Καταγόταν ἀπό τὴ
Μεσσηνία, γεννημένος τὸ 1930 στὸ χωριό
Βουρνάζι (σήμερα Καλοβρύση).
Οἱ
γονεῖς του, Ἰωάννης καὶ Γεωργία, τοῦ μετάγγισαν τὴν πίστι καὶ τὴν εὐλάβεια.
Σπουδαῖο
ρόλο στὴν κατὰ Θεὸ πορεία τοῦ νεαροῦ ἀκόμα Ἐτεοκλῆ ἔπαιξε ἡ θεία του Ἀλεξάνδρα,
πού γιὰ πολλοὺς ἀπό τούς συνεργάτες καὶ τὰ πνευματικὰ παιδιὰ τοῦ μετέπειτα
σπουδαίου πνευματικοῦ π. Ἐπιφανίου, ἦταν θεϊκὸ στήριγμα.
Τὸ
δημοτικὸ καὶ τὸ γνμνάσιο ὁ Ἐτεοκλὴς τὰ τέλειωσε στὴν Καλαμάτα.
Τὸ
1949 εἰσῆλθε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Σπούδασε
ἀπό φλογερὴ ἀγάπη τὴ Θεολογία.
Στὰ
φοιτητικά του χρόνια μελέτησε πολλὰ ἀπό τά πατερικὰ ἔργα.
Χειροτονήθηκε
τὸ 1956 διάκονος ἀπό τὸν τότε Μητρ. Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας κυρὸ Ἱερόθεο.
Τὸ
1961 ἔλαβε τὸ δεύτερο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης ἀπό τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Ἐλευθερουπόλεως
Ἀμβρόσιο.
Διακόνησε
κυρίως ὡς πνευματικὸς σύμβουλος καὶ ἐξομολόγος στὸ Ἵδρυμα «Τρεῖς Ἱεράρχαι» Ἀθηνῶν
γιὰ 30 περίπου χρόνια.
Στὴν
καρδιὰ τῆς Ἀθήνας, στὴν ὁδό Μενάνδρου 4, χτυποῦσε μιὰ ἀπό τὶς ἁγιώτερες καρδιὲς
τοῦ 20οῦ αἰώνα.
Συνέγραψε
πλῆθος θεολογικὰ ἔργα. Τὸ πρῶτο του ἔργο, καθαρῶς ἀντιαιρετικό, ἔχει τὸν τίτλο «Ἁγία
Γραφὴ καὶ πονηρὰ πνεύματα».
Ὑπῆρξε
σπουδαῖος κανονολόγος.
Ἀσχολήθηκε
μὲ τοὺς ἱ. Κανόνες καὶ τὴ σωστή τους ἑρμηνεία.
Ὁ
ἴδιος δὲ ἦταν κανόνας ὀρθοδόξου πίστεως, θαραλλέας ὁμολογίας καὶ ἁγίας
ζωῆς.
Ἐκοιμήθη τὴν 10η Νοεμβρίου 1989, ὕστερα ἀπό ἐπώδυνη
ἀρρώστια.
Ἡ
ἐξόδιος ἀκολουθία ἐψάλη στὸν ἱ. Ναὸ Χρυσοσπηλαιωτίσσης Ἀθηνῶν. Χοροστάτησε ὁ
μακαριστὸς πλέον Σεβασμ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος, παρισταμένων πολλῶν
ἐπισκόπων, πλήθους κληρικῶν καὶ χιλιάδων πιστῶν.
Ἐτάφη
στὴν εἴσοδο τοῦ ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Κεχαριτωμένη» στὴν Τροιζηνία.
---οοο---
Στὴν
ἀποψινὴ βραδυὰ (19 Νοεμβρ. 2017, στό πνευματικό κέντρο τοῦ ἱ. Ναοῦ Εὐαγγελιστρίας
Πειραιῶς) θὰ παρουσιασθοῦν λίγες ἀνταύγειες ἀπό τὴ θεοφόρο πορεία τοῦ μεγάλου
συγχρόνου πατρός, τοῦ γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου.
Τόν
λόγο ἔχει πρῶτος ὁ Σεβασμ. Μητροπολίτης Ἐδέσσης καὶ Πέλλης πατὴρ Ἰωήλ, πού
χρημάτισε μαθητὴς καὶ πνευματικὸ παιδὶ τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος.
Στὰ
ἴχνη του ἀπό νεαρὸς ὁ τότε Παναγιώτης
Φραγκᾶκος (νῦν ἐπίσκοπος Ἰωήλ) βάδισε, ἰδίως στὴν πατερικὴ μελέτη, τὴ
θεολογικὴ σοφία, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη.
—-0000—
Ἀπὸ
τὴν εὐρύτερη πνευματικὴ οἰκογένεια τοῦ π. Ἐπιφανίου κλήθηκε ἀπόψε νὰ δώση δικὲς
του ἀναμνήσεις καὶ ὁ πιστὸς καὶ εὐσεβὴς ὀδοντίατρος κ. Δημήτριος Σωτηρόπουλος.
Καίτοι
ἔγγαμος ὁ καλός μας γιατρός, ἦταν ἐκ τῶν ἐνοίκων τοῦ σεπτοῦ Γέροντος.
Ἔνοικος
μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐγκαρδιότητας. Τὸν εἶχε ὁ π. Ἐπιφάνιος μέσα στὴν καρδιὰ του σὲ
περίοπτη θέσι.
Τήν 10η Νοεμβρίου 1989 ἔφυγε γιὰ τοὺς οὐρανοὺς σὲ ἡλικία 59 ἐτῶν ἕνα ἀπό τά ἐκλεκτότερα μέλη τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἐνάρετος κληρικός π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Πῆρε μετάθεσι ἐκεῖνος, πού ἦταν
ἐναντίον τοῦ... μεταθετοῦ! Δὲν ἤθελε τὸ μεταθετό τῶν ἐπισκόπων ἀπό ἐπισκοπή σὲ ἐπισκοπή,
διότι τὸ ἀπαγορεύουν οἱ ἱεροί Κανόνες. Ἀγωνιζόταν ὅμως γιὰ δύο μεταθέσεις:
• Γιὰ τὴ μετάθεσι τοῦ
ἁμαρτωλοῦ ἀπό τὴν ἁμαρτία στὴ μετάνοια.
• Καί γιὰ τὴ
μετάθεσι τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό.
• Ἡ τελευταία
μετάθεσις συνέβη γιὰ τὸν ἴδιον στὶς 10 Νοεμβρίου 1989. Ἀπὸ τὴ στρατευομένη Ἐκκλησία
μετετέθη στὴ θριαμβεύουσα ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησία.
• Ἐκοιμήθη μία ἡμέρα
μετὰ τὴν ἡμέρα, πού πρὶν ἀπὸ 69 χρόνια εἶχε κοιμηθῆ ὁ ἀποκληθείς «ἅγιος τοῦ αἰώνα
μας», ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Τὰ ἴχνη τῶν ἁγίων ἀκολούθησε πιστὰ ὁ μεταστάς
κληρικὸς π. Ἐπιφάνιος.
• Ἐψάλη πάνδημος ἡ ἐξόδιος
ἀκολουθία στὸν ἱ. Ναὸ Χρυσοσπηλαιωτίσσης Ἀθηνῶν στὶς 11 Νοεμβρίου, ἡμέρα τῆς
μνήμης τοῦ μεγάλου ὁμολογητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἁγίου Θεοδώρου τοῦ
Στουδίτου. Ποικιλοτρόπως ἔδωσε ζωντανή, ἀλλά καὶ τεκμηριωμένη τὴν ὁμολογία
τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὁ σεβαστὸς Γέροντας π. Ἐπιφάνιος.
• Ἀνεχώρησε τὸ σκῆνος
του ἀπό τὴν Ἀθήνα γιὰ τὸ ἱ. Ἡσυχαστήριο τῆς «Κεχαριτωμένης» στὴν Τροιζῆνα στὶς
12 Νοεμβρίου, ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος. Πιστὸς
διάκονος τῆς ἐλεημοσύνης καὶ ὁ π. Ἐπιφάνιος. Μπορεῖ κανεὶς νὰ εἰπῆ, πώς ὅ,τι γιὰ
τὸ σῶμα εἶναι ἡ ἀναπνοή, αὐτὸ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ π. Ἐπιφανίου ἦταν ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλεημοσύνη.
• Στὸ Ἡσυχαστήριο,
πού ὁ ἴδιος εἶχε ἱδρύσει, ἐτάφη στὶς 13 Νοεμβρίου, ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ Χρυσοστόμου, τὸν ὁποῖον ὁ μεταστάς ὑπερηγάπα. Ἀσθενικὸς στὸ σῶμα, ὅπως
κι ἐκεῖνος, ἐργάσθηκε μετὰ ζήλου γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ γιὰ τὴν
οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν.
—οοο—
Ὁ
ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ὅσο ζοῦσε, ἀπεστρέφετο ἐγκόσμια καὶ τὰ ἐγκώμια.
Ἡ
ἐπιθυμία του νὰ μὴν ἐκφωνηθοῦν λόγοι στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία του ἐτηρήθη. Καίτοι Ἐπιφάνιος,
ἐπιζητοῦσε τὴν ἀφάνεια. Εἶχε πραγματικὰ ἐγκολπωθῆ τὴν ταπεινοφροσύνη (Α´
Πέτρ. ε´ 5). Πολλά τά δείγματα τῆς ὑψοποιοῦ ἀρετῆς, πού τὸν κοσμοῦσε. Δύο
χαρακτηριστικά, ἄγνωστα ἴσως στοὺς πολλούς, θὰ ἀναφέρω.
• Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ
χειροτονηθῆ διάκονος. Ἡ χειροτονία του ἔγινε τὸ 1956 στὸ μικρὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου
Ἐλευθερίου, δίπλα ἀπό τό Μητροπολιτικὸ Ναὸ Ἀθηνῶν. Κανεὶς ἀπό τούς γνωστοὺς καὶ
φίλους του δὲν παρέστη. Ἁπλούστατα γιατί δὲν τὸν πῆρε κανεὶς εἴδησι. Νεαρὸς
φοιτητὴς ἤμουν καὶ συνδεόμουν μαζί του. Μαζὶ καὶ μὲ ἄλλους φοιτητὲς τῆς
Θεολογίας τόν εἴδαμε ξαφνικὰ τὸν Ἐτεοκλῆ (ἔτσι ἦταν τὸ κοσμικό του ὄνομα) μὲ
ράσο καὶ καλυμμαύχι! Μᾶς τὸν παρουσίασε ὁ π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης, ἕνας
ἀπό τούς ἐλαχίστους παρόντες στὴ χειροτονία του. Τὴν ἐπιθυμία του νὰ γίνη ἡ
χειροτονία ὅσο γίνεται πιὸ ταπεινὰ σεβάστηκε ὁπωσδήποτε καὶ ὁ χειροτονήσας αὐτὸν
Μητροπολίτης Ἀκαρνανίας Ἱερόθεος.
• Τὸ ἴδιο ἔπραξε καὶ
ὁ χειροτονήσας τὸν π. Ἐπιφάνιο, τὸ 1961, πρεσβύτερο, ὁ Μητροπολίτης Ἐλευθερουπόλεως
Ἀμβρόσιος. Στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος Παγκρατίου, ποὺ τελέστηκε ἡ χειροτονία
σὲ καθημερινὴ ἡμέρα, ἦσαν ἐλάχιστοι παρόντες. Πάλι θέλησε νὰ ἀποφύγη τό πομπῶδες
καὶ θορυβῶδες.
Τώρα
ὅμως, πού ἔφυγε, λέγονται καὶ γράφονται πολλὰ γιὰ τὴν ἁγιασμένη του μορφὴ καὶ τὴ
θεολογική του αὐθεντία, ὅλα δὲ γιὰ διδασκαλία καὶ οἰκοδομή τῶν πιστῶν. Ἀκολουθοῦμε
καὶ μεῖς ἀπόψε τὴν προτροπὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν,
οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς
μιμεῖσθε τὴν πίστιν» (Ἑβρ. ιγ´ 7).
—οοο—
• Συνεδέετο ὁ
μακαριστὸς πατὴρ Ἐπιφάνιος μὲ σεμνούς, ἐναρέτους, ταπεινούς, ἀλλὰ καὶ
φωτισμένους κληρικούς. Ἀναφέρουμε χαρακτηριστικά:
• Συνεδέετο μὲ τὸν ἀείμνηστο
σοφὸ κληρικὸ ἀρχιμ.Ἰωήλ Γιαννακόπουλο, τὸν ὁποῖο μιμήθηκε στὴν ἀγάπη τῆς
Ἁγίας Γραφῆς.
• Συνεδέετο μὲ τὸν ἀείμνηστο
θερμουργὸ κήρυκα καὶ κανονολόγο ἀρχιμ. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο, ἀπό τὸν ὁποῖο
κληρονόμησε καὶ αὔξησε τὴν ἀγάπη του πρὸς τοὺς ἱ. Κανόνες καὶ τὸ μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως.
• Συνεδέετο μὲ τὸν ἀείμνηστο
ἀρχιμ. Ἀθανάσιο Χαμακιώτη, τὸν ἡσύχιο πνευματικό, τοῦ ὁποίου θαύμαζε τὸ
πρᾶο καὶ ἤρεμο καὶ ταπεινὸ ἦθος.
• Συνεδέετο μὲ τὸν ἀείμνηστο
ἀρχιμ. Σπυρίδωνα Σγουρόπουλο, τοῦ ὁποίου ἡ νομικὴ κατάρτισις ἐπηρέασε ἀρκετὰ
τὴ σκέψι τοῦ νεαροῦ τότε φοιτητοῦ τῆς θεολογίας Ἐτεοκλέους, τοῦ μετέπειτα π. Ἐπιφανίου
Θεοδωροπούλου.
• Συνεδέετο μὲ τὸν
σεβάσμιο ἱεροκήρυκα ἀρχιμ. Χριστόφορο Καλύβα, ἡ παρρησία τοῦ ὁποίου πολλὰ
τὸν δίδαξε.
• Συνεδέετο στενῶς μὲ
τὸν σεβάσμιο ἀγωνιστὴ ἐπίσκοπο Φλωρίνης π. Αὐγουστῖνο Καντιώτη, ἀπό τὸν ὁποῖον
κληρονόμησε τὴν ἀγωνιστικότητα γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα.
Ὅλους
αὐτούς, καὶ ἄλλους σπουδαίους καὶ σεβασμίους κληρικούς, τοὺς ἀγαποῦσε καὶ τοὺς
σεβόταν βαθύτατα. Σάν μικρὸ παιδὶ ἔσκυβε καὶ τοὺς φιλοῦσε τὸ χέρι. Θεωροῦσε τὸν
ἑαυτό του τίποτε μπροστά τους, καίτοι, κατ᾽ ἀντικειμενικὴ ἐκτίμησι, σὲ πολλὰ ὑπερέβαλλε
ἀρκετοὺς ἀπὸ αὐτούς.
—οοο—
Προσπαθοῦσε
νὰ ἐργάζεται ταπεινὰ καὶ ἀθόρυβα. Βρέθηκε κάποτε στὴν ἀνάγκη νὰ καταβάλη τὰ ἔξοδα
νὰ ξανατυπωθῆ θρησκευτικὸ ἔντυπο, ἀφοῦ πολτοποιήθηκε ἡ κανονική του ἔκδοσις. Κι
αὐτὸ γιατί; Διότι εἶχε πληροφορηθῆ, ὅτι στὴν κανονικὴ ἔκδοσι τοῦ ἐντύπου ὑπῆρχε
μικρὴ ἐγκωμιαστικὴ ἀναφορὰ στὸ ἔργο του, καὶ δὴ στὸ μοναστήρι τῆς
Κεχαριτωμένης.
Δὲν
ἤθελε νὰ σαλπίζεται τὸ πολυποίκιλο ἔργο του. Στὸ νοῦ του τὸ τῆς Φιλοκαλίας: «Εἰ
θέλεις γνωσθῆναι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ἀγνοήθητι παρὰ τῶν ἀνθρώπων». Βέβαια δὲν ἦταν
δυνατὸν νὰ μὴν «ἐξέλθῃ ἡ φήμη αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν ἐκκλησίαν» (Ματθ. θ' 26).
Δὲν
ἦταν δυνατὸν δένδρο μὲ τέτοιες ἀφανεῖς ρίζες νὰ μὴν ἀποδώση καλοὺς καὶ ὠφελίμους
καρπούς. Κάθε ἄνθρωπος κρίνεται ἀπὸ τοὺς καρπούς του. «Ἐκ γὰρ τοῦ καρποῦ
τὸ δένδρον γινώσκεται» (Ματθ. ιβ´ 33).
• Ὁ π. Ἐπιφάνιος ἦταν
«δένδρον ἀγαθόν». Καὶ γι᾽ αὐτὸ «καρποὺς καλοὺς ἐποίησεν» (Ματθ. ζ´ 17). Ὁ Θεὸς
γνωρίζει ὅλους τοὺς καρποὺς τῆς ἐπί γῆς παρουσίας του. Ἐδῶ θ᾽ ἀπαριθμήσουμε ὡρισμένους
ἀπὸ τοὺς γλυκύτατους καρποὺς τοῦ δένδρου, πού ὀνομάζεται Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος.
•
Καρπός του, ἡ ἐπίδοσίς του στὰ γράμματα, καὶ τῆς θύραθεν σοφίας καὶ τῆς
θεολογικῆς γνώσεως καὶ ἐπιγνώσεως. Ὡς μαθητὴς διεκρίνετο. Ἀλλὰ καὶ στὸ
Πανεπιστήμιο οἱ σύγχρονοί του ἐνθυμοῦνται τὸν νεαρὸ φοιτητὴ Ἐτεοκλῆ, νὰ στέκη
στὰ προπύλαια τοῦ Πανεπιστημίου καὶ γύρω του φοιτητὲς ἀπὸ διάφορες σχολὲς νὰ τοῦ
ὑποβάλλουν ποικίλες ἐρωτήσεις.
Ἐντυπωσίαζε
ἡ δεινότητα, μὲ τὴν ὁποία διελέγετο καὶ ἔπειθε τοὺς συνομιλητές του, καὶ τοὺς
πλέον προκατειλημμένους. «Ἐξίσταντο πάντες οἱ ἀκούοντες αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συνέσει καὶ
ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ» (Λουκ. β´ 47).
•
Καρπός του, τὰ συγγράμματά του. Εἶχε τὸ χάρισμα τοῦ συγγράφειν. Οὔτε ἀντιγραφὴ
ἔκανε οὔτε συρραφή. Συγγραφὴ ἀπέδιδε. Κυριολεκτικῶς ἔτριζε ἡ πέννα στὰ χέρια τοῦ
μεγάλου συγγραφέως π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου.
Τὰ
συγγράμματά του διακρίνονται σὲ ἑρμηνευτικά, ἀντιαιρετικά, ἀπολογητικά,
λειτουργικά, ἐποικοδομητικὰ καὶ κυρίως κανονολογικά. Στὰ γραφόμενά του ὑπάρχει ἡ
σφραγίδα τῆς σχετικῆς τελειότητας. Ἡ κυριολεξία ἀπαράμιλλη. Τὰ ἐπιχειρήματα ἀκαταγώνιστα.
Ἡ λογικὴ θαυμαστή. Ἡ κατοχύρωσις τῶν γραφομένων στερεότατη.
Ἔδιδε
μὲ τὸ γραπτό του λόγο τὸ «παρὼν» σὲ ὅλα τὰ προβλήματα, πού ἀνέκυπταν στὴ ζωὴ τῆς
Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους, κατὰ τὴν τριακονταετία 1958-1989.
• Καρπός του ἡ ἀγάπη
του. Δὲν εἶχε ὅρια ἡ ἀγάπη του. Μπορεῖ γιὰ τὴν Ἀλήθεια νὰ ἐρχόταν σὲ διαλογικὴ
σύγκρουσι μὲ ἀντιτιθεμένους. Οὐδέποτε ὅμως ἡ ἀγάπη μειώθηκε στὴν καρδιά του, ἀκόμα
καὶ γιὰ τὸ σφοδρότερο ἀντίπαλό του.
• Καρπός του τὸ ἱερὸ
Ἡσυχαστήριο τῆς «Κεχαριτωμένης Θεοτόκου» στὴν Τροιζῆνα (Πόρου). Ὡς
μαγνήτης ἑλκύει ψυχές, πού ποθοῦν τὴν ἄσκησι καὶ τὴν πλήρη ἀφιέρωσι στὸν Κύριο.
Ὡς φάρος φωτεινὸς φωτίζει ὅλη τὴ γύρω περιοχή. Ἀποτελεῖ πρότυπο μοναστικῆς ἀδελφότητος,
πού συνδυάζει προσήλωσι στὰ παλαιὰ τυπικά των μοναστηριῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἱεραποστολικὴ
διακονία καὶ φιλανθρωπικὴ προσφορά.
• Καρπός του, τὰ
πολυάριθμα πνευματικά του τέκνα. Κανένας, ἴσως, πνευματικὸς πατέρας καὶ ἐξομολόγος
τῆς ἐποχῆς μας δὲν κατώρθωσε νὰ προσελκύση τόσους ἐπιστήμονες στὴν ἐν Χριστῷ
ζωή. Καθηγητὲς Πανεπιστημίου, ἀνώτατοι δικαστικοί, ἰατροί, νομικοί, μηχανικοί, ἐπιστήμονες
ὅλων τῶν κλάδων, φοιτητές, ἀλλὰ καὶ πλῆθος ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι εὕρισκαν στὸ ἐξομολογητήριο
τῆς ὁδοῦ Μενάνδρου 4 ὄχι μόνο τὴν ἀνάπαυσι ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν τους, ἀλλὰ
καὶ τὸ σωστὸ καθοδηγητὴ στὴν πορεία τῆς ζωῆς τους.
• Καρπός του,
κυρίως, ἦταν ἡ ταπείνωσις καὶ ἡ ἐν γένει ἀρετή του. Ὅποιος ἔβλεπε τὸν π.
Ἐπιφάνιο ἦταν σὰν νὰ ἔβλεπε ἕναν ὥριμο καρπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πάνω σ' αὐτὸ
τὸν καρπὸ ἦσαν χαραγμένες ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἀρετές, πού ἀπαριθμεῖ ὁ Παῦλος: «Ὁ δὲ
καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη,
πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. ε´ 22-23).
• Τέλος, καρπὸς τοῦ
π. Ἐπιφανίου, γιὰ τὸν ἴδιον πλέον τὸν π. Ἐπιφάνιο, εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Τὴ
γλυκύτητα καὶ τὸ κάλλος της ἤδη ἀπολαμβάνει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
—Μόχθησε
πολὺ στὴ γῆ. Ἦλθε ἡ ὥρα ν' ἀμειφθη.
—Πόνεσε
πολὺ στὸν κόσμο τοῦτο. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ χαρῆ.
—Ἔσπειρε
ἀφειδώλευτα ἐδῶ στὴν κοινωνία. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ θερίση. «Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν
λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. δ´ 36).
—οοο—
Θὰ
μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι γιὰ τὸν ἑαυτό του ἦταν θηρευτὴς τῆς αἰωνίου ζωῆς.
Γιά
τὴν κοινωνία ἦταν θηρευτὴς ψυχῶν. Καὶ εἶχε πάντοτε τὸν κατάλληλο τρόπο νὰ
θηρεύη μὲ τὸ δίχτυ τῆς χάριτος ψυχὲς καὶ νὰ τὶς ὁδηγῆ στὸ πλοῖο τῆς Ἐκκλησίας.
Θὰ
μπορούσαμε νὰ ποῦμε πρὸς τὸν κοιμηθέντα σεβάσμιο κληρικὸ π. Ἐπιφάνιο ὅσα ἐκεῖνος
πρὶν ἀπό χρόνια ἔγραψε γιὰ τὸν ἄλλον σπουδαῖο κληρικό, τὸν ἀρχιμ. Σπυρίδωνα
Σγουρόπουλο:
«Δὲν
ἀνῆλθες εἰς ὑψηλὰ ἐκκλησιαστικὰ ἢ πανεπιστημιακὰ ἀξιώματα, καίτοι τὸ ὁλόφωτο ἄστρον
τῆς ἀξίας σου θὰ ἠδύνατο, ἐάν ἁπλῶς ἤθελες, νὰ ἐπιβληθῆ ὁπουδήποτε. Ἐάν ὅμως ἐπεδίωκες
τιμάς καὶ ἀξιώματα, θὰ ἦσο μὲν τύποις Ποιμὴν καὶ Διδάσκαλος, ἄλλα δὲν θὰ ἀπέβαινες
Ἐμπνευστής. Ὡραῖον ὄντως τὸ διδάσκειν, ὡραιότερον ὅμως καὶ
μεγαλειωδέστερον τὸ ἐμπνέειν. Διὰ τὸ πρῶτον ἀρκοῦσιν ὀλίγαι ξηραὶ γνώσεις. Διὰ
τὸ δεύτερον ἀπαιτεῖται παράδειγμα ἀκτινοβόλον αὐταπαρνήσεως καὶ γενικῶς βίος ὁλόλαμπρος
καὶ πλήρης θυσιῶν. Καὶ σὺ εἶχες αὐτὴν τὴν εἰδικήν εὔνοιαν καὶ εὐλογίαν τοῦ
Κυρίου: Δὲν ἐδίδασκες ἁπλῶς, ἀλλ' ἐνέπνεες! ᾽Ανῆκες οὐχὶ εἰς τὸν μέγαν ἀριθμὸν
τῶν διδασκόντων, ἀλλ' εἰς τὸν ἀπελπιστικῶς μικρὸν ἀριθμὸν τῶν ἐμπνεόντων...».
Ὁ
π. Ἐπιφάνιος ἦταν ἀπ' ἐκείνους, πού ἐνέπνεαν. Γιὰ πολλὲς ψυχές, καὶ σοφοὺς καὶ
κατὰ κόσμον ἀσήμους, ἦταν
• ὁ μεγάλος ἐμπνευστής,
• ὁ σωστὸς καθοδηγητής,
• ὁ γνήσιος πατέρας.
Δὲν ἦταν ἁπλῶς παιδαγωγός. Ἦταν πατέρας, κατὰ τὴν Παύλειο διάκρισι (Α'
Κορ. δ´ 15).
—οοο—
Ὁ
π. Ἐπιφάνιος ἦταν σὰν ἀφανὴς πνευματικὸς στρατηγός, πού κατηύθυνε τὴ μάχη γιὰ τὴ
σωτηρία πολλῶν ψυχῶν. Κοπίαζε ὑπηρετώντας πάντοτε τὰ πνευματικὰ συμφέροντα τῆς
στρατευομένης Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ διακονώντας ποικίλες ὑλικὲς ἀνάγκες πολλῶν ἐχόντων
«χρείαν».
•
Ἂν ἱεραπόστολος εἶναι ὁ ἀνιδιοτελῶς ἐργαζόμενος ἄνθρωπος, τότε ὁ π. Ἐπιφάνιος
ἦταν ἀληθινὸς ἱεραπόστολος. Θυσίαζε καὶ στοιχειώδη δικαιώματά του, γιὰ νὰ μὴ
δώση «ἐγκοπήν τινα». Ὅλοι οἱ κληρικοί, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ἔχουν τὸ
δικαίωμα ν' ἀμείβωνται γιὰ τὴν ἐργασία τους. Ὁ πατὴρ Ἐπιφάνιος θυσίαζε τὸ
δικαίωμα του αὐτό. Καὶ μποροῦσε μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ λέγη: «Οὐκ ἐχρησάμεθα
τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ» (Α' Κορ. θ´ 12). Οὐδέποτε δέχθηκε ἐπίσημη θέσι. Ἀνύπαρκτο ἑπομένως
τὸ ὄνομά του στὶς ἐπίσημες καταστάσεις τῆς Ἐκκλησίας.
Μάταια
θὰ ψάξετε στὶς μισθολογικὲς καταστάσεις τῶν ἐφημερίων ἢ τῶν ἱεροκηρύκων νὰ βρῆτε
τὸ ὄνομα τοῦ π. Ἐπιφανίου.
Οὐδέποτε
θέλησε νὰ ἀμειφθῆ, αὐτός, πού κουραζόταν περισσότερο πάντων (Α´ Κορ. ιε´ 10).
Καὶ ὅμως, ἐνῶ οὔτε μικρό νόμισμα ἀπό προσωπικὴ μισθοδοσία ἔλαβε, εἶχε τὰ πάντα!
Ὅσα χρειαζόταν γιὰ τὸ ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς καὶ τῆς ἐλεημοσύνης, τοῦ τὰ ἔστελνε
ὁ Θεός. Ἦταν «ὡς μηδὲν ἔχων καὶ τὰ πάντα κατέχων» (Β' Κορ. στ´ 10). Ὁ ἀκτήμων ᾽Επιφάνιος
ἐπαρκοῦσε καὶ γιὰ τὶς ἀνάγκες τόσων φτωχῶν καὶ τόσων ἀσθενῶν.
• Ὁ πατὴρ Ἐπιφάνιος
δὲν ζήτησε τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό του.
• Δὲν ἤθελε ἀξιώματα.
Ὅσοι ἔχουν ἀξία δὲν μαγεύονται ἀπό τά ἀξιώματα. Καὶ ὁ π. Ἐπιφάνιος εἶχε
μεγάλη ἀξία. Τιμοῦσε τὰ ἀξιώματα, ἀλλά δὲν τὰ ἤθελε γιὰ τὸν ἑαυτό του.
Τώρα,
πού ὁ μισθαποδότης Κύριος τοῦ ἔχει ἀπονείμει «τὸν τῆς δικαιοσύνης στέφανον» (Β'
Τιμ. δ´ 8) καὶ τοῦ ἔχει χαρίσει τὴν παρρησία, τὸν παρακαλοῦμε νὰ δέεται καὶ νὰ
πρεσβεύη γιὰ κάθε ἱεραποστολικὴ προσπάθεια τῆς ἀγωνιζομένης Ἐκκλησίας.
• Ὅσοι τὸν
γνωρίσαμε, θεωροῦμε ἐπιτακτικὸ χρέος, νά
ἀποκαλύψουμε στοὺς πιστούς τό τί ἔκρυβε τόσα χρόνια στοὺς κόλπους της ἡ Ἐκκλησία
τῆς Ἑλλάδος.
• Τὸ χρυσάφι
εἶναι κρυμμένο στὴ γῆ. Μὰ κάποτε εἶναι ἀνάγκη, ἀπὸ τὸ χρυσωρυχεῖο τῆς γῆς νὰ τὸ
βγάλουμε στὴν ἐπιφάνεια, νὰ τὸ ἀξιοποιήσουμε καὶ νὰ θαυμάσουμε τὴ λάμψι του.
Μέσα
στὸ χρυσωρυχεῖο τῆς Ἐκκλησίας μας κρυβόταν τὸ χρυσάφι τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, τῆς
θεολογικῆς σοφίας καὶ τῆς ἁγίας ζωῆς, τῆς πνευματικῆς πατρότητας, πού ὀνομάζεται
Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος.
Ἦταν
ἀληθινὸς χρυσὸς ἡ ζωὴ τοῦ π. Ἐπιφανίου. Καὶ ὁ Θεὸς θέλησε νὰ τὸν λαμπρύνη ἀκόμα
περισσότερο. Πέρασε ὁ χρυσός τῆς προσεγμένης του ζωῆς καὶ ἀπὸ τὸ καμίνι τοῦ
πόνου. Καὶ βγῆκε πιὸ λαμπρό, πιὸ ἐξαγνισμένο, πιὸ ἁγιασμένο.
• Στὴν καρδιὰ τοῦ π.
Ἐπιφανίου, ὅπως χωροῦσε ἡ Ἀλήθεια, χωροῦσε καὶ ἡ Ἀγάπη. Ἀλλὰ χωροῦσε
καὶ ἡ Ταπείνωσις. Πολλὲς φορὲς τοῦ προτάθηκε νὰ γίνη ἐπίσκοπος. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Ἱερώνυμος (Κοτσώνης) τὸν ἱκέτευε. Στάθηκε ἀνένδοτος ὁ π. Ἐπιφάνιος. Ἔλεγε:
—Θέλω
νὰ πεθάνω πρεσβύτερος! Μοῦ εἶναι πολύ, πού εἶμαι καὶ πρεσβύτερος!....
• Ἤθελε νὰ εἶναι
κρυμμένος. Δὲν ἐπέτρεπε νὰ μιλᾶνε ἢ νὰ γράφουν γιὰ τὸ πρόσωπό του. Θεωροῦσε τὸν
ἑαυτό του ἕνα τίποτε, αὐτός, πού ἦταν τόσο σπουδαῖος! Θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἁμαρτωλό,
αὐτὸς πού ἦταν καὶ εἶναι ἕνας σύγχρονος ἅγιος. Θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ὡς
«τὸν πρῶτον ἁμαρτωλόν», αὐτὸς πού ἦταν ἀπὸ τοὺς πρώτους σὲ σεμνότητα καὶ σοφία
κληρικούς.
•
Θέλησε νὰ ζήση κρυμμένος πότε στὸ κελλὶ τῆς ὁδοῦ Μακεδονίας 24, στὴν Ἀθήνα, καὶ
πότε στὸ κελλί του στὸ ἡσυχαστήριο τῆς «Κεχαριτωμένης», στὴν Τροιζῆνα.
Ζήτησε
νὰ παραμείνη κρυμμένος καὶ μετὰ θάνατον. Ἄφησε ἐντολὴ νὰ μὴν ἀνοιχθῆ ποτὲ
ὁ τάφος του. Προτίμησε νὰ μιμηθῆ τὸ Μ. Ἀντώνιο, πού ἔδωσε ἐντολὴ στὸ μαθητή,
πού τὸν ἔθαψε, νὰ μὴ μάθη κανεὶς ποῦ ἐτάφη ὁ Ἀντώνιος καὶ κανεὶς νὰ μὴν ἀνοίξη
τὸν τάφο του! Φοβόταν ὁ π. Ἐπιφάνιος ἐκεῖνο πού φοβόταν καὶ ὁ Μ. Ἀντώνιος!!!
• Φοβόταν τὴ δόξα. Τὴν ἀπέφυγε μὲ κάθε τρόπο στὴ γῆ. Τοῦ τὴν προσφέρει ὁ μισθαποδότης Ἰησοῦς Χριστός. Τὴν εὐχή του ζητᾶμε ὅλοι. Τὸ πρόσωπό του πρὸς μίμησι προβάλλει ἡ Ἐκκλησία.