Ισχυρίζεται πως όλοι αναγνώρισαν τα αποτελέσματα της Συνόδου του Κολυμπαρίου!

Του Μάνου Χατζηγιάννη


     “Η μόνη χώρα της οποίας το Σύνταγμα παρέχει ορισμένες εγγυήσεις στην Εκκλησία είναι η Ελλάδα σήμερα. Στον υπόλοιπο κόσμο, διακηρύσσεται η αρχή του διαχωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος”.
      Αυτήν την σημαντική ειδική αναφορά για την Ελλαδική Εκκλησία, ιδίως αυτήν την περίοδο που συζητούμε για την αναθεώρηση του Συντάγματος και την αλλαγή του άρθρου 3, έκανε σε συνέντευξή του σε ιταλικό μέσο ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεόφιλος με αφορμή την παρουσία του στο Βατικανό το προηγούμενο διάστημα.

   Η συνέντευξη περιεστράφη κυρίως γύρω από το θέμα της περιουσίας του Πατριαρχείου στο Ισραήλ και των προβλημάτων που αντιμετωπίζει με τον κ. Θεόφιλο να υποστηρίζει πως έλαβε την στήριξη του ποντίφικα, ο οποίος αναγνωρίζει το υπάρχον status quo στην περιοχή, όμως τα “μαργαριτάρια” βγήκαν από αλλού!
   Οι απόψεις του για την ενότητα Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων, αλλά και όσα είπε για την Σύνοδο του Κολυμπαρίου βρίθουν ανακριβειών και παραμένει αναπάντητο ερώτημα αν έγιναν σκόπιμα!
    Πριν από λίγες ημέρες το ΠΕΝΤΑΠΟΣΤΑΓΜΑ αποκάλυψε όλα όσα είπαν Θεόφιλος και Φραγκίσκος και κυρίως την δέσμευση του ποντίφικα για πλήρη ενότητα!

  Ευθυγραμμισμένος πλήρως στην γραμμή του Πάπα ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων χωρίς αιδώ απήντησε σε ερώτημα “Τι εμποδίζει τους Καθολικούς και τους Ορθοδόξους στο δρόμο προς την πλήρη ενότητα;” ως εξής:

   Τίποτα δεν μας εμποδίζει. Θα έλεγα ότι αυτή είναι μια διαδικασία. Στη Ρώμη, μαζί με τον Καρδινάλιο Κόχ και το προσωπικό του από το Ποντιφικό Συμβούλιο για την Προαγωγή της Χριστιανικής Ενότητας, αναγνωρίσαμε ότι είναι αδύνατο να έρθουμε στην πλήρη ενότητα στο σκοτάδι. Αλλά η ίδια η διαδικασία, η κίνηση σε αυτή την πορεία, είναι σημαντική. Πρέπει να κάνουμε ό,τι εξαρτάται από εμάς, τα υπόλοιπα είναι στα χέρια του Κυρίου. Αλλά σήμερα έχουν αλλάξει πολλά σε σχέση με το παρελθόν. Σήμερα έχουμε αμοιβαία κατανόηση και αμοιβαίο σεβασμό. Δεν υπάρχουν διαμάχες, προκαταλήψεις, υποψίες και φανατισμός στις σχέσεις μας”.
    Για την ειδική συμβολή μάλιστα που θα μπορούσε να παρέχει το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων στο θεολογικό διάλογο μεταξύ Ρ/Καθολικών και Ορθοδόξων ο Πατριάρχης Θεόφιλος τόνισε πως όλες οι ομολογίες και οι χριστιανικές κοινότητες αναγνωρίζουν ότι η Ιερουσαλήμ είναι η πηγή της υπεροχής της Εκκλησίας, της Εκκλησίας που γεννήθηκε. “Ήταν από εκεί από όπου η Εκκλησία εξαπλώθηκε σε όλη τη γη. Ακόμη και εκείνοι οι χριστιανοί που τοποθετούν τη Βίβλο στο επίκεντρο των συμφερόντων τους αναγνωρίζουν αμέσως τι ενώνει την Ιερουσαλήμ με τη Βίβλο. Η Εκκλησία της Ιερουσαλήμ μπορεί να προσφέρει αυτό. Τα λόγια των αγίων Ευαγγελιστών Ματθαίου και Λουκά, που μιλούν για το πουλί που συγκεντρώνει τα νεογνά του κάτω από τα φτερά του, ανήκουν στην εκκλησία της Ιερουσαλήμ”.
    Συνεχίζοντας τα περί πλήρους ενότητας ο Πατριάρχης απάντησε σε ερώτημα σχετικά με την δήλωση του Πάπα Φραγκίσκου ότι η πρακτική του προσηλυτισμού στις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων εκκλησιών είναι «αμαρτωλή» και για το κατά πόσο οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί δύνανται να προσφέρουν κάποια πρόοδο προς την πλήρη ενότητα των Χριστιανών.
     “Ο Πάπας Φραγκίσκος απολαμβάνει μεγάλο σεβασμό σε όλο τον κόσμο. Ίσως γιατί προσπαθεί να «σπάσει τον κύκλο». Όπως γνωρίζουμε από την Παλαιά Διαθήκη, ακόμη και οι προφήτες αντιστέκονταν και διώκονταν … Και ακριβώς επειδή διέθρεψαν «κλειστούς κύκλους» έτσι ώστε ο λαός να μπορεί να λάβει «δώρα». Προσωπικά, μπορώ να πω ότι όταν συναντηθείτε μαζί του, καταλαβαίνετε ότι με αυτόν τον άνθρωπο είναι δυνατή η αληθινή αμοιβαία κατανόηση, καθώς ο Πάπας Φραγκίσκος πιστεύει σε αυτό που λέει και τι κηρύττει” σχολίασε.
    Στη συνέχεια σημείωσε πως η κοινή αποκατάσταση του Σπηλαίου του Παναγίου Τάφου αποτέλεσε μια πραγματική καμπή.
Κατόπιν η συζήτηση περιεστράφη στις σχέσεις του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, την Σύνοδο της Κρήτης και το ρόλο της Ρωσίας και της Ρωσικής Εκκλησίας στη Μέση Ανατολή.
     “Το Πατριαρχείο της Μόσχας διαδραμάτισε ιστορικά σημαντικό ρόλο  συμπεριλαμβανομένων των Αγίων Τόπων. Όσο για το γεγονός που έλαβε χώρα στην Κρήτη, νομίζω ότι ήταν ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός που έδειξε την ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών και σήμερα υπάρχει μια συνειδητοποίηση αυτής της σημασίας. Σήμερα, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες πρέπει να βρουν τη λύση ενός «υπαρξιακού» προβλήματος: δεν λαμβάνουν πλέον εγγυήσεις και συνταγματική υποστήριξη από τα κράτη τουςΗ μόνη χώρα της οποίας το Σύνταγμα παρέχει ορισμένες εγγυήσεις στην Εκκλησία είναι η Ελλάδα σήμερα. Στον υπόλοιπο κόσμο, διακηρύσσεται η αρχή του διαχωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος. Φυσικά, πολλοί πολιτικοί υπερασπίζονται την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά οι πολιτικοί έρχονται και παρέρχονται και αυτό δεν θα διαρκέσει για πάντα. Οι ορθόδοξες εκκλησίες πρέπει να υποστηρίζουν η μία την άλλη, και κατά συνέπεια την ενότητα, που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της Αγίας & Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης, και έχει αμετάβλητη σημασία. Αυτη η Σύνοδος έδειξε έναν απτό τρόπο ενοποίησης των Εκκλησιών” ανέφερε.
       Εντύπωση πάντως προκάλεσε η άποψή του περί των απόντων!
    “Τα Πατριαρχεία, που δεν συμμετείχαν, είχαν τους δικούς τους λόγους. Ειλικρινά, νομίζω ότι καθένας από αυτούς είχε τα δικά του εσωτερικά προβλήματα. Ωστόσο, κανείς δεν αρνήθηκε να αναγνωρίσει τα αποτελέσματα της Συνόδου. Διότι ακόμη και εκείνοι που δεν συμμετείχαν σε αυτήν παραμένουν σε πλήρη κοινωνία με όλες τις άλλες Εκκλησίες” ανέφερε λησμονώντας πως δύο Εκκλησίες, της Βουλγαρίας και της Γεωργίας έχουν απορρίψει καθολοκληρίαν ή επιμέρους την Σύνοδο και κειμενά της, καθώς επίσης και ότι και μεμονωμένοι Μητροπολίτες αρνήθηκαν να υπογράψουν συγκεκριμένα κείμενα αυτής.
    Σύμφωνα με τον Πατριάρχη Θεόφιλο η Σύνοδος της Κρήτης “μπορεί να ανοίξει το δρόμο για στενότερη συνεργασία μεταξύ των Εκκλησιών. Είναι θέμα χρόνου”.
    Κλείνοντας απήντησε και στο ερώτημα κατά πόσο ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχε δίκιο όταν συγκάλεσε την Αγία & Μεγάλη Σύνοδο.
    “Συχνά στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει ένα πρόβλημα: ποιος ακριβώς θα έπρεπε να αναλάβει την πρωτοβουλία; Και από αυτή την άποψη, η Σύνοδος της Κρήτης έδωσε μια θετική εμπειρία, γιατί τώρα καρποφορούμε τους καρπούς αυτής της πρωτοβουλίας. Δεν ήταν εύκολο για τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο να αναλάβει την πλήρη ευθύνη, αντιμέτωπη με πολλά πολιτιστικά και πολιτικά χαρακτηριστικά που είναι εγγενή σε διάφορες εκκλησίες. Αλλά στο τέλος, μετά από πολλά χρόνια, ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε”.

Πηγή