα θα σε πληροφορήσει, έρχεσαι πάλι προς εμένα.
4) Με την ευλογία αυτού του ησυχαστή πέρασε ο γέρο-Γεώργιος στα μοναστήρια της Παλαιστίνης ένα χρόνο. Σε κάθε μοναστήρι παρέμεινε επί ένα μήνα. Την ημέρα βοηθούσε στο πότισμα των κήπων και την νύκτα διάβαζε το ψαλτήρι στην εκκλησίας και έλεγε την νοερά προσευχή. Κατόπιν αναχωρούσε σ’ άλλο μοναστήρι. Έτσι ασκήθηκε ο γέροντας στη νηστεία, την προσευχή και την σιωπή, άγνωστος σ’ όλους. Ύστερα επέστρεψε στον καλό του διδάσκαλο τον ησυχαστή.
5) Τον υποδέχτηκε με αγάπη ο ησυχαστής και τον ρώτησε:
― Αδελφέ Γεώργιε, πώς αισθάνεται το πνεύμα σου;
― Καλά, με την ευχή σου, πάτερ.
― Να ξέρεις, αδελφέ, ότι εσύ δεν είσαι καλεσμένος να γίνεις καλόγερος, αλλά θα κάνεις μια άσκηση δυσκολότερη από ένα μοναχό. Διότι θα ζήσεις πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο με προσευχή, νηστεία και πολλή κακοπάθεια. Αλλά θα έχεις αδιάκοπα την μνήμη του Θεού. Η Χάρις του θα είναι πάντα μαζί σου και θα νικάς όλους τους πειρασμούς των δαιμόνων. Περιουσία στον κόσμο να μη αποκτήσεις. Να τιμάς τους ιερείς και τους μοναχούς, να συμβουλεύεις τους λαϊκούς, να βοηθάς όσο μπορείς τους πτωχούς, να προσεύχεσαι στην εκκλησία ημέρα-νύκτα και έτσι θα σωθείς.
― Και πώς θα μπορέσω να εκτελώ όλα αυτά, ενώ είμαι αδύνατος;
― Πήγαινε στην έρημο, όπου δεν υπάρχει ανθρώπινο πρόσωπο να σε δει και νήστευε 40 ημέρες. Και για την αδυναμία της φύσεως σου να πάρεις μαζί σου λίγο ψωμί και νερό. Αλλά να έχεις πολλή προσοχή, διότι πολλούς πειρασμούς και διαβολικές φαντασίες θα πάθεις. Όταν με το καλό τελειώσεις αυτές τις ημέρες θα λάβεις μεγάλη χάρι από τον Θεό και θα νικήσεις όλες τις παγίδες του πονηρού διαβόλου.
6) Αφού διαπέρασε ο καλός ασκητής τον Ιορδάνη μόνο με το Ευαγγέλιο και το ψαλτήρι στον ντορβά του, νήστεψε στην έρημο 40 ημέρες, με προσευχή αδιάλειπτη και με ενίσχυση στο σώμα πότε-πότε με λίγη τροφή. Αλλά αυτές τις ημέρες έπαθε πολλούς πειρασμούς. Μερικές φορές τον τρόμαζε ο εχθρός με φανταστικά θηρία και φαρμακερά φίδια. Άλλοτε τον ταλαιπωρούσαν με την πείνα, την δίψα, με τον καύσωνα και ιδιαίτερα με τα κουνούπια και με κάθε είδους έντομα. Όμως αυτός με την βοήθεια του Θεού απ’ όλα αυτά λυτρωνόταν.
Κάποια ημέρα του πέταξε ο εχθρός τον σκούφο που φορούσε, για να του θολώσει την προσευχή. Τότε αυτός υποσχέθηκε στον Θεό ότι θα ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του με το κεφάλι ακάλυπτο. Μια άλλη ημέρα του πήρε τις αρβύλες και τις εξαφάνισε. Από τότε ο γενναίος αγωνιστής βάδιζε σ’ όλη την ζωή του ξυπόλυτος. Μια άλλη φορά του εμφανίστηκε ο σατανάς με την μορφή ανθρώπου, του έδειχνε και του έλεγε:
― Γέρο-Γεώργιε, βλέπεις την αυλακιά αυτή;
― Ναι, την βλέπω, απάντησε ο ασκητής.
― Είναι ευθεία;
― Ναι, είναι ευθεία.
Να! Έτσι είναι και η πίστη σου προς τον Θεό, του είπε ο εχθρός, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να τον ρίξει στο αμάρτημα της υπερηφάνειας.
Αλλά ο γέρο-Γεώργιος σφραγίσθηκε με το σημείο του Τιμίου Σταυρού, και ο διάβολος έγινε άφαντος από κοντά του.
7) Αφού συμπληρώθηκαν 40 ημέρες, ο γέρο-Γεώργιος επήγε πάλι στον ησυχαστή της ερήμου. Τότε ο ερημίτης τον ασπάσθηκε και του είπε:
― Αδελφέ Γεώργιε, επειδή νίκησες τον εχθρό και δεν σε πλάνησε με τις παγίδες του, ιδού σου δίνει ο Θεός το χάρισμα της καθαράς προσευχής και την πνευματική δύναμη στον αγώνα σου. Διότι σε όλη την ζωή σου θα βαδίζεις ξυπόλυτος και χωρίς καπέλο στο κεφάλι, αλλά ούτε από κρύο ούτε από ζέστη ούτε από ασθένεια θα υποφέρεις.
Κατόπιν ο γέρο-ασκητής έβαλε μετάνοια στον διδάσκαλό του, επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, προσκύνησε τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου, έλαβε τα Πανάχραντα Μυστήρια και αναχώρησε για το Άγιον Όρος του Άθωνος. Εδώ διέτριψε ακόμη ένα διάστημα, προσκυνώντας όλα τα ιερά σκηνώματα και αναζητώντας οσίους μοναχούς από τα κοινόβια και τις σπηλιές. Κατόπιν αφού πήρε απ’ όλους ευλογία, επέστρεψε στην οικογένειά του.
8) Έλεγαν οι μαθητές του ότι ο γέρο-Γεώργιος δεν έμεινε πολύ καιρό στο Σουγκάγκ, στην πατρίδα του. Αφού κανόνισε τις οικογενειακές του υποχρεώσεις, έφυγε ως προσκυνητής για τα μοναστήρια και τις σκήτες. Σκεπασμένος με μια προβειά, ξυπόλυτος, χωρίς σκούφο, με το ψαλτήρι στην μασχάλη και το ραβδί στο χέρι, ο καλός προσκυνητής μετέβαινε από χωριό σε χωριό, από μοναστήρι σε μοναστήρι, λέγοντας την καρδιακή ευχή και τους ψαλμούς του Δαβίδ. Την ημέρα οδοιπορούσε ενώ το βράδυ, έμενε σ’ ένα τόπο, κοντά στην εκκλησία του χωριού. Αφού αναπαυόταν μερικές ώρες, έμπαινε στην εκκλησία και προσευχόταν εκεί μόνος του με την νοερά προσευχή μέχρι το πρωί. Κατόπιν αναχωρούσε για πιο πέρα. Έτσι αγωνίσθηκε ο γέρο-Γεώργιος τρία χρόνια, διερχόμενος την Τρανσυλβανία και Μουντένια, προσευχόμενος στις εκκλησίες και τα μοναστήρια ως ένας αληθινός προσκυνητής της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
9) Το έτος 1890 μ.Χ. ο γέρο-Γεώργιος πήγε να προσκυνήσει και τα μοναστήρια της Μολδαβίας και παρέμεινε λίγο καιρό σε κάθε ένα τόπο. Κατόπιν εγκαταστάθηκε οριστικά στην εκκλησία του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, που είναι στο χωριό Πιάτρα της περιοχής Νεάμτς, κτισμένη από τον ηγεμόνα Στέφανο τον Μέγα. Έζησε στο καμπαναριό της εκκλησίας 26 χρόνια με σκληρή άσκηση, ως ένας πραγματικός στυλίτης και ησυχαστής στο κέντρο της κοσμικής κοινωνίας, αγαπώμενος απ’ όλους και προσευχόμενος για όλους.
10) Η άσκηση του γέροντα Γεωργίου, κατά τις μαρτυρίες των μαθητών του αρχιμ. Μηνά και Πρωτοσύγκελου Δαμασκηνού Τροφίν από το μοναστήρι Νεάμτς, ήταν η εξής:
Το πρωί αναχωρούσε με το ραβδί στο χέρι και με το ψαλτήρι στην μασχάλη και πήγαινε σε μερικές οικογένειες που τον καλούσαν να τους επισκεφθεί, λέγοντας απέξω τους ψαλμούς. Από τα χρήματα που του έδιναν για ελεημοσύνη, αγόραζε πάρα πολλά ζεστά ψωμιά από τους φούρνους και το απόγευμα, όταν επέστρεφε, τα μοίραζε στους πτωχούς και ζητιάνους της πόλεως που τον περίμεναν μπροστά στο καμπαναριό. Σε μερικούς έδινε ψωμί, σε άλλους χρήματα, και δεχόταν όλους τους πιστούς με πολύ αγάπη. Κατόπιν ανέβαινε στο καμπαναριό μόνος του με το ψαλτήρι του. Εκεί ασχολείτο με την προσευχή του Ιησού μέχρι το βράδυ. Μετά την δύσι του ηλίου έτρωγε λάχανα βραστά και αναπαυόταν.
Στις 11 την νύκτα ο γέροντας κατέβαινε από τον πύργο, κλεινόταν μέσα στην εκκλησία και προσευχόταν εκεί μόνος, άγνωστος απ’ όλους, μέχρι τα χαράματα. Κατόπιν έβγαινε από την εκκλησία και πήγαινε να βρει χρήματα για να αγοράσει ψωμί για τους πτωχούς.
11) Το ψαλτήρι ήταν το προσφιλέστερο βιβλίο της προσευχής του. Το ήξερε όλο απέξω και το έλεγε τακτικά κάθε ημέρα. Στον δρόμο απήγγελε τους ψαλμούς με φωνή δυνατή και αργά, λέγοντας:
― Τώρα ν’ αρχίσουμε, αγαπητοί, με την προσευχή του πρώτου καθίσματος. Αφού τελείωνε, πρόσθετε: Τώρα ας αρχίσουμε, αγαπητοί, με την προσευχή του δευτέρου καθίσματος! Έτσι συνέχιζε μέχρι τέλους το ψαλτήρι του. Κατόπιν μοίραζε ελεημοσύνες και ανέβαινε πάλι στον πύργο του.
12) Έλεγαν οι μαθητές του γέροντα ότι όλοι οι άνθρωποι της πόλεως και των περιχώρων τον γνώριζαν και ωφελούντο από την αγία ζωή του. Νέοι και γέροντες, πτωχοί και πλούσιοι, όλοι μαζί τον αποκαλούσαν από κοινού «Ο παππούς Γεώργιος». Όταν περνούσε από το χωριό ή τον δρόμο, μερικοί του ασπάζοντο το ψαλτήρι, άλλοι του έδιναν ελεημοσύνη για να προσεύχεται γι’ αυτούς, τα παιδιά σταματούσαν από τα παιγνίδια των, τα ζώα του κάμπου στέκονταν για λίγο λόγω της συρροής του κόσμου, ενώ τα σκυλιά ουδέποτε γάβγιζαν μπροστά του. Πολλοί χριστιανοί τον ξεπροβοδούσαν, πηγαίνοντας με ευλάβεια πίσω του και ακούοντας τους ψαλμούς που έψαλλε.
13) Έλεγαν οι μαθητές του γέροντα ότι η κατανυκτικότερη προσευχή του ήταν η νυκτερινή, την οποία έκανε στην εκκλησίας επί 30 χρόνια. Την τάξη αυτή την διατήρησε οπουδήποτε πήγαινε με πολλή ευλάβεια. Ήταν πύρινη η προσευχή του και την επιτελούσε μυστικά χωρίς να το γνωρίζει ο κόσμος.
14) Ο μαθητής του, ο πρωτοσύγκελος Δαμασκηνός Τροφίν από το μοναστήρι Νεάμτς, έλεγε τα εξής:
― Επειδή καταγόμουν από το ίδιο χωριό με τον γέρο-Γεώργιο, ερχόταν αυτός συχνά στο σπίτι μας. Μια ημέρα, τότε που ήμουν 15 ετών, είπε ο γέροντας στον πατέρα μου:
― Αγαπητέ, άφησε το παιδί να προσεύχεται στην εκκλησία μαζί μου.
― Το αφήνω, γέροντα Γεώργιε. Και πηγαίνουμε μαζί στην ηγεμονική εκκλησία του αγίου Ιωάννου.
Την νύκτα στις 11 άνοιγε την εκκλησία και εμείς την κλειδώναμε από μέσα. Εμένα μ’ έστελνε στο αναλόγιο να διαβάζω το Ωρολόγιο, ενώ αυτός έμενε στον νάρθηκα. Στεκόταν εκεί ακίνητος, ξυπόλητος στο πέτρινο δάπεδο, με τα χέρια υψωμένα και προσευχόταν επί δύο ώρες. Εγώ κοίταζα κρυφά να ιδώ πώς προσευχόταν, αλλά δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Ύστερα έλεγε δυνατά μερικά καθίσματα του ψαλτηρίου, κατόπιν άφηνε το ψαλτήρι και σε κάθε άγιο του Ωρολογίου, έλεγε αυτή την σύντομη προσευχή:
― Άγιε οσιώτατε πάτερ…πρέσβευε τω Θεώ, υπέρ εμού του αμαρτωλού.
Στην συνέχεια άρχισε να μνημονεύει τους ανθρώπους που του έδωσαν ελεημοσύνες την προηγούμενη ημέρα, χωρίς να λησμονεί κανέναν, δεδομένου ότι τους μνημόνευε απέξω. Για κάθε ένα όνομα έκανε μια μετάνοια και έλεγε αυτή την προσευχή.
― Παναγία Τριάς, ελέησον τον τάδε, που ελέησε εμένα τον αμαρτωλό!
Κατόπιν έβαζε την προβειά, το ψαλτήρι και το ραβδί του στο αναλόγιο κοντά και άρχιζε να κάνει μετάνοιες με την ευχή του Ιησού περισσότερο από μια ώρα. Και όταν πλησίαζε να φωτίσει η ημέρα, ερχόταν κοντά μου και μου έλεγε:
― Τώρα άιντε να πηγαίνουμε, αγαπητέ!
15) Τον χειμώνα το χιόνι και οι παγετοί του έλειωναν τα γυμνά πόδια του ενώ το καλοκαίρι υπέφερε από την τρομερή ζέστη. Και όμως ο γέρο-Γεώργιος, καθώς έλεγαν οι πατέρες, δεν αρρώστησε ποτέ, διότι η Χάρις του Κυρίου ήταν πάντοτε μαζί του.
16) Όταν ήταν στην Τρανσυλβανία, ανέβηκε τον χειμώνα στα Καρπάθια όρη, στην σκήτη Ιλαμομιτσιοάρα. Όταν είδε ότι η εκκλησία δεν είχε θερμάστρα, είπε στον ηγούμενο:
― Πώς μένετε στην εκκλησία χωρίς φωτιά;
― Δεν έχουμε χρήματα να αγοράσουμε σόμπα, απάντησε ο ηγούμενος, θαυμάζοντας την άσκησή του. Τότε αμέσως ο γέρο-Γεώργιος αγόρασε μια σόμπα, εσωτερικά χτισμένη με πηλό, από την Σινάια και την πήγε στην σκήτη.
17) Σαν πέρασε κάποτε από ένα χωριό σε καιρό χειμώνος, τον είδαν οι άνθρωποι ξυπόλυτο και του είπαν:
― Γέρο-Γεώργιε, θέλεις να σου αγοράσουμε εμείς ένα ζευγάρι τσαρούχια;
― Αφήστε, αγαπητοί, απάντησε ο γέροντας, διότι τα πόδια μου είναι πολύ ζεστά σαν τα δικά σας.
18) Σε κάθε μοναστήρι που επισκεπτόταν, έμενε μια εβδομάδα, κρατώντας το ιερό τυπικό του απαράλλακτο και ασχολούμενος με πνευματικές συνομιλίες με οσίους πατέρας. Τα προσφιλέστερα μοναστήρια που μετέβαινε ήταν: Η Μπιστρίτσα, το Νεάμτς, η Συχάστρια, η Σύχλα, η Αγαπία, το Βατάτεκ και το Νεκίτ.
19) Η φήμη της ασκήσεώς του είχε φθάσει μέχρι το άλλο μέρος των συνόρων της Μολδαβίας. Γι’ αυτό έρχονταν πολλοί να του ζητήσουν ωφέλιμες συμβουλές, άλλοι να τον παρακαλέσουν να προσευχηθεί γι’ αυτούς και άλλοι του ζητούσαν ελεημοσύνη. Και ο γέροντας, πράος στο πρόσωπο, γλυκύς στη φωνή, σοφός στα λόγια και ταπεινός στην καρδιά όλους τους ανέπαυε και τους οικοδομούσε πνευματικά.
20) Έρχονταν ακόμη στον γέρο-Γεώργιο νέοι από την Τρανσυλβανία και Μολδαβία που επιθυμούσαν να υπηρετήσουν τον Χριστό. Και αυτός, προικισμένος με το προορατικό χάρισμα, μερικούς τους έστελνε στα μοναστήρια της Μολδαβίας ή στο Άγιον Όρος, ενώ άλλους τους έστελνε στα σπίτια των. Τους περισσοτέρους από τους μαθητές του τους είχε στο μοναστήρι Νεάμτς, ενώ από τις μοναχές στα μοναστήρια Αγαπία και Βαρατέκ. Και όλα τα πνευματικά του παιδιά έγιναν αγιασμένοι μοναχοί.
21) Κάποτε τον ερώτησε ένας νέος από το Ζάρνεστ:
― Γέρο-Γεώργιε, θέλω να γίνω μοναχός. Σε ποιο μοναστήρι να πάω;
― Άκουσε, αγαπητέ, εάν θέλεις να σωθείς, πήγαινε εκεί όπου υπάρχουν πολλοί πειρασμοί.
22) Μία άλλη φορά, τον ερώτησε ο μαθητής του Δημήτριος Τροφίν από το Πιάτρα-Νεάμτς:
― Γέρο-Γέωργιε, αποφάσισα να πάω στο Άγιον Όρος. Τι συμβουλή μου δίνεις;
― Αγαπητέ, μην πηγαίνεις στο Άγιον Όρος. Μπορείς να είσαι και εδώ καλός μοναχός. Πήγαινε στην σκήτη Συχάστρια. Εκεί είναι ένας ενάρετος ηγούμενος και οι αδελφοί κάνουν μεγάλους πνευματικούς αγώνας. Τον άκουσε ο μαθητής και αξιώθηκε αργότερα να γίνει περίφημος Πνευματικός.
23) Άλλοι δύο μαθητές του γέροντα, ονόματι Ιωάννης και Κωνσταντίνος Παβαλούκα, που ήταν εργάτες από την κοινότητα Μπρέτσκου, τον ερώτησαν:
― Γέρο-Γεώργιε, θέλουμε να γίνουμε και οι δύο μοναχοί. Δωρίζουμε στα μοναστήρια και την περιουσία μας που αποτελείται από 500 πρόβατα. Σε ποιο μοναστήρι να πάμε;
― Αγαπητοί, πηγαίνετε στο μοναστήρι Νεάμτς. Εκεί θα βρείτε την σωτηρία σας.
24-25) Μερικές φορές αποσυρόταν στο μοναστήρι Συχάστρια, όπου ηγούμενος ήταν ένας από τους μαθητές του, ο πρωτοσύγκελος Ιωαννίκιος Μορόι. Την νύκτα προσευχόταν και διάβαζε το ψαλτήρι σ’ ένα απόκρυφο τόπο στο βουνό Τατσιουνε.
26) Κάποτε ανέβηκε ο γέρο-Γεώργιος στην σκήτη Σύχλα με πολλούς πατέρες από την Συχάστρια. Ο γέροντας πήγαινε μπροστά, λέγοντας μυστικά την νοερά προσευχή. Ξαφνικά σκόνταψε και κόντεψε να πέσει κάτω. Τότε στράφηκε προς τους πατέρας και τους είπε:
― Βλέπετε τι μου συνέβη; Λίγο μόνο άφησα την προσευχή και η Χάρις του Θεού αμέσως με άφησε. Κατέβηκα με την σκέψη μου εδώ κάτω στα γήινα και κινδύνευσα να πέσω. Γι’ αυτό ο νους πρέπει να είναι πάντοτε υψηλά στον Θεό.
27) Για την θαυμαστή εργασία της προσευχής δεν έλεγε τίποτε σε κανέναν. Μόνο στην μεγαλύτερη κόρη του, την Άννα, δίδαξε την νοερά προσευχή, όταν ζούσε με την οικογένειά του. Γι’ αυτή την ευχή έλεγε η κόρη του:
― Επαναλάμβανα πάντοτε την προσευχή «Κύριε Ιησού…» όπως με είχε διδάξει ο πατέρας μου αλλά δεν μπορούσα να την λέγω με προσοχή. Ο νους μου διασκορπιζόταν πάντοτε, αλλά δεν προσευχόμουν όλη την ημέρα. Γι’ αυτό ήμουν λυπημένη και παρακαλούσα τον Θεό να μου δώσει το δώρο της προσευχής. Κάποτε, περνώντας δίπλα από μια τρωΐτσα (ξύλινο προσκυνητάρι, το οποίο στηρίζεται σ’ ένα πάσσαλο, έχει στέγη και μέσα ένα μεγάλο σταυρό) προσκύνησα μπροστά της με πολλή πίστη. Εκείνη την στιγμή αισθάνθηκα ότι μια δύναμις μπήκε μέσα στην καρδιά μου. Από τότε ο νους μου κατέβηκε στην καρδιά και προσεύχομαι πάντοτε με ανέκφραστη χαρά και θερμότητα.
28) Έλεγαν οι μαθητές του γέροντα Γεωργίου, ότι κάποτε, όταν προσευχόταν κατά την συνήθειά του μέσα στην εκκλησία, του εμφανίστηκε ο σατανάς μπροστά του και τον ερώτησε με οργή:
― Τι κάνεις εσύ εδώ;
― Προσεύχομαι στον Θεό, απάντησε ο γέροντας ατάραχος. Καλά κάνεις, απάντησε ο εχθρός και εξαφανίσθηκε.
29) Μια άλλη φορά έλεγε ο γέροντας στους μαθητές του:
― Κάποια Κυριακή, όταν γύριζα από την εκκλησία, είδα στην ταβέρνα του χωριού πολλούς ανθρώπους να πίνουν και μεταξύ αυτών πολλούς διαβόλους, τους οποίους είχα δει και άλλη φορά σε διαφορετικό μέρος.
30) Έλεγαν γι’ αυτόν ότι, εάν του έδιναν καμμιά ελεημοσύνη περισσότερη από ένα λέι, δεν ήθελε να την πάρει και με πραότητα τους έλεγε:
― Αγαπητοί, δώστε τα στους πτωχούς, διότι έτσι μας διέταξε ο Θεός.
31) Κάποτε ήλθε σ’ αυτόν μια χήρα γυναίκα, και του είπε κλαίγοντας:
― Γέρο-Γεώργιε, είμαι μια χήρα γυναίκα, έχω πέντε παιδιά στο σχολείο και δεν έχω ούτε ένα λέι.
― Πόσα έχεις ανάγκη; Την ρώτησε ο γέροντας.
― Μου χρειάζονται εκατό λέι (400 δρχ.).
Τότε αυτός της έδωσε όλα όσα είχε πάρει ελεημοσύνη από τους ανθρώπους εκείνη την ημέρα.
32) Έλεγαν οι γέροντες συμπατριώτες του, ότι τον χειμώνα, οσηδήποτε παγωνιά και να είχε, ο γέρο-Γεώργιος βάδιζε αργά στον δρόμο με τους χιονοστροβίλους και τις χιονοστιβάδες απαγγέλοντας το ψαλτήρι απέξω. Όταν περνούσε δίπλα από αρτοποιεία, έμπαινε μέσα και πλησίαζε τα πόδια του στη φωτιά για να λειώσει ο πάγος από τα δάκτυλά του. Και κατόπιν αναχωρούσε προσευχόμενος.
33) Κάπου-κάπου τον ρωτούσαν οι μαθητές του:
― Πότε θα πεθάνεις, γέρο-Γεώργιε;
― Αγαπητοί, εσείς γνωρίζετε πότε; Όταν θα γίνει αναταραχή στον κόσμο, θα είναι μεγάλη εορτή και θα κτυπούν όλες οι καμπάνες της χώρας, τότε θα πεθάνω.
34) Στις 15 Αυγούστου 1916 μ.Χ., τότε που εορτάζουμε την Κοίμηση της Θεοτόκου, την ώρα που ο καμπανάρης της ηγεμονικής εκκλησίας του αγίου Ιωάννου στο χωριό Πιάτρα-Νεάμτς ανέβαινε στο καμπαναριό να κτυπήσει τις καμπάνες για την γενική επιστράτευση, ο γέρο-Γεώργιος Λαζάρ ήταν κατάκοιτος στο κελλί του με το ψαλτήρι δίπλα του. Εκείνη λοιπόν την στιγμή ο ευλαβέστατος προσκυνητής Γεώργιος παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Ιησού Χριστού.
Άγιοι Ευτύχιος επίσκοπος Γορτύνης, Ευτυχιανός Οσιομάρτυρας και Κασσιανή
Τα ονόματα των τριών Αγίων δεν συμπεριλαμβάνεται σε κανένα επισκοπικό
κατάλογο οιασδήποτε εποχής. Η τοποθέτησή τους χρονολογικά στους πρώτους
μεγάλους διωγμούς είναι αστήρικτη αν και πέρασε στα σύγχρονα κείμενα.
Αστήρικτος προς την Εκκλησιαστική Παράδοση την και μόνη πηγή, είναι και
ότι ο Άγιος Ευτύχιος παραιτήθηκε από το θρόνο του Επισκόπου για να
ασκητεύσει. Στη διδακτορική του διατριβή «Οἱ ῞Αγιοι τῆς πρώτης
Βυζαντινῆς περιόδου τῆς Κρήτης καί ἡ σχετική πρός αὐτούς φιλολογία» ο
σεβαστός καθηγητής κ. Θεοχάρης Δετοράκης στου οποίου την έρευνα η
Εκκλησία της Κρήτης οφείλει πολλά, καλώς δεν αναφέρεται. Μόνη αξιόπιστη
πηγή, για τον βίο των Αγίων είναι η ισχυρή επί αιώνες Τοπική
Εκκλησιαστική Παράδοση την οποία βεβαιώνει ο Όσιος Ιωάννης o Ξένος (970 -
1027 μ.Χ.) από το Σίββα Πυργιωτίσσης (βλέπε 20 Σεπτεμβρίου)
το 10ο αιώνα μ.Χ. Ο Ιωάννης γεννήθηκε αμέσως μετά την Αραβοκρατία και
γνώριζε ως σχετικώς νωπή την παράδοση περί των Αγίων Ευτυχιανών
(Ευτυχίου Επισκόπου, Ευτυχιανού Οσιομάρτυρος και Κασσιανής των
αυταδέλφων), η οποία παράδοση ήθελε τους Αγίους να έζησαν κατά τη
σκοτεινή περίοδο των διωγμών της Αραβοκρατίας. Η θεόθεν βεβαίωση έγινε
με την δι’ αποκαλύψεως εύρεση των τάφων των Αγίων Ευτυχίου και
Ευτυχιανού, όπου ως νέος ασκητής ο Ιωάννης ο Ξένος, έκτισε Ναό και Μονή,
όμως ο βίος των ήταν γνωστός.
Ο Άγιος Ευτύχιος μαζί με τα κατά σάρκα αδέλφια του, Άγιο Ευτυχιανό και Αγία Κασσιανή, ασκήτευσαν στα Αστερούσια όρη, στα περίχωρα της Ιεράς Μονής Οδηγήτριας (κτίσθηκε πολύ αργότερα) και στο όρος Ράξος, λόγῳ διωγμών, ασκώντας και τα επισκοπικά του καθήκοντα. Κήδευσε τον Οσιομάρτυρα αδελφό του Ευτυχιανό, και κατά την επιθυμία του ετάφη όπου και ο αδελφός του όταν εκοιμήθη εν ειρήνη. Μετά την ταφή των δύο Αγίων στη θέση αυτή ολόκληρη η περιοχή πήρε το όνομά τους, «στούς Αγιούς», δηλαδή στον τόπο των Αγίων.
Ο Άγιος Ευτυχιανός βρήκε μαρτυρικό θάνατο έξω από το χωριό Λίσταρος, στην τοποθεσία «Μαναριά», εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το ξωκκλήσι του Μιχαήλ Αρχάγγελου. Πάνω στο βράχο που μαρτύρησε αποτυπώθηκαν το χέρι και η τσεκουριά (μαναριά). Τα δύο αδέλφια του, Ευτύχιος και Κασσιανή, κήδεψαν τον Άγιο Ευτυχιανό σε σπηλιά όπου ετάφη αργότερα και ο Ευτύχιος Επίσκοπος Γορτύνης, σύμφωνα με την επιθυμία του. Η σπηλιά αυτή λειτουργεί σήμερα ως εξωκκλήσι της Ιεράς Μονής Οδnγήτριας, προς τιμή των τριών αυταδέλφων Αγίων.
Η αδελφή των Αγίων, Κασσιανή, ασκήτεψε σε σπηλιά που βρίσκεται σε απόκρημνο μέρος, στο ακρωτήριο Λίθινo ή Κεφάλι, στην ονομαστή «σπηλιά της Καλόγριας».
Για το πώς βρήκε τους Αγίους Ευτύχιο και Ευτυχιανό αναφέρεται στην διαθήκη του ο εκ Σίβα Μεσαράς, Άγιος Ιωάννης ο Ξένος, ο οποίος έζησε μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά το 961 μ. Χ. Ανακάλυψε τους τάφους των και έκτισε Ναό προς τιμήν των. Την εν λόγῳ διαθήκη δημοσίευσε ο Νικ. Τωμαδάκης στο β΄ τόμο της επιστημονικής σειράς «Κρητικά Χρονικά» 1948, σελ. 47-72.
Στην Ιερά Μητρόπολη Γορτύνης και Αρκαδίας υπάρχει ο ερειπωμένος Ναός των Αγίων, κτίσμα του Οσίου Ιωάννου τού Ξένου και ο Ενοριακός Ναός της Ενορίας Λιστάρου Πυργιωτίσσης. Εικόνες των παλαιές και νέες υπάρχουν σε πολλούς Ναούς της Ιεράς Μητροπόλεως.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, ότι το θέμα περί των Αγίων Ευτυχιανών δεν αποτελεί για την Κρήτη απλά ισχυρή Εκκλησιαστική Παράδοση, αλλά ασάλευτη Εκκλησιαστική Συνείδηση η οποία αποτελεί τη μόνη αυθεντία στην Εκκλησία, και η οποία ερείδεται στο φωτισμό και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος όλου του πληρώματος της Εκκλησίας (κλήρου και λαού) και όχι μόνο της εκκλησιαστικής διοικήσεως. Αυτή, λοιπόν, η Εκκλησιαστική Συνείδηση αποφαίνεται απαρασαλεύτως για το θέμα τούτο επί μία χιλιετία και μάλιστα λατρευτικώς (μνήμη, προσκύνημα, Ακολουθίες εγκεκριμένες Συνοδικώς, εικόνες, παλαιές τοιχογραφίες, κ.α.).
Στις 8 Μαΐου 2011 μ.Χ., ο Σεβ. Μητροπ. Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακάριος, τέλεσε τα εγκαίνια του προς τιμήν των Αγ. Ευτυχίου, Ευτυχιανού και Κασσιανής, ανεγερθέντος Ιερού Ναού στο Ιερό Μετόχι των Αγίων Ευτυχιανών, με την φροντίδα του Πανοσιολ. Αρχιμ. Παρθενίου Βουλγαράκη, Ηγουμένου και των αδελφών της Ιεράς Μονής Οδηγήτριας.
Ο Άγιος Ευτύχιος μαζί με τα κατά σάρκα αδέλφια του, Άγιο Ευτυχιανό και Αγία Κασσιανή, ασκήτευσαν στα Αστερούσια όρη, στα περίχωρα της Ιεράς Μονής Οδηγήτριας (κτίσθηκε πολύ αργότερα) και στο όρος Ράξος, λόγῳ διωγμών, ασκώντας και τα επισκοπικά του καθήκοντα. Κήδευσε τον Οσιομάρτυρα αδελφό του Ευτυχιανό, και κατά την επιθυμία του ετάφη όπου και ο αδελφός του όταν εκοιμήθη εν ειρήνη. Μετά την ταφή των δύο Αγίων στη θέση αυτή ολόκληρη η περιοχή πήρε το όνομά τους, «στούς Αγιούς», δηλαδή στον τόπο των Αγίων.
Ο Άγιος Ευτυχιανός βρήκε μαρτυρικό θάνατο έξω από το χωριό Λίσταρος, στην τοποθεσία «Μαναριά», εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το ξωκκλήσι του Μιχαήλ Αρχάγγελου. Πάνω στο βράχο που μαρτύρησε αποτυπώθηκαν το χέρι και η τσεκουριά (μαναριά). Τα δύο αδέλφια του, Ευτύχιος και Κασσιανή, κήδεψαν τον Άγιο Ευτυχιανό σε σπηλιά όπου ετάφη αργότερα και ο Ευτύχιος Επίσκοπος Γορτύνης, σύμφωνα με την επιθυμία του. Η σπηλιά αυτή λειτουργεί σήμερα ως εξωκκλήσι της Ιεράς Μονής Οδnγήτριας, προς τιμή των τριών αυταδέλφων Αγίων.
Η αδελφή των Αγίων, Κασσιανή, ασκήτεψε σε σπηλιά που βρίσκεται σε απόκρημνο μέρος, στο ακρωτήριο Λίθινo ή Κεφάλι, στην ονομαστή «σπηλιά της Καλόγριας».
Για το πώς βρήκε τους Αγίους Ευτύχιο και Ευτυχιανό αναφέρεται στην διαθήκη του ο εκ Σίβα Μεσαράς, Άγιος Ιωάννης ο Ξένος, ο οποίος έζησε μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά το 961 μ. Χ. Ανακάλυψε τους τάφους των και έκτισε Ναό προς τιμήν των. Την εν λόγῳ διαθήκη δημοσίευσε ο Νικ. Τωμαδάκης στο β΄ τόμο της επιστημονικής σειράς «Κρητικά Χρονικά» 1948, σελ. 47-72.
Στην Ιερά Μητρόπολη Γορτύνης και Αρκαδίας υπάρχει ο ερειπωμένος Ναός των Αγίων, κτίσμα του Οσίου Ιωάννου τού Ξένου και ο Ενοριακός Ναός της Ενορίας Λιστάρου Πυργιωτίσσης. Εικόνες των παλαιές και νέες υπάρχουν σε πολλούς Ναούς της Ιεράς Μητροπόλεως.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, ότι το θέμα περί των Αγίων Ευτυχιανών δεν αποτελεί για την Κρήτη απλά ισχυρή Εκκλησιαστική Παράδοση, αλλά ασάλευτη Εκκλησιαστική Συνείδηση η οποία αποτελεί τη μόνη αυθεντία στην Εκκλησία, και η οποία ερείδεται στο φωτισμό και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος όλου του πληρώματος της Εκκλησίας (κλήρου και λαού) και όχι μόνο της εκκλησιαστικής διοικήσεως. Αυτή, λοιπόν, η Εκκλησιαστική Συνείδηση αποφαίνεται απαρασαλεύτως για το θέμα τούτο επί μία χιλιετία και μάλιστα λατρευτικώς (μνήμη, προσκύνημα, Ακολουθίες εγκεκριμένες Συνοδικώς, εικόνες, παλαιές τοιχογραφίες, κ.α.).
Στις 8 Μαΐου 2011 μ.Χ., ο Σεβ. Μητροπ. Γορτύνης και Αρκαδίας κ. Μακάριος, τέλεσε τα εγκαίνια του προς τιμήν των Αγ. Ευτυχίου, Ευτυχιανού και Κασσιανής, ανεγερθέντος Ιερού Ναού στο Ιερό Μετόχι των Αγίων Ευτυχιανών, με την φροντίδα του Πανοσιολ. Αρχιμ. Παρθενίου Βουλγαράκη, Ηγουμένου και των αδελφών της Ιεράς Μονής Οδηγήτριας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοὺς τρεῖς μεγίστους
Τούς τρεῖς ἀσβέστους φωστήρας τῆς ὑπερφώτου Θεότητος, τούς τήν ἐκκλησίαν ἀκτῖσι θαυμάτων θείων φαιδρύναντας˙ τούς ἀειῤῥόους ποταμούς τῆς Γορτύνης τούς τήν Κρήτην πᾶσαν Πνεύματος θείου χάρισι κατακλύσαντας˙ Εὐτύχιον τόν θεῖον, Εὐτυχιανόν τε τόν ὅσιον, σύν Κασσιανῇ αὐταδέλφῳ ἀσκητρίᾳ θεόφρονι˙ πάντες οἱ τῶν ὁσίων πιστοί μαθηταί συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν˙ αὐτοί γάρ τήν Τριάδα ὑπέρ ἡμῶν ἀεί ἱκετεύουσιν.
Ἦχος α’. Τοὺς τρεῖς μεγίστους
Τούς τρεῖς ἀσβέστους φωστήρας τῆς ὑπερφώτου Θεότητος, τούς τήν ἐκκλησίαν ἀκτῖσι θαυμάτων θείων φαιδρύναντας˙ τούς ἀειῤῥόους ποταμούς τῆς Γορτύνης τούς τήν Κρήτην πᾶσαν Πνεύματος θείου χάρισι κατακλύσαντας˙ Εὐτύχιον τόν θεῖον, Εὐτυχιανόν τε τόν ὅσιον, σύν Κασσιανῇ αὐταδέλφῳ ἀσκητρίᾳ θεόφρονι˙ πάντες οἱ τῶν ὁσίων πιστοί μαθηταί συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν˙ αὐτοί γάρ τήν Τριάδα ὑπέρ ἡμῶν ἀεί ἱκετεύουσιν.
http://www.synaxarion.gr/gr/m/8/d/17/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»