Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

ΚΑΛΟΝ ΕΣΤΙΝ ΗΜΑΣ ΩΔΕ ΕΙΝΑΙ…

Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος (6 Αὐγούστου)
Δύο ὁμιλίες τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου (ἡ πρώτη εἶναι σὲ pdf)

1. «ΚΑΛΟΝ ΕΣΤΙΝ ΗΜΑΣ ΩΔΕ ΕΙΝΑΙ…»

 *  *  *

2. Η ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

«Αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. 17,5)

Fos antoliἊς ἀνεβοῦμε, ἀδελφοί μου, ἂς ἀνεβοῦμε κ᾿ ἐμεῖς σήμερα στὸ ὄρος Θαβώρ. Ὄχι σωματικῶς, ἀλλὰ ψυχικῶς· ἂς ἀνεβοῦμε νοερῶς, διὰ τῆς πίστεως. Καὶ τότε μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως θὰ δοῦμε τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Ὡραία εἶνε ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου· ἀλλὰ πιὸ ὡραῖα εἶνε ὅταν ἀνατέλλει στὸν κόσμο ὁ Χριστὸς καὶ φέγγει τὸ γλυκύ του φῶς. Ὡραῖα εἶ­νε τὰ ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ· ἀλλὰ πιὸ ὡραῖα εἶνε τὰ πνευματικὰ ἀστέρια. Καὶ σήμερα κον­τὰ στὸν πνευματικὸ ἥλιο, τὸ Χριστό, παρουσι­άστηκαν πέντε ἄστρα. Τρία ἄστρα εἶνε οἱ μαθηταί· ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης. Αὐτοὶ οἱ τρεῖς, ὅπως λένε οἱ πατέρες, ἐκπροσωποῦν τὴν στρατευομένη Ἐκκλησία. Τὰ ἄλ­λα δύο ἄστρα εἶνε ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, ποὺ εἶχαν φύγει πρὶν πολλὰ χρόνια ἀπὸ τὴ ζωή. Ἡ παρουσία τους ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ ἄν­θρωπος δὲν πεθαίνει. Ὁ Μωυσῆς εἶχε ζήσει 1.500 χρό­νια, ὁ δὲ Ἠλίας 850 χρόνια πρὸ Χριστοῦ. Καὶ ὅμως βλέπουμε σήμερα στὸ θαῦμα τῆς Μεταμορφώσεως νὰ συνομιλοῦν αὐτοὶ οἱ δύο μὲ τὸν Κύριο. Ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας ἐκ­προσωποῦν τὴν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία.

Στρατευομένη καὶ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία βρίσκεται ἐπάνω στὴν κορυφὴ τοῦ Θαβώρ. Ἐκεῖ, λέει τὸ εὐαγγέλιο, ἔλαμψε τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου «ὡς ὁ ἥλιος», καὶ τὰ «ἱμάτια αὐ­τοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς» (Ματθ. 17,2). Καὶ μέσα ἀπὸ τὴ νεφέλη τὴ φωτεινή, ποὺ τοὺς ἐπισκίασε, ἀκούστηκε κάποια γνώριμη φωνή. Ἡ φωνή, ποὺ κατὰ τὴ βάπτισι εἶχε ἀκουστῆ στὸν Ἰορδάνη ποταμό, ἐπαναλαμβάνεται τώρα στὸ Θαβώρ· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (ἔ.ἀ. 17,5). Εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ Πατρός.
Τί μᾶς συνιστᾷ ἡ φωνὴ αὐτὴ τοῦ Θεοῦ; Νὰ ἔχουμε τὰ αὐτιά μας ἀνοιχτὰ γιὰ νὰ ἀκοῦμε τὸν Χριστό. Διότι ὁ Χριστὸς εἶνε ὄχι ἁπλῶς ἄν­θρωπος, ἀλλὰ Θεός. Εἶνε τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος.
Ἐφ᾿ ὅσον λοιπὸν ὁ Χριστὸς εἶνε Θεός, πρώ­τη ὑποχρέωσί μας εἶνε νὰ τὸν προσκυνοῦμε. «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ». Δευτέρα δὲ καὶ σπουδαιοτέρα ὑποχρέωσί μας εἶνε νὰ ἐκ­τελοῦμε στὴ ζωή μας κατὰ γράμμα καὶ νὰ ἐ­φαρμόζουμε ὅλες τὶς ἐντολές του, μικρὲς καὶ μεγάλες.
Κλεῖστε πρὸς στιγμὴν τὰ μάτια σας καὶ φαν­ταστῆτε. Μπορεῖτε νὰ συλλάβετε, τί θὰ ἦταν αὐτὸς ὁ κόσμος, ἐὰν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στὴ γῆ ἐφάρμοζαν τὴν ἐντολὴ τοῦ οὐρανοῦ «Αὐτοῦ ἀκούετε» (ἔ.ἀ.); Πώ – πώ τί θὰ ἦταν αὐτὸς ὁ κόσμος· παράδεισος θὰ ἦταν!

* * *

«Αὐτοῦ ἀκούετε». Νὰ ἐκτελῆτε ὅ,τι λέει ὁ Χριστός. Ἐὰν γινόταν αὐτό, θὰ ἐκπληρωνόταν ἡ προφητεία ποὺ λέει· «Ἐὰν θελήσετε νὰ μ᾽ ἀκούσετε, θὰ φᾶτε τῆς γῆς τὰ ἀγαθά· ἐὰν ὅ­μως δὲν θελήσετε καὶ δὲν μ᾽ ἀκούσετε, μάχαιρα θὰ σᾶς καταφάῃ» (Ἠσ. 1,19). Ἐὰν ἀκούγαμε τὸ Χριστό, θὰ τρώγαμε, ὅπως λένε, μὲ χρυσᾶ κουτάλια. Τώρα, κόλασι ἔγινε ἡ γῆ. Καὶ ἔγινε κόλασι, γιατὶ στὴν ἐποχή μας οἱ ἄνθρωποι δὲν θέλουν ν᾽ ἀκούσουν τὸ Χριστό.
Μοῦ ἔλεγαν, ὅτι ὡρισμένοι ἀκοῦνε τὸ ῥαδι­όφωνο ὧρες ὁλόκληρες, ἀλλὰ ἂν καμμιὰ φο­ρὰ βάλῃ κανένα κήρυγμα, ἔστω καὶ μικρὸ καὶ σύντομο, ἀμέσως μὲ μανία τὸ κλείνουν. Δὲν θέλουν ν᾿ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, μισοῦν τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου. Μοιά­ζουν αὐ­τοί, ὅπως λέει ὁ ψαλμῳδός, μὲ κάποιο φαρμα­κερὸ φίδι ποὺ λέγεται ἀσπίς. Ὅταν ὁ ἐπαοιδός, ὁ μάγος, παίζῃ μουσική, ὅλα τὰ φίδια μαζεύονται κοντά του καὶ τιθασεύονται. Ἀρέσκονται στὸ τραγούδι τοῦ θηριοδαμαστοῦ τὰ φίδια· ἀλλὰ ἕνα φίδι δὲν ἀκούει καθόλου. Κλείνει τ᾿ αὐτιά του καὶ φεύγει μακριά. Αὐτὸ τὸ φίδι εἶνε ἡ ἀσπίς. «…Ὡσεὶ ἀσπίδος κωφῆς καὶ βυούσης τὰ ὦτα αὐτῆς» (Ψαλμ. 57,5). Ἀσπίδες εἶνε οἱ ἄνθρωποι αὐτοί. Μισοῦν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Βρισκόμαστε στὴν ἐποχή, ποὺ προφήτευσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Οἱ ἄνθρωποι, εἶπε, στοὺς ἐσχάτους καιροὺς θὰ κλείσουν τ᾿ αὐ­τιά τους μὲ βουλοκέρι, γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦνε τὴ φωνὴ τῆς ἀληθείας, τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, καὶ θ᾿ ἀνοίξουν τ᾿ αὐ­τιά τους στοὺς μύθους, στὴ φω­νὴ τοῦ διαβόλου (βλ. Β΄ Τιμ. 4,4). Τὸ πρωὶ δὲν ἔρχονται στὴν ἐκκλησία. Τὸ βράδι ὅμως, ἑκατομμύρια ἄν­θρωποι, ἀνοίγουν τὶς τηλεοράσεις καὶ τὰ ῥαδιόφωνα, γιὰ νὰ δοῦν καὶ ν᾿ ἀκούσουν ὅλες τὶς βλακεῖες, ὅλες τὶς ἀσχημίες, ὅλα τὰ ἄτοπα καὶ ἁμαρτωλὰ πράγματα.
Ἔχουν κλείσει λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι τ᾿ αὐτιά τους στὴ φωνή τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό. Μισοῦν καὶ καταδιώκουν τοὺς κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου· ἂν ἦταν δυνατόν, νὰ τοὺς ἐξον­τώσουν ὅλους, γιὰ νὰ μὴν ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὴ γῆ. Σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ζοῦμε, ἀγαπητοί μου.

* * *

«Αὐτοῦ ἀκούετε». Μᾶς ἔδωσε αὐτιὰ ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἀκοῦμε τὸ λόγο του καὶ νὰ τὸν ἐ­φαρμόζουμε. Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι στὴν ἐποχή μας ἔγιναν κουφοί, ἀδιάφοροι καὶ ἀναίσθητοι. Κλείνουν τ᾿ αὐτιά τους στὸ Θεό, καὶ τ᾿ ἀνοίγουν στὸν διάβολο.
Ἀλλὰ μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, τῆς ἀπιστίας καὶ διαφθορᾶς, ὑπάρχουν, ναί ὑπάρχουν, καὶ Χριστιανοὶ ποὺ ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Εἶ­νε ἄγνωστοι Χριστιανοί. Στὴν Ἀλβανία ἀχούρια ἔκαναν τὶς ἐκκλησιὲς οἱ ἄθεοι, καὶ ἔλυωναν τὶς καμπάνες, καὶ καταδίωκαν τοὺς Χριστιανούς· ἀλλὰ τὴ νύχτα οἱ πιστοὶ κατέβαιναν στὰ ὑπόγεια καὶ προσκυνοῦσαν τὶς εἰκόνες, καὶ τὴν Κυριακὴ ἄνοιγαν τὰ ῥαδιόφωνα ν᾿ ἀ­κούσουν τὴ θεία λειτουργία, καὶ ἔκλαιγαν.
Τώ­ρα ἐμεῖς γίναμε ἀναίσθητοι. Καὶ ἂν ἐκκλη­σιαζώμαστε, τυπικὰ καὶ ἀδιάφορα ἐκκλησιαζόμαστε· χωρὶς αἴσθημα, χωρὶς συγκίνησι, χω­­­ρὶς ἀγάπη καὶ λατρεία πρὸς τὸ Θεό. Ἐνῷ στὶς χῶρες ὅπου καταδιώκεται ὁ χριστιανισμός, ὅ­σοι πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία, πηγαίνουν πρα­γματικὰ γιὰ τὸ Θεό. Θὰ ἔρθουν ὅμως χρό­νια καὶ σ᾿ ἐ­μᾶς, ποὺ δὲν θὰ μποροῦμε νὰ πᾶμε στὴν ἐκ­κλησία. Θὰ τιμωρηθοῦμε, γιατὶ περιφρονήσαμε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ.
Τώρα δὲν μᾶς στοιχίζει τίποτε ὁ Χριστός. Διασκέδασι· πᾶμε στὰ πανηγύρια, ἀνεβαίνουμε στὸ βουνό, παίρνουμε καθαρὸ ἀέρα, ἀ­γναν­τεύουμε τὰ πελάγη. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀκίνδυνος χριστιανισμός. Ἀλλὰ ἔρχονται ἡμέρες, ποὺ τὸ νὰ εἶνε κανεὶς Χριστιανὸς θὰ στοιχίζῃ πάρα πολύ· καὶ τότε θὰ φανοῦν οἱ πραγματικοὶ Χριστιανοί.

* * *

«Αὐτοῦ ἀκούετε». Ποιός λοιπὸν ἔχει αὐτὶ γιὰ ν᾿ ἀκούσῃ; Ἕνας ποὺ εἶνε κουφός, ὅ,τι μουσικὴ καὶ νὰ τοῦ παίξῃς, Μπετόβεν νὰ παί­ξῃς, δὲν καταλαβαίνει καὶ δὲν αἰσθάνεται τίποτε. Ὅπως λοιπὸν ὁ κουφὸς δὲν εἶνε εἰς θέσιν ν᾿ ἀκούσῃ καὶ νὰ καταλάβῃ τίποτε κι ἀπὸ τὴν πιὸ ὡραία μουσικὴ κι ἀπὸ τὸ καλύτερο βιολί, ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἶνε κουφοὶ καὶ ἀδιάφοροι καὶ ἀναίσθητοι.
«Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 11,28). Ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι; Ὑπάρ­χουν. Καὶ ἄντρες καὶ γυναῖκες, καὶ παιδιὰ καὶ γέροι, καὶ ἀγράμματοι καὶ ἐγγράμματοι καὶ ἐ­πιστήμονες. Λίγοι εἶνε, ὅμως ὑπάρχουν. Ἀλλὰ ἡ μικρὴ αὐτὴ ἡ μειοψηφία δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἀπογοητεύῃ.
Θὰ ἔρθῃ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία μὲ βρον­τὲς καὶ ἀστραπὲς θ᾿ ἀνοίξουν τ᾿ αὐτιὰ τῆς ἀν­θρωπότητος. Ὅταν θὰ πέφτουν κεραυνοὶ κι ἀστροπελέκια, θ᾿ ἀνοίξουν τ᾿ αὐτιά· τότε ὅ­μως θὰ εἶνε ἀργά. Τώρα δὲν ἀκοῦνε, ὅπως δὲν ἄκουγαν καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Νῶε. Κανείς δὲν ἄκουγε τὸ Νῶε. Τὸν κορόϊδευαν. Ὅταν ὅμως ἄνοιξαν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ καὶ πλημμύρησε ἡ γῆ, τότε ἄνοιξαν τὰ μάτια τους καὶ τ᾿ αὐτιά τους· ἀλλὰ ἦταν ἀργά. Θ᾿ ἀ­νοίξουν λοιπὸν τ᾿ αὐτιὰ τῆς ἀνθρωπότητος ὅ­ταν θ᾿ ἀκούσουν τὶς βροντὲς καὶ τὶς ἀστρα­πὲς καὶ τὴ φοβερὴ καταστροφὴ τοῦ κόσμου, τότε ποὺ θὰ λαλήσῃ ὁ Θεός. Ἀλλὰ τί τὸ ὄφελος; Τότε δὲν θὰ ἔχῃ καμμία ἀξία.
Σήμερα λοιπόν, ποὺ ἑορτάζουμε τὴ Μεταμόρφωσι τοῦ Σωτῆρος, ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεό, ν᾿ ἀνοίξη τ᾿ αὐτιὰ τῆς ἀνθρωπότητος, ν᾿ ἀνοίξῃ τ᾿ αὐτιά μας, γιὰ νὰ ἀκούσουμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, νὰ τὰ ἐφαρμόσουμε μικροὶ καὶ μεγάλοι. Κι ὅταν τὰ ἐφαρμόσουμε, τότε θὰ εἴμαστε ἄξιοι μακαρισμοῦ. Γιατὶ εἶπε ὁ Κύριος «Μακάριοι», καλότυχοι, – ποιοί; Ὄχι οἱ πλούσιοι, ἀλλὰ «οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28).
Εἴθε μεταξὺ τῶν ἐκλεκτῶν τῆς εὐλογημένης αὐτῆς μερίδος, ἐκείνων ποὺ ἀκοῦνε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐφαρμόζουν, νὰ εἶστε κ᾿ ἐσεῖς ὅλοι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ ἀ­κοῦτε καὶ διαβάζετε τὰ λόγια αὐτά.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ὑψώματος 1020 Φλωρίνης τὴν 6-8-1977.