Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ Η ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΑΠΟ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ


(Ἀπόσπασμα ἀπὸ μελέτη τοῦ Ἱερομονάχου
π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ)
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πολὺς λόγος γίνεται εἰς τὴν ἐποχή μας γιὰ τὸν ἤδη πολυσυζητημένο ΙΕ΄ (15ον) Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ ἁγίου Φωτίου καὶ ἀντίθετες ἀπόψεις ἐκφράζονται ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀναγκαία καὶ ὑποχρεωτικὴ ἢ μὴ τήρησί του. Προφανῶς οἱ ἀπόψεις ἐπηρεάζονται  ἀπὸ τὴν προαίρεσι ἑκάστου καὶ εἰδικὰ ἀπὸ τὴν τοποθέτησί του εἰς τὴν σημερινὴ κατάστασι τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ταχείαν ἐξάπλωσι, ἑδραίωσι καὶ ἐπιβολὴ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὡς ἐκ τούτου ὁ ἐν λόγῳ κανὼν λόγῳ τῆς διαφορετικῆς ἑρμηνείας του γίνεται στήριγμα καὶ ὀχύρωμα καὶ δι’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους ἐκκλησιαστικῶς διὰ τῆς ἀποτειχίσεως, καὶ δι’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι παραμένουν ἐκκλησιαστικῶς ἑνωμένοι μὲ αὐτούς.
Ἡ αἵρεσις διά τήν ὁποίαν ἐπιτρέπει καί ἐπιβάλλει ὁ παρών Κανών τήν ἀποτείχισι πρό συνοδικῆς κρίσεως, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ὅτι, πρέπει νά εἶναι «κατεγνωσμένη παρά τῶν ἁγίων Πατέρων καί Συνόδων», δηλαδή νά εἶναι μία γνωστή αἵρεσις διά τήν ὁποία ἔχουν ὁμιλήσει καί καταδικάσει κάποια ἐγκεκριμένη Σύνοδος ἤ κάποιοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ἀσφαλῶς δημιουργεῖ μία ἀσφάλεια δι’ αὐτούς πού ἀποτειχίζονται, ἐπειδή ἕπονται κατ’ ἴχνος τῶν ἁγίων Πατέρων ὄχι μόνο θεωρητικῶς (δηλαδή ὡς πρός τήν διάγνωσι τῆς αἱρέσεως) ἀλλά καί πρακτικῶς (δηλαδή ὡς πρός τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς). Διότι ἡ θεωρητική μόνο διάγνωσις ἤ καί καταδίκη τῆς αἱρέσεως χωρίς τήν πρακτική, σημαίνει Ὀρθοδοξία μόνο διά τῶν λόγων, πίστι ἄνευ τῶν ἔργων, κάτι δηλαδή τό ὁποῖον σύμφωνα μέ τήν ἁγ. Γραφή, Ἰακ. 2,19  δύνανται νά τό ἔχουν καί οἱ δαίμονες.
Αὐτή ἡ ἔκφρασις τοῦ παρόντος Κανόνος σημαίνει, ἐπίσης, ὅτι τό κῦρος τῶν ἐγκεκριμένων Συνόδων καί τῶν ἁγ. Πατέρων ὑπέρκειται τοῦ κύρους οἱουδήποτε Ἐπισκόπου, Μητροπολίτου, Πατριάρχου ἤ καί ὁλοκλήρου ἐνδημούσης Συνόδου· ὅτι ἡ Παράδοσις διασώζεται καί συνεχίζεται μέ τήν συμπόρευσι καί συνταύτησι μέ τούς ἁγίους καί ὅτι οὐδείς ἔχει δικαίωμα νά ἀναιρέση ἤ ἀλλοιώση ὅσα οἱ Πατέρες ἐθέσπισαν.
Ἡ ἔκφρασις αὐτή ἐπίσης τοῦ παρόντος Κανόνος, «κατεγνωσμένη παρά τῶν ἁγίων Πατέρων ἤ Συνόδων», δέν σημαίνει ὅτι διά μία «μή κατεγνωσμένη» αἵρεσι ὀφείλομε ὑπακοή εἰς τούς Ἐπισκόπους καί τούς φορεῖς τῆς αἱρέσεως πρό συνοδικῆς κρίσεως, ἀλλά ὅτι, ἐφ’ ὅσον ἡ αἵρεσις δέν εἶναι κατεγνωσμένη (καταδικασμένη), ὁ δρόμος τῆς ἀποτειχίσεως δέν εἶναι ἀσφαλής. Σέ τέτοια ἀποτείχισι, μή κατεγνωσμένης αἱρέσεως, προέβησαν οἱ Ὀρθόδοξοι εἰς τήν περίπτωσι τῆς Εἰκονομαχίας κατά τό χρονικό διάστημα ἀπό τῆς ἐνάρξεώς της μέχρι τήν Ζ΄ Οἰκουμενική, ἡ ὁποία τήν κατέστησε κατεγνωσμένη. Ἐδῶ ὑπάρχει καί ἐπιπλέον τό γεγονός ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντέστησαν καί ἀπετειχίσθησαν ὄχι μόνο εἰς μή κατεγνωσμένην αἵρεσι, ἀλλά καί ἐπισφραγισθεῖσα ἀπό Σύνοδο 348 Ἐπισκόπων (εἰς τήν Σύνοδον τήν λεγομένην τῆς Ἱερείας), σύμφωνα μέ τό χρονικόν τοῦ Θεοφάνους (P.G. 108, 861A).
Ἐπίσης ἡ ἔκφρασις «κατεγνωσμένη παρά τῶν ἁγίων Πατέρων ἤ Συνόδων» δέν περιθωριοποιεῖ τήν ἁγ. Γραφή, οὔτε καθ’ οἱονδήποτε τρόπο ἐπιβουλεύεται τήν αὐθεντίαν της, ἀλλά σημαίνει τό ἐπιπλέον· δηλαδή ἄν ὑπάρξη αἵρεσις, ἡ ὁποία ἀντιστρατεύεται στήν ἁγ. Γραφή ἤ ἀκυρώνει κάποια ἐντολή καί διδασκαλία της, πρέπει ἀμέσως νά ἀποτειχισθοῦμε ἀπό τούς φορεῖς της, χωρίς νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό ἄν ἔχη καταδικασθῆ ἀπό τούς ἁγ. Πατέρες ἤ τίς Συνόδους. Ἐπί παραδείγματι, ἄν κάποιος Ἐπίσκοπος διδάσκη δημοσίως καί ἐπ’ Ἐκκλησίας ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπό τόν πίθηκο ἤ διδάσκη οἱαδήποτε ἐξελικτική θεωρία, ἀπό αὐτόν πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι ἀμέσως νά ἀποτειχίζωνται, διότι ἡ ἁγ. Γραφή ὑπέρκειται τῶν Συνόδων καί τῶν Πατέρων. Κατά τόν ἴδιο τρόπο πρέπει νά ἀποτειχίζωνται οἱ Ὀρθόδοξοι ἄν ὁ Ἐπίσκοπος ἀκυρώνη διά τῶν διαζυγίων τό νόμιμο γάμο ἤ ἀθετῆ δημοσίως οἱαδήποτε εὐαγγελική ἐντολή.  Διότι, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μίας εὐαγγελικῆς ἐντολῆς σημαίνει τήν δημοσία καί συνοδική ἀθέτησι ὅλου τοῦ Εὐαγγελικοῦ νόμου, τό ὁποῖο διδάσκεται σαφῶς καί ἀπό τήν ἴδια τήν ἁγ. Γραφή (Ἰακ. 2,10 –Λουκ. 16,17).
      Εἶναι σημαντικό καί πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι, ὁ ἱερός Κανών δὲν ὁμιλεῖ γιὰ «κατεγνωσμένο» αἱρετικό, ἀλλὰ γιά «κατεγνωσμένη αἵρεσι»·  Αὐτό σημαίνει ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ κατεγνωσμένη αἵρεσις καί ἄλλο ὁ κατεγνωσμένος αἱρετικός. Δηλαδή, ἄν κάποιος Ἐπίσκοπος ποὺ δὲν εἶχε χαρακτηρισθῆ  ὡς αἱρετικός, ἀρχίζει νὰ κηρύττη μία κατεγνωσμένη αἵρεσι, καθίσταται κι αὐτὸς κατεγνωσμένος ὡς φορέας κατεγνωσμένης αἱρέσεως, ἔστω καί ἄν ὁ ἴδιος δέν ἔχη καταδικασθῆ ἀπό κάποια Σύνοδο. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως, ὡς ἀπομάκρυνσις ἀπό κάτι νόθο, ἐπιβλαβές καί ἀλλότριο πρός τήν ὑγιᾶ πίστι τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ὡς μία ἔνδειξις διαμαρτυρίας ἤ ἐπισπεύσεως τῶν ἀναλόγων διαδικασιῶν τῆς Συνόδου, διά τήν καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ.
Σ’ αὐτό συνηγοροῦν οἱ ἴδιες οἱ ἐκφράσεις τοῦ παρόντος Κανόνος, ὁ ὁποῖος, τούς φορεῖς κατεγνωσμένης αἱρέσεως, τούς ὀνομάζει «ψευδεπισκόπους καί ψευδοδιδασκάλους» καί πρίν τήν καταδίκη των ἀπό τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο. Αὐτό τό ἀναφέρομε καί θά τό ἐκθέσωμε ἐκτενέστερα κατωτέρω, ἐπειδή στὶς ἡμέρες μας ἔχουν διαστραφῆ οἱ ἔννοιες καὶ ἐμεῖς σήμερα, θεωροῦμε κατεγνωσμένο αἱρετικό, ὄχι τόν φορέα κατεγνωσμένης αἱρέσεως, ἀλλά τόν καταδικασμένο ἀπό τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο. Αὐτό ὅμως εἶναι ἐξώφθαλμα λανθασμένο σύμφωνα μέ τόν ὑπό ἐξέτασι Κανόνα διότι τότε, α) δὲν ὑπῆρχε οὐδεμία ἀνάγκη νὰ γραφῆ τὸ ἀκροτελεύτιο μέρος τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος, ἀφοῦ εἶναι γνωστὸ ὅτι οὐδεὶς ὀρθόδοξος κοινωνοῦσε μὲ καταδικασμένο αἱρετικό, καὶ ἂν κοινωνοῦσε, θεωρεῖτο παρευθὺς κι αὐτὸς αἱρετικός, β) δὲν ἀξίζει καμιὰ ἰδιαίτερη τιμὴ σὲ κάποιον ποὺ ἀποφεύγει τὸν αἱρετικό, ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι στοιχειῶδες καθῆκον του, γ) διότι ὁ Κανών ἀναφέρεται σὲ Ἐπίσκοπο ποὺ κηρύττει αἵρεσι, ἀλλὰ δὲν ἔχει καταδικασθῆ ἀκόμα ἀπὸ Σύνοδο. Παρόλα αὐτὰ ὁ ἱερὸς κανὼν δὲν τὸν ὀνομάζει Ἐπίσκοπον, ἀλλὰ ὁμιλεῖ γιὰ τὸν «καλούμενον Ἐπίσκοπον», αὐτὸν δηλαδή ποὺ μόνον τὸ ὄνομα φέρει τοῦ Ἐπισκόπου, στὴν πραγματικότητα ὅμως δὲν εἶναι Ἐπίσκοπος, ἀλλά, ὅπως ξεκάθαρα τὸν ἀποκαλεῖ στὴν συνέχεια, εἶναι «ψευδεπίσκοπος καὶ ψευδοδιδάσκαλος», δ) ἄν ὑποτεθῆ ὅτι ὁ φορέας τῆς κατεγνωσμένης αἱρέσεως εἶναι «ὄντως» Ἐπίσκοπος, τότε, οἱ ἀποσχιζόμενοι ἀπό αὐτόν, ἐφ’ ὅσον ἀποσχίζονται ἀπό κανονικό Ἐπίσκοπο, δημιουργοῦν σχίσμα καί δέν θεραπεύουν τό σχίσμα ὅπως διδάσκει ὁ παρών Κανών καὶ ἄρα ὁ Κανών αὐτὸς θὰ περιεῖχε ἀντιφατικὰ καὶ μεταξύ τους ἀντικρουόμενα στοιχεῖα. 
Ὡς ἐκ τούτου ἡ καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ κατεγνωσμένης αἱρέσεως ἀπό τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο δέν ἔχει τόσο τήν ἔννοια τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό αὐτόν (διότι ἡ καταδίκη ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια θά βοηθοῦσε μόνον ὅσους εἶναι τελείως ξένοι καί ἄγευστοι στά θέματα τῆς πίστεως), ἀλλά κυρίως ἔχει σκοπό τήν προστασία τῶν Ὀρθοδόξων καί τήν ὁμολογία καί συμπόρευσι τῆς Συνόδου μέ τήν διαχρονική πίστι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπό ὅσα λοιπόν ἀναφέραμε γίνεται φανερό ὅτι ὁ φορέας κατεγνωσμένης αἱρέσεως εἶναι, λόγῳ τῆς αἱρέσεως, ξένος πρός τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὡς ἐκ τούτου ­«ψευδεπίσκοπος καί ψευδοδιδάσκαλος» σύμφωνα μέ τήν ἔκφρασι τοῦ παρόντος Κανόνος. Ἡ ἀπόφασις δέ τῆς Συνόδου περί ἀποκοπῆς καί καταδίκης του ἔχει τήν ἔννοια τῆς ἀποδοχῆς τῆς λόγῳ αἱρέσεως ἀποκοπῆς του ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κατά τόν τύπο τῆς παραιτήσεως κάποιου δι’ αἰτήσεώς του ἀπό  κάποιο ὀργανισμό, Σύλλογο κλπ. Αὐτό ἀκριβῶς ἀναφέρει καί τό Συνοδικό τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς.
Μία δευτέρα προϋπόθεσις διά τήν ἀποτείχισι πέραν τῆς κατεγνωσμένης αἱρέσεως, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ παρόντος Κανόνος, εἶναι τό νά τήν κηρύττη ὁ Ἐπίσκοπος ἤ ὁ Πατριάρχης «δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας». Αὐτό σημαίνει τήν βεβαιότητα καί ἀσφάλεια εἰς τούς ἀποσχιζομένους, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία δέν ἄκουσαν τήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Ἐπισκόπου ἕνας ἤ δύο ἤ μερικοί, ἀλλά ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ ἀποκλείεται καί ἡ διαφορετική ἑρμηνεία τῶν λεγομένων ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, ἐπειδή ὅ,τι ἀκούσουν ὀλίγοι δυνατόν νά παρερμηνευθῆ ἤ νά μεταφερθῆ ἀλλοιωμένο, ὅταν ὅμως ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἤ τά περισσότερα γίνουν αὐτήκοα τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας, τότε ἀποκλείεται πᾶσα πλάνη ἤ ἄδικος κρίσις καί κατάκρισις τοῦ Ἐπισκόπου.
Τό «δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας» ἔχει ἐπίσης τήν ἔννοια ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτή ἀποτελεῖ πίστι τοῦ Ἐπισκόπου καί δέν εἶναι κάτι πού ἀναφέρθηκε προχείρως ἤ ἐκ παραδρομῆς ἤ ἀπετέλεσε μία λεκτική παρατυπία ἤ ἁβρότητα. Οὔτε ἐπίσης κάτι τό ὁποῖο εἰπώθηκε κατ’ οἰκονομίαν, λόγῳ κάποιας ἀδηρίτου ἀνάγκης. Δηλαδή οἱ ἀποτειχιζόμενοι εἶναι βέβαιοι ὅτι ἀποτειχίζονται ἀπό ἕναν δεδηλωμένο αἱρετικό, ὁ ὁποίος ἐργάζεται στόν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, πλήν ὅμως διά νά διαφθείρη καί ἀποκόψη διά τῆς αἱρέσεως τά κλήματα ἀπό τήν ἄμπελο καί διά νά διασκορπίση τά πρόβατα ἀπό τόν ποιμένα (Χριστό).
Ἡ ἔκφρασις τέλος αὐτή τοῦ Κανόνος σημαίνει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ὄχι μόνο εἶναι δεδηλωμένος αἱρετικός, ἀλλά προσπαθεῖ τήν αἵρεσι νά τήν διαδώση χρησιμοποιῶντας τό ἀξίωμά του καί νά τήν καταστήση γραμμή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπό ὅλα αὐτά γίνεται φανερό ὅτι αὐτό πού ἀπαιτεῖ ὁ ἱερός Κανών διά τήν ἀποτείχισι εἶναι ὁ ἀποτειχιζόμενος νά εἶναι βέβαιος ἀπό ποῦ ἀποτειχίζεται, διότι ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει ὑπάρχει κίνδυνος πλάνης, ἀδίκου κρίσεως καί σχίσματος.
Τό «δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας» δέν ἔχει ἀσφαλῶς τήν ἔννοια μόνο εἰς τήν διά λόγων κηρυττομένη αἵρεσι, ἀλλά καί εἰς τήν δι’ ἔργων, καθώς ἐπίσης καί ὄχι μόνο εἰς τήν ἀκουστικήν κήρυξι ἀλλά καί εἰς τήν ὀπτικήν. Δηλαδή ἄν σήμερα π.χ. ὁ Πατριάρχης συλλειτουργῆ καί συμπροσεύχεται μέ τόν Πάπα, καί αὐτό διά τῆς τηλεοράσεως καθίσταται γνωστό καί εἰς τόν τελευταῖο Ὀρθόδοξο, αὐτό ἀσφαλῶς ἐντάσσεται εἰς τήν δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας κηρυττομένη αἵρεσι, ἐπειδή ἡ ὅρασις εἶναι πιστοτέρα τῆς ἀκοῆς καί τά ἔργα ἀξιοπιστότερα τῶν λόγων. Ἐπίσης τό ἴδιο ἰσχύει καί ἄν ὁ Ἐπίσκοπος κηρύττη κάποια αἵρεσι, ἡ ὁποία καταγράφεται σέ βιβλίο γραμμένο ἀπό αὐτόν.
Εἶναι ἄξιον προσοχῆς ὅτι ἐνῶ, οἱ δύο προηγούμενοι ἱεροί Κανόνες καί τό πρῶτο τμῆμα τοῦ παρόντος ΙΕ΄ ὁμιλοῦν διά τήν διακοπήν τῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου εἰς τήν θείαν Μυσταγωγίαν, τό δεύτερο τμῆμα αὐτοῦ τοῦ Κανόνος δέν ἀναφέρει τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως, ἀλλά χρησιμοποιεῖ τήν ἔκφρασιν «πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες» καί τήν ἔκφρασιν «τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες».
Αὐτό προφανῶς συμβαίνει διότι στίς τρεῖς προηγούμενες περιπτώσεις ἀποτειχίσεως οἱ ἀποτειχιζόμενοι ἦσαν ὑπόλογοι καί ὑπεύθυνοι σχίσματος, ἐνῶ διά τά θέματα τῆς πίστεως συμβαίνει τό ἀντίθετο· δηλαδή ἀποκόπτεται ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὁ αἱρετικά φρονῶν καί κηρύσσων, ἐνῶ ὁ ἀποτειχιζόμενος, ἐνσωματώνεται ἤ παραμένει ἐνσωματωμένος διά τῆς ἀληθινῆς πίστεως εἰς τήν Ἐκκλησία. Δηλαδή εἰς τίς τρεῖς προηγούμενες περιπτώσεις ὁ ἱ. Κανών, δι’ ὅσους θὰ τολμήσουν τὴν διακοπή τῆς μνημονεύσεως, νομοθετεῖ τὴν ἐπιβολὴ ποινῆς,ἐνῶ εἰς τήν παροῦσα, τῆς αἱρέσεως,  θεωρεῖ τὴν ἀποτείχισι ὡς ἀνάγκη, καὶ ὡς ἔνοχο ὄχι τόν ἀποτειχιζόμενο, ἀλλὰ τὸν Ἐπίσκοπο, ἐξ οὗ καί οἱ χαρακτηρισμοί  «καλούμενος Ἐπίσκοπος, ψευδεπίσκοπος, ψευδοδιδάσκαλος»
Αὐτή ἐπίσης ἡ ἔκφρασις σημαίνει ὅτι διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως σταματᾶ συγχρόνως κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία καί ἐπικοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπο, ὅτι αὐτός δέν ἀναγνωρίζεται πλέον ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας καί διά τοῦτο δέν μνημονεύεται, ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο καί τήν αἵρεσι καί ὅτι ἀποτείχισις σημαίνει περιφρούρησις τῆς πίστεως καί τῶν πιστῶν, ἐφ’ ὅσον ὁ Ἐπίσκοπος ὀνομάζεται ­«καλούμενος», δηλαδή  κατ’ ὄνομα καί ὄχι κατ’ οὐσίαν.
Ἡ ἔκφρασις τοῦ παρόντος Κανόνος «οἱ τοιοῦτοι (οἱ ἀποτειχισθέντες) οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμίσει οὐχ ὑπόκεινται, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς, τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» κατ’ ἀρχάς ξεχωρίζει ὅλα τά ἄλλα θέματα ἀπό τά θέματα τῆς πίστεως. Ἐπίσης ξεχωρίζει αὐτούς πού ἀποτειχίζονται δι’ οἱονδήποτε ζήτημα ἀπό αὐτούς πού ἀποτειχίζονται λόγῳ δεδηλωμένης αἱρέσεως τοῦ προεστῶτος. Ὅταν λοιπόν ἀναφέρει, ­«τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται», ἐννοεῖ τά ἐπιτίμια πού ἔχουν ὁρίσει οἱ ἱεροί Κανόνες δι’ αὐτούς πού κάνουν παρασυναγωγή, φατρία ἤ καί σχίσμα. Ὅταν ἐν συνεχείᾳ λέγει «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» ἐννοεῖ ὅτι, οἱ ἀποτειχισθέντες λόγῳ αἱρέσεως τοῦ προεστῶτος, ἔκαναν κάτι δύσκολο μέ τό ὁποῖο ἐβοήθησαν τήν Ἐκκλησία νά μήν παρεκκλίνη εἰς τό βασικό καί θεμελιῶδες σημεῖον τῆς ὀρθοδόξου δηλαδή πίστεως.  Ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἄξιοι τιμῆς καί ἐπαίνου.
Ὁ ἅγ. Νικόδημος εἰς τό σημεῖο αὐτό τοῦ Κανόνος ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς: «ἀλλά καί τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι». Τό «ὡς ὀρθόδοξοι» σημαίνει ὅτι, εἰς τήν ὑπάρχουσα καί κηρυττομένη αἵρεσι, οἱ ἀποτειχισθέντες ἐτήρησαν ὀρθόδοξον στάσιν, ἀπομακρυνόμενοι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Δηλαδή σιωπηλά ἐννοεῖται ὅτι οἱ ὑπόλοιποι μή ἀποτειχισθέντες δέν ἐτήρησαν ὀρθόδοξον στάσι, δέν ἐβοήθησαν εἰς τήν παροῦσα αἵρεσι τήν Ἐκκλησία νά ὀρθοδοξήση, ἀλλά ἐβοήθησαν διά τῆς δειλίας των τήν αἵρεσι νά ἑδραιωθῆ. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν οἱ μέν ἀξιώνονται τιμῆς καί ἐπαίνου, ἐξυπακούεται ὅτι οἱ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ὑποκύψαντες καί συμβιβασθέντες εἶναι ἄξιοι κατηγορίας καί τιμωρίας.
Τό ὅτι συνήθως δέν τιμωροῦνται ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ὅσοι δέν τηροῦν γενναία καί ὁμολογιακή στάσι σέ θέματα πίστεως καί αἱρέσεως αὐτό πρέπει νά ὀφείλεται στούς ἑξῆς λόγους. Πρῶτον διότι αὐτοί συνήθως ἀποτελοῦν τήν πλειοψηφία. Δεύτερον διότι αὐτοί ἐπιστρέφουν διά τῆς μετανοίας εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν ὅταν καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις, ὅπως ἔγινε κατά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική μέ Ἐπισκόπους καί ἱερεῖς πού εἶχαν ἀκολουθήσει τήν Εἰκονομαχία, σύμφωνα μέ τά πρακτικά τῆς Συνόδου, μολονότι ἡ Εἰκονομαχία  μέχρι  τότε  δέν ἦτο, ὅπως ἀναφέραμε, κατεγνωσμένη αἵρεσις.
Τρίτον διότι μέ τήν ἀποκατάστασι τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἡ Ἐκκλησία ἐν τῇ εὐσπλαγχνίᾳ της δίδει ἄφεσιν εἰς ὅλα τά προηγούμενα, καθ’ ὅσον ἐπετεύχθη ὁ βασικός σκοπός καί στόχος. Αὐτό ὅμως οὐδόλως σημαίνει ὅτι οἱ μή τιμωρούμενοι δι’ οἱονδήποτε λόγο εἶναι συνειδησιακῶς ἐντάξει, τήν στιγμή πού οἱ προθέσεις καί οἱ διαθέσεις ἑκάστου θά ἐξετασθοῦν λεπτομερῶς ἀπό τόν ἐτάζοντα νεφρούς καί καρδίας Θεόν. Τό ὅτι πάλι ὁ Κανών ἀναφέρει ὅτι οἱ ἀποτειχισθέντες εἶναι ἄξιοι τιμῆς, σημαίνει ἀσφαλῶς ὅτι εἶναι ἄξιοι καί μιμήσεως σύμφωνα μέ τό λόγιο «τιμή ἁγίου, μίμησις ἁγίου».
Εἰς τό σημεῖον αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά παρουσιάσωμε ἀκροθιγῶς τήν τιμή πού ἀποδίδει  ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία εἰς τούς ἀποτειχισθέντες πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀπό τούς δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ κηρύττοντας αἵρεσιν Ἐπισκόπους. Ἡ τιμή αὐτή συνίσταται εἰς τό ὅτι τούς κατατάσσει εἰς τούς ἁγίους καί ὁμολογητές τῆς πίστεως, ἐφ’ ὅσον μετά τήν ἀποτείχισι καί δι’ αὐτῆς τήν μή ἀναγνώρισι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, ἀκολουθεῖ συνήθως ὁ διωγμός καί τό μαρτύριο, συνεργούσης πρός τοῦτο καί τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας. Καί θά ἀναφερθοῦμε πρός τοῦτο εἰς τήν Εἰκονομαχία καί μάλιστα κατά τήν περίοδο τήν πρό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατά τήν ὁποία, ὅπως προαναφέραμε, δέν ἦτο κἄν κατεγνωσμένη αἵρεσις καί ἐπιπλέον ἐπισφραγισμένη ἀπό Σύνοδο  348  Ἐπισκόπων οἱ ὁποῖοι  κατέστησαν  τήν αἵρεσι γραμμή τῆς «Ἐκκλησίας».
Εἰς τήν Πατριαρχίαν λοιπόν τοῦ πρώτου εἰκονομάχου Πατριάρχου ὀνόματι Ἀναστασίου (730-754) μετά τήν βιαία ἐκβολή τοῦ ἁγ. Γερμανοῦ τοῦ ὁμολογητοῦ, ἔχομε κατ’ ἀρχάς τούς δέκα μάρτυρες τούς ἐν τῇ Χαλκῇ λεγομένη Πύλῃ. Αὐτοί μάλιστα ἔγιναν αἰτία νά φονευθῆ ὁ σπαθάριος ὁ ὁποῖος ἀνῆλθε στήν κλίμακα, προκειμένου νά κατεβάση τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εὑρίσκετο πάνω ἀπό τήν Χαλκῆ πύλη.  Ἑορτάζονται τήν 9η Αὐγούστου. Εἰς αὐτήν τήν πρᾶξιν, τῆς κατακρημνίσεως δηλαδή καί θανατώσεως τοῦ σπαθαρίου, φαίνεται ὅτι συμμετεῖχαν καί ἄλλοι ἅγιοι καί εἰδικά γυναῖκες. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν ἡ ἁγ. Θεοδοσία, ἡ ὁποία ἑορτάζει τήν 29η Μαΐου.
Ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων μᾶς περιγράφει λακωνικά ἕνα συγκλονιστικό γεγονός σχετικά μέ τόν εἰκονομάχο Πατριάρχη Ἀναστάσιο. Λέγει ἐπί λέξει τά ἑξῆς: «ἐξέβαλε τοῦ θρόνου αὐτοῦ τόν Γερμανόν Πατριάρχην ὁ Κόνων (Λέων ὁ Γ’ ὁ Ἴσαυρος 717-741), ὁ τοῦ Ἀντιχρίστου πρόδρομος ὡς ἐκάλη αὐτόν ὁ ἅγιος οὗτος Πατριάρχης, τῶ δεκάτῳ  τρίτῳ ἔτει αὐτοῦ, καί ἔβαλεν ἀντ’ ἐκείνου τόν Σύγγελον Ἀναστάσιον, τόν νέον προδότην Ἰούδαν, τόν συμφωνήσαντα τῶ Κόνωνι καί ἐπιβουλεύσαντα τῷ γέροντι αὐτοῦ. Ἀλλ’ αἱ σεμναί καί τίμιαι γυναῖκες τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὧν προεξῆρχεν ἡ ἁγία Θεοδοσία ἑορταζομένη Μαΐου εἰκοστῇ ἐνάτῃ ὥρμησαν εἰς τήν ἐκκλησίαν, καί τό βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, καί τοῖς λίθοις καί τοῖς ξύλοις ὑβρίζουσαι καί μισθωτόν ἀποκαλοῦσαι καί λύκον καί προδότην Ἰούδαν, ἐδίωξαν. Ὅθεν ἐκεῖνος ἀπῆλθε πρός τόν βασιλέα καί προσεκλαύθη καί παρεκίνει αὐτόν ἐκδικῆσαι αὐτόν. Ἀλλά καί εἰς τήν χαλκῆν πόρταν, ὅπου ἦν ἡ Θεανδρική ἐκείνη καί δεσποτική εἰκών τοῦ Χριστοῦ, ἥν ἐκεῖ ἔβαλεν ὁ μέγας Κωνσταντῖνος, βαλόντος τήν σκάλαν τοῦ βασιλικοῦ ὑπηρέτου ἵνα αὐτήν ἐκεῖθεν ἐκβάλῃ, αἱ Κωνσταντινοπολίτιδες ἐκβαλοῦσαι αὐτήν, ὧς ἐξῆρχεν ἡ ἁγία Θεοδώρα, καί κρημνίσασαι αὐτόν, ἔλαβον ἀντί μισθοῦ αὐτῶν τόν ἴδιον θάνατον. Διήρκησε δέ ἐκεῖ ἡ Θεανδρική αὕτη εἰκών κατά τόν Κωδινόν ἔτη τετρακόσια δέκα πέντε» (Δοσιθέου Ἱεροσ. Δωδεκάβιβλος τόμος ΣΤ΄ κεφ. ΙΘ΄ παραγρ. Η΄ σελ. 440 ἐκδ. Ρηγόπουλου 1982).
Εἶναι ὄντως συγκλονιστικό καί φοβερό τό γεγονός αὐτό. Ὁ Πατριάρχης Ἀναστάσιος, ὁ ὁποῖος ἦτο φορέας αἱρέσεως μή κατεγνωσμένης, πρίν κατακριθῆ ὁ ἴδιος ἀπό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο, ἐκβάλλεται διά ξύλων καί λίθων ἀπό τήν Ἐκκλησίαν ὑπό ἁγίων γυναικῶν, οἱ ὁποῖες τελικά μέ τήν βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας θανατώνονται.  Αὐτή εἶναι ἡ τιμή διά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ ΙΕ΄ Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, μέ τήν ὁποία ἠξιώθησαν ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Δηλαδή τό νά καταταγοῦν μεταξύ τῶν ἁγίων καί ὁμολογητῶν καί νά εἶναι ἐσαεί πρότυπα πρός μίμησιν.
Εἶναι ἴσως βέβαιον ὅτι σήμερα, ἄν κάποιοι τολμοῦσαν νά ἐνεργήσουν τοιουτοτρόπως σέ μία κατεγνωσμένη αἵρεσι,, θά ἐθεωροῦντο ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστές καί μή, ὡς ἀδιάκριτοι, ἀντάρτες, ταλιμπάν, ἐκτός Ἐκκλησίας καί κατεχόμενοι ὑπό ἑωσφορικοῦ καί δαιμονικοῦ πνεύματος.  Ἀντιθέτως δέ αὐτοί πού θά ἀνέμενον τήν Σύνοδο (π.χ. τῆς Ἱερείας) διά νά ἀποφασίση ἐπί τοῦ θέματος θά ἐθεωροῦντο συνετοί, ὑπάκουοι, διακριτικοί καί ἐντός τῆς Ἐπισκοποκεντρικῆς Ἐκκλησίας.  Δυστυχῶς αὐτή εἶναι σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία μας.
Πλήν αὐτῶν τῶν ἁγίων, ἔχομε αὐτήν τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας (ἡ ὁποία δέν πρέπει νά λησμονοῦμε δέν ἦτο ἀκόμη κατεγνωσμένη  αἵρεσις), τούς ἁγίους καί ὁμολογητάς Θεόφιλον, ὁ ὁποῖος ἦτο αὐτόκλητος μάρτυς καί ὁμολογητής καί ἑορτάζει τήν 2αν Ὀκτωβρίου, τόν Θεόφιλον καί Λογγῖνον τόν Στυλίτην, ἡ μνήμη τῶν ὁποίων εἶναι τήν 10ην Ὀκτωβρίου, τόν ἅγ. Ὑπάτιο Ἐπίσκοπο καί Ἀνδρέα τόν πρεσβύτερο, πού ἑορτάζονται τήν 20ην Σεπτεμβρίου, Γεώργιον τόν Λημνιώτη, πού ἑορτάζει τήν 24ην Αὐγούστου, Γεώργιον ἐπίσης Πισιδίας, πού ἑορτάζει τήν 19ην Ἀπριλίου, Βασίλειον καί Προκόπιον τούς ὁμολογητάς, πού ἑορτάζουν τήν 27ην καί 28ην  Φεβρουαρίου, Ἀνδρέαν τόν ὁμολογητήν τόν ἐν τῇ κρίσει πού ἑορτάζει τήν 17ην Ὀκτωβρίου καί πολλούς ἄλλους.
Δέν  πρέπει νά παραλείψωμε καί τόν ἀδάμαντα τῆς περιόδου αὐτῆς, τόν ὁμολογητήν Στέφανον τόν νέον, τόν ἀσκήσαντα εἰς τό ὄρος τοῦ Αὐξεντίου. Εἰς τόν βίον του ἀναφέρεται, πέραν τῶν μαρτυρικῶν του ἀγώνων, ὅτι ὅταν ἐτελείωσεν ἡ Σύνοδος τῆς Ἱερείας τό 754 ἔστειλε ὁ αὐτοκράτωρ Κων/νος ὁ Κοπρώνυμος τίς ἀποφάσεις της μέ τόν Πατρίκιον Κάλλιστον νά τίς ὑπογράψη καί ὁ ὅσιος Στέφανος, ἐπειδή ἦτο περιβόητος καί εἰς ὅλους αἰδέσιμος. Αὐτός ἀρνήθηκε νά ὑπογράψη  ἀποκαλῶντας αἱρετικήν τήν Σύνοδον, δέν ἐδέχθη δέ καί τά τρόφιμα πού τοῦ ἀπέστειλε ὁ αὐτοκράτωρ λέγοντας ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά γλυκανθῆ ὁ λάρυγξ των ἀπό αἱρετικῶν βρώματα (Μέγας Συναξαριστής τόμος ΙΑ΄ σελ. 699). Ἐδῶ, ὅπως βλέπομε, ἔχομε τό γεγονός ὅτι Σύνοδος 348 Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἐπεκύρωσαν τήν αἵρεσιν, ἀθετεῖται ἀπό ἕναν ἅγιο ἀσκητή.  Δηλαδή ὁ ὅσιος Στέφανος δέν ἀποτειχίσθηκε ἁπλῶς ἀπό ἕναν Ἐπίσκοπο ἤ Πατριάρχη, ἀλλά ἀπό μία ὁλόκληρον πολυάνθρωπον Σύνοδο καί μάλιστα διά μία αἵρεσι μή κατεγνωσμένη (καταδικασμένη) καί ἐπιπλέον ὅλα αὐτά πολύ πρίν τήν Πρωτοδευτέρα Σύνοδο, ἡ ὁποία κατέγραψε αὐτήν τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀναφερθήκαμε στούς ἁγίους τῆς πρώτης περιόδου τῆς Εἰκονομαχίας μόνο καί μόνο διά τό γεγονός τῆς ἀποτειχίσεώς των ἀπό μή κατεγνωσμένη αἵρεσι, τό ὁποῖο θά λέγαμε ἀποτελεῖ μία ὑπέρβασι καί αὐτοῦ τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Θά ἀναφέρωμε καί δύο παραδείγματα ἀπό τήν μετά τήν Σύνοδο αὐτήν περίοδο διά νά καταδείξωμε τό ὑποχρεωτικό τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος καί ὄχι τό προαιρετικό ἤ δυνητικό ὅπως πολλοί ἰσχυρίζονται.
Τό πρῶτο παράδειγμα εἶναι αὐτό τό σχίσμα τοῦ 1054 μέ τό ὁποῖο ἀπεκόπη ἀπό τήν Ὀρθοδοξία καί τήν Ἐκκλησία ἕνα μεγάλο μέρος ὡς αἱρετικό.  Ἐδῶ ἔχομε πλήρη ἐφαρμογή τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἀπό τόν ἴδιο τόν Πατριάρχη Μιχαήλ τόν Κηρουλάριο.  Ὁ Πάπας τῆς Ρώμης Λέων ὁ Θ΄ λόγῳ κυρίως τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Filioque εἰς τό Σύμβολον τῆς Πίστεως εἶχε καταστῆ αἱρετικός. Ἡ αἵρεσις αὐτή ἦτο ἤδη κατεγνωσμένη ἀπό τήν ἐπί ἁγίου Φωτίου Σύνοδο τοῦ 879. Δέν ἦτο ὅμως κατεγνωσμένος (καταδικασμένος) ὁ φορέας τῆς αἱρέσεως, δηλαδή ὁ συγκεκριμένος Πάπας Λέων ὁ Θ΄. Ὁ Πατριάρχης λοιπόν μέ τήν Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως ἀποσχίζεται ἀπό τόν Πάπα πρό Συνοδικῆς καταδίκης του. Αὐτό τό ἀναφέρομε σάν εὔγλωττο καί πασίγνωστο παράδειγμα, διότι τό ἀναφέρει καί ὁ Βαλσαμών στήν ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ 15ου Κανόνος. Λέγει συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Σημείωσαι ταῦτα, ἴσως ὠφελήσοντα κατά τῶν λεγόντων μή καλῶς ἡμᾶς ἀποσχισθῆναι ἀπό τοῦ θρόνου τῆς παλαιᾶς Ρώμης, πρό τοῦ καταδικασθῆναι τούς περί ταύτην ὡς κακόφρονας» (Σύνταγμα ἱερῶν Κανόνων Ράλλη-Ποτλῆ τόμος β΄ σελ. 695). Δηλαδή αὐτά τά ἐπιχειρήματα τά ὁποῖα σήμερα λόγῳ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχουν γίνει νόμος, ὅτι δηλαδή ἀπόσχισι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο ἐπιτρέπεται  μόνο μετά  τήν καταδίκην του ἀπό τήν Σύνοδο, τά ἔλεγαν κάποιοι καί τότε, καί ἀπολογούμενος τρόπόν τινα ὁ Βαλσαμών στήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ Κανόνος, φέρει αὐτό τό παράδειγμα.
Τό δεύτερο παράδειγμα εἶναι τῶν ὁσιομαρτύρων ἁγιορειτῶν τῶν ἐπί Βέκκου μαρτυρησάντων. Ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ ΙΑ΄ ὁ Βέκκος ἦτο λατινόφρων, φορέας δηλαδή κατεγνωσμένης αἱρέσεως, ἀλλά ὁ ἴδιος δέν εἶχε ἀκόμη καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο. Οἱ ἁγιορεῖτες λοιπόν ὁσιομάρτυρες ἀπετειχίσθησαν ἀπό αὐτόν πρό Συνοδικῆς καταδίκης του καί αὐτό ἦτο ἡ αἰτία τοῦ μαρτυρίου των. Εἶναι χαρακτηριστική καί ὁμολογιακή ἡ πρός τόν λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η΄ τόν Παλαιολόγο ἐπιστολή των, ἡ ὁποία σημειωτέον ἀπεστάλη ὑπό πάντων τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων καί ἀναφέρει πρός τό τέλος τά ἑξῆς: «Οἷς δέ συνεσθίειν οὐχ ὁριζόμεθα· οἷς τό χαίρειν εἰπεῖν διά τό παντάπασιν ἀμιγές, ὧν τό συνάντημα εἰ δυνατόν φύγομεν, πῶς πρώτους εἶναι καί ἀνακριτάς τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὅλως δικαιώσωμεν, καί τό μνημόσυνον αὐτῶν ὡς ὀρθόδοξον ἐπ’ ἐκκλησίαις, καί ἐπ’ αὐτῆς τῆς μυστικῆς τραπέζης, σαλπίσωμεν, ἵνα μηδέ ταύτην ἀφῶμεν ἀβέβηλον, τοῦ ἁγιάζειν ἡμᾶς». Δηλαδή, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγιορειτῶν ὁσίων, ἡ μνημόνευσις αἱρετικῶν κατά τήν Θεία Λειτουργία βεβηλώνει τήν ἁγ. Τράπεζα καί συνεπῶς αὐτή πλέον δέν μᾶς ἁγιάζει. Καί αὐτοί οἱ ὁσιομάρτυρες ἁγιορεῖτες οἱ ἐπί Βέκκου ἀθλήσαντες καί πρό συνοδικῆς καταδίκης του τόν ἀπέκοψαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἠξιώθησαν τιμῆς καταταγέντες μεταξύ τῶν ἁγίων καί ὁμολογητῶν τούς ὁποίους ὀφείλομε νά μιμούμεθα.
Τό τελευταῖο τμῆμα τοῦ ἐν λόγῳ ἱεροῦ Κανόνος πού ἀποτελεῖ καί τό ἐπισφράγισμα καί τήν αἰτιολογία τῆς ὅλης ὁμολογιακῆς στάσεως καί ἐνστάσεως τῶν Ὀρθοδόξων μᾶς ἀναγκάζει νά ἀναφέρωμε ὀλίγα τινά διά τό σοβαρό θέμα τῶν «ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων» καί διά τήν ὑπόθεσιν τοῦ σχίσματος. Κατ’ ἀρχάς ἡ ἀναφορά τοῦ Κανόνος «οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν» μᾶς ὁδηγεῖ στήν σκέψι, ὅτι πρέπει νά διακρίνωμε, ὡς Ὀρθόδοξοι, τούς Ἐπισκόπους ἀπό τούς ψευδεπισκόπους διά νά μήν πλανηθοῦμε καί ὅτι πρέπει αὐτό νά τό πράξωμε, πρίν τό πράξη τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο.
Ἡ ἔκφρασις αὐτή ἐπίσης σημαίνει ὅτι ἀπό τόν ἀληθινό Ἐπίσκοπο, τόν ὄντως Ἐπίσκοπο, τόν εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ εὑρισκόμενο, εἶναι ἀδύνατον κάποιος ὀρθόδοξος ὑγειῶς σκεπτόμενος νά ἀποσχισθῆ, ἔστω καί ἄν αὐτός κατακριθῆ ἤ καταδικασθῆ ἀπό κάποια Σύνοδο, ὅπως συνέβη μέ τόν ἅγ. Ἀθανάσιο, τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο καί ἄλλους ἁγίους.  Δηλαδή ἀπό τόν ἀληθινό Ἐπίσκοπο οὐδέποτε κάποιος ἀπομακρύνεται, ἀλλά τόν ἀκολουθεῖ ὡς τόν σταυρό καί ἄν δύναται συσταυρώνεται καί αὐτός μαζί του. Ἀντιθέτως μέ τόν ψευδεπίσκοπο καί ψευδοδιδάσκαλο, τόν τό σχῆμα μόνο ἔχοντα τοῦ Ἐπισκόπου, τόν κατά τό φαινόμενον προστάτη τοῦ ποιμνίου καί κατά τό νοούμενον ἀποστάτη τοῦ Εὐαγγελίου, οὐδέποτε κάποιος ὀρθόδοξος ὑγειῶς σκεπτόμενος συντάσσεται καί συνοδοιπορεῖ, ἀλλά ἀπομακρύνεται ἐκκλησιαστικῶς ἀπό αὐτόν, ὅπως κάποιος ἀπομακρύνεται ἀπό κάποιον ἔχοντα κολλητική ἀσθένεια. Ὁ ψευδεπίσκοπος εἶναι ὅ,τι χειρότερο μέσα στήν Ἐκκλησία, εἶναι τό ὄργανο τοῦ διαβόλου διά τοῦ ὁποίου θά χειρώση (θά βάλη στό χέρι κατά τό δή λεγόμενο) τούς πιστούς.
Ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἀνάγκη, καί θά λέγαμε θέμα σωτηρίας, νά δύναται ἕκαστος ὀρθόδοξος νά διακρίνη τόν ἀληθινό Ἐπίσκοπο ἀπό τόν ψευδεπίσκοπο, τόν ποιμένα ἀπό τόν λύκο καί τόν ἀληθινό κυβερνήτη τοῦ πλοίου, σύμφωνα μέ τήν πατερική ἔκφρασι, ἀπό τόν καταποντιστή.  Εἶναι δηλαδή τό ἴδιο πού θά πάθη κάποιος, ὁ ὁποῖος δέν ἔμαθε, διά νά χρησιμοποιήσωμε μία σύγχρονο ἔκφρασι, νά ξεχωρίση τά γνήσια χαρτονομίσματα ἀπό τά κάλπικα καί πλαστά καί περιμένει νά τά σφραγίση ἡ τράπεζα. Ὁ παρών λοιπόν Κανών καθιστᾶ ὑπευθύνους ὅλους τούς Ὀρθοδόξους εἰς τό θέμα τῆς διακρίσεως τῶν ἀληθινῶν Ἐπισκόπων ἀπό τούς ψευδεπισκόπους.  Αὐτό βεβαίως τό ἀπαιτεῖ καί ὅλη ἡ ὀρθόδοξος Παράδοσις τήν ὁποία ἐπισφραγίζει καί τρόπον τινά συνοψίζει ὁ ἐν λόγῳ Κανών. Τό φοβερό ὅμως καί συγχρόνως ἀναγκαῖο εἶναι ὅτι δέν εἶναι ἀρκετή μόνο  ἡ διάγνωσις τοῦ  ψευδεπισκόπου, ὅπως δέν εἶναι ἀρκετή ἡ διάγνωσις τοῦ ἔχοντος τήν μολυσματική ἀσθένεια, ἀλλά χρειάζεται καί ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό αὐτόν. Εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι τῶν θεμάτων τῆς πίστεως ὁ κάθε πιστός γίνεται κριτής καί δικαστής πρό συνοδικῆς κρίσεως, τοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος Ἐπισκόπου καί «στέλλεται» ἀπό αὐτόν σύμφωνα μέ τήν ἔκφρασι τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν: «Παραγγέλλομεν δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἣν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν» (Β’ Θεσσ. 3, 6).
… Οὕτως λοιπόν ἐχόντων τῶν πραγμάτων, καί ὑπό τήν προϋπόθεσιν ὅτι ὁ παρών Κανών κατά τό δεύτερό του τμῆμα εἶναι καθαρά δογματικός, δέν θά  ἔπρεπε κἄν νά ἐμφιλοχωρήση μέσα μας ἡ σκέψις ὅτι εἶναι δυνατόν νά μήν εἶναι συγχρόνως ὁ ἐν λόγῳ ἱερός Κανών ὑποχρεωτικός δι’ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους.  Καί τοῦτο διότι ὁ Κανών αὐτός ὑπερασπίζεται τήν πίστι διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως καί νομίζω πώς δὲν θὰ ἔχη κανείς ἀντίρρησι, ὅτι ἡ ὑπεράσπισις τῆς πίστεως εἶναι σέ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους ὑποχρεωτική καί ὄχι δυνητική.
Ἄν ὅμως, παρά ταῦτα, θεωρήσωμε δυνητικό τόν Κανόνα, τότε ἀνοίγομε νομίμως τήν κερκόπορτα (μᾶλλον τήν πλατεῖα πύλη) ἡ ὁποία προφανῶς ὁδηγεῖ εἰς τήν «εὐρύχωρον ὁδόν τήν ἀπάγουσαν εἰς τήν ἀπώλειαν» (Ματθ. 7,13). Ὁ λόγος εἶναι ἁπλός.  Ἂν δηλαδή, ἐκλάβωμε τὸν Κανόνα ὡς δυνητικό, ὅλοι θά προτιμήσουν τόν εὔκολο δρόμο καί τήν εὔκολη λύσι, ἡ ὁποία, στήν προκειμένη περίπτωσι, εἶναι ἡ ὑποταγή στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ἡ ἀναμονή καί ἡ ἀπραξία, ὁ ἐφησυχασμός καί ἡ ἀνάθεσις τοῦ προβλήματος διά τῆς προσευχῆς εἰς τόν Θεόν. Ἐφ’ ὅσον εἶναι δυνητικός ὁ Κανών, γιατί ὁ κάθε ὀρθόδοξος νά κάνη  ἐπανάστασι, νά τά βάλη μέ τήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία, ἡ ὁποία ἔχει συνεργό καί τήν πολιτική, νά διωχθῆ καί νά ἐπιτιμηθῆ διά τήν ἀνταρσία του, νά θεωρηθῆ ἀπό τούς πολλούς ἐκτός Ἐκκλησίας καί νά κατηγορῆται ἀκόμη καί ἀπό τούς συνειδητούς ἀλλά κατευθυνομένους Ὀρθόδοξους; Ἐφ’ ὅσον, τέλος, εἶναι δυνητικός ὁ Κανών, ἡ ὁδός τῆς ὑποταγῆς στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο φαίνεται ἀσφαλεστέρα, διότι δι’ αὐτῆς, ὅπως λέγεται, ἀποφεύγονται τά σχίσματα καί διασφαλίζεται ἡ ἑνότης στήν Ἐκκλησία.
Εἶναι εὔκολο νά κατανοήση ἕκαστος ὅτι, τό νά ἐκληφθῆ ὡς δυνητικός ὁ παρών Κανών, ἐξυπηρετεῖ τά μέγιστα τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους, καθώς ἐπίσης καί τούς χλιαρούς καί ἀδιάφορους καί δειλούς Ὀρθοδόξους. Διότι οἱ μέν πρῶτοι διατηροῦν τήν ποθητή τους ἑνότητα, ἡ ὁποία ἔχει κέντρο καί ἄξονα τόν ἑαυτόν των και οἱ δεύτεροι ἀπαλλάσσουν τήν συνείδησί των ἀπό τίς τύψεις καί τίς εὐθύνες διά τούς ἀγῶνες πού θά ἔπρεπε νά κάνουν, ἄν ὁ Κανών αὐτός δέν ἦτο δυνητικός.
Δημιουργεῖται ἐπίσης εὐλόγως καί ἡ ἀπορία, διατί ὁ ἱερός αὐτός Κανών νά εἶναι δυνητικός κατά τό δεύτερόν του ἥμισυ καί νά μήν εἶναι δυνητικός ὁλόκληρος καί, ἐπί πλέον, διατί νά μήν εἶναι δυνητικοί καί οἱ δύο προηγούμενοι, οἱ ὁποῖοι, ὅπως προαναφέραμε, ἔχουν ἐκκλησιαστικό χαρακτῆρα. Δηλαδή θεωρήσαμε δυνητικό τό δογματικό τμῆμα τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, τό ὁποῖο κατοχυρώνει καί ὑπερασπίζεται τήν πίστι, καί θεωροῦμε ὑποχρεωτικό ὅ,τι ἐξυπηρετεῖ σήμερα τίς ὑπερεξουσίες τῶν Ἐπισκόπων. Δι’ αὐτό ἴσως σήμερα καταντήσαμε νά ὑπερασπιζόμεθα τήν πίστι, ὅπως θά ὑπερασπιζόμεθα ἕναν οἱονδήποτε ἐκκλησιαστικό ἤ διοικητικό θεσμό.
Ἀφήσαμε στό τέλος τῆς ἀναφορᾶς μας στήν ἔρευνα καί σύγκρισι τοῦ ΙΕ’ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου μέ ἄλλους, πού ἀναφέρονται σέ αἱρετικούς καί στήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτούς, δύο Κανόνες τούς ὁποίους κρίνομε ὅτι ἀποδεικνύουν ἐναργέστατα τήν ὑποχρεωτική καί μή δυνητική θεώρησι τοῦ ὑπό ἐξέτασι ἱεροῦ Κανόνος.  Ὁ πρῶτος ἐξ αὐτῶν εἶναι ὁ ΛΓ’ τῶν ἁγ. Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος λέγει τά ἑξῆς: «Μηδένα τῶν ξένων Ἐπισκόπων, ἤ Πρεσβυτέρων, ἤ Διακόνων ἄνευ συστατικῶν προσδέχεσθαι. Καί ἐπιφερομένων δέ αὐτῶν, ἀνακρινέσθωσαν: καί εἰ μέν ὦσι κήρυκες τῆς εὐσεβείας, προσδεχέσθωσαν, εἰ δέ μήγε, τά πρός χρείαν αὐτοῖς ἐπιχωρηγήσαντες, εἰς κοινωνίαν αὐτούς μή προσδέξησθε. Πολλά γάρ κατά συναρπαγήν γίνεται».  Ἀσφαλῶς οὐδείς ἐχέφρων θά ἠδύνατο νά ἰσχυρισθῆ ὅτι ὁ παρών Κανών τῶν ἁγ. Ἀποστόλων εἶναι δυνητικός.  Εἶναι ὅμως πολύ αὐστηρότερος τοῦ ὑπό ἐξέτασιν ιε’ τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.  Διότι ἐνῶ ὁ ΙΕ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας ἀπαιτεῖ τήν ἀποτείχισι ἀπό τόν κηρύττοντα αἵρεσι «δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’Ἐκκλησίας» ὁ παρών ΛΓ’ τῶν ἀγ. Ἀποστόλων ἀπαιτεῖ τήν ἀποτείχισι ἀπό τόν Ἐπίσκοπο ἤ κληρικό, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δέν κηρύττει δημοσίως καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας τήν αἵρεσι, ἀλλά ἀπεναντίας ἔχει καί συστατικές ἐπιστολές περί τῆς ὀρθοδοξότητός του.  Ὁ παρών Κανών λοιπόν ἀπαιτεῖ καί προστάσσει τήν ἀκριβῆ ἐξέτασι τῆς πίστεως ἑκάστου κληρικοῦ, πρίν νά ἐπικοινωνήση ὁ κάθε Ὀρθόδοξος μαζί του. Τό φοβερώτερο ὅμως καί συγχρόνως ἐλεγκτικώτερον διά τούς σημερινούς Ὀρθοδόξους, εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ ἐγκεκριμένοι παλαιοί ἑρμηνευτές τοῦ παρόντος Κανόνος ἀναφέρουν νά ἀποτειχίζωνται οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τούς Ἐπισκόπους καί κληρικούς, ἔστω καί ἄν μετά τήν ἐξέτασι εὑρεθῆ ἁπλῶς ἀμφίβολος ἡ πίστις των.
Ὁ Ζωναρᾶς στήν ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος ἀναφέρει «...καί τοιούτους ὄντας (Ὀρθοδόξους δηλαδή κατά τήν πίστιν) προσδέχεσθαι κάι συγκοινωνεῖν αὐτοῖς.  Εἰ δέ ἀμφίβολοι περί τά ὀρθά δόξουσι δόγματα τήν μετ’αὐτῶν συνδιαγωγήν παραιτεῖσθαι παρακελεύεται (ὁ παρών δηλαδή Κανών)» (Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων Ράλλη–Ποτλῆ τόμος Β’, σελ. 14). Ὁ Βαλσαμών ἀναφέρει τά ἑξῆς «...καί ἤ προσδέχεσθαι εἰς κοινωνίαν ὀρθοδόξους ὄντας ἤ παραιτεῖσθαι ὡς ἀμφιβόλους» (ὅπ. ἀνωτ.) Ὁ Ἀριστηνός ἀναφέρει εἰς τήν ἑρμηνεία του τά ἑξῆς:  «Ἄνευ συστατικῶν οὐ δεῖ ξένον ἱερέα προσδέχεσθαι· εἰ δέ καί συστατικά ἐπιφέρηται, δέον αὐτόν καί οὕτως ἐπανακρίνεσθαι.  Καί εἰ μέν εὐσεβής ἀναμφιβόλως εὑρεθῆ προσίεσθαι τοῦτον· εἰ δέ ἀμφιβάλλεται, τά πρός διοίκησιν ἐπιχορηγεῖσθαι αὐτῷ καί ἀποπέμπεσθαι» (ὅπ. ἀνωτ.).
Εἶναι ἴσως περιττό νά ἀναφέρωμε ὅτι ὅλα αὐτά (ἡ ἐξέτασις δηλαδή περί τήν πίστιν καί ἡ ἀποτείχισις) γίνονται πρό Συνοδικῆς κρίσεως καί καταδίκης τοῦ ἀμφιβόλου ἁπλῶς ἔχοντος τήν πίστιν. Ἐδῶ ἐπί πλέον βλέπομε καί τήν συμφωνία τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου μέ τήν Ἀποστολική περίοδο καί ὅλη τήν διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἀκροτελεύτιο τμῆμα τοῦ Ἀποστολικοῦ αὐτοῦ Κανόνος «Πολλά γάρ κατά συναρπαγήν γίνεται» σημαίνει ὅτι ὁ κάθε Ὀρθόδοξος ἔχει προσωπική εὐθύνη καί δέν πρέπει νά ἀρκεῖται σέ ὁποιεσδήποτε διαβεβαιώσεις καί τίτλους ὀρθοδοξότητος, ἀλλά νά ἐρευνᾶ ἐπισταμένως τήν πίστι ἐκείνου πού προτίθεται νά ἔχη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία.
Ὁ Μ. Φώτιος
Θά ἀναφερθοῦμε ἐν συνεχείᾳ, παρουσιάζοντας τήν ἀποτείχισι ὡς Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, στόν Μ. Φώτιο. Ὡς γνωστόν ὁ ἅγ. Φώτιος ἦταν ἐκεῖνος πού μέ τούς ἀγῶνες του ἔσωσε τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν ὑποταγή της στόν Παπισμό καί ἐπίσης, ἦταν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος προήδρευσε τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἡ ὁποία ἐξέδωσε μεταξύ ἄλλων καί τόν ὑπό ἐξέτασι 15ο ἱερό Κανόνα.  Ὁ ἴδιος λοιπόν τώρα, θά μᾶς ἐξηγήση αὐτόν τόν Κανόνα μέ τή διδασκαλία του, θά μᾶς πῆ ἄν εἶναι δυνητικός ἤ ὑποχρεωτικός, θά μᾶς ὁδηγήση ἀσφαλῶς στόν δρόμο τῆς ἀποτειχίσεως, πότε δηλαδή αὐτή πρέπει νά γίνεται καί ὑπό ποίας προϋποθέσεις πρέπει νά ὑποτασσώμεθα στόν Ἐπίσκοπο. Ὑπάρχει εἰς τό θέμα αὐτό ἕνα χωρίον τοῦ ἁγίου τό ὁποῖον εἶναι τόσο σαφές καί ξεκάθαρο πού θά πρέπει κάποιος νά ἔχη ἰησουΐτικη εὐφυΐα καί παπική διπλωματία διά νά τό διαστρέψη. Εἶναι ἀπό τήν ιε’ ὁμιλία του, ἡ ὁποία ἐκφωνήθηκε στόν ἄμβωνα τῆς μεγάλης Ἐκκλησίας:
«Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως ἀγκίστρῳ μέν καί δελέατι ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δέ πονηρά καί τόν αἱρετικόν ἰόν ὑποκαθήμενον ἔχουσα πολλούς τῶν ἁπλουστέρων προσιόντας καί μηδέν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε· φεύγειν οὖν παντί σθένει διά ταῦτα προσήκει τούς τοιούτους.
          Ὀρθόδοξός ἐστιν ὁ ποιμήν, εὐσεβείᾳ ἐσφράγισται, οὐδέν τῆς αἱρετικῆς φατρίας ἐπισύρεται; Ὑποτάγηθι αὐτῷ, ὡς εἰς τύπον προκαθεζομένῳ Χριστοῦ· οὐκ ἐκείνῳ φέρεις τήν τιμήν, ἄν ἐξ ὅλης φέρῃς ταύτην τῆς ψυχῆς· Χριστός ταύτην ὑποδέχεται· μή περιεργάζου τά ἄλλα· Θεός ἐστιν ὁ τούτων ἐξεταστής· ἐκείνῳ τήν κρίσιν κατάλιπε, σύ δέ τήν ὑπακοήν, κατά τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καί καθαράν αὐτῷ τήν διάθεσιν ἐπεδείκνυσο» (ΕΠΕ 12, 400,31).
Ὁ ἅγιος εἶναι τόσο σαφής ὥστε ἀναφέρει καί τίς δύο περιπτώσεις τοῦ αἱρετικοῦ καί τοῦ ὀρθοδόξου ποιμένος. Τόν αἱρετικό τόν ὀνομάζει λύκο ἀπό τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀπομακρυνθῆς πάραυτα, ὡσάν μέ ἅλμα πού γίνεται ἐνστικτωδῶς, χωρίς διαδικασίες ἤ ἀποφάσεις Συνόδων «φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει»· προσθέτει ἀκόμη ὅτι δέν πρέπει νά ἀπατηθῆς ἀπό τήν ἐξωτερική του ἡμερότητα καί ὅτι ἡ κοινωνία μέ αὐτόν εἶναι δηλητήριο φιδιοῦ. Ἀντιθέτως γιά τόν ὀρθόδοξο ποιμένα, ὁ ἅγιος θέτει κάποιες προϋποθέσεις πού πρέπει νά τίς ἐξετάζη ἕκαστος καί μετά νά ὑποταχθῆ εἰς αὐτόν. «Εὐσεβείᾳ ἐσφράγισται, οὐδέν τῆς αἱρετικῆς φατρίας ἐπισύρεται».  Δηλαδή νά ἔχη καθ’ ὅλα εὐσεβῆ πίστι καί ζωή καί νά μήν ἔχη κανένα αἱρετικό ψεγάδι. Αὐτά πρέπει νά τά ἐξετάζη ὁ κάθε ὀρθόδοξος ἄν δέν θέλη νά ὁδηγηθῆ στόν γκρεμό.  Ἄν ὅμως, λέγει ὁ ἅγιος, ὁ ποιμένας ἔχη ὀρθόδοξο πίστι καί τήν κηρύττη μέ λόγια καί ἔργα, τότε πρέπει νά τόν θεωρήσης «ὡς εἰς τύπον προκαθεζομένῳ Χριστοῦ». Τήν τιμή πού ἀποδίδεις εἰς αὐτόν τόν ποιμένα τήν δέχεται ὁ Χριστός. Ὅλα τά ἄλλα, διδάσκει ὁ ἅγιος, πλήν δηλαδή τῆς πίστεως, νά μήν τά ἐξετάζωμε «μή περιεργάζου τά ἄλλα· Θεός ἐστίν ὁ τούτων ἐξεταστής».
       Αὐτή ἡ διδασκαλία τοῦ Μ. Φωτίου εἶναι πολύ σαφής καί κατανοητή καί οὐσιαστικά καθιστᾶ τόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας, ὄχι μόνο ὑποχρεωτικό, ἀλλά συγχρόνως καί ἄκρως ἀναγκαῖο σέ κάθε ἕνα ὁ ὁποῖος δέν θέλει νά κατασπαραχθῆ ἀπό τόν λύκο καί νά δηλητηριασθῆ ἀπό τό φίδι.  Τώρα ἄν ἐμεῖς περιμένωμε τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου διά νά φύγωμε ἀπό τόν λύκο, σημαίνει ἤ ὅτι ἀδιαφοροῦμε διά τήν σωτηρία μας ἤ ὅτι τήν θέλουμε μέν, ἀλλά χωρίς ἀγῶνα καί θυσία.
          Θά ἀναφέρωμε καί ἕνα ἀκόμη τμῆμα ἀπό ἐπιστολή τοῦ ἁγίου διά νά ἰδοῦμε ἀφ’ ἑνός μέν τήν αὐστηρότητά του εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν Παράδοσι πού ἐγνώριζον ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι στήν ἐποχή του, ὅτι δηλαδή πρέπει νά φεύγωμε μακριά ἀπό τούς αἱρετικούς καί διεστραμμένους Ἐπισκόπους.
Ἐπιπλήττει στήν ἐπιστολή αὐτή ὁ ἅγιος τόν ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας, διότι ἔγινε προδότης τῶν δογμάτων τῆς πίστεως καί οἱ πιστοί τόν ἀπεστρέφοντο καί οὔτε «χαίρεται» δέν τοῦ ἔλεγον: «κακός ἐγένου φίλοις καί θείου προδότης δόγματος, καί τῆς σῆς ὁμολογίας πολέμιος, εἶτα διερωτᾷς, τί δήποτέ σε οἱ εὐσεβεῖς ὡς ἐναγῆ ἀποστρέφονται, μηδέ τῆς κοινῆς ἀξιοῦντες προσρήσεως; (ὤ, τί σε δικαίως προσείπω;) φοβερόν ἡγοῦνται καί τό διά τοῦ «“χαίρειν”» κοινωνῆσαι τοῖς ἔργοις σου τοῖς πονηροῖς» (ΕΠΕ 13, Ἐπιστ. ΚΣΤ΄ Παύλῳ γεγονότι ἀρχιεπισκόπῳ Καισαρείας καί ἀποστήσαντι, 290,25).
Καί ἀπό ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἦτο γνωστή, θά λέγαμε, καί στόν τελευταῖο ὀρθόδοξο καί τήν ἐφήρμοζαν ἐνστικτωδῶς οἱ Χριστιανοί, χωρίς νά ἔχη καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Καισαρείας.
4. Ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ ἱεροῦ Κανόνος ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεσι μέ τήν ἰδία τήν ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία καί αὐτή πρωτίστως καθορίζει τίς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς.
Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στήν δεύτερη ἐπιστολή του ἀναφέρει τά ἑξῆς σχετικά μέ τούς αἱρετικούς: «εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει μή λαμβάνεται αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε· ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς» (Β΄ Ἰωάν. 10,11). Εἶναι πίστις τῆς Ἐκκλησίας ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες εἶναι ἀπολύτως σύμφωνοι καί ἐναρμονισμένοι μέ τήν ἁγ. Γραφή καί μάλιστα διασφαλίζουν τό κῦρος της. Ἄν ὅμως ἐκλάβωμε ὡς δυνητικόν τόν ὑπό ἐξέτασι Κανόνα, αὐτός ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεσι μέ τήν διδασκαλία αὐτή τῆς ἁγ. Γραφῆς.  Διότι ἡ ἁγ. Γραφή στό σημεῖο αὐτό διδάσκει ὅτι μόλις διαπιστώσομε, ὅτι κάποιος δέν ἔχει τήν ἀληθινή καί ὀρθόδοξο πίστι δέν πρέπει οὔτε στήν κατοικία μας νά τόν βάλωμε, οὔτε χαίρεται νά τοῦ εἰποῦμε, οὔτε σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο νά ἔχωμε οἱαδήποτε σχέσι καί ἐπικοινωνία.  Ἀντιθέτως ὅμως, μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία διδάσκομε ὅτι, μέ αὐτόν ὁ ὁποῖος «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ ἐκκλησίας» κηρύττει αἵρεσι, δυνάμεθα, χωρίς νά ἁμαρτάνωμε, νά ἔχωμε πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία, νά τόν μνημονεύσωμε στά μυστήρια, νά τόν  ἀποδεχώμεθα ὡς εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ καί νά ἀναμένωμε ἡσύχως  καί ἐν ὑπομονῇ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία τελικά ἤ μπορεῖ νά μήν ἔλθη ποτέ ἤ τό χειρότερο μπορεῖ νά εἶναι καί ὑπέρ τῆς αἱρέσεως καί εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τό ὅτι εἶναι ἀσυγκρίτως χειρότερο ἡ μνημόνευσις εἰς τά μυστήρια τοῦ αἱρετικοῦ, ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία καί ἡ ἀναγνώρισίς του εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, ἀπό τόν ἁπλό χαιρετισμό καί τήν εἴσοδό του στήν ἰδιωτική κατοικία μας, εἶναι ἡλίου φαεινότερο καί μόλις εἶναι ἀνάγκη νά τό ἀναφέρωμε. Ἐπίσης ἡ διδασκαλία τῆς ἁγ. Γραφῆς, ὅτι δηλαδή μέ τόν ἁπλό χαιρετισμό καί τήν εἴσοδο στήν κατοικία μας ἔχομε κοινωνία μέ τήν αἵρεσι καί τά πονηρά ἔργα τοῦ αἱρετικοῦ, σημαίνει ὅτι πολύ περισσότερο ἔχομε κοινωνία μέ τήν αἵρεσι καί τόν αἱρετικό ἄν τόν μνημονεύσωμε στήν Ἐκκλησία ἤ συμπροσευχηθοῦμε μαζί του ἤ τόν ἔχομε εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.  Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο οἱ ὑπέρμαχοι τῆς δυνητικῆς θεωρίας τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος ἀναγκάσθηκαν νά κατασκευάσουν καί ἄλλη παρεμφερῆ διδασκαλία, ὅτι δηλαδή ἡ μνημόνευσις εἶναι ἁπλῶς εὐχή ὑπέρ ὑγείας καί μακροημερεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου καί οὐδεμίαν ἄλλην θεολογική διάστασι ἔχει, ἐνῶ οἱ Πατέρες ὅπως ἀναφέραμε στήν σελίδα διδάσκουν τό ἐντελῶς ἀντίθετο.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή μέ ἀπόλυτη αὐστηρότητα διδάσκει τά ἑξῆς σχετικά μέ τήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς: «ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν ἀνάθεμα ἔστω· ὡς προειρήκαμεν, καί ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. α, 8,9). Αὐτό τό χωρίον τῆς ἁγ. Γραφῆς εἶναι ἴσως τό αὐστηρότερο ὡς πρός τήν διασφάλισι τῆς ἀληθείας καί τήν ἀπομάκρυνσί μας ἀπό αὐτούς πού διδάσκουν οἱανδήποτε αἵρεσι καί καινοτομία. Ἀντί ἄλλης ἀναλύσεως θά παραθέσωμε τήν ἀναφορά, τήν ὁποία κάνουν εἰς τό ἁγιογραφικό αὐτό χωρίο ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ ὁποῖος ἐπιπλέον ἐπικαλεῖται καί τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο καί ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται μάλιστα στήν μοιχειανική αἵρεσι.  Ὁ ἅγ. Μᾶρκος ἀναφέρει:
«Καί θεῖος Χρυσόστομος ἐξηγούμενος τό Εἴ τις εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρ' ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα, «Οὐκ εἶπε», φησίν, «ἐάν ἐναντία καταγγέλλωσιν ἤ τό πᾶν ἀνατρέπωσιν, ἀλλά κἄν μικρόν τι εὐαγγελίζωνται παρ' ὅ παρελάβετε, « κἄν τό τυχόν παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα ἔστωσαν». Καί αὐτός αὖθις· «Οἰκονομητέον, ἔνθα μή παρανομητέον» (Patrologia Orientalis, Τοme XV, Αu Concile de Florence, σελ. 302-304). δέ ἅγ. Θεόδωρος Στουδίτης ἀναλύοντας τό ἐν λόγῳ χωρίο ἀναφέρει: «Εἷς γάρ νόμος ἔσται, φησί, καί ἕν εὐαγγέλιον παρελάβομεν˙ καί ὅς ἐκ τοῦδε τοῦ εὐαγγελίου κἄν τό τυχόν παρασαλεύσοι, κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀρκεῖ σοι ἀσφάλεια. μή βασιλεύς μείζων ἀγγέλου; μή οὐχί κοσμοκράτωρ ἐν τῷ κόσμῳ μείζων πάντων τῶν κοσμοκρατορικῶς κρατούντων δαιμόνων καί ἀνθρώπων, ἀλλοὐχί θεϊκῶς; καί τί  ἀπόστολος; ἀνάθεμα ἔστω. ἄγγελοι οὐ τολμῶσι παρασαλεῦσαι, οὐδέ σαλεύοντες μένουσι μή ἀναθεματιζόμενοι, ὡς διάβολος καί ἀποστατική αὐτοῦ πληθύς. καί πῶς ἄνθρωπος πᾶς ἐν σαρκί ὤν, σαλεύων κάι καινοτομῶν, καί μάλιστα τοιαύτας καινοτομίας, οὐκ ἀλλότριος θεοῦ;» (Φατ. ἐπιστ. 36. Εὐπρεπιανῷ καί τοῖς σύν αὐτῷ, 103,72).
Ἐδῶ, ὅπως καταδεικνύεται ἀπό τά ἴδια τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀλλά καί ἀπό τίς ἑρμηνεῖες τῶν ἁγίων πού παραθέσαμε, ἀναθεματίζονται αὐτομάτως ὅσοι διδάσκουν αἱρετικές δοξασίες καί ὅσοι καινοτομοῦν ὡς πρός τήν ἀποστολική πίστι καί ΠαράδοσιΔηλαδή ἡ ἴδια ἡ αἵρεσις προξενεῖ τόν ἀναθεματισμό, ἐπειδή προσβάλλει τήν ἀληθινή πίστι. Τό ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει τούς ἴδιους τούς Ἀποστόλους καί ἀκόμη τούς ἀγγέλους, σημαίνει διά τῆς ὑπερβολῆς αὐτῆς, ὅτι πολύ περισσότερο ἀναθεματίζεται αὐτομάτως ὁ Ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ ἐκκλησίας» κηρύττει κάποια αἵρεσι.
Σύμφωνα ὅμως μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ὑπό ἐξέτασιν ἱεροῦ Κανόνος, ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός ὄχι μόνον δέν ἀναθεματίζεται λόγῳ τῆς αἱρέσεως, ἀλλά καί μνημονεύεται στά μυστήρια καί εἰδικά στή Θεία Λειτουργία καί ἀναγνωρίζεται ὡς Ἐπίσκοπος καί ἔχομε πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μετ’ αὐτοῦ, περιμένοντας ἡσύχως καί ἐν ὑπομονῇ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου. Αὐτό σημαίνει, σύμφωνα μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία ἤ ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ἐξαιρεῖται τῆς ἁγιογραφικῆς αὐτῆς ἐντολῆς ἤ ὅτι εἶναι ἀνώτερος τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἀγγέλων, δηλαδή εἶναι Θεός, διότι δέν ὑπάρχει τίποτε ἀνώτερο ἀπό αὐτούς.
Ἐδῶ λοιπόν ἡ δυνητική αὐτή ἑρμηνεία ἀνατρέπει ἐκ θεμελίων ὁλόκληρη τήν ἁγ. Γραφή, θεοποιεῖ τόν Ἐπίσκοπο μέ τρόπο ἐφάμιλλο ἤ καί ἀνώτερο τοῦ Παπισμοῦ καί προσέτι μᾶς καθιστᾶ ὅλους, διά τῆς ὑπακοῆς καί ὑποταγῆς εἰς αὐτόν τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, συνυπευθύνους ἤ συγκοινωνούς αὐτοῦ τοῦ ἁγιογραφικοῦ ἀναθέματος, κατά τό «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔσται». Πόσο ἄραγε τραγικό καί ἐξωφρενικό εἶναι ὁ ἀπ. Παῦλος νά ἀναθεματίζεται ἄν διδάξη κάτι ἀντίθετο ἀπό τήν ἀληθινή πίστι καί ὁ κάθε σύγχρονος Ἐπίσκοπος, μέ βάσι τήν δυνητική θεωρία τοῦ Κανόνος, ἄν διδάξη καί αὐτός κάτι ἀντίθετο, ὄχι μόνο νά μήν ἀναθεματίζεται, ἀλλά ἀπεναντίας νά παραμένη εἰς τήν θέσι του, νά μνημονεύεται στά μυστήρια καί νά εἶναι εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ, νά ὑπακούωμε εἰς αὐτόν κλπ.
          Ὁ ἀπ. Παῦλος ἐπίσης στήν ἐπιστολή του πρός τόν Τίτο, ἀναφέρει τά ἑξῆς διά τήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς: «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος» (Τιτ. γ’ 10,11).  Ἐδῶ ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν ἀναφέρει δύο σημαντικές ἀλήθειες, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν τούς αἱρετικούς. Ὅτι δηλαδή μετά ἀπό μία ἤ δύο νουθεσίες, σχετικές προφανῶς μέ τήν μετάνοια καί ἐπιστροφή των, ἀπομακρυνόμεθα ἀπό αὐτούς καί ὅτι ἡ ἀποδοχή τῆς αἱρέσεως καθιστᾶ κάποιον αὐτοκατάκριτον, δηλαδή καταδικασμένο ἐξαιτίας τῆς ἀποδοχῆς τῆς αἱρέσεως.  Σύμφωνα ὅμως μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ὑπό ἐξέτασιν  ἱεροῦ Κανόνος, ὁ Ἐπίσκοπος ὁ ὁποῖος δημοσίως «ἐπ’ ἐκκλησίας καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» κηρύττει αἵρεσι, οὔτε αὐτοκατάκριτος εἶναι (ἕως ὅτου καί ἐφ’ ὅσον πρέπει νά τόν καταδικάση Σύνοδος), οὔτε ἐξέστραπται (ἐφ’ ὅσον δυνάμεθα νά τόν ἀκολουθοῦμε καί νά τόν μνημονεύωμε χωρίς κίνδυνο συμμετοχῆς στήν αἵρεσι), οὔτε παραιτούμεθα ἀπό αὐτόν (ἐφ’ ὅσον ὑποτασσόμεθα εἰς αὐτόν περιμένοντας ἡσύχως καί ἐν ὑπομονῇ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου).
        Ἀπό αὐτές τίς ἀναφορές εἰς τήν ἁγ. Γραφή καθίσταται σαφές ὅτι ἡ μέν δυνητική θεωρία τοῦ Κανόνος εἶναι πλήρως καί ἐκ διαμέτρου ἀντίθετος εἰς τήν ἁγ. Γραφή, ἐνῶ ἡ ἀποτείχισις ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο εἶναι ἀπολύτως σύμφωνος μέ τό γράμμα καί τό πνεῦμα της.
       5. Τέλος ἡ δυνητική θεωρία τῆς ἑρμηνείας τοῦ ἐν λόγῳ ἱεροῦ Κανόνος ἔρχεται σέ ἀντίθεσι μέ τήν ἁπλῆ λογική σκέψι, ἐφ’ ὅσον αὐτή δέν ἔχει ἐμπαθῆ κίνητρα καί συμφέροντα διά νά τοποθετηθῆ. Διότι πῶς εἶναι δυνατόν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποτειχίζεται ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο καί ὑφίσταται τίς συνέπειες τῆς ἀποτειχίσεως καί τῆς ὁμολογίας, νά ἀξιώνεται τῆς πρεπούσης τιμῆς ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί ἀντιθέτως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέν ἀποτειχίστηκε ἀπό αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο, δέν ὑπέστη οὐδεμία ταλαιπωρία διά τήν ἀποκατάστασι τῆς ἀληθινῆς πίστεως, ἀλλά διῆλθε τό διάστημα τοῦ διωγμοῦ τῆς πίστεως κατά τό δή λεγόμενο «ἀβρόχοις ποσί», ἀκολουθῶντας καί συνοδοιπορῶντας μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς καί ἀναμένοντας τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ὄχι μόνο νά μήν τιμωρεῖται δι’ αὐτήν τήν παθητική του στάσι καί ἀδράνεια, ἀλλά νά μήν αἰσθάνεται κἄν τύψεις συνειδήσεως πρός μετάνοια, διότι τόν καιρό τοῦ ἀγῶνος καί τοῦ διωγμοῦ αὐτός ἐκάθευδε καί ἔρεγχε.
Ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ ὑπό ἐξέτασιν ἱεροῦ Κανόνος πέραν τῶν ἄλλων, γίνεται αἰτία εἰς τό νά καθησυχάζεται καί ἡ συνείδησίς μας, διότι ὑποδεικνύει καί ἄλλη νόμιμη ὁδό κατά τό διάστημα τῆς ὁμολογίας καί τοῦ διωγμοῦ, ἐντελῶς ἀντίθετη, πλήν ὅμως συνετή καί κυρίως χωρίς συνέπειες.
Γίνεται ἐπίσης αἰτία, κατά τό διάστημα τῆς αἱρέσεως, διχασμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων, ὡς πρός τόν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῆς αἱρέσεως καί δίδεται ἡ εἰκόνα ὅτι ἡ εὐθύνη διά τήν ἀποκατάστασι τῆς πίστεως δέν βαρύνει ἐξ ἴσου ὅλους κατ’ ἀναλογίαν τῆς θέσεώς των, ἀλλά δύνανται ἄλλοι μέν νά διωχθοῦν καί νά ταλαιπωρηθοῦν  καί ἄλλοι, νομίμως καί χωρίς ἐπιπτώσεις, νά συνοδοιποροῦν μέ τούς αἱρετικούς, ἀναμένοντες τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
Γίνεται ἐπί πλέον αἰτία νά δημιουργηθῆ ἡ ἐντύπωσις ὅτι τήν εὐθύνη διά τήν διαφύλαξι τῆς ἀληθινῆς πίστεως ὁ Θεός δέν τήν ἐναπέθεσε εἰς τούς Ὀρθοδόξους πού χρονικά ζοῦν κατά τήν διάρκεια τῆς αἱρέσεως, ἀλλά ὅτι αὐτή εἶναι ὑπόθεσις ἰδική του ἤ τῶν ἀγγέλων, ὁπότε δυνάμεθα ἡσύχως καί ἐν ὑπομονῇ νά ἀναμένωμε μία θαυματουργική ἐπέμβασι ἐξ ὕψους.
Ἡ ἱστορική ὅμως πραγματικότης διδάσκει τό ἐντελῶς ἀντίθετο, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός ἐπιτρέπει καί ἀνέχεται τήν αἵρεσι διά νά δοκιμασθοῦν ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ οἱ ἀληθινοί προσκυνηταί Του καί διά νά διαχωρισθῆ κατά τό δή λεγόμενο τό στάρι ἀπό τήν ἦρα, δηλαδή οἱ ὑπομείναντες τό βάρος καί τόν καύσωνα τῆς ἡμέρας, ἀπό τούς συμβιβασμένους, βολεμένους καί συνοδοιπόρους τοῦ κακοῦ. Καί βεβαίως μέ τήν ἁπλή λογική γίνεται κατανοητό ὅτι ἄν ἀκολουθεῖτο κατά τήν διάρκεια τῆς ἱστορίας ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος αὐτοῦ, οὐδεμία αἵρεσις θά εἶχε κατασταλῆ, οὔτε ὁμολογηταί θά ὑπῆρχον, οὔτε διωγμοί καί μαρτύρια τῶν ἐνισταμένων κατά τῆς πλάνης, οὔτε φυσικά ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία πέραν τῶν ἄλλων εἶναι καρπός μαρτυρικῶν ἀγώνων, ἡ πρώτη ἐλπίδα διά τήν σωτηρία μας καί ὁ πρῶτος στόχος τοῦ διαβόλου διά τήν ἀπώλειά μας.  Ἐκτός βεβαίως ἄν διαπιστώσαμε στήν ἱστορική πραγματικότητα μία τέτοια ἀδράνεια (ἐφησυχασμό) τῶν Ὀρθοδόξων καί συγχρόνως μία ἐξ ὕψους θαυματουργική ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ πρός ἀποκατάστασιν τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὡς ἐκ τούτου γίνεται φανερό ὅτι ὁ πρῶτος καί κύριος λόγος πού σήμερα δέν καταστέλλεται ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλά ἀπεναντίας σύν τῷ χρόνῳ ἑδραιώνεται καί νομιμοποιεῖται καί ἀμβλύνει τήν συνείδησι τῶν πιστῶν εἶναι ἡ ἐν τῇ πράξει ἐφαρμογή τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος αὐτοῦ.  Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ αὐλαία τῆς μαρτυρικῆς παραδόσεως διά τήν διαφύλαξι τῆς πίστεως ἔκλεισε καί ἐφευρέθη ἄλλος τρόπος συνυπάρξεως ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς καί τούς συνοδοιπόρους των κατά τόν τύπον τῆς συνυπάρξεως τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς Παπικούς ἤ τῶν Ὀρθοδόξων ἐντός τοῦ Π.Σ.Ε. Δηλαδή τά ἁγιογραφικά χωρία «ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε...» (Β΄Κορινθ. 6,17),  «ἐλάλουν ἐν τοῖς μαρτυρίοις σου  ἐναντίον βασιλέων καί οὐκ ἠσχυνόμην» (Ψαλμ. 118,46), «στέλλεσθε ἀπό παντός ἀτάκτως περιπατοῦντος», (Β΄ Θεσ. 3,6), «οὐκ ἐκάθισα μετά συνεδρίου ματαιότητος» (Ψαλμ. 25,4), «ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων» (Ψαλμ. 25,5) καί τόσα ἄλλα ἀκυρώνονται διά τῆς νεοεφευρεθείσης αὐτῆς θεωρίας, καθώς ἐπίσης καί ὅλη ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις ἡ ὁποία βοᾶ διά τόν τρόπο ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν καί ἀντεισάγονται εἰς τήν θέσι αὐτῶν ὁ νεοεποχίτικος συμβιβασμός καί ἡ συνοδοιπορεία καί συμπόρευσις μέ ὅλους καί ὅλα, τό ὑπνωτικό τῆς ὑπακοῆς, ὁ δόλος τῆς παραμονῆς εἰς τήν Ἐκκλησία καί βεβαίως ἡ διάκρισις διά τήν ἀποφυγή τοῦ σχίσματος καί ἡ τελική νίκη καί ἐπικράτησις τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς εἰς βάρος τῆς ἀληθινῆς καί Ὀρθοδόξου πίστεως.
 Θά ἠδυνάμεθα εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἐπεκτείνωμε τόν λόγο διά τόν παραλογισμό τόν ὁποῖο εἰσάγει ἡ θεωρία αὐτή εἰς τούς Ὀρθοδόξους, διά τήν σύγχυσι καί τόν ἀποπροσανατολισμό, διά τήν κατ’ οὐσίαν δυτικοποίησι ἐν τῇ πράξει καί ἀπραξίᾳ τῶν Ὀρθοδόξων, διά τήν συμβολή της εἰς τή Ν. Ἐποχή καί τήν διαφθορά καί αὐτοῦ τοῦ λείμματος, διά τήν κατ’ οὐσίαν ἱεράν συμμαχία μέ τήν αἵρεσι κλπ., πλήν ὅμως θά ἐξερχώμεθα τῶν ὁρίων τῆς μικρᾶς αὐτῆς ἐργασίας, ἡ ὁποία ὡς κύριο στόχο ἔχει τήν  παρουσίασι τῆς διαχρονικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας εἰς τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως καί τῆς διακοπῆς τῆς μνηνονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου. Ἡ περαιτέρω ὅμως ἐξέλιξις τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ θά μᾶς πείση διά τό δέον γενέσθαι, διά τό ὅτι νίκη δέν ὑπάρχει δίχως πόλεμο καί πόλεμος δέν γίνεται χωρίς νά ἔχης ἀπέναντι ἐχθρούς, ἀλλά τούς ἐχθρούς νά τούς ἀντιμετωπίζης ὡς φίλους καί μάλιστα, ὅταν σύμφωνα μέ κοινή ὁμολογία, εὑρίσκονται ἐντός τῶν τειχῶν, νά τούς ἀποδίδης δέ καί τό ἀξίωμα τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς παρατάξεως Κυρίου.
Τά ὑπόλοιπα ἐπιχειρήματα ὅσων ἀντιστρατεύονται στήν ἐποχή μας εἰς τήν ἀποτείχισι καί τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως θά τά διέλθωμε ὡς ἐν παρόδῳ. Διότι ἀφ’ ἑνός μέν τά ἀναφερθέντα ἐθεωρήθησαν τά βασικώτερα καί αὐτά πού κατά κόρον καί ὡς ἐκ συμφώνου ἀκούγονται, ἀφ’ ἑτέρου δέ διότι κάτι πού, ὅπως ἀνεφέρθη, ἀντιστρατεύεται καί μάχεται τήν ἴδια τήν ἁγ. Γραφή, εἶναι παράδοξο νά προσπαθοῦν καί μάλιστα οἱ ἀντιοικουμενιστές, νά τό στηρίξουν ἐκκλησιαστικά καί θεολογικά, ὡς γραμμή τῆς Ἐκκλησίας ἐν καιρῷ αἱρέσεως. Αὐτά λοιπόν τά ἐπιχειρήματα εἶναι τά ἑξῆς:

Τό ὅτι θά μνημονεύωμε «ἄχρι καιροῦ» μέ τελευταῖο ὅριο τό «κοινό ποτήριο».
Αὐτό τό ἐπιχείρημα φαίνεται ἐξωτερικά ὅτι δέν ἀναιρεῖ τόν 15ον  ἱερό Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, διότι τό  «ἄχρι καιροῦ» δηλώνει ὅτι κάποτε θά ἐπέλθη ὁ καιρός τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως.  Τό «ἄχρι καιροῦ», ὅμως, ἄν τό μεταφέρωμε στήν πρακτική τῶν Πατέρων, θά τό μεταφράζαμε μόνο καί μόνο ὡς ἐκκλησιαστική Οἰκονομία. Ἀλλ’ ὅπως κατεδείχθη ἀπό τήν πληθώρα τῶν πατερικῶν κειμένων καί παραδειγμάτων, ἡ ἐκκλησιαστική οἰκονομία, ἐλάχιστες φορές χρησιμοποιήθηκε (ὅταν ἐπρόκειτο περί αἱρέσεως) καί αὐτές τίς φορές γιά ἐλάχιστο χρόνο, καί κυρίως ὅταν ὑπῆρχε ἀμφιβολία ἤ ἐλπίδα μετανοίας τῶν αἱρετικῶν. Ὡς ἐκ τούτου στήν πρᾶξι σήμερα τό «ἄχρι καιροῦ» μεταφράζεται «εἰς αἰῶνα αἰῶνος».  
Διότι, ὅταν χρειάζεται κάποιος νά δώση τήν ὁμολογία του καί νά ὑποστῆ τίς συνέπειές της, καὶ αὐτὸ συνεχῶς τό ἀναβάλλει καὶ δέν τό πράττει, εἶναι φυσικό νά μήν τό πράξη ποτέ. Ὁπότε τό «ἄχρι καιροῦ» καταντᾶ μία δικαιολογία, ὅπως κάποιες πρόχειρες δικαιολογίες περί ἀσθενείας, νοσηλείας πού καταθέτωμε εἰς τό δικαστήριο προκειμένου νά ζητήσωμε ἀναβολή διά κάποια δίκη. Τό δέ «κοινό ποτήριο» εἶναι πάλι ὅριο τό ὁποῖον αὐθαιρέτως ἐθέσαμε ἐμεῖς, ἐνῶ οὔτε ὁ ὑπό ἐξέτασιν ἱερός Κανών, οὔτε κάποιος ἄλλος πού ἀναφέρεται στήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς ἀναφέρει κάτι τέτοιο. Ὅλοι οἱ ἱεροί Κανόνες ἀναφέρονται στήν ἐξέτασι τοῦ φρονήματος τῶν αἱρετικῶν, προκειμένου νά ἔχωμε μέ αὐτούς ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία.
Τό ἐπιχείρημα ὅτι δέν μολυνόμεθα, οὔτε συμμετέχομε εἰς τήν αἵρεσι, ἄν δέν ἀποτειχισθοῦμε, ἐφ’ ὅσον ἔχομε ὀρθόδοξο φρόνημα.
Μέ αὐτό τό ἐπιχείρημα δηλώνεται ὅτι ἡ πίστις μας εἶναι προσωπική καί δέν ἔχει ἐκκλησιαστικές διαστάσεις, οὔτε φυσικά εἴμεθα μέλη ἑνός σώματος ὁμοπίστου καί ὁμοτρόπου, ἀλλά εἶναι σάν νά ἀνήκωμε σέ ἕνα σύλλογο ἤ τό πολύ-πολύ σέ μία προτεσταντική ὁμάδα εἰς τήν ὁποία ὁ καθένας  καί εἰδικά ὁ Ἐπίσκοπος δύναται νά πιστεύη ὅ,τι θέλει, χωρίς νά ἐπηρεάζη ἡ πίστις του τούς ἄλλους. Αὐτό ὅμως κατ’οὐσίαν εἶναι αἵρεσις, διότι εἰς τήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει ἑνότης πίστεως καί μάλιστα ἀποστολικῆς καί ὀρθοδόξου, ὑπάρχει Παράδοσις ἀπό τήν ὁποία ὅποιος παρεκκλίνει καθίσταται πάλι αἱρετικός, ὑπάρχουν οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ ἅγιοι πού καθορίζουν τό πότε μολυνόμεθα καί πότε καί πῶς συμμετέχομε εἰς τήν αἵρεσι.  Εἶναι ὡσάν νά λέγη κάποιος ὅτι ἐγώ πιστεύω, καί δέν μπορεῖς νά μέ κατηγορήσης ὅτι ἐγώ ἀρνοῦμαι τόν Θεό ἤ ἀποδέχομαι τήν αἵρεσι παρά μόνον ἄν τό διακηρύξω μέ τά λόγια.  Οἱ Πατέρες ὅμως καθώρισαν ὅτι ἀρνούμεθα τόν Θεόν ἤ ἀποδεχόμεθα κάτι ὄχι μόνον διά τῶν λόγων ἀλλά καί διά τῶν ἔργων, ἀκόμη καί δι’ ἑνός νεύματος καί διά τῆς σιωπῆς. Ἔτσι, μπορεῖ νά μήν ἀρνούμεθα λεκτικά τήν πίστι ἤ τόν Θεό, ἀλλά διά τῶν πράξεών μας, πού εἶναι τό ἴδιο.  Συνεπῶς τό νά καθορίζη κάποιος ἰδιωτικῶς ἤ ἰδιορρύθμως καί μάλιστα διά σοβαρά θέματα πίστεως, εἶναι καθαρός Προτεσταντισμός.