Αλλοίμονο! Το απελπιστικό σκοτάδι που μας περίζωνε από πολλά χρόνια, έγινε, τούτες τις μέρες, ένα κατάμαυρο και πνιχτό σύννεφο, που σκέπασε τον κόσμο, και τον έπιασε η κοντανασαμιά του θανάτου. «Δειλία θανάτου επέπεσεν εφ’ ημάς». Ο διάβολος, που μας παραπλανούσε να κάνουμε τα καταχθόνια θελήματα του, φτιάνοντας κάθε λογής σύνεργα για να βγάλουμε τα μάτια ο ένας τ’ αλλουνού, μπόμπες, αεροπλάνα, υποβρύχια, πυραύλους κι ένα σωρό άλλα σατανικά πράγματα, λέγοντας μας πονηρά πως η επιστήμη μας δεν λογαριάζει καμιά δύναμη και πως θα γίνουμε Θεοί, αφού λοιπόν σιγά-σιγά μας κατάφερε να γίνουμε διάβολοι σαν κι αυτόν, τώρα που μας έφερε εδώ που βρισκόμαστε και πέσαμε στην παγίδα και δεν μπορούμε να κάνουμε μήτε μπρος μήτε πίσω, κάθεται και μας κοιτάζει ευχαριστημένος, χαμογελώντας πονηρά γιατί μας βλέπει να τρέμουμε σαν τα φύλλα του δέντρου που το δέρνει η ανεμοζάλη.