Εμετικοί, πρωτοφανείς ύβρεις από το περιοδικό που κάποτε αγαπήσαμε, λένε οι θολοκουλτουριάρηδες της «Σύναξης»: Ψυχικά ασθενείς όσοι ασχολούνται με τον αντιαιρετικό αγώνα της Εκκλησίας!
http://trelogiannis.blogspot.gr/2017/11/blog-post_972.html
Είναι πλέον γεγονός ότι ζούμε σε μια
εποχή, την οποία χαρακτηρίζει κατ’ εξοχήν η πνευματική σύγχυση και η διαστροφή
των εννοιών. Η λεγόμενη «Νέα Υδροχοϊκή Εποχή» και το γνήσιο
πνευματικό τέκνο του η παναίρεση του Οικουμενισμού,» εισάγει και επαγγέλλεται
στην ανθρωπότητα, ένα νέο τρόπο σκέψεως του ανθρώπου, ο οποίος καλείται να βγει
από τα στεγανά της «παλιάς εποχής». Καλείται να αποβάλλει τα δόγματα και τις
δοξασίες της, τα οποία «κρατούσαν την ανθρωπότητα δέσμια»
σε «κλειστά
συστήματα» και «δημιουργούσαν στεγανά ανάμεσα σε πρόσωπα
και ομάδες». Να αποδεχτεί τον «άλλον», μαζί με τις δοξασίες του,
τις οποίες η παλιά εποχή χαρακτήριζε ως πλάνες και αιρέσεις. Τώρα πια δεν
υπάρχουν αιρέσεις, αλλά διαφορετικές «οπτικές της αλήθειας»! Οι διάφορες
χριστιανικές ομολογίες, ακόμη και οι άλλες θρησκείες εκφράζουν, σύμφωνα με την
νέα κυρίαρχη ιδεολογία της «Νέας Εποχής», διαφορετικές πλευρές
και οπτικές της απόλυτης αλήθειας. Η απόλυτη αλήθεια δεν υπάρχει σε καμιά
θρησκεία, αλλά προκύπτει μόνο με τον συγκερασμό όλων των θρησκειών σε ένα νέο
θρησκευτικό μόρφωμα, την πανθρησκεία.
Όμως η εμφάνιση και ανάπτυξη του
οικουμενιστικού τέρατος καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνος και
μέχρι σήμερα, προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί δυναμικές αντιδράσεις στο
υγιές εκκλησιαστικό σώμα, αφού η νέα αυτή αίρεση ακυρώνει την εν Χριστώ
σωτηρία, η οποία επιτυγχάνεται μόνον δια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτές οι
αντιδράσεις, που βαθμηδόν έχουν πάρει την μορφή αντιαιρετικού αγώνος, ενοχλούν
τους θιασώτες του Οικουμενισμού, οι οποίοι μετά την ψευδοσύνοδο της Κρήτης,
επιτίθενται με σφοδρότητα εναντίων όσων αγωνίζονται με την Χάρη του Θεού στον
άνισο, (κατ’ άνθρωπον), αυτόν αγώνα με το θηρίο της αιρέσεως. Επειδή δεν
μπορούν να τους αντιμετωπίσουν με θεολογικά επιχειρήματα, επιτίθενται συχνά με
βαρείς και υβριστικούς χαρακτηρισμούς. Τους κατηγορούν ότι κυριαρχούνται από
πνεύμα αναχρονισμού, ελλείψεως αγάπης, μίσους και φονταμενταλισμού.
Με έκπληξη αλλά και οδύνη ψυχής διαπιστώσαμε
στο γνωστό περιοδικό «ΣΥΝΑΞΗ» (τ. 143), που δημιούργησε ο
μακαριστός Παναγιώτης Νέλλας, ένα νέο είδος ύβρεως εναντίον εκείνων, που
αγωνίζονται στον καλόν αγώνα της ομολογίας της πίστεως, ένα νέο βαρύ
χαρακτηρισμό, αυτόν του ψυχασθενούς, που έρχεται να προστεθεί στους
προηγουμένους. Πρωταγωνιστής στο νέο αυτόν υβριστικό χαρακτηρισμό ο γνωστός
κληρικός και ψυχίατρος της Ι. Μητροπόλεως Θηβών π. Βασίλειος Θερμός. Ο εν
λόγω κληρικός σε άρθρο του στο εν λόγω περιοδικό, με τίτλο: «Ψυχαναγκαστική
αιρεσιομαχία: Αγχολυτικό ευρέως φάσματος και παντός καιρού», κάνει λόγο
γι’ αυτούς που μάχονται εναντίον των αιρέσεων, τους οποίους θεωρεί ως
ψυχοπαθείς, ως πάσχοντες από ένα είδος ψυχαναγκαστικής νεύρωσης, την οποία
μάλιστα ονομάζει «ψυχαναγκαστική αιρεσιομαχία», όπως φαίνεται και από τον τίτλο
του άρθρου. Προσπαθεί δε να αποδείξει
τον ισχυρισμό του αυτόν, επικαλούμενος την ιδιότητά του ως ψυχιάτρου και
χρησιμοποιώντας ψυχιατρική ορολογία. Προκειμένου να προσδώσει επιστημονικό
κύρος στα γραφόμενά του, γράφει: «Σε προ εικοσαετίας κείμενό μου ασχολήθηκα
με τα ψυχολογικά αίτια της παθολογικής συμπεριφοράς εκείνων των πιστών, οι
οποίοι αναζητούν παντού κακοδοξίες και αιρέσεις και, όταν νομίζουν ότι τις ανακαλύπτουν, γίνονται
επιθετικοί με τους φορείς τους». Οι αιρέσεις για τον συγγραφέα είναι
κάτι το δυσεύρετο, αφού για να τις ανακαλύψει κανείς, χρειάζεται να
ψάξει. Είναι τραγικό για έναν ερευνητή επιστήμονα, να αγνοεί αυτή την φρικτή
όντως πραγματικότητα, που βιώνει ο πιστός λαός του Θεού, το γεγονός δηλαδή, ότι
σήμερα η Εκκλησία μας πολεμείται από ένα πλήθος αιρέσεων, σεκτών και
παραθρησκευτικών ομάδων, των οποίων ο αριθμός είναι μεγαλύτερος από κάθε άλλη
φορά στο παρελθόν. Μάλιστα η Συνοδική Επιτροπή επί των Αιρέσεων της Εκκλησίας
της Ελλάδος πριν από αρκετά χρόνια είχε ασχοληθεί με την ταξινόμηση και
δημιουργία καταλόγου όλων των γνωστών αιρέσεων και παραθρησκευτικών ομάδων, οι
οποίες δρουν στον ελληνικό χώρο και διαπιστώθηκε ότι είναι πολλές εκατοντάδες.
Ενώ λοιπόν η κοινωνία μας έχει πλημυρίσει κυριολεκτικά από αιρέσεις και ο
κίνδυνος να παρασυρθεί κανείς και να πέσει στα δίχτυα αυτών είναι ορατός και
διά γυμνού οφθαλμού και ενώ η Εκκλησία κάθε χρόνο διοργανώνει Πανορθόδοξες
Συνδιασκέψεις για την αντιμετώπιση των αιρέσεων, ο αγαπητός π.
Βασίλειος δεν βλέπει πουθενά αιρέσεις. Βέβαια δεν μας εκπλήσσει η αδυναμία του
να διακρίνει τις αιρέσεις, αφού και η ψευδοσύνοδος της Κρήτης δεν
«είδε» πουθενά αιρέσεις, γι’ αυτό και δεν θεώρησε χρέος της να
καταδικάσει καμία αίρεση.
Θεωρεί επίσης, ότι παρουσιάζουν
ψυχοπαθολογική συμπεριφορά, όσοι αναζητούν παντού αιρέσεις και αιρετικούς και
στη συνέχεια γίνονται «επιθετικοί» απέναντί τους. Κανείς
δεν αμφιβάλλει, ότι υπάρχουν σπάνιες εξαιρέσεις ανθρώπων, που είναι ψυχικά
άρρωστοι. Πάσχουν δηλαδή από ένα είδος νευρώσεως, που χαρακτηρίζεται από μια
παθολογική φοβία και προκατάληψη απέναντι στους αιρετικούς, τους οποίους
θεωρούν ως τους πιο επικίνδυνους εχθρούς των. Η θέα του αιρετικού προκαλεί μέσα
τους άγχος, το οποίο δεν φεύγει, δεν εκτονώνεται με άλλο τρόπο, παρά μόνο με
κατά μέτωπο επίθεση, με επιθετική συμπεριφορά εναντίον του αιρετικού. Ωστόσο
μεταξύ των σπανίων αυτών εξαιρέσεων και εκείνων, οι οποίοι, με υγιές
εκκλησιαστικό φρόνημα, αγωνίζονται εναντίον των αιρέσεων και όχι
των αιρετικών, υπάρχει χαώδης απόσταση. Είναι τραγικό λάθος, με έναν
τρόπο ισοπεδωτικό, να θεωρούνται όλοι συλήβδην οι αγωνιζόμενοι κατά των
αιρέσεων, ως ψυχασθενείς. Τουλάχιστον ο τρόπος με τον οποίον εκφράζεται ο
αγαπητός π. Βασίλειος, αυτό ακριβώς αφήνει να εννοηθεί. Θα έπρεπε λοιπόν να
κάνει μια στοιχειώδη διάκριση των μεν από τους δε. Αν όλοι, όσοι αγωνίζονται με
αγνό ζήλο, με ταπείνωση, αγάπη, αλλά και πόνο ψυχής για τους αιρετικούς,
θεωρούνται ως ψυχασθενείς, τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε και όλους τους αγίους,
που αγωνίστηκαν εναντίον των αιρέσεων ως ψυχασθενείς! Και μάλιστα πολύ
περισσότερο από μας θα πρέπει να θεωρηθούν ως ψυχασθενείς, αφού αυτοί είχαν πολύ
περισσότερο ζήλο από μας στην καταπολέμηση των αιρέσεων.
Ο αντιαιρετικός αγώνας της Εκκλησίας μας
είναι σύμφυτος με τη ζωή της ήδη από τα πρώτα βήματα της ιστορικής πορείας της.
Όλοι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, από τον απόστολο Παύλο μέχρι τον ιερό
συγγραφέα της Αποκαλύψεως, στηλιτεύουν τις αιρέσεις και τους αιρετικούς με τον
πλέον κατηγορηματικό τρόπο. Οι Αποστολικοί Πατέρες και όλοι σχεδόν οι μετέπειτα
άγιοι Πατέρες μέχρι των ημερών μας, έχουν να παρουσιάσουν μια καταπληκτική
αντιαιρετική δράση. Πολλοί από αυτούς έλαβαν μέρος σε άγιες Οικουμενικές και
Τοπικές Συνόδους, στις οποίες καταδικάστηκαν με σφοδρότητα οι αιρέσεις και
αναθεματίστηκαν οι αιρετικοί. Όλοι λοιπόν αυτοί θα πρέπει να θεωρηθούν ως
ψυχασθενείς με «παθολογική συμπεριφορά», η οποία εκδηλώνονταν στην «παθολογική
αναζήτηση αιρετικών»; Πέραν αυτών ρωτάμε τον αγαπητό π. Βασίλειο: Η
Εκκλησία της Ελλάδος έχει συστήσει Συνοδική Επιτροπή επί των Αιρέσεων
και οι Ιερές Μητροπόλεις Αντιαιρετικά Γραφεία, για την αντιμετώπιση
των συγχρόνων αιρέσεων και κακοδοξιών.
Άραγε, τα μέλη της Συνοδικής Επιτροπής, οι εργαζόμενοι στα Αντιαιρετικά
Γραφεία, καθώς και εκατοντάδες κληρικοί και λαϊκοί συνεργάτες τους, είναι
ψυχασθενείς, επειδή καταπολεμούν τις αιρέσεις;
Στη συνέχεια ο αρθρογράφος προσπαθεί να
κάνει «ψυχανάλυση», να προσδιορίσει δηλαδή τα αίτια της «παθολογικής
συμπεριφοράς» των «αιρεσιομάχων».
Γράφει: «Ο αιρεσιομάχος είναι αβέβαιος για την πίστη του και διχασμένος στην
επιθυμία του. Κατά κανόνα, (υπάρχουν και εξαιρέσεις), έχει θεμελιώσει την
θρησκευτικότητά του πάνω στον φόβο και όχι στην αγάπη. Έτσι τα ευγενέστερα
στοιχεία της πίστης του δεν έχουν εσωτερικευθεί επαρκώς και δεν έχουν επηρεάσει
τη βαθιά ακατέργαστη επιθετικότητα του ψυχισμού. Αυτή θα βρει ισχυρό άλλοθι
στην προάσπιση της «παράδοσης», η οποία δεν πηγάζει από αυτοπεποίθηση, αλλά από
αληθινό φόβο για την επιβίωση. Έναν φόβο που μπορεί να φθάσει μέχρι αληθινή
παράνοια, μια νοσηρή καχυποψία απέναντι σε ανύπαρκτους εχθρούς»! Και
εδώ ο αγαπητός π. Βασίλειος επαναλαμβάνει το ίδιο σφάλμα. Αδυνατεί, δηλαδή, να
κάνει μια άλλη στοιχειώδη διάκριση μεταξύ των όσων αγωνίζονται κατά των
αιρέσεων, με αγνό ζήλο, από εκείνους που συμπεριφέρονται με ζήλο «ου κατ’ επίγνωσιν». Πολέμιοι
των αιρέσεων, με αγνό ζήλο, ήταν όλοι οι άγιοι, όπως εξηγήσαμε προηγουμένως.
Αντίθετα αιρεσιομάχοι με ζήλο «ου κατ’ επίγνωσιν», δηλαδή με τυφλό
φανατισμό, είναι πρόσωπα τα οποία, δεν είναι μεν ψυχασθενείς με την ψυχιατρική
έννοια του όρου, δεν πάσχουν δηλαδή από
ψυχαναγκαστική νεύρωση, αλλά δεν έχουν υγιές εκκλησιαστικό φρόνημα. Γι’ αυτούς
κάνει λόγο ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του: «μαρτυρώ
γαρ αυτοίς ότι ζήλον Θεού έχουσιν, αλλ
ου κατ’ επίγνωσιν. αγνοούντες γαρ
την του Θεού δικαιοσύνην, και την ιδίαν δικαιοσύνην ζητούντες στήσαι, τη
δικαιοσύνη του Θεού ουχυπετάγησαν», (Ρωμ.10,2). Ο ίδιος ο απόστολος
Παύλος, προτού να επιστρέψει στο Χριστό, ήταν φανατικός διώκτης των χριστιανών,
είχε ζήλο «ου κατ’ επίγνωσιν», χωρίς βέβαια να πάσχει από ψυχαναγκαστική
νεύρωση. Απλώς δεν είχε καταυγάσει ακόμη την ψυχή του το αληθινό φως του
Χριστού, πράγμα το οποίο έγινε στο όραμα της Δαμασκού.
Μπορούμε τώρα να δεχθούμε, ότι ο απόστολος
Παύλος και όλοι οι άγιοι που αγωνίστηκαν εναντίον των αιρέσεων ήταν «αβέβαιοι
για την πίστη τους», ότι «έχουν θεμελιώσει την θρησκευτικότητά τους
πάνω στον φόβο και όχι στην αγάπη», ότι έχουν «φόβο που μπορεί να φθάσει
μέχρι αληθινή παράνοια, μια νοσηρή
καχυποψία απέναντι σε ανύπαρκτους εχθρούς»; Δυστυχώς σε τέτοια
συμπεράσματα καταλήγουμε, όταν ομιλούμε και γράφουμε με ανεπίτρεπτες
γενικεύσεις και απλουστεύσεις, χωρίς να κάνουμε στοιχειώδεις διακρίσεις και
διασαφήσεις.
Παρά κάτω το υβρεολόγιο εναντίον όσων
αγωνίζονται κατά των αιρέσεων συνεχίζεται. Γράφει: «Δυστυχώς οι επαγγελματίες
αιρεσιομάχοι δεν αντιλαμβάνονται ότι αποτελούν (εκκλησιαστικό) αντίγραφο του
(κοσμικού) πρωτοτύπου, είτε στραφούμε προς τους διώκτες των μαγισσών του
απώτερου παρελθόντος είτε προς τους κομμουνιστοφάγους των τελευταίων
δεκαετιών»! Πιο κάτω ισχυρίζεται ότι οι «αιρεσιομάχοι» είναι πρόσωπα,
τα οποία η «θεολογική τους υποδομή είναι σαθρή». Εδώ το αντιαιρετικό έργο
της Εκκλησίας κυριολεκτικά ισοπεδώνεται και εξισώνεται με τους διώκτες των
μαγισσών και των κομμουνιστών! Προφανώς, με την απλούστευση αυτή και τον
χαρακτηρισμό «διώκτες των μαγισσών», δεν εξαιρούνται και οι άγιοι ομολογητές
της Εκκλησίας μας, οι οποίοι είχαν προφανώς και αυτοί «σαθρή θεολογική υποδομή», αφού
ήταν «αιρεσιομάχοι»!
Κλείνοντας ο π. Βασίλειος μας δίνει και τη
συνταγή για την θεραπεία του φαινομένου «των επαγγελματιών αιρεσιομάχων»,
όπως χαρακτηρίζει όσους αγωνίζονται εναντίον των κακοδοξιών, το οποίο μαστίζει,
κατ’ αυτόν, την Εκκλησία. Προτείνει να εκπαιδευτεί το ποίμνιο κατά τέτοιο
τρόπο, ώστε η Εκκλησία να γίνει «πιο ανοιχτή στις αλλαγές» και
«περισσότερο ευέλικτη». Αλλά, αυτό ακριβώς επιδιώκουν οι θιασώτες της
Οικουμενικής Κινήσεως: Να γίνουμε πιο «ανοιχτοί»
και «ευέλικτοι»
απέναντι στους αιρετικούς. Να γίνουμε, δηλαδή, πιο συγκαταβατικοί στις
αιρετικές τους διδασκαλίες, να πάψουμε να τους χαρακτηρίζουμε αιρετικούς, αλλά
ετερόδοξους, έτοιμοι να δεχθούμε τις πλάνες τους, ως διαφορετικές διατυπώσεις
της ιδικής μας πίστεως. Έτοιμοι να συνεργασθούμε μαζί τους πάνω σε θέματα
κοινού ενδιαφέροντος. Και όλα αυτά πάντοτε με βάση «την αγάπη και την ευρύτητα του
Χριστού», όπως τονίζει παρά κάτω.
Κλείνοντας, λυπούμαστε ειλικρινά για όσους
βαρείς χαρακτηρισμούς έγραψε ο αγαπητός π. Βασίλειος εναντίον όσων αγωνίζονται,
με την Χάρη του Θεού, να διαφυλάξουν ανόθευτο τον θησαυρό της πίστεως και κατ’
επέκταση εναντίον των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας. Είναι τιμή και χαρά για μας, να αξιωθούμε να υβρισθούμε και
να χαρακτηρισθούμε ως ψυχασθενείς και παρανοϊκοί για την αγάπη του Χριστού, και
για την ομολογία της πίστεώς μας, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου μας: «μακάριοί
εστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού. χαίρετε και
αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς», (Ματθ.5,11-12).
Θα παρακαλούσαμε μόνον τον αγαπητό π. Βασίλειο, να μας γνωρίσει, με βάση τις
ψυχιατρικές του γνώσεις, (πιθανόν σε ένα επόμενο άρθρο του), από πια
ψυχοπαθολογικά σύνδρομα διακατέχονται, όσοι επιτίθενται με βαρείς
χαρακτηρισμούς εναντίον εκείνων, που με αγνό ζήλο και υγιές εκκλησιαστικό
φρόνημα, αγωνίζονται εναντίον των αιρέσεων. Να μας εξηγήσει δηλαδή, ποιοι
νοσηροί ψυχοπαθολογικοί μηχανισμοί κρύβονται πίσω από την μανία, με την οποία
καταδιώκουν οι θιασώτες της Οικουμενικής Κινήσεως, όλους αυτούς τους αγωνιστές,
έτσι ώστε άλλοι από αυτούς να διώκονται από τις Ιερές Μονές της μετανοίας των,
άλλοι να απειλούνται με καθαιρέσεις και άλλοι να στερούνται την μισθοδοσία
τους. Θα θέλαμε ακόμη να μας προτείνει, ποιο αγχολυτικό, ή άλλο φάρμακο,
(ευρέως, ή στενού φάσματος, αναλόγως της περιπτώσεως), θεωρεί αναγκαίο, ότι
πρέπει να πάρουν, για να παύσει η καταδιωκτική μανία τους. Περιμένουμε με ενδιαφέρον!
Εκ του
Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών, Ι. Μ. Πειραιώς