Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

«Μη κλαίε»(Λουκ. 7,13) Μην κλαίτε τους νεκρούς, κλάψτε τους ζωντανούς!





       Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αγουστίνου Καντιώτου
Μην κλαίτε τους νεκρούς, κλάψτε τους ζωντανούς!
ΘΑ σς π πλ λόγια, κα θέλω ν προσέξετε.
κούσατε τ Εαγγέλιο, πο μς διηγεται να θαμα.
Χριστς δν κανε μόνο να θαμα. κανε μυριάδες θαύματα. Μετρς τν μμο τς θαλάσσης; μετρς τ φύλλα τν δέντρων; μετρς τ στρα τ᾿ ορανο; λλο τόσο κι κόμη πι δύσκολο ενε ν μετρήσς τ θαύματα το Χριστο.

Δν ενε μόνο τ θαύματα πο διηγεται τ Εαγγέλιο· ατ ενε τ λιγώτερα. Χριστιανισμς ενε γεμτος θαύματα. δύναμις το Χριστο μας ενε αωνία· θαυματουργοσε, θαυματουργε κα θ θαυματουργ. «Χριστς χθς κα σήμερον ατς κα ες τος αἰῶνας» (βρ. 13,8).
γώ, στερα π τόσα θαύματα πο γιναν στν κόσμο, πορ πς πάρχουν πιστοι.

* * *
Τ θαμα πο μς διηγεται σήμερα τ Εαγγέλιο ενε π τ μεγαλύτερα θαύματα.
Χριστός, ταν ταν δ στ γ, δν μενε σ᾿ να μέρος. Πήγαινε σ διάφορες πόλεις κα χωριά, γι ν διδάξ, γι ν κάν καλ τος ρρώστους, προπαντς μως γι ν τος δώσ κάτι κόμα μεγαλύτερο.
Τ μεγαλύτερο δν ενε ν γίνς καλ κα ν ζήσς γδόντα, νενήντα, κατ χρόνια. Τ μεγαλύτερο π λα πο δίνει Χριστς ενε φεσις τν μαρτιν. λλοίμονο στν νθρωπο πο θ πεθάν χωρς ν᾿ κούσ π τ Χριστ μ τ στόμα το πνευματικοῦ― τ «Τέκνον, φέωνταί σου α μαρτίαι». χουμε να μεγάλο χρέος. Κάθε μαρτία μας ενε να χρέος.
Γλέντησε, νθρωπε, φάγε κα πιές. Θ πεθάνς μι μέρα, κι λλοίμονό σου ν πεθάνς μ νεξόφλητο τ χρέος σου.
Γι᾿ ατ Χριστς πήγαινε π χωρι σ χωριό· γι ν διδάξ, ν παρηγορήσ, ν θεραπεύσ, λλ κα ν δώσ τν φεσι τν μαρτιν.
τσι περπατώντας Χριστς μ τος δώδεκα μαθητάς του φτασε ξω π τ Ναΐν. κε εδε συγκεντρωμένο κόσμο πολύ.
Τί ταν, γάμος; , ν ταν γάμος, θ᾿ κούγονταν βιολι κα χοροί. Τώρα κούγονταν κλάματα φοβερά.
ταν κηδεία νς νέου νθρώπου, νς παλληκαριο. να λουλούδι, πο δν νοιξε κόμη τ πέταλά του, πο δν πήλαυσε τ ζωή.
Δν εχε φτάσει στ εκοσί του χρόνια, κα τ παιδ ατ πέθανε. Νεκρ τώρα μέσα στ φέρετρο. Τ πραν στ χέρια κα τ βγαλαν ξω π τ χωριό, γι ν τ θάψουν στ μαύρη γ. κε συνάντησε Χριστς τ χάρο, τ θάνατο.
Πίσω π᾿ τ φέρετρο κολουθοσε μι μάνα δυστυχισμένη. Δν εχε ξιφτ παιδιά. να τ εχε κα μονάκριβο. Κι ατ ταν χήρα. Πρν λίγα χρόνια χασε τν ντρα της. Παρηγοριά της μενε τ παιδί. Κα τώρα κενο πέθανε, κι ατ κλαίει σπαρακτικά.
Κα Χριστός, πο ενε λος γάπη, τί κάνει; Πλησιάζει τ φέρετρο, πο τ κρατον τέσσερις ντρες, κα λέει στ γυνακα· «Μν κλας». Μ μπορες σ μι μάνα πο χει μπροστά της να φέρετρο ν πς, «Μν κλας»; Εκολο ν τ πς. λοι τ λέμε. λλ Χριστς τ επε μ ργο. Ποιό ργο; λοι ο πιστήμονες ν μαζευτον, δν μπορον ν κάνουν ατ πο κανε Χριστός. Τί κανε;
Μ τ χέρια του τ παντοδύναμα γγιξε τ νεκρ κορμί, πο ταν μέσα στ φέρετρο. Κα μόλις τ γγιξε, ρθε ζωή. νεκρ καρδι ρχισε ν χτυπά. Τ μάτια νοιξαν. Τ ατι ρχισαν ν᾿ κονε. Τ πόδια κα τ χέρια κινήθηκαν. Τινάχτηκε λόκληρος.
Θεέ μου! ταν τ εδαν, λοι στ συνοδεία φοβήθηκαν κα ρχισαν ν δοξάζουν τ Θε κα ν λένε· Τέτοιο πργμα δν ξανάδαμε· Θες πισκέφθηκε τ γ!
Φαντασθτε τώρα τ χήρα, πς θ πεσε κα θ προσκύνησε τ Χριστ κα μ τί λόγια θ ξεδήλωνε τν εγνωμοσύνη της.
* * *
Ατ τ λόγια, πο επε στ χήρα Χριστός, «Μν κλας», τ δια λέει κα σήμερα σ᾿ μς. Γιατ κα σήμερα κλανε ο νθρωποι, πως κα στν ρχαία ποχή· κα θ κλανε πάντοτε.
Κα ποιός δν κλαίει, γαπητοί μου! Κλαίει πατέρας γι τ παιδ πο χασε. Κλαίει μάνα γι τ κορίτσι πο χασε. Κλαίει ντρας γι τ γυνακα πο χασε νέα. Κλανε ο γυνακες γι τος ντρες των. Κλαίει κόσμος κα κόσμος.
Δν πάρχει σπίτι, ετε καλύβα ετε παλάτι, πο ν μ χύν δάκρυα. Μ δάκρυα γεννιέται νθρωπος. ζωή του λόκληρη ενε να κλάμα. ν μπορούσαμε ν μαζέψουμε τ δάκρυα πο χύνουν ο νθρωποι, θ κάναμε μι λίμνη, τν πι μεγάλη λίμνη το κόσμου, μ μι πιγραφή· « λίμνη τν δακρύων».
λλ᾿ κούγεται φων το Χριστο· «Μ κλαε» (Λουκ. 7,13).
Ν μν κλαμε; Πς ν μν κλαμε;
χ, δελφοί μου! ν μποροσαν ο πεθαμένοι πο βρίσκονται μέσα στ μνήματα ν μιλήσουν, ξέρετε τί θ μς λέγανε; Μν κλατε γι ᾿μς. μες, σοι πιστεύαμε στ Χριστό, σοι τν λατρεύαμε ταν μασταν στ γ, τώρα περνομε πολ καλύτερα στν λλο κόσμο.
Μπά, πάρχει λλος κόσμος;
Ναί, πάρχει λλος κόσμος. σο ενε βέβαιο τι αριο ξημερώνει Δευτέρα, λλο τόσο ν εστε βέβαιοι τι πάρχει κα λλος κόσμος.
Θ μς λέγανε λοιπν ο νεκροί·
Μν κλατε γι ᾿μς. μες φύγαμε π τν καλύβα κα εμαστε στ παλάτια τ᾿ ορανο. Εμαστε κοντ στος γγέλους κα ρχαγγέλους. Μν κλατε γι μς. Ν χαίρεστε, γιατ εμαστε κοντ στ Χριστό, κοντ στος γίους, στν κόσμο τν πνευμάτων.
Ν κλατε γι σς, χι γι τος ποθαμένους. Τ δάκρυα, πο χύνετε γι τος ποθαμένους, ενε χαμένα δάκρυα. Ν κλατε γι τος ζωντανούς.
σες ο γυνακες πο εστε παντρεμένες, ν κλατε χι ταν ποθάν ντρας σας, λλ τώρα, πο ενε ζωντανς μ δν πατάει στν κκλησία.
Μο λεγε μι γυναίκα·
Πάω κάθε Κυριακ στν κκλησία. Τό ᾿χω μως καημ στν καρδιά μου. ντρας μου π τν ρα πο στεφανωθήκαμε χει δεκαπέντε χρόνια ν πά στν κκλησία. Βλαστημάει, βρίζει, δν θέλει ν᾿ κούσ γι τ Θεό
Γυνακες, πο βλέπετε τος ντρες σας ν σαπίζουν στς ταβέρνες κα ν ρχωνται μετ τς δώδεκα στ σπίτι· γυνακες, πο βλέπετε τος ντρες σας ν χαρτοπαίζουν, ν πίνουν κα ν βλαστημνε τ Θεό· σες, γυνακες, κλαύσατε τος ντρες σας.
Κ᾿ σες, ο ντρες, ν βλέπετε τς γυνακες σας ν φεύγουν π τ δρόμο το Θεο, κα ν βαδίζουν μ τ θελήματα το κόσμου κα τς μαρτίας, κλαύσατέ τις τώρα πο ενε ζωντανές, χι ταν ποθάνουν.
Κ᾿ σες, ο πατεράδες κα μανάδες, κλαύσατε χι γι τ παιδι πο πέθαναν· ατ ενε γγελούδια. Μν κλατε τ μικρ παιδιά. Τ πρε Θες π τν γκαλιά σας, γι ν ενε μαζ μ τος γγέλους. Μακάρι κ᾿ μες ν πεθαίναμε μικρ παιδιά, γι ν εμεθα τώρα μαζ μ τ Θεό. Κλαύσατε γι τ νεότητα, γι τ σημεριν παιδιά, πο φύγανε π τ Θε κα τν κκλησία κα δν πιστεύουν πιά. Τ σημεριν παιδι κινδυνεύουν κα σωματικς κα ψυχικς.
Εδα ναν πατέρα πο κλαιγε μ λυγμούς.
Τί χεις κα κλας; τν ρωτ.
―Ἔχασα τ παιδί μου, παντ.
Πέθανε τ παιδί σου;
―Ὄχι. Καλύτερα ν πέθαινε.
Ζ τ παιδί σου κα κλας;
Κλαίω, γιατ πρε τν κακ τ δρόμο. Γυρίζει στ κέντρα. γινε λήτης κα κακοποιός
Θ σς π κάτι κόμα κα τελειώνω.
λοι μες, πο ζομε στν εκοστ αἰῶνα, ν κλαύσωμε. χι τος νεκρούς, λλ τος ζωντανούς. Τ δάκρυα στος τάφους ενε μάταια. λλο χρειάζονται δάκρυα. Κ᾿ μες ο κληρικο κα ο καλόγεροι, ν φορομε τ άσα μαρα, τ φορομε ες νδειξιν πένθους, γι ν κλαύσωμε τς μαρτίες το λαο μας.
Ν κλαύσωμε. Γιατ ρχεται ργ το Θεο. Φτάνουν πι ο μαρτίες μας. Φτάνουν ο βλαστήμιες. Φτάνει ψευδορκία. Φτάνουν τ διαζύγια, μοιχεία κα πορνεία. Φτάνουν πι λα ατά. Διότι «ρχεται ργ το Θεο π τος υος τς πειθείας» (φ. 5,6). Εδαμε ς τώρα δυ παγκοσμίους πολέμους. ρχεται τρίτος, ρμαγεδν τς ποκαλύψεως (16,16). Ατς πι θ ενε τελευταος πόλεμος.
Μανάδες πο χετε παιδιά, πατεράδες πο χετε νέους, κλαύσατε μ δάκρυα γι ν σώσετε τ παιδιά σας. Κόσμε, πο γλεντς, μετανόησε κα κλασε. λλαξε πορεία, γι ν γίν λεως Θες κα ν παρατείν τ λεός του.
Φλωρίνης, Πρεσπν & ορδαίας
Αγουστνος