Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ 12 ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ (1974-2015) 6ο μέρος ΟΙ ΜΑΥΡΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ


ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ :ΑΓΩΝΑΣ α.φ.212http://www.agonas.org/



[Συνεχίζουμε την ιστορική αναμόχλευση των άγνωστων περιστατικών που σημάδεψαν την σκοτεινότερη και βρωμερότερη συναλλαγή που έγινε ποτέ στην Εκκλησία από την εγκαθίδρυσή της.
Ο λαός ακόμα και σήμερα – παρ’ ότι πέρασαν 40 χρόνια – είναι ανημέρωτος από τους ταγμένους στον πάγκο της πληροφόρησης δημοσιογράφους.
Το γιατί; Έχουν γραφεί πολλές φορές και δια πολλών διάφορα περιστατικά:
1. Ο Γερμανός δημοσιογράφος Udo Ultkotte της μεγαλύτερης σε κυκλοφορία εφημερίας Frankfurter Allgemeine Zeitung, ήταν αποκαλυπτικός. Υπήρξα δημοσιογράφος για περίπου 25 χρόνια και εκπαιδεύτηκα στο πώς να λέω ψέματα, να προδίδω και να μην λέω την αλήθεια στο κοινό… Προδώσαμε τους αναγνώστες μας… Δωροδοκούμαστε για να προδίδουμε τον κόσμο… Βαρέθηκα αυτήν την προπαγάνδα… Δεν θέλω άλλο πια να κάνω αυτό το πράγμα…».
2. Από το βιβλίο «Δηλώνω δημοσιογράφος» αντλούμε ένα εκκλησιαστικό περιστατικό, που καταδεικνύει ότι τα χρήματά σου που διαθέτεις ανάβοντας το ταπεινό κεράκι προς φωτισμό του νου και της ψυχής σου, οι εκκλησιαστικοί ταγοί το αδρανοποιούν αγωνιζόμενοι να σε κρατούν δέσμιο στα σκοτάδια της πληρωμένης προπαγάνδας και στο ψέμα που για χρόνια καλά κρατεί… (όρα «Αυτόπτης μάρτυς» σελ.5)].
Τ
ο δημιουργικό έργο του Αρχιεπισκόπου συνεχίζεται με την κίνηση του μηχανισμού για την ίδρυση μιας Ανώτερης Θεολογικής Ακαδημίας. Είχε προγραμματίσει για το σχολικό έτος 1973-74 να ιδρυθεί «Ανώτερη Σχολή Ιερατικών Σπουδών» η οποία θα συστεγάζονταν στο ανεγερθησόμενο κτίριο στην πανεπιστημιούπολη με το «Κέντρον Θεολογικών Ερευνών» και το Οικοτροφείο των σπουδαζόντων κληρικών και λαϊκών στη Θεολογική Σχολή. 
Ο Σεραφείμ Τίκας – ο Αρχιεπίσκοπος που ήρθε μετά την παραίτηση του Ιερωνύμου – ανίκανος και άσχετος προς κάθε έργο ευποιίας, αποφάσισε να απαλλαγεί από το ογκώδες πνευματικό και ουσιαστικό έργο του προκατόχου του ζητώντας με έγγραφό του (16-3-1974) από την Κυβέρνηση, να αναλάβη και πάλι το Υπουργείο Παιδείας, την εκκλησιαστική παιδεία, διότι δεν διέθετε – όπως είπε – το κατάλληλο και εμπνευσμένο προσωπικό, για να μεταλαμπαδεύσει το γνήσιο εκκλησιαστικό πνεύμα στους μέλλοντας Ιερείς.
Ανήσυχο πνεύμα καθώς ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος στην συνεδρίαση της ΠΖ΄ (24-8-1970) (Φ.Ε.Κ. 135, Τ.Α.) της Ιεράς Συνόδου ζήτησε να ιδρυθεί «Ίδρυμα Βυζαντινής Μουσικολογίας» γενόμενο δεκτό. Πρώτος επιστημονικός συνεργάτης προσελήφθη ο κ. Γρ. Στάθης, Θεολόγος-Μουσικολόγος, όπου και ανέλαβε, εκτός των άλλων, και την καταλογογράφησιν των χειρογράφων της Βυζαντινής Μουσικής του Αγίου Όρους.
Το ίδρυμα στεγάστηκε σε τρεις νεόδμητες αίθουσες της Ιεράς Μονής Πεντέλης, και από τον Μάιο του 1972 άρχισε να λειτουργεί κανονικά.
Ίδρυσε επίσης το «Κέντρον Ιεραποστολικών Σπουδών», με την συνεργασία της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο λειτουργούσε, στεγαζόμενο στην έδρα της Ιστορίας των Θρησκευμάτων. Το οργάνωσε και το διεύθυνε (1971-1975) ο Αρχιμανδρίτης Αναστάσιος Γιαννουλάτος (ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας). Τον Νοέμβριο 1972 η Εκκλησία αναγνωρίζοντας την προσφορά του π. Αναστασίου και εισηγήσει του Αρχιεπίσκοπου Ιερώνυμου εκλέγεται επίσκοπος με τον τίτλο της πάλαι ποτέ Διαλαμψάσης Επισκοπής Ανδρούσης.
Από το 1970 άρχισε να λειτουργεί μέσα σε μία πευκόφυτη περιοχή της Αγ. Παρασκευής το πνευματικό κέντρο «Η Βηθλεέμ». Ήταν κτίριο για σύγκληση Συνεδρίων, με αίθουσες, παρεκκλήσιο και πολλά δωμάτια. Από το 1973 στεγάστηκε σ’ αυτό και η «Σχολή Ιερατικών Σχολών». Ήταν μια ακόμη δωρεά της Αιμ. Πέππα στην καθαρή και διάφανη διαχείριση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου.
Ο Ιερώνυμος, συγκλονισμένος από την κατάσταση των αρρώστων και κατάκοιτων γερόντων, ανήγειρε το Νοέμβριο του 1971 σε Ν. Σμύρνη και Ν. Μάδυτον δύο ιδρύματα «Κατάκοιτων Γερόντων» παρέχοντα πλήρη ιατρική παρακολούθηση ιατρών, αδελφών, νοσοκόμων, κοινωνικών λειτουργών, και σημαντικό αριθμό εθελοντριών κυριών σε γέροντες δυσκολοκίνητους και μη αυτοεξυπηρετούμενους (ανάπηρους, ημιπληγικούς, παραπληγικούς κ.ά.).
Επίσης δημιούργησε ειδικό Σώμα εθελοντριών κυριών που εκπαιδεύτηκαν ειδικά για την κατ’ οίκον νοσηλεία και περίθαλψη. Αυτές, μαζί με κοινωνική λειτουργό και γιατρό, επάνδρωσαν τις «Κινητές Μονάδες Βοηθείας Κατακοίτων» που γύριζαν καθημερινά στις διάφορες περιοχές των Αθηνών περιθάλποντας και βοηθώντας κατάκοιτους. Έτσι ο γιατρός τους εξέταζε και οι εθελέντριες τους καθάριζαν τις πληγές, άλλαζαν τα ρούχα, τους έδιναν τα φάρμακα και τους απάλυναν τους πόνους των.
Το «Γραφείο Περιθάλψεως Ασθενών» ήταν ο τομέας για ασθενείς με βαριά περιστατικά που έπρεπε να νοσηλευτούν σε νοσοκομεία του εξωτερικού. Αυτό αναλάμβανε την διαμεσολάβηση με τα ανάλογα νοσοκομεία Ευρώπης και Αμερικής και με την συνεργασία των Ελληνικών Ορθοδόξων Κοινοτήτων αποστέλλονταν στα εκεί νοσοκομεία. Τους παρείχαν οικονομικήν ενίσχυση και χριστιανική συμπαράσταση, κατά τον χρόνον της νοσηλείας των.
Ίδρυσε πάνω από εξήντα πέντε (65) «Σπίτια Γαλήνης του Χριστού», ένα έργο κοινωνικό και πρωτοπόρο. Μέσα σ’ αυτά εύρισκαν θαλπωρή, γαλήνη, προστασία και αξιοπρέπεια οι ηλικιωμένοι γέροντες. Είχαν κάθε υλική βοήθεια και ηθικοπνευματική ενίσχυση.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ έβλεπε δεκάδες χρόνια μπροστά. Γιατί, τέτοιο κοινωνικό έργο – κατώτερο σε ποιότητα και παροχή – άρχισε να το πραγματοποιεί η Πολιτεία μετά το 1985, τα γνωστά με το όνομα «ΚΑΠΗ».
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος περπάτησε σεμνά, αθόρυβα, χωρίς μεγαλοστομίες και υποσχέσεις, πάνω στα ίχνη των Πατέρων της Εκκλησίας. Οι εκπρόσωποι όμως της αθεΐας και της εκκλησιαστικής ασυδοσίας αγωνίστηκαν και αγωνίζονται ακόμα να αμαυρώσουν την προσωπικότητά του και να σβήσουν την φωτεινή του πορεία.
Εκείνο το χαμόγελο που πρόσφερε για χρόνια, όσο διακονούσε σε νοσοκομεία, επισκεπτόμενος αρρώστους στο κρεβάτι του πόνου, είναι αδύνατον να λησμονηθεί. Έσκυψε με αγάπη στους πονεμένους και προσπάθησε να απαλύνει τον ψυχικό πόνο με τις επισκέψεις του και την βοήθεια στο “Κέντρον Αποκατάστασης Χανσενικών” (λεπρών) στην Αγία Βαρβάρα και στη Σπιναλόγκα, που κανένας κάλαμος δημοσιογραφικός δεν περιέγραψε, θεωρώντας τους περιθωριακούς και αποδιοπομπαίους από τον κόσμο.
Σταματάει κανείς με δέος μπροστά στη γνήσια ανθρωπιά και την ακεραιότητα, τη δύναμη της πίστης και την ομορφιά της αγάπης για τον πάσχοντα.
Παραμονές Πάσχα του 1968 τον συναντάμε μαζί με τον μεγάλο ανθρωπιστή και ιεραπόστολο των Χανσενικών (λεπρών) Ραούλ Φολερώ που μαζί με την γυναίκα του ενημέρωναν τον κόσμο ώστε να αποβάλουν κάθε προκατάληψη που για αιώνες σέρνονταν. Τους βλέπουμε να επισκέπτονται το Κέντρο Αποκατάστασης των Αθηνών, το νησί και στην αίθουσα «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» να πραγματοποιείται η συγκλονιστικότερη ομιλία αναφερόμενη στην ΑΓΑΠΗ που πρέπει να προσφέρουμε στον συνάνθρωπο που υποφέρει.
Στις 18 Ιανουαρίου 1969 βρίσκουμε τον Αρχιεπίσκοπο να επισκέπτεται το Κέντρον Αποκατάστασης και στη συνέχεια έναν-έναν τους ασθενείς (λεπρούς) στο Νοσοκομείο και να τρώγει μαζί τους.
Η επιστολή που έστειλαν τότε οι Χανσενικοί στον Ιερώνυμο ήταν συγκλονιστική:
«Μακαριώτατε,
Έχουν παρέλθει αρκεταί ημέραι από τότε που ο Κύριος των Δυνάμεων ωδήγησε τα βήματα Υμών εις τον Ιερόν χώρον της δοκιμασίας μας. Ήδη είμεθα εις θέσιν να πληροφορήσωμεν την Μακαριότητά Σας, ότι ο καρπός της επισκέψεως αυτής ήτο πολύς. Εξ όλων των περιοχών της πατρίδος μας καταφθάνουν καθημερινώς μηνύματα συμπαραστάσεως, μηνύματα αγάπης, μηνύματα ελπίδος, μηνύματα νίκης. Πολλοί ερωτούν: Είναι αλήθεια ότι ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας μας επισκέφθη το Νοσοκομείον σας, παρέμεινεν πλησίον σας ώρας πολλάς και συνέφαγε μεθ’ υμών εις την ιδίαν τράπεζαν, χωρίς φόβον και χωρίς προκατάληψιν; Και άλλοι, οι περισσότεροι, μας δηλώνουν, ότι στρατεύονται υπό την σημαίαν της Εκκλησίας ως απλοί στρατιώται και απόστολοι εις τον προκείμενον αγώνα της ηθικής και πνευματικής μας αποκατάστασης…
Μακαριώτατε,
Γνωρίζομεν ότι ο αγών είναι δύσκολος… Παρά ταύτα είμεθα απολύτως βέβαιοι, ότι ο υπό την Υμετέραν Ηγεσίαν αγών θα κερδιθή, διότι είναι αγών δίκαιος και ηυλογημένος από τον Κύριον δι’ Υμών (την 18η Ιανουαρίου ).
Αισθήματα βαθυτάτης ευγνωμοσύνης διακατέχουν τας καρδίας ημών και των οικογενειών μας, και με τα αισθήματα αυτά, διατελούμεν μετά βαθυτάτου σεβασμού.
14η Φεβρουαρίου 1969
Ο Πρόεδρος: Καλδής Γεώργιος – ο Γεν. Γραμματέας: Παυλάκης Ιωσήφ».
Ερευνώντας το αρχειακό υλικό των πάμπολλων επισκέψεών του σταματάμε σε μια χαρακτηριστική φωτογραφία που πάρθηκε σε επίσκεψη την 31η Δεκεμβρίου 1971: Στο αναρρωτήριο του αντιλεπρικού Σταθμού Αθηνών, γραία άρρωστη (Χανσενική) σφίγγει το χέρι του Αρχιεπισκόπου με βλέμμα ικετευτικό. Σ’ αυτή την ικεσία ανταποκρίθηκε με το περίσσιο χαμόγελο προσφέροντας από καρδιάς σταλαγματιά ελπίδας!
Τακτικός επισκέπτης ήταν και στον “ΟΙΚΟ ΤΥΦΛΩΝ” όπου για ώρες συζητούσε μαζί τους, γιατί – όπως είχε δηλώσει – «Οι τυφλοί χαίρονται με τα μάτια της ψυχής τους».
Η Ελλαδική Εκκλησία, παρ’ ότι είχαν περάσει χρόνια από την απελευθέρωση του Ελληνικού Κράτους από τον τουρκικό ζυγό, δεν είχε ιστορικό εκκλησιαστικό Μουσείο, με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν πολύτιμα έγγραφα, ιερά κειμήλια, άμφια εκκλησιαστικών ανδρών, λειτουργικά σκεύη, σιγίλια, φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα… καθώς κι ο Πατριαρχικός Τόμος του 1850 που ανακήρυξε το Αυτοκέφαλον της Ελλαδικής Εκκλησίας.
Το κενό αυτό το τακτοποίησε με την ψήφιση του υπ’ αριθ. 15 κανονισμού λειτουργίας «Περί Εκκλησιαστικού Μουσείου». Έτσι από το 1970 άρχισε να λειτουργεί εις το κτίριο της Αρχιεπισκοπής στην οδό Φιλοθέης 19.
Στην Αγία Λαύρα δεν υπήρχε επίσης μνημείο των αγωνιστών του 1821. Το 1903 συγκροτήθηκε η πρώτη επιτροπή ανεγέρσεως του Ηρώου αλλά, παρ’ όλα αυτά, δεν κατόρθωσαν να το πραγματοποιήσουν. Με τη φροντίδα όμως και την οικονομική στήριξη του Ιερωνύμου, στήθηκε την 24 Μαρτίου 1971 (αποκαλυπτήρια) για να θυμίζει τον ξεσηκωμό των Ελλήνων του 1821 στις επόμενες γενιές.
Χρηματοδότησε την ανοικοδόμηση της γυναικείας Μονής «Νταού Παντέλης» το 1971.
Τα εκπαιδευτήρια «η Θεομήτωρ» αναπτύχθηκαν με τη συμπαράσταση και τη γενναία οικονομική παροχή του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄.
Το Μουσείο της ανδρικής Μονής Πεντέλης, το Ίδρυμα «Προστασίας Παιδιών» και δεκάδες άλλα, ων ουκ έστι αριθμός, αποτέλεσαν το πολύμορφο έργο του μακαριστού Αρχ. Ιερωνύμου Α΄ (Κοτσώνη) το οποίο οι μετέπειτα «πατριώτες» (εκκλησιαστικοί και πολιτικοί) καιροσκόποι προσπάθησαν να το περιβάλλουν με τον πέπλο της λήθης.
Ένα από τα πρωτεύοντα θέματα που απασχόλησαν τον Ιερώνυμο ανεβαίνοντας στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ήταν και η σύνταξη και ψήφιση του νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας, αποδεσμευμένου από την αυθαιρεσία της Πολιτείας και απαλλαγμένου από τους περιορισμούς και τις δεσμεύσεις της Βαυαρο-Μαουρικής νοοτροπίας, ώστε να έχει τη δυνατότητα να κινείται ελεύθερα, σύμφωνα με τα βιβλικά και αγιοπατερικά κριτήρια, οργανώνοντας μόνη τα του οίκου της.
Οκτώ ολόκληρα χρόνια, από το 1959 μέχρι το 1967 καταστρώνονταν αλλεπάλληλα σχέδια Καταστατικού Χάρτη, και κανένα από αυτά δεν έφτανε στη Βουλή των Ελλήνων προς ψήφιση, ώστε να γίνει νόμος του Κράτους. Τα σχέδια κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι, από επιτροπή σε επιτροπή και στο τέλος κατέληγαν στο καλάθι των αχρήστων.
Βλέποντας ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος τη στασιμότητα αυτή ανασκουμπώθηκε και αφού επί δίμηνο απομονώθηκε στην ιδιαίτερή του πατρίδα, την Τήνο, άρχισε να εργάζεται πυρετωδώς από το πρωί μέχρι αργά τη νύχτα προκειμένου να συντάξει το νέο Καταστατικό Χάρτη. Τέλος το Μάρτιο του 1969 τον παρουσίασε στο σώμα της Ιεραρχίας, αλλά, δυστυχώς και το σχέδιο αυτό δεν το δέχθηκαν οι Κυβερνητικοί παράγοντες.
Ένα άλλο σοβαρό θέμα από τα πολλά καινοτόμα του νέου Καταστατικού Χάρτη ήταν και ο τρόπος εκλογής μητροπολιτών, που προέβλεπε περίπου την ταύτιση με την αποστολική γραμμή, που ίσχυσε κατά την εκλογήν του αποστόλου Ματθία. Να συμμετέχουν δηλαδή: Ο Πρωτοσύγκελος, οι Ιεροκήρυκες, ο Γενικός και οι λοιποί Αρχιερατικοί Επίτροποι, οι Γραμματείς των Ενοριακών Ναών της έδρας της Μητρόπολης, οι πτυχιούχοι Ανώτατης Εκκλησιαστικής Σχολής κληρικών της χηρεύουσας Μητρόπολης, οι Ηγούμενοι των Μονών της, που έχουν πάνω από πέντε μοναχούς, και τα αιρετά μέλη του Επαρχιακού Εκκλησιαστικού Συμβουλίου.
Μετά την εξέλιξη αυτή, όλως απροσδόκητα, το πρωί της 8ης Μαρτίου 1969 ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος διάβασε ένα κείμενο παραιτήσεώς του από το αρχιεπισκοπικό του αξίωμα. Η Σύνοδος ξαφνιάστηκε, ακολούθησε ψηφοφορία, και η απόφαση ήταν σχεδόν ομόφωνη – εκτός του μητροπολίτη Κορίνθου Παντελεήμονα που δήλωσε ότι «επέχει» – να μην γίνει δεκτή η παραίτησή του.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η Ιεραρχία εμφανίστηκε ενωμένη και συσπειρωμένη όσον αφορά την ηγεσία του Ιερωνύμου στην εκκλησία.
Ο δεσπότης Ιωαννίνων Σεραφείμ Τίκας ως εκπρόσωπος της Ιεράς Συνόδου έκανε τις εξής δηλώσεις στο τύπο: «Καταλήφθημεν εξ απήνης… διότι ουδείς των αγίων αδελφών ανέμενον παρόμοιαν ενέργειαν. Κατάπληξις, αιφνιδιασμός και θλίψις μας συνείχε δια την απόφασιν αυτήν.
Και ομολογώ ότι υπήρξε μια θαυμάσια και πεφωτισμένη στιγμή της Ιεραρχίας, όταν όλα τα μέλη της με έκδηλον συγκίνησιν και δάκρυα εις τους οφθαλμούς ανεκάλεσαν τον Αρχιεπίσκοπο. Έπρεπε να είσθε εις την αίθουσαν δια να δήτε την ομόθυμον θέλησιν της Ιεραρχίας. Απητήθη πολύς χρόνος για να πείσωμεν τον Μακαριώτατον να επανέλθη εις την αίθουσαν. Και όταν επανήλθε τότε εξεφράσαμεν την χαράν μας. Επηκολούθησε μια θριαμβευτική ψηφοφορία κατά της παραιτήσεως και υπέρ της ανακλήσεως αυτής. Και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήτο η παμψηφεί πρότασις προς ανάκλησιν».
Κανένας τότε δεν μιλούσε για αντικανονική εκλογή του Ιερωνύμου. Αλήθεια, πότε χάθηκαν τα τόσα «ωσαννά» του Σεραφείμ Τίκα, τα δάκρυα, η συγκίνηση, η πεφωτισμένη απόφαση, η θριαμβευτική ψηφοφορία… και ξαφνικά σε λίγο καιρό, ο έπαινοι μετατράπηκαν σε ύβρεις και βωμολοχίες, καθιστώντας τον απόβλητο και αποσυνάγωγο;
Έτσι, μετά την απόρριψη του πρώτου σχεδίου του Κ.Χ. από την Κυβέρνηση, αναγκάστηκε να συντάξει δεύτερο, να το επεξεργαστεί με την συμμετοχή όλων των Συνοδικών Επιτροπών και να το υποβάλει. Και πάλι οι κρατούντες δικτάτορες τροποποίησαν απροσδόκητα το νέο νομοθέτημα διαχωρίζοντας τους Ιερούς Κανόνες σε δογματικούς και διοικητικούς, και πολλά άλλα άρθρα. Τελικά εψηφίσθη.
Εάν κάποιος επιχειρήσει μια καταμέτρηση και λεπτομερή καταγραφή όλων των έργων που έγιναν την εξαετία του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄ στο Πηδάλιον της Ελληνικής Εκκλησίας θα μείνει άφωνος. Κατόρθωσε να κάνει τόσα, όσα δεν έκαναν όλοι οι Αρχιεπίσκοποι μαζί στα εκατόν ενενήντα (190) χρόνια από την απελευθέρωση της Χώρας μέχρι σήμερα.
Αυτά τόνισε ο τέως πρόεδρος της Δημοκρατίας Κων/νος Τσάτσος το έτος 1975. «Κατά το διάστημα της ενεργού υπηρεσίας εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος ως Προκαθήμενος ο Ιερώνυμος Α΄ Κοτσώνης, έκανε πράγματα που δεν είχαν γίνει εις τα εκατόν πεντήκοντα χρόνια της ιστορίας της, ενώ άλλα που εγίνοντο έπαυσαν να γίνωνται».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Με το «Ο ΧΟΥΝΤΙΚΟΣ»
Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος