Αναμφίβολα, η αμεσότητα της Γλώσσας της Γραφής
εξουδετερώνει την άβυσσο της φλυαρίας των οικουμενιστών.
Ο Λόγος του Ευαγγελίου αποτελεί το καθαρό μέσον της
γνώσεως του θελήματος του Θεού∙ είναι αυτός που κοινοποιεί το πνευματικό
περιεχόμενο της σωτηρίας μας. Εύστοχα ο Hamann (φιλόσοφος) τόνισε: «Η
γλώσσα είναι η μητέρα του Λόγου και της Αποκάλυψης, το άλφα και το ωμέγα της».
Όπως βγαίνει το κρασί από τα σταφύλια, έτσι η γνώση της Γραφής αποδίδεται από τους Πατέρες, ως η ορθή κατοχή της (Ορθοδοξία).
Ο Μ. Βασίλειος στην ερμηνεία του εις τον ΜΔ (44)
Ψαλμό, σε εισάγει στη θέα των νοημάτων του Εσταυρωμένου Χριστού. Γνώριζε ότι η
Χάρις που είχε ο Απ. Παύλος προήρχετο από τον Κύριόν μας, Ιησούν Χριστόν, όταν
(ο Παύλος) υπογράμμιζε:
- «ο καυχώμενος εν Κυρίω καυχάσθω» (Α΄ Κορινθ. 31).
- «εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ειμή εν τω σταυρώ
του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω»
(Γαλ. Στ, 14).
Καμμία σχέση το καύχημα του Απ. Παύλου (και των
ορθοδόξων χριστιανών) με την καυχησιολογία και την κομπορρημοσύνη την κοσμική,
των πολιτικών, των οικουμενιστών∙ καυχησιολογία μισητή από τον Θεό, που είναι
χωρίς επίγνωση του μέτρου της ταπεινότητας και της πατερικής πνευματικής
καταρτίσεως. Στα χείλη του Απ. Παύλου και των Πατέρων δεν υπάρχει ψεύδος –
σφετερισμός πραγμάτων ή δικαιωμάτων του Θεού, των δωρεών του: «Ευχαριστώ σοι
Κύριε, επί πάσιν οις παράσχου μοι αγαθοίς», τονίζει η Εκκλησία μας.
Στην ερμηνεία του ΜΔ Ψαλμού, ο Μ. Βασίλειος τονίζει
με απόλυτη κατηγορηματικότητα:
«Οι μεν έξω του λόγου της αληθείας μωρίαν ονομάζουσι
του Ευαγγελίου το κήρυγμα, την ευτέλειαν της φράσεως των Γραφών εξουθενούντες∙ ημείς δε οι καυχώμενοι εν τω σταυρώ του Χριστού, οίς εφανερώθη δια του Πνεύματος τα υπό του Θεού χαρισθέντα ημίν, ουκ εν
διδακτοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, οίδαμεν ότι πλουσία χάρις εστιν εκκεχυμένη
παρά Θεού επί τοις περί Χριστού λόγοις» (Εις τον ΜΔ΄ Ψαλμόν ΕΠΕ, Τόμος 5).
Ερμηνεία – Μετάφρασις
«Όσοι δεν γνωρίζουν τον λόγον της αληθείας ονομάζουν
το κήρυγμα του Ευαγγελίου μωρίαν, διότι περιφρονούν την εκφραστικήν απλότητα
των Γραφών∙ ημείς όμως που
καυχόμεθα δια τον σταυρόν του Χριστού, εις τους οποίους εφανερώθησαν δια του
αγίου Πνεύματος αυτά που μας εχάρισεν ο Θεός, όχι με λόγια που διδάσκονται με
την ανθρωπίνην σοφίαν, γνωρίζουμε ότι πλουσία χάρις εχύθη από τον Θεόν εις τα
λόγια περί Χριστού».
Όπως τονίζει ο Μ. Βασίλειος, ότι «οι μεν έξω του
λόγου της αληθείας μωρίαν ονομάζουσι του Ευαγγελίου το κήρυγμα, την ευτέλειαν
της φράσεως των Γραφών εξουθενούντες», αυτό συμβαίνει στο «Δυτικό υπόδειγμα»
προσέγγισης των Γραφών από τους οικουμενιστές επισκόπους, ιερείς και μοναχούς,
με την αστόχαστη και επιπόλαιη απόρριψη της ερμηνείας των Πατέρων σε καίρια
θέματα.
Θα παρουσιάσω (εν καιρώ) καθησυχαστικές
οικουμενιστικές «βεβαιότητες» λογίου μοναχού περί «Αγάπης», ως παράδειγμα επικέντρωσής του στο σχήμα «Αγάπης» που προβάλλουν οι
οικουμενιστές, ως μια πράγματι μεθερμηνεία της ορθής θέσεως – διδασκαλίας των
Αγίων Πατέρων.
Η καχεξία της οικουμενιστικής θεολογίας (θολολογίας)
απομακρύνει τον Εσταυρωμένο από την Αγία Τράπεζα, εξαίροντες (οι οικουμενιστές)
μόνο την Ανάστασι και την Δόξα του Χριστού, αν και ο Κύριος τόνισε την
αδιάσπαστη συνοχή Σταυρώσεως και Αναστάσεως, δηλ.: «τούτο ποιείτε εις την εμήν
ανάμνησιν».
Ο λόγος αυτός του Χριστού συγκροτεί μια ολότητα του
Πάθους, που υπογραμμίζει ο Μ. Βασίλειος, ως ενσωματωμένο περιεχόμενο στα λόγια
του Χριστού. Τονίζει σχετικά:
Α) Μνήσθητι του καιρού του κατά το πάθος του Κυρίου
και ευρήσεις τα σημαινόμενα. Εσπέρας γαρ ηυλίσθη κλαυθμός τοις μαθηταίς του
Κυρόυ, ότε έβλεπον αυτόν επί του σταυρού κρεμάμενον∙ το δε πρωί αγαλλίασις, ότε
μετά την ανάστασιν διέτρεχον μετά χαράς αλλήλοις διδόντες τα Ευαγγέλια της
οπτασίας του Κυρίου» (Εις τον ΚΘ΄ Ψαλμόν).
Β) «Ότε οι μεν ενόμιζον σταυρούν τον βασιλέα της
δόξης, ο δε δια της του σταυρού οικονομίας ανανεούτο την ανθρωπότητα. Εν γαρ τη
αναστάσει διεσκεδάζετο μεν η βουλή των εθνών, του Πιλάτου και των στρατιωτών,
και όσοι τα περί σταυρού ενήργουν∙ ηθετούντο δε αι βουλαί των αρχόντων,
αρχιερέων και γραμματέων και των βασιλέων του λαού. Η γαρ ανάστασις πάσαν αυτών
διέλυσε την επίνοιαν» (Εις τον ΛΒ΄ Ψαλμόν).
1ο Σχόλιο: Οι σημερινοί οικουμενιστές – πατριάρχες και επίσκοποι, στο φως της
Γραφής και της διδασκαλίας (ερμηνευτικής) του Μ. Βασιλείου, αποκαλύπτονται στην
προσπάθειά τους αλλοίωσης της εξίσωσης της πνευματικής εξισώσεως της
Ορθοδοξίας. Δημιουργούν διαφορές βαθμού και διαβαθμίσεις στα συνολικά επίπεδα
του Δόγματος – Θεολογίας∙ Εφευρίσκουν δηλ. (παράδειγμα): α) Την θεωρία περί
«πρωτείου» του Πατρός β) Αλλοίωσαν την θεολογική έννοια της Εκκλησίας και του
Βαπτίσματος και την διακονία του επισκόπου∙ έχουμε δηλ. ετεροδιδασκαλίες των
οικουμενιστών σύμφωνα με το μυαλό τους… (τέλος σχολίου)
Στην περιγραφική, σύντομη, μα πυκνή θεολογικά
αναφορά του Κυρίου «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν», θεμελιώνεται και
συγκροτείται η Αγία Τράπεζα, όπου ο θάνατος (Σταυρός) του Κυρίου και η ένδοξος
Ανάστασί Του. Με την απομάκρυνση του Εσταυρωμένου από την Αγία Τράπεζα, έργο
σημερινών επισκόπων (;), δημιουργούν – εγείρουν αξιώσεις θεμελίωσης νέας «θεολογίας»,
αντίθετης με τα λόγια του Κυρίου.
Ερώτημα: Mπορεί να υπάρχει
ερμηνευτική πρόσβαση στο λόγο του Κυρίου «εις την εμήν ανάμνησιν», χωρίς τον
Σταυρό ή την Ανάστασι; Όχι, ασφαλώς!
Δημιουργούν οι οικουμενιστές επίσκοποι μεταεπίπεδο
θεολογικής οντολογίας, ξένο προς την Ορθοδοξία.
Ας ακούσουν το Μ. Βασίλειο και ας απορρίψουν τους
οικουμενιστικούς «στοχασμούς» τους!
2ο Σχόλιο: Εις το «τούτο ποιείτε εις
την εμήν ανάμνησιν» υπάρχει διαφορά νοήματος – αντίληψις της
λέξεως «ανάμνησις» στην Καινή Διαθήκη. Αρχικά να θυμηθούμε ότι Μνήμη είναι η διατήρησις των εντυπώσεων (εικόνων, βιωμάτων, αισθητικών
εμπειριών κλπ) στο νευρικό σύστημα, στο Νου δηλ.
Παραδείγματα: Στο Θεόπνευστο κείμενο
διακρίνουμε:
Α) Μνήμη απλή (Μαρκ. 11, 21)
Β) Μνήμη ελεγκτική (Μαρκ. 14, 72)
Γ) Μνήμες προς σωτηρία (1 Κορ. 4, 17 – 2 Κορ. 7, 15 – 2 Τιμ. 1, 6 – Εφ. 10, 32 και 10, 3 – 2
Πετρ., 15)
Δ) Μνήμη πτωτική (Ματθ. 9, 4 – Πραξ. 17, 29).
Η νοηματική, όμως, κατεύθυνση της φράσεων του Κυρίου
«τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν», καθορίζεται στην αρχή της από την
προστακτική «τούτο ποιείτε» (Βλέπε Λουκ. 22, 19 – 1 Κορ. κεφ. 11, 24-25), που
σημαίνει (ακριβώς) μελλοντική οντολογική επαναφορά του Μυστηριακού χαρακτήρα
του Μ. δείπνου, της Θυσίας του Χριστού, που έλαβε χώρα στο Γολγοθά (επί του
Τιμίου Σταυρού), στην Αγία Τράπεζα των Ορθοδόξων, σήμερα. Τα λόγια του Κυρίου
δηλ. δεν συνιστούν μια απλή αναφορά, ανάκληση στη μνήμη μας, του Σωτηρίου
πάθους Του.
Αναφέρεται, ο Κύριος στην οντολογική συνέχεια (ανάμνηση)
του Σωτηρίου Πάθους Του. Γι’ αυτό και η θέση του Εσταυρωμένου είναι στην Αγία
τράπεζα, ως πνευματικά περιεκτικό και αδιασάλευτο σύμβολο, στήριγμά μας, στη
ζωή και στην Εκκλησία. (Συνεχίζεται)
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ