ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ τὴν θεομητορικὴ ἑορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης, ποὺ συνδέεται μὲ τὰ ἄμφια τῆς Παναγίας.
Τί θὰ πῇ ἄμφιο; Περιβολή, ἐνδυμασία, ῥοῦχο. Ἄμφια λέμε αὐτὰ ποὺ φοροῦν οἱ κληρικοὶ ὅταν λειτουργοῦν. Ἔτσι ἄμφια λέγονται καὶ τὰ ῥοῦχα ποὺ φοροῦσε ἡ Παναγία.
- Ἄ, θὰ μᾶς ποῦν οἱ ἰεχωβῖτες καὶ ἄλλοι αἱρετικοί, ἐσεῖς τὰ ῥοῦχα τῆς Παναγίας λατρεύετε; Αὐτὰ θεοποιεῖτε;…
Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Ἐμεῖς ἕνα Θεὸ λατρεύουμε καὶ προσκυνοῦμε, τὸν ἐν Τριάδι Θεό. Ἀλλὰ τὸ ν᾿ ἀποδίδουμε μιὰ ἰδιαιτέρα τιμὴ στὴν ἱερὰ περιβολὴ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, αὐτὸ δὲν εἶνε ἔξω ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν ἱερὰ παράδοσι.
Διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι μιὰ γυναίκα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ αἱμορραγία, ἄγγιξε τὸ ἄκρο τοῦ ἐνδύματος τοῦ Χριστοῦ, κι ἀμέσως θεραπεύθηκε (βλ. Μᾶρκ. 5,25-34). Στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων βλέπουμε, ὅτι τὰ μαντήλια, τὰ λεγόμενα «σουδάρια ἢ σιμικίνθια», τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἔκαναν καλὰ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἔβγαζαν δαιμόνια (βλ. Πράξ. 19, 12). Ἀλλὰ καὶ ἡ σκιὰ ἀκόμη τῶν ἀποστόλων, ἡ σκιὰ τοῦ Πέτρου, ὅπου ἔπεφτε θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς (βλ. Πράξ. 5,15).
Στηριζόμενοι ἔτσι στὴν ἁγία Γραφὴ λέμε στοὺς αἱρετικούς, ὅτι ὄχι μόνο τὰ λείψανα τῶν ἁγίων θαυματουργοῦν, ἀλλὰ καὶ τὰ ἱερὰ ἄμφιά τους, πολὺ δὲ περισσότερο ἡ ἱερὰ ἐνδυμασία τῆς Παναγίας μας θαυματουργεῖ.
Σήμερα λοιπὸν εἶνε ἡ ἑορτὴ τῶν ἀμφίων τῆς Θεοτόκου. Ἑορτάζουμε τὸ μαφόριο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ποιό λέγεται μαφόριο; Ἡ μανδήλα, ποὺ φοροῦσε ἡ Παναγία, ὅπως τὴ βλέπετε στὴν εἰκόνα. Οἱ φράγκοι ζωγραφίζουν τὴν Παναγία χωρὶς μανδήλα. Ἀλλὰ σ᾿ ἐμᾶς τοὺς ὀρθοδόξους, σύμφωνα μὲ τὴν ἱερὰ παράδοσι, ἡ Παναγία ζωγραφίζεται πάντοτε μὲ μαντήλα. Τὸ μαντήλι στὴ βυζαντινὴ γλῶσσα ὀνομάζεται μαφόριο.
Πόσο συγκινοῦμαι, ἀγαπητοί μου, ὅταν πηγαίνω σὲ χωριὰ καὶ βλέπω ἀκόμη μερικὲς γυναῖκες νὰ φορᾶνε μαντήλα! Ὅταν βλέπω γυναῖκα νὰ φορᾷ μαντήλα στὸ κεφάλι, νομίζω ὅτι βλέπω τὴν Παναγία. Μιὰ γυναίκα, ποὺ φορᾷ τὸ μαφόριο τὸ ἱερό, εἶνε μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἐλάχιστες εἶνε σήμερα οἱ γυναῖκες αὐτές. Στὸν αἰῶνα τῆς μόδας καὶ τοῦ ἐκφυλισμοῦ, κρατοῦν ἀκόμα τὴν ἱερὰ παράδοσι. Καὶ αὐτὲς ποὺ φοροῦν στὸ κεφάλι τὴ μαντήλα μοιάζουν, ἐξωτερικῶς τοὐλάχιστον, μὲ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο.
Τώρα δυστυχῶς μαντήλα δὲν ὑπάρχει. Φύσηξε ἄνεμος σφοδρός, ἄνεμος ἀπιστίας καὶ ἀθεΐας, καὶ ἡ μαντήλα ἔφυγε ἀπὸ τὰ κεφάλια τῶν γυναικῶν. Κι ὄχι μόνο ἡ μαντήλα ἔφυγε, ἀλλὰ κόψανε καὶ τὰ μαλλιά τους, ἔβγαλαν τὰ ῥοῦχα τους καὶ σχεδὸν γυμνὲς περπατοῦν στὸ δρόμο. Ἄλλες δὲ ἀκόμα πέταξαν τὰ γυναικεῖα ῥοῦχα, φόρεσαν ἀνδρικά, πρὸς ἐξευτελισμὸν τῆς γυναικείας ἀξιοπρεπείας. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει· Ὅταν θὰ δῆτε τὶς γυναῖκες νὰ γυρίζουν γυμνὲς στὸ δρόμο, τότε πλησιάζει τὸ τέλος τοῦ κόσμου.
Τί θὰ πῇ ἄμφιο; Περιβολή, ἐνδυμασία, ῥοῦχο. Ἄμφια λέμε αὐτὰ ποὺ φοροῦν οἱ κληρικοὶ ὅταν λειτουργοῦν. Ἔτσι ἄμφια λέγονται καὶ τὰ ῥοῦχα ποὺ φοροῦσε ἡ Παναγία.
- Ἄ, θὰ μᾶς ποῦν οἱ ἰεχωβῖτες καὶ ἄλλοι αἱρετικοί, ἐσεῖς τὰ ῥοῦχα τῆς Παναγίας λατρεύετε; Αὐτὰ θεοποιεῖτε;…
Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Ἐμεῖς ἕνα Θεὸ λατρεύουμε καὶ προσκυνοῦμε, τὸν ἐν Τριάδι Θεό. Ἀλλὰ τὸ ν᾿ ἀποδίδουμε μιὰ ἰδιαιτέρα τιμὴ στὴν ἱερὰ περιβολὴ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, αὐτὸ δὲν εἶνε ἔξω ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν ἱερὰ παράδοσι.
Διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι μιὰ γυναίκα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ αἱμορραγία, ἄγγιξε τὸ ἄκρο τοῦ ἐνδύματος τοῦ Χριστοῦ, κι ἀμέσως θεραπεύθηκε (βλ. Μᾶρκ. 5,25-34). Στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων βλέπουμε, ὅτι τὰ μαντήλια, τὰ λεγόμενα «σουδάρια ἢ σιμικίνθια», τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἔκαναν καλὰ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἔβγαζαν δαιμόνια (βλ. Πράξ. 19, 12). Ἀλλὰ καὶ ἡ σκιὰ ἀκόμη τῶν ἀποστόλων, ἡ σκιὰ τοῦ Πέτρου, ὅπου ἔπεφτε θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς (βλ. Πράξ. 5,15).
Στηριζόμενοι ἔτσι στὴν ἁγία Γραφὴ λέμε στοὺς αἱρετικούς, ὅτι ὄχι μόνο τὰ λείψανα τῶν ἁγίων θαυματουργοῦν, ἀλλὰ καὶ τὰ ἱερὰ ἄμφιά τους, πολὺ δὲ περισσότερο ἡ ἱερὰ ἐνδυμασία τῆς Παναγίας μας θαυματουργεῖ.
Σήμερα λοιπὸν εἶνε ἡ ἑορτὴ τῶν ἀμφίων τῆς Θεοτόκου. Ἑορτάζουμε τὸ μαφόριο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ποιό λέγεται μαφόριο; Ἡ μανδήλα, ποὺ φοροῦσε ἡ Παναγία, ὅπως τὴ βλέπετε στὴν εἰκόνα. Οἱ φράγκοι ζωγραφίζουν τὴν Παναγία χωρὶς μανδήλα. Ἀλλὰ σ᾿ ἐμᾶς τοὺς ὀρθοδόξους, σύμφωνα μὲ τὴν ἱερὰ παράδοσι, ἡ Παναγία ζωγραφίζεται πάντοτε μὲ μαντήλα. Τὸ μαντήλι στὴ βυζαντινὴ γλῶσσα ὀνομάζεται μαφόριο.
Πόσο συγκινοῦμαι, ἀγαπητοί μου, ὅταν πηγαίνω σὲ χωριὰ καὶ βλέπω ἀκόμη μερικὲς γυναῖκες νὰ φορᾶνε μαντήλα! Ὅταν βλέπω γυναῖκα νὰ φορᾷ μαντήλα στὸ κεφάλι, νομίζω ὅτι βλέπω τὴν Παναγία. Μιὰ γυναίκα, ποὺ φορᾷ τὸ μαφόριο τὸ ἱερό, εἶνε μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἐλάχιστες εἶνε σήμερα οἱ γυναῖκες αὐτές. Στὸν αἰῶνα τῆς μόδας καὶ τοῦ ἐκφυλισμοῦ, κρατοῦν ἀκόμα τὴν ἱερὰ παράδοσι. Καὶ αὐτὲς ποὺ φοροῦν στὸ κεφάλι τὴ μαντήλα μοιάζουν, ἐξωτερικῶς τοὐλάχιστον, μὲ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο.
Τώρα δυστυχῶς μαντήλα δὲν ὑπάρχει. Φύσηξε ἄνεμος σφοδρός, ἄνεμος ἀπιστίας καὶ ἀθεΐας, καὶ ἡ μαντήλα ἔφυγε ἀπὸ τὰ κεφάλια τῶν γυναικῶν. Κι ὄχι μόνο ἡ μαντήλα ἔφυγε, ἀλλὰ κόψανε καὶ τὰ μαλλιά τους, ἔβγαλαν τὰ ῥοῦχα τους καὶ σχεδὸν γυμνὲς περπατοῦν στὸ δρόμο. Ἄλλες δὲ ἀκόμα πέταξαν τὰ γυναικεῖα ῥοῦχα, φόρεσαν ἀνδρικά, πρὸς ἐξευτελισμὸν τῆς γυναικείας ἀξιοπρεπείας. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει· Ὅταν θὰ δῆτε τὶς γυναῖκες νὰ γυρίζουν γυμνὲς στὸ δρόμο, τότε πλησιάζει τὸ τέλος τοῦ κόσμου.
* * *
Γιατί ἑορτάζουμε τὴ μανδήλα τῆς
Θεοτόκου; Τί ἔκανε αὐτὴ ἡ μανδήλα καὶ τὴν ἑορτάζουμε; Ἂς μὴν πιστεύουν
οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε. Ἕνα θαῦμα, ποὺ ἔκανε ἡ Παναγία μας διὰ τοῦ
μαφορίου της, θὰ σᾶς διηγηθῶ καὶ τελειώνω τὸν λόγο.
Εἶνε ἱστορικὸ γεγονός. Ἔγινε ἐπὶ αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, τὸν 9ο αἰῶνα. Ἔγινε στὴν Πόλι. Ζοῦσε ἐκεῖ τότε ἕνας ἀσκητής, ἕνας ὑπέροχος ἄνθρωπος. Ὠνομάζετο Ἀνδρέας. Ἀλλὰ ὁ κόσμος τοῦ ἔβγαλε παρατσούκλι καὶ τὸν ὠνόμαζε σαλό. Ἦταν γνωστὸς στὴν Πόλι ὡς Ἀνδρέας ὁ σαλός. Σαλὸς σημαίνει μωρός, ἀνισόρροπος. Μὰ ἦταν ὁ Ἀνδρέας σαλός; Ὄχι. Εἶχε τὰ μυαλά του τετρακόσια. Ἦταν λογικὸς ἄνθρωπος. Τότε γιατί τὸν λέγανε σαλό; Γιατὶ ὁ κόσμος, ὅταν δῇ ἕναν ἄνθρωπο, ἄνδρα ἢ γυναῖκα, νὰ ἐκτελῇ μὲ ἀκρίβεια τὰ πνευματικά του καθήκοντα, τὸν ὀνομάζει τρελλό.
Ἔτσι ὠνόμαζαν καὶ τὸν Ἀνδρέα. Καὶ ὅμως αὐτός, ποὺ δὲν τοῦ ἔδιναν σημασία, αὐτὸς τώρα ἔσωσε τὴν Πόλι! Γιατὶ ὅσο ἀξίζει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, δὲν ἀξίζει ὁ κόσμος ὅλος.
Τί ἔκανε ὁ Ἀνδρέας; Ἡ Κωνσταντινούπολι πολιωρκήθηκε ἀπὸ ἀγαρηνούς. Κινδύνευε νὰ πέσῃ στὰ χέρια τους. Καὶ οἱ μὲν στρατιῶτες ἀγωνίζονταν στὰ τείχη, τὰ δὲ γυναικόπαιδα μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἦταν στὸν περίφημο ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, κ᾿ ἐκεῖ προσεύχονταν. Μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Ἀνδρέας ὁ σαλός.
Καὶ τότε τί εἶδε; Κατὰ τὰ μεσάνυχτα, 1 ἡ ὥρα, ἔλαμψε ὁ οὐρανὸς τῆς Ἐκκλησίας. Φάνηκε ἡ Παναγία. Δεξιά της εἶχε τὸν τίμιο Πρόδρομο, καὶ ἀριστερὰ τὸν Ἰωάννη τὸν εὐαγγελιστή. Καὶ κατέβαινε καὶ κατέβαινε, μαζὶ μὲ ἕνα πλῆθος ἀγγέλων. Καὶ μόλις ἔφτασε κάτω στὴν Πόλι, γονάτισε καὶ ἔκανε τὴν προσευχή της. Μετὰ πῆρε τὸ μαφόριό της, τὸ μανδήλι της, καὶ τὸ ἅπλωσε πάνω ἀπὸ τὴν Πόλι.
Ποιός εἶδε τὸ ὅραμα; Τὸ εἶδε ἕνας ποὺ εἶχε τηλεόρασι· τηλεόρασι ὄχι τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸς ἦταν ὁ Ἀνδρέας, ποὺ τὸν ὠνομάζανε σαλό. Κι ὅταν τὸ εἶδε εἶπε· Χριστιανοί, μὴ φοβᾶστε· θὰ νικήσουμε!
Καὶ πράγματι νίκησαν. Νίκησαν χάρις στὸ μαφόριο τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἁπλώθηκε σὰν νεφέλη φωτεινή.
Εἶνε ἱστορικὸ γεγονός. Ἔγινε ἐπὶ αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, τὸν 9ο αἰῶνα. Ἔγινε στὴν Πόλι. Ζοῦσε ἐκεῖ τότε ἕνας ἀσκητής, ἕνας ὑπέροχος ἄνθρωπος. Ὠνομάζετο Ἀνδρέας. Ἀλλὰ ὁ κόσμος τοῦ ἔβγαλε παρατσούκλι καὶ τὸν ὠνόμαζε σαλό. Ἦταν γνωστὸς στὴν Πόλι ὡς Ἀνδρέας ὁ σαλός. Σαλὸς σημαίνει μωρός, ἀνισόρροπος. Μὰ ἦταν ὁ Ἀνδρέας σαλός; Ὄχι. Εἶχε τὰ μυαλά του τετρακόσια. Ἦταν λογικὸς ἄνθρωπος. Τότε γιατί τὸν λέγανε σαλό; Γιατὶ ὁ κόσμος, ὅταν δῇ ἕναν ἄνθρωπο, ἄνδρα ἢ γυναῖκα, νὰ ἐκτελῇ μὲ ἀκρίβεια τὰ πνευματικά του καθήκοντα, τὸν ὀνομάζει τρελλό.
Ἔτσι ὠνόμαζαν καὶ τὸν Ἀνδρέα. Καὶ ὅμως αὐτός, ποὺ δὲν τοῦ ἔδιναν σημασία, αὐτὸς τώρα ἔσωσε τὴν Πόλι! Γιατὶ ὅσο ἀξίζει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, δὲν ἀξίζει ὁ κόσμος ὅλος.
Τί ἔκανε ὁ Ἀνδρέας; Ἡ Κωνσταντινούπολι πολιωρκήθηκε ἀπὸ ἀγαρηνούς. Κινδύνευε νὰ πέσῃ στὰ χέρια τους. Καὶ οἱ μὲν στρατιῶτες ἀγωνίζονταν στὰ τείχη, τὰ δὲ γυναικόπαιδα μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἦταν στὸν περίφημο ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, κ᾿ ἐκεῖ προσεύχονταν. Μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Ἀνδρέας ὁ σαλός.
Καὶ τότε τί εἶδε; Κατὰ τὰ μεσάνυχτα, 1 ἡ ὥρα, ἔλαμψε ὁ οὐρανὸς τῆς Ἐκκλησίας. Φάνηκε ἡ Παναγία. Δεξιά της εἶχε τὸν τίμιο Πρόδρομο, καὶ ἀριστερὰ τὸν Ἰωάννη τὸν εὐαγγελιστή. Καὶ κατέβαινε καὶ κατέβαινε, μαζὶ μὲ ἕνα πλῆθος ἀγγέλων. Καὶ μόλις ἔφτασε κάτω στὴν Πόλι, γονάτισε καὶ ἔκανε τὴν προσευχή της. Μετὰ πῆρε τὸ μαφόριό της, τὸ μανδήλι της, καὶ τὸ ἅπλωσε πάνω ἀπὸ τὴν Πόλι.
Ποιός εἶδε τὸ ὅραμα; Τὸ εἶδε ἕνας ποὺ εἶχε τηλεόρασι· τηλεόρασι ὄχι τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸς ἦταν ὁ Ἀνδρέας, ποὺ τὸν ὠνομάζανε σαλό. Κι ὅταν τὸ εἶδε εἶπε· Χριστιανοί, μὴ φοβᾶστε· θὰ νικήσουμε!
Καὶ πράγματι νίκησαν. Νίκησαν χάρις στὸ μαφόριο τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἁπλώθηκε σὰν νεφέλη φωτεινή.
* * *
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ ἱστορικὸ τοῦ θαύματος. Δὲν εἶνε ψέμα, δὲν εἶνε παραμύθι.
Ἀπὸ τότε περάσανε ἕνδεκα αἰῶνες.
- «Τῷ καιρͺῶ ἐκείνῳ…», λένε μερικοί.
Ὄχι. Δὲν εἶνε μόνο «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ». Καὶ χθὲς καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων ἡ θρησκεία τοῦ Ναζωραίου εἶνε ἡ μόνη δύναμις στὸν κόσμο.
Θέλετε ἀπόδειξι; Ὕστερα ἀπὸ 1.100 χρόνια περίπου, μιὰ ἄλλη νύχτα, στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1940, τὸ θαῦμα ἐπαναλήφθηκε.
Ὅπως τότε ἐπετέθησαν ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ οἱ ἀγαρηνοί, ἔτσι τώρα ἀπὸ τὴ δύσι, ἕνας ἄλλος λαός, λεγόμενος χριστιανικός, ἀπειλοῦσε τὴν Ἑλλάδα. Καὶ ὅμως ἡ Ἑλλὰς ἔκανε τὸ θαῦμα· ὄχι μόνο ἀπέκλεισε τὸν βάρβαρο εἰσβολέα ἐπάνω στὴν Ἤπειρο, ἀλλὰ καὶ νίκησε καὶ μπῆκε στὶς πόλεις τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Πῶς ἐνίκησε; ποιοί οἱ συντελεσταὶ τῆς νίκης; Πρῶτον ἡ ὁμόνοια τοῦ ἔθνους. Δεύτερον ἡ ἀνδρεία τῶν παιδιῶν μας. Τρίτον ἡ ἐπιτελικὴ μόρφωσις τῶν ἀξιωματικῶν μας. Τέταρτον ὁ ἔρωτας τῆς ἐλευθερίας, ποὺ ἐφλόγιζε τὰ στήθη τῶν Ἑλλήνων. Πέμπτον καὶ κυριώτερον ἡ πίστις. Ὅσοι βρισκόμασταν μέσα στὸ λαὸ καὶ κοντὰ στὸ λαὸ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες, διαπιστώναμε καὶ μαρτυροῦμε, ὅτι ποτέ ὁ λαός μας δὲν ἐπίστευε τόσο ὅσο τότε.
Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἡ σκέπη τῆς Παναγίας προστάτευσε τὸ ἔθνος. Ὕστερα ἀπὸ τέτοια θαύματα, δὲν θά ᾿πρεπε ν᾿ ἀγαποῦμε καὶ νὰ τιμοῦμε τὴν Παναγία μας; Δὲν ξέρω τί κάνουν ἀλλοῦ· ἐδῶ τοὐλάχιστον δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ οὔτε ἕνας ἄπιστος, οὔτε σπόρος ἀπίστου.
Καὶ ὅμως· κανένα ἄλλο ἔθνος δὲν βλαστημάει τόσο τὴν Παναγία ὅσο τὴν βλαστημάει τὸ δικό μας ἔθνος.
Κάτω στὴν Ἀραπιά, ὅποιος βλαστημήσῃ τὸν Ἀλλάχ, τοῦ κόβουν τὴ γλῶσσα. Ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα βλαστημοῦν τὴν Παναγία, τὴν σκέπη τοῦ γένους μας, καὶ οὐδείς ἐπεμβαίνει.
Κάποιος μεθυσμένος στὴν Ἀθήνα ἔγραψε στὸν τοῖχο μιὰ αἰσχρὰ κουβέντα γιὰ τὸν πρωθυπουργό. Τὸν πιάνουν, καὶ τὴν ἄλλη μέρα τὸν δικάζουν. Πόσο τὸν τιμώρησαν; Δυὸ χρόνια χωρὶς ἀναστολή. Μεγάλος, λοιπόν, ὁ πρωθυπουργός μας, μεγάλοι οἱ ὑπουργοί μας, μεγάλοι οἱ στρατηγοί μας, μεγάλοι οἱ ναύαρχοί μας, καὶ μικρὸς πολὺ μικρὸς ὁ Χριστὸς καὶ μικρὰ ἡ Παναγία…
Θεέ μου Θεέ μου, πῶς μᾶς ἀνέχεσαι; Ὦ ἔθνος ἁμαρτωλό, ποὺ ἔκανες θεοὺς τοὺς ἀνθρώπους καὶ καταφρόνησες καὶ ἐκμηδένισες τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ!…
Ἀλλὰ νὰ εἶστε βέβαιοι, χριστιανοί μου, ὅτι θὰ ἔρθῃ ἡμέρα ποὺ θὰ κάνουμε πατρίδα χριστιανική, πιστὴ καὶ ἀφωσιωμένη στὸ Θεό. Καὶ τότε δὲν θὰ ἔχουν θέσι ἐκεῖ ἄπιστα ὄντα, ποὺ βλαστημοῦν τὸ Θεό. Δὲν θὰ μᾶς κυβερνοῦν αἰωνίως οἱ μασόνοι· θὰ μᾶς κυβερνήσῃ ὁ Χριστός. Ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Ἀπὸ τότε περάσανε ἕνδεκα αἰῶνες.
- «Τῷ καιρͺῶ ἐκείνῳ…», λένε μερικοί.
Ὄχι. Δὲν εἶνε μόνο «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ». Καὶ χθὲς καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων ἡ θρησκεία τοῦ Ναζωραίου εἶνε ἡ μόνη δύναμις στὸν κόσμο.
Θέλετε ἀπόδειξι; Ὕστερα ἀπὸ 1.100 χρόνια περίπου, μιὰ ἄλλη νύχτα, στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1940, τὸ θαῦμα ἐπαναλήφθηκε.
Ὅπως τότε ἐπετέθησαν ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ οἱ ἀγαρηνοί, ἔτσι τώρα ἀπὸ τὴ δύσι, ἕνας ἄλλος λαός, λεγόμενος χριστιανικός, ἀπειλοῦσε τὴν Ἑλλάδα. Καὶ ὅμως ἡ Ἑλλὰς ἔκανε τὸ θαῦμα· ὄχι μόνο ἀπέκλεισε τὸν βάρβαρο εἰσβολέα ἐπάνω στὴν Ἤπειρο, ἀλλὰ καὶ νίκησε καὶ μπῆκε στὶς πόλεις τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Πῶς ἐνίκησε; ποιοί οἱ συντελεσταὶ τῆς νίκης; Πρῶτον ἡ ὁμόνοια τοῦ ἔθνους. Δεύτερον ἡ ἀνδρεία τῶν παιδιῶν μας. Τρίτον ἡ ἐπιτελικὴ μόρφωσις τῶν ἀξιωματικῶν μας. Τέταρτον ὁ ἔρωτας τῆς ἐλευθερίας, ποὺ ἐφλόγιζε τὰ στήθη τῶν Ἑλλήνων. Πέμπτον καὶ κυριώτερον ἡ πίστις. Ὅσοι βρισκόμασταν μέσα στὸ λαὸ καὶ κοντὰ στὸ λαὸ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες, διαπιστώναμε καὶ μαρτυροῦμε, ὅτι ποτέ ὁ λαός μας δὲν ἐπίστευε τόσο ὅσο τότε.
Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἡ σκέπη τῆς Παναγίας προστάτευσε τὸ ἔθνος. Ὕστερα ἀπὸ τέτοια θαύματα, δὲν θά ᾿πρεπε ν᾿ ἀγαποῦμε καὶ νὰ τιμοῦμε τὴν Παναγία μας; Δὲν ξέρω τί κάνουν ἀλλοῦ· ἐδῶ τοὐλάχιστον δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ οὔτε ἕνας ἄπιστος, οὔτε σπόρος ἀπίστου.
Καὶ ὅμως· κανένα ἄλλο ἔθνος δὲν βλαστημάει τόσο τὴν Παναγία ὅσο τὴν βλαστημάει τὸ δικό μας ἔθνος.
Κάτω στὴν Ἀραπιά, ὅποιος βλαστημήσῃ τὸν Ἀλλάχ, τοῦ κόβουν τὴ γλῶσσα. Ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα βλαστημοῦν τὴν Παναγία, τὴν σκέπη τοῦ γένους μας, καὶ οὐδείς ἐπεμβαίνει.
Κάποιος μεθυσμένος στὴν Ἀθήνα ἔγραψε στὸν τοῖχο μιὰ αἰσχρὰ κουβέντα γιὰ τὸν πρωθυπουργό. Τὸν πιάνουν, καὶ τὴν ἄλλη μέρα τὸν δικάζουν. Πόσο τὸν τιμώρησαν; Δυὸ χρόνια χωρὶς ἀναστολή. Μεγάλος, λοιπόν, ὁ πρωθυπουργός μας, μεγάλοι οἱ ὑπουργοί μας, μεγάλοι οἱ στρατηγοί μας, μεγάλοι οἱ ναύαρχοί μας, καὶ μικρὸς πολὺ μικρὸς ὁ Χριστὸς καὶ μικρὰ ἡ Παναγία…
Θεέ μου Θεέ μου, πῶς μᾶς ἀνέχεσαι; Ὦ ἔθνος ἁμαρτωλό, ποὺ ἔκανες θεοὺς τοὺς ἀνθρώπους καὶ καταφρόνησες καὶ ἐκμηδένισες τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ!…
Ἀλλὰ νὰ εἶστε βέβαιοι, χριστιανοί μου, ὅτι θὰ ἔρθῃ ἡμέρα ποὺ θὰ κάνουμε πατρίδα χριστιανική, πιστὴ καὶ ἀφωσιωμένη στὸ Θεό. Καὶ τότε δὲν θὰ ἔχουν θέσι ἐκεῖ ἄπιστα ὄντα, ποὺ βλαστημοῦν τὸ Θεό. Δὲν θὰ μᾶς κυβερνοῦν αἰωνίως οἱ μασόνοι· θὰ μᾶς κυβερνήσῃ ὁ Χριστός. Ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† Ὁ Φλωρίνης, Πρεσπῶν & Ἑορδαίας
Aὐγουστῖνος