ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ Ή ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ» ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
-
Περίληψη κανονικο-δογματικής μελέτης –
Του
Κυριάκου
Κυριαζόπουλου
καθηγητή
(επ.) του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ.
Η
Ψευδο-Σύνοδος της Κρήτης εισήγαγε «συνοδικώς», δηλ. δεσμευτικά για τις δέκα
(10) Αυτοκέφαλες που συμμετείχαν, την Παναίρεση του Οικουμενισμού. Ο
Οικουμενισμός, Διαχριστιανικός και Διαθρησκειακός, είναι Νεο-γνωστικισμός ή
Θρησκευτικός Συγκρητισμός, και αναμειγνύει την Ορθοδοξία με αιρέσεις, με
θρησκεύματα, με φιλοσοφικά συστήματα, με τον Σατανισμό. Τον πολέμησαν σθεναρά
οι Απόστολοι, όπως ο Ιωάννης και ο Παύλος, και οι Πατέρες των πρώτων
χριστιανικών αιώνων, όπως ο Άγιος Ειρηναίος, Επίσκοπος Λουγδούνου (σημερινής
Λυών της Γαλλίας) στο έργο του «Έλεγχος και Ανατροπή της Ψευδωνύμου Γνώσεως».
Διότι ανατρέπει συνολικά την Ορθόδοξη πίστη, μέσω της αντιπατερικής ή
μεταπατερικής θεολογίας, η οποία αλλοιώνει τους θεολογικούς όρους με δαιμονικές
και ορθολογιστικές ερμηνείες τους.
Η
λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη ή Πανορθόδοξη Σύνοδος» δεν είναι Ορθόδοξη Σύνοδος, αλλά
Ψευδο-Σύνοδος. Τούτο σημαίνει ότι δεν είναι έγκυρη, ούτε αυτοδικαίως άκυρη,
αλλά είναι ακυρώσιμη, ήτοι μπορεί να ακυρωθεί από μια όντως Ορθόδοξη
Πανορθόδοξη Σύνοδο, η οποία μπορεί ενδεχομένως να συγκληθεί στο μέλλον. Αυτή η
Ψευδο-Σύνοδος συγκλήθηκε ουσιαστικά από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ δια στόματος της κυρίας Ελισάβετ
Προδρόμου, αξιωματούχου του ίδιου Υπουργείου και Ειδικής Συμβούλου του Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως στην εν λόγω Ψευδο-Σύνοδο.
Οι
λόγοι για τους οποίους η λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη ή Πανορθόδοξη Σύνοδος» είναι
Ψευδο-Σύνοδος είναι οι ακόλουθοι:
1 – Δεν καταδίκασε την Παναίρεση
του Οικουμενισμού, αλλά την εισήγαγε «συνοδικώς», δηλ. δεσμευτικά για τις δέκα
(10) Αυτοκέφαλες που συμμετείχαν.
2 – Στην Ψευδο-Σύνοδο δεν
συμμετείχαν όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αλλά μόνον δέκα (10), που
εκπροσωπούν μόνο το ένα τρίτο (1/3) των Ορθοδόξων πιστών, ενώ τέσσερις (4)
Αυτοκέφαλες δεν συμμετείχαν που εκπροσωπούν τα δύο τρίτα (2/3) των Ορθοδόξων.
3 – Η Ψευδο-Σύνοδος συγκλήθηκε
χωρίς έγκυρη απόφαση σύγκλησης, δηλ. κατά παράβαση της πάγιας αρχής της
ομοφωνίας στη συνεργασία των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, δεδομένου ότι δεν
υπογράφηκε από το Πατριαρχείο Αντιοχείας.
4 – Λειτούργησε χωρίς έγκυρο
κανονισμό, δηλ. κατά παράβαση της πάγιας αρχής της ομοφωνίας στη συνεργασία των
Αυτοκέφαλων Εκκλησιών, δεδομένου ότι δεν υπογράφηκε από το Πατριαρχείο
Αντιοχείας.
5 – Είχε, μη έγκυρα, στην
ημερήσια διάταξή της ως θέματα το σχέδιο κειμένου «Το μυστήριον του γάμου και
τα κωλύματα αυτού», το οποίο δεν είχε υπογραφεί από τα Πατριαρχεία Αντιοχείας
και Γεωργίας στη Σύναξη των Προκαθημένων του Σαμπεζύ του Ιανουαρίου 2016, όπως
και τα λοιπά πέντε (5) σχέδια κειμένων τα οποία δεν είχαν υπογραφεί από το
Πατριαρχείο Αντιοχείας, δηλ. κατά παράβαση της πάγιας αρχής της ομοφωνίας στη
συνεργασία των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών.
6 – Μέλη με αποφασιστική ψήφο
στην Ψευδο-Σύνοδο δεν ήταν οι συμμετέχοντες Αρχιερείς, αλλά οι δέκα (10)
Αυτοκέφαλες Εκκλησίες [τόσο κατά το πρότυπο του Συνεδρίου Εκκλησιών της
Κωνσταντινούπολης του 1923 επί Πατριάρχη Μελετίου Δ΄ (Μεταξάκη), το οποίο
επέτρεψε στις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες να εισάγουν καινοτομίες (νέου εορτολογίου,
δευτέρου γάμου κληρικών κλπ.) όσο και κατά το πρότυπο του λεγόμενου Παγκοσμίου
Συμβουλίου «Εκκλησιών], ενώ όλα τα είδη Ορθοδόξων Συνόδων έχουν ως μέλη τους
μόνον Αρχιερείς με αποφασιστική ψήφο, κατά την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και κατά
το κοινό Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο. Τούτο συνιστά εκκλησιολογική αίρεση.
7 – Η Ψευδο-Σύνοδος αυτοαναγορεύθηκε
σε ανώτατη αυθεντία σε θέματα πίστης, πράγμα το οποίο συνιστά αίρεση, ενώ η
ανώτατη αυθεντία σε σχέση με το απλανώς θεολογείν (ή το αλάνθαστο σε θέματα
πίστης) ανήκει μόνο στο Σώμα της Εκκλησίας (δηλ. στις Συνόδους των Συνοδικών
Αρχιερέων, εφόσον οι αποφάσεις τους σε θέματα πίστης εκ των υστέρων εγκρίνονται
από τους λοιπούς Αρχιερείς και γίνονται δεκτές από τους λοιπούς κληρικούς, τους
μοναχούς και τους λαïκούς, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και το κοινό
Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο.
8 – Στις «συνοδικές» (ή
δεσμευτικές) αποφάσεις της η Ψευδο-Σύνοδος απαρνήθηκε την Ορθόδοξη μέθοδο
επιστημονικής θεολογίας, και υιοθέτησε την αντιπατερική ή μεταπατερική
δαιμονική θεολογία, η οποία συνδυάζει την αλήθεια με το ψεύδος, ως μέθοδο δήθεν
«Ορθόδοξης» θεολογίας στα πλαίσια της Νέας Εποχής, καθ’ υπόδειξη του Υπουργείου
Εξωτερικών των ΗΠΑ δια στόματος της ανωτέρω αναφερόμενης κυρίας Ελισάβετ
Προδρόμου.
9 – Η συμμετοχή στην Ψευδο-Σύνοδο
όχι του Κανονικού Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. Ειρηναίου, αλλά του Ιερώτατου
Αρχιεπισκόπου Θαβωρίου κ. Θεοφίλου, ο οποίος εξελέγη αντικανονικά στον
Πατριαρχικό Θρόνο Ιεροσολύμων, διότι αντικανονικώς και αυθαιρέτως η λεγόμενη
«Πανορθόδοξη Αγία και Ιερά Σύνοδος» αποφάσισε στις 24-5-2005 την έκπτωση του
Κανονικού Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. Ειρηναίου, κατόπιν πολιτικής παρέμβασης,
χωρίς κατηγορητήριο και χωρίς δίκη, και χωρίς να υφίσταται κανονική παραίτησή
του από τον Πατριαρχικό Θρόνο.
10 – Ο Κανονικός Πατριάρχης
Ιεροσολύμων κ.κ. Ειρηναίος, με το υπ’ αριθ. 86/20-6-2015 Διάγγελμά του προς το
Ποίμνιό του, τους Αγιοταφίτες, τους Προκαθημένους των Αυτοκέφαλων Εκκλησιών και
το Χριστεπώνυνο Πλήρωμα της ανά την Οικουμένη Ορθοδοξίας, καθιστά σαφές ότι
καταψηφίζει τις αποφάσεις της Ψευδο-Συνόδου, οι οποίες εισάγουν «συνοδικώς» την
Παναίρεση του Οικουμενισμού, και κατά συνέπεια, 1) δεν είναι έγκυρη η θετική
ψήφος για τις εν λόγω αποφάσεις του Αρχιεπισκόπου Θαβωρίου κ. Θεοφίλου, ο
οποίος εξελέγη αντικανονικά στον Πατριαρχικό Θρόνο Ιεροσολύμων, αλλά είναι
έγκυρη η αρνητική ψήφος του Κανονικού Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. Ειρηναίου, και
2) δεν ελήφθησαν εγκύρως οι αποφάσεις της Ψευδο-Συνόδου, διότι δεν υπάρχει
ομοφωνία μεταξύ των δέκα (10) Αυτοκεφάλων που συμμετείχαν στην εν λόγω
Ψευδο-Σύνοδο (όπως ορίζει ο, κατά τα ανωτέρω, μη έγκυρος Κανονισμός της),
δεδομένου ότι ο Κανονικός Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ.κ. Ειρηναίος καταψήφισε τις
αποφάσεις της ίδιας Ψευδο-Συνόδου.
Η
Παναίρεση του Οικουμενισμού εισήχθη «συνοδικώς» μέσω της δογματικής απόφασης
της Ψευδο-Συνόδου με τον τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν
χριστιανικόν κόσμον». Αυτή η δογματική απόφαση αλλοιώνει δογματικά τα άρθρο του
Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως «Και εις το Πνεύμα το Άγιον …
το εκ του Πατρός εκπορευόμενον», «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν
Εκκλησίαν» και «Ομολογώ έν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών». Διότι:
Α - Αναγνωρίζει τον Παπισμό ως
Εκκλησία εντασσόμενη στο «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν
Εκκλησίαν», χωρίς οι εκπρόσωποι και οι οπαδοί του να μετανοήσουν για τις πλάνες
τους, το μη προβλεπόμενο στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και στο Ορθόδοξο Κανονικό
Δίκαιο «δογματικό» πρωτείο επισκοπικής
εξουσίας επί όλης της Εκκλησίας, το filioque (που έχει καταδικαστεί από την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο και
το οποίο έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο της Πίστεως «Και εις το Πνεύμα
το Άγιον… το εκ του Πατρός εκπορευόμενον…», τη νεοπλατωνική, αυγουστίνια, σχολαστική,
θεολογία η οποία δεν έχει καμία σχέση με την Ορθόδοξη Πνευματικότητα της
θεραπευτικής μεθόδου της κάθαρσης – φωτισμού – θέωσης κλπ. Σημειωτέον ότι ο
Παπισμός έχει καταδικαστεί δογματικά από τουλάχιστον δεκαπέντε (15) Συνόδους, Οικουμενικές,
Αγίες και Μεγάλες ή Ενδημούσες, ετών 879, 1009, 1054, 1341, 1347, 1351, 1441,
1443, 1450, 1484, 1722, 1727, 1838, 1848 και 1895. Γι’ αυτούς τους λόγους είναι
ανίσχυρες 1) οι Εγκύκλιοι του 1902 και ιδίως του 1920, όταν οι αιρετικοί (ή
ετερόδοξοι), για πρώτη φορά σε Ορθόδοξα εκκλησιαστικά κείμενα (ή δογματικά και
συμβολικά μνημεία), ονομάστηκαν «αναδενδράδες (= κλάδοι) του Χριστιανισμού» και
«Εκκλησίες», 2) η άρση της ακοινωνησίας με τους Παπικούς (με τον παραπλανητικό
ως προς τους Ορθοδόξους τίτλο «άρση αναθεμάτων») του 1965, και 3) το Κείμενο
του Μπαλαμάντ του 1993 της Μεικτής Θεολογικής Επιτροπής Παπικών και Ορθοδόξων,
με το οποίο διαπιστώνεται ότι ο Παπισμός δεν είναι αίρεση, αλλά «αδελφή
Εκκλησία» με έγκυρα μυστήρια.
Β – Αναγνωρίζει, μαζί με τον
Παπισμό, και τις λοιπές αιρέσεις, Μονοφυσίτες, Παλαιοκαθολικούς, Αγγλικανούς
και λοιπούς Προτεστάντες ως Εκκλησίες εντασσόμενες στο «Εις Μίαν, Αγίαν,
Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν». Σημειωτέον ότι ο Μονοφυσιτισμός έχει
καταδικαστεί από την Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ και Ζ΄ Οικουμενικές Συνόδους και συνεπώς, ως
προσκρούουσα σε αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους, είναι ανίσχυρη η Β΄ Κοινή Δήλωση του Σαμπεζύ το
1990, η οποία διαπιστώνει δήθεν χριστολογική συμφωνία με τους μονοφυσίτες.
Γ – Αναγνωρίζει το Παγκόσμιο
Συμβούλιο των «Εκκλησιών», τα κείμενά του και τους σκοπούς του, ήτοι:
1) Ότι εν λόγω Παγκόσμιο
Συμβούλιο είναι «Αδελφότητα Εκκλησιών», στη βάση της ισότητας ως προς την
κατεχόμενη από αυτές θεολογική αλήθεια (αρθ. 1 Καταστατικού ΠΣΕ). Δηλ. όταν μια
Εκκλησία (ορθόδοξη ή προτεσταντική) γίνει μέλος του Π.Σ.Ε. αναγνωρίζει ως
Εκκλησίες τις λοιπές ορθόδοξες ή προτεσταντικές Εκκλησίες – μέλη.
2) Ότι οι «Εκκλησίες – μέλη του»
(12 Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και περίπου 340 Προτεσταντικές «Εκκλησίες»)
έχουν στόχο την ορατή ενότητά τους, η οποία είναι διαφορετική από την ενότητα
εν Χριστώ των Ορθοδόξων Εκκλησιών (αρθ. 3 Καταστατικού ΠΣΕ). Δηλ. έχουν ως
στόχο τους την ενότητα της «Εκκλησίας του Οικουμενισμού» ή της Πράσινης
Παγκόσμιας Θρησκείας του Σατανά, με βάση τη λεγόμενη «βαπτισματική θεολογία»
(του Κειμένου Β.Ε.Μ. της Λίμα – Περού το 1982 για μερική αποδοχή των ετερόδοξων
τελετών βαπτίσματος, ευχαριστίας και ιερωσύνης), δηλ. την ένταξη στην ακόμη
αόρατη αδιαίρετη Εκκλησία «Εκκλησία του Οικουμενισμού» («θεολογία της ενωμένης
αόρατης, αλλά διαιρεμένης ορατής Εκκλησίας») των Χριστιανών εν γένει μέσω
βαπτίσματος στο όνομα της Αγίας Τριάδος χωρίς να απαιτείται ούτε ο κανόνας του
τύπου της τριπλής κατάδυσης στο νερό ούτε η ακριβής Ορθόδοξη πίστη. Η μεν «θεολογία της αδιαίρετης αόρατης Εκκλησίας»
αλλοιώνει δογματικά το άρθρο του Συμβόλου της Πίστεως «Εις Μίαν, Αγίαν,
Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν», η δε «βαπτισματική θεολογία» αλλοιώνει
δογματικά το άρθρο «Ομολογώ έν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών».
Το
εκκλησιολογικό κείμενο «Προσκεκλημένοι να είμαστε η Μία Εκκλησία (= του
Οικουμενισμού) (Called to be the One Church)»
της 23-2-2006 της Θ΄ Γενικής Συνέλευσης του Παγκοσμίου Συμβουλίου «Εκκλησιών»
στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας το 2006, το οποίο αποδέχθηκε η πλειονότητα των
Ορθοδόξων εκπροσώπων, αμφισβητεί και προσβάλλει δογματικά το άρθρο της Πίστεως
«Εις Μίαν… Καθολικήν… Εκκλησίαν» και συγκεκριμένα τις ιδιότητες της «Μίας»
(δηλ. της ενότητας στην πίστη των τοπικών ορθοδόξων εκκλησιών) και της
«Καθολικής» (δηλ. της πληρότητας της πίστης). Διότι οι εν λόγω Ορθόδοξοι εκπρόσωποι αποδέχθηκαν το εν λόγω
κείμενο το οποίο προβλέπει:
1 – Η Ορθόδοξη Εκκλησία , της
οποίας δώδεκα (12) Αυτοκέφαλες Εκκλησίες είναι μέλη του Π.Σ.Ε., δεν αποτελεί
καθ’ εαυτήν την Καθολική Εκκλησία, αλλά η Καθολική Εκκλησία ταυτίζεται με την
«Εκκλησία του Οικουμενισμού». Κατά την παρ. 6 του εν λόγω εκκλησιολογικού
κειμένου, «… Κάθε εκκλησία (είτε ορθόδοξη είτε προτεσταντική) είναι η Καθολική
Εκκλησία, αλλά δεν είναι το σύνολο αυτής. Κάθε εκκλησία (Ορθόδοξη ή
προτεσταντική) εκπληρώνει την καθολικότητά της σε κοινωνία με τις άλλες
εκκλησίες. Επιβεβαιώνουμε ότι η καθολικότητα της Εκκλησίας εκφράζεται πιο ορατά
στη συμμετοχή στη θεία κοινωνία και σε αμοιβαία αναγνωρισμένους και
συμφιλιωμένους (δηλ. χωρίς ακριβή Ορθόδοξη πίστη) κληρικούς».
2 – Είναι θεμιτή η ύπαρξη
ποικιλίας δογμάτων μέσα στην «Εκκλησία του Οικουμενισμού», δηλαδή η ενότητα
μέσα στη διαφορετικότητα των πίστεων (unity in diversity), ήτοι η περιεκτικότητα των πίστεων (comprehensiveness) αντί της
αποκλειστικότητας της ακριβούς Ορθόδοξης πίστης (exclusiveness) Κατά την παρ.5 του ίδιου
εκκλησιολογικού κειμένου, «… Αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν διαφορετικές
εκκλησιολογικές αφετηρίες και ένα φάσμα απόψεων για τη σχέση της «Εκκλησίας του
Οικουμενισμού» με τις εκκλησίες (μέλη του ΠΣΕ, ορθόδοξες ή προτεσταντικές).
Μερικές διαφορές εκφράζουν .. την καλοσύνη… Άλλες διαφορές διαιρούν την
«Εκκλησία του Οικουμενισμού», αυτές πρέπει να υπερπηδηθούν… έτσι ώστε ο
χωρισμός και η απόκλιση να μην έχουν την τελευταία λέξη…».
Κατόπιν
των ανωτέρω:
Κατά
την Παράδοση της Εκκλησίας και κατά την Πατερική Θεολογία (ενδεικτικά του Αγίου
Θεοδώρου του Στουδίτη), οι Ορθόδοξοι πιστοί, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί,
οφείλουν
- κατά τους Κανόνες 31ο
Αποστολικό και 15ο της Πρωτοδευτέρας, με τελευταίο χρονικό σημείο
κατ’ οικονομίαν διατηρήσεως της κοινωνίας, για όσους επιλέξουν την οικονομία,
τη «συνοδική» εισαγωγή της «Παν)αιρέσεως (Επιστολή Αγ. Θεοδώρου Στουδίτη προς
ηγούμενο Θεόφιλο), η οποία πραγματοποιήθηκε στις 25-6-2016, ημερομηνία ψηφίσεως
της Παναιρετικής δογματικής απόφασης με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας
προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», οπότε έληξε πλέον η δυνατότητα της κατ’
οικονομίαν διατηρήσεως της κοινωνίας για όσους είχαν επιλέξει την οικονομία και
δεν υφίσταται επομένως περαιτέρω δυνατότητα «ΑΧΡΙΚΑΙΡΙΣΜΟΥ» -
να παύσουν την εκκλησιαστική
κοινωνία, ως εξής:
α) Οι μεν κληρικοί οφείλουν να
παύσουν το μνημόσυνο της προϊσταμένης τους αρχής, εφόσον αυτή είναι Παναιρετική
στο φρόνημα ή συμβιβασμένη με την Παναίρεση.
β) Οι δε μοναχοί και λαϊκοί
οφείλουν να παύσουν την κοινωνία με τους κληρικούς, ιερείς και αρχιερείς,
εφόσον αυτοί είναι Παναιρετικοί στο φρόνημα ή συμβιβασμένοι με την Παναίρεση.
Όσον
αφορά την Εκκλησία της Ελλάδος, πρέπει
να επισημανθεί ότι, κατά την ειδησεογραφία, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της
Ελλάδος, με πρόταση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, έλαβε υπόψη της στην Έκτακτη
Συνεδρίασή της του Μαϊου 2016 τα δεδομένα της διαβούλευσης επί των προσυνοδικών
κειμένων μόνον των Μητροπολιτών – μελών της, αρνούμενη να λάβει υπόψη της τα
δεδομένα της ίδιας διαβούλευσης που προέρχονταν από τις λοιπές τάξεις του
πληρώματός της (λοιπών κληρικών, μοναχών, και λαϊκών), σε αντίθεση με τη Ρωσική
Ορθόδοξη Εκκλησία στην οποία η Ιερά της Σύνοδος έλαβε υπόψη της τα δεδομένα της
δικής της διαβούλευσης επί των αυτών προσυνοδικών κειμένων τα προερχόμενα από
όλες τις τάξεις του πληρώματός της (αρχιερείς, λοιποί κληρικοί, μοναχοί και
λαϊκοί). Τούτο αποδεικνύει ότι όσοι Μητροπολίτες από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος δέχθηκαν
την εν λόγω πρόταση του Αρχιεπισκόπου, ακολουθούν όχι την Ορθόδοξη
Εκκλησιολογία, αλλά την Μη ορθόδοξη εκκλησιολογία παπικής εμπνεύσεως του
γνωστού εισηγητή της. Κατ’ αυτήν, όπου Επίσκοπος - έστω και Μη ορθοτομών, δηλ. Μη αποκόπτων
τις απαγορευμένες από την Αγία Γραφή, τις Αγίες Συνόδους και τους Αγίους
Πατέρες καινοτομίες, ως προστάτης του ποιμνίου της τοπικής του εκκλησίας - εκεί Εκκλησία, κατά το γαλλικό L’ Etat c’est moi (το Κράτος είναι δικό
μου) του Βασιλιά Λουδοβίκου 14ου, το οποίο αναλόγως μεταφερόμενο (mutatis mutandis) σημαίνει «ο
Επίσκοπος ή ο Προκαθήμενος είναι η Εκκλησία». Επίσης, η 25μελής αντιπροσωπεία
της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ψευδο-Σύνοδο της Κρήτης παραβίασε σαφώς την
απόφαση του Μαϊου 2016 της Έκτακτης Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της
Ελλάδος, η οποία έδιωσε την εντολή στην αντιπροσωπεία της να ψηφίσει στην εν
λόγω Ψευδο-Σύνοδο ότι ο Παπισμός δεν είναι εκκλησία.
Κατόπιν
των ανωτέρω, είναι σαφές ότι οι Προκαθήμενοι και οι Αρχιερείς που ανήκαν στις
αντιπροσωπείες των δέκα (10) Αυτοκέφαλων Εκκλησιών διέπραξαν το εκκλησιαστικό
ποινικό αδίκημα της ΑΙΡΕΣΕΩΣ, διότι οι εν λόγω Αυτοκέφαλες Εκκλησίες ψήφισαν τη
δογματική απόφαση με τον τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν
χριστιανικόν κόσμον», η οποία περιλαμβάνει τις ανωτέρω αναφερόμενες δογματικές
αλλοιώσεις του Συμβόλου της Πίστεως. Σε
σχέση με την Εκκλησία της Ελλάδος, ο Προκαθήμενός της και τα λοιπά 24 μέλη – Μητροπολίτες της
αντιπροσωπείας της στην Ψευδο-Σύνοδο της Κρήτης, διέπραξαν, εκτός του εκκλησιαστικού
ποινικού αδικήματος της αιρέσεως, και εκείνο της παράβασης καθήκοντος, διότι
παραβίασαν την απόφαση του Μαϊου 2016 του ανώτατου οργάνου διοικήσεως της
Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, δηλ. της (Έκτακτης) Συνόδου της Ιεραρχίας
της, η οποία έδωσε την εντολή στην αντιπροσωπεία της να ψηφίσει, στην εν λόγω
Ψευδο-Σύνοδο, ότι ο Παπισμός δεν είναι εκκλησία.
Σε
πλήρη μορφή την εν λόγω μελέτη μπορείτε να αναγνώσετε στη ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ (www.theognosia.gr).