«Ἡ ἀφύπνησι τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ τελευταία ἐλπίδα στόν κατήφορο τόν
ὁποῖο ἔχουν ὁδηγήσει οἱ Ἐπίσκοποι τήν Ἐκκλησία»!
Μετὰ τὸ
θαυμάσιο ἄρθρο τοῦ κ. Τσακίρογλου «Φόρος
τιμής για τον αγώνα λαϊκών που κοπιάζουν
μέσα στον κόσμο για την Αλήθεια!», ἀναρτοῦμε σὲ ἐπανάληψη ἕνα κείμενο τοῦ
π. Εὐθυμίου
Τρικαμηνᾶ, ἀπὸ τὸ «ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟΝ ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟΝ ΣΥΝΟΔΙΚΟΝ» τὸ 2007, ποὺ ἐνισχύει τὶς ἁγιοπατερικὲς
θέσεις τοῦ κ. Τσακίρογλου μὲ συγκεκριμένα παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ
ἱστορία.
Ὅσον ἀφορᾶ τό ὅτι
εἶναι παράδοσις ὀρθοδοξότατη ὁ λαός νά ἀντιδρᾶ ὅταν προσπαθοῦν νά τοῦ
ἐπιβάλλουν ποιμένες οἱ ὁποῖοι δέν τόν ἐκφράζουν, ἤ τούς θεωρεῖ κατευθυνόμενους
καί προσπαθοῦν νά ἐπιβληθοῦν μέ τήν βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, καθώς
ἐπίσης ἐξεγέρσεις καί κινητοποιήσεις τοῦ λαοῦ ὅταν ἐπιβουλεύονται τήν ὀρθόδοξο
πίστι του, κοιτᾶξτε τόν βίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τόν βίο τοῦ ἁγ.
Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου καί ὅλη τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, ἡ ὁποία εἶναι
κυριολεκτικά γεμάτη ἀπό τέτοιες περιπτώσεις.
Θά σᾶς καταγράψω ἐνδεικτικά δύο–τρία τέτοια περιστατικά ἐπεμβάσεων τοῦ λαοῦ, πέραν
ἀπό τούς βίους τῶν δύο προαναφερθέντων μεγάλων ἁγίων μας, τούς ὁποίους σχεδόν
καθημερινά ὑπεράσπιζε ὁ λαός ἀπό τίς εἰς βάρος των ἐπιβουλές καί ἀδικίες, γιά
νά καταδειχθῆ ὅτι οἱ ἐπεμβάσεις αὐτές τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκ τῆς Θείας
Προνοίας καί ἄν δέν ὑπῆρχαν, δέν θά ὑπῆρχε πρό πολλῶν αἰώνων ἡ Ὀρθοδοξία, τήν
ὁποία ἐσεῖς σήμερα ξεπουλήσατε στήν Εὐρώπη καί τήν θυσιάσατε στόν βωμό τῆς
ἐκκοσμικεύσεως καί τῆς φιλαυτίας.
α) «Μετά τήν ἑξαετῆ πατριαρχεία τοῦ
Τιμοθέου, τόν ὁποῖο οἱ μοναχοί καί ὁ λαός τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀποστρεφόταν,
ἐπειδή ἀναθεμάτιζε τήν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος, ἀνῆλθε στόν θρόνο ὁ ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Καππαδόκης (518-520). Κατά τήν
διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας τῆς Κυριακῆς 15-7-518 ὁ νέος πατριάρχης πιέσθηκε
μέ ἐντυπωσιακό τρόπο ἀπό τόν ἀγανακτισμένο λαό, πού φώναζε:
«Ἀκοινώνητοι διατί μένονεν; ἐπί τοσαῦτα
ἔτη διατί οὐ κοινωνοῦμεν; ἐκ τῶν χειρῶν σου κοινωνῆσαι θέλομεν... ὀρθόδοξος εἶ,
τίνα φοβῆσαι;... Ἰουστῖνε Αὔγουστε TU VINKAS (νίκα), τήν Σύνοδον Χαλκηδόνος ἄρτι (ἀμέσως) κήρυξον... Ἀνάθεμα Σεβήρῳ
τῷ Μανιχαίῳ... Τόν ἐπίβουλο τῆς Τριάδος ἔξω βάλε... Εἰ φιλεῖς τήν πίστιν,
Σεβῆρον ἀναθεμάτισον... Πολλά τά ἔτη τοῦ βασιλέως, ἀδελφοί Χριστιανοί, μία
ψυχή, πίστις ἐστίν, οὐκ ἔνι (ἐπιτρέπεται) ἁπλῶς. Ἡ ἁγία Μαρία, Θεοτόκος ἐστίν...
Ἀνάθεμα Σεβήρῳ, φανερῶς εἰπέ... Οὐ κατέρχῃ, ἐάν μή ἀναθεματίσῃς... Οὐκ ἀναχωρῶ,
ἐάν μή κηρύξῃς· ἕως ὀψέ ὧδε ἐσμέν... Τῶν ἐν Χαλκηδόνι πατέρων τήν σύναξιν
αὔριον κήρυξον».
Ὁ ἱερός πατριάρχης ἀναγκάσθηκε νά ἀνταποκριθῇ
στά ἐπίμονα αἰτήματα τοῦ λαοῦ. Ἀφοῦ τούς
βεβαίωσε, ὅτι δέχεται ὅλες τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, κηρύχθηκε ἡ σύναξις τῶν
Πατέρων διά
Σαμουήλ διακόνου ὡς ἑξῆς: «Γνωστοποιοῦμε στήν ἀγάπη σας, ὅτι αὔριο ἐπιτελοῦμε τήν μνήμη τῶν ἐν ἁγίοις Πατέρων καί ἐπισκόπων γενομένων, τῶν κατά τήν Χαλκηδονέων μητρόπολιν συναχθέντων... συναγόμεθα δέ καί ἐνταῦθα». Οἱ πιστοί ὅμως ἐπέμεναν καί φώναζαν γιά πολλή ὥρα νά ἀναθεματισθῇ καί ὁ Σεβῆρος. Πράγματι, ὁ πατριάρχης καί οἱ παρόντες ἐπίσκοποι ἀναθεμάτισαν τόν Σεβῆρο, καί ἔπειτα ὁ λαός ἀνεχώρησε.
Σαμουήλ διακόνου ὡς ἑξῆς: «Γνωστοποιοῦμε στήν ἀγάπη σας, ὅτι αὔριο ἐπιτελοῦμε τήν μνήμη τῶν ἐν ἁγίοις Πατέρων καί ἐπισκόπων γενομένων, τῶν κατά τήν Χαλκηδονέων μητρόπολιν συναχθέντων... συναγόμεθα δέ καί ἐνταῦθα». Οἱ πιστοί ὅμως ἐπέμεναν καί φώναζαν γιά πολλή ὥρα νά ἀναθεματισθῇ καί ὁ Σεβῆρος. Πράγματι, ὁ πατριάρχης καί οἱ παρόντες ἐπίσκοποι ἀναθεμάτισαν τόν Σεβῆρο, καί ἔπειτα ὁ λαός ἀνεχώρησε.
Τήν ἑπομένη ἡμέρα (Δευτέρα 16-7-518) καί ἐνῶ
ἐπιτελεῖτο ἡ μνήμη τῶν ἁγίων Πατέρων στήν ἐκκλησία, τά πλήθη φώναζαν πάλι
πρός τόν πατριάρχη: «Τούς ἐν ἐξορίᾳ διά τήν πίστιν, τῇ ἐκκλησίᾳ... Σεβῆρον τόν
Ἰούδαν ἔξω βάλε... Εὐφήμιον καί Μακεδόνιον, τῇ ἐκκλησία. Τά συνοδικά εἰς Ρώμην
ἄρτι (ἀμέσως) ἀπέλθωσι... Εὐφημίου καί Μακεδονίου τά ὀνόματα ἄρτι ταγῇ (νά
ταχθοῦν ἀμέσως)... Τάς τέσσαρας Συνόδους τοῖς διπτύχοις. Λέοντα τόν ἐπίσκοπον Ρώμης τοῖς διπτύχοις... Τά
δίπτυχα ἄρτι φέρε... Ἐάν μή ἄρτι οὐδείς ἐκβαίνει, μαρτύρομαί σε τάς θύρας
κλείω...».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης προσπάθησε νά καθησυχάσῃ
τόν λαό λέγοντας, ὅτι ἡ πίστις δέν κινδυνεύει πλέον καί ὑποσχέθηκε, ὅτι γιά
τά αἰτήματά τους θά ἀποφασίσῃ ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος. Οἱ πιστοί ὅμως ἔκλεισαν τίς πόρτες καί
ἐπέμεναν νά φωνάζουν. Ἔτσι ὁ ἱερός Ἰωάννης ἀναγκάσθηκε νά λάβῃ τά δίπτυχα καί
διέταξε νά ἐνταχθοῦν σ' αὐτά οἱ τέσσερις ἅγιες Σύνοδοι καί τά ὀνόματα τῶν ἁγίων
Εὐφημίου, Μακεδονίου καί Λέοντος Ρώμης.
Τότε ὁ λαός μέ ἕνα στόμα φώναξε: «Εὐλογητός
Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ ὅτι ἐπεσκέψατο καί ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ»
(Λουκ. α', 68). Μετά δέ τήν ἀνάγνωσι τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου καί ἀκριβῶς κατά τήν
ὥρα τῶν διπτύχων τά πλήθη πῆγαν μέ πολλή ἡσυχία γύρω ἀπό τό ἅγιο θυσιαστήριο
καί ἄκουγαν. Μόλις λοιπόν ἄκουσαν τά
ὀνόματα τῶν ἱερῶν Συνόδων καί τῶν ἁγίων πατριαρχῶν πού προαναφέραμε, τότε ὅλοι
ζητωκραύγασαν: «Δόξα σοι Κύριε»· καί ἔπειτα συνεχίσθηκε ἡ θεία Λειτουργία μέ
κάθε εὐταξία.
Τέσσερις ἡμέρες ἀργότερα συνῆλθε ἡ Ἐνδημοῦσα
Σύνοδος, στήν ὁποία ἔλαβαν μέρος σαρανταένας ἐπίσκοποι καί πενῆντα ἡγούμενοι
Μονῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Στήν Σύνοδο αὐτή διαβάστηκε ἐπιστολή πού
ὑπέγραψαν πενηνταέξι ἀρχιμανδρῖται τῆς βασιλευούσης.
Οἱ μοναχοί παρακαλοῦσαν τούς ἐπισκόπους διά
τῆς ἐπιστολῆς τους αὐτῆς νά ἐπικυρώσουν ἐγγράφως τίς ἐκβοήσεις τοῦ λαοῦ πρός
τόν πατριάρχη καί τίς προσφωνήσεις τοῦ ἱεροῦ Ἰωάννου πρός τόν λαό - δηλαδή
τήν ἀναγραφή στά δίπτυχα τῶν ἱερῶν Συνόδων καί πατριαρχῶν, πού προαναφέραμε.
Ζητοῦσαν ἀκόμη νά ἀναθεματισθῇ ὁ Σεβῆρος καί νά ἀνακληθοῦν στίς θέσεις τους
ὅσοι κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί ἐξωρίσθηκαν, ἐπειδή ὑπεράσπιζαν τούς ἱερούς
πατριάρχες Εὐφήμιο καί Μακεδόνιο.
Πράγματι ἡ Σύνοδος ἀποδέχθηκε ὅλα τά ἀνωτέρω
αἰτήματα καί ἀποφάσισε τήν ἀνακομιδή στήν Κωνσταντινούπολι τῶν λειψάνων τῶν δύο
εὐσεβῶν πατριαρχῶν» (Νικόδ. Μήλια, Τῶν
ἱερῶν Συνόδων... συλλογή, τόμος β' σελ. 302 -305).
β) «Ὁ Ὀρθόδοξος λαός
λοιπόν ζητοῦσε τήν συνηθισμένη Ὀρθόδοξο διδασκαλία καί φώναζε δυνατά λέγοντας:
«Βασιλέα ἔχουμε, ἐπίσκοπο δέν ἔχουμε». Μέχρι σήμερα ὅμως ἔμεινε
ἀτιμώρητη ἡ δοκιμασία τοῦ λαοῦ, τοῦ ὁποίου ἕνα μέρος συνελήφθηκε ἀπό τούς
ὑπηρέτες καί κτυπήθηκε μέ διαφόρους τρόπους στόν χῶρο τῶν δικαστηρίων. Τά
γεγονότα μάλιστα αὐτά, πού διεπράχθησαν μέσα στήν βασιλεύουσα πόλι, δέν ἔγιναν
ποτέ οὔτε στά βαρβαρικά ἔθνη!
Μερικοί πάλι πού ἤλεγξαν τόν Νεστόριο κατά πρόσωπο
μέσα στήν ἁγιωτάτη ἐκκλησία ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, ὑπέμειναν μεγάλες
ταλαιπωρίες. Κάποιος δέ ἀπό τούς πλέον
ἁπλοϊκούς μοναχούς - πυρπολούμενος ἀπό θεῖο ζῆλο- ἀναγκάσθηκε νά ἐμποδίσῃ τόν
αἱρετικό κήρυκα τῆς ἀνομίας νά εἰσέλθῃ στήν ἐκκλησία κατά τήν ὥρα τῆς Θείας
Λειτουργίας. Ὁ Νεστόριος τότε τόν κτύπησε καί τόν παρέδωσε στούς
μεγαλοπρεπεστάτους ἐπάρχους...» (Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκδ. Ἱ.
Μονῆς ὁσ. Γρηγορίου ἅγ. Ὄρος σελ. 69) .
γ) «Ἱερεύς τις ἠθέλησεν ἰδεῖν ὅπως
γίνεται ἡ τοῦ πατριάρχου πρόβλησις· ὄνομα τῷ ἱερεῖ Θεοφύλακτος. Ἐδανείσατο οὖν
ἵππον, οὐδέ γάρ ἐκέκτητο, καί ἦλθεν εἰς τά βασίλεια, καί ἰδών τήν πρόβλησιν,
ἦλθε μεθ' ἡμῶν μέχρι καί τοῦ πατριαρχείου. Εἶτα ὑπέστρεψεν εἰς τό ἴδιον οἴκημα,
καί κατά τήν ὥραν τοῦ ἑσπερινοῦ ἐσήμανεν (ἦν γάρ ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως), καί
οὐδείς ἦλθεν εἰς τόν ναόν αὐτοῦ· ὡσαύτως
καί εἰς τόν ὄρθρον, καί οὐδείς ἦλθε· ἐξεδέχετο δέ καί εἰς τήν ὥραν τῆς
λειτουργίας, ἵνα φέρῃ τις αὐτῷ λειτουργίαν, καί οὐκ ἔφερε· διό οὐδέ
ἐλειτούργησεν. Ἀγανακτήσας προσῆλθε τοῖς εἰωθόσιν ἐκκλησιάζεσθαι ἐν τῷ ναῷ καί
ἠρώτα τίνος χάριν οὐκ ἦλθον ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἑορτῆς οὔσης; Οἱ δέ ἔλεγον
αὐτῷ· Διότι ἠκολούθησας καί σύ τῷ
πατριάρχῃ καί ἐλατίνισας. Ἔλεγεν οὖν ὁ ἱερεύς· Καί πῶς ἐλατίνισα; ἐγώ ἀπήλθον
ἁπλῶς ἵνα ἴδω τήν τάξιν μόνον ἥν οὐδέποτε εἶδον, καί οὔτε ἐφόρεσα οὔτε ἔψαλα
οὔτε τι ἱερατικόν ἐποίησα. Πῶς οὖν
ἐλατίνισα; Οἱ δέ εἶπον· Ἀλλ' ἀνεμίχθης καί συνωδοιπόρεις μετά τῶν λατινισάντων
ἔμπροσθεν τοῦ λατινόφρονος πατριάρχου καί ἔφθανέ σοι ἡ εὐλογία αὐτοῦ. Τότε
ἠγανάκτησεν, ἵνα δυσωπῇ αὐτούς μεθ' ὑποσχέσεων ἐνόρκων, ὡς οὐκέτι ἀπελεύσεται
εἰς τόν πατριάρχην ἤ εἰς τούς πλησιάζοντας αὐτῷ, καί μόλις ἠδυνήθη καταπεῖσαι
αὐτούς συνέρχεσθαι πάλιν εἰς τήν ἐκκλησίαν.
Εἰ οὖν ὥσπερ ἥδυσμά τι προσετέθη τοῦτο τῷ λόγῳ, ἀλλ' οὖν καί ἐκ τούτου
ἔξεστι τοῖς βουλομένοις τεκμαίρεσθαι ὁποίαν τινά διάθεσιν ἔχει Θεοῦ χάριτι περί
τά ὑγιῆ τῆς Ἐκκλησίας δόγματα ὁ χριστιανικώτατος ὅδε λαός καί ὅπως
ἀποστρέφεται καί μισεῖ τά νόθα τε καί ἀλλότρια». (Ἀπομνημονεύματα
Σιλβέστρου Συρόπουλου, σελ. 556, &
9).
Θά ἤθελα νά σᾶς ἐρωτήσω, Ἅγιοι Δικαστές, ἄν
θά ἐπιθυμούσατε νά εἴχατε στήν ἐξουσία σας ἕνα τέτοιο λαό. Ἕναν λαό ὁ ὁποῖος νά
εἶναι εὐαίσθητος στά θέματα τῆς πίστεως, ἕνα λαό ὁ ὁποῖος νά πονᾶ γιά τήν
Παράδοσί του καί γιά ὅ,τι κακό γίνεται στήν Ἐκκλησία καί ἐπί πλέον νά θέλη τόν
Ἐπίσκοπό του πράγματι εἰς τύπον Χριστοῦ, δηλαδή νά τόν βλέπη καθημερινά νά
θυσιάζεται καί νά σταυρώνεται γιά νά διαφυλάξη ὅ,τι παρέλαβε, δηλαδή τήν ἱερά
παρακαταθήκη μας. Πιστεύω πώς ἐσεῖς (καί ὄχι μόνο) θέλετε νά ποιμαίνετε
ἀνθρώπους, νεκρούς κατά τήν ἀγωνιστικότητα, χλιαρούς κατά τό φρόνημα καί
δουλοπρεπεῖς κατά τήν μεταξύ σας σχέσι. Αὐτή ὅμως ἡ σχέσις καί ἡ κατάστασις τοῦ
λαοῦ ἡ ὁποία θά ἦταν στά μέτρα σας, θά
ἦταν σχέσις νεκροῦ μέ τόν νεκροθάφτη καί ἡ Ὀρθοδοξία θά ἦταν ἕνα ἀπέραντο
νεκροταφεῖο, στό ὁποῖο θά ζοῦσαν (σωματικά) μόνον οἱ νεκροθάφτες καί τά
κοράκια.
Ἀπό αὐτῆς
λοιπόν
τῆς ἀπόψεως, ὅλοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι
ἀντιδροῦν στήν Λάρισα, φωνάζουν
δέ καί διαμαρτύρονται γιά τό σάπιο ἐκκλησιαστικό κατεστημένο εἶναι οἱ
εὐεργέτες τοῦ κ. Ἰγνατίου Λάπα, εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι
πραγματικά τόν ἀγαποῦν καί ἀγαποῦν τήν Ἐκκλησία, καί οἱ ὁποῖοι δέν
θέλουν νά
κολασθῆ ἀπό τήν ἀρχομανία καί τόν δεσποτισμό του, ὁ ὁποῖος σάν σαράκι
ἔχει
διαβρώσει ὅλη τήν ἱεραρχία καί τήν ἔχει κάνει παίγνιο τοῦ διαβόλου.
Θυμηθεῖτε ἄν θέλετε, Ἅγιοι Δικαστές, τό παράδειγμα τοῦ ἁγ. Γρηγορίου
τοῦ Θεολόγου,
ὁ ὁποῖος ἀφοῦ μετέστρεψε ὅλη τήν Κων/πολι ἀπό ἀρειανική σέ ὀρθόδοξη,
ἀφοῦ
ἐκοπίασε ὅσον οὐδείς ἄλλος γιά τόν λαό του, πολεμώντας τούς αἱρετικούς,
ἀφοῦ
ἔδειξε ἔργῳ καί λόγῳ ἁπτά δείγματα πατρότητος καί ἔφερε τά στίγματα τοῦ
Χριστοῦ
ἐπάνω του, παραιτήθη ἀπό Πατριάρχης
Κων/πόλεως, μόλις κάποιοι Ἐπίσκοποι στήν Σύνοδο ἀμφισβήτησαν τήν
κανονικότητά
του. Ἀντιθέτως ὁ κ. Ἰγνάτιος Λάπας χωρίς νά προσφέρη τίποτα
στόν λαό τῆς Λαρίσης, χωρίς νά δείξη τά σημάδια τῆς πατρότητάς του πρός
αὐτούς
τούς ὁποίους λέγει ὅτι εἶναι παιδιά του,
χωρίς νά ἐπιδείξη κανένα ἀπολύτως δεῖγμα ὅτι εἶναι ὄντως εἰς τύπον
Χριστοῦ, θέλει μέ τά ΜΑΤ, τίς
κλοῦβες καί τήν κάλυψι καί εὐλογία τῆς Συνόδου νά ἑδραιωθῆ στέλνοντας
στά
δικαστήρια καί στίς φυλακές ὅσους ἔχουν ἀπομείνει μέ κάποιες ὀρθόδοξες
ἀνησυχίες καί ὅσους ἔχουν κάποια γλυκειά νοσταλγία καί μιά κρυφή ἐλπίδα,
μήπως
καί δέν χαθῆ ἡ κοινωνία τῆς διαχρονικῆς μετά τῆς συγχρόνου Ἐκκλησίας.
Ἀπό αὐτῆς λοιπόν τῆς ἀπόψεως καθημερινά κολάζει
ὁ κ. Λάπας τούς Λαρισαίους, διότι αὐτούς οἱ ὁποῖοι κοιμοῦνται τούς
ρίχνει τό
ναρκωτικό τῆς ὑπακοῆς, τῆς καλοπέρασης καί τοῦ βολέματος, τῆς κανονικής
ἐκλογῆς
του ἀπό τήν Σύνοδο, τῆς παπικῆς ἰδέας, ὅτι ὅποιος δέν κάνει ὑπακοή στόν
Ἐπίσκοπο εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας καί τούς
δίδει ἔτσι τό εἰσιτήριο τοῦ αἰωνίου μετά θάνατον ὕπνου, καί σ' αὐτούς οἱ
ὁποῖοι
θέλουν νά μή δώσουν ὕπνο τοῖς ὀφθαλμοῖς των καί τοῖς βλεφάροις των νυσταγμόν
ἕως οὗ εὕρουσι τόπον τῷ Κυρίῳ, σ' αὐτούς λέγω οἱ ὁποῖοι ἀνησυχοῦν γιά τόν
κατήφορο στόν ὁποῖον ὁδηγοῦν καθημερινά οἱ Ἐπίσκοποι τήν ἐκκλησία, προβάλλει
τήν ἐξουσία του καί τήν παπική του αὐθεντία, ἡ ὁποία μέ τήν βοήθεια τῆς
πολιτικῆς ἐξουσίας τούς ἀναγκάζει πολλές φορές νά παραφέρωνται, νά αἰσθάνωνται ἀνεπίσκοποι καί ἀποίμαντοι καί
ἐπί πλέον ὅτι τούς ἐγκατέλειψε ὁ Θεός, διότι τούς ἔστειλε ἀντί γιά προστάτη καί
στήριγμα, ἕναν παγερό ἐξουσιαστή, καί ἀντί γιά ἐπιστήμονα ἰατρό, ἕναν ἀγροῖκο
χωριάτη.
Καί βεβαίως γιά
νά εἴμαστε δίκαιοι, δέν εἶναι ἀνεύθυνος καί ὁ λαός, διότι κατά τίς ἁμαρτίες του
στέλνει ὁ Θεός καί ἀναλόγους ποιμένες.
Καί ἰσχύει καί ἐδῶ ἴσως αὐτό τό ὁποῖο ἀναφέρεται στούς πατέρες, ὅτι τότε
πού ὁ Ἀττίλας λεηλατοῦσε καί κατέστρεφε τήν Ἰταλία, κάποιος ἀσκητής παρεκάλεσε
τόν Θεό νά τόν πληροφορήση, γιατί ἔστειλε αὐτόν τόν αἱμοβόρο ληστή νά
καταστρέψη τόν τόπο καί τοῦ ἀπεκάλυψε ὁ Θεός ὅτι τόν ἔστειλε αὐτόν, ἐπειδή δέν
εὑρῆκε κανέναν χειρότερο. Νομίζω ὅτι ζεῖ
μέ ψευδαισθήσεις, ὅτι ὀνειρεύεται καί αὐταπατᾶται, ὅταν στό κατηγορητήριο
αὐτοαποκαλεῖται, ὁ κ. Ἰγνάτιος Λάπας, Μητροπολίτης Λαρίσης καί μάλιστα
κανονικός καί πιστεύω ὅτι καί αὐτοί, οἱ ὁποῖοι τόν στηρίζουν ἀπό τήν Σύνοδο, θά γελοῦν εἰς βάρος
του μέ τά παθήματά του.
Ὅπως
καταλαβαίνετε, Ἅγιοι Δικαστές, κανονικός καί μοιχεπιβάτης, κανονικός καί
κλοῦβες και ΜΑΤ στίς μεγάλες ἑορτές καί
στίς λιτανεῖες, κανονικός καί νά στέλνη τά ἄτακτα παιδιά του στά δικαστήρια καί στά νοσοκομεῖα,
κανονικός καί νά ἀκούγωνται ἰαχές μέ τά «ἀνάξιος» καί τόσα ἄλλα, τέτοια
κανονικότητα μόνο σέ βαθύτατο λήθαργο μπορεῖ κανείς νά φαντασθῆ.
Θά σᾶς μεταφέρω στό σημεῖο αὐτό, Ἅγιοι
Δικαστές, μία θέσι τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυστοστόμου γιά νά διαπιστώσετε ὅτι
πράγματι ἐλυποῦντο τότε οἱ Ἐπίσκοποι καί
οἱ Χριστιανοί, ὄχι ὅμως γιά τούς θρόνους των, οὔτε φοβούμενοι μήπως χάσουν τήν
«μπαστούνα» ἤ γιά ὁ,τιδήποτε ἄλλο ἐπίγειο καί φθαρτό, ἀλλά ἐλυποῦντο γιά τά
προβλήματα καί τίς πληγές τῆς Ἐκκλησίας, τίς ὁποῖες ἐδημιουργοῦσαν οἱ
Ἐπίσκοποι. «Ὅταν ἀκούσῃς ὅτι τῶν
Ἐκκλησιῶν ἡ μέν κατέδυ (καταποντίσθηκε) ἡ δέ σαλεύεται, ἑτέρα χαλεποῖς
περιαντλεῖται κύμασιν, ἄλλη τά ἀνήκεστα πέπονθεν (πάσχει ὀλέθρια, ἀνίατα),
ἡ μέν λύκον ἀντί ποιμένος λαβοῦσα,
ἡ δέ πειρατήν ἀντί κυβερνήτου, ἡ δέ δήμιον ἀντί ἰατροῦ,
ἄλγει μέν (νά πονᾶς καί νά θλίβεσαι), οὐ γάρ δεῖ τά τοιαῦτα ἀνωδύνως
φέρειν, ἄλγει δέ μέτρον ἐπιθεῖσα τῇ λύπῃ».
(Ἐπιστολή πρός Ὀλυμπιάδα ΕΠΕ 37, 386).