Παρασκευή 28 Ιουνίου 2024

ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΝ ΠΑΥΛΟΝ ΟΜΙΛΙΑ Β΄



ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΝ ΠΑΥΛΟΝ

ΟΜΙΛΙΑ Β΄

Τί τέλος πάντων εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ πόση εἶναι ἡ εὐγένεια τῆς δικῆς μας φύσης καὶ πόσο ἱκανὸ στὴν ἀρετὴ εἶναι αὐτὸ τὸ ὅν, μᾶς τὸ ἔδειξε περισσότερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους  ὁ Παῦλος. Καὶ τώρα σηκώνεται ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἔχει φτάσει καὶ μὲ καθαρὴ φωνὴ πρὸς ὅλους ἐκείνους ποὺ κατηγοροῦν τὴ φύση μας ἀπολογεῖται γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου, προτρέπει τὴν ἀρετή, κλείνει τὰ ἀναίσχυντα στόματα τῶν βλάσφημων καὶ ἀποδεικνύει ὅτι δὲν εἶναι μεγάλη ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στοὺς ἀγγέλους καὶ στοὺς ἀνθρώπους ἂν θέλουμε νὰ προσέχουμε τὸν ἑαυτό μας· γιατί χωρὶς νὰ ἔχει ἄλλη φύση, οὔτε νὰ ἔχει λάβει ἄλλη ψυχή, οὔτε νὰ κατοικήσει σὲ ἄλλο κόσμο, ἀλλὰ ἂν καὶ ἀνατράφηκε στὴν ἴδια γῆ καὶ τόπο μὲ τοὺς ἴδιους νόμους καὶ συνήθειες ξεπέρασε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἀπὸ τότε ποὺ ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι.

Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ λένε ὅτι εἶναι δύσκολο πρᾶγμα ἡ ἀρετὴ καὶ εὔκολο ἡ κακία; Γιατί ὁ Παῦλος τοὺς ἀντικρούει λέγοντας: «Τὸ γὰρ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως ἡμῶν καθ᾿ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ἡμῖν (:καὶ ξανανιώνει ἡ ψυχή μας, διότι οἱ θλίψεις μας, πολὺ γρήγορα περνοῦν καὶ εἶναι γι᾿ αὐτὸ ἐλαφρές, ἑτοιμάζουν σὲ ὑπερβολικὰ μεγάλο βαθμὸ αἰώνιο βάρος δόξα σὲ ἐμᾶς)» [Β΄ Κορ. 4,17], ἐὰν ὅμως τέτοιες θλίψεις περνοῦν εὔκολα, πολὺ περισσότερο οἱ φυσικὲς ἡδονές. Καὶ δὲν εἶναι μόνο αὐτὸ τὸ ἀξιοθαύμαστό του, ὅτι δηλαδὴ ἀπὸ πολλὴ προθυμία δὲν αἰσθανόταν τοὺς κόπους του γιὰ τὴν ἀρετή, ἀλλὰ ὅτι ἀσκοῦσε αὐτὴν χωρὶς ἀμοιβή.

Ἐμεῖς βέβαια δὲν ὑπομένουμε κόπους γιὰ αὐτήν, ἂν καὶ ὑπάρχουν ἀμοιβές. Ἐκεῖνος ὅμως καὶ χωρὶς τὰ ἔπαθλα τὴν ἐπιζητοῦσε καὶ τὴν ἀγαποῦσε, καὶ ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦνταν ὅτι εἶναι ἐμπόδιά της τὰ ξεπερνοῦσε μὲ κάθε εὐκολία. Καὶ δὲν ἐπικαλέστηκε οὔτε τὴν ἀδυναμία τοῦ σώματος, οὔτε τίς δύσκολες περιστάσεις, οὔτε τὴν τυραννίδα τῆς φύσης, οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἄν καὶ εἶχε ἀναλάβει μεγαλύτερη φροντίδα ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς καὶ ὅλους τοὺς ἄρχοντες τῆς γῆς, ἀλλὰ ὅμως κάθε μέρα ἦταν ἀκμαῖος, καὶ ἐνῶ οἱ κίνδυνοί του ἐπαυξάνονταν, διέθετε νεανικὴ προθυμία. Γιὰ νὰ δείξει αὐτὸ ἀκριβῶς ἔλεγε: «Ἓν δέ, τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος κατὰ σκοπὸν διώκω ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ (:ἐνῶ ὅμως ἐγὼ γνωρίζω νὰ ὑποφέρω τὴ στέρηση, ἐσεῖς κάνατε πράξη καλὴ καὶ ἀξιέπαινη ποὺ μοῦ συμπαρασταθήκατε καὶ γίνατε συμμέτοχοι στὴ θλίψη μου)» [Φιλιπ. 3,14]. Καὶ ἐνῶ περίμενε τὸν θάνατο, καλοῦσε σὲ συμμετοχὴ σὲ αὐτὴ λέγοντας: «Τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ ὑμεῖς χαίρετε καὶ συγχαίρετέ μοι (:ἀκριβῶς λοιπὸν τὸ ἴδιο νὰ κάνετε καὶ ἐσεῖς. Μὴ λυπᾶστε καθόλου. Ἀλλὰ νὰ χαίρεστε γιὰ τὴν πίστη σας, καὶ νὰ χαίρεστε μαζί μου γιὰ τὸ μαρτύριό μου)» [Φιλιπ. 2,18].

Καὶ ἐνῶ τὸν ἀπειλοῦσαν οἱ κίνδυνοι καὶ οἱ προσβολὲς καὶ κάθε ἀτιμία, πάλι σκιρτοῦσε· καὶ ὅταν ἔγραφε τὴν ἐπιστολὴ στοὺς Κορινθίους ἔλεγε:  «Διὸ εὐδοκῶ ἐν ἀσθενείαις, ἐν ὕβρεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν διωγμοῖς, ἐν στενοχωρίαις, ὑπὲρ Χριστοῦ· ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατὸς εἰμι (:γι᾿ αὐτὸ εὐφραίνομαι στὶς ἀσθένειες, στοὺς χλευασμούς, στὶς ἀνάγκες, στοὺς διωγμούς, στὶς στεναχώριες, ὅταν τὰ ὑποφέρω ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὅταν μὲ τίς θλίψεις καὶ τίς περιπέτειες φαίνομαι ἐξαιρετικὰ ἀσθενής, τότε εἶμαι δυνατός· διότι τότε μοῦ δίνει ὁ Θεὸς περισσότερη χάρη)» [Β΄ Κορ.12,10]. Καὶ τὰ ὀνόμασε αὐτὰ ὅπλα τῆς δικαιοσύνης, ἀποδεικνύοντας ὅτι καὶ ἀπὸ αὐτὰ εἶχε πολὺ μεγάλες ὠφέλειες καὶ ἀπὸ παντοῦ ἦταν ἀκατάβλητος στοὺς ἐχθρούς του.

Καὶ ἐνῶ παντοῦ τὸν βασάνιζαν, τὸν περιφρονοῦσαν, τὸν κακολογοῦσαν σὰν νὰ βάδιζε σὲ θριάμβους καὶ νὰ ἔστηνε σταθερὰ τρόπαια σὲ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς γῆς,  ἔτσι ὑπερηφανευόταν καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ λέγοντας: «Τῷ δὲ Θεῷ χάρις τῷ πάντοτε θριαμβεύοντι ἡμᾶς ἐν τῷ Χριστῷ καὶ τὴν ὀσμὴν τῆς γνώσεως αὐτοῦ φανεροῦντι δι᾿ ἡμῶν ἐν παντὶ τόπῳ (:ὀφείλουμε λοιπὸν εὐχαριστία στὸν Θεό, ὁ ὁποῖος νικῶντας καὶ θριαμβεύοντας περιφέρει καὶ ἐμᾶς πάντοτε στὸν θρίαμβό Του, ὡς διακόνους τῆς νίκης ποὺ συντελεῖ γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὸ εὐαγγέλιό Του. Ὁ Θεὸς κατὰ τὴν θριαμβευτικὴ αὐτὴ πορεία Του φανερώνει μέσα ἀπὸ ἐμᾶς τὴν εὐωδία τῆς γνώσεώς Του σὲ κάθε τόπο)» [Β΄ Κορ. 2,14].

Καὶ τὴν κακοποίηση καὶ τὴν προσβολὴ καὶ τὸ κήρυγμα ἐπιζητοῦσε πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἐμεῖς τὴν τιμή, καὶ τὸν θάνατο ἀπὸ ὅσο ἐμεῖς τὴν ζωή, καὶ τὴ φτώχεια ἀπὸ ὅσο ἐμεῖς τὸν πλοῦτο, καὶ τοὺς κόπους ἀπὸ ὅσο ἄλλοι τίς ἀνέσεις, καὶ ὄχι ἁπλὰ περισσότερο ἀλλὰ πολὺ περισσότερο, καὶ τὴ λύπη πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἄλλοι τὴ χαρά, καὶ τὸ νὰ εὔχεται γιὰ τοὺς ἐχθροὺς περισσότερο ἀπὸ ὅσο τοὺς καταριοῦνται οἱ ἄλλοι. Καὶ ἀνέτρεψε τὴν τάξη τῶν πραγμάτων, ἢ καλύτερα ἐμεῖς τὴν ἀνατρέψαμε, ἐκεῖνος ὅμως, ὅπως τὴν νομοθέτησε ὁ Θεός, ἔτσι τὴν φύλασσε γιατί ὅλα αὐτὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὴ φύση, ἐκεῖνα ὅμως ἀντίθετα. Ποιά εἶναι ἡ ἀπόδειξη; Τὸ ὅτι ὁ Παῦλος ἂν καὶ ἦταν ἄνθρωπος, ἀκολουθοῦσε περισσότερο αὐτὰ παρὰ ἐκεῖνα.

Ἕνα μόνο πρᾶγμα ἦταν φοβερὸ γι᾿ αὐτὸν καὶ τὸ ἀπόφευγε, τὸ νὰ ἀντιμάχεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ τίποτα ἄλλο. Ὅπως βέβαια τίποτα ἄλλο δὲν τοῦ ἦταν ποθητό, ὅσο τὸ νὰ ἀρέσει στὸν Θεό. Καὶ δὲν λέω τίποτα ἀπὸ τὰ παρόντα, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπὸ τὰ μέλλοντα. Καὶ μὴ μοῦ πεῖς τίς πόλεις καὶ τὰ ἔθνη καὶ τοὺς βασιλεῖς καὶ τὰ στρατόπεδα καὶ τὰ χρήματα καὶ τίς σατραπεῖες καὶ τίς δυναστεῖες· οὔτε ἱστὸ ἀράχνης δὲν τὰ θεωροῦσε αὐτά. Ἀλλὰ σκέψου αὐτὰ ποὺ ὑπῆρχαν στοὺς οὐρανοὺς καὶ τότε θὰ καταλάβεις τὴν σφοδρὴ ἀγάπη ποὺ εἶχε γιὰ τὸν Χριστό· γιατί ὁ Παῦλος γι᾿ αὐτὴν τὴν ἀγάπη δὲν θαύμασε οὔτε τὴν ἀξία τῶν ἀγγέλων, οὔτε τῶν ἀρχαγγέλων, οὔτε τίποτα ἄλλο παρόμοιο.

Εἶχε μέσα του τὸ πιὸ μεγάλο ἀπὸ ὅλα, τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸ θεωροῦσε τὸν  ἑαυτό του τὸν πιὸ εὐτυχισμένο ἀπὸ ὅλους. Καὶ χωρὶς αὐτὸ δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ γίνει ἕνας ἀπὸ τίς Κυριότητες καὶ τίς Ἀρχὲς καὶ τίς Ἐξουσίες [:ὀνομασίες ἀγγελικῶν ταγμάτων], ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὴν ἀγάπη αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ ἐπιθυμοῦσε νὰ εἶναι περισσότερο ἀνάμεσα στοὺς τελευταίους καὶ τοὺς κολασμένους, παρὰ χωρὶς αὐτὴ ἀνάμεσα στοὺς πρώτους καὶ τιμημένους·  γιατί κόλαση γι᾿ αὐτὸν ἦταν μία: τὸ νὰ χάσει τὴν ἀγάπη αὐτήν. Αὐτὸ ἦταν γιὰ τὸν Παῦλο γέενα, αὐτὸ τιμωρία, αὐτὸ ἄπειρα κακά· ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἀπόλυση τὸ νὰ πετύχει αὐτὴν τὴν ἀγάπη. Αὐτὸ ἦταν ἡ ζωή του, αὐτὸς ὁ κόσμος του, αὐτὸς ὁ ἄγγελός του, αὐτὸ τὰ παρόντα, αὐτὸ τὰ μέλλοντα, αὐτὸ τὰ βασίλεια, αὐτὸ ἡ ὑπόσχεση, αὐτὸ ἄπειρα ἀγαθά. Καὶ κάτι ἄλλο ποὺ δὲν ὁδηγοῦσε ἐδῶ δὲν τὸ θεωροῦσε οὔτε δυσάρεστο, οὔτε εὐχάριστο. Ἔτσι ὅμως περιφρονοῦσε ὅλα τὰ ὁρατά, ὅπως τὸ σάπιο χόρτο. Καὶ οἱ τύραννοι καὶ οἱ πόλεις ποὺ ἄφριζαν ἀπὸ θυμὸ φαίνονταν νὰ εἶναι κουνούπια, ἐνῶ ὁ θάνατος καὶ οἱ τιμωρίες καὶ τὰ πάρα πολλὰ βασανιστήρια τοῦ φαίνονταν νὰ εἶναι παιδικὰ παιχνίδια. Ἀλλὰ βέβαια τὰ ὑπόφερε γιὰ τὸν Χριστό.

Γιατί τότε τὰ δεχόταν μὲ χαρὰ αὐτὰ καὶ στὰ δεσμὰ του ἔτσι ὑπερηφανευόταν ὅπως δὲν θὰ ὑπερηφανευόταν ὁ Νέρωνας ὅταν εἶχε στὸ κεφάλι του τὸ βασιλικὸ διάδημα. Καὶ ἔμενε στὴ φυλακὴ σὰν νὰ ἦταν ὁ οὐρανὸς καὶ δεχόταν τὰ χτυπήματα καὶ τίς μαστιγώσεις πιὸ εὐχάριστα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἁρπάζουν τὰ βραβεῖα. Καὶ τοὺς πόνους ἀγαποῦσε ὄχι λιγότερο ἀπὸ τὰ ἔπαθλα θεωρῶντας ὅτι εἶναι ἔπαθλο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς ὀνόμαζε χάρη. Πρόσεχε ὅμως. Ἔπαθλο ἦταν τὸ νὰ πεθάνει καὶ νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, τὸ νὰ παραμείνει ὅμως στὴ ζωὴ ἦταν αὐτὸς ὁ ἀγῶνας. Ἀλλὰ ὅμως αὐτὸ προτιμᾷ περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνο καὶ λέει ὅτι εἶναι ἀναγκαιότερο. Τὸ νὰ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἦταν ἀγῶνας καὶ κόπος, ἢ καλύτερα περισσότερο ἀπὸ ἀγῶνα καὶ κόπο· τὸ νὰ παραμείνει μαζί Του ὅμως ἦταν ἔπαθλο. Αὐτὸ ὅμως προτιμᾷ περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνο γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ.

Ἀλλὰ θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ὅλα αὐτὰ ἦταν εὐχάριστα ἐφόσον γίνονταν γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ λοιπὸν λέω καὶ ἐγώ. Ἐκεῖνα δηλαδὴ ποὺ εἶναι γιὰ ἐμᾶς αἰτία λύπης, αὐτὰ προκαλοῦσαν σὲ ἐκεῖνον μεγάλη εὐχαρίστηση. Καὶ γιατί λέω τοὺς κινδύνους καὶ ὄχι τίς ἄλλες ταλαιπωρίες; Ἀφοῦ πραγματικὰ ἦταν σὲ διαρκῆ λύπη· γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: «Ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων φρόνιμοι ὄντες (:καὶ θὰ καυχηθῶ διότι μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση ἀνέχεστε τοὺς ἄφρονες καὶ ἀνόητους, ἐνῶ εἶστε συνετοί)» [Β΄ Κορ.11,19]. Ἀλλὰ ὅμως καὶ τὴ λύπη θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι τὴν εἶχε σὰν εὐχαρίστηση· γιατί πολλοὶ καὶ ὅταν χάσουν τὰ παιδιά τους καὶ τοὺς ἐπιτρέπεται νὰ θρηνοῦν, παρηγοροῦνται· ὅταν ὅμως ἐμποδίζονται, στεναχωριοῦνται. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ Παῦλος κλαίγοντας νύχτα καὶ μέρα, παρηγοροῦνταν· γιατί κανένας δὲν πένθησε ἔτσι τὰ δικά του κακά, ὅπως ἐκεῖνος τὰ ξένα.

Πῶς λοιπὸν θεωρεῖς ὅτι συμπεριφέρεται ἀφοῦ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν σώζονται, γιὰ νὰ σωθοῦν αὐτοί, ὅταν εὔχεται νὰ ἐκπέσει αὐτὸς ἀπὸ τὴν οὐράνια δόξα; Ἑπομένως εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ νὰ μὴ σωθοῦν αὐτοὶ εἶναι πολὺ χειρότερο γι᾿ αὐτόν· γιατί ἐὰν δὲν ἦταν χειρότερο, δὲν θὰ εὐχόταν ἐκεῖνο: «Ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα (:καὶ θὰ εὐχόμουν ἐγώ, ποὺ τίποτε δὲν θὰ μποροῦσε νά μὲ χωρίσει ἀπὸ τὸν Χριστό, νὰ χωριστῶ ἀπὸ Αὐτὸν γιὰ πάντα, ἐὰν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει αὐτό, γιὰ χάρη τῶν ἀδελφῶν μου Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι εἶναι συγγενεῖς μου ἀπὸ σαρκικὴ καταγωγή)» [Ρωμ.9,3]. Ἀφοῦ τὸ προτίμησε σὰν ἐλαφρότερο καὶ ποὺ ἔχει μεγαλύτερη παρηγοριά. Καὶ ὄχι ἁπλῶς ἤθελε ἀλλὰ φώναζε λέγοντας: «ὅτι λύπη μοὶ ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου (:σᾶς διαβεβαιώνω λοιπὸν ὅτι μεγάλη λύπη ὑπάρχει μέσα μου καὶ πόνος συνεχὴς καὶ ἀδιάκοπος στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μου γιὰ τὴν ἀπιστία τῶν ὁμοεθνῶν μου Ἰουδαίων)» [Ρωμ. 9,2]

Αὐτὸν λοιπὸν ποὺ ὑπόφερε καθημερινά, σχεδὸν γιὰ ὅλους τοὺς κατοίκους τῆς οἰκουμένης, καὶ γιὰ ὅλους μαζὶ καὶ γιὰ τὰ ἔθνη, καὶ γιὰ τίς πόλεις καὶ γιὰ τὸν καθένα ξεχωριστά, μὲ ποιόν θὰ μπορέσει νὰ τὸν συγκρίνει κανείς; Μὲ ποιό σίδηρο; Μὲ ποιό διαμάντι; Τί θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκαλέσει κανεὶς τὴν ψυχὴ ἐκείνου χρυσὴ ἢ ἀδαμάντινη; Γιατί ἦταν σκληρότερη ἀπὸ κάθε ἀπὸ κάθε διαμάντι καὶ πολυτιμότερη ἀπὸ τὸ διαμάντι καὶ τίς πολύτιμες πέτρες. Θὰ ξεπεράσει λοιπὸν τὴν ἀντοχὴ τοῦ διαμαντιοῦ καὶ τὴν ἀξία τοῦ χρυσοῦ. Μὲ ποιό λοιπὸν στοιχεῖο θὰ μποροῦσε νὰ τὴ συγκρίνει κανείς; Μὲ κανένα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν· ἂν ὅμως ὁ χρυσὸς μποροῦσε νὰ γίνει διαμάντι καὶ τὸ διαμάντι χρυσός, τότε κάπως θὰ μπορέσει νὰ τὴ συγκρίνει μὲ τὴν  εἰκόνα τους.

Ἀλλὰ γιατί νὰ τὴν συγκρίνω μὲ διαμάντι καὶ χρυσό; Σύγκρινε ὅλο τὸν κόσμο καὶ τότε θὰ δεῖς ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ Παύλου ἔχει περισσότερη ἀξία· γιατί ἀφοῦ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ διακρίθηκαν φορῶντας δέρματα ζώων καὶ ζῶντας σὲ σπήλαια τῆς γῆς καὶ σὲ τρῦπες λέει ὁ Παῦλος αὐτό: «ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς (:ὁλόκληρος ὁ κόσμος δὲν ἄξιζε ὅσο οἱ ἅγιοι αὐτοὶ ἄνδρες, καὶ οὔτε μποροῦσε νὰ συγκριθεῖ μὲ αὐτούς. Περιπλανιόνταν σὲ ἐρημιὲς καὶ σὲ βουνά, σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ τρῦπες τῆς γῆς)» [Ἑβρ.11,38], πολὺ περισσότερο θὰ μπορούσαμε ἐμεῖς  νὰ ποῦμε αὐτὸ γι᾿ αὐτόν, ἐπειδὴ πραγματικὰ ἦταν πιὸ ἄξιος ἀπὸ ὅλους. Ἐὰν λοιπὸν ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἰσάξιος τοῦ Παύλου, ποιός θὰ ἦταν ἰσάξιός του; Μήπως ὁ οὐρανός; Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ εἶναι μικρό· γιατί ἀφοῦ αὐτὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἀπὸ τὰ εὑρισκόμενα στὸν οὐρανὸ προτίμησε τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου πολὺ περισσότερο ὁ Κύριος ποὺ εἶναι τόσο ἀγαθότερος ἀπὸ αὐτόν, ὅσο ἡ ἀγαθότητα ἀπὸ τὴν πονηρία, θὰ τὸν προτιμήσει αὐτὸν ἀπὸ ἄπειρους οὐρανούς·  γιατί δὲν μᾶς ἀγαπᾷ μὲ παρόμοιο τρόπο ποὺ ἐμεῖς Τὸν ἀγαπᾶμε, ἀλλὰ τόσο περισσότερο, ὥστε οὔτε μὲ λόγια εἶναι δυνατὸ νὰ τὸ παραστήσουμε.

Πρόσεχε λοιπὸν γιὰ πόσα τὸν θεώρησε ἄξιο καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ μέλλουσα ἀνάσταση. Στὸν παράδεισο τὸν ἅρπαξε στὸν τρίτο οὐρανὸ τὸν ἀνέβασε, τοῦ φανέρωσε τέτοια ἀπόρρητα ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται σὲ κανένα ἄνθρωπο νὰ πεῖ. Καὶ πολὺ σωστά· γιατί ἐνῶ βάδιζε στὴ γῆ, σὰν νὰ περιπολοῦσε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, ἔτσι ἔκανε τὰ πάντα, καὶ ἐνῶ εἶχε θνητὸ σῶμα, παρουσίαζε τὴν καθαρότητα τῶν ἀγγέλων, καὶ ἐνῶ ὑπέκειτο σὲ τόσες ἀνάγκες, προσπαθοῦσε νὰ μὴν φανεῖ κατώτερος ἀπὸ τίς οὐράνιες δυνάμεις· γιατί πραγματικὰ σὰν ἀετὸς διέσχισε τὴν οἰκουμένη καὶ σὰν ἀσώματος περιφρονοῦσε τοὺς πόνους καὶ τοὺς κινδύνους, καὶ σὰν νὰ κέρδισε ἤδη τὸν οὐρανὸ περιφρονοῦσε ἤδη τὰ γήινα, καὶ σὰν νὰ συναναστρεφόταν μαζὶ μὲ αὐτὲς τίς ἀσώματες δυνάμεις, ἔτσι ἦταν σὲ διαρκῆ ἐγρήγορση.

Βέβαια πολλὲς φορὲς ἄγγελοι ἀνέλαβαν νὰ προστατεύουν διάφορα ἔθνη, ὅμως κανένας ἀπὸ αὐτοὺς τὸ ἔθνος ποὺ τοῦ παραδόθηκε δὲν τὸ φρόντισε ἔτσι, ὅπως ὁ Παῦλος ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Καὶ μήν μοῦ πεῖς ὅτι ὁ Παῦλος δὲν ἦταν αὐτὸς ποὺ τὰ ἔκανε, καθόσον καὶ ἐγὼ τὸ ὁμολογῶ· γιατί καὶ ἂν δὲν ἦταν  αὐτὸς ποὺ τὰ ἐκτελοῦσε αὐτά, ἀλλὰ οὔτε ἦταν τόσο ἀνάξιος τῶν ἐπαίνων γι᾿ αὐτά, ἀφοῦ ἑτοίμασε τὸν ἑαυτό του τόσο ἄξιο αὐτῆς τῆς μεγάλης χάρης. Ὁ Μιχαὴλ ἀνέλαβε τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων: «Καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀναστήσεται Μιχαὴλ ὁ ἄρχων ὁ μέγας, ὁ ἑστηκὼς ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τοῦ λαοῦ σου· καὶ ἔσται καιρὸς θλίψεως, θλῖψις οἵα οὐ γέγονεν ἀφ᾿ οὗ γεγένηται ἔθνος ἐν τῇ γῇ ἕως τοῦ καιροῦ ἐκείνου· καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ σωθήσεται ὁ λαός σου, πᾶς ὁ γεγραμμένος ἐν τῇ βίβλῳ (:κατὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο θὰ ἐγερθεῖ ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος στέκεται προστάτης τῶν υἱῶν τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ σου. Θὰ εἶναι τότε περίοδος θλίψεως, μεγάλης θλίψεως, ὅμοια τῆς ὁποίας δὲν ἔγινε ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ποὺ ὑπῆρξαν ἄνθρωποι καὶ ἔθνη ἐπὶ τῆς γῆς, ἕως τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Κατὰ τὴν περίοδο ὅμως τῆς μεγάλης αὐτῆς θλίψεως θὰ σωθοῦν ἀπὸ τὸν λαό σου αὐτοὶ ποὺ εἶναι γραμμένοι στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς)» [Δαν. 12,1]· ἐπίσης: «Καὶ ὁ ἄρχων βασιλείας Περσῶν εἱστήκει ἐξ ἐναντίας μου εἴκοσι καὶ μίαν ἡμέραν, καὶ ἰδοὺ Μιχαὴλ εἷς τῶν ἀρχόντων τῶν πρώτων ἦλθε βοηθῆσαὶ μοι, καὶ αὐτὸν κατέλιπον ἐκεῖ μετὰ τοῦ ἄρχοντος βασιλείας Περσῶν (:ὁ ἄγγελος, ὁ ἄρχων- κατ᾿ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ- τοῦ βασιλείου τῶν Περσῶν, εἶχε σταθεῖ ἀπέναντί μου καὶ γιὰ εἴκοσι μία ἡμέρες μὲ ἐμπόδιζε. Καὶ ἰδοὺ ὁ Μιχαήλ, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἄρχοντες τοῦ οὐρανοῦ, ἦλθε νά μὲ βοηθήσει. Ἄφησα ἐγὼ αὐτὸν ἐκεῖ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν ἄρχοντα τοῦ βασιλείου τῶν Περσῶν)» [Δαν. 10,13] καὶ «ἀλλ᾿ ἢ ἀναγγελῶ σοι τὸ ἐντεταγμένον ἐν γραφῇ ἀληθείας, καὶ οὐκ ἔστιν εἷς ἀντεχόμενος μετ᾿ ἐμοῦ περὶ τούτων, ἀλλ᾿ ἢ Μιχαὴλ ὁ ἄρχων ὑμῶν (:ἦρθα λοιπὸν νὰ σοῦ ἀναγγείλω αὐτό, ποὺ εἶναι γραμμένο στὸ βιβλίο τῆς ἀληθείας: δὲν ὑπάρχει κανεὶς ἄλλος νά μὲ βοηθήσει στὶς ὑποθέσεις αὐτές, παρὰ μόνο ὁ ἄρχων τοῦ δικοῦ σας ἔθνους, ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ)» Δαν. 10,21], ὁ Παῦλος ὅμως τὴ γῆ καὶ τὸ κατοικούμενο μέρος καὶ τὸ ἀκατοίκητο.

Καὶ αὐτὰ δὲν τὰ λέω μὲ σκοπὸ νὰ προσβάλλω τοὺς ἀγγέλους -μακριὰ μιὰ τέτοια σκέψη-, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποδείξω ὅτι εἶναι δυνατὸ ἐνῶ εἶναι κανεὶς ἄνθρωπος, νὰ εἶναι μαζὶ μὲ ἐκείνους καὶ νὰ στέκεται κοντά τους. Καὶ γιὰ ποιό λόγο δὲν ἀνέλαβαν αὐτὰ οἱ ἄγγελοι; Γιὰ νὰ μὴν ἔχεις καμιὰ δικαιολογία ὅταν εἶσαι ἀδιάφορος, οὔτε νὰ καταφεύγεις στὴ διαφορά τῆς φύσης ὅταν παραμένεις ἄπρακτος. Ἄλλωστε καὶ τὸ θαῦμα γινόταν μεγαλύτερο. Πῶς λοιπὸν δὲν εἶναι θαυμαστὸ καὶ παράξενο, ὁ λόγος ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ ἀνθρώπινη γλῶσσα νὰ διώχνει τὸν θάνατο, νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες, νὰ διορθώνει τὴν ἀνάπηρη φύση καὶ νὰ κάνει οὐρανὸ τὴν γῆ;

Γι᾿ αὐτὸ ἐκπλήσσομαι μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὰ θαυμάζω τὴν προθυμία τοῦ Παύλου, ἐπειδὴ δέχτηκε τόση χάρη, ἐπειδὴ ἔκανε τέτοιο τὸν ἑαυτό του. Καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ μὴν θαυμάζετε μόνο, ἀλλὰ καὶ νὰ μιμεῖστε τὸ παράδειγμα αὐτὸ τῆς ἀρετῆς, γιατί ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ λάβουμε τὰ ἴδια μὲ ἐκεῖνον στεφάνια. Ἐὰν ὅμως ἀπορεῖς ἀκούγοντας ὅτι ἂν κατορθώσεις τὰ ἴδια, θὰ πετύχεις τὰ ἴδια μὲ τὸν Παῦλο, ἄκουσε αὐτὸν νὰ λέει τὰ ἑξῆς: «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ (:ἔχω ἀγωνιστεῖ τὸν καλὸ ἀγῶνα γιὰ τὴ διάδοση τοῦ εὐαγγελίου. Ἔχω φτάσει στὸ τέλος τοῦ δρόμου τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἐκπληρώσεως τῆς ἀποστολῆς μου. Ἔχω διαφυλάξει τὴν πίστη. Λοιπὸν τώρα πιὰ μὲ περιμένει τὸ στεφάνι ποὺ ἀνήκει ὡς βραβεῖο στὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀρετή. Τὸ στεφάνι αὐτὸ θά μοῦ τὸ δώσει ὡς ἀνταμοιβὴ ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἔνδοξη ἐκείνη ἡμέρα τῆς κρίσεως, ὁ δίκαιος κριτής. Θὰ τὸ δώσει μάλιστα ὄχι μόνο σὲ ἐμένα, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους ὅσους ἔχουν ἀγαπήσει καὶ μὲ πόθο περιμένουν τὴν ἔνδοξη ἐμφάνισή Του)» [Β΄ Τιμ.4,7-8].

Βλέπεις πὼς ὅλους τοὺς καλεῖ στὴν ἴδια κοινωνία; Ἐπειδὴ λοιπὸν ὑπάρχουν τὰ ἴδια γιὰ ὅλους, ἂς φροντίσουμε ὅλοι νὰ γίνουμε ἄξιοι τῶν ἀγαθῶν τὰ ὁποῖα μᾶς ἔχει ὑποσχεθεῖ. Καὶ ἂς μὴν δοῦμε μόνο τὸ μέγεθος καὶ τὴν ἔκταση τῶν κατορθωμάτων τοῦ Παύλου, ἀλλὰ καὶ τὸ πάθος τῆς προθυμίας, μὲ τὴν ὁποία ἀπέσπασε τόση χάρη καὶ τὴ συγγένεια τῆς κοινῆς μὲ ἐμᾶς ἀνθρώπινης φύσης, γιατί εἶχε ὅλα αὐτὰ κοινά με ἐμᾶς. Καὶ ἔτσι καὶ τὰ ὑπερβολικὰ δύσκολα θὰ μᾶς φανοῦν εὔκολα καὶ ἐλαφρά, καὶ ἀφοῦ κοπιάσουμε στὸν σύντομο αὐτὸ χρόνο, θὰ φορέσουμε τὸ ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο ἐκεῖνο στεφάνι, μέ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

 

ΠΗΓΕΣ:

•   https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/eclogae-ex-diversis-homiliis.pdf

•   Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ  ἔργα, Ὁμιλίες ἐγκωμιαστικέςΕἰς τὸν ἃγιον ἀπόστολον Παῦλον, ὁμιλία Β΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1983, τόμος 36, σελίδες 418-431

•   Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, Εἰς τὸν ἃγιον ἀπόστολον Παῦλον, ὁμιλία Β΄, τόμος 24, σελ. 52-58.

•   Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.

•   Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.

•   Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.

•   Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016

•   http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

__________________________________

Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»