Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

Επιστολή του Μητρ. Πειραιώς κ. Σεραφείμ προς τον Πατριάρχη Βουλγαρίας κ. Νεόφυτο για τη Μεγάλη Σύνοδο

Ἀριθμ. Πρωτ. 487
                            Ἐν Πειραιεῖ  τῇ 12ῃ Μαΐου 2016
Τῷ Μακαριωτάτῳ Μητροπολίτῃ Σόφιας
καί Πατριάρχῃ πάσης Βουλγαρίας
Κυρίῳ κ. ΝΕΟΦΥΤΩι καί τῇ περί Αὐτῷ Ἱερᾷ Συνόδῳ
Εἰς  ΣΟΦΙΑN

Μακαριώτατε καί Ἁγιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,
Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀδελφοί,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Πάνυ εὐλαβῶς, μετά βαθυτάτων αἰσθημάτων εὐγνωμοσύνης ἐκ προσώπου τοῦ εὐαγοῦς Κλήρου καί τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως τῆς ναυλόχου πόλεως τοῦ Πειραιῶς καί πρώτου λιμένος τῆς Ἑλλάδος προάγομαι ὅπως ὑποβάλω θερμές συγχαρητήριες προσρήσεις καί εἰλικρινεῖς εὐχαριστίες γιά τίς πεπνυμένες ἀποφάσεις τῆς καθ’Ὑμᾶς Ἱερᾶς Συνόδου[1], ἡ ὁποία συνῆλθε τήν 27ην Ἀπριλίου ἐ.ἔ. καί ἀσχολήθηκε μέ θέματα καί ἔγγραφα, πού σχετίζονται μέ τήν ἐπικείμενη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», πού προβλέπεται νά πραγματοποιηθεῖ στήν Κρήτη ἀπό 16 ἕως 27 Ιουνίου τ.ἔ. καί ἰδιαιτέρως μέ τό κείμενο ὑπό τόν τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον».Πάνυ ὀρθῶς καί σαφῶς, ἱεροκανονικῶς καί ὀρθοδόξως, διά τῆς φωτιστικῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος, ἡ καθ’Ὑμᾶς Ἱερά Σύνοδος ὁμοφώνως ἀπεφάσισε ὅτι :
Α) Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέ τήν φράση «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» πάντοτε ἐννοεῖται ὅτι ἐκεῖνοι, πού ἔχουν πέσει σέ αἵρεση ἤ σχίσμα, πρέπει πρώτα νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί νά ἀποδείξουν ὑπακοή πρός τήν Ἁγία Ἐκκλησία, καί στή συνέχεια, μέσῳ τῆς μετανοίας, μποροῦν νά ἐνταχθοῦν στήν Ἐκκλησία.



Β) Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Mία, Ἁγία, Καθολική και Ἁποστολική Ἐκκλησία, ποτέ δέν ἀπώλεσε τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μεταξύ τῶν μελών  Αὐτής. Ἐπειδή δέ αὐτή θά θριαμβεύει ὡς τό τέλος τοῦ κόσμου, ὅπως εἴπε ὁ Κύριος «καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18), καί αὐτή ἡ κοινωνία ἐπίσης πάντα θά θριαμβεύει.
Γ) Ἐκτός ἀπό τήν Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπάρχουν ἄλλες ἐκκλησίες, ἀλλά μόνον αἱρέσεις καί σχίσματα.Τό νά ὀνομάζονται οἱ τελευταῖες «ἐκκλησίες» εἶναι ἀπό θεολογικῆς, δογματικῆς καί κανονικῆς ἀπόψεως ἐντελῶς λανθασμένο.
Δ) Ἡ ἐπιστροφή στήν ὀρθή πίστη ἀφορᾶ τούς αἱρετικούς καί τούς σχισματικούς καί σέ καμία περίπτωση δέν σχετίζεται μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
ΣΤ) Ἡ Βουλγαρική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό 1998 ἐξῆλθε ἀπό τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ἤ μᾶλλον Αἱρέσεων. Μέ τήν ἀποχώρησή της ἐξέφρασε τήν ἀποδοκιμασία της γιά τήν λειτουργία τοῦ «Π.Σ.Ε.», δεδομένου ὅτι δέν μπορεῖ νά εἶναι μέλος μιᾶς ὀργάνωσης, στήν ὁποία αὐτή θεωρεῖται ὡς «μία ἐκ τῶν πολλῶν ἤ ὡς κλάδος τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας, πού ψάχνει καί ἀγωνίζεται γιά τήν πραγμάτωσή της στό «Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν», καί
Ζ) Ἕνας εἶναι ὁ Κύριος, μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὅπως λέγεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως.
Στήν ἴδια γραμμή καί στό ἴδιο πνεῦμα κινήθηκε, Μακαριώτατε, καί ἡ Θεολογική - Ἐπιστημονική Ἡμερίδα, μέ θέμα : «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ : Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες», ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα τήν Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, στό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας, στήν αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη», στό Νέο Φάληρο Πειραιῶς.
Τήν διοργάνωση, τήν ὁποία πραγματοποίησαν οἱ Ἱερές Μητροπόλεις Γλυφάδας, Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, Κυθήρων καί ἡ καθ’ Ἡμᾶς, καθώς καί ἡ Σύναξη Κληρικῶν καί Μοναχῶν, τίμησαν μέ τήν παρουσία τους Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς, Καθηγούμενοι καί Γερόντισσες Ἱερῶν Μονῶν, ἁγιορεῖτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι Χριστιανικῶν Σωματείων καί Ὀργανώσεων, Καθηγητές Θεολογικῶν Σχολῶν καί Θεολόγοι καί γύρω στούς χίλιους πιστούς. Τήν Ἡμερίδα διοργάνωσε πενταμελής Ἐπιστημονική Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἀποτελοῦνταν ἀπό α) τήν ἐλαχιστότητά μου, β) τόν Αἰδεμιολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό, Ὀμότιμο Καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς του Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, γ) τόν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, Ὀμότιμο Καθηγητήτῆς Θεολογικῆς Σχολῆς του Α.Π.Θ. δ) τόνΠανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, Προηγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, καί ε) τόν ἐλλογιμώτατο Καθηγητήτῆς Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη. Στήν Ἡμερίδα παρέστη καί ἀπηύθυνε χαιρετισμό ὁ Ἐπίσκοπος Μπαντσέν κ. Λογγῖνος τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας καί ὁ προϊστάμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὄρους π. Σάββας. Ἐπίσης,ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λόβετς τῆς καθ’ Ὑμᾶς Βουλγαρικῆς Ἐκκλησίας κ. Γαβριήλ ἐκπροσωπήθηκε ἀπό τόν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ματθαῖο Βουλκανέσκου, κληρικό τῆς καθ’ Ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ὁ ὁποῖος καί ἀνέγνωσε τόν χαιρετισμό του.
Τό γενικό θέμα τῆς Ἡμερίδος ἀναπτύχθηκε σέ τέσσερις Συνεδρίες: Ἀπό τήν ἐλαχιστότητά μου καί τούς εἰσηγητές Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεο, Γλυφάδας κ. Παῦλο, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, καί Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμία, τούς ὀμοτίμους πανεπιστημιακούς καθηγητές, Αἰδεσιμολογιωτάτους Πρωτοπρεσβυτέρους π. Γεώργιο Μεταλληνό καί π. Θεόδωρο Ζήση, τόν κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τούς Πανοσιολογιωτάτους Ἀρχιμανδρίτες π. Σαράντη Σαράντο, Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Αθηνών, καί τόν π. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, τούς Αἰδεσιμολογιωτάτους Πρωτοπρεσβυτέρους π. Πέτρο Heers, Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ., καί π. Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο, (Μr Θεολογίας), ἐφημέριο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πατρῶν, τόν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμανδρίτη π. Παῦλο Δημητρακόπουλο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντήτοῦ Γραφείου ἐπί τῶν Αἱρέσεων καί τῶν Παραθρησκειῶν τῆς καθ’Ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, τόν ἐλλογιμώτατο κ. Σταῦρο Μποζοβίτη, Θεολόγο –Συγγραφέα, μέλος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων ὁ «Σωτήρ», καί τόν Αἰδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ἄγγελο Ἀγγελακόπουλο, (Μr Θεολογίας), ἐφημέριο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως τῆς καθ’ Ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Ἀπό τίς εἰσηγήσεις καί τόν ἐπακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε καί ἐγκρίθηκε ὁμοφώνως τό παρακάτω Ψήφισμα-Πόρισμα:
1) Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καρπός τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς. Δέν νοεῖται Ἐκκλησία χωρίς Θεολογία καί δέν νοεῖται Θεολογία ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἐξέφρασαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καί οἱ ἅγιες Σύνοδοι. Ὅταν μία Σύνοδος δέν θεολογεῖ ὀρθοδόξως, δέν μπορεῖ νά εἶναι γνήσια Ὀρθόδοξη Σύνοδος, ἀποδεκτή ἀπό τό Ὀρθόδοξο πλήρωμα. Αὐτό μπορεῖ νά συμβεῖ, ὅταν οἱ συμμετέχοντες στή Σύνοδο δέν ἔχουν τήν πείρα τῶν θεουμένων Πατέρων, ἡ τουλάχιστον δέν ἀκολουθοῦν αὐτούς, χωρίς νά τούς παρερμηνεύουν. Στήν περίπτωση αὐτή τά συνοδικά μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες ἤ ἐπηρεάζονται ἀπό πολιτικές,ἤ ἄλλες σκοπιμότητες. Ἡ σύγχρονη ἐκκλησιαστική πραγματικότητα ἀπέδειξε ὅτι σήμερα πολλά ὑψηλά ἱστάμενα πρόσωπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας ἐπηρεάζονται, ὡς μή ὄφειλε, ἀπό πολιτικούς παράγοντες. Σέ πολλές, ἐπίσης, περιπτώσεις δημιουργοῦνται, στίς ἐνδοεκκλησιαστικές σχέσεις, ἀντιπαλότητες, ἤ κυριαρχοῦν ἐθνικιστικές καί πολιτικές σκοπιμότητες.
2) Μετά ἀπό μιά μακρά ἱστορία προετοιμασίας τῆς συγκλήσεως τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», ἐνενήντα τριῶν ἐτῶν, διαπιστώνουμε, ἀπό τήν θεματολογία, τά προσυνοδικά κείμενα καί τίς δηλώσεις τῶν διοργανωτῶν, ὅτι ὑπάρχει μεγάλο ἔλλειμμα Συνοδικότητος, ἔλλειμμα θεολογικῆς πληρότητος, σαφήνειας καί ἀκρίβειας τῶν πρός συζήτηση κειμένων καί ἀκόμη μεγαλύτερο ἔλλειμμα ὡς πρός τήν θεολογική ὀρθότητα, μέ τήν ὁποία αὐτά εἶναι διατυπωμένα. Πιό συγκεκριμένα:
3) Ἡ μή συμμετοχή ὅλων τῶν ἐπισκόπων στήν μέλλουσα νά συγκληθεῖ Σύνοδο, ἀλλά μόνο εἰκοσι τεσσάρων ἀπό κάθε Τοπική Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, εἶναι ξένη πρός τήν Κανονική καί Συνοδική μας Παράδοση. Τά ὑπάρχοντα ἱστορικά στοιχεῖα μαρτυροῦν,ὄχι ἀντιπροσώπευση, ἀλλά τήν μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή ἐπισκόπων ἀπό ὅλες τίς ἐπαρχίες τῆς ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ὁ μή χαρακτηρισμός της ὡς Οἰκουμενικῆς, μέ τόν ἀπαράδεκτο ἰσχυρισμό ὅτι δέν μποροῦν νά συμμετάσχουν σ’ αὐτήν οἱ «χριστιανοί τῆς Δύσεως», ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τούς ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι συγκροτοῦσαν τίς Ἅγιες Συνόδους ἐρήμην τῶν αἱρετικῶν. Κατ’ ἀκολουθίαν εἶναι ἀπαράδεκτο οἱ διοργανωτές της νά ἔχουν τήν ἀξίωση τό κύρος της νά εἶναι ἰσοδύναμο καί ἰσάξιο μέ τίς Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἀλλά, οὔτε καί Πανορθόδοξος μπορεῖ νά ἀποκληθεῖ ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος, διότι προφανῶς ἀποκλείεται ἡ συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων.
Ἐξ ἴσου ἀμάρτυρο στήν Ἐκκλησιαστική καί Κανονική μας Παράδοση, καί γι’ αὐτό ἀπαράδεκτο, εἶναι το σχῆμα: μία ψῆφος-μία Ἐκκλησία, μέ ἀπαραίτητη τήν ὁμοφωνία ὅλων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ὁ κάθε ἐπίσκοπος δικαιοῦται νά ἔχει δική του ψῆφο καί στίς ἀποφάσεις τῶν μή δογματικῶν θεμάτων νά ἰσχύσει ἡ ἀρχή: «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω». Ἀπαράδεκτο θεωροῦμε, ἐπίσης, τό νά προαποφασίζονται τά θέματα καί ὁ τρόπος ὀργανώσεως τῆς Συνόδου, χωρίς τό κυρίαρχο σῶμα τῶν κατά τόπους Ἱεραρχιῶν τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν νά ἔχει ἐκφράσει συνοδικῶς τήν ἐπί τῶν θεμάτων αὐτῶν τοποθέτησή του.
4) Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοί Διάλογοι τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν Ἑτεροδοξία κατέληξαν σέ τραγικήἀποτυχία, τήν ὁποία ὀμολογοῦν σήμερα καί αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ πρωτεργάτες τους. Ἡ δῆθεν προσφερομένη βοήθεια μέσῳ τῶν Διαλόγων γιά τήν ἐπιστροφή τῶν Ἑτεροδόξων στήν ἐν Χριστῷ ἀλήθεια καί τήν Ὀρθοδοξία διαψεύδεται καί ἀποδεικνύεται ἀνύπαρκτη. Τελικά, οἱ Διάλογοι ἐξυπηρέτησαν καί προώθησαν τούς στόχους τῆς ἀντιχρίστου λεγομένης «Νέας Ἐποχῆς» καί τῆς Παγκοσμιοποιήσεως. Ἕνα σημαντικό κενό, πού παρουσιάζουν τά πρός συζήτηση στή μέλλουσα Σύνοδο προσυνοδικά κείμενα, εἶναι τό γεγονός ὅτι παραδόξως ἀπουσιάζει σ’ αὐτά ἡ κριτική ἀξιολόγηση τῆς μέχρι σήμερα πορείας τόσο τῶν διμερῶν Θεολογικῶν Διαλόγων μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων, ὅσο καί τῆς συμμετοχῆς της στήν Οἰκουμενι(στι)κή Κίνηση καί τό λεγόμενο «Π.Σ.Ε.», ἡ ὁποία ὑπῆρχε στά κείμενα τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως.
5) Τό προσυνοδικό κείμενο μέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» παρουσιάζει κατά συρροή τήν θεολογική ἀσυνέπεια, ἤ καί ἀντίφαση. Ἔτσι, τό ἄρθρο 1 διακηρύσσει τήν ἐκκλησιαστική αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας, θεωρώντας την –πολύ σωστά– ὡς τήν «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία».Ὅμως, στό ἄρθρο 6 παρουσιάζει μία ἀντιφατική πρός τό παραπάνω ἄρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικά ὅτι «ἡὈρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνία μετ' αὐτῆς».Ἐδῶ γεννᾶται τό εὔλογο θεολογικό ἐρώτημα: Ἄν ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ΜΙΑ», κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (ἄρθρ. 1), τότε, πῶς γίνεται λόγος γιά ἄλλες Χριστιανικές Ἐκκλησίες; Εἶναι προφανές ὅτι αὐτές οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες εἶναι ἑτερόδοξες. Οἱ ἑτερόδοξες, ὅμως, «Ἐκκλησίες» δέν μποροῦν νά κατονομάζονται καθόλου ὡς «Ἐκκλησίες» ἀπό τούς Ὀρθοδόξους, ἐπειδή, δογματικῶς θεωρούμενα τά πράγματα, δέν μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά πολλότητα «Ἐκκλησιῶν», μέ διαφορετικά δόγματα καί μάλιστα σέ πολλά θεολογικά θέματα. Κατά συνέπεια, ἐνόσο οἱ «Ἐκκλησίες» αὐτές παραμένουν ἀμετακίνητες στίς κακοδοξίες τῆς πίστεώς τους, δέν εἶναι θεολογικά ὀρθό νά τούς ἀναγνωρίζουμε –καί μάλιστα θεσμικά– ἐκκλησιαστικότητα, ἐκτός τῆς «Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».[2]
Στό ἴδιο ἄρθρο (6) ὑπάρχει καί δεύτερη σοβαρή θεολογική ἀντίφαση. Στήν ἀρχή τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ σημειώνεται τό ἑξῆς: «Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν της Ἐκκλησίας ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῆ». Στό τέλος, ὅμως, τοῦ ἴδιου ἄρθρου γράφεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μέ τήν συμμετοχή της στήν Οἰκουμενι(στι)κή Κίνηση, ἔχει ὡς «ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα». Ἐδῶ τίθεται τόἐρώτημα: Ἐφόσον ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στό πλαίσιο τῆς Οἰκουμενι(στι)κῆς Κινήσεως; Μήπως ὑπονοεῖται ἡ ἐπιστροφήτῶν δυτικῶν χριστιανῶν στή ΜΙΑ καί μόνη Ἐκκλησία; Κάτι τέτοιο, ὅμως, δέν διαφαίνεται ἀπό τό γράμμα καί τό πνεῦμα συνόλου τοῦ Κειμένου. Ἀντίθετα, μάλιστα, δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στήν Ἐκκλησία καί οἱ προοπτικές τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στήν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
6) Τό ὡς ἄνω κείμενο κινεῖται στά πλαίσια τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς Ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία ἔχει ἐκφραστεῖ ἤδη κατά τήν Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο. Αὐτή ἡ νέα Ἐκκλησιολογία ἔχει ὡς βάση τήν ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ὅλων τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων, (βαπτισματική θεολογία). Οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου, προκειμένου νά προσδώσουν κανονική ἐγκυρότητα καί συνοδική νομιμότητα στήν κακόδοξη αὐτή Ἐκκλησιολογία, ἐπικαλοῦνται τόν 7ο Ἱερό Κανόνα τῆς Β΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τόν 95ο Ἱερό Κανόνα τῆς ΣΤ΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὡστόσο, οἱ ἐν λόγῳ Ἱεροί Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τόν τρόπο εἰσδοχῆς στήν Ἐκκλησία τῶν μετανοημένων αἱρετικῶν καί δέν ἀναφέρονται καθόλου στό «ἐκκλησιαστικό status» τῶν αἱρέσεων, οὔτε στή διαδικασία διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν αἵρεση. Οὔτε, ἀσφαλῶς, ὑπονοοῦν τό «ὑποστατόν» τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων, οὔτε ὅτι οἱ αἱρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία ἀναγνώρισε καί διεκήρυξε ἐκκλησιαστικότητα στήν πλάνη καί στήν αἵρεση. Ἡ «μερίς τῶν σωζομένων», γιά τήν ὁποία μιλοῦν οἱ ἐν λόγῳ Ἱεροί Κανόνες, βρίσκεται μόνο στήν Ὀρθοδοξία καί ὄχι στήν αἵρεση.
Ἡ οἰκονομία, πού εἰσηγοῦνται οἱ παραπάνω Κανόνες, δέν μπορεῖ νά ἐφαρμοστεῖ στούς Δυτικούς (Παπικούς καί Προτεστάντες), γιατί στεροῦνται τίς θεολογικές προϋποθέσεις καί τά κριτήρια, πού θέτουν οἱ συγκεκριμένοι Κανόνες. Καί, ἐπειδή δέν μπορεῖ νά γίνει οἰκονομία στήν δογματική αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Δυτικοί καλοῦνται νά ἀρνηθοῦν τίς αἱρέσεις τους, νά τίς ἀναθεματίσουν, νά ἐγκαταλείψουν τίς Θρησκευτικές Κοινότητές τους, νά κατηχηθοῦν καί νά ζητήσουν ἐν μετανοίᾳ τήν διά τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος ἔνταξή τους στήν Ἐκκλησία.
7) Τό ἴδιο, ὡς ἄνω, κείμενο πουθενά δέν ἀναφέρεται σέ κακοδοξίες ἤ πλάνες, τίς ὁποῖες νά προσδιορίζει συγκεκριμένα, ὡσάν τό πνεῦμα τῆς πλάνης νά μήν δραστηριοποιεῖται πλέον σήμερα. Τό κείμενο δέν ἐπισημαίνει καμμία αἵρεση καί καμμία διαστροφή τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας καί ζωῆς στόν ἐκτός τῆς Ὀρθοδοξίας εὑρισκόμενο χριστιανικό κόσμο. Ἀντίθετα, οἱ κακόδοξες καί αἱρετικές παρεκκλίσεις ἀπό τή διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικές διαφορές ἤ τυχόν νέες διαφοροποιήσεις» (§ 11), τίς ὁποῖες καλοῦνται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ ἐτεροδοξία νά «ὑπερβοῦν» (§ 11).Τό ζητούμενο γιά τούς συντάκτες εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν «Ἐκκλησιῶν», καί ὄχι ἡ ἑνότητα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτό καί δέν ὑπάρχει πουθενά πρόσκληση σέ μετάνοια καί σέ ἄρνηση καί καταδίκη τῶν πλανῶν καί ἑτεροδιδασκαλιῶν, πού παρεισέφρησαν στή ζωή τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν Κοινοτήτων.
8) Τό ὡς ἄνω κείμενο κάνει ἐκτεταμένη ἀναφορά στό λεγόμενο «Π.Σ.Ε.» (§§ 16-21) καί ἀποτιμᾶ θετικά τήν συμβολή του στήν Οἰκουμενι(στι)κή Κίνηση, ἐπισημαίνοντας τήν πλήρη καί ἰσότιμη συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σ’ αὐτήν καί τήν συμβολή τους «εἰς τήν μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας καί τήν προαγωγήν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν» (§ 17). Ὡστόσο, ἡ εἰκόνα, πού μᾶς δίδει τό κείμενο σχετικά μέ τό «Π.Σ.Ε.», εἶναι ψευδής καί ἐπίπλαστη. Κατ’ ἀρχήν, αὐτή καθ’ ἑαυτήν ἡ ἔνταξη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σ’ ἕναν ὀργανισμό, πού ἐμφανίζεται ὡς ὑπερεκκλησία, καί ἡ συνύπαρξη καί συνεργασία της μέ τήν αἵρεση, συνιστᾶ παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεώς της καί ἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας της. Ἡ θεολογική ταυτότητα τοῦ«Π.Σ.Ε.» εἶναι σαφῶς προτεσταντική. Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν ἔγινε μέχρι σήμερα δεκτή στό σύνολό της ἀπό τίς προτεσταντικές αἱρέσεις τοῦ «Π.Σ.Ε.», ὅπως φαίνεται ἀπό τήν 70ετή ἱστορία του. Ὅλα δείχνουν ὅτι τό ἐπιδιωκόμενο στό«Π.Σ.Ε.» εἶναι ἡ ὁμογενοποίηση τῶν «ὁμολογιῶν»-μελῶν του μέσῳ ἑνός μακροχρονίου συμφυρμοῦ. Τό κείμενο ἀποκρύπτει τήν πραγματική εἰκόνα τῶν μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων μέ τίς προτεσταντικές αἱρέσεις-μέλη τοῦ «Π.Σ.Ε.» καί το ἀδιέξοδο, στό ὁποῖο αὐτοί ἔχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου, δέν καταδικάζονται τά ἀπαράδεκτα ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως κοινά κείμενα τῶν Γενικῶν Συνελεύσεων τοῦ «Π.Σ.Ε.», (π.χ. Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσάν κλπ.) καί ἐπιπλέον ἀποσιωπῶνται πλεῖστα ὅσα ἐκφυλιστικά φαινόμενα, τα ὁποία συναντοῦμε σ’ αὐτό, ὅπως «Λειτουργία τῆς Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές, χειροτονία γυναικῶν, περιεκτική γλώσσα, ἀποδοχή τοῦ σοδομισμοῦ ἀπό πολλές αἱρέσεις κλπ.
9) Ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου τό 1924 ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν μονομερής καί πραξικοπηματική ἐνέργεια, γιατί δέν ἔγινε μέ πανορθόδοξη ἀπόφαση. Διέσπασε τήν λειτουργική ἑνότητα μεταξύτῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί προκάλεσε σχίσματα καί διαιρέσεις μεταξύ τῶν πιστῶν. Στήν ἀλλαγή συνήργησαν καί ὤθησαν ἑτερόδοξες «ὁμολογίες» καί μυστικές ἑταιρεῖες, μέσῳ τοῦ Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ἦταν προσμονή ὅλων καί δέσμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἡ μέλλουσα νά συνέλθει Σύνοδος νά συζητήσει καί νά ἐπιλύσει τό θέμα. Δυστυχῶς, κατά τήν μακρά προσυνοδική διαδικασία Παπικοί καί Προτεστάντες ἔθεσαν στούς Ὀρθοδόξους νέο θέμα, τόν «κοινό ἑορτασμό τοῦ Πάσχα», μέ συνέπεια νά στραφεῖ πρός τά ἐκεῖ τό ἐνδιαφέρον καί νά ἀτονήσει ἡ συζήτηση γιά τήν θεραπεία τοῦ τραύματος τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος στόν ἑορτασμό τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, πού προκλήθηκε χωρίς λόγο καί ποιμαντική ἀνάγκη. Στήν τελική φάση τῆς Συνόδου καί χωρίς συνοδικές ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τό θέμα τοῦ Ἡμερολογίου ἀποσύρθηκε ἀπότόν κατάλογο τῶν θεμάτων, ἐνῶ ἦταν τό κατ' ἐξοχήν ἐπεῖγον καί φλέγον θέμα.
10) Ἡἱστορία τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων μᾶς βεβαιώνει ὅτι αὐτές συγκαλοῦνταν κάθε φορά, πού κάποια αἵρεση ἀπειλοῦσε τήν ἁγιοπνευματικήἐμπειρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας καίτήν ἔκφρασή της ἀπότόἐκκλησιαστικό σῶμα. Ἀντίθετα, ἡ μέλλουσα νά συνέλθει Σύνοδος συγκαλεῖται,ὄχι γιά νάὁριοθετήσει τήν πίστη ἔναντι τῆς αἱρέσεως, ἀλλά γιά νά παράσχει θεσμικήἀναγνώριση καί νομιμοποίηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γι' αὐτό καί δέν στηρίζεται στήν ἐμπειρία τοῦἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλά ἀντίθετα τήν ὑποβαθμίζει καίτήν ὑποτιμᾶ, τήν περιθωριοποιεῖ καίτήν παραβλέπει. Ἡ συνολική διαδικασία, ἡ προπαρασκευή καίἡ θεματολογία τῆς Συνόδου εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιβολῆς μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ὁλιγαρχίας, πούἐκφράζει μιάἀκαδημαϊκή, ἀποστεωμένη, ἄνευρη καίἀπνευμάτιστη θεολογία, ἀποκομμένη ἀπότόἐκκλησιαστικό σῶμα. Ἔσχατος κριτής τῆς ὀρθότητας καίτῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων εἶναι τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ κληρικοί, οἱ μοναχοί καίὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ, ὁὁποῖος, μέτήν γρηγοροῦσα ἐκκλησιαστική καί δογματική του συνείδηση,ἐπικυρώνει ἤ ἀπορρίπτει τίς ἀποφάσεις τους. Ὅμως, στήν μέλλουσα Σύνοδο ἀπουσιάζει παντελῶς αὐτή ἡ σημαντική παράμετρος, ἐπειδή ἐκφράστηκε ἐπισήμως ὅτι φορέας τῆς ἐγκυρότητας τῶν ἀποφάσεών της θά εἶναι ἡ Συνοδικότητα καίὄχι τόὈρθόδοξο Πλήρωμα.
11) Μιά ἄλλη βασική προϋπόθεση γνησιότητας τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» εἶναι ἡἀναγνώριση ὑπ’ αὐτῆς ὡς Οἰκουμενικῶν τῶν θεωρούμενων ὡς τοιούτων στή συνείδηση τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος τῆς Η΄ (879-880) ἐπί ἱεροῦ Φωτίου τοῦ Μεγάλου καίτῆς Θ΄ (1351)ἐπίἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθεισῶν, οἱὁποῖες ἔχουν ὅλα τά στοιχεῖα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἔχουν καταδικάσει τίς αἱρετικές κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ. Ἀλλά, τέτοιο ἐνδεχόμενο δέν προκύπτει ἀπό τήν θεματολογία καί τά προσυνοδικά κείμενα.
12) Ἡὀρθόδοξη νηστεία εἶναι τόσο ἑδραιωμένη στή συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων καί τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ, ὥστε δέν χρειάζεται καμμία σύντμηση ἤ προσαρμογή. Οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνοι, οἱὁποῖοι ἔχουν ἀνάγκη νάἀποκτήσουν περισσότερο ὀρθόδοξη παιδεία καί ἀσκητικό φρόνημα, γιά νά μπορέσουν, μέ τό παράδειγμά τους καίτόν ἀσύλληπτο πλοῦτο τῆς ἁγιοπατερικῆς γραμματείας, νά διδάξουν διακριτικάτό ποίμνιό τους. ἩὈρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἐφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς Οἰκουμένης τήν οἰκονομία σέὅλο τό μεγαλεῖο της. Εἶναι τόσα πολλάτά κείμενα περί νηστείας ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων, πού ἀναλύουν τίς παθοκτόνες καί σωτήριες παραμέτρους της, ὥστε δέν ἀξίζει ὁ εὐτελισμός, πού ὑφίσταται ἀπότήν μινιμαλιστική νοοτροπία τῶν μεταπατερικῶν ἀνανεωτῶν, οἱ ὁποῖοι κόπτονται γιάτόν σύγχρονο κόσμο. Ἄν ἡ μέλλουσα Σύνοδος ἐπιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ἡμερῶν τῆς νηστείας καί τροφῶν, θά μιμηθεῖτόν ὁλοκληρωτισμό, πού χαρακτηρίζει τό Κανονικό Δίκαιο τοῦ Παπισμοῦ, τόὁποῖο καθορίζει θεσμικά καί ἀσφυκτικάἀκόμα καί τήν οἰκονομία.
13) Κατάτή διάρκεια τοῦ 20οῦαἰῶνος ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐκφυλλίζεται καί μεταλλάσσεται σέ πανθρησκειακό ὅραμα. Οἱ ἀτελείωτες διαθρησκειακές συναντήσεις καί συμπροσευχές Ὀρθοδόξων μέἡγέτες θρησκειῶν τοῦ κόσμου (π.χ. Ἀσίζη) μαρτυροῦν ὅτι ἀπώτερος στόχος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἡ συνένωση τῶν θρησκειῶν σέἕνα τερατῶδες σχῆμα, τήν ἐφιαλτική Πανθρησκεία, ἡὁποία ἐπιδιώκει νάἐκμηδενίσει τή σώζουσα ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ διαθρησκειακή συνεργασία μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ἀδύνατον νά δικαιωθεῖ, οὔτε νά θεμελιωθεῖ στήν Ἁγία Γραφή καί στήν Ὀρθόδοξη Πατερική Θεολογία. Ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦἈποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παῦλου εἶναι ξεκάθαρος: «Μή γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνη καίἀνομία; Τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος»; (Β΄Κορ.6,14).Ἐπίσης,τόἰδανικότῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, τόὁποῖο κατά κόρον προβλήθηκε στούς Διαθρησκειακούς Διαλόγους, καθίσταται ἀδύνατο, διότι ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέτόν λόγοτοῦ Κυρίου, «εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν» (Ἰω.15,20), καί μέτόν λόγοτοῦἈποστόλου Παῦλου«πάντες δέ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄Τιμ.3,14). Οἱ μετέχοντες στούς μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους δέν μπόρεσαν, δυστυχῶς, νά μεταφέρουν ἀνόθευτη τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, ἀλλά οὔτε καί νά προσελκύσουν ἔστω καίἕνανἀλλόθρησκο στήν Ὀρθοδοξία. Ἀντίθετα, μάλιστα ἔφθασαν στόἀξιοθρήνητο κατάντημα νά παρασυρθοῦν σέ πλάνες καί αἱρέσεις καί νά διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις, σκανδαλίζοντας τόν πιστό λαότοῦ Θεοῦ, παρασύροντας στήν πλάνη τούς ἀσθενεῖς στήν πίστη καίπροκαλῶντας ἔτσι μεγίστη πνευματική φθορά καί διάβρωση τοῦὈρθοδόξου φρονήματος. Παράτήν πληθώρα τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ὁἰσλαμικός φανατισμός, ὄχι μόνο δέν καταστέλλεται, ἀλλά γιγαντώνεται ὅλο καί περισσότερο.
14) Οἱἀγῶνες τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μαζί μέτούς ἀγῶνες τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, θά πρέπει νάμᾶς ἐμπνέουν καί νάμᾶς ὁδηγοῦν στήν διαφύλαξη τῆς πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Ἀπόπειρα νοθεύσεως τῆς μωσαϊκῆς θρησκείας παρατηροῦμε καί στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπου, στήν ἀρχή χαναανϊτικά καίἀργότερα βαβυλωνιακά καί αἰγυπτιακά στοιχεῖα ἀπειλοῦσαν νά νοθεύσουν τήν πίστη στόν Ἕνα Θεό. Μεγάλοι ἄνδρες (Προφῆτες, βασιλεῖς, πολιτικοίἄρχοντες, κλπ.) ἀγωνίστηκαν μέ σθένος γιάτήν διαφύλαξη τῆς καθαρῆς μωσαϊκῆς θρησκείας. Ἰδιαιτέρως ἀγωνίστηκαν κατάτῶν διαφόρων ψευδοπροφητῶν, οἱὁποῖοι ἀναφαίνονταν κατά καιρούς.
Συνοψίζοντας τάπαραπάνω, συμπεραίνουμε ὅτι ἡ μέλλουσα νά συγκληθεῖ«Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» δέν θά εἶναι οὔτε Μεγάλη, οὔτε Ἁγία, διότι, μέ βάση τά μέχρι σήμερα δεδομένα, δέν προκύπτει ὅτι αὐτή θά εἶναι σύμφωνη μέτήν Συνοδική καί Κανονική Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας καίὅτι θά λειτουργήσει ὄντως ὡς γνήσια συνέχεια τῶν ἀρχαίων μεγάλων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων.Ὁ τρόπος, μέτόν ὁποῖο εἶναι διατυπωμένα τά δογματικοῦ χαρακτῆρος προσυνοδικά κείμενα, δέν ἀφήνουν κανένα περιθώριο ἀμφιβολίας ὅτι ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος ἀποσκοπεῖ νά προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στούς ἑτεροδόξους καί νά διευρύνει τά κανονικά καί χαρισματικάὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
Ὡστόσο, καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δέν μπορεῖ νάὁριοθετήσει διαφορετικάτήν μέχρι σήμερα ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ὑπάρχουν,ἐπίσης,ἐνδείξεις ὅτι ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος θά προχωρήσει σέ καταδίκη τῶν συγχρόνων αἱρέσεων καί πρωτίστως τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀντίθετα μάλιστα ὅλα δείχνουν ὅτι ἡ μέλλουσα νά συγκληθεῖ«Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος»ἐπιχειρεῖ νά τήν νομιμοποιήσει καί νάτήν ἑδραιώσει.Ὡστόσο, οἱ ὅποιες ἀποφάσεις της μέ οἰκουμενιστικό πνεῦμα, εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι δέν θά γίνουν δεκτές ἀπότόν εὐσεβῆκλῆρο καίτόν πιστό λαότοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἴδια θά καταγραφεῖ στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ὡς ψευδοσύνοδος.
Μακαριώτατε,
Ἡ μέλλουσα «Ἁγία και Μεγάλη Σύνοδος», ἄν πραγματικά θέλει νά εἶναι Ὀρθόδοξη Σύνοδος, θά πρέπει νά λάβει,κατὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη, τίς ἑξῆς καίριες ἀποφάσεις:
α) Νὰἐπικυρώσει τὶς ἀποφάσεις ὅλων προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, (Α΄ ἕως καὶ Ζ΄ Οἰκουμενικές), δηλαδὴ τοὺς ὑπὸ τῶν ἁγίων  Πατέρων  θεσπισθέντες δογματικοὺς  ὅρους  καὶ Ἱεροὺς  Κανόνες.
β) Νά ἀναγνωρίσει τίς θεωρούμενες ἀπὸὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους δύο συνόδους τοῦ ἐνάτου καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς οἰκουμενικές, δηλ. τήν Η´ ἐπὶ Φωτίου, τοῦ 879, καὶ τήν Θ´ ἐπὶἉγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱὁποῖες, κατεδίκασαν ἡ μὲν πρώτη τὸ Filioque καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς αἱρέσεις, ἡ δὲ δεύτερη τὴν περὶ κτιστῆς Χάριτος αἵρεση, ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμό ὡς αἵρεση.
γ) Νά καταδικάσει τήν συγκρητιστική παναιρέση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως τήν ἀποκαλοῦσε ὁἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς.
δ) Νά καταδικάσει τήν παρουσία καί συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.).
ε) Να τερματίσει  τούς Διαθρησκειακούς Διαλόγους καὶ τούς Θεολογικούς Διαλόγους μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς, τὶς προετεσταντικὲς ὁμολογίες τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ τοὺς Μονοφυσίτες.
στ) Νά καταδικάσει τήν μεταπατερική καίἀντιπατερική «νέα ἐκκλησιολογία», ἡὁποία ἀπορρίπτει τά χαρισματικά, δογματικά καί κανονικάὅρια τῆς Ἐκκλησίας.
ζ) Νά ἐκλέξει, νά χειροτονήσει καί νά ἐνθρονίσει στό πάλαι ποτέ περίπυστο Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης νέο Ὀρθόδοξο Πάπα Ρώμης, μή ἀναγνωρίζοντας καί ἐκθρονίζοντας τόν σημερινό καταληψία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως καί αἱρεσιάρχη κ. Φραγκῖσκο. Ἔτσι, θά λυθοῦν τά θέματα τοῦ Παπισμοῦ, τῆς Οὐνίας καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ.  
η) Νά δημιουργήσει Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, λύνοντας τό θέμα τῆς Διασπορᾶς, καί
θ) Νά ἀκολουθήσει τήν Πατερική ὁδό μαχίμου ἐπανευαγγελισμοῦ τῆς Οἰκουμένης, μέ τήν δημιουργία δορυφορικῆς πλατφόρμας γιά τήν Ὀρθόδοξη μαρτυρία σέ 17 γλῶσσες. Μέ τόν τρόπο αὐτό, θά κονιορτοποιήσει τίς αἱρέσεις μέ παγκόσμιο λόγο καί πατερική παρρησία, θά δοξάσει τόν Θεό καί θά διασφαλίσει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. 
Τά κείμενα τῆς Συνόδου πρέπει νάξαναγραφοῦνἀπ’τήν ἀρχή, λαμβάνοντας ὑπ’όψιν τό πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως. Δέν ἀρκεῖ νά συγκληθεῖ μιά Σύνοδος μόνο καί μόνο γιά νάἀποδειχθεῖ στόν κόσμο ὅτι οἱὈρθόδοξοι εἴμαστε ἑνωμένοι. Ἑνωμένοι σέ τί; Ἡἕνωση γίνεται μόνο βάσει τῆς Ἀληθείας. Ἡἑνότητα εἶναι ὁ καρπός του Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός στήν ἀρχιερατική Του προσευχή : «ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς… ἁγίασον αὐτούς ἐν τῇἀληθείᾳσου… ἵνα καί αὐτοίὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ».Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας συνίσταται στήν ἀκέραιη καί ἀβλαβή διαφύλαξη τῶν διδασκαλιῶν τῆς ὀρθῆς πίστεως, τήν ὁποία μᾶς παρέδωσαν οἱἍγιοι Ἀπόστολοι καί οἱἍγιοι Πατέρες. Διηρημένοι καίἀποσχισμένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι, πού φρονοῦν διαφορετικάἀπό τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθώς μᾶς λέγει ὁἍγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Οἱἅγιοι Πατέρες ὀνόμασαν «Καθολική» τήν Ἐκκλησία Του, ἐπειδή μόνο αὐτή διατηρεῖστὴν πληρότητά της τήν Ἀλήθεια καί τήν Ὁμολογία τῆς Πίστεως, χωρίς τήν ὁποία κανείς δέν μπορεῖ νά σωθεῖ.
Πρέπει ἀπαραιτήτως να κατανοηθεῖὅτι δέν ἐπιχειρεῖται νάἀλλάξει οὔτε ἡ νηστεία, οὔτε ἡ τάξη τοῦ μοναχισμοῦ, οὔτε ἡ τάξη τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, ὅμως παραχαράσεται καί στρεβλώνεται τό πιό νευραλγικό σημεῖο, δηλαδή ἡ ἐκκλησιολογικὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Μακαριώτατε,
Γνωρίζοντας πολύ καλά τήν πλήρη ἀφιέρωση καί τή θυσιαστικήἀγάπη Σας γιά τόν Σωτήρα Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόν Ὁποῖο διακονεῖτε μέὅλη τήν ὕπαρξη Σας, Σᾶς ἀπηύθυνα αὐτές τίς σκέψεις, οἱὁποῖες μᾶς προβληματίζουν.
Υἱκῶς καί εὐσεβάστως θέλουμε νά συγχαροῦμε καί πάλινἐκ μέσης καρδίας τήν Μακαριότητά Σας καί τήν ὑφ’Ὑμῶν Ἱεράν Σύνοδον τῆς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας γιά τίς θεοφώτιστες ἀποφάσεις Σας.
Προσευχόμαστε ἡμέρα καί νύχτα στόν Ἀρχιποιμένα μας καίἐν πᾶσιν πρωτεύοντα ΚύριονἸησοῦν Χριστόν, νά Σᾶς ἐνισχύει νά παραμένετε πάντοτε ἀμετακίνητος στὶς Συνοδικὲς ἀποφάσεις τὶς ὁποῖες  ἐλάβατε ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὴν σεπτὴ χορεία τῶν περὶὙμᾶς ἁγίων Ἱεραρχῶν τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας, ὡς ἄξιος διάδοχος ὄχι μόνο τῶν «θρόνων τῶν Ἀποστόλων», ἀλλά καί τοῦ βίου, τῆς πίστεως καί τῆς ὁμολογίας τους.
Ἐκζητοῦμε ταπεινῶς καί υἱκῶς τίς ἅγιες καί θεοπειθεῖς εὐχές Σας καί Σᾶς εὐχόμαστε μακροχρόνια ζωή, ὑγεία, δύναμη καί πνευματική χαρά. Ἀτενίζουμε μέἐλπίδα πρός τήν Μακαριότητά Σας καί τήν Ἱερά Σύνοδο τοῦ Σεπτοῦ Πατριαρχείου τῆς Βουλγαρίας καί Σᾶς προσφέρουμε φόρο εὐγνωμοσύνης γιά τήν σταθερὴ καὶἀταλάντευτη στάση Σας ἀπέναντι σ’ αὐτή τήν φοβερή χιονοθύελλα, πού ξέσπασε ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας.
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ