Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Εὐφημίας Ν. Χαλκηδόνος – Ἀθηνῶν, Κυριακὴ 6-12-1964 πρωί)
Ὁ μήνας αὐτός, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὅλο ἑ­ορτές. Στὴν ἀρ­χὴ τοῦ μηνὸς ἑωρτάσαμε τὴ μνήμη τῶν προφη­τῶν Ναούμ, Ἀβ­βα­κοὺμ καὶ Σοφονία. Προχθὲς ἑωρτάσα­­με τὴ μνήμη τῆς ἁγίας Βαρβάρας καὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Καὶ σήμερα ἀνέτειλε ἀστὴρ πρώτου μεγέθους, ἡ μνή­μη τοῦ ἁγίου Νικολάου, ποὺ ἀστράφτει καὶ φω­τίζει ὅλη τὴν οἰκουμένη. Θὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχή σας σὲ ὡ­ρισμένα σημεῖα τῆς ζωῆς τοῦ μεγάλου τούτου πατρὸς καὶ ἱεράρχου τῆς Ἐκκλησίας μας.

* * *

⃝Πατρίδα τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ χώρα ἐκείνη ποὺ ἔδωσε τοὺς περισσο­τέρους μάρτυρες, ἁγίους καὶ διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ Μικρὰ Ἀσία. Ὤ γῆ ἁγία! καὶ μόνο τὸ ὄνομά της μᾶς συγκινεῖ. Τώρα δυσ­τυχῶς τὰ ἅγια αὐτὰ χώματα τὰ πατοῦν πόδια βάρβαρα. Ἀλλὰ πιστεύω στὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅτι θὰ ἔρθῃ ­μέρα ποὺ ἡ Μικρὰ Ἀσία θὰ γίνῃ πάλι χριστιανική, καὶ θὰ σημάνουν τὰ σήμαν­τρα στὴ Σεβάστεια, στὴν Ἄγκυρα, στὴν Και­σάρεια, στὴ Σμύρνη, στὰ Πάταρα, στὰ Μύρα. Πατρίδα τοῦ ἁγίου συγκεκριμένα ἦταν ἡ ἐ­παρχία Λυκίας, ποὺ εἶνε ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Καστελλόριζο καὶ πάνω ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ἐκεῖ ὑ­πῆρχε ἀκμαῖος Ἑλληνισμὸς καὶ Ὀρθοδοξία. Ἀ­πὸ τὶς ἑβδομήντα πόλεις τῆς ἐπαρχίας αὐτῆς μεγαλύτερες ἦ­ταν τὰ Πάταρα, ὅπου εἶδε τὸ φῶς ὁ ἅ­γι­ος Νικόλαος, καὶ τὰ Μύρα, ὅπου ἔγινε ἐπίσκοπος, ἔζησε καὶ θαυματούργησε. ⃝ Γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς κι ἀπὸ μι­κρὸς φάνηκε τί θὰ γίνῃ. Ὅπως λέει τὸ συναξά­ρι του, ὅταν ἦταν βρέφος θήλαζε ὅπως ὅ­λα τὰ παιδιά· ἀλλὰ δύο ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, Τετάρτη καὶ Παρασκευή, δὲν θήλαζε παρὰ μόνο ὅταν βασίλευε ὁ ἥλιος. Ἔδειχνε ἔτσι­, ὅτι οἱ ἡ­μέρες αὐτὲς εἶνε ἡμέρες νηστείας καὶ ἐγκρατείας, γιὰ νὰ θυμώμαστε τὴ μὲν Τετάρτη τὴν προδοσία, τὴν δὲ Παρασκευὴ τὰ φρικτὰ πάθη τοῦ Κυρίου. Ἔδειχνε ὅμως καὶ ποιό θὰ εἶνε τὸ μέλλον του, ὅτι θὰ γινόταν ἕνας ἅ­γιος τῆς Ἐκ­­κλησίας καὶ «ἐγκρατείας διδάσκα­λος», ὅ­πως λέει τὸ ἀπολυτίκιό του. ⃝ Ὁ ἅγιος Νικόλαος ἦταν ἀκόμη διδάσκαλος καὶ κήρυκας τῆς ἀγάπης, ποὺ δὲν περιορί­ζεται σὲ παχειὰ – κούφια λόγια ἀλλὰ μεταφράζεται σὲ ἔργα. Κι ὅταν ἡ ἀγάπη ἔχῃ νὰ παρουσιάσῃ ἔργα, τότε ὀνομάζεται ἐλεημοσύνη. Ἦταν λοι­πὸν κήρυκας τῆς ἐλεημοσύνης, τὴν ὁποία ὅ­μως ἐ­φάρμοζε πρῶτα ὁ ἴδιος. Ἀπ᾽ τοὺς γονεῖς του κληρονόμησε μεγάλη περιουσία, μὰ ἡ καρ­διά του δὲν ἦταν δοσμένη στὸ χρῆμα ὅπως τοῦ Ἰούδα· ἦταν ἐλεύθερη ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ μα­μωνᾶ. Ἄκουγε τὰ λόγια τῆς Γραφῆς ποὺ λέει· Παιδί μου, κι ἂν ἀκόμη τὸ χρυσάφι τρέχῃ μπρὸς στὰ πόδια σου σὰν ποτάμι, ἐσὺ μὴν τὸ πιάσῃς (βλ. Ψαλμ. 61,11). Ἄκουγε ἀκόμα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς» (Ματθ. 19,21). Καὶ ἔτσι μοίρασε ὅλα τὰ πλού­τη του καὶ ἔμεινε πραγματικὰ ἀκτήμων. ⃝ Στὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου ὑπάρχει κ᾽ ἕνα περιστατικὸ ποὺ δείχνει ὅτι ἡ Ἐκ­κλησία μας δὲν περιορίζεται μέσα στοὺς τέσσερις τοίχους τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ ἔ­χει καὶ κοινωνικὴ ἀποστολή. Ὑπῆρχε τότε στὰ Μύρα ἕνα φτωχόσπιτο, ὅπου ζοῦσαν τρία κορίτσια. Τὰ ὡραῖα αὐτὰ ἄνθη, ἐξ αἰ­τίας τῆς φτώχειας, κινδύνευ­αν νὰ πέσουν στὸ βοῦρκο τῆς διαφθορᾶς. Ἀλλὰ στὸ θρόνο τῆς ἐ­πισκοπῆς ἦταν ὁ ἅγιος Νικόλαος. Τί ἔκανε; Ἐ­φάρμοσε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἔδεσε σ᾽ ἕ­να μαντήλι χρυσᾶ νομίσματα, πῆγε τὴ νύχτα ποὺ κοιμοῦνταν ὅλοι καὶ χωρὶς νὰ τὸν δῇ καν­εὶς πέταξε μέσα στὸν αὐλόγυρό τους τὸ κομ­πόδεμα. Ἄκουσαν τὸν κρότο, ση­κώθηκαν, ἄ­ναψαν λυχνάρι, κοιτάζουν – τί νὰ δοῦν; Βλέπουν τὸ μαντήλι· τ᾽ ἀνοίγουν καὶ βρί­σκουν τὰ χρήματα. Μ᾽ αὐτὰ παντρεύτηκε τὸ πρῶτο κορίτσι. Ἀλλ᾽ ὅταν πέρασε καιρός, δεύ­τερος κρότος ἀκούστηκε στὴν αὐλή, δεύτερο κομπόδεμα μὲ χρυσᾶ νομίσματα ἦρθε, κ᾽ ἔτσι ἀποκατα­στάθηκε ἡ δεύτερη κόρη. Κι ὅταν πέ­ρασε πάλι καιρός, ἀκούστηκε τρίτος κρότος, ἔπεσε τρίτο κομπόδεμα, καὶ τακτοποιήθηκε καὶ τὸ τρίτο φτωχὸ κορίτσι. Κ᾽ ἐπειδὴ δὲν μένει τίποτα κρυφό, ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε καὶ φανε­ρώθηκε ὁ ἄγνωστος νυκτερινὸς ἐπισκέπτης· ἦ­ταν ὁ ἐπίσκοπος Νικόλαος.

 ⃝ Πρότυπο λοιπὸν ἐγ­κρατείας, ἀγάπης, ἐλεημοσύνης καὶ πατρικῆς στοργῆς ὁ ἅγιος Νικόλαος. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς ἦταν ὁμολογητὴς τῆς πίστεως. Ἔζησε στὴν ἐποχὴ τοῦ τελευταί­ου διωγμοῦ, ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμι­ανοῦ. Δὲν ἔκλεισε τὸ στόμα του, μὲ παρ­ρησία κήρυτ­τε τὸ Χριστό. Φυλακίστηκε καὶ κακοποι­ήθηκε. Ἀποφυλακίστηκε ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ –μὲ τὴν προσευχή του μόνο, ὄχι μὲ λοστοὺς καὶ σφυριά– γκρέμισε τὸ ἄγαλμα μιᾶς αἰ­σχρᾶς εἰδωλολατρικῆς θεότητος· ἔκανε νὰ σειστῇ ὁ τόπος καὶ τὸ ἄγαλμα ἔπεσε κάτω. Τί δύναμι ἔ­χει ἡ προσευχή! Ὅταν ὁ ἄν­θρωπος πιστεύῃ πραγματικά, καὶ τὰ βουνὰ σείονται καὶ τὰ ἄ­στρα πέφτουν κι ὅλη ἡ γῆ συνταράσσεται. ⃝ Τέλος, σὲ μία ἄλλη περίπτωσι, ὁ ἅγιος Νικό­λαος στάθηκε πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας. Με­τὰ τοὺς διωγμούς, ὅταν στὸ θρόνο ἀνέβηκε ὁ ἅ­γιος Κωνσταντῖνος ὁ πρῶτος Χριστια­νὸς αὐ­τοκράτωρ, κατὰ τὸ εἰκοστὸ ἔτος τῆς βα­σιλείας του παρουσιάστηκε ἕνας αἱρετικός, ὁ Ἄρειος. Γι᾽ αὐτὸ τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας συνεκλήθη ἡ Πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος καὶ συγκεντρώθηκαν ἐκεῖ ἀπὸ παντοῦ οἱ πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Κάλεσαν τὸν Ἄρειο νὰ ὑπογράψῃ τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως. Τί σημασία ἔχει αὐ­τὸ τὸ «Πιστεύω»! Τὸ λένε οἱ ψαλτάδες μὲ νωθρότητα, τὸ ἀκοῦμε κ᾽ ἐ­μεῖς καὶ χασμουριόμα­στε, ἀλλὰ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ἑκα­τὸν ἑβδομην­ταπέντε λέξεις του δὲν εἶ­νε γραμ­μένη μὲ μελάνι· εἶνε γραμμένη μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων τῆς πίστεώς μας. Γι᾽ αὐτὸ κανένας μὰ κανένας δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ τὸ κλονίσῃ· εἶνε τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας. Κάλεσαν λοιπὸν τὸν Ἄρειο νὰ ὑπογράψῃ τὸ «Πιστεύω». Αὐτὸς λέει· –Τὸ ὑπογράφω, ἀλ­λὰ θέλω κάπου νὰ προσθέσουμε ἕ­να γιῶτα. –Ποῦ θέλεις νὰ προσθέσῃς τὸ γιῶ­τα, Ἄρειε; –Νά, ἐ­κεῖ ποὺ λέτε «ὁμοούσιον τῷ Πατρί» ἐγὼ θὰ βά­λω ἕνα γιῶτα· θὰ τὸ κάνω «ὁμοιούσιον τῷ Πατρί»… Δὲν μπορῶ τώρα νὰ ἐξηγήσω ἐδῶ πιὸ ἀ­­ναλυτικὰ τί διαφορὰ ὑπάρχει. Λέω μόνο ὅτι, ὅ­ταν ποῦ­με «ὁμοούσι­ον», λέμε «Δεῦτε προσ­κυ­νήσωμεν καὶ προσ­πέσωμεν Χριστῷ τῷ Θεῷ», τὸν ὁμολογοῦμε Θεό. Ὅταν ποῦμε «ὁμοιούσι­ον», τότε πλέον ἐννοοῦμε ὅτι εἶνε ἄνθρωπος· μοιά­ζει μὲ τὸ Θεό, ὅ­πως μοιάζουμε μὲ τὸ Θεό κι ὅλοι οἱ ἄν­θρωποι. Ἐπέμενε λοιπὸν ὁ Ἄρειος νὰ προσθέ­σῃ ἕνα γιῶτα, καὶ νὰ λέμε ὄχι «ὁμοού­σιον τῷ Πατρί» ἀλλὰ «ὁ­μοι­ού­σιον τῷ Πατρί». Τότε μέσα στὴ Σύνοδο ἀ­κούστηκαν «ὄχι». Δὲν τό ᾿πε ἕνα στόμα, τὸ εἶ­παν τριακόσα δεκα­οκτὼ στόματα ἁγίων πατέρων. Προσπάθησαν πολὺ νὰ τὸν πείσουν, μὰ ὁ Ἄρειος ἦταν ἀμετάπειστος. Μέσα στὴ Σύνοδο αὐτὴ ἦταν καὶ ὁ ἅ­γι­ος Νικόλαος. Ταράχθηκε καὶ δὲν κρατήθηκε. Δὲν ἤξερε αὐτὸς πολλὰ γράμ­ματα ὥστε ν᾽ ἀν­τιτά­σσῃ ἐπιχειρήματα, ἀλλὰ στὴν καρδιά του ζοῦσε ὁ Χριστός. Δὲν ὑ­πέφερε ὁ πραότατος αὐ­τὸς ἄν­θρω­πος, ἡ «εἰ­κὼν πραότητος» ὅπως λέει τὸ ἀπολυτίκιό του, ν᾽ ἀκούῃ τὸν αἱρεσιάρ­χη νὰ ἐπιμένῃ στὴ βλασφημία. Ἐξωργίστηκε καί, αὐτὸς ποὺ δὲν πατοῦσε οὔ­τε μυρμήγκι, πλησίασε τὸν Ἄρειο καί, ὅπως λέει τὸ συναξάριο, τοῦ ἔδωσε ἕνα χαστούκι! Πολλοὶ βέβαια θὰ τὸν κατηγο­ρήσουν, ὅπως καὶ σήμερα κατηγοροῦν τοὺς κήρυκες ποὺ μάχονται γιὰ τὴν Ὀρ­θόδοξο πίστι. Κάποτε ὅμως τὸ κακὸ γίνεται ἀν­­υπόφορο. Ἂν εἶσαι πόρνος ἢ μοιχὸς ἢ φονιᾶς, σὲ συγχωράει ὁ Χριστός· ἕναν δὲν συγχωράει, τὸν ἀμετανόητο ἀσεβῆ. Διότι παραπάνω κι ἀπὸ τὸ φόνο κι ἀπὸ τὴ μοιχεία εἶνε ἡ προσβολὴ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.

* * *

Εἴμαστε, ἀγαπητοί μου, ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ἀ­­σεβεῖς δὲν θὰ γίνουμε. Ὅταν ἤρθαμε στὴ ζωή, τὸ «Πιστεύω» εἶ­παν στὴν κολυμβήθρα οἱ γονεῖς μας· κι ὅταν θὰ φεύγουμε ἀπὸ τὸ μάταιο κόσμο, μὲ τὸ «Πιστεύω» νὰ κλείσουμε τὰ μάτια. Αὐτὸ τὸ «Πιστεύω» δὲν θὰ τὸ προδώσου­με. Μᾶς τὸ παρέδωσαν ἄθικτο οἱ μάρτυρες μὲ τὰ αἵματά τους. Ἂν δέχονταν νὰ τὸ ἀλλάξουν, δὲν θὰ μαρτυροῦσαν· προτίμησαν νὰ ὑποφέρουν γιὰ τὴν Ὀρθόδοξο πίστι. Αὐτὸ τὸ «Πιστεύω», ποὺ τὸ κρατήσαμε τόσα χρόνια, θὰ τὸ κρατήσουμε μέχρι τέλους ἀναλλοίωτο. Μπρο­στὰ στὴν πίστι μας δὲν ὑπολογίζουμε κανένα, ὁσοδήποτε μεγάλος καὶ ἰσχυρὸς κι ἂν εἶνε. Ὅ­πως τότε ὁ ἅ­γιος Νικόλαος ὑπερασπίστηκε τὴν πίστι καὶ ἔ­φραξε τὸ στόμα τοῦ Ἀρείου, ἔ­τσι καὶ σήμερα στὴ γενεά μας κάθε ἱεροκήρυ­κας, κάθε δεσπότης, κάθε πιστός, κάθε παιδὶ καὶ κάθε γυναίκα, κάθε βουνὸ καὶ κάθε πέτρα, θὰ κρατήσου­με τὸ «Πιστεύω» μας. Στὰ χρόνια αὐτὰ τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς διαφθορᾶς, ποὺ σὰν μανιτάρια ξεφυτρώνουν στὴ γῆ μας τὰ διάφορα «πιστεύω» (πιστεύει κι ὁ μα­σόνος, πιστεύει κι ὁ χιλιαστής, πιστεύει καὶ ὁ φράγκος…), ἐμεῖς θὰ κρατήσουμε τὴν Ὀρ­θοδοξία καὶ θὰ λέμε στὸ Χριστό· «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Μᾶρκ. 9,24)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Εὐφημίας Ν. Χαλκηδόνος – Ἀθηνῶν, Κυριακὴ 6-12-1964 πρωί)