Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Ἡ Γέννησις τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ


Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Η ΕΛΛΑΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΦΑΤΝΗ

«Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. 4,13)

ΕΛΛΑΣ ΠΡΟ ΦΑΤΝΗΣΠρὸ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου, ἡ ἀνθρωπότης καὶ μαζί της ἡ πατρίδα μας ὑπέφερε. Ἂν ἔφθαναν στ᾽ αὐτιά μας οἱ φωνὲς ἀπ᾽ τὶς ψυχὲς μυριάδων ἀνθρώπων τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, θ᾽ ἀκούγαμε ἀ­ναστε­ναγμοὺς καὶ κραυ­γὲς πόνου, ὅπως π.χ. ὁ πόνος ποὺ δοκίμαζαν ὁ Λαοκόων καὶ τὰ παιδιά του, στὸ γνωστὸ σύμ­­πλεγμα, καθὼς τοὺς ἔσφιγγαν οἱ δράκοντες.
Ὁ ἀρχαῖ­ος ὄφις – τὸ κακό, παρ᾿ ὅλη τὴν ἕλ­ξι καὶ γοητεία μὲ τὴν ὁποία ἐξαπάτησε τοὺς πρωτοπλά­στους καὶ παρασύρει ἔκτοτε τοὺς ἀν­θρώπους, κρύβει μέσα του φοβερὸ δηλη­τή­ριο ποὺ δὲν ἄφησε τίποτε ἀμόλυντο. Ὁ ἄν­θρω­πος φαρμακώθηκε ἀπ᾽ τὴ ῥίζα του, ψυ­χὴ καὶ σῶ­μα δι­εφθάρησαν. Τὸ δηλητήριο αὐ­τό, ποὺ ἡ ἁγία Γραφῆς τὸ ὀ­νομάζει ἁ­μαρτία, διαπότισε ὅλη τὴν ἀνθρώ­πινη ὑπόστασι· ὁ νοῦς σκοτίστηκε, ἡ καρδιὰ ψυ­χράν­θηκε, ἡ θέλησι ἀτόνη­σε. Ἡ ἀνθρω­πότης ψυχορ­ραγοῦσε ὅπως ὁ δια­βάτης τῆς πα­ραβολῆς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου ποὺ ἔ­πεσε στοὺς λῃ­στὰς κι αὐτοὶ «ἐκδύσαντες αὐ­τὸν καὶ πλη­γὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡ­μιθανῆ τυγχάνοντα» (Λουκ. 10,30). Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ πέθαινε.

Γι᾽ αὐτὸ ἀπ᾽ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς ὑφηλίου ἀ­κούγονταν κραυγὲς πόνου. Ἡ ἀνθρωπότης ἀ­π᾽ τὸ κεφάλι ὣς τὰ πόδια εἶχε γίνει ἕνα ἕλ­κος. Ὅπου κι ἂν τὴν ἄγγιζες πονοῦσε καὶ φώναζε. Καὶ ποιός δὲν πονοῦσε καὶ δὲν φώναζε; Φώναζαν τὰ παι­διά, ποὺ τά ᾽ρριχναν στὸν Καιάδα. Φώναζαν οἱ παρθένες, ποὺ ἀτιμάζονταν μέσα στοὺς ναοὺς τῆς εἰδωλολατρίας προσ­φέ­ρον­τας τὴν τιμή τους ὡς… λατρεία τῆς θε­ᾶς Ἀ­φρο­δίτης καὶ τῆς θεᾶς Ἀστάρτης. Φώναζαν τὰ ἑ­κατομμύρια δοῦλοι, ποὺ ἔσερναν τὶς ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς καὶ τοὺς κομμάτια­ζαν οἱ με­γιστᾶ­νες γιὰ νὰ τρέφουν μὲ τὶς σάρκες τους τὰ ἰχθυ­οτροφεῖα τους. Φώναζαν οἱ λαοί, ποὺ εἶ­χαν χά­σει τὴν ἐλευθερία τους κάτω ἀπ᾽ τὸ ζυγὸ τῆς Ῥώμης. Πρὸ παντὸς ὅμως φώναζαν οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἔνοχοι γιὰ τὶς μύριες παραβάσεις τοῦ ἠθικοῦ νόμου· αὐτοί, ἀπὸ προσωπικὴ πεῖρα, εἶχαν πεισθῆ ὅτι τὸ ν᾽ ἀνατρέψουν ἕνα τυραννικὸ καθε­στώς, ὅσο δύσκολο κι ἂν εἶνε, εἶνε παι­χνίδι ἐν συγκρίσει μὲ τὸ ν᾽ ἀ­νατρέψῃ καν­εὶς τὴν τυραννία τῶν παθῶν, ποὺ ἔχει θρονια­στῆ στὴν καρδιὰ τοῦ ἐνόχου. Ἐ­κεῖ, στὰ σκοτεινὰ ὑ­ποσυνεί­δητα βάθη τῆς ψυχῆς, ζοῦν οἱ ἀόρατοι τύραν­νοι, τὰ πάθη, καὶ γιὰ νὰ λυτρωθῇ ἀπὸ τὴν τυραννία τους ἡ ψυχὴ φώναζε μαζὶ μὲ τὸν Παῦ­λο· «Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (῾Ρωμ. 7,24).
Ὅλοι καὶ ὅλα ζητοῦσαν λύτρωσι, καὶ οἱ φω­νὲς ἔφταναν ὣς τὸν οὐρανό. Πόνος καὶ πόθος. Ἡ ἀνθρω­πότης πονοῦσε βλέποντας τὰ ἄ­πειρα θύματα σὲ κάθε γωνιὰ τῆς γῆς, σὲ κάθε ἐκ­δήλωσι τῆς ζωῆς· ἀλλὰ καὶ ποθοῦσε νὰ βγῇ ἀ­π᾽ τὸ λαβύρινθο, νὰ ζήσῃ λυτρωμένη ἀπὸ τοὺς φό­βους ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν τυραννιῶν.
Φωνὲς ἀκούγονταν ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς οἰ­κουμένης· Ἔρχεται! ἔρχεται ὁ Δυνατός, ὁ Σο­φός, ὁ Ἰατρός, ἔρχεται ὁ Λυτρωτής! Καὶ μυστη­ριωδῶς ὅλοι στρέφονταν πρὸς τὴν Ἀνατολή.

* * *

Ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη –ἐκτὸς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ– ἐ­­κεῖνο ποὺ αἰσθανόταν περισσότερο τὴν ἀνάγ­κη μιᾶς ὑπερφυσικῆς ἐπεμβάσεως γιὰ νὰ σω­θῇ ὁ κόσμος, ἦταν ἡ Ἑλλάς. Ἡ πατρίδα μας, ποὺ εἶχε ἀναδείξει τοὺς μεγαλυτέρους φιλοσόφους καὶ ποιητὰς κι ἀνέβηκε στὸν κολοφῶ­­να τῆς πνευματικῆς ἀναπτύξεως, διαισθάνθη­κε ὅ­τι τὸ κακὸ ποὺ κατέτρωγε τὰ σπλάχνα τῆς ἀν­θρωπότητος ἦταν τέτοιο ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ θεραπευθῇ μὲ ἀνθρώπινα μόνο μέσα, μὲ ἁ­πλὲς φιλοσοφικὲς συμβουλές. Αὐτές, ὅ­σο ὡραῖες κι ἂν εἶνε, μοιάζουν μὲ ἔμπλαστρα ποὺ προσωρινὰ ἀνακουφίζουν τὸν ἄρρω­στο, ἐνῷ ἡ ῥίζα τοῦ κακοήθους ἀποστήματος μένει μέσα, κ᾽ ἐκεῖ δουλεύει καὶ ἀπειλεῖ νὰ μολύνῃ τὸ αἷμα καὶ νὰ ἐπιφέρῃ τὸ θάνατο. Μὲ ἔμπλαστρα δὲν σῴζεται ὁ ἄρρωστος. Ὁ μεγάλος ἄρρωστος, ἡ ἀνθρωπότης, χρειαζόταν «φάρμακα ἡρωικά». Ποιός θὰ τὰ ἔδινε; Ἡ Ἑλλὰς μὲ τὸ στόμα μεγάλων τέκνων της προφήτευσε, ὅτι θ᾽ ἀνατείλῃ μιὰ χαρμόσυνη ἡ­μέρα, ποὺ τὸ κακό, ὁ «Τυφών», θὰ συντριβῇ κάτω ἀπὸ τὴ δύναμι τοῦ Ἰσχυροῦ καὶ τότε θὰ σημειωθῇ νέα στροφὴ τῆς ἀνθρωπότητος. Ἂς ἀναφέρουμε μερικὲς ἐκλάμψεις τοῦ προ­φητικοῦ πνεύματος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, ἡ ὁποία νωρίς χαιρέτισε τὴ γέννησι τοῦ Λυτρω­τοῦ· ἂς δοῦμε, σὲ δύο συνέχειες, ὡρισμένους προφῆ­τες τῆς Ἑλλάδος καὶ τὶς προφητεῖες τους

. ⃝ Ὁ Σωκράτης (469-399 π.Χ.).

Ὁ Σωκράτης ἐ­θεωρεῖτο ὡς ὁ πάντων ἀνδρῶν σοφώτατος. Στὸ τέλος τῆς ζωῆς του δικαζόταν στὴν Ἀθήνα. Ὅ­ταν ἦρθε ἡ ὥρα ν᾿ ἀπολογηθῇ, δὲν κολά­κευ­­σε τοὺς δικαστάς του, δὲν ζήτησε τὸ ἔλεός τους· μίλησε μὲ τὴν ὠμὴ γλῶσσα τῆς ἀληθείας. Ἀ­πευθύνθηκε στοὺς Ἀθηναίους, ἀνασκόπησε τὴ ζωή του ἀνάμεσά τους, τὴν ἀποστολὴ ποὺ εἶ­χε νὰ διδάσκῃ κάθε συμπολίτη του τὸ γνωστὸ «Γνῶθι σαυτόν», καὶ προβλέπον­τας τὸ σκληρὸ τέλος του, εἶπε περίπου τὰ ἑξῆς. «Ἀθηναῖοι! Ὑπῆρξα ὁ ἀφυπνιστὴς τῶν συνει­­δήσεών σας, ἡ βουκέντρα τῆς πόλεώς σας. Ὅ­πως ὁ γεωργὸς χρησιμοποιεῖ τὴ βουκέντρα γιὰ νὰ κινήσῃ τὰ νωθρὰ ζῷα στὴ δουλειά, ἔτσι κ᾽ ἐγὼ χρησιμοποίησα τὴ διδασκαλία γιὰ νὰ κι­νήσω τὴ νωθρὴ σκέψι σας σὲ ὑψηλὲς ἰδέες, ποὺ εἶνε τὰ κίνητρα γιὰ μεγάλες ἀποφάσεις τοῦ βίου. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀποστολή μου, ἡ ὁποία σὲ λίγο τελειώνει. Ἐσεῖς μὲν θ᾿ ἀπαλλαγῆτε ἀ­­πὸ μένα τὸν Σωκράτη, ποὺ μὲ τοὺς ἐλέγχους μου σᾶς εἶχα γίνει τόσο ἐνοχλητικός· ἀλλὰ με­τὰ τὸ θάνατό μου προβλέπω, ὅτι θὰ καλύψῃ τὴν πόλι σας βαθὺ πνευματικὸ σκοτάδι. Ἐσεῖς καὶ οἱ ἀπόγονοί σας θὰ κοιμᾶστε, ἕως ὅτου ὁ Θεὸς σᾶς λυπηθῇ καὶ στείλῃ κάποιον, ποὺ θὰ ἔ­χῃ τὴ δύναμι νὰ σᾶς ξυπνήσῃ καὶ νὰ σᾶς διδά­­ξῃ ποιός εἶνε ὁ ἀληθινὸς προορισμὸς τοῦ ἀν­θρώ­που». Ἐπὶ λέξει· «Καθεύδοντες διατελοῖ­τε ἄν, εἰ μή τινα ἄλλον ὁ θεὸς ὑμῖν ἐπιπέμψειε κηδόμενος ὑμῶν» (Πλάτωνος, Ἀπολογία Σωκράτους 18[31α]). Τὰ τελευταῖα αὐτὰ λόγια τοῦ Σωκράτους, θεωρήθηκαν ἀνέκαθεν ὡς προφητικά, ἐκπληρώθηκαν δὲ πλήρως – πότε; ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος ὡς κῆρυξ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἔ­φθασε στὴν Ἀθήνα καὶ ἡ φωνή του ξύπνησε τοὺς προγόνους μας ἀπὸ τὴ βαθειὰ νύχτα τῆς εἰδωλολατρίας (βλ. Πράξ. 17,22). Προφητικὰ ὅμως πρέπει νὰ θεωρηθοῦν καὶ τὰ λόγια ἐκεῖνα ποὺ εἶ­χε πεῖ ὁ Σωκράτης σὲ κάποια ἄλλη περίπτωσι νωρίτερα. Μιὰ μέρα ἕνας ἀπὸ τοὺς εὐφυέστερους καὶ ζωηρότερους μαθητάς του, ὁ Ἀλκιβιάδης, πήγαινε στὸ ναὸ νὰ προσφέρῃ θυσία. Συναν­τᾷ λοιπὸν τὸν Σωκράτη καὶ τὸν ἐρωτᾷ τί πρέπει νὰ ζητήσῃ ἀπὸ τοὺς θεούς. Τὸ ἐρώτημα εἶνε σοβαρὸ καὶ γύρω ἀπὸ αὐτὸ στρέφεται ἡ συζήτησι. Ἀκοῦστε σὲ παράφρασι τὸν διάλογο. «Σωκράτης· Δὲν εἶμαι σὲ θέσι ν᾽ ἀπαντήσω στὸ ἐρώτημά σου. Ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις μου. Εἶνε ἀνάγκη νὰ περιμένουμε ἕως ὅτου μάθου­με καλά, ποιά πρέπει νὰ εἶνε ἡ ἁρμόζουσα στάσι μας ἀπέναντι σὲ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους. Ἀλκιβιάδης· Νὰ περιμένουμε; Μὰ πότε θὰ ἔρ­θῃ ὁ καιρὸς αὐτός; Καὶ ποιός θὰ εἶνε ὁ ἐκ­παιδευτὴς τῆς θείας αὐτῆς τέχνης; Ἐγὼ τοὐ­λάχιστον θὰ αἰσθανθῶ χαρὰ ἀνέκφραστη νὰ δῶ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν πῶς θὰ εἶνε. Σωκράτης· Αὐτός, ὁ θεῖος ἐκπαιδευτής, δὲν ἀ­­διαφορεῖ γιὰ σένα. Ἀλλά, ὅπως λέει κάπου ὁ Ὅμηρος γιὰ ἕνα ἥρωά του, ὅτι δὲν θὰ μποροῦ­σε νὰ δῇ καὶ νὰ διακρίνῃ τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀν­θρώπινα ἐὰν μὲ θεϊκὴ ἐπέμβασι δὲν θ᾿ ἀφαιρεῖτο τὸ πυκνὸ σκοτάδι ἀπὸ τὰ μάτια του, ἔ­τσι κ᾽ ἐγὼ λέω γιὰ σένα ὅτι, γιὰ νὰ διακρίνῃς τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, εἶνε ἀνάγκη νὰ ἀφαιρε­θῇ ἀπὸ τὰ δικά σου μάτια τὸ σκοτάδι. Καὶ αὐ­τὸ θὰ εἶνε ἔργο τοῦ θείου ἐκπαιδευτοῦ. Ἀλκιβιάδης· Ἂς μοῦ ἀφαιρέσῃ τὸ σκοτάδι, ἂς κάνῃ ὅ,τι ἄλλο θέλει σ᾽ ἐμένα – δὲν θὰ φέρω καμμιά ἀντίρρησι, ἀρκεῖ μὲ τὰ μέσα ποὺ θὰ μοῦ ὑποδείξῃ νὰ γίνω καλύτερος καὶ νὰ μπορέσω νὰ προσφέρω τὶς καλυτέρες θυσίες στὸ θεό. Σωκράτης· Μὴν ἀμφιβάλλεις καθόλου ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ποὺ θὰ κατέχῃ τὸ μυστικὸ τῆς προαγωγῆς μας σὲ ἀνώτερες σφαῖρες ζωῆς, θὰ ἐνδιαφερθῇ προσωπικὰ πολὺ γιὰ σένα. Ἀλκιβιάδης· Ἀλλὰ τότε νομίζω ὅτι καὶ ἡ θυσία, ποὺ ἑτοιμάζομαι νὰ προσ­φέρω, καλὸ εἶνε νὰ ἀναβληθῇ μέχρι τὸν ἐρχομό του. Σωκράτης· Συμφωνῶ. Ἀλκιβιάδης· Μὲ ἐνθουσίασες, δάσκαλε. Ἐπει­δὴ μὲ συμβούλευες σωστά, θὰ μοῦ ἐ­πιτρέψῃς νὰ σὲ στεφανώσω μὲ τὸ στεφάνι αὐτὸ ποὺ κρατῶ· ὡς πρὸς δὲ τὰ ἄλλα δῶρα ἐπιφυλάσσομαι νὰ τὰ προσφέρω θυσία ὅταν ἔρθῃ ἡ ἡμέ­ρα ἐκείνη, ἐλπίζω δὲ ὅτι δὲν εἶνε μακριά». Αὐτὸς ὁ διάλογος βρίσκει τὴν ἐκπλήρωσί του στὸ Εὐαγγέλιο (κατὰ Λουκᾶν κεφ. 11ο). Με­­τὰ τέσσερις αἰῶνες στὸ ἐρώτημα τοῦ Ἀλκιβι­άδου δόθηκε ἡ ἀπάντησι. Ὅταν οἱ μαθηταὶ εἶ­παν «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσ­εύχεσθαι» (Λουκ. 11,1), ὁ Κύριος ἄνοιξε τὰ πανάχραν­τα χείλη του καὶ δί­δαξε τὴν ἀνθρωπότητα τί πρέπει νὰ ζητῇ ὅ­ταν κλίνῃ γόνυ ἐμπρὸς στὸν οὐράνιο Πατέρα.

⃝ Ὁ Πλάτων (427-347 π.Χ.)

Ὁ δὲ κορυφαῖος μαθητὴς τοῦ Σωκράτους, ὁ Πλάτων, μὲ τὸν ἀριστοτεχνικόν του κάλαμον ἐζωγράφισε τὴν εἰκόνα τοῦ Δικαίου, ὅστις θὰ σώσῃ τὸν κόσμον. Ὁ Δίκαιος, λέγει, θὰ γυμνωθῇ, ἀλλ᾿ οὐδεὶς θὰ δυνηθῇ ν᾿ ἀφαιρέσῃ ἀπ᾿ αὐτὸν τὴν ἀρετήν. Καὶ ἐνῷ θὰ εἶνε ἀθῷος, οὐδένα ποτὲ ἀδικήσας, ἐν τούτοις θὰ δυσφημισθῇ ὡς νὰ εἶχε διαπράξει «τὴν μέγιστην ἀδικίαν». Θὰ δικασθῇ, θὰ μαρτυρήσῃ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ θὰ παραμείνῃ «ἀμετάστατος μέχρι θανάτου», δηλαδὴ δὲν θ᾿ ἀλλάξῃ γνώμην. Θὰ μείνῃ ὡς ἀκίνητος βράχος ἐν μέσῳ μαινομένης θαλάσσης. Θὰ βασανισθῇ πολύ. Θὰ μαστιγωθῇ καὶ θὰ τελειώσῃ τὴν ζωήν του μὲ θάνατον φρικτόν. Ἐπὶ λέξει· «ἀνασχινδιλευθήσεται». Ποῖος μελετῶν τὸ περίφημον αὐτὸ περὶ τοῦ Δικαίου χωρίον τῆς συγγραφῆς τοῦ Πλάτωνος δὲν ἐνθυμεῖται παρόμοιον χωρίον τοῦ προφήτου Ἠσαΐου; Ὁ Ἠσαΐας πρὸ 800 ἐτῶν προεφήτευσε τὴν ἔλευσιν τοῦ Λυτρωτοῦ λέγων· «Καὶ εἴδομεν αὐτόν, καὶ οὐκ εἶχεν εἶδος οὐδὲ κάλλος· ἀλλὰ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἄτιμον καὶ ἐκλεῖπον παρὰ πάντας τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων… Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει. Αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ᾿ αὐτόν, τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν. Πάντες ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν, ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη· καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν» (Ἠσ. 53,2-6).

⃝ Ὁ Πλούταρχος (48-125 μ.Χ.)

Ἂν καὶ ὁ φιλόσοφος αὐτὸς ἔζησε κατὰ τὸν Α΄ μ.Χ. αἰῶνα, ἐν τούτοις τὸν ἀναφέρομεν ἐνταῦθα, διότι ἀπηχεῖ τὰς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματα τοῦ ἀρχαίου εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, ποὺ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ἤρχισε νὰ καταρρέῃ. Ὁ Πλούταρχος βλέπει τὴν ἀθλιότητα τοῦ κόσμου, τῆς ὁποίας αἰτία εἶνε μία· πνεῦμα πονηρὸν εἰσῆλθεν, ἐτάραξε πάντα τὰ πράγματα, ἐνέπλησε κακῶν γῆν τε πᾶσαν καὶ θάλατταν. Ἀλλ᾿ ἡ δυναστεία αὐτοῦ, λέγει ἀλλαχοῦ ὁ Χαιρωνεὺς φιλόσοφος, θὰ διαλυθῇ. Μία νέα περίοδος ζωῆς θὰ ἀνατείλῃ. Ἔκ τινος μικρᾶς χώρας θὰ προέλθῃ ἀγαθὸν μέγα, τὸ ὁποῖον θὰ ἐπεκταθῇ εἰς ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα, ὥστε «τῆς γῆς ὁμαλῆς γε καὶ ἐπιπέδου γενομένης ἕνα βίον καὶ πολιτείαν ἀνθρώπων μακαρίων καὶ ὁμογλώσσων ἁπάντων γενέσθαι». Ταῦτα ἀναγινώσκοντες δὲν νομίζετε ὅτι ἀκούετε μακρόθεν τὴν φωνὴν τοῦ προφήτου Ἠσαΐου λέγοντος· «Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται καὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς ταπεινωθήσεται, καὶ ἔσται πάντα τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν καὶ ἡ τραχεῖα εἰς ὁδοὺς λείας· καὶ ὀφθήσεται ἡ δόξα Κυρίου, καὶ ὄψεται πᾶσα σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ»; (Ἠσ. 40,3-5· πρβλ. Λουκ. 3,4-6). Κατὰ τοὺς λόγους τῆς προφητείας ταύτης ὑπάρχουν ἀδικίαι – βουνὰ ποὺ φράσσουν τὴν ὁδὸν τῆς ζωῆς, ἀλλ᾿ αὐτὰ μὲ τὴν βαθμιαίαν ἐπίδρασιν τοῦ χριστιανισμοῦ θὰ καταπίπτουν συνεχῶς, καὶ ἡ κοινωνικὴ δικαιοσύνη καὶ πᾶσα ἄλλη ἀρετὴ θὰ ἐξαπλοῦται, καὶ ἡ συναδέλφωσις τῶν λαῶν ποὺ εἶνε τώρα ὅραμα θὰ γίνῃ πραγματικότης. Πᾶν ὅ,τι εἶνε ἀνώμαλον ὁπωσδήποτε θὰ ἐξαλειφθῇ καὶ θὰ ἐπικρατήσῃ ἡ θεία ἐκείνη ὁμαλότης, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει νὰ συναντώμεθα ὅλοι εἰς τὸ κοινὸν ἐπίπεδον τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ ὁ Χριστός, ποὺ ἵστατο ὑπεράνω ὅλων, εἰς ὕψος ἀπερίγραπτον, «δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς» (Ἀκάθ. ὕμν. Α3), ἐχαμήλωσε τόσον, ὥστε κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἐπιγείου ζωῆς του συνανεστρέφετο καὶ τοὺς πλέον εὐτελεῖς καὶ ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους, ποῖος ὀπαδός του θὰ εἶνε ἐκεῖνος ποὺ θὰ κρατῇ τὸ ἰδικόν του ὕψος καὶ δὲν θὰ καταδέχεται νὰ καταβῇ ὀλίγας βαθμῖδας διὰ νὰ χαιρετίσῃ καὶ ἐναγκαλισθῇ τὸν ἄλλον; Ὁ χριστιανισμός, χωρὶς νὰ καταργῇ τὴν ἱεραρχίαν τῶν διαφόρων ἀξιωμάτων, ποὺ εἶνε ἀναγκαία διὰ τὴν διάρθρωσιν τῆς κοινωνίας, δημιουργεῖ ἐν ταυτῷ τὴν ὁμαλότητα, τὸ ἔδαφος ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἱστάμεθα καὶ γνωριζόμεθα ἅπαντες ὡς ἀδελφοί. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ Πλουτάρχου συνέβη καὶ γεγονὸς ποὺ ἐβύθισεν εἰς πένθος τοὺς εἰδωλολάτρας· ἔπαυσαν ἀποτόμως οἱ χρησμοὶ ποὺ ἐξέφερον τὰ διάφορα μαντεῖα τῆς εἰδωλολατρίας, τὸ δὲ γεγονὸς τοῦτο ἐπροκάλεσε τοιαύτην ἐντύπωσιν εἰς τὸν φιλόσοφον, ὥστε συνέγραψεν ἴδιον βιβλίον περὶ τῶν «ἐκλελοιπότων χρηστηρίων». Καὶ οἱ μὲν ὀπαδοὶ τῆς εἰδωλολατρίας προσεπάθησαν νὰ ἀποδώσουν ἀλλοῦ τὴν σιγὴν τῶν μαντείων, ἀλλὰ μία ἦτο ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία· ὅτι ὁ ἑωσφόρος, ὅστις ἕως τότε ἐπλάνα τὴν οἰκουμένην, ὑπέστη διὰ τῆς γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τρομακτικὴν ἧτταν καὶ ἔντρομος ἀπεσύρθη ἀπὸ τὰ φρούριά του.

⃝ Ὁ Πολύβιος (204-120 π.Χ.)

Ὁ Πολύβιος, διάσημος ἱστορικός, ποὺ ἔβλεπε τὴν Ῥωμαϊκὴν αὐτοκρατορίαν νὰ ἐξαπλώνεται συνεχῶς, νὰ καταργῇ βασίλεια τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου, ἐθαύμαζε τὸ γεγονὸς αὐτὸ καὶ εἰς τὴν ταχυτάτην ἐξάπλωσιν τῆς Ῥώμης διέβλεπε τὸν δάκτυλον τῆς θείας προνοίας. Δὲν εἶνε, ἔλεγε, τυχαία ἡ ἐξάπλωσις αὕτη τῆς αὐτοκρατορίας. Κάτι μέγα ἐν τῷ κόσμῳ ἑτοιμάζεται. Τὰ γεγονότα, σημειώνει, «ἐπάγουσιν» (=ὁδηγοῦν) τὸν κόσμον πρός τινα ἑνότητα. Καὶ πράγματι· ἡ πολιτικὴ ἐκείνη ἑνότης ὑπὸ τὸ σκῆπτρον τῆς Ῥώμης ἐφάνη χρήσιμος διὰ τὴν διάδοσιν τοῦ χριστιανισμοῦ, ὅπως ἐπίσης χρήσιμος ἀπεδείχθη ἡ διὰ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου διάδοσις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης εἰς ὅλον τὸν τότε γνωστὸν κόσμον. Ἡ θεία πρόνοια προπαρεσκεύασε ποικιλοτρόπως τὸ ἔδαφος διὰ νὰ σπαρῇ ὁ θεῖος σπόρος τοῦ εὐαγγελίου. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν χριστιανὸς φιλόσοφος, ὁ Αὔγουστος Νικόλαος, κρίνων τὰ πρὸ καὶ τὰ μετὰ Χριστὸν ἱστορικὰ γεγονότα, γράφει τὰ ἑξῆς σπουδαιότατα. «Ὅταν θεωρῶμεν ὑπὸ τοιαύτην ἔποψιν τὴν ἱστορίαν, εὑρισκόμεθα εἰς μίαν ἐκτεταμένην σκηνήν, ἔνθα λύονται ὅλαι αἱ περιπλοκαὶ τῆς πολιτικῆς τῶν ἀνθρώπων, ὅλαι αἱ τύχαι τῶν ἐθνῶν συνδέονται καὶ ἐξηγοῦνται, καὶ οἱ Κῦροι, οἱ Ἀλέξανδροι, οἱ Καίσαρες, οἱ Κωνσταντῖνοι, οἱ Κάρολοι δὲν εἶναι εἰμὴ οἱ ὑποκριταὶ ὑψηλοῦ δράματος λυομένου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ αὐτοῦ». Ὁ ὑλιστὴς μελετᾷ τὴν ἱστορίαν καὶ δὲν βλέπει κανένα ἐκεῖ σκοπόν. Ἀλλ᾿ ὁ πιστεύων εἰς Θεὸν πατέρα, δημιουργὸν καὶ προνοητὴν τοῦ κόσμου, αὐτὸς βλέπει εἰς τὰ γεγονότα τὸν θεῖον παράγοντα ποὺ κατευθύνει διὰ ποικίλων τρόπων τὴν ἀνθρωπότητα πρὸς ὡρισμένην κατεύθυνσιν, πρὸς τὸν θρίαμβον τοῦ φωτὸς κατὰ τοῦ σκότους, τῆς ἀληθείας κατὰ τοῦ ψεύδους. Ὑπὸ τοιαύτην ἔποψιν ἔβλεπε καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν παγκόσμιον ἱστορίαν καὶ ἔγραφε τοὺς ὑπερόχους ἐκείνους στίχους τῆς πρὸς Γαλάτας ἐπιστολῆς, τοὺς ὁποίους ἀκούομεν εἰς τὸν ἀπόστολον τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων· «Ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν» (Γαλ. 4,4-5).

* * *

Ἡ Ἑλλὰς πρώτη διάκονος τοῦ χριστιανισμοῦ

Μὲ ἐξόχους ποιητὰς καὶ φιλοσόφους, οἱ ὁποῖοι –κατὰ τὴν γνώμην τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας– ἐφωτίζοντο μὲ ἀκτῖνάς τινας ἀληθείας ἀπὸ τὸ ἀνέσπερον φῶς ποὺ «φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. 1,9), ἡ Ἑλλὰς προητοιμάζετο διὰ νὰ χαιρετίσῃ τὸν Λυτρωτὴν τοῦ κόσμου. Καὶ τὸν ἐχαιρέτισε! Πρώτη αὐτὴ ἐξ ὅλων τῶν ἐθνῶν. Ἀνοίξατε, ἀγαπητοὶ ἀναγνῶσται, τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον καὶ μελετήσατε ἐπισταμένως τὸ κεφάλαιον 12, στίχους 20 – 23 κ.ἑ.. Μέσα εἰς τοὺς στίχους τοῦ κεφαλαίου τούτου περιγράφεται ἡ πρώτη συνάντησις τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἑλλάδος. Τὸ ἱερὸν κείμενον λέγει ὅτι Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι εἶχον ἐπισκεφθῆ τὰ Ἰεροσόλυμα, ἐπεθύμησαν νὰ ἴδουν τὸν Ἰησοῦν. Δύο μαθηταί, ὁ Φίλιππος καὶ ὁ Ἀνδρέας (ὅστις ἀργότερον ἐκήρυξε καὶ ἐμαρτύρησεν ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους, πολιοῦχος ἀναδειχθεὶς τῆς πρωτευούσης τῆς Πελοποννήσου), ἀναλαμβάνουν νὰ φέρουν εἰς ἐπαφὴν μὲ τὸν Διδάσκαλόν των τοὺς Ἕλληνας. Καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς ἐπληροφορήθη ὅτι Ἕλληνες τὸν ζητοῦν, ἡ θεία καρδία του ἐσκίρτησεν ἀπὸ χαράν, τὸ πνεῦμά του προεῖδε τὰς μεγάλας ὑπηρεσίας, τὰς ὁποίας θὰ προσέφερεν εἰς τὴν διάδοσιν τοῦ εὐαγγελίου του ἡ Ἑλλάς, καὶ τὰ πανάχραντα χείλη του προέφεραν λόγους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν οὐ μόνον ἀναφαίρετον τίτλον δόξης διὰ τὴν μικράν μας πατρίδα, ἀλλὰ καὶ θείαν ἐντολήν, ἡ ὁποία καθώρισε τὴν ἀποστολὴν τοῦ ἔθνους μας διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Ἰδοὺ οἱ ἀθάνατοι λόγοι τοῦ Κυρίου· «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Δηλαδή· Ἔφθασεν ἡ ὥρα τῆς δόξης μου. Ὁ σταυρός μου, ποὺ θὰ ὑψωθῇ εἰς τὸν Γολγοθᾶν, ὡς θεῖος μαγνήτης θὰ ἑλκύσῃ ὀπαδοὺς πολλοὺς ἐξ ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς. Οἱ Ἕλληνες, ἰδοὺ οἱ πρῶτοι ποὺ θὰ προσέλθουν καὶ θὰ μὲ ὑπηρετήσουν! Καὶ ὡς ὑπηρέται πιστοὶ τοῦ πνεύματός μου θὰ δοξασθοῦν ἀνὰ τὰ πέρατα τοῦ κόσμου. Αὐτοὶ οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, ἀνεκτίμητος περγαμηνὴ τοῦ ἔθνους μας, θὰ ἔπρεπε νὰ τυπωθοῦν εἰς πινακίδας, ν᾿ ἀναρτηθοῦν εἰς τὰ σχολεῖα καὶ τὰ γραφεῖα, νὰ τοιχοκολληθοῦν, καὶ νὰ γίνουν θέμα βαθυτάτης μελέτης παρ᾿ ὅλων τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε πρέπει νὰ τοὺς λησμονήσουν. Ἡ Ἑλλὰς πιστὴ διάκονος τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἐπὶ εἴκοσι αἰῶνας ὑπηρετεῖ τὸν Χριστόν! Ἐκλεκτοὶ υἱοὶ καὶ θηγατέρες της ὡς θυμίαμα εὔοσμον ἐκάησαν εἰς τὸν βωμὸν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος τέκνα ὑπῆρξαν οἱ μάρτυρες καὶ οἱ ὁμολογηταί, οἱ ὁποῖοι ἐπότισαν μὲ τὰ αἵματά των Ἀνατολὴν καὶ Δύσιν. Αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος τέκνα οἱ πατέρες καὶ διδάσκαλοι, οἱ ὁποῖοι ἐρρητόρευσαν τὸν θεῖον λόγον ἀπὸ τοὺς ἄμβωνας Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Καισαρείας καὶ Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος τέκνα οἱ ἐμπνευσμένοι ὑμνογράφοι, οἱ ὁποῖοι μὲ ὑπερόχους, μὲ μοναδικοὺς ὕμνους ὕμνησαν τὰ κοσμοϊστορικὰ γεγονότα τῆς γεννήσεως, τῆς βαπτίσεως, τῆς σταυρώσεως καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος. Ἀλλ᾿ αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος τέκνα καὶ οἱ μικροὶ μὲν πλὴν ἡρωικοὶ ἐκεῖνοι στρατοί, οἱ ὁποῖοι ὐψώνοντες τὸ λάβαρον τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἐπὶ χίλια ἔτη ἠγωνίζοντο ἀπὸ τῶν ἐπάλξεων τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων ἐναντίον τῶν βαρβαρικῶν στιφῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος θησαυροὶ ὑπῆρξαν οἱ Τεσσαράκοντα μάρτυρες, οἱ ἅγιοι Γεώργιοι, οἱ ἅγιοι Δημήτριοι, οἱ ἅγιοι Θεόδωροι, οἱ ἅγιοι Μερκούριοι, οἱ ἅγιοι Μηνᾶδες, οἱ ὁποῖοι διὰ τῶν ἡρωικῶν των κατορθωμάτων μᾶς ἔδωκαν τὸν τύπον τοῦ χριστιανοῦ μαχητοῦ. Αὐτῆς τῆς Ἑλλάδος ἐκλεκτὰ τέκνα εἶνε καὶ οἱ σημερινοὶ ἀγωνισταί, οἱ ὁποῖοι ὡς ἄλλοι στρατιῶται τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἀγωνίζονται ἐναντίον τεραστίου κύματος νεοειδωλολατρίας ποὺ ἔρχεται ἔξωθεν διὰ νὰ κατακλύσῃ τὸν τόπον. Ἡ Ἑλλὰς ἔκανε καὶ κάνει ἔργον μέγα ἐν τῷ κόσμῳ. Εἶνε σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Ὑψίστου.
Αἱ θυσίαι τῆς Ἑλλάδος λαμπὰς φωτεινὴ 25η Δεκεμβρίου! Ἡ Ἑλλὰς προσέρχεται καὶ ἐφέτος εἰς τὴν φάτνην. Δὲν ἔχει νὰ προσφέρῃ εἰς τὸ Θεῖον Βρέφος ὡς δῶρον οὔτε χρυσὸν οὔτε ἄργυρον. Κρατεῖ ὅμως λαμπάδα φωτεινὴν καὶ θυμίαμα εὔοσμον. Λαμπὰς φωτεινή, ἡ ὁποία φωτίζει καὶ ἄλλους λαοὺς εἰς τὸν δρόμον τοῦ ὑπερτάτου καθήκοντος, εἶνε αἱ θυσίαι της. Μὴ θελήσασα ἡ χώρα αὐτὴ νὰ ὑποταχθῇ κατὰ τὸ παρελθὸν εἰς ἀντιχριστιανικὰ συστήματα, ἐδέχθη τὸ πῦρ καὶ τὸν σίδηρον τοῦ ἀντιχρίστου. Ἑλλάς, θὰ καῇς ἐὰν δὲν προσκυνήσῃς! Ἀλλ᾿ ἡ Ἑλλὰς δὲν προσκυνεῖ τὰ θηρία τῆς ἀβύσσου. Ἐκλέγει τὴν ἐλευθερίαν, καίεται, καὶ ὡς λαμπὰς φωτίζει ἐκ νέου τὸν κόσμον. Ἡ Ἑλλὰς προσέρχεται ἐστολισμένη μὲ τὴν προφύραν τῶν μαρτύρων της, ἀνάπτει τὴν λαμπάδα της καὶ ῥίπτει εἰς τὸ θυσιαστήριον ἄφθονον θυμίαμα. Εἶνε τὰ πύρινα δάκρυα τῶν πιστῶν τέκνων της, τὰ ὁποῖα δὲν εἶνε διατεθειμένα νὰ κάμψουν τὸ γόνυ ἐνώπιον τοῦ ἀντιχρίστου καὶ τῶν ὀργάνων του. Τὰ ὑποψήφια ταῦτα νέα θύματα δὲν ἀναγνωρίζουν καὶ δὲν προσκυνοῦν ἄλλον. Ἱστάμενα πρὸ τοῦ Νηπίου τῆς Βηθλεὲμ κλίνουν εἰς Αὐτὸ τὸ γόνυ καὶ μὲ φλογερὰν καρδίαν προσεύχονται ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς Ἑλλάδος. Τὰ θύματα ἑνώνουν καὶ αὐτὰ τὴν φωνήν των μὲ τὴν φωνὴν τῶν μυριάδων θυμάτων ὅλων τῶν αἰώνων τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ κράζουν· «Ἕως πότε, ὁ δεσπότης ὁ ἅγιος καὶ ὁ ἀληθινός, οὐ κρίνεις καὶ ἐκδικεῖς τὸ αἷμα ἡμῶν ἐκ τῶν κατοικούντων ἐπὶ τῆς γῆς; Καὶ ἐδόθη αὐτοῖς ἑκάστῳ στολὴ λευκή, καὶ ἐρρέθη αὐτοῖς ἵνα ἀναπαύσωνται ἔτι χρόνον μικρόν, ἕως πληρώσωσι καὶ οἱ σύνδουλοι αὐτῶν καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν οἱ μέλλοντες ἀποκτέννεσθαι ὡς καὶ αὐτοί» (Ἀπ. 6,10-11). Καὶ ἡ Ἑλλὰς προχωρεῖ. Προχωρεῖ ἐν μέσῳ συμπληγάδων πετρῶν τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων. Ἐσωτερικοὶ καὶ ἐξωτερικοὶ ἀγῶνες σκληροί! Πολυάριθμοι ἐχθροὶ ὤμοσαν νὰ τὴν ἐξαφανίσουν ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς. Ἀλλ᾿ ἡ Ἑλλὰς καὶ πάλιν στρέφεται πρὸς τὸ ἄστρον τῆς Βηθλεὲμ καὶ ἀντλεῖ μυστικὴν δύναμιν διὰ τὴν ἐπιτυχίαν τῆς ἱστορικῆς ἀποστολῆς της. Ἀκραδάντως πιστεύει ὅτι δὲν ὑπάρχει κακὸν ἐν τῷ κόσμῳ, ὁσονδήποτε ὠργανωμένον καὶ ἐὰν εἶνε, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ δύναται [αὐτὴ] νὰ κατατροπώσῃ ἡνωμένη μετὰ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀηττήτου βασιλέως τῶν αἰώνων. Ἀσφαλῶς διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Νηπίου τῆς Βηθλεὲμ θὰ ματαιωθοῦν διὰ μίαν ἀκόμη φορὰν τὰ σχέδια τῶν νέων Ἡρῳδῶν τῆς ἀνθρωπότητος καὶ ἡ Ἑλλὰς θὰ ἐξέλθῃ ἐκ τῆς δοκιμασίας, θὰ σταθῇ ἐπὶ τῶν ἱστορικῶν βράχων της. Θὰ ἐκδιπλώσῃ ἐν εἰρήνῃ τὴν γαλανόλευκον σημαίαν, σύμβολον ἡμερώσεως καὶ χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ. Θὰ στήσῃ χορὸν ἀγγέλων καὶ θὰ τονίσῃ ὕμνον ἐξαίσιον· «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. 4,13).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπὸ τὸ περ. «Χριστιανικὴ Σπίθα» φ. 88/Νοέμβριος 1948 καὶ τὰ βιβλία
Ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός, Βόλος 1950, σ. 41 κ.ἑ.
ἐν μέρει Σαλπίσματα, Ἀθῆναι 1952, 183 κ.ἑ. καὶ ἰδίως
Χριστούγεννα, Ἀθῆναι 1988, σ. 40
κ.ἑ
.http://www.augoustinos-kantiotis.gr/