ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ Α΄ΟΙΚΟΥΜ. ΣΥΝΟΔΟΥ[:Πράξ. 20, 16-17 καὶ 20, 28-38]
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Ἔκρινε γὰρ ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν Ἔφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα
(:πλεύσαμε κατευθεῖαν στὴ Μίλητο, διότι ὁ Παῦλος ἀποφάσισε νὰ παρακάμψει μὲ τὸ πλοῖο τὴν Ἔφεσο καὶ νὰ μὴν ἀποβιβαστεῖ σὲ αὐτήν, γιὰ νὰ μὴν τοῦ συμβεῖ νὰ ἀργοπορήσει στὴν Ἀσία· διότι βιαζόταν νὰ εἶναι στὰ Ἱεροσόλυμα, ἐὰν τοῦ ἦταν δυνατό, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς)» [Πράξ.20,17]. Ὥστε καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ μένει. Πρόσεχε αὐτὸν ποὺ κινεῖται καὶ ἀπὸ ἀνθρώπινα κίνητρα καὶ ἐπιθυμεῖ καὶ βιάζεται καὶ πολλὲς φορὲς δὲν τὸ κατορθώνει. Γι᾿ αὐτὸ γίνονται αὐτά, γιὰ νὰ μὴ νομίσουμε ὅτι ἦταν πάνω ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση· διότι οἱ ἅγιοι καὶ μεγάλοι ἐκεῖνοι ἄντρες εἶχαν μὲν τὴν ἴδια φύση μὲ ἐμᾶς, ὄχι ὅμως καὶ τὴν ἴδια προαίρεση, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπολάμβαναν σὲ μεγάλο βαθμό τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.Πρόσεχε λοιπὸν πόσα καὶ ἀπὸ μόνοι τους ρυθμίζουν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: «Mηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν (:καὶ τώρα σᾶς ἀπευθύνουμε αὐτὰ τὰ παρακλητικὰ λόγια, χωρὶς νὰ δίνουμε ἀφορμὴ σκανδάλου σὲ τίποτε)» [Β' Κορ. 6,3] καὶ πάλι· «ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία (:γιὰ νὰ μὴν κατηγορηθεῖ στὸ ἐλάχιστο ἡ διακονία τοῦ κηρύγματος)» [Β' Κορ. 6,3]. Νὰ καὶ τρόπος ζωῆς ἄμεμπτος καὶ μεγάλη συγκατάβαση. Αὐτὸ ὀνομάζεται οἰκονομία, τὸ νὰ βρίσκεται κανεὶς στὸ ἀκρότατο σημεῖο καὶ ὕψος τῆς ἀρετῆς καὶ νὰ κατεβαίνει στὸ τελευταῖο σημεῖο τῆς ταπεινοφροσύνης.
Καὶ παραδέξου πὼς ἐκεῖνος ποὺ ξεπερνοῦσε ὅλους στὸ νὰ ὑλοποιεῖ τὰ παραγγέλματα τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς πάλι ἦταν ὁ πιὸ ταπεινὸς ἀπὸ ὅλους. «Tοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω (: σὲ ὅλους ἔχω γίνει τὰ πάντα καὶ ἔδειξα συγκατάβαση δὲ ὅλους τοὺς χαρακτῆρες, ὥστε μὲ κάθε τρόπο ἀνένοχα νὰ σώσω μερικούς)» [Α' Κορ. 9,22]. Ὁ ἴδιος καὶ σὲ κινδύνους ἔριξε τὸν ἑαυτό του, καθὼς σὲ ἄλλο σημεῖο λέει: «ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλή, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς (:ἀλλὰ ἀντίθετα, μὲ κάθε τρόπο συστήνουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἀποδεικνυόμαστε ἀληθινοὶ διάκονοι τοῦ Θεοῦ· μὲ ὑπομονὴ πολλή, μὲ θλίψεις, μὲ ἀνάγκες, μὲ στενοχώριες, μὲ δαρμοὺς καὶ μαστιγώσεις ποὺ πληγώνουν τὸ σῶμα μας, μὲ φυλακίσεις)» [Β' Κορ. 6,4-5]. Καὶ ἦταν μεγάλος ὁ πόθος του γιὰ τὸν Χριστό· διότι ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτό, ὅλα εἶναι περιττὰ καί τὰ τῆς οἰκονομίας, καὶ τοῦ ἐνάρετου τρόπου ζωῆς καὶ τοῦ ριψοκίνδυνου πνεύματος. «Τίς ἀσθενεῖ (:ποιός ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἀσθενεῖ σωματικὰ ἢ πνευματικά)», λέει,«καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; (:καὶ δὲν ἀσθενῶ καὶ ἐγὼ μαζί του; Ποιός σκοντάφτει καὶ πέφτει στὴν ἁμαρτία καὶ δὲν καίγομαι καὶ ἐγὼ στὸ καμίνι τῆς θλίψεως καὶ τῆς ντροπῆς;)» [Β' Κορ. 11,29].
Αὐτὰ τὰ λόγια, παρακαλῶ, ἂς μιμούμαστε καὶ ἐμεῖς, καὶ ἂς ριψοκινδυνεύουμε γιὰ χάρη τῶν ἀδερφῶν μας. Καὶ ἂν ἀκόμα εἶναι φωτιὰ καὶ ἂν ἀκόμα εἶναι σίδηρος, ρίψου, ἀγαπητέ, γιὰ νὰ σώσεις τὸ μέλος σου· ρίψου, μὴ φοβηθεῖς. Μαθητὴς εἶσαι τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος θυσίασε τὴν ψυχή Του γιὰ τοὺς ἀδελφούς Του· συμμαθητὴς εἶσαι τοῦ Παύλου, ποὺ προτίμησε νὰ πάθει κακὰ γιὰ τοὺς ἐχθρούς, γιὰ ἐκείνους ποὺ πολεμοῦσαν γι᾿ αὐτόν· γέμισε ἀπὸ ζῆλο, μιμήσου τὸν Μωυσῆ. Εἶδε ἀδικούμενο καὶ τὸν ὑπερασπίστηκε, περιφρόνησε τὴ βασιλικὴ ἀπολαυστικὴ ζωή, καὶ ἔγινε γιὰ χάρη τῶν καταπονεμένων φυγάς, περιπλανώμενος καὶ στερήθηκε τοὺς συγγενεῖς καὶ τὸ σπίτι του· πέρασε τόσο χρόνο ζῶντας σὲ ξένη χώρα, καὶ οὔτε μέμφθηκε τὸν ἑαυτό του, οὔτε εἶπε: «γιατί γίνεται αὐτό; Περιφρόνησα τὴν βασιλεία τόση τιμὴ καὶ δόξα· προτίμησα νὰ φροντίσω τοὺς ἀδικουμένους καὶ μὲ παρέβλεψε ὁ Θεός, καὶ ὄχι μόνο δὲν μὲ ἐπανέφερε στὴν προηγούμενη τιμή, ἀλλὰ καὶ σαράντα χρόνια ζῶ σὲ ξένη χώρα. Πολὺ καλὰ λοιπόν· διότι δὲν ἀπόλαυσα τοὺς μισθούς». Ὅμως τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶπε οὔτε σκέφτηκε.
Ἔτσι καὶ ἐσύ· καὶ ἂν ἀκόμα πάθεις κάποιο κακὸ ἐνῶ κάνεις τὸ καλό, καὶ ἂν ἀκόμα γιὰ πολὺ χρόνο τὸ ὑφίστασαι, μὴν σκανδαλίζεσαι, οὔτε νὰ ἀνησυχεῖς· ὁπωσδήποτε θὰ σοῦ ἀνταποδώσει ὁ Θεὸς τὴν ἀμοιβή. Ὅσο περισσότερο καθυστερεῖ ἡ ἀπόδοση, τόσο περισσότερο αὐξάνονται οἱ τόκοι. Λοιπὸν ἂς ἔχουμε ψυχὴ συμπαθητική, ἂς ἔχουμε νοῦ ποὺ νὰ γνωρίζει νὰ συμπάσχει· ἂς μὴν ὑπάρχει τίποτα τὸ σκληρό σε ἐμᾶς, τίποτε τὸ ἀπάνθρωπο. Καὶ ἂν ἀκόμα τίποτα δὲν μπορέσεις νὰ προσφέρεις, δάκρυσε, πόνεσε, στέναξε γι᾿ αὐτὰ ποὺ γίνονται· οὔτε αὐτὰ θὰ σοῦ εἶναι ἄχρηστα. Ἐὰν πρέπει νὰ πονᾶμε μαζὶ μὲ ἐκείνους ποὺ τιμωροῦνται δίκαια ἀπὸ τὸν Θεό, πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ γίνεται αὐτὸ πρὸς ἐκείνους ποὺ ὑφίστανται ἄδικα κακὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
«Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς Ἔφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας (:ἀπὸ τὴ Μίλητο λοιπὸν ἔστειλε ἀνθρώπους στὴν Ἔφεσο καὶ κάλεσε τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἔλθουν νὰ τὸν συναντήσουν). ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν Ἀσίαν, πῶς μεθ᾿ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην (:κι ὅταν ἦλθαν κοντά του, τοὺς εἶπε: "Ἐσεῖς γνωρίζετε καλὰ πῶς συμπεριφέρθηκα ἀπέναντί σας ὅλο τὸ χρονικὸ διάστημα τῆς ἐδῶ παραμονῆς μου ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ποὺ πάτησα τὸ πόδι μου στὴν Ἀσία")» [Πράξ.20.16-17].
Πρόσεχε αὐτὸν ποὺ καὶ βιάζεται νὰ τοὺς προσπεράσει καὶ δὲν τοὺς παραβλέπει, ἀλλὰ τὰ τακτοποιεῖ ὅλα ὅπως πρέπει. Ἀφοῦ ἔστειλε ἀνθρώπους καὶ προσκάλεσε τοὺς προϊσταμένους τῆς ἐκκλησίας, ἀπευθύνει πρὸς αὐτοὺς τὰ ὅσα ἔχουν λεχθεῖ. Καὶ εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ πώς, ἐνῶ χρειάστηκε νὰ πεῖ μερικὰ σπουδαῖα πράγματα γιὰ τὸν ἑαυτό του, προσπαθεῖ νὰ φανεῖ μετριόφρονας. Διότι, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Σαμουήλ, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ παραδώσει τὴν ἐξουσία στὸν Σαούλ, λέγει πρὸς αὐτούς: «Μάρτυς Κύριος ἐν ὑμῖν καὶ μάρτυς χριστὸς αὐτοῦ σήμερον ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὅτι οὐχ εὑρήκατε ἐν χειρὶ μου οὐδέν (:εἶναι μάρτυρας ἐνώπιόν σας ὁ Κύριος καὶ χρισμένος ἀπὸ Αὐτὸν βασιλιᾶς Σαοὺλ τὴν ἡμέρα αὐτή, ὅτι τίποτε τὸ ἄδικο δὲν βρήκατε στὴ ζωή μου καὶ στὰ χέρια μου)» [Α΄βασ. 12,5]· καὶ ὁ Δαβίδ, ποὺ δὲν ἔγινε πιστευτός, λέγει: «Ποιμαίνων ἦν ὁ δοῦλός σου τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἐν τῷ ποιμνίῳ, καὶ ὅταν ἤρχετο ὁ λέων καὶ ἡ ἄρκος καὶ ἐλάμβανε πρόβατον ἐκ τῆς ἀγέλης, καὶ ἐξεπορευόμην ὀπίσω αὐτοῦ καὶ ἐπάταξα αὐτὸν (:βρισκόμουν στὸ ποίμνιό μου ἐγὼ ὁ δοῦλος Σου, βόσκοντας τὰ πρόβατα τοῦ πατέρα μου ὅταν ἦρθε ἡ ἀρκούδα καὶ τὸ λιοντάρι τὸ ὁποῖο ἀπομάκρυνα μὲ τὰ χέρια μου)» [Α΄ Βασ. 17,34-35] καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος λέγει πρὸς τοὺς Κορινθίους: «Γέγονα ἄφρων καυχώμενος! ὑμεῖς μὲ ἠναγκάσατε (:ἔγινα ἀνόητος μὲ τίς καυχήσεις μου αὐτές! Ἀλλὰ ἐσεῖς μὲ ἀναγκάσατε νὰ γίνω)»[Β΄ Κορ. 12,11]. Καὶ ὁ Θεὸς τὸ ἴδιο κάνει· δὲν ὁμιλεῖ χωρὶς λόγο γιὰ τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ ὅταν ὑπάρχουν ἀμφιβολίες, τότε ἀναφέρει καὶ τίς εὐεργεσίες Του.
Πρόσεχε λοιπὸν καὶ ἐδῶ τί κάνει· παρουσιάζει τὴ μαρτυρία αὐτῶν, γιὰ νὰ μὴ νομίσεις σὰν καύχηση τὰ λόγια, καὶ γιὰ τὰ ὅσα λέγει καλεῖ μάρτυρες τοὺς ἴδιους τοὺς ἀκροατές, διότι δὲν θὰ ἔλεγε ψέματα μπροστά τους. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρετὴ τοῦ δασκάλου, ὅταν ἔχει μάρτυρες τῶν κατορθωμάτων του τοὺς μαθητές.
Καὶ τὸ ἀξιοθαύμαστο εἶναι ὅτι δὲν συνέχισε νὰ τὸ κάνει αὐτό, οὔτε μία ἡμέρα οὔτε δύο, ἀλλὰ πλῆθος ἐτῶν· διότι λέγει: «Ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν Ἀσίαν, πῶς μεθ᾿ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην (:ἐσεῖς γνωρίζετε καλὰ πῶς συμπεριφέρθηκα ἀπέναντί σας ὅλο τὸ χρονικὸ διάστημα τῆς ἐδῶ παραμονῆς μου ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα ποὺ πάτησα τὸ πόδι μου στὴν Ἀσία)» [Πράξ.20,18]. Θέλει λοιπὸν νὰ παρηγορήσει αὐτούς, ὥστε νὰ τὰ ὑπομένουν ὅλα γενναῖα, καὶ τὸν χωρισμὸ αὐτοῦ καὶ τίς δοκιμασίες ποὺ πρόκειται νὰ συμβοῦν, ὅπως ἀκριβῶς δηλαδὴ συνέβῃ καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Μωυσῆ καὶ τοῦ Ἰησοῦ.
«Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος (:προσέχετε λοιπὸν τὸν ἑαυτό σας, πῶς θὰ συμπεριφέρεστε καὶ τί θὰ διδάσκετε. Προσέχετε καὶ ὅλο τὸ πνευματικό σας ποίμνιο, στὸ ὁποῖο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σᾶς τοποθέτησε ἐπισκόπους γιὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἔσωσε καὶ κατέστησε κτῆμα Του μὲ τὸ δικὸ Του αἷμα)» [Πράξ. 20,28].
Βλέπεις; Δύο ἐντολὲς ἔδωσε. Οὔτε δηλαδὴ παρέχει κάποια ὠφέλεια τὸ νὰ ὁδηγεῖ κανεὶς σὲ πνευματικὴ προκοπὴ μόνο ἄλλους - διότι λέει: «ἀλλ᾿ ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι (:ἀλλὰ ταλαιπωρῶ τὸ σῶμα μου καὶ τὸ ὑποβάλλω σὲ σκληρὴ πειθαρχία καὶ δουλεία γιὰ νὰ μὴν ἀποδοκιμαστῶ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀποδειχτῶ ἀνάξιος τοῦ βραβείου ἐγὼ ὁ ἴδιος ποὺ κήρυξα σὲ ἄλλους καὶ μὲ τὴ δική μου προτροπὴ καὶ διδασκαλία πῆραν αὐτοὶ τὸ βραβεῖο)» [Α' Κορ. 9,27]-, οὔτε τὸ ἂν φροντίζει μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του· διότι ὁ παρόμοιος ἄνθρωπος ἀγαπᾷ τὸν ἑαυτό του καὶ φροντίζει μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ εἶναι ὅμοιος μὲ ἐκεῖνον ποὺ παράχωσε τὸ τάλαντό του μέσα στὴν γῆ. Αὐτὰ τὰ λέει ὄχι ἐπειδὴ ἡ δική μας σωτηρία εἶναι προτιμότερη ἀπὸ τὴ σωτηρία τοῦ ποιμνίου· ἀλλὰ ἐπειδὴ ὅταν προσέχουμε τὸν ἑαυτό μας, ὠφελεῖται καὶ τὸ ποίμνιο.
«Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος (:προσέχετε λοιπὸν τὸν ἑαυτό σας, πῶς θὰ συμπεριφέρεστε καὶ τί θὰ διδάσκετε. Προσέχετε καὶ ὅλο τὸ πνευματικό σας ποίμνιο, στὸ ὁποῖο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σᾶς τοποθέτησε ἐπισκόπους γιὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἔσωσε καὶ κατέστησε κτῆμα Του μὲ τὸ δικὸ Του αἷμα)» [Πράξ. 20,28].
Πρόσεχε πόσες εἶναι οἱ ὑποχρεώσεις. «Ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα», λέει, «ἔχετε λάβει τὴν χειροτονία»· διότι αὐτὸ σημαίνει τὸ «ἔθετο»· αὐτὴ εἶναι μιὰ ὑποχρέωση. Ἔπειτα «γιὰ νὰ ποιμαίνετε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ»· νὰ καὶ ἡ δεύτερη. Καὶ ἡ τρίτη «τὴν ὁποία», λέει, «ὁ Κύριος ἔσωσε καὶ κατέστησε κτῆμα Του μὲ τὸ δικὸ Του αἷμα». Ἔπειτα ἀκολουθεῖ καὶ ἡ παρηγοριά· «ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος (:τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἔσωσε καὶ κατέστησε κτῆμα Του μὲ τὸ δικὸ Του αἷμα)» [Πράξ. 20,31]. Ἐὰν λοιπὸν τὴν ἀπέκτησε μὲ τὸ δικό Του αἷμα, ὁπωσδήποτε θὰ τὴν προστατεύσει.
Δείχνει μὲ αὐτὰ ποὺ εἶπε ὅτι εἶναι πολύτιμο τὸ πρᾶγμα καὶ ὅτι ὁ κίνδυνος δὲν εἶναι γιὰ μικρὰ πράγματα, ἐφόσον βέβαια ὁ Κύριος δὲν λυπήθηκε γιὰ χάρη τῆς ἐκκλησίας οὔτε καὶ τὸ δικό Του αἷμα, ἐνῶ ἐμεῖς περιφρονοῦμε τὴ σωτηρία τῶν ἀδελφῶν μας. Καὶ ἐκεῖνος μὲν γιὰ νὰ συμφιλιώσει ἐχθροὺς καὶ τὸ αἷμα Του ἔχυσε, ἐνῶ ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ τοὺς διατηρήσεις τέτοιους καὶ ἐνῶ ἔγιναν φίλοι.
«Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου (:προσέχετε, διότι ἐγὼ τὸ γνωρίζω, μετὰ τὴν ἀναχώρησή μου θὰ εἰσβάλουν ἀνάμεσά σας ψευδοδιδάσκαλοι καὶ πλάνοι σὰν ἄγριοι καὶ σκληροὶ λύκοι ποὺ θὰ διαρπάζουν ἀλύπητα τὸ ποίμνιο βλάπτοντας καὶ ἀφανίζοντας τίς ψυχὲς τῶν λογικῶν προβάτων)» [Πράξ. 20,29].
Πάλι ἀπὸ ἄλλη αἰτία κάνει αὐτοὺς νὰ αὐξήσουν τὴν προσοχὴ τους ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ πρόκειται νὰ συμβοῦν· ὅπως ἀκριβῶς ὅταν λέει σὲ ἄλλη του ἐπιστολή: «ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις (:διότι πραγματικὰ δὲν ἔχουμε νὰ παλέψουμε μὲ ἀντιπάλους ἴδιους μὲ ἐμᾶς, μὲ αἷμα καὶ σάρκα σὰν τὴ δική μας· ἀλλὰ ἡ πάλη καὶ ὁ πόλεμός μας εἶναι μὲ τίς ἀρχές, μὲ τίς ἐξουσίες, μὲ τὰ διαβολικὰ αὐτὰ τάγματα, μὲ τοὺς κοσμοκράτορες ποὺ ἐξουσιάζουν τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι βυθισμένοι στὸ ἠθικὸ σκοτάδι ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο αὐτό. Καλούμαστε νὰ παλέψουμε μὲ τὰ πνευματικὰ ὄντα ποὺ εἶναι γεμᾶτα πονηρία καὶ κατοικοῦν ἀνάμεσα στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό)» [Ἐφ. 6,12]. «Διότι θὰ εἰσχωρήσουν», λέει «μετὰ τὴν ἀναχώρησή μου μέσα σας λύκοι φοβεροί». Διπλὸ τὸ κακό: καὶ ὅτι αὐτὸς δὲν θὰ βρίσκεται ἐκεῖ καὶ ὅτι ἄλλοι θὰ κάνουν τὴν ἐπίθεσή τους. Γιατί λοιπὸν ἀναχωρεῖς ἐφόσον γνωρίζεις αὐτὸ ἀπὸ πρίν; «Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ σύρει», λέει.
Καὶ πρόσεχε δὲν εἶπε ἁπλῶς «λύκοι», ἀλλὰ πρόσθεσε «φοβεροί», ὑπονοῶντας τὴν ἀγριότητα αὐτῶν καὶ τὴ θρασύτητα· καὶ τὸ πιὸ φοβερὸ εἶναι πὼς λέει ὅτι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους θὰ ξεπηδήσουν αὐτοί, πρᾶγμα ποὺ εἶναι καὶ πάρα πολὺ φοβερὸ ὅταν καὶ ὁ πόλεμος εἶναι καὶ ἐμφύλιος. Καὶ πολὺ καλὰ εἶπε «προσέχετε», γιὰ νὰ δείξει ὅτι τὸ πρᾶγμα εἶναι πάρα πολὺ σοβαρό -διότι πρόκειται γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ-, καὶ ὅτι εἶναι μεγάλος ὁ κίνδυνος -διότι μὲ τὸ ἴδιο τὸ αἷμα Του ὁ Κύριος τὴ λύτρωσε-, καὶ ὅτι εἶναι μεγάλος ὁ πόλεμος καὶ διπλός.
Αὐτὰ λοιπὸν τὰ δήλωσε λέγοντας: «Καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν (:ἀκόμη κι ἀπό σᾶς τοὺς ἴδιους θὰ ἐμφανιστοῦν ἄνθρωποι ποὺ θὰ διδάσκουν διδασκαλίες οἱ ὁποῖες θὰ διαστρέφουν τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ ἀποσποῦν τοὺς μαθητὲς ἀπό τὸν εὐθὺ δρόμο τῆς ἀλήθειας, νὰ τοὺς παρασύρουν πίσω τους καὶ νὰ τοὺς κάνουν ὀπαδοὺς τους)» [Πράξ. 20,30].
Ἔπειτα λέγεται καὶ ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς ἐπικείμενης διαστροφῆς τῆς ἀλήθειας ἀπὸ κάποιους μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Παύλου: «Τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν (:γιὰ νὰ ἀποσποῦν τοὺς μαθητὲς ἀπό τὸν εὐθὺ δρόμο τῆς ἀλήθειας, νὰ τοὺς παρασύρουν πίσω τους καὶ νὰ τοὺς κάνουν ὀπαδοὺς τους)» [Πράξ.20,30]. Ὥστε γιὰ τίποτα ἄλλο δὲν δημιουργοῦνταν οἱ αἱρέσεις, παρὰ γι᾿ αὐτό.
Ἔπειτα, ἐπειδὴ τοὺς φόβισε πάρα πολὺ μὲ τὸ νὰ πεῖ τὴ φράση «λύκοι φοβεροί», καὶ ὅτι ἀπὸ ἐκείνους θὰ ἐμφανιστοῦν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ κηρύττουν διεστραμμένα τὴν ἀλήθεια, σὰν ἀκριβῶς ἀπὸ κάποιον νὰ ρωτήθηκε καὶ νὰ τοῦ εἶπε: «Πῶς λοιπόν; Καὶ ποιά θὰ εἶναι ἡ προφύλαξή μας;», προσθέτει καὶ λέει: «διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον (:γι᾿ αὐτὸ νὰ προσέχετε καὶ νὰ εἶστε ἄγρυπνοι, ἔχοντας ὡς παράδειγμα ἐμένα· καὶ νὰ θυμᾶστε ὅτι γιὰ μιὰ τριετία συνεχῶς νύχτα καὶ μέρα δὲν σταμάτησα νὰ νουθετῶ μὲ δάκρυα τὸν καθένα σας ξεχωριστά)» [Πράξ. 20,31].
Πρόσεχε πόσες ὑπερβολές· «μὲ δάκρυα», «νύχτα καὶ μέρα» καὶ «τὸν καθένα ξεχωριστά»· ὄχι βέβαια ὅτι τότε ἂν ἔβλεπε πολλούς τοὺς ἀπέφευγε, ἀλλὰ γνώριζε καὶ γιὰ μιὰ ψυχὴ νὰ κάνει τὰ πάντα. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δηλαδὴ τοὺς σφυρηλάτησε. Καὶ αὐτὸ ποὺ λέει σημαίνει τὸ ἑξῆς: «εἶναι ἀρκετὰ αὐτὰ ποὺ ἔγιναν ἀπὸ ἐμένα· τρία χρόνια ἔμεινα, πολὺ καλὰ στερεώθηκαν στὴν πίστη, πολὺ καλὰ ριζώθηκαν».
«Μὲ δάκρυα» λέει. Βλέπεις ὅτι γι᾿ αὐτὸ ἔχυνε τὰ δάκρυα; Αὐτὰ ἂς κάνουμε καὶ ἐμεῖς. Δὲν πονᾷ ὁ κακός· πόνεσε ἐσύ, ἴσως πονέσει καὶ ἐκεῖνος. Ὅπως ἀκριβῶς ὅταν ὁ ἀσθενής, δεῖ τὸν γιατρὸ νὰ τρώει φαγητό, παρακινεῖται καὶ αὐτὸς νὰ φάει, ἔτσι λοιπὸν θὰ συμβεῖ καὶ ἐδῶ· ἐὰν δεῖ ἐσένα νὰ θρηνεῖς, θὰ μαλακώσει, θὰ γίνει καλὸς ἄνθρωπος καὶ πρᾶος.
«Τὰ ἐν αὐτῇ συναντήσοντά μοι μὴ εἰδώς (:χωρὶς νὰ ξέρω τί θὰ μοῦ συμβεῖ ἐκεῖ)» [Πράξ.20,22], λέει. «Τί λοιπόν, γι᾿ αὐτὸ φεύγεις;». «Καθόλου, ἀλλὰ καὶ πάρα πολὺ καλὰ γνωρίζω ὅτι μὲ περιμένουν φυλακίσεις καὶ θλίψεις. Τὸ ὅτι λοιπὸν μὲ περιμένουν δοκιμασίες τὸ γνωρίζω, ποιὲς δοκιμασίες ὅμως δὲν τὸ γνωρίζω, πρᾶγμα ποὺ ἦταν φοβερότερο. Μὴ λοιπὸν νομίζετε ὅτι τὰ λέω αὐτὰ θρηνῶντας· δὲν θεωρῶ πολύτιμη τὴν ζωή μου». Γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τὴ σκέψη τους τὰ λέει αὐτά, καὶ νὰ τοὺς πείσει ὄχι μόνο νὰ μὴν ἀποφύγουν τίς θλίψεις, ἀλλὰ καὶ νὰ τίς ὑποφέρουν γενναῖα. Γι᾿ αὐτὸ ὀνομάζει τὸ πρᾶγμα «δρόμο» καὶ «διακονία»· γιὰ νὰ δείξει ἀπὸ τὸν δρόμο τὴν λαμπρότητα τοῦ πράγματος, καὶ ἀπὸ τὴν διακονία τὴν ὑποχρέωση ποὺ ἔχει. «Διάκονος», λέει, «εἶμαι· τίποτε παραπάνω δὲν ἔχω».
Ἀφοῦ τοὺς παρηγόρησε γιὰ τὰ κακοπαθήματα ποὺ ὑφίσταται, καὶ ἀφοῦ εἶπε ὅτι αὐτὰ τὰ ὑπομένει μὲ χαρά, καὶ ἔδειξε τὸν καρπὸ ἀπὸ αὐτά, τότε προσθέτει καὶ τὸ λυπηρό. Καὶ αὐτὸ τὸ κάνει γιὰ νὰ μὴν βυθίσει στὴν θλίψη τὴ σκέψη τους. Καὶ ποιό εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει; Τὸ «καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν (:ἀκόμη κι ἀπό σᾶς τοὺς ἴδιους θὰ ἐμφανιστοῦν ἄνθρωποι ποὺ θὰ διδάσκουν διδασκαλίες οἱ ὁποῖες θὰ διαστρέφουν τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ ἀποσποῦν τοὺς μαθητὲς ἀπό τὸν εὐθὺ δρόμο τῆς ἀλήθειας, νὰ τοὺς παρασύρουν πίσω τους καὶ νὰ τοὺς κάνουν ὀπαδοὺς τους)» [Πράξ. 20,30].
«Τί λοιπόν;», θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κάποιος, «Τόσο σπουδαῖο θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου, καὶ ἂν φύγεις, ἐμεῖς πεθαίνουμε;». «Δὲν ἐννοῶ αὐτό», λέει, «ἀλλὰ ἂν φύγω, αὐτὸ τὸ κάνει ἡ δική μου ἀπουσία», ἀλλὰ τί; «Ὅτι θὰ ξεσηκωθοῦν μερικοὶ ἐναντίον σας». Δὲν εἶπε «ἐξαιτίας τῆς ἀναχωρήσεώς μου», ἀλλὰ «μετὰ τὴν ἀναχώρησή μου», ἂν καὶ βέβαια αὐτὸ ἔχει γίνει σχεδόν· καὶ ἐὰν εἶχε γίνει, πολὺ περισσότερο θὰ συμβεῖ στὴ συνέχεια.
«Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν (: καὶ τώρα σᾶς ἐμπιστεύομαι, ἀδελφοί, στὸν Θεὸ καὶ στὸν λόγο ποὺ ἡ χάρη Του μᾶς ἀποκάλυψε. Αὐτὸς ὁ λόγος Του θὰ σᾶς προφυλάξει ἀπὸ κάθε πλάνη καὶ διαστροφή. Σᾶς ἐμπιστεύομαι στὸν Θεό, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ συνεχίσει τὴν οἰκοδομή σας καὶ νὰ σᾶς δώσει κληρονομιὰ τὸν οὐρανὸ μαζὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ προόδευσαν στὸν ἁγιασμὸ ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Ἰησοῦς Χριστός)» [Πράξ.20,32].
Ἐκεῖνο ἀκριβῶς ποὺ κάνει ἀποστέλλοντας ἐπιστολή, αὐτὸ κάνει καὶ συμβουλεύοντας· μετὰ ἀπὸ τὴ συμβουλὴ ποὺ δίνει τελειώνει τὸν λόγο μὲ εὐχή. Ἐπειδὴ δηλαδὴ φόβισε αὐτοὺς πάρα πολύ, λέγοντας ὅτι «λύκοι φοβεροὶ θὰ ἐμφανιστοῦν ἀνάμεσά σας» [Πράξ.20,29], γιὰ νὰ μὴν καταπλήξει τὴ διάνοιά τους καὶ τὴν καταστρέψει, πρόσεχε τὴν παρηγορία. «Καὶ τώρα», λέγει. Αὐτὸ τὸ εἶπε, γιὰ νὰ δείξει μὲ αὐτὸ ὅτι ὅπως ἀκριβῶς πάντοτε «σᾶς ἐμπιστεύομαι, ἀδελφοί, στὸν Θεὸ καὶ στὸ λόγο ποὺ ἡ χάρη Του μᾶς ἀποκάλυψε», δηλαδὴ στὴ χάρη Του. Καὶ πολὺ σωστὰ τὸ εἶπε αὐτό· διότι γνωρίζει ὅτι ἡ Χάρη σώζει. Συνέχεια τοὺς ὑπενθυμίζει τὴ Θεία Χάρη, κάνοντάς τους νὰ φροντίζουν περισσότερο σὰν ὀφειλέτες καὶ προτρέποντάς τους νὰ ἔχουν θάρρος.
«τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν (:ὁ ὁποῖος Θεὸς μπορεῖ νὰ συνεχίσει τὴν οἰκοδομή σας καὶ νὰ σᾶς δώσει κληρονομιὰ τὸν οὐρανὸ μαζὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ προόδευσαν στὸν ἁγιασμὸ ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Ἰησοῦς Χριστός)» [Πράξ.20,32]. Δὲν εἶπε «νὰ οἰκοδομήσει» ἀλλὰ «νὰ ἐποικοδομήσει», γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἤδη οἰκοδομήθηκαν. Ἔπειτα ὑπενθύμισε τὴ μέλλουσα ἐλπίδα, λέγοντας: «καὶ νὰ σᾶς δώσει κληρονομιὰ τὸν οὐρανὸ μαζὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ προόδευσαν στὸν ἁγιασμὸ ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Ἰησοῦς Χριστός».
Ἔπειτα πάλι ἀκολουθεῖ συμβουλή. Λέγει: «Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα (:ἀσήμι ἢ χρυσάφι ἢ ρουχισμό, τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐπιθύμησα)» [Πράξ.20,33]. Καταστρέφει τὴ ρίζα τῶν κακῶν, τὴ φιλαργυρία. «Χρήματα», λέγει, «ἢ χρυσάφι». Δὲν εἶπε «δὲν ἔλαβα», ἀλλὰ «οὔτε κἂν ἐπιθύμησα». Δὲν εἶναι ἀκόμα αὐτὸ σπουδαῖο, ἐκεῖνο ὅμως ποὺ λέγει στὴ συνέχεια εἶναι πολὺ σπουδαῖο.
«Αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται (:ἐσεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε ὅτι γιὰ τίς ἀνάγκες τίς δικές μου καὶ γιὰ τίς ἀνάγκες ἐκείνων ποὺ ἦταν μαζί μου ὑπηρέτησαν τὰ ροζιασμένα αὐτὰ χέρια). Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων (:μὲ κάθε τρόπο σᾶς ἔδωσα τὸ παράδειγμα ὅτι πρέπει νὰ ἐργάζεστε ἔτσι σκληρὰ γιὰ νὰ προλαβαίνετε κάθε σκανδαλισμὸ τῶν ἀδύναμων ἀδελφῶν, καὶ νὰ τοὺς βοηθᾶτε νὰ γίνουν δυνατοὶ πνευματικά)» [Πράξ.20,34-35]. Πρόσεχε αὐτὸν ποὺ κάνει χρήση τῆς ἐργασίας καὶ ὄχι ἁπλῶς ἐργάζεται, ἀλλὰ κοπιάζει. «Γιὰ τίς ἀνάγκες τίς δικές μου καὶ γιὰ τίς ἀνάγκες ἐκείνων ποὺ ἦταν μαζί μου ὑπηρέτησαν τὰ ροζιασμένα αὐτὰ χέρια»· αὐτὸ τὸ λέγει σὰν προτροπή, καὶ πρόσεχε πῶς τὸ λέγει μὲ τρόπο κατάλληλο· διότι δὲν εἶπε: «Νὰ γίνετε ἀνώτεροι χρημάτων», ἀλλὰ τί; «Νὰ βοηθᾶτε τοὺς ἀδύνατους». Ὄχι ἁπλῶς ὅλους, ἀλλὰ τοὺς ἀδύνατους.
«Μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν (:ἀλλὰ καὶ νὰ θυμᾶστε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ποὺ εἶχε πεῖ: "Εἶναι καλύτερο νὰ δίνει κανεὶς παρὰ νὰ παίρνει, ἀκόμη καὶ ὅταν δικαιοῦται νὰ πάρει. Αὐτὸ καθιστᾷ τὸν ἄνθρωπο περισσότερο εὐτυχῆ")». Γιὰ νὰ μὴ νομίσει κάποιος ὅτι λέχτηκε πρὸς ἐκείνους καὶ ὅτι δίνει τὸν ἑαυτό του σὰν παράδειγμα, πρᾶγμα ποὺ ἀλλοῦ λέγει «δίνοντας τὸν ἑαυτό μου παράδειγμα σὲ σᾶς» [Β΄ Θέσ. 3,8: «Οὐδὲ δωρεὰν ἄρτον ἐφάγομεν παρά τινος, ἀλλ᾿ ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, νύκτα καὶ ἡμέραν ἐργαζόμενοι, πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν (:οὔτε δεχθήκαμε ἀπὸ κανέναν νὰ μᾶς προσφέρει δωρεὰν τὰ μέσα τῆς διατροφῆς καὶ τῆς συντηρήσεώς μας, ἀλλὰ τὰ προμηθευθήκαμε μὲ κόπο καὶ μόχθο, καθὼς νύχτα καὶ ἡμέρα ἐργαζόμασταν γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνουμε κανέναν ἀπὸ σᾶς)»], πρόσθεσε τὴν ἀπόφαση τοῦ Χριστοῦ, λέγοντας: «Μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν (:εἶναι καλύτερο νὰ δίνει κανεὶς παρὰ νὰ παίρνει, ἀκόμη καὶ ὅταν δικαιοῦται νὰ πάρει. Αὐτὸ καθιστᾷ τὸν ἄνθρωπο περισσότερο εὐτυχῆ)».
«Καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο (:καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε μαζὶ μὲ ὅλους αὐτούς)» [Πράξ.20,36]. Προσευχήθηκε μὲ αὐτοὺς προτρέποντάς τους νὰ κάνουν τὸ ἴδιο, γιὰ νὰ δείξει αὐτὸ καὶ ἔμπρακτα. «Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, γονάτισε μαζὶ μὲ ὅλους καὶ προσευχήθηκε», ὄχι ἔτσι ἁπλά, ἀλλὰ μὲ πολλὴ κατάνυξη. Μεγάλη ἡ παρηγοριά· καὶ μὲ τὸ νὰ πεῖ: «σᾶς ἀφιερώνω στὸν Κύριο», παρηγορεῖ.
«Ἱκανὸς δὲ ἐγένετο κλαυθμὸς πάντων, καὶ ἐπιπεσόντες ἐπὶ τὸν τράχηλον τοῦ Παύλου κατεφίλουν αὐτόν, ὀδυνώμενοι μάλιστα ἐπὶ τῷ λόγῳ ᾧ εἰρήκει, ὅτι οἰκέτι μέλλουσι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ θεωρεῖν. προέπεμπον δὲ αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον (:τότε ὅλοι ξέσπασαν σὲ κλάματα καὶ ὀδυρμὸ μεγάλο, καὶ ἀφοῦ ἔπεσαν πάνω στὸν τράχηλο τοῦ Παύλου, τὸν φιλοῦσαν μὲ πολλὴ στοργή. Ἦταν τόσο θλιβερὸς ὁ χωρισμὸς αὐτός, καὶ εἶχαν ὅλοι μιὰ τέτοια ὀδύνη, προπαντὸς γι᾿ αὐτὸ ποὺ εἶχε πεῖ, πὼς δὲν θὰ ξανάβλεπαν πιὰ τὸ πρόσωπό του. Μετὰ ξεκίνησαν μαζί του καὶ τὸν ξεπροβόδισαν μέχρι τὸ πλοῖο)» [Πράξ.20,37-38].
Εἶπε προηγουμένως ὅτι «θὰ ἐμφανιστοῦν ἀνάμεσά σας λύκοι φοβεροί» [Πράξ.20,29], εἶπε ὅτι «ἐγὼ δὲν ἔχω καμιὰ εὐθύνη γιὰ ὅλους ἐσᾶς, ἐὰν συμβεῖ κανεὶς ἀπό σᾶς νὰ χαθεῖ» [Πράξ. 20,26]· καὶ τὰ δύο αὐτὰ ἦταν φοβερὰ καὶ ἱκανὰ νὰ τοὺς λυπήσουν, πολὺ περισσότερο ὅμως ἀπὸ ὅλα αὐτὸ τοὺς ἔκανε νὰ πονέσουν ὑπερβολικά, τὸ ὅτι ἄκουσαν ὅτι δὲν θὰ τὸν δοῦν πλέον καὶ αὐτὸ ἔκανε τὸν ἀγῶνα φοβερό. «Συνόδευαν αὐτόν», λέγει, «μέχρι τὸ πλοῖο». Τόσο πολὺ τὸν ἀγαποῦσαν, τέτοια ἦταν ἡ ψυχικὴ διάθεσή τους πρὸς αὐτόν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-acta apostolorum.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁμιλία ΜΔ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1984, τόμος 16Α, σελίδες 580-585, 592-595, 605-613 καὶ τόμος 16Β, ὁμιλία ΜΕ΄, σελίδες 6-11.
• Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 79, ὁμιλία ΜΔ΄, σελίδες 37-38,43-47, καὶ ὁμιλία ΜΕ΄, σελ. 52-54.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm