1) Ο Ζητιάνος του Ντοστογιέφσκυ
Κάποτε, ο γνωστός συγγραφέας Ντοστογιέφσκυ βγήκε στον απογευματινό του περίπατο. Ενώ η ημέρα έφθανε στο σούρουπο ένας ζητιάνος άπλωσε το χέρι και ζητούσε βοήθεια.
Ο Ντοστογιέφσκυ ψάχνει τις τσέπες του να βρει κανένα κέρμα, αλλά δεν βρίσκει τίποτα. Ψάχνει το ρολόι του να το προσφέρει, αλλά και εκείνο το είχε ξεχασμένο στο σπίτι του.
Ο μεγάλος αυτός συγγραφέας κοκκίνισε λίγο στο πρόσωπο και πάνω στην αμηχανία του έσκυψε, φίλησε το χέρι του τυφλού και ψιθύρισε:
– Συγχώρα με, καλέ μου άνθρωπε, γιατί αυτή τη στιγμή δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω.
Και ο γέρο ζητιάνος απαντά:
– Ευχαριστώ πολύ. Το πήρα. Αυτό που μου έδωσες δεν μπορούσα να το βρώ αλλού. Το νόμισμα της καλοσύνης σπάνια το βρίσκω.
2) ο Ζητιάνος της οικουμενιστικής Εκκλησίας
Μια πραγματική περίπτωση που συμβαίνει σε πολλές εκκλησίες σήμερα:
,, Σε μια εκκλησία, τυχαίνει να έρχεται τακτικά ένας γέρος με άθλια ρούχα... Ο κόσμος, προφανώς, ντύνεται όμορφα στην εκκλησία, φοράει - ας πούμε - τα κυριακάτικά του... Ο γέρος, από την άλλη. , φαινόταν να μην ενδιαφέρεται Βρώμικα, σκονισμένα ρούχα, λεκιασμένα παντελόνια... Έτσι ο κόσμος άρχισε να ενοχλείται από αυτό το πράγμα και το είπε στον ιερέα. Ο ιερέας υποσχέθηκε να επιλύσει το πρόβλημα. Έτσι πήρε τον γέρο στην άκρη και είπε:
«Ξέρετε πώς πρέπει να έρχονται ντυμένοι άνθρωποι στην εκκλησία μας;»
«Δεν ξέρω πατέρα…»