Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος


6 Αὐγούστου                          

«Καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5)

   ΥΠΑΚΟΥΗ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ

Μεταμοφ.ΕΟΡΤΗ, ἀγαπητοί μου, ἑορτὴ δεσποτική. Καὶ ὀνομάζεται δεσποτική, διότι σή­μερα ἑορτάζει ὁ Δεσπότης. Ὁ κόσμος, ὅταν ἀκούῃ «δεσπότης», ἐννοεῖ τὸν ἐπίσκοπο, τὸ μητροπο­λίτη, τὸν ἀρχιεπίσκοπο, τὸν πατριάρχη. Κα­κῶς αὐτοὶ λέγονται ἔτσι. Δεσπότης εἶνε ἕνας καὶ μό­νο, ὁ Χριστός, ὄχι ἄλλος· αὐτὸς εἶνε ὁ Ἀ­φέν­της, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Δεσπότης εἶνε αὐτὸς ποὺ ἐξουσιάζει. Καὶ ὁ Χριστὸς ἐξουσιάζει ὅ,τι βλέπου­με καὶ δὲ βλέ­πουμε· ξηρὰ καὶ θάλασσα, γῆ καὶ οὐρανό, ἥλιο καὶ ἄστρα, ἀνθρώπους καὶ ἀγγέλους. Ἀλλ᾽ ἐν­ῷ εἶνε «ὁ βα­σιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. 6,15), ἐν τούτοις στὴ γῆ δὲν παρουσιάστηκε μὲ τὰ ἐμβλήματα τῆς ἐξουσί­ας, ὡς δυνατός, πλούσιος, ἔνδοξος· παρουσι­άστη­κε ὡς ὁ πλέον ταπεινὸς καὶ φτωχὸς ἄν­θρωπος. Γεννήθηκε σὲ μιὰ σπηλιά. Ἔζησε μὲ σύντροφο τὴ φτώχεια. Δούλευε σὰν τελευταῖ­­ος ἐργάτης. Ἦταν γνωστὸς σὰν υἱὸς τῆς Μα­ρίας καὶ τοῦ τέκτονος. Κι ὅταν κάποτε τὸν ρώ­τησαν «Ποῦ μέ­νεις;» ἀπήντησε· «Ἐλᾶτε νὰ δῆ­τε» (Ἰω. 1,38). Καὶ σὲ κάποιον ποὺ ἤθελε νὰ γίνῃ ἀ­κόλουθός του εἶπε· «Τὰ κοράκια ἔχουν φωλιές, ἀλ­λὰ ὁ υἱὸς τοῦ ἀν­θρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφα­λὴν κλί­νῃ» ( Ματθ. 8,20). Καὶ πράγματι στὸ τέλος ἔκλινε τὴν κε­φα­λὴ στὸ σταυρὸ τοῦ Γολγο­θᾶ. Καν­είς ἄλλος δὲν ἔ­ζησε τόσο φτωχικά. Γι᾽ αὐ­τό, ἐν­ῷ ἄλ­λοι παρου­σιάζον­ται ὡς προστάτες τῶν ἀδυ­νάτων ἀλ­λὰ ζοῦν σὲ παλάτια καὶ κρεμλῖνα, αὐ­τὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς προστάτης τῶν φτω­χῶν. Κάτω ὅμως ἀπὸ τὸ ταπεινὸ σχῆμα τοῦ Ναζωραίου κρυβόταν τὸ μεγαλεῖο τῆς Θεότητος. Ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος· ἦταν Θεός. Τὸ φωνάζουν ἡ διδασκα­λία του, τὰ θαύματά του, ἡ ἁγία ζωή του· εἶνε ὁ μόνος ἐπὶ τῆς γῆς ποὺ μπορεῖ νὰ πῇ «Τίς ἐξ ὑ­μῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;», ποιός ἀπὸ σᾶς μπορεῖ νὰ μὲ ἐλέγξῃ γιὰ ἁμαρτία; (Ἰω. 8,46). Ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς τὸ φωνάζει καὶ τὸ θαῦμα ποὺ περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.

* * *

Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, ἀνέβηκε στὸ ὄ­ρος Θαβώρ. Ἐκεῖ μέχρι σήμερα σῴζεται ναὸς τῆς Μεταμορφώσεως, ποὺ ἔχουν χτίσει Ἕλ­λη­νες καὶ ἑορτάζει τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα. Πῆρε μαζί του τρεῖς ἀγαπημένους μαθητάς, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη. Καὶ ἐ­κεῖ ἔγινε τὸ θαῦμα – ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄ­πι­στοι, δικαίωμά τους, ἀλλὰ καὶ δικαίωμα δικό μας εἶνε νὰ πιστεύουμε. Ξαφνικὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο. Καὶ τὰ ροῦχα του, τὰ φτωχὰ ροῦχα ποὺ εἶχε ὑφάνει στὸν ἀργαλειὸ ἡ Παναγία μητέρα του, ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς. Καὶ ἄλλο θαυμαστό. Ὅπως κοντὰ στοὺς βα­σιλεῖς στέκονται στρατηγοὶ καὶ ἄλλοι ἀξιωματοῦχοι, ἔτσι καὶ κοντὰ στὸν πραγματικὸ βα­σιλέα τοῦ κόσμου, τρόπον τινὰ ὡς ὑπασπισταί, στάθηκαν δύο μεγάλες φυσιογνωμίες τοῦ ἀρ­χαίου κόσμου· ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλί­ας. Ὁ Μωϋσῆς εἶχε πεθάνει πρὶν ἀπὸ χίλια χρόνια καὶ ὁ Ἠλίας πρὶν πρὸ ὀχτακόσα χρόνια, καὶ τώρα ὁλοζώντανοι συζητοῦσαν μαζί του! Ἂς τ᾽ ἀκούσουν αὐτὸ οἱ χιλιασταί, ποὺ λένε ὅτι ὁ ἄνθρωπος σβήνει, ὅτι δὲν ἔχει ψυχή. Ποῦ βρέθηκαν λοιπὸν οἱ δύο αὐτοί; Ζοῦσαν. Δὲν σβήνει ὁ ἄνθρωπος. Δὲν εἶνε σὰν τὸ ἄλογο ζῷο καὶ τὸ ἄψυχο δέντρο· ἔχει ψυχὴ ἀθάνατη καὶ αἰωνία. Ὁ Θεὸς εἶνε Κύριος ζώντων ἀλλὰ καὶ νεκρῶν. Αὐτὸ μαρτυρεῖ καὶ ἡ ἐμφάνισις τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων φυσιογνωμιῶν. Ὅταν ὁ Πέτρος εἶδε αὐτὴ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ, θαμπώθηκε καὶ κατάπληκτος εἶπε· Κύριε, ἐδῶ νὰ μείνουμε. Νὰ μὴν πᾶμε πλέον κάτω στὶς πολιτεῖες, νὰ μείνουμε ἐδῶ γιὰ πάν­τα· καὶ νὰ φτειάξουμε τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸ Μωϋσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία. Προσ­έξτε· γιὰ τὸν ἑαυτό του δὲν ἐνδιαφέρεται· μόνη του χαρὰ καὶ ἀγαλλί­ασις εἶνε νὰ βλέ­πῃ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Λέει ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ Δαυΐδ· «Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν σου», θὰ χορτάσω βλέποντας τὴ δόξα σου (Ψαλμ. 16,15). Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο. Ἐνῷ ὁ οὐρανὸς ἦταν αἴθριος, «νεφέλη φωτεινή», ἕνα φωτεινὸ σύν­νεφο, ἦρθε καὶ κάλυψε τὴν κορυφὴ τοῦ Θαβώρ, καὶ μέσα ἀπ᾽ τὸ σύννεφο ἐκεῖνο, ὄχι ἀστρα­πὲς καὶ βροντὲς ὅπως ἄλλοτε στὴν κορυφὴ τοῦ Σινά, ἀλλὰ μιὰ φωνὴ γλυκυτάτη καὶ ἐπιβλητικὴ ἀκούστηκε. Ἦταν ἡ ἴδια φωνὴ ποὺ εἶχε ἀκουστῆ ἄλλοτε στὸν Ἰορδάνη ποταμό· «Οὗ­τός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε»· αὐτὸς εἶνε ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς στὸν ὁποῖο ἀναπαύομαι, σ᾽ αὐτὸν νὰ ὑπακούετε (Ματθ. 17,5).

* * *

Αὐτὸ, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ περιεχόμενο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Χριστοῦ, πέρασαν –μετρῆστε– δυὸ χιλιάδες χρόνια. Μέσα στὸ διάστημα αὐτὸ πολ­λὰ συν­έβησαν στὴ γῆ· ἔπεσαν βασιλεῖες καὶ αὐτοκρα­τορίες, ἄνω – κάτω ἔγινε ὁ κόσμος. Ἀλλὰ μέχρι σήμερα ἐξακολουθεῖ νὰ ἀκούγεται ἡ φω­νὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ βεβαιώνει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶ­νε ὁ ὁ­δη­γὸς τῆς ἀνθρωπότητος, ὁ Κύριος καὶ Δεσπό­της, καὶ προστάζει νὰ τὸν ὑπακούουμε. Ὅπως τὸ μι­κρὸ παιδὶ ἀκούει τὸν πατέρα κι ὁ μαθη­τὴς τὸ δάσκαλο κι ὁ ἄρρωστος τὸ γιατρὸ κι ὁ στρατι­ώ­της τὸν ἀξιωματικὸ καὶ ἐκτελεῖ τὶς δι­αταγές του, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς πρέπει νὰ στεκώμαστε μὲ ὑ­πακοὴ μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ νὰ τοῦ λέμε· «Λάλει, Κύριε, κι ὁ δοῦλός σου ἀκούει» (Α΄ Βασ. 3,9). Ἀκοῦτε; Μᾶς λέει, ν᾽ ἀνοίξουμε τ᾽ αὐτιά μας καὶ ν᾽ ἀκοῦμε τὸ Χριστό. Τὸ κάνουμε; Δυσ­τυ­χῶς ὄχι. Στὴν ἐποχή μας συμβαίνει ἐκεῖνο ποὺ εἶπαν οἱ προφητεῖες, ὅτι οἱ ἄνθρωποι θὰ κλείσουν τ᾽ αὐτιά τους νὰ μὴν ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ θὰ τ᾽ ἀνοίξουν στὴ φωνὴ τοῦ δια­βόλου. Τί μᾶς λέει λοιπὸν ὁ Χριστός, τί μᾶς λέει τὸ Εὐαγγέλιο, τί μᾶς λέγει ὁ δεκάλογος; ⃝ Μᾶς λέει νὰ σεβώμεθα τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τὸ «ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλ. 2,9). Κ᾽ ἐμεῖς; Κάποτε στὴν πατρίδα μας, ἑκατὸ χρόνια νὰ ζοῦσες, δὲν ἄκουγες κανένα νὰ βλαστημάῃ· τώρα παν­τοῦ ἀκούγεται βλαστήμια. Οἱ Τοῦρκοι δὲ βλαστημοῦν Ἀλλάχ· στὴν Περσία, ἂν κανεὶς βλαστημήσῃ, ὁ χομεϊνὶ τὸν ἐκτελεῖ. Αὐτοί, ἐνῷ ἔ­χουν ψεύτικη θρησκεία, τὴν τιμοῦν· ἐμεῖς, ποὺ ἔχουμε τὴν ἀλήθεια, δὲν τὴν τιμοῦμε. ⃝ Μᾶς λέει ὁ Θεός· «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποι­ή­σεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑ­βδό­μῃ σάββατα Κυ­ρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10. Δευτ. 5,13-14), ὅτι πρέπει κάθε Κυριακὴ νὰ ἐκκλησιαζώ­μεθα. Παλαιότερα ἄκουγαν τὴν καμπάνα ἢ καὶ χωρὶς καμπάνα (δὲν ἄφηνε ὁ Τοῦρκος νὰ χτυποῦν), καὶ μόλις ἔβγαινε ὁ ἥλιος ἔτρεχαν ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Τώρα ἀπὸ τοὺς ἑκατὸ ἐ­νορῖ­τες δύο μὲ τρεῖς ἐκκλησιάζονται. ⃝ Μᾶς λέει ὁ Χριστός, νὰ σεβώμεθα τὴν περι­ουσία τοῦ ἄλλου. Κι ὅμως ἐμεῖς κλέβουμε καὶ τὸν ἰδιωτικὸ καὶ τὸ δημόσιο πλοῦτο. Ποιός π.χ. πλη­ρώνει κανονικὰ φόρους; Σβήσαμε τὸ «οὐ κλέψεις» (Ἔξ. 20,14. Δευτ. 5,19) καὶ γράψαμε ἕναν ἄλλο νόμο· «ἅρπαξε νὰ φᾷς καὶ κλέψε νά ᾽χῃς». ⃝ Μᾶς εἶπε ὁ Χριστός μας, ὅτι πρέπει τὰ παιδιὰ ν᾽ ἀγαποῦν τοὺς γονεῖς. Καὶ τώρα τὰ παιδιὰ σηκώνουν χέρι στὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα. ⃝ Μᾶς εἶπε ὁ Χριστός, τὰ ἀντρόγυνα νὰ εἶνε ἀ­γαπημένα κι ὅτι μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χωρίζει τὸ ἀντρόγυνο. Καὶ ἐνῷ στὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστο, τώρα ἡ βουλὴ ψήφισε νόμους γιὰ νὰ χωρίζουν εὐκολώτερα τὰ ἀντρόγυνα. ⃝ Καὶ τὸ χειρότερο ἀπ᾽ ὅλα ποιό εἶνε; Μᾶς καλεῖ ὁ Χριστὸς νὰ μετανοήσουμε, καὶ δὲ μετα­νοοῦμε. Δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς διότι ἁμαρτάνουμε· τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲ μετανοῦμε, καὶ ἡ ἀμετα­νοησία εἶνε δαιμονική· ὁ διάβολος μόνο μένει ἀμετανόητος.
* * *
Ἂς ἀκούσουμε, ἀδελφοί μου, τὴν πρόσκλη­σι τοῦ Χριστοῦ, ἂς μετανοήσουμε καὶ ἂς κλάψουμε. Φοβοῦμαι ὅτι κάποια μεγάλη συμφο­ρὰ θὰ μᾶς ἔρθῃ. Διότι ὅλοι μας, μικροὶ καὶ μεγάλοι, φτωχοὶ καὶ πλούσιοι, παπᾶδες καὶ δεσποτάδες, βουλευταὶ καὶ ὑπουργοί, πρωθυπουργοὶ καὶ πρόεδροι δημοκρατίας, ἐγκαταλείψαμε τὸ λόγο καὶ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Κλείσαμε τ᾽ αὐτιά μας μὲ βουλοκέρι, νὰ μὴν ἀκοῦ­με τί λέει ὁ Χριστός μας, κι ἀνοίξαμε τ᾽ αὐτιά μας στὶς φωνὲς τῶν δαιμόνων. Στὴν ἐκκλησία δὲ στεκόμαστε μισὴ ὥρα ν᾽ ἀκούσουμε τὴ θεία λειτουργία, ἀλλὰ κάθε βράδυ τ᾽ αὐτιά μας εἶ­νε κολλημένα στὰ ῥαδιόφωνα καὶ τὰ μάτια μας καρφωμένα στὶς τηλεοράσεις, ν᾽ ἀκοῦμε ὅ,τι αἰσχρὸ καὶ ἀκατονόμαστο. Σήμερα, τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα, ἂς δώσουμε ὑπόσχεσι στὸν Κύριο, ὅτι στὸ ἑξῆς θά ᾽χουμε ἀνοιχτὰ τὰ αὐτιὰ καὶ τὶς καρδιές μας καὶ θ᾽ ἀ­κοῦμε τὸ λόγο του. Τότε ὁ Χριστὸς θὰ εἶνε μα­ζί μας, καὶ θὰ εἴμαστοι πράγματι εὐτυχεῖς καὶ εὐδαίμονες ὅπως οἱ πρόγονοί μας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
πομαγνητοφωνημένη ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου εις τον ιερό  ναό Μεταμορφώσεως Ἀρδάσσης – Ἑορδαίας, Δευτέρα 6-8-1979)