Υἱὸν Θεοῦ λέγων σε Χριστὲ καὶ πάλιν,
Λογγῖνος ὡς πρὶν τέμνεται τὸν αὐχένα.
Ἕκτῃ καὶ δεκάτῃ Λογγῖνον ἄορ κατέπεφνεν.
Ἡ εἴδηση ὅτι ὁ Λογγῖνος ἀσπάσθηκε καὶ κήρυττε τὴν χριστιανικὴ πίστη, ἐξήγειρε τὴν μανία τῶν Ἰουδαίων, καὶ μὲ ἐνέργειές τους στὴ ρωμαϊκὴ ἐξουσία, τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τὸν Ἥλιον τῆς δόξης Σταυρῷ προσηλωθέντα, καὶ τοῖς ἐν σκιᾷ τοῦ θανάτου ἐκλάμποντα ὡς εἶδες, ηὐγάσθης αὐτοῦ ταῖς ἀστραπαῖς, καὶ ἤθλησας Λογγῖνε εὐσεβῶς· διὰ τοῦτο νοσημάτων παντοδαπῶν, λυτροῦσαι τοὺς ἐκβοῶντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιοv. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύνως γέγηθεν ἡ Ἐκκλησία, ἐν τῇ μνήμῃ σήμερον, τοῦ ἀοιδίμου Ἀθλητοῦ Λογγίνου ἀνακραυγάζουσα· Σύ μου τὸ κράτος Χριστὲ καὶ στερέωμα.
Μεγαλυνάριον.
Κῆρυξ καὶ αὐτόπτης ὤφθης τρανῶς, τοῦ σαρκὶ παθόντος, εὐδοκίᾳ Λόγου Θεοῦ· εὐθαρσῶς γὰρ τούτου, τὴν ἔγερσιν κηρύττων, ὑπὲρ αὐτοῦ Λογγῖνε, προθύμως τέθυσαι.
Ὑπέρμαχοι σοὶ τοῖς λόγων ὅπλοις, Λόγε,
Ἐχθροὺς τροποῦνται τῶν σεβαστῶν εἰκόνων.
Ταῖς τῶν Ἁγίων Πατέρων πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
Την Kυριακή μετά την ενδεκάτη Οκτωβρίου, μνήμη επιτελούμε των Aγίων Πατέρων της αγίας και Oικουμενικής Eβδόμης Συνόδου.
Η
Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας από τις 24
Σεπτεμβρίου έως τις 13 Οκτωβρίου 787 μ.Χ., με πρωτοβουλία της
αυτοκράτειρας Ειρήνης, η όποια ασκούσε χρέη αντιβασιλέως. Υπό την
προεδρία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Ταρασίου (βλέπε 25 Φεβρουαρίου)
συγκεντρώθηκαν τριακόσιοι πενήντα ορθόδοξοι επίσκοποι, και σε αυτούς
προστέθηκαν άλλοι δεκαεπτά ιεράρχες, οι όποιοι αποκήρυξαν την αίρεση των
εικονομάχων.
Πλάι στους αντιπροσώπους του Πάπα Ρώμης και των
Πατριαρχών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, οι μοναχοί οι όποιοι υπέφεραν
δεινούς διωγμούς επί βασιλείας των εικονομάχων αυτοκρατόρων Λέοντος Γ’
Ίσαύρου (717 – 741 μ.Χ.) και Κωνσταντίνου Ε’ Κοπρωνύμου (741 – 775 μ.Χ.)
αποτελούσαν έντονη παρουσία· ήταν περίπου εκατόν τριάντα έξι.
Μετά
από επιμελή προετοιμασία, οι Πατέρες της Συνόδου αναθεμάτισαν τους
αιρετικούς, οι όποιοι για περισσότερα από πενήντα έτη απαγόρευαν στους
ορθόδοξους χριστιανούς να τιμούν τις σεπτές εικόνες του Χρίστου και των
αγίων Του διότι αυτό αποτελούσε δήθεν ειδωλολατρία. Έθεσαν έτσι τέρμα
στην πρώτη περίοδο της εικονομαχίας, η οποία όμως ξέσπασε εκ νέου λίγα
χρόνια αργότερα επί Λέοντος Ε’ Αρμενίου (813 – 820 μ.Χ.) και δεν
σταμάτησε οριστικά παρά το 843 μ.Χ., χάρις στην αυτοκράτειρα Θεοδώρα και
στον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο (βλέπε 14 Ιουνίου).
οι άγιοι Πατέρες αναθεμάτισαν τους αιρετικούς πατριάρχες Αναστάσιο,
Κωνσταντίνο και Νικήτα, αποκήρυξαν τη δήθεν οικουμενική σύνοδο που
συνεκλήθη στο ανάκτορο της Ιερείας με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Ε’ το
754 μ.Χ., και κήρυξαν αιωνία τη μνήμη των άγιων υπερμάχων της
Ορθοδοξίας: του πατριάρχου αγίου Γερμανού (715 – 730 μ.Χ.) [βλέπε 12 Μαΐου], του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού (βλέπε 4 Δεκεμβρίου),
του Γεωργίου Κύπρου, και όλων όσοι είχαν υποστεί βασάνους και εξορίες
ως υπέρμαχοι των αγίων εικόνων. Στον Όρο της πίστεως που ανέγνωσαν στην
έβδομη και τελευταία συνεδρία της Συνόδου, οι Πατέρες διεκήρυξαν:
«Ορίζομεν
συν ακριβεία πάση και εμμελεία, παραπλησίως τω τύπω του τιμίου και
ζωοποιού σταυρού ανατίθεσθαι τας σεπτάς και αγίας εικόνας, τας εκ
χρωμάτων και ψηφίδος και ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης, εν ταις αγίαις
του Θεού εκκλησίαις, εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και
σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς· της τε του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος
ημών Ιησού Χριστού εικόνος, και της αχράντου δεσποίνης ημών της αγίας
Θεοτόκου, τιμίων τε αγγέλων, και πάντων άγιων και οσίων ανδρών. Όσω γάρ
συνεχώς δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και οι ταύτας
θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν,
και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησαν απονέμειν, ου μην την
κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, η πρέπει μόνη τη θεία φύσει - αλλ’
ον τρόπον τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού και τοις αγίοις
εύαγγελίοις και τοις λοιποίς ιεροίς αναθήμασι, και θυμιαμάτων και φώτων
προσαγωγήν προς την τούτων τιμήν ποιεισθαι, καθώς και τοις αρχαίοις
εύσεβώς είθισται. η “γαρ της εικόνος τιμή έπι το πρωτότυπον διαβαίνει”,
και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την
υπόστασιν. Ούτω γαρ κρατύνεται η των άγιων Πατέρων ημών διδασκαλία,
είτουν παράδοσις της Καθολικής Εκκλησίας, της από περάτων εις πέρατα
δεξαμένης το ευαγγέλιον».
Οι άγιοι Πατέρες ως εκ τούτου
απεδείχθησαν υπέρμαχοι όχι μόνον των αγίων εικόνων αλλά, στην ουσία,
αυτού του ιδίου του μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού:
«Πάλαι μεν ο Θεός ο ασώματος τε και ασχημάτιστος ουδαμώς εικονίζετο, νυν
δε σαρκί οφθέντος Θεού και τοις ανθρώποις συναναστραφέντος εικονίζω
Θεού το ορώμενον. Ού προσκυνώ τη ύλη, προσκυνώ δε τον της ύλης
δημιουργόν, τον ύλην δι’ εμέ γενόμενον και εν ύλη κατοικήσαι
καταδεξάμενον και δι’ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον, και σέβων ου
παύσομαι την ύλην, δι’ ης η σωτηρία μου είργασται». Προσλαμβάνοντας την
ανθρώπινη φύση, ο Λόγος του Θεού την θέωσε χωρίς εκείνη να χάσει τα
ιδιώματά της. Γι’ αυτό τον λόγο, ενώ εν τη δόξα Του είναι ακατάληπτη
στις αισθήσεις μας, η ανθρώπινη φύση του Σωτήρος δύναται ωστόσο να
αποτυπωθεί. η εικόνα του Χριστού - την πιστότητα της οποίας φυλάσσει η
παράδοση της Εκκλησίας - καθίσταται κατά συνέπεια αληθής παρουσία του
θεανθρώπινου προτύπου της, αγωγός χάριτος και αγιασμού σε όσους με πίστη
της απονέμουν τιμητική προσκύνηση.
Η δεύτερη Σύνοδος της Νικαίας
είναι η έβδομη και τελευταία Οικουμενική Σύνοδος που αναγνωρίζει η
Ορθόδοξος Εκκλησία. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να
συγκληθούν στο μέλλον άλλες οικουμενικές Σύνοδοι, άλλα ότι ως έβδομη η
Σύνοδος της Νικαίας συμπληρώνει τον αριθμό που μέσα στην Αγία Γραφή
αντιπροσωπεύει την τελειότητα και ολοκλήρωση (π.χ., Γεν. 2, 1-3).
Σφραγίζει το πέρας της περιόδου των δογματικών συγκρούσεων, που
επέτρεψαν στην Εκκλησία να διευκρινίσει με σαφείς και ακριβείς ορισμούς
τα όρια της ορθοδόξου πίστεως. Εφεξής, κάθε αίρεση δύναται και θα
δύναται να αναχθεί σε μία από τις πλάνες που αναθεμάτισε η Εκκλησία στις
οικουμενικές συνόδους, από την πρώτη (325 μ.Χ.) έως την έβδομη (787
μ.Χ.) εν Νικαία Σύνοδο.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὑπερδεδοξασμένος
εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ φωστῆρας ἐπὶ γῆς τοὺς Πατέρας ἡμῶν θεμελιώσας,
καὶ δι' αὐτῶν πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν πάντας ἡμᾶς ὁδηγήσας,
πολυεύσπλαγχνε δόξα σοι.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταῖς
θείαις τοῦ Πνεύματος, καὶ ἑπταρίθμοις αὐγαῖς, Πατέρες οἱ ἔνθεοι,
καταυγασθέντες τὸν νοῦν, Ἑβδόμην συνέλευσιν, ἤθροισαν ἐκ περάτων, ἐν
Νικαίᾳ τῇ πόλει, ἱδρύσαντες θεοφρόνως, τὰς πανσέπτους Εἰκόνας. Αὐτῶν
μετ’ εὐφροσύνης, τῇ μνήμῃ ᾄσωμεν.
Κοντάκιον
Ἦχος β'. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Ὁ
ἐκ Πατρὸς ἐκλάμψας Υἱὸς ἀρρήτως, ἐκ γυναικὸς ἐτέχθη διπλοῦς τῇ φύσει,
ὃν εἰδότες, οὐκ ἀρνούμεθα τῆς μορφῆς τὸ ἐκτύπωμα, αὐτὸ δὲ εὐσεβῶς
ἀνιστοροῦντες, σέβομεν πιστῶς. Καὶ διὰ τοῦτο, τὴν ἀληθινὴν πίστιν
κρατοῦσα ἡ Ἐκκλησία, ἀσπάζεται τὴν εἰκόνα τῆς Χριστοῦ ἐνανθρωπήσεως.
Μεγαλυνάριον
Τοὺς
θείους Πατέρας τοὺς τὴν σεπτήν, Σύνοδον Ἑβδόμην, συγκροτήσαντας ἱερῶς,
καὶ τετιμηκότας, Εἰκόνας τὰς ἁγίας, ᾀσμάτων συμφωνίᾳ, ἀνευφημήσωμεν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Ἐπὶ
τὸ πρωτότυπον ἡ τιμή, τῶν σεπτῶν Εἰκόνων διαβαίνει ὡς ἀληθῶς, ὥσπερ οἱ
Πατέρες, Συνόδου τῆς Ἑβδόμης, ἐτράνωσαν πανσόφως· οὓς μεγαλύνωμεν.
Ὁ Οἶκος
Θέλων
ὁ πανοικτίρμων Θεὸς ἡμᾶς διεγείρειν ἀεὶ πρὸς μνήμην τελείαν τῆς αὐτοῦ
ἐνανθρωπήσεως, τὴν ὑπόθεσιν ταύτην παρέδωκε τοῖς ἀνθρώποις, διὰ τῆς
χρωματουργίας τῶν εἰκόνων, τὴν σεβάσμιον ἀνατυποῦσθαι μορφήν, ὅπως
ταύτην ἐπ' ὄψεσιν ὁρῶντες, πιστεύωμεν, ἅπερ λόγῳ ἀκηκόαμεν, γνωρίζοντες
σαφῶς τὴν πρᾶξιν καὶ τὸ ὄνομα, τὸ σχῆμα καὶ τοὺς ἄθλους τῶν Ἁγίων
ἀνδρῶν, καὶ Χριστὸν τὸν στεφοδότην στεφάνους παρεχόμενον τοῖς Ἁγίοις
Ἀθληταῖς τε καὶ Μάρτυσι, δι' ὧν ἄρτι τρανότερον τὴν ἀληθινὴν πίστιν
κρατοῦσα ἡ Ἐκκλησία, ἀσπάζεται τὴν εἰκόνα τῆς Χριστοῦ ἐνανθρωπήσεως.
Κάθισμα
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Φωστῆρες
ὑπέρλαμπροι, τῆς ἀληθείας σαφῶς, τῷ κόσμῳ ἐδείχθητε, μακαριώτατοι,
Πατέρες θεόφθογγοι, τήξαντες τὰς αἱρέσεις, τῶν βλασφήμων γλωσσάλγων,
σβέσαντες τὰς φλογώδεις, τῶν δυσφήμων συγχύσεις· διὸ ὡς Ἱεράρχαι
Χριστοῦ, πρεσβεύσατε σωθῆναι ἡμᾶς.
Μαλὸς βραχεῖαν γῆς λιπὼν παροικίαν,
Πόλου κατοικεῖ τὴν μακρὰν κατοικίαν.
Ὁ Μαλὸς εἶχε μεγάλη πνευματικὴ διάκριση, ὥστε νὰ μὴ γίνεται βαρύς, ἐνοχλητικὸς καὶ ἄστοχος στὶς ἰδιαίτερες αὐτὲς νουθεσίες. Ἡ θεία χάρη τὸν εἶχε ὁπλίσει μὲ μεγάλη λεπτότητα καὶ ἀγάπη, ποὺ τοῦ ὑπαγόρευαν πάντοτε τί ἦταν συμφέρον νὰ εἰπωθεῖ καὶ τί ἔπρεπε νὰ παραλειφθεῖ.
Στὴν συνέχεια ἀκολούθησε τὴν ἐρημικὴ ζωή. Ἀλλὰ ὅσοι μάθαιναν ποὺ βρίσκεται ἔρχονταν καὶ τὸν ζητοῦσαν στὸ ἐρημητήριό του. Καὶ αὐτὸς ὅμως, κατὰ διαστήματα, κατέβαινε στὶς πόλεις, ὄχι γιὰ νὰ κάνει ὁμιλίες, ἀλλὰ γιὰ νὰ σκορπίσει εὐεργεσίες. Διότι ὁ Κύριος τὸν εἶχε προικίσει καὶ μὲ τὴ δύναμη νὰ θεραπεύει θαυματουργικὰ διάφορες ἀρρώστιες. Πολλοὶ μάλιστα βρῆκαν τὴν γιατρειά τους μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Ὁσίου Μαλοῦ καὶ διὰ μόνου τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν του.
Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐξεδήμησε πρὸς τὸν Κύριο, τὸ λείψανο τοῦ ἀνάβλυζε μύρο καὶ ἔγινε πηγὴ ἰάσεως διαφόρων ἀσθενειῶν.
Φθαρτὴν στρατείαν ἐκλελοιπυῖα ξίφει,
Δυὰς συνάθλων ἐστρατεύθη Κυρίῳ.
Αὐτοὶ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Λογγῖνο.
Τρεῖς Λεόντιε, τοὺς συναθλοῦντας ἔχων,
Λεόντιόν τι τῆς πυρᾶς ἄλλῃ μέσον.
Ὅλοι μαρτύρησαν διὰ πυρός.
Ο νεομάρτυρας και παιδομάρτυρας Άγιος Ιωάννης ο Τουρκολέκας γεννήθηκε το 1805 μ.Χ. στο χωριό Τουρκολέκα Αρκαδίας. Η οικογένεια του διακρινόταν για την ευλάβεια τον Θεό, για την αγάπη προς την πατρίδα και για τον ηρωισμό της. Πατέρας του ήταν ο Σταματέλος Σταματελόπουλος-Τουρκολέκας, ονομαστός αγωνιστής της περιοχής Λεονταρίου και μητέρα του, η αδελφή της συζύγου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Σοφία. Μεταξύ των τεσσάρων του αδελφών διακρινόταν ο γνωστός οπλαρχηγός Νικήτας, γνωστός ως Νικηταράς (ο τουρκοφάγος) και ο διδάσκαλος της πολεμικής τακτικής ευπαίδευτος λοχαγός Νικόλαος.
Το 1816 μ.Χ. ο Ιωάννης, 11 χρονών τότε, μαζί με τον πατέρα του και τον Αναγνώστη, γιό του αγωνιστή του Πάρνωνα Ζαχαριά , ενώ ταξίδευαν για τα Κύθηρα, λόγω θαλασσοταραχής βρέθηκαν στη Νεάπολη της Λακωνίας. Ο Αγάς της περιοχής Χουσεΐν, με δόλο τους συνέλαβε και τους έστειλε στην ανωτέρα Τουρκική αρχή της Μονεμβασίας. Εκεί οι συλληφθέντες φυλακίστηκαν στο κάστρο της.
Στη συνέχεια ο άρχοντας της Μονεμβασίας ζήτησε οδηγίες από τον Βοεβόδα του Μυστρά, ο οποίος διέταξε να αποκεφαλιστούν και οι τρεις φυλακισμένοι. Πρώτα αποκεφαλίστηκαν ο Αναγνώστης και ο πατέρας του Αγίου.
Για την ομολογία, το μαρτυρικό τέλος και το θαυμαστό σημείο, που έδωσε ο Θεός, μετά τον αποκεφαλισμό του παιδομάρτυρα, γράφει, σχετικά ο αδελφός του Αγίου, ο Νικηταράς: «Στον αδελφό μου πρότειναν ν’ αλλάξει την πίστη του. Του δείχνουν τον σκοτωμένο πατέρα του και του λέγουν κάθησε να σε κάνουμε Τούρκο. Τότε το παιδί κάνει το σταυρό του και τους απαντά: θα πάω κι εγώ εκεί που πάει ο πατέρας μου. Του ξαναλέγουν· γίνε Τούρκος. Το παιδί όμως ξανακάνει το σταυρό του. Έγινε από το αίμα του σταυρός. Πήραν τα κεφάλια τους στην Τριπολιτσά».
Η σφαγή και των τριών έγινε στις 16 Όκτωβρίου 1816 μ.Χ., έξω από τον Ιερό Ναό του «Ελκομένου Χριστού» στην πάλαια Μονεμβασία. Εκεί, στο δάπεδο της αυλής του Ναού, το αίμα του παιδομάρτυρα και νεομάρτυρα Ιωάννη, σχημάτισε Σταυρό και έτσι αποκαλύφθηκε η ένδοξη είσοδος του Αγίου στη Βασιλεία του Θεού και η ένταξή του στη χορεία των Μαρτύρων.
Οι κεφαλές, του νεομάρτυρα Ιωάννη, του πατέρα του και του Αναγνώστου εστάλησαν στον Πασά της Τριπόλεως, τα δε σώματα τους ετάφησαν στην Μονεμβασία, και μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστος ο τόπος της ταφής και των κεφαλών και των σωμάτων τους.
Το σημείο του Σταυρού, το οποίο στο δάπεδο της αυλής του Ναού σχημάτισε το μαρτυρικό και αγνό αίμα του Αγίου Ιωάννη, έγινε πηγή συριγμού των υποδούλων χριστιανών Ελλήνων και τόπος ιερού προσκυνήματος των πιστών.
Ναός του Αγίου υπάρχει στο χωριό που γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Ρώσου Οσίου.
Όταν ο τελευταίος έφυγε για Ιεραποστολή, ο άγιος Γάλλος ήταν ένας από τους δώδεκα μοναχούς που τον ακολούθησαν. Στη Γαλλία μοιράστηκε τόσο τους κόπους του για το ευαγγέλιο, όσο και τους διωγμούς του. Μαζί πήγαν στην Ελβετία, όπου τους έδωσε αρχικά καταφύγιο ο ευσεβής ιερέας Βιλλεμάρος του Άρμπεν, κοντά στη λίμνη Κωνστάντια. Στη συνέχεια έφτιαξαν κελιά σ' έναν ερημότοπο, στην κοιλάδα του Στάιναχ, και εγκαταστάθηκαν εκεί.
Μετέστρεψαν πολλούς ειδωλολάτρες της περιοχής στη χριστιανική πίστη.
Κάποτε, ύστερα από ένα κήρυγμα τους, άρπαξαν τα μπρούτζινα αγάλματα των ψευτοθεών, τα έσπασαν και τα πέταξαν στη λίμνη. Οι φανατικότεροι ειδωλολάτρες καταδίωξαν τους μοναχούς και σκότωσαν δύο απ' αυτούς. Όταν ο Άγιος Κολουμβάνος έφυγε για την Ιταλία, ο πιστός μαθητής του Γάλλος, θέλησε να τον ακολουθήσει. Αλλά μια αιφνίδια και σοβαρή ασθένεια, που παραχώρησε ο Θεός, τον ανάγκασε να μείνει στην Ελβετία και να συνεχίσει εκεί την ιεραποστολή. Έμαθε τη γλώσσα των ιθαγενών της Κωνσταντίας και κατόρθωσε να βαπτίσει χιλιάδες ψυχές. Με τα εμπνευσμένα κηρύγματα, το άγιο παράδειγμα και τα εντυπωσιακά θαύματά του, επιτέλεσε ένα σπουδαίο ευαγγελικό έργο, για το οποίο δίκαια θεωρείται ως ο απόστολος της Ελβετίας.
Το πιο γνωστό θαύμα του αγίου Γάλλου είναι η θεραπεία της δαιμονισμένης θυγατέρας του τοπικού ηγεμόνα Γκούνζο, που έγινε στη συνέχεια μοναχή στη μονή του Αγίου Πέτρου του Μέτς, αποκρούοντας το γάμο μ' έναν πρίγκιπα της Αυστρασίας. Ύστερα απ' αυτό, ο ηγεμόνας και οι χριστιανοί της Κωνσταντίας, παρακάλεσαν επίμονα τον άγιο να γίνει επίσκοπός τους. Εκείνος όμως από σεμνότητα και ταπείνωση, αρνήθηκε. Υπέδειξε για το αξίωμα αυτό τον ενάρετο μαθητή του, διάκονο Ιωάννη, στην επισκοπική χειροτονία του οποίου εκφώνησε έναν πνευματικότατο λόγο. Κοιμήθηκε το 646 μ.Χ.
Τα ταπεινά κελάκια της κοιλάδας του Στάιναχ εξελίχθηκαν με τον καιρό στην ονομαστή μονή του Αγίου Γάλλου, που επιβίωσε ως τον 19ο αιώνα μ.Χ. και ανέδειξε μεγάλες προσωπικότητες των γραμμάτων και της ευσέβειας.
Οι λόγοι που συνηγόρησαν στην απόφαση του εορτασμού των Αγίων της Κίου κατά την ημέρα αυτή είναι οι εξής:
1. Αυτό καθαυτό το γεγονός της 7ης Οικουμενικής Συνόδου και ο τόπος που έλαβε αυτή χώρα (Νίκαια), δεδομένου ότι η Κίος της Μικράς Ασίας, από τον 16ο αιώνα μ.Χ. και μετά αποτέλεσε την έδρα της ξακουστής Μητρόπολης Νίκαιας και διατηρήθηκε ως τέτοια μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή.
2. Δύο από τους τιμώμενους Αγίους (ο επίσκοπος Κίου Ευστάθιος και ο οσιομάρτυς Ιγνάτιος) έδρασαν και μαρτύρησαν κατά την περίοδο της Εικονομαχίας.
3. Η μνήμη των δύο από τους τιμώμενους αγίους εορτάζεται κατά το μήνα Οκτώβριο, στις 6 Οκτωβρίου του Αγίου Μακαρίου και στις 8 Οκτωβρίου του Αγίου Ιγνατίου.
Ο εορτασμός γίνεται στον Ιερό Ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου το δεξιό και αριστερό κλίτος είναι αφιερωμένα στους αγίους Ιγνάτιο και Μακάριο αντίστοιχα και όπου φυλάσσεται εικόνα που απεικονίζει και τους 4 Αγίους πάνω από την Κίο της Μικράς Ασίας.
Στην Ζ´ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, το 787 μ.Χ. μετέσχε ο Αρχιεπίσκοπος Ηλίας ο Α´ με τους Επισκόπους Λάμπης Επιφάνιο, Ηρακλειουπόλεως Θεόδωρο, Κνωσσού Αναστάσιο, Κυδωνίας Μελίτωνα, Κισσάμου Λέοντα, Σουβρίτων (Θρόνος Αμαρίου) Θεόδωρο, Φοίνικος (Πλακιάς Αγ. Βασιλείου) Λέοντα, Αρκαδίας (Προφ. Ηλίας - Αφρατί Πεδιάδος) Ιωάννη, Ελευθέρνης (ΒΔ Πρινέ Μυλοποτάμου) Επιφάνιο, Καντάνου Φωτεινό και Χερσονήσου (Χερσόνησος Πεδιάδος) Σισσίνιο. Μαζί με τους Επισκόπους ήταν και δυο Ηγούμενοι Μονών, ο Θέογνις Ηγούμενος Μονής Αποστόλου Τιμοθέου και Πέτρος Ηγούμενος Μονής Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου. Ο Κρήτης μίλησε 9ος στη σειρά όπως διασώζουν τα πρακτικά και μάλιστα, δυο φορές. Επίσης, δεν καταγράφεται όπως στις προηγούμενες Συνόδους ως Γορτύνης Μητροπολίτης, αλλά ως «ὁ Κρήτης». Στην ομολογία του αναφέρει, ότι ουδέποτε έπαυσε να τιμά τις ιερές Εικόνες. Τις αποφάσεις της Συνόδου υπέγραψαν όλοι, Επίσκοποι και οι δυο Ηγούμενοι, το δε Δογματικό Όρο μόνο οι Επίσκοποι.