(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Εὐφημίας Ν. Χαλκηδόνος – Ἀθηνῶν, Κυριακὴ 6-12-1964 πρωί)
Ὁ
μήνας αὐτός, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὅλο ἑορτές. Στὴν ἀρχὴ τοῦ μηνὸς
ἑωρτάσαμε τὴ μνήμη τῶν προφητῶν Ναούμ, Ἀββακοὺμ καὶ Σοφονία. Προχθὲς
ἑωρτάσαμε τὴ μνήμη τῆς ἁγίας Βαρβάρας καὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
Δαμασκηνοῦ. Καὶ σήμερα ἀνέτειλε ἀστὴρ πρώτου μεγέθους, ἡ μνήμη τοῦ
ἁγίου Νικολάου, ποὺ ἀστράφτει καὶ φωτίζει ὅλη τὴν οἰκουμένη. Θὰ
ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας σὲ ὡρισμένα σημεῖα τῆς ζωῆς τοῦ μεγάλου τούτου
πατρὸς καὶ ἱεράρχου τῆς Ἐκκλησίας μας.
* * *
⃝Πατρίδα
τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ χώρα ἐκείνη ποὺ ἔδωσε τοὺς
περισσοτέρους μάρτυρες, ἁγίους καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ
Μικρὰ Ἀσία. Ὤ γῆ ἁγία! καὶ μόνο τὸ ὄνομά της μᾶς συγκινεῖ. Τώρα
δυστυχῶς τὰ ἅγια αὐτὰ χώματα τὰ πατοῦν πόδια βάρβαρα. Ἀλλὰ πιστεύω στὴ
δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅτι θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ ἡ Μικρὰ Ἀσία θὰ γίνῃ πάλι
χριστιανική, καὶ θὰ σημάνουν τὰ σήμαντρα στὴ Σεβάστεια, στὴν Ἄγκυρα,
στὴν Καισάρεια, στὴ Σμύρνη, στὰ Πάταρα, στὰ Μύρα. Πατρίδα τοῦ
ἁγίου συγκεκριμένα ἦταν ἡ ἐπαρχία Λυκίας, ποὺ εἶνε ἀπέναντι ἀπὸ τὸ
Καστελλόριζο καὶ πάνω ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἀκμαῖος Ἑλληνισμὸς καὶ
Ὀρθοδοξία. Ἀπὸ τὶς ἑβδομήντα πόλεις τῆς ἐπαρχίας αὐτῆς μεγαλύτερες
ἦταν τὰ Πάταρα, ὅπου εἶδε τὸ φῶς ὁ ἅγιος Νικόλαος, καὶ τὰ Μύρα, ὅπου
ἔγινε ἐπίσκοπος, ἔζησε καὶ θαυματούργησε.
⃝ Γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς κι ἀπὸ μικρὸς φάνηκε τί θὰ
γίνῃ. Ὅπως λέει τὸ συναξάρι του, ὅταν ἦταν βρέφος θήλαζε ὅπως ὅλα τὰ
παιδιά· ἀλλὰ δύο ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, Τετάρτη καὶ Παρασκευή, δὲν θήλαζε
παρὰ μόνο ὅταν βασίλευε ὁ ἥλιος. Ἔδειχνε ἔτσι, ὅτι οἱ ἡμέρες αὐτὲς
εἶνε ἡμέρες νηστείας καὶ ἐγκρατείας, γιὰ νὰ θυμώμαστε τὴ μὲν Τετάρτη τὴν
προδοσία, τὴν δὲ Παρασκευὴ τὰ φρικτὰ πάθη τοῦ Κυρίου. Ἔδειχνε ὅμως καὶ
ποιό θὰ εἶνε τὸ μέλλον του, ὅτι θὰ γινόταν ἕνας ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας
καὶ «ἐγκρατείας διδάσκαλος», ὅπως λέει τὸ ἀπολυτίκιό του.
⃝ Ὁ ἅγιος Νικόλαος ἦταν ἀκόμη διδάσκαλος καὶ κήρυκας τῆς
ἀγάπης, ποὺ δὲν περιορίζεται σὲ παχειὰ – κούφια λόγια ἀλλὰ μεταφράζεται
σὲ ἔργα. Κι ὅταν ἡ ἀγάπη ἔχῃ νὰ παρουσιάσῃ ἔργα, τότε ὀνομάζεται
ἐλεημοσύνη. Ἦταν λοιπὸν κήρυκας τῆς ἐλεημοσύνης, τὴν ὁποία ὅμως
ἐφάρμοζε πρῶτα ὁ ἴδιος. Ἀπ᾽ τοὺς γονεῖς του κληρονόμησε μεγάλη
περιουσία, μὰ ἡ καρδιά του δὲν ἦταν δοσμένη στὸ χρῆμα ὅπως τοῦ Ἰούδα·
ἦταν ἐλεύθερη ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ μαμωνᾶ. Ἄκουγε τὰ λόγια τῆς Γραφῆς ποὺ
λέει· Παιδί μου, κι ἂν ἀκόμη τὸ χρυσάφι τρέχῃ μπρὸς στὰ πόδια σου σὰν
ποτάμι, ἐσὺ μὴν τὸ πιάσῃς (βλ. Ψαλμ. 61,11). Ἄκουγε ἀκόμα τὰ λόγια τοῦ
Χριστοῦ ποὺ λέει «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς» (Ματθ.
19,21). Καὶ ἔτσι μοίρασε ὅλα τὰ πλούτη του καὶ ἔμεινε πραγματικὰ
ἀκτήμων.
⃝ Στὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου ὑπάρχει κ᾽ ἕνα περιστατικὸ ποὺ
δείχνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δὲν περιορίζεται μέσα στοὺς τέσσερις τοίχους
τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ ἔχει καὶ κοινωνικὴ ἀποστολή. Ὑπῆρχε τότε στὰ Μύρα ἕνα
φτωχόσπιτο, ὅπου ζοῦσαν τρία κορίτσια. Τὰ ὡραῖα αὐτὰ ἄνθη, ἐξ αἰτίας
τῆς φτώχειας, κινδύνευαν νὰ πέσουν στὸ βοῦρκο τῆς διαφθορᾶς. Ἀλλὰ στὸ
θρόνο τῆς ἐπισκοπῆς ἦταν ὁ ἅγιος Νικόλαος. Τί ἔκανε; Ἐφάρμοσε τὸ
Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἔδεσε σ᾽ ἕνα μαντήλι χρυσᾶ νομίσματα, πῆγε τὴ
νύχτα ποὺ κοιμοῦνταν ὅλοι καὶ χωρὶς νὰ τὸν δῇ κανεὶς πέταξε μέσα στὸν
αὐλόγυρό τους τὸ κομπόδεμα. Ἄκουσαν τὸν κρότο, σηκώθηκαν, ἄναψαν
λυχνάρι, κοιτάζουν – τί νὰ δοῦν; Βλέπουν τὸ μαντήλι· τ᾽ ἀνοίγουν καὶ
βρίσκουν τὰ χρήματα. Μ᾽ αὐτὰ παντρεύτηκε τὸ πρῶτο κορίτσι. Ἀλλ᾽ ὅταν
πέρασε καιρός, δεύτερος κρότος ἀκούστηκε στὴν αὐλή, δεύτερο κομπόδεμα
μὲ χρυσᾶ νομίσματα ἦρθε, κ᾽ ἔτσι ἀποκαταστάθηκε ἡ δεύτερη κόρη. Κι ὅταν
πέρασε πάλι καιρός, ἀκούστηκε τρίτος κρότος, ἔπεσε τρίτο κομπόδεμα,
καὶ τακτοποιήθηκε καὶ τὸ τρίτο φτωχὸ κορίτσι. Κ᾽ ἐπειδὴ δὲν μένει τίποτα
κρυφό, ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε καὶ φανερώθηκε ὁ ἄγνωστος νυκτερινὸς
ἐπισκέπτης· ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Νικόλαος.
⃝ Πρότυπο λοιπὸν ἐγκρατείας, ἀγάπης, ἐλεημοσύνης καὶ πατρικῆς
στοργῆς ὁ ἅγιος Νικόλαος. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς ἦταν ὁμολογητὴς τῆς πίστεως.
Ἔζησε στὴν ἐποχὴ τοῦ τελευταίου διωγμοῦ, ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ
Μαξιμιανοῦ. Δὲν ἔκλεισε τὸ στόμα του, μὲ παρρησία κήρυττε τὸ Χριστό.
Φυλακίστηκε καὶ κακοποιήθηκε. Ἀποφυλακίστηκε ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου
καὶ –μὲ τὴν προσευχή του μόνο, ὄχι μὲ λοστοὺς καὶ σφυριά– γκρέμισε τὸ
ἄγαλμα μιᾶς αἰσχρᾶς εἰδωλολατρικῆς θεότητος· ἔκανε νὰ σειστῇ ὁ τόπος
καὶ τὸ ἄγαλμα ἔπεσε κάτω. Τί δύναμι ἔχει ἡ προσευχή! Ὅταν ὁ ἄνθρωπος
πιστεύῃ πραγματικά, καὶ τὰ βουνὰ σείονται καὶ τὰ ἄστρα πέφτουν κι ὅλη ἡ
γῆ συνταράσσεται.
⃝ Τέλος, σὲ μία ἄλλη περίπτωσι, ὁ ἅγιος Νικόλαος στάθηκε
πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας. Μετὰ τοὺς διωγμούς, ὅταν στὸ θρόνο ἀνέβηκε ὁ
ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ πρῶτος Χριστιανὸς αὐτοκράτωρ, κατὰ τὸ εἰκοστὸ
ἔτος τῆς βασιλείας του παρουσιάστηκε ἕνας αἱρετικός, ὁ Ἄρειος. Γι᾽ αὐτὸ
τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας συνεκλήθη ἡ Πρώτη Οἰκουμενικὴ
Σύνοδος καὶ συγκεντρώθηκαν ἐκεῖ ἀπὸ παντοῦ οἱ πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς
Ἐκκλησίας. Κάλεσαν τὸν Ἄρειο νὰ ὑπογράψῃ τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως. Τί
σημασία ἔχει αὐτὸ τὸ «Πιστεύω»! Τὸ λένε οἱ ψαλτάδες μὲ νωθρότητα, τὸ
ἀκοῦμε κ᾽ ἐμεῖς καὶ χασμουριόμαστε, ἀλλὰ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ἑκατὸν
ἑβδομηνταπέντε λέξεις του δὲν εἶνε γραμμένη μὲ μελάνι· εἶνε γραμμένη
μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων τῆς πίστεώς μας. Γι᾽ αὐτὸ κανένας μὰ κανένας δὲν
θὰ μπορέσῃ νὰ τὸ κλονίσῃ· εἶνε τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας.
Κάλεσαν λοιπὸν τὸν Ἄρειο νὰ ὑπογράψῃ τὸ «Πιστεύω». Αὐτὸς λέει·
–Τὸ ὑπογράφω, ἀλλὰ θέλω κάπου νὰ προσθέσουμε ἕνα γιῶτα. –Ποῦ θέλεις νὰ
προσθέσῃς τὸ γιῶτα, Ἄρειε; –Νά, ἐκεῖ ποὺ λέτε «ὁμοούσιον τῷ Πατρί»
ἐγὼ θὰ βάλω ἕνα γιῶτα· θὰ τὸ κάνω «ὁμοιούσιον τῷ Πατρί»… Δὲν μπορῶ τώρα
νὰ ἐξηγήσω ἐδῶ πιὸ ἀναλυτικὰ τί διαφορὰ ὑπάρχει. Λέω μόνο ὅτι, ὅταν
ποῦμε «ὁμοούσιον», λέμε «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ
τῷ Θεῷ», τὸν ὁμολογοῦμε Θεό. Ὅταν ποῦμε «ὁμοιούσιον», τότε πλέον
ἐννοοῦμε ὅτι εἶνε ἄνθρωπος· μοιάζει μὲ τὸ Θεό, ὅπως μοιάζουμε μὲ τὸ
Θεό κι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἐπέμενε λοιπὸν ὁ Ἄρειος νὰ προσθέσῃ ἕνα
γιῶτα, καὶ νὰ λέμε ὄχι «ὁμοούσιον τῷ Πατρί» ἀλλὰ «ὁμοιούσιον τῷ
Πατρί».
Τότε μέσα στὴ Σύνοδο ἀκούστηκαν «ὄχι». Δὲν τό ᾿πε ἕνα στόμα,
τὸ εἶπαν τριακόσα δεκαοκτὼ στόματα ἁγίων πατέρων. Προσπάθησαν πολὺ νὰ
τὸν πείσουν, μὰ ὁ Ἄρειος ἦταν ἀμετάπειστος. Μέσα στὴ Σύνοδο αὐτὴ ἦταν
καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος. Ταράχθηκε καὶ δὲν κρατήθηκε. Δὲν ἤξερε αὐτὸς
πολλὰ γράμματα ὥστε ν᾽ ἀντιτάσσῃ ἐπιχειρήματα, ἀλλὰ στὴν καρδιά του
ζοῦσε ὁ Χριστός. Δὲν ὑπέφερε ὁ πραότατος αὐτὸς ἄνθρωπος, ἡ «εἰκὼν
πραότητος» ὅπως λέει τὸ ἀπολυτίκιό του, ν᾽ ἀκούῃ τὸν αἱρεσιάρχη νὰ
ἐπιμένῃ στὴ βλασφημία. Ἐξωργίστηκε καί, αὐτὸς ποὺ δὲν πατοῦσε οὔτε
μυρμήγκι, πλησίασε τὸν Ἄρειο καί, ὅπως λέει τὸ συναξάριο, τοῦ ἔδωσε ἕνα
χαστούκι! Πολλοὶ βέβαια θὰ τὸν κατηγορήσουν, ὅπως καὶ σήμερα κατηγοροῦν
τοὺς κήρυκες ποὺ μάχονται γιὰ τὴν Ὀρθόδοξο πίστι. Κάποτε ὅμως τὸ κακὸ
γίνεται ἀνυπόφορο. Ἂν εἶσαι πόρνος ἢ μοιχὸς ἢ φονιᾶς, σὲ συγχωράει ὁ
Χριστός· ἕναν δὲν συγχωράει, τὸν ἀμετανόητο ἀσεβῆ. Διότι παραπάνω κι ἀπὸ
τὸ φόνο κι ἀπὸ τὴ μοιχεία εἶνε ἡ προσβολὴ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
* * *
Εἴμαστε, ἀγαπητοί μου,
ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ἀσεβεῖς δὲν θὰ γίνουμε. Ὅταν ἤρθαμε στὴ ζωή, τὸ
«Πιστεύω» εἶπαν στὴν κολυμβήθρα οἱ γονεῖς μας· κι ὅταν θὰ φεύγουμε ἀπὸ
τὸ μάταιο κόσμο, μὲ τὸ «Πιστεύω» νὰ κλείσουμε τὰ μάτια. Αὐτὸ τὸ
«Πιστεύω» δὲν θὰ τὸ προδώσουμε.
Μᾶς τὸ παρέδωσαν ἄθικτο οἱ μάρτυρες μὲ τὰ αἵματά τους. Ἂν
δέχονταν νὰ τὸ ἀλλάξουν, δὲν θὰ μαρτυροῦσαν· προτίμησαν νὰ ὑποφέρουν γιὰ
τὴν Ὀρθόδοξο πίστι. Αὐτὸ τὸ «Πιστεύω», ποὺ τὸ κρατήσαμε τόσα χρόνια, θὰ
τὸ κρατήσουμε μέχρι τέλους ἀναλλοίωτο. Μπροστὰ στὴν πίστι μας δὲν
ὑπολογίζουμε κανένα, ὁσοδήποτε μεγάλος καὶ ἰσχυρὸς κι ἂν εἶνε. Ὅπως
τότε ὁ ἅγιος Νικόλαος ὑπερασπίστηκε τὴν πίστι καὶ ἔφραξε τὸ στόμα τοῦ
Ἀρείου, ἔτσι καὶ σήμερα στὴ γενεά μας κάθε ἱεροκήρυκας, κάθε δεσπότης,
κάθε πιστός, κάθε παιδὶ καὶ κάθε γυναίκα, κάθε βουνὸ καὶ κάθε πέτρα, θὰ
κρατήσουμε τὸ «Πιστεύω» μας.
Στὰ χρόνια αὐτὰ τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς διαφθορᾶς, ποὺ σὰν
μανιτάρια ξεφυτρώνουν στὴ γῆ μας τὰ διάφορα «πιστεύω» (πιστεύει κι ὁ
μασόνος, πιστεύει κι ὁ χιλιαστής, πιστεύει καὶ ὁ φράγκος…), ἐμεῖς θὰ
κρατήσουμε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ θὰ λέμε στὸ Χριστό· «Πιστεύω, Κύριε·
βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Μᾶρκ. 9,24)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Εὐφημίας Ν. Χαλκηδόνος – Ἀθηνῶν, Κυριακὴ 6-12-1964 πρωί)