Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Προς Οικουμενικήν Σύνοδον; (Ιούλιος 1971) Τί ἀπαιτεῖται γιὰ νὰ χαρακτηρισθῇ ὀρθόδοξη μία Σύνοδος;

 Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς καὶ τὶς ἀναγνωρισμένες Τοπικές, ἔγιναν καὶ ἄλλες σύνοδοι ποὺ ὅμως δὲν ἀναγνωρίσθηκαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδησι. Ἐκκλησιαστικὴ συνείδησις εἶνε ἡ κρίσι καὶ ἐκτίμησις τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἔχει ἐκ Θεοῦ τὸ πνευματικὸ αἰσθητήριο νὰ διακρίνῃ τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη, ὅπως τὰ πρόβατα ἔχουν ἐκ φύσεως τὸ αἰσθητήριο νὰ διακρίνουν τὰ ὠφέλιμα βότανα ἀπὸ τὰ βλαβερά (Μ. Βασίλειος). Ὁ ὀρθόδοξος λαός, ποὺ ζῇ σὲ μυστηριακὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ ἔχει Πνεῦμα ἅγιο, ὅταν ἀκούσῃ ἀπόφασι Συνόδου ποὺ εἶνε σύμφωνη μὲ τὴν πατροπαράδοτη πίστι, μὲ «ὅ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καὶ ὑπὸ πάντων ἐπιστεύθη» (Βικέντιος Λερ.), αἰσθάνεται χαρὰ καὶ λέει· «Αὕτη ἡ πίστις τῶν ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν οἰκουμένην ἐστήριξεν». Εἰ δ᾽ ἄλλως, ἐκδηλώνει τὴ διαφωνία καὶ ἀποδοκιμασία του.
Ὥστε κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψι αἱ Σύνοδοι βρίσκονται ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως, ποὺ δὲν περιορίζεται μόνο στοὺς κληρικοὺς ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ ἀποκορυφώνεται στὸν εὐσεβῆ λαό· τοῦ λαοῦ ἡ ἐπιδοκιμασία ἢ ἡ ἀποδοκιμασία κρίνει ἂν μία Σύνοδος εἶνε ἀληθινὴ ἢ μή.
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΠΡΕΣΠΩΝ & ΕΟΡΔΑΙΑΣ
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ
ΤΗΛ.: 23850 28610, FAX: 23850 24042 - Τ.Κ. 53100 ΦΛΩΡΙΝΑ

Πρὸς Οἰκουμενικὴν Σύνοδον; 
(Ἰούλιος 1971)
«Τότε ἔδοξε τοῖς ἀποστόλοις καὶ τοῖς πρεσβυτέροις σὺν ὅλῃ τῇ ἐκκλησίᾳ…» (Πράξ. 15,22)

Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, κατὰ τὸν ἅγιο Αὐγουστῖνο εἶνε «ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας». Ἐκκλησία = Χριστός. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ θὰ συνεχίζεται δι’ αὐτῆς αἰωνίως· ἀλλὰ καὶ οἱ ἀντιδράσεις ἐναντίον της δὲν θὰ λείψουν, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ ἰδίου στοὺς μαθητάς του «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν…» (Ἰω. 15,20).
«Σημεῖον ἀντιλεγόμενον» ὁ Χριστὸς (Λουκ. 2,34), «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» καὶ ἡ Ἐκκλησία του. Μόνο ἂν πάψῃ ἡ Ἐκκλησία νὰ κηρύττῃ καὶ νὰ ἐνεργῇ ὅπως ὁ Χριστός, τότε θὰ πάψῃ καὶ ἡ ἀντίδραση τοῦ κόσμου ἐναντίον της. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο μάλιστα προειδοποιεῖ, ὅτι πρὸς τὸ τέλος τῶν αἰώνων ἡ σύγκρουση ἀληθείας καὶ ψεύδους θὰ εἶνε σφοδρότερη, ἰδίως ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ μεγάλου ἀντιχρίστου· τὸ μικρὸ ποίμνιο θὰ δοκιμαστῇ σκληρά, οἱ πιστοὶ θὰ λ ι γ ο σ τ έ ψ ο υ ν πολύ. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως, ἡ ἐλευθέρα καὶ ζῶσα, ἡ Ὀρθοδοξία, θὰ περισυλλέξῃ τὰ τέκνα της κάτω ἀπὸ τὰ φτερὰ τοῦ μεγάλου Ἀετοῦ καὶ θὰ βγῇ στὴν ἔρημο, ὄχι μόνο τροπικὰ ἀλλὰ καὶ τοπικά, ἕως ὅτου ἔλθουν πάλι «καιροὶ ἀναψύξεως» (Πράξ. 3,20) γιὰ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. 
Λυσσώδης ὁ πόλεμος κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία. Στοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες πολεμήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες. Κι ὅταν σταμάτησαν οἱ διωγμοί, ἄλλη θύελλα ἦλθε νὰ ταράξῃ τὴ γαλήνη της. Οἱ Χριστιανοὶ κινδύνευαν τώρα ὄχι ἀπὸ πεινασμένα θηρία τοῦ ἀμφιθεάτρου ἀλλὰ ἀπὸ νοητοὺς λύκους, τοὺς αἱρετικούς. Οἱ πρῶτοι ἐχθροὶ ὡς ὅπλο χρησιμοποιοῦσαν τὸ ξίφος, οἱ δεύτεροι χρησιμοποιοῦσαν τὴ γλῶσσα, μὲ τὴν ὁποία διέδιδαν διδασκαλίες ξένες καὶ ἀντίθετες πρὸς τὴν ἁγνὴ ἀλήθεια. 
Οἱ αἱρετικοὶ ἦταν «ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα» (ἔ.ἀ. 20,30). Ὁ διάβολος δι’ αὐτῶν ἔσπερνε ζιζάνια στὸν ἀγρὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἀψίνθιον (Άπ. 8,11), φαρμάκι. 
Ἐὰν τὰ ζιζάνια ξερριζώνωνται δύσκολα ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς, πολύ δυσκολώτερα ξερριζώνονται οἱ αἱρετικοὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ οἱ ποιμένες πρέπει νὰ ἀγρυπνοῦν, ὥστε νὰ μὴ βρίσκῃ ὁ ἐχθρὸς καιρὸ νὰ σπείρῃ ζιζάνια (βλ. Ματθ. 13,24-26).
Γιὰ νὰ καταπολεμηθοῦν οἱ αἱρέσεις καὶ νὰ διατηρηθῇ καθαρὸς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔγιναν μεγάλοι ἀγῶνες καὶ συγκλήθηκαν τοπικὲς καὶ οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. Αἰτία τῆς συγκλήσεως Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦταν κυρίως οἱ αἱρέσεις καὶ ἔπειτα οἱ ἐκτροπὲς στὸ ἦθος καὶ στὴν τάξι. Αὐτὸ δείχνει πόση σημασία ἀποδίδει ἡ Ἐκκλησία στὴν καθαρότητα τῆς ἀληθείας. Ὁ β’ κανόνας τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου λέει· «οὐσία τῆς καθ’ ἡμᾶς ἱεραρχίας ἐστὶ τὰ θεοπαράδοτα λόγια, ἤγουν ἡ τῶν θείων Γραφῶν ἀληθινὴ ἐπιστήμη». Ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία τῆς ἁγίας Γραφῆς ἀπέναντι στὶς πλάνες τῶν αἱρετικῶν ἦταν τὸ κύριο ἔργο τῶν ἀοιδίμων ἁγίων πατέρων, ποὺ συνῆλθαν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ συγκρότησαν τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ περιέλαβαν μέσα σὲ σαφεῖς καὶ σύντομες φράσεις τὸ θησαυρὸ τῆς ἱερᾶς ἀποκαλύψεως.

Ἔτσι, αἰτία τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τῆς Μ. Ἀσίας (325 μ.Χ.) ἦταν ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου, ποὺ ἠρνεῖτο τὴ Θεότητα τοῦ Υἱοῦ. Τῆς Β’ στὴν  Κωνσταντινούπολι (381 μ.Χ.) ἡ αἵρεσις τοῦ Μακεδονίου, ποὺ ἠρνεῖτο τὴ θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τῆς Γ’ στὴν Ἔφεσο (431 μ.Χ.) ἡ αἵρεσις τοῦ Νεστορίου, ποὺ ἠρνεῖτο ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε τόν Θεὸ καὶ ἀντὶ Θεοτόκον τὴν ὠνόμαζε Χριστοτόκον. Τῆς Δ’ στὴν Χαλκηδόνα (451 μ.Χ.) ἡ αἵρεσις τοῦ Εὐτυχοῦς, ποὺ ἐκήρυττε μία μόνο φύσι στὸν Χριστό, διότι ἡ ἀνθρώπινη φύσις ἀπορροφήθηκε δῆθεν ἀπὸ τὴν θεία. Τῆς Ε’ στὴν Κωνσταντινούπολι (553 μ.Χ.) πάλι ἡ αἵρεσις τῶν μονοφυσιτῶν καὶ μερικὲς ἄλλες αἱρετικὲς δοξασίες κάποιων συγγραφέων. Τῆς ΣΤ’ στὴν Κωνσταντινούπολι (681 μ.Χ.) ἡ αἵρεσις τοῦ μονοθελήτου πάπα Ῥώμης Ὁνωρίου. Καὶ τῆς Ζ’ πάλι στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας (787 μ.Χ.) ἡ αἵρεσις τῆς εἰκονομαχίας.
Ὅπως βλέπουμε, ἡ αἵρεσις ἦταν κυρία αἰτία τῆς συγκλήσεως ὅλων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Τὶς συγκαλοῦσαν εὐσεβεῖς αὐτοκράτορες, ποὺ ἔβλεπαν τὴν αἵρεσι ὡς συμφορὰ καὶ πλῆγμα κατὰ τῆς ἑνότητος ἐκκλησίας καὶ πολιτείας. Ὁ αὐτοκράτωρ θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ὡς «ἐπίσκοπον τῶν ἐκτὸς» καὶ δὲν ἀναμειγνυόταν στὰ ἐσωτερικὰ τῆς Συνόδου. Ἂν ἀποτολμοῦσε ν’ ἀναμειχθῇ στὶς πνευματικὲς συζητήσεις τῶν ἁγίων πατέρων, ἀπεκρούετο σθεναρὰ ἀπὸ τοὺς προμάχους τῆς Ὀρθοδοξίας· ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ Κορδούης Ὅσιος, εἶπε στὸν αὐτοκράτορα· «Οὔτε ἡμῖν ἄρχειν ἐπὶ τῆς γῆς ἔξεστιν, οὔτε σὺ θυμιᾶν ἐξουσίαν ἔχεις, βασιλεῦ». Οἱ πατέρες συνέρχονταν ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου, εἶχαν συναίσθησι ὅτι ἀνάμεσά τους παρίσταται ὁ Χριστὸς ποὺ εἶπε: «Οὗ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» καὶ «Ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 18,20· 28,20). Ἀπόδειξις τοῦ σεβασμοῦ πρὸς τὸν Ἱδρυτὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶνε, ὅτι στὴ μέση τοῦ χώρου τῶν συνεδριάσεων ἔστηναν ἕνα θρόνο καὶ σ’ αὐτὸν δὲν καθόταν κανείς, ἀλλὰ ἐπάνω του ἔθεταν τὸ Εὐαγγέλιο· αὐτὸ ὑπενθύμιζε τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου «Καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω… Εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1,8-9).
Τί ἀπαιτεῖται γιὰ νὰ χαρακτηρισθῇ ὀρθόδοξη μία Σύνοδος; Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἑπτὰ Οἰκουμενικὲς καὶ τὶς ἀναγνωρισμένες Τοπικές, ἔγιναν καὶ ἄλλες σύνοδοι ποὺ ὅμως δὲν ἀναγνωρίσθηκαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδησι. Ἐκκλησιαστικὴ συνείδησις εἶνε ἡ κρίσι καὶ ἐκτίμησις τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο ἔχει ἐκ Θεοῦ τὸ πνευματικὸ αἰσθητήριο νὰ διακρίνῃ τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη, ὅπως τὰ πρόβατα ἔχουν ἐκ φύσεως τὸ αἰσθητήριο νὰ διακρίνουν τὰ ὠφέλιμα βότανα ἀπὸ τὰ βλαβερά (Μ. Βασίλειος). Ὁ ὀρθόδοξος λαός, ποὺ ζῇ σὲ μυστηριακὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ ἔχει Πνεῦμα ἅγιο, ὅταν ἀκούσῃ ἀπόφασι Συνόδου ποὺ εἶνε σύμφωνη μὲ τὴν πατροπαράδοτη πίστι, μὲ «ὅ,τι πάντοτε, πανταχοῦ καὶ ὑπὸ πάντων ἐπιστεύθη» (Βικέντιος Λερ.), αἰσθάνεται χαρὰ καὶ λέει· «Αὕτη ἡ πίστις τῶν ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν οἰκουμένην ἐστήριξεν». Εἰ δ᾽ ἄλλως, ἐκδηλώνει τὴ διαφωνία καὶ ἀποδοκιμασία του.
Ὥστε κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψι αἱ Σύνοδοι βρίσκονται ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως, ποὺ δὲν περιορίζεται μόνο στοὺς κληρικοὺς ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ ἀποκορυφώνεται στὸν εὐσεβῆ λαό· τοῦ λαοῦ ἡ ἐπιδοκιμασία ἢ ἡ ἀποδοκιμασία κρίνει ἂν μία Σύνοδος εἶνε ἀληθινὴ ἢ μή. Ἡ Ὀρθοδοξία διαφέρει ἀπὸ τὸν παπισμὸ καὶ στὸ σημεῖο αὐτό· ἐδῶ τὸ ἀλάθητο δὲν τὸ διεκδικεῖ ἕνα πρόσωπο, ἀλλὰ τὸ ἔχει τὸ πλήρωμα, ὁ εὐσεβὴς λαὸς ποὺ ὀνομάζεται «φύλαξ τῆς πίστεως». Ὁ πιστός, ὅσο ἄσημος καὶ ἂν εἶνε, δὲν ἐκμηδενίζεται· ἡ ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοῇ τὴ φωνή του. Ἔτσι ὑπάρχει ἁρμονία. Ἐκκλησιαστικὲς ἀποφάσεις ἐρήμην τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ καὶ ἀντίθετες μὲ τὸ φρόνημά του δὲν μποροῦν νὰ σταθοῦν. Οἱ Πράξεις τῶν ἀποστόλων, ποὺ περιγράφουν τὴν πρώτη Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας, τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο, λένε γιὰ τὸν τρόπο λήψεως τῶν ἀποφάσεών της• «Ἔδοξε τοῖς ἀποστόλοις καὶ τοῖς πρεσβυτέροις σὺν ὅλῃ τῇ ἐκκλησίᾳ» (Πράξ. 15,22). 
Ἀκοῦτε, κύριοι, ὅσοι κεκλεισμένων τῶν θυρῶν παίρνετε ἀποφάσεις γιὰ λογαριασμὸ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῶν ὀρθοδόξων; Τί εἶστε σεῖς, ἀνώτεροι τῶν ἀποστόλων; Τόσο μεγάλη ἰδέα ἔχετε γιὰ τοὺς ἑαυτούς σας;
Ἕνα παράδειγμα Συνόδου ποὺ δὲν ἀνεγνώρισε ἀλλ᾽ ἀπεδοκίμασε ἡ ἐκκλησιαστικὴ συνείδησι, εἶνε ἡ ἐν Ἐφέσῳ συγκληθεῖσα τὸ 449 μ.Χ. πολυαριθμότατη Σύνοδος. Κατὰ τὸν ἱστορικὸ Βασίλειο Στεφανίδη, ἡ Σύνοδος αὐτὴ συνῆλθε ὑπὸ τὸ κράτος βίας καὶ τρομοκρατίας, ποὺ ἀσκοῦσαν σκληροὶ στρατιῶτες, φανατικοὶ μοναχοὶ φερμένοι ἀπὸ ἀλλοῦ, χεροδύναμοι ναῦτες καὶ κακότροποι «παραβολάνοι» (νοσοκόμοι καὶ νεκροθάφτες). Ὅταν ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανὸς σηκώθηκε νὰ ὑπερασπίσῃ τὸ δόγμα περὶ τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, ἀκούστηκαν κραυγές, ὑψώθηκαν ῥαβδιὰ καὶ σφιγμένες γροθιές, ἔπεσαν χαστούκια καὶ κλωτσιές. Ὁ Φλαβιανὸς ζήτησε νὰ καταφύγῃ κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα, ἀλλὰ κι ἀπὸ κεῖ σπρώχνοντας καὶ χτυπώντας τὸν πέταξαν ἔξω ἀπ᾽ τὸ ναό, τὸν καθαίρεσαν καὶ τὸν ἐξώρισαν. Τὰ ἔκτροπα βεβαίωσαν κατόπιν παριστάμενοι ἱεράρχες, ποὺ ἐνώπιον τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὡμολόγησαν· «Οὐδείς (ἐξ ἡμῶν) συνῄνεσε· βίᾳ ἐγένετο· βίᾳ μετὰ πληγῶν· εἰς ἄγραφον χάρτην ὑπεγράψαμεν…· ὅπου ξίφη καὶ βάκλα (=ῥαβδιά), ποία σύνοδος;» (Mansi, Πρακτ. Δ΄ Οἰκ. Συν.). Γιὰ τὰ ἔκτροπα αὐτὰ ὁ λαὸς ὠνόμασε τὴν Σύνοδο αὐτὴ λῃστρική.
* * *
Ἡ τελευταία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἑβδόμη (Ζ΄), συνῆλθε τὸ 787 μ.Χ.. Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα ἔχουν περάσει 12 αἰῶνες. Κάποιος εἶπε, ὅτι αὐτοὶ ἦταν αἰῶνες συνοδικῆς ἀπραξίας. Ἀλλὰ κάνει λάθος.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἦταν καὶ εἶνε ἡ ἐμπροσθοφυλακὴ τῆς ἀγωνιζομένης χριστιανοσύνης. Ἂν ῥίξῃ κανεὶς ἕ ν α  β λ έ μ μ α στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τῶν 12 αὐτῶν αἰώνων, θὰ δῇ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν ἔπαψε νὰ  ὑ π ε ρ α σ π ί ζ ε τ α ι  τὴν πίστι της ἀπέναντι σὲ μικρὰ καὶ μεγάλα θηρία. Πρῶτο ἀπ᾽ αὐτὰ εἶνε τὸ ἰσλάμ, ποὺ ἀπ᾽ τὴν Ἀραβία μὲ φωτιὰ καὶ σίδερο ἐρείπωσε περιοχὲς τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ἄλλο θηρίο εἶνε ὁ παπισμός, ποὺ ἀπ᾽ τὴ Δύσι μὲ προπέτασμα τὶς σταυροφορίες ἐξασθένησε τὴν αὐτοκρατορία, ὥστε αὐτὴ νὰ πέσῃ στὸ στόμα τοῦ πρώτου θηρίου· καὶ ἦταν τόση ἡ φρίκη τῶν ὀρθοδόξων ἀπὸ τοὺς σταυροφόρους τοῦ πάπα, ὥστε μεταξὺ τῶν δύο κακῶν, ἰσλὰμ καὶ παπισμοῦ, οἱ ὀρθόδοξοι νὰ προτιμοῦν τὸ πρῶτο, ὡς λιγώτερο ἐπικίνδυνο γιὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι, ποὺ τὴν ἔθεταν πάνω ἀπ᾽ ὅλα. Τέλος παρουσιάστηκε τρίτο μεγάλο θηρίο, κόκκινο, ὁ ἄθεος κομμουνισμός, ποὺ κατεσπάραξε μυριάδες ἁγίων πίσω ἀπὸ τὸ σιδηροῦν παραπέτασμα.
Κατὰ τὸ μακρὸ αὐτὸ διάστημα στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο ἔγιναν πάνω ἀπὸ 30 Σύνοδοι, μικρὲς καὶ μεγάλες· τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο δὲν ἔπαψε νὰ λαλῇ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς ἔχουν ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἄκου το ἐσύ, ποὺ λὲς ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία βρισκόταν σὲ συνοδικὴ ἀπραξία.
Οἰκουμενικὴ π.χ. εἶνε ἡ Σύνοδος ποὺ συνῆλθε τὸ 879-880 στὴν Κωνσταντινούπολι ἐπὶ Μ. Φωτίου. Ἡ Σύνοδος αὐτή, στὴν ὁποία μετεῖχαν 383 ἐπίσκοποι, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἀντιπρόσωποι τῶν πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς ἀλλὰ καὶ τοῦ πάπα, κατεδίκασε ὁμοφώνως τὸ Filioque, δηλαδὴ τὸ παπικὸ δόγμα, καὶ ἀποφάσισε ὅτι, ὅποιος ἀλλοιώσῃ τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, προσθέσῃ ἢ ἀφαιρέσῃ κάτι, ἂν εἶνε κληρικὸς νὰ καθαιρῆται καὶ ἂν εἶνε λαϊκὸς νὰ ἀναθεματίζεται. Αὐτὴ ἡ Σύνοδος στὴ συνείδησι τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος θεωρεῖται ὡς ἡ Η΄ Οἰκουμενική. Ἔτσι τὴ χαρακτηρίζουν διαπρεπεῖς κανονολόγοι καὶ ἱεράρχες, ὁ δὲ ἱστορικὸς Στεφανίδης λέει ὅτι ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθῃ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος πρέπει ν᾽ ἀσχοληθῇ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἀναγνωρίσεώς της.
Καὶ μερικὲς ἄλλες ἐπίσης Σύνοδοι μποροῦν νὰ χαρακτηρισθοῦν Οἰκουμενικές. Τέτοιες εἶνε ἐκεῖνες ποὺ συνῆλθαν στὴν Κωνσταντινούπολι τὰ ἔτη 1341, 1347 καὶ 1351 ἐν­αντίον τῶν κακοδοξιῶν τῶν Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου καὶ τοῦ πατριάρχου Ἰωάννου Καλέκα. Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς δικαίωσαν τὸν πρόμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Ἀλλὰ μήπως καὶ ἐκεῖνες ποὺ συνῆλθαν τὰ ἔτη 1482, 1593 καὶ 1642 καὶ κατεδίκασαν κακοδοξίες παπικῶν καὶ διαμαρτυρομένων-προτεσταντῶν δὲν μποροῦν νὰ χαρακτηρισθοῦν Οἰκουμενικές;
Μερικοὶ θὰ προβάλουν τὴν ἔνστασι· Ἀφοῦ μετὰ τὸ σχίσμα ὁ χριστιανισμὸς διασπάθηκε, οἱ Σύνοδοι αὐτὲς δὲν μποροῦν νὰ χαρακτηρισθοῦν Οἰκουμενικές, ἐφ᾽ ὅσον σ᾽ αὐτὲς δὲν μετεῖχαν οἱ παπικοὶ καὶ οἱ διαμαρτυρόμενοι· πανορθόδοξες ναί, οἰκουμενικὲς ὄχι. Ἀπαντώντας σ᾽ αὐτὸ λέμε ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγε ὁ κορυφαῖος θεολόγος Χρῆστος Ἀνδροῦτσος· Ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουμε καὶ ὁμολογοῦμε μόνο τὴν Ὀρθοδοξία· οἱ ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας λεγόμενες Ἐκκλησίες δὲν εἶνε παρὰ σχίσματα καὶ αἱρέσεις. Συνεπῶς μία Σύνοδος, στὴν ὁποία ἀντιπροσωπεύεται ὅλη ἡ Ὀρθοδοξία, μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ Οἰκουμενική.
Μετὰ τὴν ἱστορικὴ αὐτὴ ἀναδρομὴ πρέπει νὰ δώσουμε ἀπάντησι σὲ δύο ἐρωτήματα.
* Πρῶτον. Ὑπάρχει σήμερα ἀνάγκη συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου; Ἀπάντησις. Ἐὰν ἡ κυρία αἰτία γιὰ τὴν ὁποία συγκαλοῦνται οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι εἶνε ἡ αἵρεσις, ὑπάρχει πράγματι λόγος σοβαρὸς γιὰ νὰ συγκληθῇ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων πλανῶν καὶ αἱρέσεων, ποὺ πρέπει νὰ καταδικασθοῦν, εἶνε καὶ ἡ αἵρεσις τῶν αἱρέσεων ποὺ λέγεται οἰκουμενισμός. Οἱ ὀπαδοί του φρονοῦν, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν μπορεῖ νὰ λέῃ ὅτι κατέχει ὁλόκληρη τὴν ἐξ ἀποκαλύψεως ἀλήθεια, ὅτι εἶνε ὁ «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. 3,15). Οἱ οἰκουμενισταὶ στρέφονται πρὸς ἄλλες πηγές, «φρέατα» καὶ «λάκκους συντετριμμένους» (βλ. Ἰερ. 2,13), ἱδρύουν νέα θρησκεία, ὑπερθρησκεία, ἀνανεώνοντας τὸ παλαιὸ ῥεῦμα τοῦ συγκρητισμοῦ. Τὸ μίασμα ἔχει προσβάλει οὐκ ὀλίγους, ἡ ψώρα τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἔφθασε μέχρι Ἁγίου Ὄρους· ὁ κίνδυνος εἶνε ἀφάνταστος. Ἐκτὸς τοῦ οἰκουμενισμοῦ ἄλλες πλάνες ποὺ πρέπει νὰ καταδικασθοῦν εἶνε ὁ ἄθεος καὶ ὑλιστικὸς κομμουνισμός, ὁ ἀρνησίχριστος μασονισμός, ὁ βλάσφημος χιλιασμός, ὁ δαιμονικὸς πνευματισμός, ἡ παπικὴ οὐνία. 
Ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἠθικῶν ζητημάτων πρέπει νὰ ληφθοῦν ἀποφάσεις, ὅπως εἶνε ὁ ἀνανεούμενος νικολαϊτισμὸς μὲ σημαία τὴ θεωρία τοῦ Φρόυντ, ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας, διάφορα εἴδωλα τοῦ τεχνικοῦ πολιτισμοῦ γιὰ τὰ ὁποῖα ἀκούγεται ἡ θεόπνευστη προτροπὴ «Τεκνία, φυλάξατε ἑαυτοὺς ἀπὸ τῶν εἰδώλων» (Α΄ Ἰω. 5,21).
Στὴν ἀρχὴ τῆς μελλούσης νὰ συγκληθῇ Συνόδου πρέπει ἀπαραιτήτως, ὅπως συνέβαινε πάντοτε, νὰ ἀναγνωσθοῦν οἱ Ὅροι τῶν προηγουμένων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ὡς πρῶτο θέμα νὰ τεθῇ ἡ ἀναγνώρισις ὡς Οἰκουμενικῶν τῶν Συνόδων ποὺ ἀναφέραμε καὶ ἰδίως τῆς ἐν Κωσταντινουπόλει τοῦ 879-880.
Καὶ ἐρωτῶ· αὐτὰ εἶνε τὰ θέματα ποὺ θ᾽ ἀπασχολήσουν τὴν συγκαλουμένη Σύνοδο; Ὄχι δυστυχῶς. Καμμία καταδίκη ἑτεροδιδασκαλιῶν δὲν προβλέπεται. Συνεπῶς, δὲν βλέπω ποιός ἀποχρῶν λόγος συντρέχει γιὰ νὰ συγκληθῇ ἡ Σύνοδος αὐτή. Ἀπὸ ὅσα ἔχουν γνωσθῆ, εὔκολα διαφαίνεται τί ἄνεμος πνέει· ἄνεμος ἐκσυγχρονισμοῦ, ἐκκοσμικεύσεως, οἰκουμενισμοῦ.
* Καὶ τὸ δεύτερο ἐρώτημα. Ὑπάρχουν τώρα οἱ προϋποθέσεις γιὰ σύγκλησι καὶ ἐπιτυχία μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου; Συμφωνῶ ἀπολύτως μὲ τὴ γνώμη τοῦ ἁγίου ἀσκητοῦ Ἰουστίνου Πόποβιτς καὶ ἀπαντῶ χωρὶς περιστροφές· Ὄχι, δὲν ὑπάρχουν σήμερα οἱ ἀπαιτούμενες προϋποθέσεις. Διότι πρῶτον, ποιός εἶνε αὐτὸς ποὺ συγκαλεῖ τώρα τὴν ἀναμενομένη Σύνοδο; Κάποιος εὐσεβὴς αὐτοκράτωρ; Δὲν ὑπάρχει. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο; Ἀλλ᾽ αὐτὸ χειμάζεται δεινῶς. Τὸ δὲ χειρότερο ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου, ὁ πατριάρχης καὶ ὁ ἀντιπρόσωπός του μητροπολίτης μὲ τὶς κατὰ καιροὺς ἀντορθόδοξες δηλώσεις τους ἔχουν κλονίσει τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος. Ὁ ἀνωτέρω διαπρεπὴς θεολόγος Ἰουστῖνος Πόποβιτς τολμᾷ καὶ ἀποκαλεῖ τὸν πατριάρχη «πηγὴ ἀναρχισμοῦ καὶ μηδενισμοῦ στὸν Ὀρθόδοξο κόσμο». «Οἱ Ἁγιορεῖτες», λέει, «δικαίως τὸν ὀνομάζουν αἱρετικὸ καὶ ἀποστάτη… 
Αὐτὸς μὲ τὴ νεοπαπιστικὴ συμπεριφορά του στὰ λόγια καὶ στὰ ἔργα σκανδαλίζει ἐπὶ χρόνια τὶς ὀρθόδοξες συνειδήσεις, ἀρνούμενος τὴ μοναδικὴ καὶ πανσωστικὴ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Πίστεως, ἀναγνωρίζοντας τὶς ῥωμαϊκὲς καὶ ἄλλες αἱρέσεις ὡς ἰσότιμες μὲ τὴν Ἀλήθεια, ἀναγνωρίζοντας τὸν ῥωμαῖο ἄκρο ποντίφικα μὲ ὅλη τὴ δαιμονικὴ ἀντιεκκλησιαστικὴ ὑπερηφάνειά του».
Δὲν εἶνε κατάλληλος ὁ καιρὸς γιὰ σύγκλησι Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διότι ἐρωτῶ ἐπίσης· ποιοί θὰ λάβουν μέρος στὴν Σύνοδο; Ἱεράρχες (ὅπως τῆς ῥωσικῆς Ἐκκλησίας) ποὺ ἀποφάσισαν τὴ μετάδοσι τῶν ἀχράντων μυστηρίων στοὺς παπικοὺς καὶ κήρυξαν ἔτσι τὴν ἕνωσι μὲ τὸν παπισμό; Ἀναγνώρισαν ἀκόμη τοὺς ρασκόλνικους, τοὺς παλαιόπιστους ῾Ρώσους. Γι᾽ αὐτοὺς ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Γρηγόριος Παπαμιχαήλ, ποὺ ἐγνώριζε καλὰ τὰ ῾Ρωσικὰ πράγματα, ἔγραφε, ὅτι συνεπείᾳ τῶν πλανῶν τῶν παλαιοπίστων νοθεύθηκε στὴ ῾Ρωσία ἡ ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία. Ἐναντίον αὐτῶν ἀγωνίσθηκαν οἱ ἀείμνηστοι ἱεράρχες Εὐγένιος Βούλγαρις καὶ Νικηφόρος Θεοτόκης. Θὰ εἶνε λοιπὸν δεκτοὶ στὴν Σύνοδο ἱεράρχες ποὺ ἦλθαν σὲ μυστηριακὴ κοινωνία μὲ αἱρετικούς; Καὶ ἀντιθέτως θ᾽ ἀπουσιάζουν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ μετέχουν στὴν Σύνοδο καὶ ποὺ ὁ λόγος τους θὰ ἔπρεπε νὰ βαρύνῃ περισσότερο· καὶ αὐτοὶ εἶνε οἱ νεώτεροι ὁμολογηταὶ τῆς πίστεως, ὅσοι ἐπέζησαν ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς διωγμούς.
Ἀπὸ ποιούς, παρακαλῶ, θὰ συγκροτηθῇ ἡ Σύνοδος αὐτή; Ποῦ τὰ μεγάλα πνευματικὰ ἀναστήματα; ποῦ οἱ ἥρωες καὶ ὁμολογηταί, ποὺ θ᾽ ἀποτελοῦν ἐγγύησι Ὀρθοδοξίας; Ἀλλοίμονο, τέτοια πρόσωπα θὰ λείπουν. Κυρίαρχη δὲ θέσι θὰ κατέχουν στὴ Σύνοδο πρόσωπα ὑπόδικα ἐνώπιον τῆς Ὀρθοδόξου συνειδήσεως, ἐπίσκοποι καὶ μητροπολῖται ἄνευ ποιμνίων, μὲ τίτλος κενούς, ποὺ θὰ ἀγορεύουν ἐλαφρᾷ τῇ συνειδήσει, χωρὶς αἴσθημα εὐθύνης.
Ὑπὸ τέτοιες συνθῆκες συγκαλουμένη ἡ Μεγάλη Σύνοδος θὰ ἀποτύχῃ οἰκτρὰ καὶ θὰ γίνῃ πηγὴ νέων πνευματικῶν συμφορῶν γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
[Περιληπτικὴ μεταγλώττισις ἄρθρου ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα»(φ. 344/Ἰούλ.-Σεπτ. 1971) καὶ τὸ βιβλίο Σφενδόνη Β’(Ἀθῆναι 1989, σσ. 133 κ.ἑ.)]