Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ: «ΕΑΝ ΚΑΤΑΦΕΡΕΙΣ ΝΑ ΕΠΙΖΗΣΕΙΣ, ΝΑ ΘΥΜΑΣΑΙ ΜΟΝΟ ΟΤΙ Σ ‘ΑΓΑΠΩ»

«Εάν καταφέρεις να επιζήσεις, να θυμάσαι μόνο ότι σ ‘αγαπώ»


      Είναι αληθινή ιστορία που διαδραματίστηκε λίγες ώρες μετα από σεισμό στην Ιαπωνία, πριν λίγους μήνες. Θα μπορούσε να είναι και αυτή ένα παραμύθι, όμως… δεν είναι. Είναι η πραγματικότητα που μας θυμίζει πως τα παραμύθια δεν είναι πάντα μύθος.
      Έχοντας πλέον ο σεισμός υποχωρήσει, διασώστες φτάνουν στα ερείπια του σπιτιού μιας νεαρής γυναίκας κι αντικρύζουν το πτώμα τηςμέσα στα χαλάσματα. Η στάση του σώματός της όμως ήταν σχετικά περίεργη, θυμίζοντας κατά πολύ την στάση που παίρνει πιστός έχοντας λυγίσει στα γόνατά του για να λατρέψει και να προσευχηθεί τον Θεό του. Τα συντρίμια του σπιτιού, είχαν καταπλακώσει την πλάτη και το κεφάλι της.
       Αντιμετωπίζοντας όλες αυτές τις δυσκολίες, ο αρχηγός της ομάδας διάσωσης, αποφασίζει να βάλει το χέρι του μέσα από ένα στενό άνοιγμα στον τοίχο για να φτάσει το σώμα της άτυχης γυναίκας. Είχε ακόμη μέσα του την ελπίδα ότι αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να είναι ζωντανή. Ωστόσο, τόσο το κρύο δέρμα όσο και η ακαμψία του σώματος, μαρτυρούσαν πως η γυναίκα είχε σίγουρα πεθάνει. Ο ίδιος μαζί με την υπόλοιπη ομάδα άφησαν αυτό το σπίτι και κατευθύνθηκαν στα υπόλοιπα, αναζητώντας τα επόμενα υπό κατάρρευση κτίρια.
      Κάποιοι ανεξήγητοι όμως λόγοι, παρακινούσαν τον αρχηγό της ομάδας να επιστρέψει στο κατεστραμένο σπίτι της νεκρής γυναίκας, καθώς μια εντυπωσιακή δύναμη τον καλούσε πίσω… Έτσι κι έγινε. Πλησίασε, γονάτισε και έβαλε ξανά το χέρι του ανάμεσα στο άνοιγμα που είχε εντοπίσει πριν, αναζητώντας ένα μικρό κενό κάτω από το νεκρό σώμα.
       Ξαφνικά, άρχισε να φωνάζει με ενθουσιασμό! «Είναι ένα παιδί! Υπάρχει ένα παιδί!». Όλη η ομάδα συγκεντρώθηκε γύρω του και προσεκτικά αφαίρεσε τις σωρούςτων γκρεμισμένων τμημάτων του σπιτιου, γύρω από την άτυχη γυναίκα. Πράγματι, μπροστά τους πλέον, υπήρχε ένα τριών μηνών αγοράκι, τυλιγμένο σε μια κουβέρτα με μοτίβα άνθεων, κάτω από το νεκρό σώμα της μητέρας του. Προφανώς, η γυναίκα είχε πραγματοποιήσει μια υπεράνθρωπη θυσία για την διάσωση του γιου της. Όταν όμως αντιλήφθηκε πως το σπίτι κατέρρεε, χρησιμοποίησε το σώμα της για να δημιουργήσει ένα αυτοσχέδιο κάλυμμα προστασίας για τον γιό της. Το μικρό αγοράκι, κοιμόταν ακόμα ήρεμο και γαλήνιο, ενώ ο επικεφαλής της ομάδας διάσωσης τον είχε πλέον στα χέρια του και τον απομάκρυνε από τα χαλάσματα.
     Ο γιατρός, κατέφθασε γρήγορα για να εξετάσει το μικρό αγόρι. Αφού άνοιξε την κουβέρτα, εντόπισε ένα κινητό τηλέφωνο.Υπήρχε ένα μήνυμα κειμένου στην οθόνη που έγραφε:
«Εάν καταφέρεις να επιζήσεις, να θυμάσαι μόνο ότι σ ‘αγαπώ»

ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2012/05/blog-post_6185.html#ixzz1uN0AbGRO

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Ο ΑΗΤΟΣ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ Αθανάσιος Διάκος (1788 – 1821)


Αθανάσιος Διάκος (1788 – 1821)
Μέγα θαύμα το 1821! Θαύμα θαυμάτων! Και μεγάλη η Δόξα Κυρίου !!!
Μετά από τα τετρακόσια (400) χρόνια σκλαβιάς και το μαρτυρικό Γολγοθά της Τουρκοκρατίας, «πού όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», ήρθε και η Άγια Μέρα της Εθνικής Παλιγγενεσίας.
Η 25η Μαρτίου 1821 !
Ήλθε μετά τον Γολγοθά και τον Σταυρό, η Ανάσταση !
Ήρθε η Άγια Μέρα του Θεού ! «Όλη δόξα κι όλη χάρη»!
Οι ΄Ελληνες ξεσηκώθηκαν.
Εκείνος ο ξεσηκωμός δεν ερμηνεύεται με λόγια ανθρώπινα.
Δεν εξηγείται με την ανθρώπινη λογική.
Μόνο δυό λαοί στον κόσμο έζησαν αυτό το θαύμα:
Οι Εβραίοι όταν έφυγαν από τη δουλεία της Αιγύπτου μετά από τετρακόσια τριάντα (430) χρόνια κι εμείς, οι Έλληνες, όταν διώξαμε τον δυνάστη οθωμανό μετά από τετρακόσια (400) χρόνια και η Μακεδονία μετά από πεντακόσια (500) χρόνια.
Αυτά είναι τα θαύματα του αληθινού Θεού!
Το λέγει ο Γέρος του Μοριά:
«Ωσάν βροχή από τον ουρανό έπεσε σε όλους μας η επιθυμία να ξεσηκωθούμε». Και συνεχίζει:
«Όταν πιάσαμε τα άρματα για να ξεσηκωθούμε, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και ύστερα υπέρ Πατρίδος» ! Και καταλήγει:
«Ο Θεός έβαλε την υπογραφή Του για τη λευτεριά της Ελλάδος και δεν την παίρνει πίσω»!
Μέσα όμως στο μεγάλο, το μέγιστο, στα δευτερόλεπτα και τις λεπτομέρειές του, αυτό θαύμα του ΄21, υπάρχουν κι άλλα μικρότερα θαύματα. Τα θαύματα των ηρώων και μαρτύρων μας.
Ναι, είναι βουνό γεμάτο δόξα το 1821!
Είναι Γαλαξίας με πλήθος, με σμήνος αστέρων φωτεινών που σελαγίζουν στο νοητό στερέωμα της Ελληνικής Πατρίδος και της Μάννας μας Εκκλησίας.
Ένας τέτοιο θαύμα τρανό – τρανότατο, διπλό – τριπλό και δοξασμένο είναι και ο Αητός της Ρούμελης, ο Θανάσις Διάκος, ο Διάκονος της Μητρός Εκκλησίας Αθανάσιος Μασσαβέτας ή Γραμματικός , μαζί με τον Εθνομάρτυρα Επίσκοπο της Εκκλησίας των Σαλώνων Ησαϊα (Παπαστάθη)!
Στον άγιο τόπο αυτό που ζούμε και βρισκόμαστε μνημονεύουμε συνολικά τρείς Κληρικούς μάρτυρες: Τον Διάκονο Αθανάσιο, τον Επίσκοπο Ησαϊα και τον πρεσβύτερο Ιωάννη Παπαστάθη, αυτάδελφο του προηγουμένου.
Έτσι για να μη λένε οι σκοταδιστές, ότι δεν υπάρχουν φώτα στην Ελληνική και Γαλανή Πατρίδα μας. Αυτοί δεν έχουν φώς και βρίσκονται στο σκοτάδι. Τρίφωτη λυχνία πατριωτισμού μας προσφέρει σήμερα η εκκλησιαστική ιστορική μνήμη.
Θανάσης Διάκος!
-         Το παλληκάρι της Αλαμάνας δίπλα στο βασιλιά των Θερμοπυλών.
-         Ο Αθανάσιος μαζί με τον Λεωνίδα!
-         Η Αλαμάνα δίπλα στις Θερμοπύλες.
-         Η Γέφυρα δίπλα στο Πέρασμα.
«Ομπρός ολόρθοι ατρόμαχτοι,
 μαυρίλα, αστροπελέκι,
να, η Πατρίδα μία,
από την Κέρκυρα ως την Τένεδο
απ΄ την Κύπρο ως την Ορεστιάδα
να η γλυκειά Ελλάδα! Κι όλοι μαζί εμπρός!»
Αθανάσιος Διάκος, ο Ήρωας και Μάρτυρας.
Αυτός που άγιασε τα χώματα με τα αίματα.
Αυτός που ευλόγησε την Στερεά Ελλάδα και την έκανε Σταθερά Ελλάδα με τη θυσία του.
Για άλλη μια φορά την έκανε Ρούμελη, χώρα των Ρωμηών, Ρούμ – ιλή.
Θανάσις Διάκος: Εθνομάρτυρας και Ομολογητής.
Αυτό το Παλληκάρι του Χριστού τιμούμε σήμερα.
Αυτό το Παλληκάρι χρειαζόμαστε σήμερα να μας ξυπνήσει από το λήθαργο. Να φέρει το «κάτι άλλο» σε μια εποχή:
-         που γιορτάζει εξωφρενικά το ατομμικό σύμφέρον,
-         που θεοποιεί την απάτη,
-         που προσκυνά τη διπλωματία και την προπαγάνδα,
-         που υιοθετεί τη δειλία και την υπεκφυγή,
-         που φοβάται το θάνατο.
Αυτόν τον διάκονο χρειαζόμαστε σήμερα για να διακονήσει μέσα μας:
-         Την απόφαση της θυσίας
-         Το θάρρος της ομολογίας
-         Τη δόξα της μαρτυρικής θανής
Να μας οδηγήσει στους δικούς του αθάνατους δρόμους!
Ο Διάκος ξεκινά από την ησυχία του μοναστηριού.
Το ορθόδοξο μοναστήρι είναι το εκκολαπτήριο των μεγάλων μορφών!
Ανταλλάσσει τα κομποσχοίνια και τα θυμιατά της ιεράς Μονής Αγ. Ιωάννου Αρτοτίνας με τα καρυοφίλια και τα σπαθιά.
Αντικαθιστά το τιμημένο ράσο με τη λερή φουστανέλλα κι από την  ησυχαστική απραξία της μοναχικής ζωής περνά στον καθημερινό θάνατο της αθάνατης κλεφτουριάς.
Επαναλαμβάνει κι αυτός το άσμα της δικής του αποταγής:
«Μάνα, σου λέω, δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω…
Δεν ημπορώ, δεν δύναμαι, εμάλλιασε η καρδιά μου…
Θα πάρω το ντουφέκι μου, να πάω, να γίνω κλέφτης…»
Και ξεσπά αποφασιστικά με το θούριο του Ρήγα:
«Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».
Ο Αθανάσιος έχει συνείδηση!
Συνείδηση χριστιανική και πατριωτική!
Ελληνορθόδοξη!
Δεν ανέχεται άλλο εξευτελισμούς και ντροπές.
Δεν μπορεί να ακούει αισχρές προκλήσεις.
Ούτε συνεχώς θρήνους και οιμωγές.
Ο Διάκος ξέρει πλέον του Τούρκους και επαναστατεί.
Δεν είναι μόνο η φρικτή ετυμηγορία του συμπυκνωμένου λαϊκού υποσυνειδήτου.
Είναι και η φωνή της προσωπικής του εμπειρίας.
Τους ξέρει τους Τούρκους.
Τους ξέρουμε κι εμείς:
-         Από την Άλωση και μετά.
-         Από την Γενοκτονία του Πόντου και μετά.
-         Από την Μικρασιατική Καταστροφή και μετά.
-         Από το 1955 και μετά
-         Από την Κύπρο και μετά.
Δυστυχώς τους ξέρουμε.
Μόνο τα μεγαλοκάναλα των Αθηνών τους αγνοούν και τους προβάλλουν με το μακιγιάζ του καθωσπρεπισμού, «στάχτη στα μάτια των Νεοελλήνων».
Να γιατί χρειαζόμαστε το Διάκο σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε!
Ο Διάκος έρχεται δω, στην Αλαμάνα, να πολεμήσει και να πεθάνει.
Το ξέρει καλά.
Τόχει σπουδάσει καλά το μάθημα της ελληνικής φυλής.
Γεμάτοι οι  μαυρισμένοι τοίχοι του μικρού μοναστηριού από άσβηστες σελίδες ακατάλυτης μέσα στο χρόνο ιστορικής μνήμης.
Ξέρει το μέλλον του!
Γνωρίζει τη διακονία του.
Πρώτη διακονία του, η του Πνεύματος.
Δεύτερη, του αίματος.
Την ώρα που κουδούνιζε στα χέρια του το θυμιατό, η καρδιά του χτυπούσε ασταμάτητα στα πεδία στα τιμημένα πεδία των μαχών.
Και ακούει τη φωνή της καρδιάς του.
Αποθέτει ευλαβικά προς στιγμή το ράσο και αγκαλιάζει με φόβο Θεού τα ευλογημένα άρματα. Θέλει να πολεμήσει το οργανωμένο και προσωποποιημένο κακό.
Δυστυχώς η χιλιαστική άποψη και η μανιχαϊστική αντίληψη έχουν μολύνει πάλαι τε και επ΄ εσχάτων την φιλοπατρία, το στρατό, τη Σημαία…
Ο Διάκος όμως δεν πολεμά για τίτλους και επιγραφές.
Δεν μάχεται με εμπάθεια και μίσος.
Είναι «λευκή σαν όνειρο, γαλάζια, ωραία η ψυχή του».
Αγωνίζεται για τα ιδανικά της φυλής.
Προτάσσει τα στήθη του στις επερχόμενες ορδές των βαρβάρων.
Υπερασπίζεται το λαό μας.
Εκπαιδεύεται. Συνεργάζεται. Οργανώνεται.
Αγωνίζεται. Αμύνεται. Αντιστέκεται.
Πολεμά το κακό. Και πεθαίνει.
Ξέρει τι τον περιμένει.
Σαν τον Λεωνίδα.
Το αποτέλεσμα της Μάχης στην Αλαμάνα είναι γνωστό.
Οι ελληνικές δυνάμεις αισθητά υποδεέστερες νικιώνται.
Σπάει του λιονταρόψυχου το σπαθί.
Συλλαμβάνεται το Παλληκάρι: Ανήμερα του αγίου Μεγαλομάρτυρος
Γεωργίου του Τροπαιοφόρου 23 Απριλίου 1821.
Βασανίζεται φρικτά από τον Ομέρ Βρυώνη και τελειούται μαρτυρικά.
Όμως είναι διαχρονική πίστη της φυλής μας:
«Του αντρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται»
Αν και στην μάχη της Αλαμάνας οι Έλληνες δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους, η πεισματική αντίστασή τους και ιδίως ο μαρτυρικός μα και ηρωικός θάνατος του Αθανάσιου Διάκου έδωσε δύναμη στους Έλληνες να συνεχίσουν τον αγώνα και έπλασε έναν από τους πρώτους ηρωικούς θρύλους της Ελληνικής επανάστασης.
Ο Διάκος «εμελέτησε ίνα μαρτυρήση»
Σαν τον Χριστό.
«Εστήριξε το πρόσωπόν αυτού του πορεύεσθαι εις Ιερουσαλήμ…
Του πορεύεσθαι εις την αγίαν πόλιν».
-         Ανέβηκε τον προσωπικό του μαρτυρικό Γολγοθά.
-         Ανέβηκε στο σταυρό του ανασκολοπισμού.
-         Κέρδισε όμως το στεφάνι της Ομολογίας και του μαρτυρίου:
Στην σατανική ερώτηση – πρόκληση:
«Γίνεσαι Τούρκος Διάκε μου, την πίστη σου ν΄ αλλάξεις,
να προσκυνήσεις το τζαμί, την Εκκλησιά ν΄  αφήσεις;»
-         Αφού κοίταξε γύρο του την άνοιξη να οργιάζει στην κοιλάδα του Σπερχειού.
-         Αφού είδε και μέσα του την άνοιξη της νιότης του που θάσβηνε σε λίγο…
-         Αφού ένιωσε βαθιά μέσα του την Άνοιξη της Πατρίδας νάρχεται…
-         Αφού είδε πλέον και άκουσε Το κύμα να τρώει το βράχο:
Μέριασε, βράχε, να διαβώ, το κύμ΄ ανδρειωμένο
Λέγει στην πέτρα του γυαλού, θολό, μελανιασμένο.
Μέριασε, μές στα στήθη μου πούσαν νεκρά και κρύα
Μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι΄ άρματα, κούφια βοή γι΄ αντάρα
Εχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα…
Μέριασε, βράχε, να διαβώ. Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό…Εξύπνησα λιοντάρι !
Αφού θαύμασε τη δόξα και την ομορφιά του Θεού, όπως καθρεπτιζόταν στα ματωμένα νερά του ποταμού και μυστικά ατένισε τα ουράνια φωτοπάλατα…
Μετά από ένα γλυκό – ανθρώπινο παράπονο:
 «Για δες μωρέ καιρό που διάλεξε, ο Χάρος να με πάρει,
τώρα π' ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γης χορτάρι» .
Ομολόγησε την καλή ομολογία των αγίων και των μαρτύρων:
«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθήτε,
Εγώ γραικός γεννήθηκα, γραικός και θα πεθάνω».
Ο διάκονός μας σε μια εποχή καθολικής Ανάστασης και Άνοιξης: φύσεως, νεότητος, καρδίας, Πατρίδας και Εκκλησίας, καλείται να διαλέξει τη θυσία, ν΄ αφήσει τη σκλαβιά της γης και να πετάξει στη λευτεριά του ουρανού. Και το κάνει!
Πως;
Επαναφέροντας στο προσκήνιο τη βαπτισματική του Ομολογία Πίστεως.
Την ξεκάθαρη Ομολογία της Ελληνοορθοδοξίας!
Μέσα από φρικτά βασανιστήρια…
Καιόμενος με ζεματιστό λάδι…
Τρυπημένος από τα καρφιά των δημίων του…
Και με σουβλισμένο το ιερό διακονικό σώμα…
Φανερώνει περίτρανα την μεγάλη ιδέα της ευλογημένης συνύπαρξης, στο ίδιο και το αυτό, του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού.
Καταρρίπτει με την μαρτυρία του κάθε ιδέα διάσπασης αυτού του ευλογημένου διδύμου, που τόσο αρμονικά ένωσε ο Θεός διά των Αποστόλων και των Πατέρων στην ιερή Πατρίδα μας…
 «Ούς ο Θεός συνέζευξε δια θαυμάτων,
Την Εκκλησία δηλαδή  και την Πατρίδα
Άθεος και ψευτοεκσυγχρονιστής της σήμερον
Ντόπιος ή αλλογενής, άρχων εξουσιαστής,
Ή απλός πολίτης, μαρξιστής,
Μη χωριζέτω, εις τον αιώνα τον άπαντα…»
Έλα, κατέβα, Θανάση Διάκε, από τον ουρανό, και βάλε μας μυαλό!
Δόσε μας αυταπάρνηση και θανάτωσε το μικρόβιο της φυλής μας.
Δίδαξέ μας πώς να ζούμε θεάρεστα και να πεθαίνουμε τιμημένα.
Εμπόδισε τον Εφιάλτη, να μη φέρει ξανά τους Πέρσες…
Ο Λεωνίδας δεν μπόρεσε.
Σύ όμως ως χριστιανός μάρτυρας μπορείς!
Ο Αθανάσιος μένει πιστός στο Βάπτισμά του.
Πιστός στην παράδοση της οικογενείας του
Ξέρει τι είναι.
Ξέρει γιατί πολεμά. Δεν αρνείται καμμιά από τις δύο ιδιότητες.
Έλληνας και Ορθόδοξος.
Χρονολογικά πρώτα Έλληνας!
Αξιακά πρώτα Χριστιανός!
Κουβαλάει μαζί του συνεχώς το διφυές της ψυχής του
Δεν αρνείται τίποτε, ούτε από Χριστό ούτε από Ελλάδα.
Ακολουθεί τους ήρωες.
Μιμείται τους αρχαίους μάρτυρες.
Το ερώτημα των αγάδων του Ισλάμ είναι περί πίστεως.
Η απάντηση του Διάκου είναι υπέρ πίστεως.
Είναι απάντηση Έλληνος ορθοδόξου χριστιανού και δή κληρικού.
Επέχει θέση μαρτυρικής ομολογίας και μετέχει μαρτυρίου και αγιότητος.
Ο Θεός διά του λαού Του κάποτε θα αποφασίσει επίσημα για τη θέση που θα πάρει το τίμιο όνομά του.
Εξάλλου μόνο 191 χρόνια πέρασαν από τότε.
Ο Διάκος πεθαίνει στο σταυρό της σούβλας στην Πλατ. Λαού της Λαμίας.
-         Σατανικός ο τρόπος του θανάτου!
-         Βδελυκτός και αποτρόπαιος.
-         Επώδυνος και επονείδιστος.
Τους ξέρουμε τους Τούρκους πλέον…
Ξέρουμε όμως πλέον και τους Έλληνες. Τους εαυτούς μας.
Ο διάκος Αθανάσιος πεθαίνει χωρίς να βγάλει άχνα.
«Ο δε Ιησούς εσιώπα, ώστε θαυμάζειν τον ηγεμόνα λίαν».
Ένας «ευγνώμων ληστής», ένας πονετικός τούρκος ιππέας από την οδό Όθωνος ερχόμενος καλπάζοντας πυροβολεί και λυτρώνει τον ήρωα από τη ντροπή και τον πόνο… και χάνεται…
Ο Διάκος πεθαίνοντας μας μαθαίνει πώς να πεθαίνουμε:
Λεβέντικα, ηρωϊκά, σπαρτιατικά, Ελληνικά και Ορθόδοξα…
Το δαιμονικό κακό νίκησε.
Φαίνεται ότι κάποτε νικάει.
Όπως στο Γολγοθά.
Φαίνεται όμως.
Και τα φαινόμενα απατούν.
Τελικά δεν  νικάει.  
Το καταπληγωμένο σώμα του Διάκου, έχοντας δίπλα του, αγκαλιά και τα κεφάλια των αυταδέλφων Κληρικών Ησαϊου και Ιωάννου, επισκόπου και πρεσβυτέρου αντίστοιχα, - «ου πολύ το μέσον», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, κι άλλα ογδόντα (80), σπέρνεται στην ιστορική και από τότε συνάμα ιερή γη της Λαμίας.
-         Είναι σπόρος.
-         Σπέρνεται και ανθίζει.
-         Και καρποφορεί.
-         Και ριζώνει.
-         Και σπάει τα βράχια.
«Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην  αποθάνη, αυτός μόνος μένει. Εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει». 
Θανάνατα λόγια του μοναδικού Διδασκάλου Ιησού.
Τα είπε όταν τον επισκέφτηκαν Έλληνες…
Και οι Έλληνες τον κράτησαν τον λόγο του Κυρίου.
Μπορεί στις πτώσεις τους να σκέφτονται οι Έλληνες το ατομικό συμφέρον…
Στα δύσκολα όμως εγκολπώνονται τη θυσία.
-         Η θυσία του.
-         Η ομολογία του.
-         Το μαρτύριό του.
Του διακόνου – οπλαρχηγού Αθανασίου Μασσαβέτα…
Έγινε φλάμπουρο, ιδέα, σημαία…
Έγινε αητός, χρυσάετος καιμ πέταξε ψηλά.
Εκεί συνάντησε ο διακοθανάσης τον παπα Γιάννη, το δεσπότη Ησαϊα και τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄.
Τη θριαμβεύουσα Εκκλησία!
Κι από κεί φώτισε τον μικρόκοσμο των ψυχών και τον μακρόκοσμο του σύμπαντος κόσμου.
Με το θάνατό του έγινε ισόβιος, αιώνιος, αθάνατος υπερασπιστής αυτού εδώ του περάσματος, στο οποίο πάντα θα υπάρχουν στήθη και κορμιά ηρωϊκά, αντιτασσόμενα, για να μη μαγαρίσει η φοράδα του Ισλάμ τον τόπο μας και πάψει ο Νοητός Ήλιος της Δικαιοσύνης και η Δοξαστική Μυρσίνη,
 Ο Χριστός και η Παναγιά μας,  
να φωτίζουν μέρα και νύχτα τη φλούδα αυτή που λέγεται Ελλάδα.
Δε θα σώσουμε εμείς τον τόπο.
Χριστός εστιν ο Σωτήρ ημών.
Εμείς απλώς με αρχηγό τον Διάκο, τον Πανουργιά και το Δυοβουνιώτη, «φυλάμε τον τόπο».
-         Πολλοί μιλούν για την Ελλάδα
-         Μερικοί ζούν στην Ελλάδα.
-         Άλλοι πηγαινοέρχονται…
-         Κάποιοι ζούν από την Ελλάδα.
-         Κάμποσοι ζούν… και την απομυζούν.
-         Ελάχιστοι ζούν για την  Ελλάδα.
-         Ακόμη πιο λίγοι, πεθαίνουν, για την Ελλάδα.
Ο Διάκος είναι ένας από τους τελευταίους αυτούς, ο Πρώτος όμως!
Πεθαίνει για την Ελλάδα. Και για την Πίστη!

Και είναι δικός μας. Ρουμελιώτης.
Γνήσιος, συμπατριώτης μας.
Με το αίμα του ευλόγησε τη γη μας, την πόλη μας, τα ποτάμια μας, τα βουνά μας, τα σπίτια μας, τις πλατείες μας, τους ναούς και τα μοναστήρια μας, τους στρατώνες μας, τις φυλακές μας.

Προηγείται ΑΥΤΟΣ και μείς ακολουθούμε. Είναι ο μπροστάρης στο αγώνα μας. Μας εμπνέει στον σύγχρονο αγώνα μας για να διώξουμε τη νέα αιχμαλωσία. Ούτε λεπτό δεν πρέπει να τον χάσουμε από τα μάτια μας.
Δε ζούμε στη Λαμία και στη Ρούμελη χωρίς το Διάκο.
Αν θέλουμε να ζήσουμε τίμια, ας μη ξεχάσουμε ποτέ το θάνατό του.
Ο θάνατός του είναι η ζωή μας.
Κι ας τον καλέσουμε λοιπόν και τώρα να θυμιατίσει ξανά στο εικονοστάσι της φυλής μας όλους τους τιμημένους νεκρούς της ματωμένης Ιστορίας μας.

Και ας του πούμε:
Ξύπνησε, Διάκε μ΄, ξύπνησε
απ΄ το βαθύ σου μνήμα
και στο σκιαγμένο πέλαγος
φέρε καινούριο κύμα!
Ξύπνησε, Διάκε μ΄, ξύπνησε
και η στεριά προσμένει,
το ακρογυάλι καρτερεί
και όνειρα υφαίνει!
Για να συντρίψεις της σκλαβιάς
Διάκε μ΄ την αλυσίδα,
ύψωσε τη θυσία σου
της λευτεριάς ασπίδα.

Και σώσε την Πατρίδα! ΑΜΗΝ! ΓΕΝΟΙΤΟ!




Ο ΔΙΑΚΟΣ (1788 – 1821)
Τώρα π΄ ανθίζουν τα κλαριά
και τραγουδούν τ΄ αηδόνια.
Τώρα που χτίζουν τις φωλιές
στους βράχους τα τρυγόνια.
Π΄ ανθίζει ο γαύρος κι η οξυιά
κι ισκιώνουν τα λημέρια…
Ποιος ξέρει πόσες άνοιξες
και πόσα καλοκαίρια
θλιμμένα θα σας βρίσκουνε
βαριόμοιρα παιδιά μου…
Ποιος ξέρει πόσες άνοιξες
θε να θρηνεί η καρδιά μου.
Ξύπνησε, Διάκε μ΄, ξύπνησε
απ΄ το βαθύ σου μνήμα
και στο σκιαγμένο πέλαγος
φέρε καινούριο κύμα!
Για να συντρίψεις της σκλαβιάς
Διάκε μ΄ την αλυσίδα,
ύψωσε τη θυσία σου
της λευτεριάς ασπίδα.
Ξύπνησε, Διάκε μ΄, ξύπνησε
και η στεριά προσμένει,
το ακρογυάλι καρτερεί
και όνειρα υφαίνει!
                                                                                                           Χριστιανική Εστία Λαμίας

Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Κυριακή του Παραλύτου- Οι έρημοι (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)


Οἱ ἔρημοι

(Ομιλία του †Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)

«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω…» (Ἰω. 5,7)
Τίνος, ἀγαπητοί μoυ, εἶνε ἡ φωνὴ αὐτή; Τὸ ἀκούσατε σήμερα στὴ θεία λειτουργία, ὅταν ὁ ἱερεὺς διάβασε τὴν περικοπὴ ποὺ ἐξιστορεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ ποὺ διαλαλοῦν τὴ θεότητά του. Μόνο σκοτεινὲς ψυχὲς ὅπως οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι τολμοῦν νὰ τ᾿ ἀμφισβητοῦν. Οἱ πιστοὶ ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο σὰν φωνὴ τοῦ οὐρανοῦ καὶ κάθε λέξι του —τί λέω;—, κάθε ψηφίο του φυτεύεται στὴν καρδιά τους σὰν λουλούδι τοῦ παραδείσου.
* * *
Ὁ Κύριος ἦρθε στὰ Ἰεροσόλυμα. Καὶ πῆγε στὸ σπίτι τοῦ πόνου ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, στὴ Βηθεσδὰ ὅπως λεγόταν στὰ ἑβραϊκά. Τί ἦταν ἡ Βηθεσδά; Μία μικρὴ φυσικὴ λίμνη κοντὰ στὴν προβατικὴ πύλη, πρὸς τὸ βόρειο τεῖχος τῆς πόλεως, ποὺ τὰ νερά της κάποιες στιγμὲς ἀποκτοῦσαν ἰαματικὴ ἰδιότητα.
Κατὰ διαστήματα ἡ ἐπιφάνειά της ἀναταρασσόταν ἀπὸ ἄγγελο Κυρίου, καὶ ὁ ἀσθενὴς ποὺ θὰ πρόφθανε νὰ πέσῃ πρῶτος στὸ νερὸ θεραπευόταν ἀμέσως, ὅποια κι ἂν ἦταν ἡ ἀσθένειά του. Ἡ θεραπεία ἦταν ἀπὸ τὸ Θεό, ὄχι ἀπὸ τὸ νερό.
Γι᾽αὐτὸ γύρω ἀπ᾽ τὴ λίμνη συνωστίζονταν πλῆθος ἀσθενεῖς, κάτω ἀπὸ πέντε στοές, κ᾽ ἐκεῖ περίμεναν μὲ ἀγωνία τὴν ταραχὴ τοῦ νεροῦ.Ὁ Κύριος σὰν ἕνας ἄγνωστος ἐπισκέπτεται αὐτὸ τὸ βασίλειο τοῦ πόνου . Ἐκεῖ ἦταν τὸ δειγματολόγιο ὅλων τῶν χρονίων καὶ ἀνιάτων ἀσθενειῶν· ἐκεῖ ἕνας τυφλὸς ἐντείνει τὴν ἀκοή του ν᾿ ἀκούσῃ πότε θὰ ταραχθῇ τὸ νερό, ἕνας κουφὸς ἐντείνει τὴν ὅρασί του νὰ δῇ πότε θ᾽ἀρχίσῃ ὁ κυματισμός, ἕνας κουτσὸς κάθεται στὸ χεῖλος ἕτοιμος νὰ κάνῃ τὸ σωτήριο ἅλμα,μιὰ μάνα κρατάει στὴν ἀγκαλιὰ τὸ ἄρρωστο παιδί της χλωμό, κίτρινο, μὲ ὄψι θανάτου…Σὲ ὅλους ῥίχνει τὸ βλέμμα μὲ ἄπειρη συμπάθεια Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε«Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς»(Ματθ. 11,28). Ἀλλ᾿ ἀπ᾿ ὅλους περισσότερο τὴν προσοχὴ τοῦ Θεανθρώπου ἑλκύει ἕνας παράλυτος . Ἦταν πράγματι ὁ πιὸ δυστυχισμένος. Ἂν στὴ Βηθεσδὰ κρατοῦσαν μητρῷο τῶν ἀσθενῶν, αὐτὸς ἦταν ὁ ἀρχαιότερος. 38 ὁλόκληρα χρόνια ἔμενε κάτω ἀπ᾽ τὶς στοές. Στὸ διάστημα αὐτὸ εἶδε πολλοὺς νὰ ἔρχωνται ἀσθενεῖς καὶ νὰ φεύγουν ὑγιεῖς. Ἀλλ᾿ αὐτὸς σὰν ἄλ λος Προμηθέας ἔμενε καθηλωμένος ἐκεῖ. Ὁ μέγας Ἄγνωστος τὸν πλησιάζει. Μὲ λεπτὴ εὐγένεια τὸν ἐρωτᾷ· «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;» . Κι ὁ παράλυτος ἀπαντᾷ· «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω…» (Ἰω. 5,7)!Μὰ τί λές, ἄνθρωπε; δὲν κατοικεῖς στὴν ἔρημο· κατοικεῖς σὲ μιὰ πόλι μὲ 200 χιλιάδες κατοίκους. Ἀνάμεσα σ᾽ αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας νὰ σὲ βοηθήσῃ;
Οὔτε ἕνας δυστυχῶς. Ἰερουσαλήμ, ἱερὴ πόλις τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ μὲ τὸν μεγαλοπρεπῆ ναό σου, κρίμα στοὺς τόσους ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, γραμματεῖς καὶ φαρισαίους σου! Προσεύχονται δημοσίᾳ, θυσιάζουν ἀγέλες ζῴων, καῖνε τόννους λιβάνι, δὲν ἔχουν ὅμως αἰσθανθῆ τὸ χρέος τῆς ἀγάπης σ᾽ ἕνα συνάνθρωπο. Ὅλοι τὸν ἔχουν διαγράψει ἀπὸ τὴ μνήμη τους. Ἔρημος ἀπὸ συγγενεῖς καὶ φίλους, πλησίαζε νὰ συμπληρώσῃ 40 χρόνια θητείας στὸ βασίλειο τοῦ πόνου, καὶ καμμιά ἐλπίδα ἀπολύσεως δὲν φαινόταν. Ἕνας μόνο θὰ τὸν ἀπέλυε ὁριστικὰ ἀπὸ τὸν πόνο· ὁ θάνατος!
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ἀλλ᾿ ὦ παράλυτε τῆς Βηθεσδά, σκούπισε τὰ δάκρυά σου· ἔ-φθασε ἡ ὥρα τῆς λυτρώσεώς σου. Ξέρεις ποιος εἶν᾽ αὐτὸς ὁ ἄγνωστος ποὺ στέκει ἐμπρός σου;Ἂν τὸν ἀναγνώριζες, θὰ σκιρτοῦσες ἀπὸ χαρὰ καὶ θὰ τοῦ ἔλεγες· —Κύριε, ἐσύ, ποὺ σὲ ζητῶ τὶς ἡμέρες καὶ τὶς νύχτες τῶν πόνων μου, τώρα εἶσαι ἐμπρός μου; Καὶ ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου θὰ ἔλεγε· —Παιδί μου! Ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι, οὔτε κι αὐτοὶ ποὺ λέγονται εὐσεβεῖς, δὲν ἦρθαν κοντά σου, ἐγὼ ὁ Δημιουργός σου ἔγινα ἄνθρωπος, γιὰ νὰ βρεθῶ καὶ σωματικὰ δίπλα σου. Ἀπὸ σήμερα μὴ παραπονιέσαι, ἔχεις Ἄνθρωπο, ποὺ ἂν θέλῃς εἶνε ἕτοιμος νὰ σοῦ δ-σῃ ὅ,τι δὲν μποροῦν νὰ σοῦ δώσουν, κι ἂν ἀ-κόμη ἔσπευδαν νὰ βοηθήσουν, ὅλα τὰ ἑκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὑγεία τοῦ σώματος εἶνε τὸ μικρότερο ποὺ δίνω· ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ γαλήνη τῆς συνειδήσεως, ἡ σύνδεσι μὲ τὸν οὐρανό, ἡ ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς, αὐτὰ εἶνε τὰ μεγάλα δωρήματά μου!
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ἀλλὰ ἡ φωνὴαὐτὴ ἀκούγεται —ἀλλοίμονο— καὶ σήμερα ἀπὸ παντοῦ. Μία σύγχρονη Βηθεσδὰ προβάλλει πάλι, ὄχι μὲ πέντε ἀλλὰ μὲ μύριες στοὲς δυστυχούντων. Καὶ ποῦ δὲν ἀκούγεται ἡ φωνὴ«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»; Κάνετε, ἀγαπητοί μου, μερικὲς ἐπισκέψεις ὅπως ὁ Κύριοςστὰ ὑπόστεγα τῆς Βηθεσδά, καὶ θὰ τὴν ἀκούσετε. Ἐπισκεφθῆτε τὴ μαυροφορεμένη γυναῖκα καὶ μητέρα ποὺ μοιάζει μὲ τὴν Παναγία, ἐπισκεφθῆτε τὶς οἰκογένειες τῶν δυστυχούντων καὶ τῶν πενθούντων, ἐπισκεφθῆτε τὰ νοσοκομεῖα, ἐπισκεφθῆτε τὶς φυλακές…
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ὦ σεῖς, ποὺ κάθε βράδυ πλημμυρίζετε τὰ κέντρα διασκεδάσεων καὶ πίνετε καὶ παίζετε καὶ μεθᾶτε καὶ ὀργιάζετε καὶ μέσα σὲ λίγες ὧρες καῖτε ποσὰἀμύθητα, σταθῆτε μιὰ στιγμὴ νὰ σᾶς ρωτήσω·Εἶστε ἄνθρωποι μὲ καρδιά, εἶστε Χριστιανοὶμὲ πίστι; Ποῦ ζῆτε; Καὶ ἂν ἀκόμη κατοικούσα-τε μακριὰ καὶ δὲν βλέπατε ἀλλ᾿ ἀκούγατε μόνο τὸ δρᾶμα τῶν ἀδελφῶν σας, θά ᾽πρεπε νὰ σταματήσετε τὴ διασκέδασι, νὰ κρεμάσετε τὰ ὄργανα καὶ νὰ πῆτε μεταξύ σας· Ἐκεῖ ὁ κόσμος καίγεται, ἐμεῖς ἐδῶ γλεντᾶμε; θὰ εἴμα-στε ἀνάξιοι νὰ λεγώμαστε Χριστιανοί, ἂν δὲν συντονίσουμε τὴ ζωή μας μὲ τὴ ζωὴ τοῦ ἀδελφοῦ μας ποὺ πάσχει… Εἶνε ἐξοργιστικὴ πρόκλησι ἡ ἀμέριμνη καὶ σκανδαλώδης δισκέδασι τῶν ἄλλων. Γι᾽ αὐτοὺς ταιριάζει νὰ ἐπαναλάβουμε τὸ γνωστό Ἀλλοίμονο σ᾽ ἐκείνους ποὺ γελοῦν ὅταν οἱ ἄλλοι κλαῖνε! Ὁ πόνος τῆς ἐγκαταλείψεως καὶ τῆς ἐρημίας ἐκφράζεται ζωηρὰ στὰ μάτια τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν. Καὶ βασίλισσα ἀκόμη νὰ τὰ πάρῃ στὰ γόνατά της καὶ νὰ τὰ χαϊδέψῃ, δὲν παρηγοροῦνται· ζητοῦν τὴ μητέρα τους.
«Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ἰδιαιτέρως στὶς μέρες μας ἡ φωνὴ αὐτὴ ἀκούγεται ἀπὸ πολλοὺς νέους ποὺ εἶνε θύματα τοῦ κλονισμοῦ τοῦ γάμου καὶ τῆς διαλύσεως τῆς οἰκογενείας. Στεροῦνται τὴ θαλπωρὴ καὶ τὴ φροντίδα τοῦ οἰκογενειακοῦ περιβάλλοντος. Ἀλλὰ νὰ τὸ ξέρουμε· αὐτὸ ποὺ ζοῦν εἶνε κάτι τρομερό, αὐτὸ ἐκκολάπτει τοὺς μεγάλους αὐριανοὺς ἐγκληματίες. Τὸ ἀδύνατο αὐτὸ παιδί, ποὺ ἐγκαταλελειμμένο περιφέρεται σὰ σπουργίτης στοὺς δρόμους καὶ βλέπει ἀπέναντί του μιὰ κοινωνία νὰ ὀργιάζῃ καὶ ν᾽ ἀδιαφορῇ γιὰ τὸ μέλλοντου, θὰ μεγαλώσῃ μὲ μῖσος ἐναντίον της,γιατὶ τοῦ φέρθηκε ἀπάνθρωπα, σὰν μητρυιά,στὰ πιὸ τρυφερά του χρόνια, καὶ θὰ γίνῃ εὔκολη λεία ἐκμεταλλευτῶν. Ἀπὸ τέτοιους νέους καὶ παιδιὰ ἁλιεύει ὁ Ἑωσφόρος τρομεροὺς συνεργάτες του, Ἰοῦδες τῆς θρησκείαςκαὶ Ἐφιάλτες τῆς πατρίδος. Ἐκεῖνοι ποὺ διέπραξαν τὰ στυγερώτερα ἐγκλήματα ἦταν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον παιδιὰ διαλυμένων οἰκογενειῶν, ψυχὲς ποὺ ἔμειναν χωρὶς παρακολούθησι· δὲν εἶχαν κανένα νὰ τοὺς πονέσῃ, νὰ τοὺς συμβουλέψῃ, νὰ τοὺς βοηθήσῃ. Γι᾽ αὐτοὺςχρειάζονται οἱ Μυριὴλ τοῦ Οὑγκώ.
Γι᾽ αὐτὸ ὅσοι διαθέτουν τὰ μέσα ἔχουν τεράστιες εὐθῦνες· ἂς σπεύσουν ὅσο ὑπάρχει καιρὸς ὅπου ἀκούγεται πόνος καὶ ἂς κάνουν σύνθημα τῆς ζωῆς τὸ ὡραῖο πρόγραμμα τοῦ Ἰώβ·«Ὑπῆρξα», λέει, «μάτι γιὰ τυφλούς, πόδι γιὰ κουτσούς, πατέρας γιὰ ὀρφανούς, καὶ διέσωσα φτωχὸ ἀπ᾽ τὰ χέρια τυράννου»(βλ. Ἰὼβ 29,15-16).
* * *
Ἀγαπητοί μου! Ἂς ἐντυπώσουμε μέσα μαςτὸ δίδαγμα ἀπὸ τὴ φράσι «Κύριε, ἄνθρωπον  οὐκ ἔχω» καὶ ἂς τρέξουμε ὅπου ὑπάρχει ἀνάγκη βοηθείας , πνευματικῆς καὶ ὑλικῆς. Δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος, ὅσο φτωχὸς κι ἂν εἶνε, ποὺ νὰ μὴ μπορῇ νὰ προσφέρῃ κάτι σ᾽ ἕνα συνάνθρωπό του. Καὶ λίγες ἀκόμη λέξεις, ὅταν βγαίνουν ἀπὸ καρδιὰ ποὺ ἀγαπᾷ τὸν πλησίον,στάθησαν πολλὲς φορὲς ἱκανὲς νὰ συγκρα-τήσουν ἀπὸ τὸ χεῖλος τῆς ἀβύσσου ψυχὲς ποὺ εἶχαν ἀπελπιστῆ.Ἂν πάλι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι βρισκώμαστε σὲ πόνο καὶ μένουμε ἔρημοι κ᾽ ἐγκαταλελειμμέ οικι ἀπὸ τὰ χείλη μας εἶνε ἕτοιμο νὰ βγῇ τὸ παράπονο «Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω», ἂς φανοῦμε γενναῖοι.
Δὲν εἴμαστε μόνοι. Ποιός τὸ εἶπε; Ἂς στρέψουμε τὸ βλέμμα στὸν Ἐσταυρωμένο, τὸν Βασιλέα τοῦ πόνου καὶ τῆς ὀδύνης, καὶ ἂς ποῦμε τὴ μυστικὴ προσευχή·
Κύριε! Ὁ σταυρός σου μὲ γεμίζει θάρρος καὶ χαρά. Κι ἂν ὅλοι μ᾿ ἐγκαταλείψουν, κι αὐτὴ ἀκόμη ἡ μητέρα ποὺ μὲ γέννησε, ἀρκεῖ ἐσὺ νὰ μὴ μ᾿ ἐγκαταλείψῃς. Καὶ «ἐν μέσῳ σκιᾶς θαν του ἐὰν πορευθῶ» (Ψαλμ. 22,4), δὲν θὰ αἰσθανθῶτὴ μόνωσι καὶ τὴν ἐγκατάλειψι. Διότι ἐσύ, Κύριε, τὸ εἶπες καὶ ὁ λόγος σου εἶνε ἀληθινός· «Ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»(Ματθ. 28,20)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ραδιοφωνικὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μετεδόθη στὴν καθαρεύουσα ἀπὸ τὸν Σταθμὸ Λαρίσσης τὴν 30-4-1950.