εορτολογιο
Ἀπόδοσις Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου
23 Αὐγούστου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
Μὰ τί ἔκανε ἡ Παναγία, θὰ ρωτήσετε, ὥστε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια τῶν γυναικῶν νὰ διαλέξῃ αὐτὴν νὰ γίνῃ μητέρα του; Εἶχε πολλὲς ἀρετές. Ἀλλὰ οἱ πιὸ μεγάλες ἀρετές της ἦταν δύο. Ἡ μία εἶνε ἡ ἁγνότης καὶ παρθενία· ἦταν κρίνο ἀμόλυντο, «καθαρωτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν», ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας (Παρακλ. καν.), πιὸ καθαρὴ κι ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου. Καὶ ἡ ἄλλη μεγάλη ἀρετή της ἦταν ἡ ταπείνωσις· ἦταν ταπεινή.
Σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶνε ὑπερήφανοι. Βλέπετε καὶ τὰ μικρὰ παιδάκια; Εἶνε ἀκόμα ἀπονήρευτα, παίζουν χαρούμενα καὶ ξένοιαστα, τὰ θεωροῦμε ἀγγελούδια. Βάλτε τα ὅμως στὴ γραμμή, δέκα – εἴκοσι – τριάντα παιδάκια, καὶ ρωτῆστε τα· Ποιό ἀπὸ σᾶς εἶνε τὸ καλύτερο παιδί;… Θὰ δῆτε, ὅτι κανένα δὲν θὰ δείξῃ κάποιο ἄλλο· τὸ καθένα θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του πιὸ καλὸ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὑπερηφανεύονται τὰ παιδιά, ὑπερηφανεύονται οἱ μεγάλοι καὶ μάλιστα οἱ ἄντρες. Ὑπερηφανεύονται ὅμως καὶ οἱ γυναῖκες. Ἄλλες γιὰ τὴν ὀμορφιά τους, ἄλλες γιὰ τὸν ἄντρα τους, ἄλλες γιὰ τὴν καταγωγή τους, ἄλλες γιὰ τὰ παιδιά τους.
Καὶ εἶνε μικρὴ ἁμαρτία ἡ ὑπερηφάνεια; Ἂν σᾶς ρωτήσῃ κανείς, ποιά εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία, τί θ᾽ ἀπαντήσετε; Σοβαρὲς ἁμαρτίες εἶνε ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ βλαστήμια, ἡ ψευδορκία, τὸ μῖσος, ἡ ἐκδίκησι…. Ἡ πιὸ μεγάλη ὅμως ἁμαρτία, λέει ἡ Ἐκκλησία μας, εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Μεγάλο κακό. Αὐτὴ γκρέμισε τὸν πρῶτο ἄγγελο ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν ἔκανε διάβολο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε· «Ὅταν ἰδοῦμέν τινα ταπεινόν, τὸν βλέπομεν ὡς ἄγγελον, μᾶς φαίνεται ν᾽ ἀνοίξωμεν τὴν καρδίαν μας νὰ τὸν βάλωμεν μέσα· καὶ ὅταν ἰδοῦμέν τινα ὑπερήφανον, τὸν βλέπομεν ὡς τὸν διάβολον, γυρίζομεν τὸ πρόσωπόν μας εἰς ἄλλο μέρος νὰ μὴ τὸν βλέπωμεν» (ἡμ. βιβλ., σελ. 116-7).
Εἶχε λοιπὸν ταπείνωσι καὶ ἁγνότητα ἡ Παναγία μας, καὶ ἔτσι τὴ διάλεξε ὁ Θεὸς νὰ γίνῃ ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό, ἐσεῖς γυναῖκες ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, προσπαθῆστε νὰ μιμηθῆτε τὴν Παναγία μας. Μιμηθῆτε την στὴν ταπείνωσι, μιμηθῆτε την καὶ στὴν ἁγνότητα. Ὅσες εἶστε κορίτσια, σ᾽ αὐτὴ τὴν κατηραμένη ἐποχὴ μείνετε κρίνα ἀμόλυντα, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Εἶνε μεγάλο πρᾶγμα νὰ κρατηθῇ τὸ κορίτσι ἁγνὸ ὅπως ἡ Παναγία. Ὅσες εἶστε παντρεμένες, κοιτάξτε νὰ φυλάξετε τὴν ὑπόσχεσι ποὺ δώσατε τὴν ἡμέρα τοῦ γάμου σας. Ἦρθε στὴ μητρόπολι κάποιος πολὺ πληγωμένος. Ἐργαζόταν στὴ Γερμανία. Μὲ κόπο ἔβγαζε τὰ μάρκα καὶ ἔστελνε ὅλο τὸν ἱδρῶτα του ἐδῶ στὴ γυναῖκα του. Ὅταν ὅμως γύρισε στὸ χωριό, ἄκουσε ἀπὸ πρόσωπα φιλικὰ καὶ ἔμπιστα, ὅτι ἡ γυναίκα του τὸν ἀπατοῦσε. Κόντεψε νὰ τρελλαθῇ. Τί νὰ κάνω, δέσποτα; ἔλεγε. Εἶδα κ᾽ ἔπαθα νὰ τὸν παρηγορήσω.
Δὲν ὑπάρχει, δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλη ἁμαρτία μέσα στὴν οἰκογένεια ἀπὸ τὴ συζυγικὴ ἀπιστία, τὴ μοιχεία! Προτιμότερο νὰ γκρεμίσῃς μία ἐκκλησία παρὰ νὰ διαλύσῃς ἕνα σπίτι. Αὐτὸ κάνουν οἱ ἀνδροχωρίστρες, αὐτὲς ποὺ μπαίνουν ἀνάμεσα στὰ ζευγάρια καὶ χωρίζουν ἀντρόγυνα. Ἄλλοτε στὸν ἅγιο τόπο μας διαζύγιο δὲν ὑπῆρχε· τώρα ὁ διάβολος ἄνοιξε «φάμπρικα». Δύο τέτοιες «φάμπρικες» ὑπάρχουν· μία αὐτὴ ποὺ μέρα – νύχτα σκοτώνει παιδιὰ στὰ ἰατρεῖα, μὲ τὶς ἐκτρώσεις ποὺ κάνουν ἀσυνείδητοι γιατροί, καὶ ἡ ἄλλη αὐτὴ ποὺ διαλύει οἰκογένειες στὰ δικαστήρια, μὲ τὰ διαζύγια ποὺ ὑποστηρίζουν φιλάργυροι δικηγόροι.
Γυναῖκες! Μπροστά σας νὰ ἔχετε ἕνα καθρέφτη, καὶ ὁ καθρέφτης αὐτὸς εἶνε ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Οἱ κοπέλλες νὰ εἶνε ἁγνὰ κρίνα ὅπως ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Οἱ παντρεμένες νὰ μένουν πιστὲς καὶ ἀφωσιωμένες στοὺς συζύγους τους· νὰ προτιμήσουν νὰ πεθάνουν καλύτερα παρὰ νὰ ἀτιμάσουν τὰ στεφάνια ποὺ τοὺς ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία.
23 Αὐγούστου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
ΣΗΜΕΡΑ, ἀγαπητοί μου, ἐννέα
ἡμέρες ἀπὸ τὴν Κοίμησι τῆς Θεοτόκου, ἡ Ἐκκλησία μας τελεῖ τὴν ἀπόδοσι
τῆς μεγάλης αὐτῆς ἑορτῆς. Εἶνε τὰ ἐνιάμερα τῆς Παναγίας. Καὶ ἡ ἡμέρα
αὐτή, κατὰ τὴν ὁποία ὁλοκληρώνεται ὁ ἑορτασμὸς τῆς Κοιμήσεως, μᾶς δίνει
πάλι ἀφορμὴ νὰ τιμήσουμε τὸ πρόσωπο τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ.
* * *
Ἡ Παναγία δὲν εἶνε μιὰ γυναίκα
ὅπως οἱ ἄλλες. Ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια γυναῖκες γεννήθηκαν πάνω
στὴ γῆ. Ἀλλ᾽ ὅπως τὸ διαμάντι διαφέρει ἀπὸ τὶς πέτρες, ἔτσι καὶ ἡ
Παναγία μας διαφέρει ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἄλλες γυναῖκες. Ὑπάρχουν σπουδαῖες
γυναῖκες ποὺ γέννησαν βασιλιᾶδες, αὐτοκράτορες, στρατηγούς, σοφούς. Ἡ
Παναγία ὅμως γέννησε ὄχι ἁπλῶς ἄνθρωπο, γέννησε αὐτὸν τὸν Θεό. Γι᾽
αὐτὸ δὲν λέγεται Χριστοτόκος· λέγεται Θεοτόκος.
Μὰ τί ἔκανε ἡ Παναγία, θὰ ρωτήσετε, ὥστε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια τῶν γυναικῶν νὰ διαλέξῃ αὐτὴν νὰ γίνῃ μητέρα του; Εἶχε πολλὲς ἀρετές. Ἀλλὰ οἱ πιὸ μεγάλες ἀρετές της ἦταν δύο. Ἡ μία εἶνε ἡ ἁγνότης καὶ παρθενία· ἦταν κρίνο ἀμόλυντο, «καθαρωτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν», ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας (Παρακλ. καν.), πιὸ καθαρὴ κι ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου. Καὶ ἡ ἄλλη μεγάλη ἀρετή της ἦταν ἡ ταπείνωσις· ἦταν ταπεινή.
Σήμερα οἱ ἄνθρωποι εἶνε ὑπερήφανοι. Βλέπετε καὶ τὰ μικρὰ παιδάκια; Εἶνε ἀκόμα ἀπονήρευτα, παίζουν χαρούμενα καὶ ξένοιαστα, τὰ θεωροῦμε ἀγγελούδια. Βάλτε τα ὅμως στὴ γραμμή, δέκα – εἴκοσι – τριάντα παιδάκια, καὶ ρωτῆστε τα· Ποιό ἀπὸ σᾶς εἶνε τὸ καλύτερο παιδί;… Θὰ δῆτε, ὅτι κανένα δὲν θὰ δείξῃ κάποιο ἄλλο· τὸ καθένα θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του πιὸ καλὸ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὑπερηφανεύονται τὰ παιδιά, ὑπερηφανεύονται οἱ μεγάλοι καὶ μάλιστα οἱ ἄντρες. Ὑπερηφανεύονται ὅμως καὶ οἱ γυναῖκες. Ἄλλες γιὰ τὴν ὀμορφιά τους, ἄλλες γιὰ τὸν ἄντρα τους, ἄλλες γιὰ τὴν καταγωγή τους, ἄλλες γιὰ τὰ παιδιά τους.
Καὶ εἶνε μικρὴ ἁμαρτία ἡ ὑπερηφάνεια; Ἂν σᾶς ρωτήσῃ κανείς, ποιά εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία, τί θ᾽ ἀπαντήσετε; Σοβαρὲς ἁμαρτίες εἶνε ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ βλαστήμια, ἡ ψευδορκία, τὸ μῖσος, ἡ ἐκδίκησι…. Ἡ πιὸ μεγάλη ὅμως ἁμαρτία, λέει ἡ Ἐκκλησία μας, εἶνε ἡ ὑπερηφάνεια. Μεγάλο κακό. Αὐτὴ γκρέμισε τὸν πρῶτο ἄγγελο ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν ἔκανε διάβολο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἔλεγε· «Ὅταν ἰδοῦμέν τινα ταπεινόν, τὸν βλέπομεν ὡς ἄγγελον, μᾶς φαίνεται ν᾽ ἀνοίξωμεν τὴν καρδίαν μας νὰ τὸν βάλωμεν μέσα· καὶ ὅταν ἰδοῦμέν τινα ὑπερήφανον, τὸν βλέπομεν ὡς τὸν διάβολον, γυρίζομεν τὸ πρόσωπόν μας εἰς ἄλλο μέρος νὰ μὴ τὸν βλέπωμεν» (ἡμ. βιβλ., σελ. 116-7).
Εἶχε λοιπὸν ταπείνωσι καὶ ἁγνότητα ἡ Παναγία μας, καὶ ἔτσι τὴ διάλεξε ὁ Θεὸς νὰ γίνῃ ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό, ἐσεῖς γυναῖκες ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, προσπαθῆστε νὰ μιμηθῆτε τὴν Παναγία μας. Μιμηθῆτε την στὴν ταπείνωσι, μιμηθῆτε την καὶ στὴν ἁγνότητα. Ὅσες εἶστε κορίτσια, σ᾽ αὐτὴ τὴν κατηραμένη ἐποχὴ μείνετε κρίνα ἀμόλυντα, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Εἶνε μεγάλο πρᾶγμα νὰ κρατηθῇ τὸ κορίτσι ἁγνὸ ὅπως ἡ Παναγία. Ὅσες εἶστε παντρεμένες, κοιτάξτε νὰ φυλάξετε τὴν ὑπόσχεσι ποὺ δώσατε τὴν ἡμέρα τοῦ γάμου σας. Ἦρθε στὴ μητρόπολι κάποιος πολὺ πληγωμένος. Ἐργαζόταν στὴ Γερμανία. Μὲ κόπο ἔβγαζε τὰ μάρκα καὶ ἔστελνε ὅλο τὸν ἱδρῶτα του ἐδῶ στὴ γυναῖκα του. Ὅταν ὅμως γύρισε στὸ χωριό, ἄκουσε ἀπὸ πρόσωπα φιλικὰ καὶ ἔμπιστα, ὅτι ἡ γυναίκα του τὸν ἀπατοῦσε. Κόντεψε νὰ τρελλαθῇ. Τί νὰ κάνω, δέσποτα; ἔλεγε. Εἶδα κ᾽ ἔπαθα νὰ τὸν παρηγορήσω.
Δὲν ὑπάρχει, δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλη ἁμαρτία μέσα στὴν οἰκογένεια ἀπὸ τὴ συζυγικὴ ἀπιστία, τὴ μοιχεία! Προτιμότερο νὰ γκρεμίσῃς μία ἐκκλησία παρὰ νὰ διαλύσῃς ἕνα σπίτι. Αὐτὸ κάνουν οἱ ἀνδροχωρίστρες, αὐτὲς ποὺ μπαίνουν ἀνάμεσα στὰ ζευγάρια καὶ χωρίζουν ἀντρόγυνα. Ἄλλοτε στὸν ἅγιο τόπο μας διαζύγιο δὲν ὑπῆρχε· τώρα ὁ διάβολος ἄνοιξε «φάμπρικα». Δύο τέτοιες «φάμπρικες» ὑπάρχουν· μία αὐτὴ ποὺ μέρα – νύχτα σκοτώνει παιδιὰ στὰ ἰατρεῖα, μὲ τὶς ἐκτρώσεις ποὺ κάνουν ἀσυνείδητοι γιατροί, καὶ ἡ ἄλλη αὐτὴ ποὺ διαλύει οἰκογένειες στὰ δικαστήρια, μὲ τὰ διαζύγια ποὺ ὑποστηρίζουν φιλάργυροι δικηγόροι.
Γυναῖκες! Μπροστά σας νὰ ἔχετε ἕνα καθρέφτη, καὶ ὁ καθρέφτης αὐτὸς εἶνε ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Οἱ κοπέλλες νὰ εἶνε ἁγνὰ κρίνα ὅπως ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Οἱ παντρεμένες νὰ μένουν πιστὲς καὶ ἀφωσιωμένες στοὺς συζύγους τους· νὰ προτιμήσουν νὰ πεθάνουν καλύτερα παρὰ νὰ ἀτιμάσουν τὰ στεφάνια ποὺ τοὺς ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία.
* * *
Ἡ γυναίκα, ἀγαπητοί μου, ἔχει
μεγάλο ῥόλο καὶ σπουδαία ἀποστολὴ στὸν κόσμο. Ἡ γυναίκα ἢ χαλάει ἢ σῴζει
τὴν κοινωνία. Ἀπὸ τὴ γυναῖκα προέρχονται ὅλα τὰ καλὰ ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ
κακά. Θέλετε μία ἀπόδειξι;
Ἂν στὴ ῾Ρωσία σῴζεται σήμερα ἡ πίστι, αὐτὸ ὀφείλεται στὴ ῾Ρωσίδα γυναῖκα καὶ ἰδιαιτέρως τὴ γιαγιά. Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ ἄθεο κράτος, ὁ λαὸς παραδόξως πιστεύει. Ξέρετε πόσο πιστεύει; Περισσότερο ἀπὸ μᾶς. Ἂν παρατηρήσῃ κάποιος ἐδῶ ἐκείνους ποὺ μπαίνουν στὴν ἐκκλησία, σπανίως θὰ δῇ χριστιανὸ νὰ κάνῃ σωστὰ τὸ σταυρό του. Στὰ χωριὰ ποὺ πηγαίνω, παρατηρῶ ὅτι δὲν κάνουν σταυρὸ κανονικά. Πῆγαν λοιπὸν καὶ στὴ ῾Ρωσία, στὴ Μόσχα, Ἕλληνες δημοσιογράφοι. Ἦταν Κυριακὴ καὶ μπῆκαν στὴν ἐκκλησία, στὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Μόσχας. Τί παρατήρησαν· ἡ ἐκκλησία ἦταν γεμάτη, ἐπικρατοῦσε ὅμως ἄκρα ἡσυχία. Σὲ ὡρισμένες στιγμὲς ὅλοι ἔψαλλαν τὸ «Κύριε, ἐλέησον», εἶπαν τὸ «Πάτερ ἡμῶν…», τὸ «Πιστεύω…». Στὸ εὐαγγέλιο ἔσκυβαν τὰ κεφάλια τους, στὰ ἅγια προσκυνοῦσαν, οἱ γυναῖκες ἦταν ὅλες σκεπασμένες. Τί ἄλλο εἶδαν· πῶς ἔκαναν οἱ ῾Ρῶσοι τὸ σταυρό τους. Τὸν ἔκαναν ἀργὰ καὶ κανονικά, φέρνοντας τὸ χέρι ἀπὸ πάνω, κάτω, δεξιά, ἀριστερά. Συνεχῶς προσεύχονταν. Καὶ γεννᾶται ἕνα μεγάλο ἐρώτημα. Στὰ σχολεῖα θρησκευτικὰ δὲν διδάσκονταν, στὰ πανεπιστήμια θεολογικὲς σχολὲς δὲν ὑπῆρχαν, κηρύγματα καὶ κατηχητικὰ δὲν ἐπιτρέποντο· ποιός λοιπὸν κρατάει ἐκεῖ τὴ θρησκεία; Ἡ γυναίκα! Οἱ ῾Ρωσίδες, οἱ γιαγιάδες, οἱ ἅγιες αὐτὲς γυναῖκες. Ἔπιασαν οἱ δημοσιογράφοι ἕνα μικρὸ ῾Ρῶσο καὶ τὸν ρωτᾶνε· ―Πιστεύεις; ―Πιστεύω. ―Ποῦ πιστεύεις; ―Στὸ Χριστό, στὴν Παναγιά…. ―Ἀπὸ ποῦ τά ᾽μαθες αὐτά; τ᾽ ἄκουσες στὸ σχολειό, στὸ ῥάδιο, στὴν τηλεόρασι; ―Ὄχι. ―Ἀπὸ ποῦ λοιπόν; ―Ἀπὸ τὴ γιαγιά μου. Μὲ βάζει νὰ γονατίζω καὶ νὰ κάνω προσευχή….
Αὐτὰ στὴ ῾Ρωσία. Ἐμεῖς τί κάνουμε; Ἀσεβεῖς καὶ ἄπιστοι γίναμε. Δὲν εἶνε ντροπή μας; Ἀπὸ μᾶς πῆγε ὁ χριστιανισμὸς στὴ ῾Ρωσία, ἀπὸ μᾶς ἔγιναν οἱ ῾Ρῶσοι Χριστιανοί. Τώρα αὐτοὶ νὰ μᾶς διδάσκουν; Οἱ δημοσιογράφοι ποὺ βρέθηκαν στὴ Μόσχα ἔγραψαν κατόπιν στὴν ἐφημερίδα τους «Ντρεπόμεθα…».
Καὶ πράγματι ἡ λατρεία μας δὲν συγκρίνεται μὲ τὴ λατρεία ἐκείνη. Λείπει ἐδῶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Οὔτε τὸ σταυρό μας δὲν ξέρουμε νὰ κάνουμε. Δὲν εἴδαμε ποτὲ πρωθυπουργό, ὑπουργό, στρατηγὸ κ.τ.λ., ὅταν πηγαίνουν στὴ μητρόπολι τῶν Ἀθηνῶν γιὰ ἐπίσημη δοξολογία, νὰ κάνουν σωστὰ τὸ σταυρό τους· κάνουν μιὰ κίνησι σὰ νὰ παίζουν μαντολῖνο· ντρέπονται νὰ τὸν κάνουν σωστά. Εἴμαστε Χριστιανοί; Ἔγιναν ὅλα μόδα· μόδα τὰ παπούτσια, μόδα τὰ ροῦχα, μόδα τὰ μαλλιά, μόδα καὶ στὴν Ἐκκλησία; Αὐτὸ δὲν γίνεται· εἶνε ἀντίθετο μὲ τὴν ἱερὰ παράδοσί μας, παράδοσι αἰώνων.
Ὦ ῾Ρωσίδες γυναῖκες! μέσα στὸ καμίνι τῆς ἀθεΐας διδάξατε τὰ ἐγγόνια σας. Ἐδῶ τὰ παιδιὰ ἔμειναν πλέον ἀφρόντιστα, ἀκατήχητα. Δὲν ὑπάρχει μάνα, δὲν ὑπάρχει γιαγιά. Πῆγα σ᾽ ἕνα χωριὸ αὐτὲς τὶς μέρες. Ἦταν Κυριακὴ καὶ δὲν ὑπῆρχε παιδὶ νὰ κρατήσῃ τὴ λαμπάδα! Ποῦ εἶνε τὰ παιδιά; Εἶσαι μάνα – πατέρας; Φέρε τὸ παιδί σου στὴν ἐκκλησία. Θὰ πεθάνῃς, τὸ παιδὶ μπορεῖ νὰ ξεχάσῃ ὅλα τὰ ἄλλα, θὰ θυμᾶται ὅμως ὅτι τὸ ἔφερνες στὴν ἐκκλησία.
Ἂν στὴ ῾Ρωσία σῴζεται σήμερα ἡ πίστι, αὐτὸ ὀφείλεται στὴ ῾Ρωσίδα γυναῖκα καὶ ἰδιαιτέρως τὴ γιαγιά. Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ ἄθεο κράτος, ὁ λαὸς παραδόξως πιστεύει. Ξέρετε πόσο πιστεύει; Περισσότερο ἀπὸ μᾶς. Ἂν παρατηρήσῃ κάποιος ἐδῶ ἐκείνους ποὺ μπαίνουν στὴν ἐκκλησία, σπανίως θὰ δῇ χριστιανὸ νὰ κάνῃ σωστὰ τὸ σταυρό του. Στὰ χωριὰ ποὺ πηγαίνω, παρατηρῶ ὅτι δὲν κάνουν σταυρὸ κανονικά. Πῆγαν λοιπὸν καὶ στὴ ῾Ρωσία, στὴ Μόσχα, Ἕλληνες δημοσιογράφοι. Ἦταν Κυριακὴ καὶ μπῆκαν στὴν ἐκκλησία, στὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Μόσχας. Τί παρατήρησαν· ἡ ἐκκλησία ἦταν γεμάτη, ἐπικρατοῦσε ὅμως ἄκρα ἡσυχία. Σὲ ὡρισμένες στιγμὲς ὅλοι ἔψαλλαν τὸ «Κύριε, ἐλέησον», εἶπαν τὸ «Πάτερ ἡμῶν…», τὸ «Πιστεύω…». Στὸ εὐαγγέλιο ἔσκυβαν τὰ κεφάλια τους, στὰ ἅγια προσκυνοῦσαν, οἱ γυναῖκες ἦταν ὅλες σκεπασμένες. Τί ἄλλο εἶδαν· πῶς ἔκαναν οἱ ῾Ρῶσοι τὸ σταυρό τους. Τὸν ἔκαναν ἀργὰ καὶ κανονικά, φέρνοντας τὸ χέρι ἀπὸ πάνω, κάτω, δεξιά, ἀριστερά. Συνεχῶς προσεύχονταν. Καὶ γεννᾶται ἕνα μεγάλο ἐρώτημα. Στὰ σχολεῖα θρησκευτικὰ δὲν διδάσκονταν, στὰ πανεπιστήμια θεολογικὲς σχολὲς δὲν ὑπῆρχαν, κηρύγματα καὶ κατηχητικὰ δὲν ἐπιτρέποντο· ποιός λοιπὸν κρατάει ἐκεῖ τὴ θρησκεία; Ἡ γυναίκα! Οἱ ῾Ρωσίδες, οἱ γιαγιάδες, οἱ ἅγιες αὐτὲς γυναῖκες. Ἔπιασαν οἱ δημοσιογράφοι ἕνα μικρὸ ῾Ρῶσο καὶ τὸν ρωτᾶνε· ―Πιστεύεις; ―Πιστεύω. ―Ποῦ πιστεύεις; ―Στὸ Χριστό, στὴν Παναγιά…. ―Ἀπὸ ποῦ τά ᾽μαθες αὐτά; τ᾽ ἄκουσες στὸ σχολειό, στὸ ῥάδιο, στὴν τηλεόρασι; ―Ὄχι. ―Ἀπὸ ποῦ λοιπόν; ―Ἀπὸ τὴ γιαγιά μου. Μὲ βάζει νὰ γονατίζω καὶ νὰ κάνω προσευχή….
Αὐτὰ στὴ ῾Ρωσία. Ἐμεῖς τί κάνουμε; Ἀσεβεῖς καὶ ἄπιστοι γίναμε. Δὲν εἶνε ντροπή μας; Ἀπὸ μᾶς πῆγε ὁ χριστιανισμὸς στὴ ῾Ρωσία, ἀπὸ μᾶς ἔγιναν οἱ ῾Ρῶσοι Χριστιανοί. Τώρα αὐτοὶ νὰ μᾶς διδάσκουν; Οἱ δημοσιογράφοι ποὺ βρέθηκαν στὴ Μόσχα ἔγραψαν κατόπιν στὴν ἐφημερίδα τους «Ντρεπόμεθα…».
Καὶ πράγματι ἡ λατρεία μας δὲν συγκρίνεται μὲ τὴ λατρεία ἐκείνη. Λείπει ἐδῶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Οὔτε τὸ σταυρό μας δὲν ξέρουμε νὰ κάνουμε. Δὲν εἴδαμε ποτὲ πρωθυπουργό, ὑπουργό, στρατηγὸ κ.τ.λ., ὅταν πηγαίνουν στὴ μητρόπολι τῶν Ἀθηνῶν γιὰ ἐπίσημη δοξολογία, νὰ κάνουν σωστὰ τὸ σταυρό τους· κάνουν μιὰ κίνησι σὰ νὰ παίζουν μαντολῖνο· ντρέπονται νὰ τὸν κάνουν σωστά. Εἴμαστε Χριστιανοί; Ἔγιναν ὅλα μόδα· μόδα τὰ παπούτσια, μόδα τὰ ροῦχα, μόδα τὰ μαλλιά, μόδα καὶ στὴν Ἐκκλησία; Αὐτὸ δὲν γίνεται· εἶνε ἀντίθετο μὲ τὴν ἱερὰ παράδοσί μας, παράδοσι αἰώνων.
Ὦ ῾Ρωσίδες γυναῖκες! μέσα στὸ καμίνι τῆς ἀθεΐας διδάξατε τὰ ἐγγόνια σας. Ἐδῶ τὰ παιδιὰ ἔμειναν πλέον ἀφρόντιστα, ἀκατήχητα. Δὲν ὑπάρχει μάνα, δὲν ὑπάρχει γιαγιά. Πῆγα σ᾽ ἕνα χωριὸ αὐτὲς τὶς μέρες. Ἦταν Κυριακὴ καὶ δὲν ὑπῆρχε παιδὶ νὰ κρατήσῃ τὴ λαμπάδα! Ποῦ εἶνε τὰ παιδιά; Εἶσαι μάνα – πατέρας; Φέρε τὸ παιδί σου στὴν ἐκκλησία. Θὰ πεθάνῃς, τὸ παιδὶ μπορεῖ νὰ ξεχάσῃ ὅλα τὰ ἄλλα, θὰ θυμᾶται ὅμως ὅτι τὸ ἔφερνες στὴν ἐκκλησία.
* * *
Ἔχει, ἀγαπητοί μου, μεγάλο ῥόλο ἡ
γυναίκα ἂν σταθῇ σωστά. Μιὰ γυναίκα σεμνή, λιγόλογη, νοικοκυρά, ποὺ
γεννάει παιδιά, ἀγαπάει τὸν ἄντρα της, περιποιεῖται τὸ σπίτι της· μιὰ
γυναίκα ποὺ ὅταν χτυπάῃ ἡ καμπάνα δακρύζει, ἀνάβει τὸ καντήλι, παίρνει
τὸ θυμιατὸ καὶ θυμιατίζει τὸ σπίτι· μιὰ γυναῖκα ποὺ προσεύχεται,
ἐκκλησιάζεται, νηστεύει, ἐξομολογεῖται, κοινωνεῖ, εἶνε εὐλογία Θεοῦ,
εἶνε σὰν τὴν Παναγία, μιὰ μικρὴ Παναγία. Ἀντιθέτως μιὰ γυναίκα ποὺ δὲν
σέβεται τὸν ἑαυτό της, ντύνεται ἔξαλλα καὶ δείχνει τὶς σάρκες της, εἶνε
ἕνας δαίμονας ἐπὶ τῆς γῆς. Ὅση ζημιὰ κάνει μιὰ τέτοια γυναίκα, δὲν
κάνουν ἑκατὸ δαίμονες.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου Περδίκκα – Ἑορδαίας 5-8-1976)