Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Οι Διατάξεις των Ιερών Κανόνων περί Αμβλώσεων και η Διδασκαλία της Εκκλησίας για το χρόνο δημιουργίας της ψυχής

Η ΑΜΒΛΩΣΗ ΣΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝamvloseisΠρόκειται για την εργασία του θεολόγου κ. Δημήτρη Ξεσφύγγη.
Εισαγωγή
1) Η άμβλωση στην Αρχαία Ελλάδα
Η άμβλωση ήταν γνωστή στην αρχαία Ελλάδα, χωρίς να θεωρείται κατακριτέα, από την τότε ηθική, και χωρίς να απαγορεύεται με ειδική νομική διάταξη. Το έμβρυο σύμφωνα με τις αντιλήψεις που επικρατούσαν τότε αποτελούσε μέρος της μητρικής γαστέρας, μια θέση την οποία δυστυχώς συναντάμε και στις μέρες μας από διάφορα φεμινιστικά κινήματα, και επομένως η μητέρα μπορούσε να το καταστρέψει χωρίς να λογοδοτήσει.
Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης συνιστούσαν μάλιστα την άμβλωση ως κατάλληλο μέσο για τη λύση του δημογραφικού προβλήματος[1] (Αριστοτέλης, Πολιτικά, βιβ. 7 κεφ.10). Σύμφωνα με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη η άμβλωση μπορούσε να εκτελείται χωρίς φόβο ποινής έως τα μέσα του πέμπτου μήνα της κυοφορίας. Ο Αριστοτέλης μάλιστα καθόριζε με νόμο τον αριθμό των παιδιών. Ακόμη αν τυχόν παρουσιάζονταν υπεράριθμα κρούσματα κυήσεως, τότε συνιστούσε την άμβλωση στους πρώτους μήνες, πριν ακόμη αποκτήσει το παιδί το αίσθημα ζωής, ενώ ο Ιπποκράτης ήταν ο πρώτος που απαγόρευσε στον ιατρό τη συμμετοχή του στη διενέργεια των αμβλώσεων όπως προκύπτει και από τον όρκο του «Οὐ δώσω δὲ οὐδὲ φάρμακον οὐδενὶ αἰτηθεὶς θανάσιμον, οὐδὲ ὑφηγήσομαι ξυμβουλίην τοιήνδε. Ὁμοίως δὲ οὐδὲ γυναικὶ πεσσὸν φθόριον δώσω».[2] Θα μπορούσε δε να χαρακτηρισθεί ως πρόδρομος των Πατέρων της Εκκλησίας.
2) Ο όρος έκτρωση – άμβλωση κατά τους Ιερούς Κανόνες σύμφωνα με τη διδασκαλία των Πατέρων σε σύγκριση με την ιατρική επιστήμη.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των Ιερών Κανόνων η έκτρωση και γενικότερα η άμβλωση είναι η εγκληματική εκείνη πράξη στην οποία προβαίνει η έγκυος γυναίκα, ή επιτρέπει σ’ άλλους να το πράξουν, με αποτέλεσμα να σκοτώσει το κυοφορούμενο υπ’ αυτής τέκνο, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει ότι στους Ιερούς Κανόνες δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ αμβλώσεως και εκτρώσεως όπως γίνεται στην Ιατρική επιστήμη.

Η ιατρική επιστήμη κάνει διάκριση μεταξύ εκτρώσεως και αμβλώσεως. Έκτρωση κατ’ αυτήν είναι ο προκλητός τερματισμός της κύησης πριν από τη βιωσιμότητα, δηλαδή πριν το όψιμο έμβρυο αναπτυχθεί αρκετά για να επιβιώσει. Ο όρος έκτρωση εδώ σημαίνει την θεραπευτική διακοπή της κύησης ενώ ο όρος άμβλωση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την χωρίς ιατρική ένδειξη διακοπή της κύησης.[3]
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν οδηγήθηκαν σε μια τέτοια λανθασμένη διάκριση διότι γι’ αυτούς σημασία έχει το αποτέλεσμα της πράξεως, δηλαδή, είτε είναι θεραπευτική η διακοπή της κύησης, είτε όχι, πρόκειται για φόνο. Ωστόσο εισάγεται μία εξαίρεση που θα την δούμε παρακάτω.[4] Έτσι οι Πατέρες προέβησαν στην καθιέρωση κανόνων για την ανάδειξη της αποτρόπαιης αυτής πράξης σε εκκλησιαστικό έγκλημα, όχι όμως με σκοπό την τιμωρία των πιστών μέσω των ποινών που καθιέρωσαν, αλλά τη σωτηρία τους μέσα απ’ αυτές τις ποινές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η ΑΜΒΛΩΣΗ ΣΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ
Α) Η ΑΜΒΛΩΣΗ ΣΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
1) Η άμβλωση κατά τον Μ. Βασίλειο
Πρώτος κανόνας ο οποίος ομιλεί περί αμβλώσεως και ίσως θα μπορούσαμε να πούμε και ο ποιο περιεκτικός είναι ο β’ (2ος) κανόνας του Μ. Βασιλείου.[5] Συγκεκριμένα αυτός ορίζει:
«Ἡ φθείρασα κατ’ ἐπιτήδευσιν, φόνου δίκην ὑπέχει, ἀκριβολογίᾳ δὲ ἐκμεμορφωμένου καὶ ἀνέξεικονίστου παρ’ ἡμῖν οὐκ ἔστιν. Ἐνταῦθα γὰρ ἐκδικεῖται οὐ μόνον τὸ γεννηθησόμενον, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἑαυτῇ ἐπιβουλεύσασα, διότι ὡς ἐπὶ τὸ πολύ ἐναποθνήσκουσι ταῖς τοιαύταις ἐπιχειρήσεσιν αἱ γυναῖκες. Πρόσεστι δὲ τούτῳ καὶ ἡ φθορὰ τοῦ ἐμβρύου, ἕτερος φόνος κατά γε τὴν ἐπίνοιαν τῶν ταῦτα τολμώντων. Δεῖ μέντοι μὴ μέχρι τῆς ἐξόδου παρατείνειν αὐτῶν τὴν ἐξομολόγησιν, ἀλλὰ δέχεσθαι μὲν μετὰ τὸ μέτρον τῶν δέκα ἐτῶν, ὁρίζειν δὲ μὴ χρόνῳ, ἀλλὰ τρόπῳ τῆς μετανοίας τὴν θεραπείαν».
Αναλύοντάς τον βλέπουμε ότι ο Μ. Βασίλειος ορίζει ότι η γυναίκα η οποία φθείρει το έμβρυο που κυοφορεί είναι υπόλογη φόνου. Ομιλώντας εδώ ο Μ. Βασίλειος περί τη φθορά του εμβρύου εννοεί οιονδήποτε τρόπο κατά τον οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί μία έκτρωση, είτε δηλαδή με κάποιες φαρμακευτικές ουσίες είτε με κάποιο εξωγενή παράγοντα.
Εντούτοις σημαντικότερο στο παρόντα κανόνα είναι το ότι επισημαίνεται η σημασία του κυοφορούμενου είτε αυτό ήταν διαμορφωμένο, είτε όχι, δηλαδή αν είχε λάβει την τελική του μορφή ως νεογνό, ή ήταν μία άμορφη μάζα αναπαραγόμενων κυττάρων, κάτι το οποίο το συναντάμε στις πρώτες μέρες της συλλήψεως. Τον παραπάνω διαχωρισμό μεμορφωμένου ή άμορφου εμβρύου δεν το συναντάμε στην Παλαιά Διαθήκη και συγκεκριμένα στο Έξοδος, 21, 22 –25.
Στο κεφαλαίο αυτό της Εξόδου γίνεται λόγος για δύο άνδρες που μάχονται. Εάν τύχη ο ένας εξ αυτών να κτυπήσει κατά την διάρκεια της μάχης κάποια γυναίκα που εγκυμονεί, και αυτή αποβάλλει το έμβρυο που κυοφορεί, αν αυτό είναι άμορφο, ο άνδρας που την εκτύπησε είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει το σύζυγό της σύμφωνα με αυτά που θα ορίσει αυτός, δηλαδή ο σύζυγος. Εάν όμως το παιδί είναι μεμορφωμένο, τότε να πληρώσει με την ίδια του τη ζωή. Σύμφωνα με το χωρίο αυτό της Εξόδου παρατηρούμε ότι στον Εβραϊκό νόμο υπήρχε διάκριση μεταξύ μεμορφωμένου και άμορφου εμβρύου, κάτι το οποίο σταματά να υφίσταται στη Καινή Διαθήκη και στη διδασκαλία των Πατέρων.
Ο Μ. Βασίλειος αναφέρει επίσης στον β’ (2ο) κανόνα, ότι πολλές φορές τυχαίνει να αποθνήσκουν και οι γυναίκες μαζί με τα έμβρυά τους. Στη περίπτωση αυτή πρόκειται για δύο ξεχωριστούς φόνους, οι οποίοι επιτιμώνται όχι όμως με αποχή από τα Θεία Μυστήρια, ως το τέλος της ζωής τους, αλλά μόνο για δέκα χρόνια, σύμφωνα άλλωστε με τον κα’ (21ος) της εν Αγκύρα Συνόδου[6] και με τον νζ’ (57ος) του Μ. Βασιλείου.[7]
Καλό θα ήτανε σ’ αυτό το σημείο να κάνουμε μία αναφορά στον η’ (8ο) κανόνα του Μ. Βασιλείου[8] ο οποίος ομιλεί περί διάκρισης μεταξύ εκουσίου – ακουσίου και πλησίον του εκουσίου φόνου καθώς και στους νς’ (56ο), νζ’ (57ο)[9] περί των ποινών εκουσίων και ακουσίων φόνων αντίστοιχα.
Σύμφωνα λοιπόν με τον η’ (8ο) του Μ. Βασιλείου[10] έχουμε φόνους οι οποίοι είναι:
α. Εκούσιοι και θεληματικοί, δηλαδή ο δράστης ήθελε να φονεύσει, άρα φόνος εκ προμελέτης.
β. Ακούσιοι και χωρίς τη θέληση του δράστη δηλαδή φόνους εξ αμελείας και
γ. Ακούσιοι αλλά με στοιχεία των εκουσίων, δηλαδή ο δράστης έχει τη δυνατότητα να προβλέψει ότι από τις ενέργειές του είναι δυνατό να προκληθεί φόνος.
Διακρίνοντας λοιπόν ο Μ. Βασίλειος τους εκουσίους από τους ακουσίους φόνους, κατατάσσει στο τέλος του κανόνα του τις γυναίκες οι οποίες κατασκευάζουν τα φάρμακα εκείνα που προκαλούν τις αμβλώσεις, αλλά και τις γυναίκες που λαμβάνον αυτά με σκοπό να αποβάλλουν τα κυοφορούμενα απ’ αυτές έμβρυα, στους εκουσίους φονιάδες. Δηλαδή εντάσσει ξεκάθαρα την άμβλωση στους εκουσίους και θεληματικούς φόνους. φόνους λοιπόν εκ προμελέτης.
«Καὶ αἱ τοίνυν τὰ ἀμβλωθρίδια διδοῦσαι φάρμακα, φονεύτριαί εἰσι καὶ αὐταί, καὶ αἱ δεχόμεναι τὰ ἐμβρυοκτόνα δηλητήρια. Ταῦτα μὲν εἰς τοσοῦτον.»
Κατά τον νς’ (56ο)κανόνα του Μ. Βασιλείου[11] περί εκουσίων φόνων, αυτός ορίζει, ότι όποιος θεληματικά εφόνευσε να μένει ακοινώνητος των Θείων Αγιασμάτων για είκοσι χρόνια.
«Ὁ ἑκουσίως φονεύσας καὶ μετὰ τοῦτο μεταμεληθείς. Ἐν εἴκοσιν ἔτη ἀκοινώνητος ἔσται τοῦ ἁγιάσματος….»
Κατά τον νζ’ (57ο) κανόνα[12] περί ακουσίων φόνων, ορίζει ότι αυτός που φονεύει χωρίς τη θέλησή του, χωρίς δηλαδή να το έχει προμελετήσει, να μένει ακοινώνητος για δέκα χρόνια. Τα δέκα αυτά χρόνια ορίζονται ως εξής:
α. Τα δύο εξ αυτών να προσκλαίει στη είσοδο του Ναού.
β. Τα επόμενα τρία έτη να ακροάζεται, δηλαδή να ακούει τις Θείες Γραφές, έως ότου να πει ο Διάκονος «’Οσοι κατηχούμενοι προέλθετε».
γ. Τα άλλα τέσσερα έτη να υποπίπτει, δηλαδή να μπαίνει στο Ναό αλλά να στέκεται όπισθεν του Άμβωνος και να εξέρχεται από το Ναό μαζί με τους κατηχουμένους.
δ. Ένα χρόνο να στέκεται με τους πιστούς και έπειτα να μεταλαμβάνει των Θείων Αγιασμάτων.
«Ὁ ἀκουσίως φονεύσας ἐν δέκα ἔτεσιν ἀκοινώνητος ἔσται τῶν ἁγιασμάτων, οἰκονομηθήσεται δὲ τὰ δέκα ἔτη ἐπ’ αὐτῷ οὕτω· δύο μὲν ἔτη προσκλαύσει, τρία δὲ ἔτη ἐν ἀκροωμένοις διατελέσει· ἐν τέσσαρσιν ὑποπίπτων· καὶ ἐν ἐνιαυτῷ συσταθήσεται μόνον, καὶ τῷ ἑξῆς εἰς τὰ ἅγια δεχθήσεται.»
Παρατηρούμε σ΄ αυτό το σημείο από τα προαναφερόμενα ότι ο Μ. Βασίλειος χαρακτηρίζει μεν την άμβλωση εκούσιο φόνο και τους συμμετέχοντες σ΄ αυτήν θεληματικούς φονιάδες, την τιμωρεί δε με την ποινή ακουσίων φονιάδων. Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να ισχυρισθεί ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ των κανόνων. Δεν μπορούμε όμως να επικαλεσθούμε κάτι τέτοιο διότι δεν πρόκειται για αντίφαση των κανόνων αλλά για έκφραση φιλανθρώπου διαθέσεως.
Καλό θα ήταν να αναφέρουμε άλλους δύο κανόνες του Μ. Βασιλείου όπου σύμφωνα με αυτούς επιτιμάται ως φονεύς, ακόμα και η γυναίκα που γέννησε μέσα στο δρόμο και εγκατάλειψε το βρέφος της. Αυτοί είναι οι λγ΄(33)[13] και νβ΄(52).[14]
Κατά τον λγ΄(33) η γυναίκα που γέννησε στο δρόμο και εγκατέλειψε το βρέφος της επιτιμάται ως φονεύς.
«Ἡ γυνή, ἡ διὰ τῆς ὁδοῦ κυήσασα καὶ ἀμελήσασα τοῦ κυήματος, τῷ τοῦ φόνου ἐγκλήματι ὑποκείσθω».
Ο νβ΄(52) αναφέρει ακριβώς τα ίδια προσθέτοντας αρχικά το λόγο για τον οποίο κατά πάσα πιθανότητα μία γυναίκα πράξει κάτι τέτοιο, δηλαδή τη συγκάλυψη της αμαρτίας της παράνομης κυήσεως, και εν συνεχεία εισάγει την εξαίρεση της συγχωρήσεως. Δηλαδή εάν μία γυναίκα γέννησε στην ερημιά, αλλά δεν μπόρεσε να σώσει το νεογέννητο, αν και προσπάθησε, αυτή όχι μόνο δεν επιτιμάται αλλά συγχωρείται.
«Ἡ τοῦ κυήματος κατὰ τὴν ὁδὸν ἀμελήσασα, εἰ μὲν δυναμένη περισώσασθαι κατεφρόνησεν, ἢ συγκαλύψειν ἐντεῦθεν τὴν ἁμαρτίαν νομίζουσα ἢ καὶ ὅλως θηριώδει καὶ ἀπανθρώπῳ λογισμῷ χρησαμένη, ὡς ἐπὶ φόνῳ κρινέσθω· εἰ δὲ οὐκ ἠδυνήθη περιστεῖλαι καὶ δι’ ἐρημίαν καὶ ἀπορίαν τῶν ἀναγκαίων διεφθάρη τὸ γεννηθέν, συγγνωστὴ ἡ μήτηρ».
Στο κείμενο αυτό θα πρέπει να σταθούμε λίγο και να δούμε το μεγαλείο με το οποίο ενεργούν οι κανόνες. Εδώ εντοπίζουμε το πόσο φιλάνθρωποι είναι, δεν επιτιμούν αδιακρίτως κάποιον που έπεσε σε αμαρτία, αλλά κάνουν διάκριση εάν η αμαρτία αυτή ήταν ηθελημένη η όχι, δηλαδή εάν ο ίδιος ο άνθρωπος προκάλεσε τα γεγονότα που τον έφεραν σ’ αυτή τη δυσάρεστη θέση ή κατέληξε εκεί εξ’ αιτίας κάποιων συνθηκών που οφείλονταν σε εξωγενείς παράγοντες. Έτσι βλέπουμε να επιτιμάται αρχικά η πράξη της εγκατάλειψης του νεογνού από την μητέρα του, με το επιτίμιο του φονέως, η οποία αίρεται στη περίπτωση που αυτή προσπάθησε να το σώσει αλλά λόγο εξωγενών παραγόντων δεν κατέστει εφικτό. Πρόκειται για ολοφάνερη περίπτωση οικονομίας, δεν επιτιμά σωρηδόν, αλλά εξετάζει την κάθε περίπτωση χωριστά, με αποτέλεσμα να αφήνει την ευχέρεια στον πνευματικό για τα όποια επιτίμια.
1) Η άμβλωση κατά τον Άγιο Ιωάννη το Νηστευτή
Ο πρώτος κανόνας που αναφέρεται στην άμβλωση είναι ο κα’ (21ος) του Αγίου Ιωάννου του Νηστευτή[15], ο οποίος ορίζει ακριβώς τα ίδια με τους κανόνες του Μ. Βασιλείου, έστω και αν δεν έτυχε της συνοδικής επικύρωσης της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Τούτος έχει ως εξής:
«Τὰς φθειρούσας τὰ ἔμβρυα κατ’ ἐπιτήδευσιν καὶ τὰς διδούσας καὶ λαμβανούσας φάρμακα, ὥστε ἀμβλωθρίσαι καὶ ἄωρα τὰ βρέφη ἐκπεσεῖν, ἡμεῖς μέχρι τῶν ε’ ἤ καὶ τριῶν ἐτῶν τὸ πλεῖον, οἰκονομεῖσθαι ταύτας ὁριζόμεθα.»
Ορίζει δηλαδή ότι τόσο αυτοί που κατασκευάζουν φάρμακα με σκοπό την άμβλωση, όσο και οι γυναίκες αυτές που τα λαμβάνουν είναι φονιάδες[16], με τη διαφορά όμως εδώ ότι η ποινή ελαττώνεται στα πέντε έτη και είναι δυνατόν να φτάσει έως τα τρία έτη ανάλογα με τη μεταμέλεια του φονέως. Δέον εδώ να σημειωθεί ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Νηστευτής σύμφωνα με το κβ’ (22ο) κανόνα του[17] επιτιμά με ένα χρόνο ακοινωνησίας ακόμα και τη γυναίκα εκείνη η οποία απέβαλλε το βρέφος της χωρίς δική της πρόθεση.[18]
«Ἡ δὲ ἀκουσίως τὸ βρέφος ἀποβαλοῦσα, εἰς ἕν ἔτος τὴν ἐπιτίμησιν δέχεται.»
2) Η άμβλωση στο Νομοκάνονα του Φωτίου.
Θα πρέπει τέλος να αναφερθούμε και στο νομοκάνονα του Φωτίου,[19] όπου εκεί αναφέρονται διάφορες τιμωρίες για τις γυναίκες που έκαναν άμβλωση αλλά και για αυτούς που έδιναν τα αμβλωθρίδια. Συγκεκριμένα αναφέρει πως η γυναίκα που επίτηδες έκανε έκτρωση, αλλά και αυτή η οποία εξ’ αιτίας μίσους προς τον άνδρα της μετά από διαζύγιο, προέβαινε σε μια τέτοια πράξη, καταδικάζονταν με πρόσκαιρη εξορία. Στη συνέχεια η επί χρήμασι εκτρώσασα τιμωρούνταν κεφαλικώς, δηλαδή με θανατική ποινή.
Αντίστοιχα αυτός που έδινε το αμβλωθρίδιον, εάν ήταν φτωχός καταδικάζονταν με εργασία στα μεταλεία, δηλαδή τα ορυχεία, κάτι αντίστοιχο ισχύει ακόμα και σήμερα με τα αναγκαστικά έργα σε κάποιους καταδικασμένους ή με κοινωνική εργασία, στη περίπτωση δε που ήταν εύπορος, εξορίζονταν και υπήρχε μερική δήμευση της περιουσίας του. Τέλος εάν τυχόν απεβίωνε αυτή που λάμβανε το αμβλωθρίδιο, αυτός που το είχε δώσει, τιμωρούνταν με την έσχατη τιμωρία, δηλαδή τη θανατική καταδίκη ακόμα και εάν δεν είχε δόλο, δηλαδή δεν αναζητούσε να πεθάνει η γυναίκα που έλαβε το δηλητήριο.
Βλέπουμε ότι ο νομοκάνονας του Φωτίου διελάμβανε για διάφορες περιπτώσεις αμβλώσεων, κάτι το οποίο φανερώνει τη συχνότητα με την οποία γίνονταν οι εκτρώσεις εκείνη την εποχή. Επίσης σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι ο νομοκάνονας δεν τιμωρεί με τις ίδιες ποινές τις γυναίκες που προέβησαν σε μία τέτοια πράξη, αλλά κάνει διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων σύμφωνα με τα πραγματικά σε κάθε περίπτωση στοιχεία, πράγμα που δείχνει ότι είχε επιρροές από το Εκκλησιαστικό Δίκαιο, όπου εκεί συναντάμε αυτή τη διάκριση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ο ΧΡΟΝΟΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
1) Ο χρόνος δημιουργίας της ψυχής στην Π. Διαθήκη και οι απόψεις των Πατέρων.
Ο χρόνος δημιουργίας της ψυχής και η ένωσή της με το σώμα είναι ένα κεφάλαιο που έχει προβληματίσει και θα προβληματίζει. Επ’ αυτού του ζητήματος δεν έχουμε αποκεκαλυμμένη αλήθεια από το Θεό, δηλαδή δόγμα, αλλά θεολογικές γνώμες και θεωρίες.
Ξεκινώντας από την Αγία Γραφή και συγκεκριμένα από το κεφάλαιο της διηγήσεως περί δημιουργίας του ανθρώπου (Γεν. 1,26) «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν ἡμετέραν», παρατηρούμε ότι δεν γίνεται καμία αναφορά μεταξύ σώματος και ψυχής. Στηριζόμενοι σ’ αυτό το χωρίο είναι δυνατόν να καταλήξουμε σ’ ένα ασφαλές συμπέρασμα και να πούμε ότι στη συγκεκριμένη διήγηση εξαίρεται το δισύνθετο του ανθρώπου,[20] ως ψυχοσωματική οντότητα. Άρα ταυτόχρονη δημιουργία ψυχής και σώματος.
Εν συνεχεία στο Γεν.2,7 γίνεται αναφορά και πάλι στη δημιουργία του ανθρώπου αλλά πιο λεπτομερής «Καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν». Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι δημιουργήθηκε πρώτα το σώμα και έπειτα η ψυχή. Στην πραγματικότητα όμως δεν πρόκειται για δύο ξεχωριστές ενέργειες του Θεού, διότι έτσι υποβιβάζεται η ψυχή ως κατώτερη του σώματος αφού δημιουργήθηκε μετά από αυτό. Άρα το «ἔπλασεν» και «ἐνεφύσησεν» δηλώνουν δύο ταυτόχρονες ενέργειες του Θεού.[21] Έχοντας υπόψη τη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης και συγκεκριμένα στο έργο του περί κατασκευής του ανθρώπου, στο οποίο αναλύει και το προαναφερθέν χωρίο, αναφέρει ότι ψυχή και σώμα έρχονται ταυτοχρόνως στην ύπαρξη γιατί εάν προηγείτο το ένα από τα δύο συστατικά θα υποβιβαζόταν ως ελλιπής η δύναμη του δημιουργού, και αυτό γιατί θα αποδεικνυόταν ανίκανος να δημιουργήσει ταυτόχρονα τα δύο στοιχεία, σώμα και ψυχή.
Στην Παλαιά Διαθήκη συναντάμε άλλο ένα χωρίο, το οποίο αναφέραμε και προηγουμένως, ερμηνεύοντας τον β’ κανόνα του Μ. Βασιλείου. Πρόκειται για το Έξοδος 21, 22-25, με το οποίο είναι εύκολο να οδηγηθούμε σε λανθασμένα συμπεράσματα. Σύμφωνα μ’ αυτό το χωρίο το κυοφορούμενο πότε αναφέρεται μεμορφωμένο και πότε άμορφο. Έτσι μπορούμε κάνοντας ένα απλό συλλογισμό να πούμε ότι το μεμορφωμένο έχει ψυχή και το άμορφο δεν έχει. Αλλά και πάλι οδηγούμαστε σε αδιέξοδο αφού δεν μπορούμε να ορίσουμε το χρόνο δημιουργίας της ψυχής. Την άποψη αυτή στήριζαν οι Τερτυλλιανός και Αυγουστίνος πράγμα που δεν δέχεται ο Μ. Βασίλειος στον β’ κανόνα του.
2) Οι θεωρίες περί δημιουργίας της ψυχής ανά τους αιώνες.
Όπως αναφέραμε στο εισαγωγικό μας σημείωμα για τη δημιουργία της ψυχής δεν έχουμε δόγμα αλλά διάφορες γνώμες και θεωρίες. Οι θεωρίες αυτές είναι οι εξής:
α. Θεωρία περί προϋπάρξεως των ψυχών.
Κατ’ αυτή τη θεωρία, την οποία υιοθέτησαν ο Πλάτωνας, ο Φίλωνας, ο Ωριγένης και άλλοι, οι ψυχές δημιουργήθηκαν προ πάντων των αιώνων αλλά για λόγους ηθικής τους πτώσεως φυλακίζονται κατά κάποιο τρόπο στο σώμα. Η θεωρία αυτή της προϋπάρξεως των ψυχών κατέρρευσε με τη διδασκαλία του Γρηγορίου Νύσσης και επικυρώθηκε με την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο στα πλαίσια της καταδίκης των κακοδοξιών του Ωριγένη.
β. Θεωρία περί δημιουργίας των ψυχών.
Κατ΄ αυτή οι ψυχές δημιουργούνται αμέσως από το Θεό κατά σύλληψη του ανθρώπου. Η θεωρία αυτή είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτή διότι κατ’ αυτήν ο Θεός συνεχίζει να είναι δημιουργός ενώ κατά την Αγία Γραφή «Κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού τη ημέρα την εβδόμη». Άλλο ένα σημαντικό πρόβλημα προς αποδοχή της θεωρίας αυτής είναι το ότι η μετάδοση του προπατορικού αμαρτήματος γίνεται από το Θεό. Αυτή η θεωρία συναντάτε κυρίως στους δυτικούς και μάλιστα γίνεται δεκτή και από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, διότι ευνοεί το δόγμα της περί ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου. Ένας από τους μεγαλύτερους θιασώτες της θεωρίας αυτής ήτανε και ο Πάπας Πίος ο ΙΒ΄.
γ. Θεωρία περί μεταφυτεύσεως των ψυχών.
Κατ’ αυτή οι ψυχές φύονται από τους γονείς στα τέκνα βάση της κληρονομικής διαδοχής αλλά και με την ευλογία του Θεού σύμφωνα με το αυξάνεσθε και πληθύνεσθε. Αυτή είναι η επικρατέστερη θεωρία μέχρι σήμερα την οποία δέχεται και ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης.[22]
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Α) Σύμφωνα λοιπόν με τις ανωτέρω παρατηρήσεις, περί εμβρυοκτονίας, στους κανόνες της Εκκλησίας, καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα:
- Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν κάνουν διάκριση μεταξύ αμβλώσεως και εκτρώσεως, όπως γίνεται με την επιστήμη της ιατρικής η οποία τα διαχωρίζει.
- Στους Ιερούς Κανόνες, με πρωτοπόρο το Μ. Βασίλειο, δεν γίνεται διάκριση μεταξύ μεμορφωμένου και άμορφου εμβρύου κάτι το οποίο συναντάμε στην Παλαιά Διαθήκη.
- Οι Ιεροί Κανόνες καταδικάζουν την άμβλωση – έκτρωση ως φόνο και μάλιστα την εντάσσουν στους εκουσίους και θεληματικούς φόνους.
- Οι ποινές που επιβάλλουν έχουν χαρακτήρα κατ’ εξοχήν σωτηριολογικό. Αυτό φαίνεται και από το ότι παρ’ όλο που χαρακτηρίζεται ως εκούσιος φόνος η άμβλωση, επιβάλλονται ποινές περί ακουσίου φόνου. Εδώ φανερώνεται και η λεγόμενη οικονομία των Ιερών Κανόνων.
- Η ποινή είναι δυνατόν να τροποποιηθεί ανάλογα με τη μεταμέλεια ή όχι του πιστού «…ὁρίζειν δὲ μὴ χρόνῳ, ἀλλὰ τρόπῳ τῆς μετανοίας τὴν θεραπείαν».[23]
Β) Με βάση τα προαναφερόμενα περί του χρόνου δημιουργίας της ψυχής και έχοντας ως σημείο αναφοράς τη διδασκαλία του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια ασφαλή συμπεράσματα. Τα συμπεράσματα αυτά είναι τα ακόλουθα:
- Εάν η ψυχή εδημιουργείτο μετά το σώμα αυτό θα σήμαινε ότι κατασκευάστηκε για χάρη του σώματος, πράγμα που σημαίνει ότι η ψυχή είναι κατώτερη από τα σώμα.
- Εάν ο άνθρωπος ερχόταν στην ύπαρξη σε στάδια αυτό θα αποτελούσε προσβολή της Θεία δύναμης αφού ο Θεός θα χρειαζόταν δύο στάδια για τη δημιουργία του ανθρώπου.
- Με τη σταδιακή δημιουργία του ανθρώπου διασπάται η ψυχοσωματική του ενότητα, αφού ο ίδιος ο άνθρωπος θα αποδεικνυόταν προγενέστερος και μεταγενέστερος του εαυτού του.
- Σώμα και ψυχή έχουν μία κοινή και ταυτόχρονη αρχή της υπάρξεώς τους το αρχικό θείο θέλημα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α. ΠΗΓΑΙ
Π.ΔΙΑΘΗΚΗ, υπό Alfred Rahlfs, εκδ. Deutsche Bibelgesellschaft, Stuttgart, 1979.
ΑΚΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ ΠΡΟΔ., Κώδικας Ιερών Κανόνων(Κείμενο – Ερμηνεία – Σχόλια) και Εκκλησιαστικών νόμων, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 20063.
ΑΓΑΠΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ – ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός τῆς Μιᾶς, Ἀγίας Καθολικής καὶ Ἀποστολικῆς τῶν Ὄρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἤτοι ἅπαντες οἱ ἱεροὶ καὶ θείοι κανόνες… ἑρμηνευόμενοι, εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1998.
Γ.Α.ΡΑΛΛΗ – Μ.ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ιερών κανόνων τῶν τε Ἀγίων καὶ Πανευφήμων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ιερών Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν κατά μέρος Ἀγίων Πατέρων, ἐκδοθέν, συν πλέισταις άλλαις την ἐκκλησιαστικὴν κατάστασην διεπούσαις διατάξεσι, μετὰ τῶν ἀρχαίων εξηγητῶν, καὶ διαφόρων ἀναγνωσμάτων, τ. Α-ΣΤ, Ἀθήνισιν 1852-1859, εκδ. Γρηγόρη, Φωτοτυπική Ανατύπωσις, Αθήνα 1992.
Β. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
Αρχαία Ελληνική Γραμματεία «Οι Έλληνες», Αριστοτέλης, Άπαντα, Τόμος 3, Πολιτικα 3, εκδ. Κάκτος.
ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ Ν., Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας, Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις Δογματικής, Αθήναι 20012.
ΧΡΙΣΤΙΝΑΚΗ Π., Η απόπειρα Eκκλησιαστικού εγκλήματος, Μελέτη νομοκανονική και ισστορικοσυγκριτική, διατριβή επί διδακτορία, Αθήναι 1978.
RONAN O’RAHILLY – FABIOLA MÜLLER, Εμβρυολογία και Τερατολογία του Ανθρώπου, Μετάφραση – Επιμέλεια, Αζαρίας Καραμανλίδης – Γιάννης Σιατίστας, εκδ. Π.Χ. Πασχαλίδης, Αθήνα 20002.
[1] Αρχαία Ελληνική Γραμματεία «Οι Έλληνες», Αριστοτέλης, Άπαντα, Τόμος 3, Πολιτικα 3, βιβλ. ζ, κεφ. 10, εκδ. Κάκτος.
[2] Απόσπασμα από τον όρκο του Ιπποκράτη.
[3] Ronan O’Rahilly – Fabiola Müller, Εμβρυολογία και Τερατολογία του Ανθρώπου, εκδ. Π.Χ. Πασχαλίδης, Αθήνα 20002.
[4] Βλ. ερμηνεία νβ΄ Μ. Βασιλείου, σελ. 9.
[5] Ρ.Π.Δ΄,σελ. 96.
[6] Ρ.Π.Γ΄, σελ. 63.
[7] Ρ.Π.Δ΄, σελ. 215.
[8] Ό.π., σελ. 112-114.
[9] Βλ. υποσ. 6.
[10] Βλ. υποσ. 7.
[11] Βλ. υποσ. 8.
[12] Βλ. υποσ. 6.
[13] Ρ.Π.Δ΄, σελ.175.
[14] Ό.π., σελ. 207.
[15] Πηδάλιον, σελ. 711.
[16] Ό.π., βλ. υποσ. 1.
[17] Ό.π.
[18] Ό.π., βλ. υποσ. 2.
[19] Ρ.Π.Α΄, σελ. 312.
[20] Για το δισύνθετο του ανθρώπου βλ. Ν. Μητσοπούλου, Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας, Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις Δογματικής, Αθήναι 20012, σελ.180-182.
[21] Ό.π., σελ. 183-184.
[22] Ό.π., σελ.189-191.
[23] Ρ.Π.Δ΄, σελ. 96.

ΠΗΓΗ: Πεμπτουσία: Μέρος 1Μέρος 2Μέρος 3