Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Δρ. Δημήτριος Καλφούντζος Πανηγυρικός λόγος: Το Έπος του 1940-41 όπως το έζησαν έφεδροι πολεμιστές της περιοχής


Πανηγυρικός λόγος: Το Έπος του 1940-41 όπως το έζησαν έφεδροι πολεμιστές της περιοχής 


Του Δρ. Δημητρίου Καλφούντζου


Καθηγητή ΤΕΙ Θεσσαλίας

Πανοσιολογιότατε, Κύριε  Πρύτανη, Εκπρόσωποι  των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, Αγαπητοί φοιτητές , Κυρίες και κύριοι
Μέσα στην ταραγμένη δεκαετία του 1930, με την άνοδο και την επιβολή ολοκληρωτικών καθεστώτων στη Γηραιά Ήπειρο, η Ελλάδα, μια χώρα μικρή, προσπαθεί να πορευτεί το δρόμο της μέσα από τις Συμπληγάδες Πέτρες ενός πολιτικού και στρατιωτικού παιχνιδιού. Ένα παιχνίδι που διανοίγει το δρόμο για μια πολεμική εμπλοκή, η οποία θα συμπαρασύρει όλα σχεδόν τα κράτη της Ευρώπης σε ένα πόλεμο που θα παραμείνει στην ιστορία ως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Μια χώρα μικρή, που δεν προκαλεί αλλά και που δε δέχεται να προκληθεί, δε συγκατανεύει στην απεμπόληση της εθνικής της ανεξαρτησίας από μια ισχυρότερη δύναμη, την Ιταλία.
Έτσι, την 28η Οκτωβρίου του 1940, ημέρα Δευτέρα και ώρα 5.20 το ξημέρωμα, η χώρα μας δρασκέλισε το κατώφλι του πολέμου. Ενεπλάκη σε έναν πόλεμο που δεν τον ήθελε, αλλά και δεν μπορούσε να αποφύγει.
          Τα γεγονότα γνωστά, χιλιοειπωμένα. Θα μπορούσα χάριν οικονομίας χρόνου να μην τα μνημονεύσω. Όμως, πώς να προσπεράσει κανείς το μεγαλείο της απάντησης στο ταπεινωτικό ιταλικό τελεσίγραφο και τη λιτότητα του πολεμικού ανακοινωθέντος: «…Από της 6ης και 30 πρωινής σήμερον αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους.»
Σήμερα, θα ήθελα να σας διηγηθώ πραγματικά περιστατικά, που συνέβησαν τις ημέρες αυτές, όπως τα έζησαν δύο κοντινά μου πρόσωπα, που συμμετείχαν σ΄ αυτό τον αγώνα και που έδωσαν ψυχή και σώμα. Τα ιστορικά ντοκουμέντα αντλήθηκαν κατά κύριο λόγο από το βιβλίο του εξαδέλφου μου, Παναγιώτη Λιούπη (Δ1) και δευτερευόντως ανακαλώντας στη μνήμη μου τις διηγήσεις του πατρός μου, Κωνσταντίνου Καλφούντζου, ο οποίος συμμετείχε στον πόλεμο του ’40 και δεν είναι πια εν ζωή. Παραθέτω ενδεικτικά, μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο – ημερολόγιό του Παναγιώτη Λιούπη, με τίτλο «ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940-1941 ΕΛΛΗΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ». Αναφέρει επί λέξη:
‘’Την 10η Φεβρουάριου του 1940, το Γενικό Επιτελείο Στρατού καλούσε προς κατάταξη εις τον στρατό την κλάση του 1940/Α, να παρουσιασθεί από την 1η έως την 3η Μαρτίου του 1940, εις τας διαφόρους μονάδας (Δ2). Τότε ήμουν τριτοετής σπουδαστής εις την Αβερώφειον Μέση Γεωπονική Σχολή εις την Λάρισα και η φοίτηση στην Σχολή αυτήν δικαιο­λογούσε την αναβολή λόγω σπουδών. Ωστόσο, ο Iωάννης Μεταξάς, πρωθυπουργός της Ελλάδας, επειδή προέβλεπε πως θα μπούμε οπωσδήποτε εις τον πόλεμο, διέταξε να επιστρατευτούν οι πάντες και κατάργησε τα προνόμια των αναβολών για τους στρατιώτες που προορίζονται για έφεδροι Αξιωματικοί. Έτσι κι εγώ έπρεπε στις 3 Μαρτίου να είμαι στη Σύρο για εκπαίδευση εις τον στρατό. Το βράδυ της 21ης Φεβρουαρίου πήγα στο χωριό μου, Κουκλόμπασι (Καστράκι σήμερα) Φαρσάλων. Εκεί οι δικοί μου με περιμένανε με χαρά και λύπη μαζί, γιατί ύστερα από λίγες ημέρες θα πήγαινα στη Σύρο. Στις 27 Φεβρουάριου του 1940,  ψήσανε αρνιά, καλέσανε και άλλους συγγενείς και κάνανε γλέντι αποχαιρετιστήριο μέχρι πρωίας. Το πρωί της επόμενης μέρας αναχώρησα για το Πειραιά και εκεί επιβιβάστηκα στο ατμόπλοιο ΕΛΣΗ, ταξιδεύοντας για την Σύρο.
Στη Σύρο η εκπαί­δευση μας ήταν επίπονη, και τα σώματα μας από την άσκηση δεν αισθανόταν την κούραση. Είχαμε ήδη συνη­θίσει και σκληραγωγηθεί, αυτή δε η άσκηση αργότερα, στον πόλεμο στην Αλβανία, θα αποδειχθεί σωτήριος, γιατί είχαμε γυμνασθεί τόσο πολύ, με συνέπεια να αντέξουμε τις κακουχίες στα Αλβανικά βουνά και τον βαρύ χειμώνα του 1940 – 1941. Μετά το πέρας της εκπαίδευσης, τοποθετήθηκα στην πόλη της Λάρισας, στο 4ο Σύνταγμα.
Στη Λάρισα φθάσαμε στις 15 Οκτωβρίου και το πρωί παρουσιαστή­καμε στο Διοικητή Συν/ρχη Ευάγγελο Χατζηφόρο. Εκείνος μας έστειλε στα τάγματα, σ’ εμένα δε και τον Χρ. Μπότση έδωσε εντολή να παρουσιασθούμε στο Λοχαγό Παπαζώη, διοικητή του λόχου μηχανημάτων. Και ενώ όλα βλέπαμε πώς πάνε καλά, τη νύκτα της 27ης προς 28ης Οκτωβρίου και περί ώρα 4η πρωινή, ο Διοικητής του Συντάγματος διέταξε να ξυπνήσουν όλοι οι αξιωματικοί και να συγκεντρωθούν στο γραφείο του. Σε λίγο ήρθε και εκείνος. Μας διάβασε ένα σήμα του Γενικού Επιτελείου, το οποίο έλεγε με λίγα λόγια ότι οι Ιταλοί επετέθησαν την νύχτα στα τμήματα μας, στα σύνορα της Αλβανίας και ότι τα τμήματα μας μάχονται επί πατρίου εδάφους, επίσης διέταξε να εφαρμοσθεί μια διαταγή για επιστράτευση. “Όπως βλέπετε, μας είπε ο διοικητής, μπήκαμε στον πόλεμο και από σήμερα θ’ αρχίσουμε την επιστράτευση. Έδωσα είδη εντολές στους Ταγματάρχες και έχω ανοίξει τον φάκελο της επιστρατεύσεως. Οι ταγματάρχες θα σας δώσουν οδηγίες, καλή τύχη ”. Αυτή η νύχτα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 έμελλε να γίνει η αρχή ενός ιστορικού ανδραγαθήματος για την Ελλάδα, κάτι σαν τη μάχη των Θερμοπυλών, γιατί μια χούφτα Έλληνες δια στόματος του τότε πρωθυ­πουργού, Iωάννη Μεταξά, είπαν το ιστορικό “ΟΧΙ” στους πανίσχυρους τότε Ιταλούς και Γερμανούς, που στο πέρασμα τους δεν αντιστάθηκε καμία άλλη χώρα, ούτε η μεγάλη Γαλλία με τη γραμμή άμυνας ΜΑΖΙΝΟ, η Πολωνία, η Σερβία και όλες οι χώρες της Ευρώπης.
Το σχέδιο επιστρατεύσεως του Ιωάννη Μεταξά ήτο τόσο τέλειο και η επιστράτευσις παρ’ όλες τις δυσχέρειες των μεταφορικών μέσων ήτο άνευ προηγουμένου. Την νύκτα της 4ης Νοεμβρίου θα επιβιβαζόμεθα εις τον Θεσσαλικό Σιδηρόδρομο με προορισμό την Καλαμπάκα. Να ληφθεί υπ’ όψιν ότι κατά την διάρκεια της επιστρατεύσεως είχαμε και τους βομβαρδισμούς των Ιταλικών αεροπλάνων. Στις 29 Οκτωβρίου, 10 βομβαρδιστικά αεροπλάνα έριξαν βόμβες στους στρατώνες του 4ου  Συντάγματος και φονεύθηκαν 18 στρατιώτες και ένας ανθυπασπιστής, την 31η  Οκτωβρίου ακολούθησε νέα επιδρομή χωρίς θύματα, γιατί οι βόμβες πέσανε στα χωράφια.
Το απόγευμα της 4ης Νοεμβρίου, ο Διοικητής διέταξε συγκέντρωσιν των αξιωματικών του 4ου Συντάγματος. Εκεί ανέγνωσε έναν κατάλογο των αξιωματικών, που θα ακολουθούσαν το 4ο Σύνταγμα, καθώς και τα τάγματα και τους λόχους που θα πήγαινε ο καθένας. Όταν τελείωσε τον κατάλογο με απορία είδαμε ότι ούτε εγώ, ούτε ο Χρ. Μπότσης είμεθα στον κατά­λογο. Σηκώθηκα, πήρα την άδεια του Διοικητή και του εξέφρασα την απορία μου, γιατί ημείς δεν είμεθα στον κατάλογο. Εκείνος μου απάντησε, ότι ο κατάλογος ήταν μέσα εις τον φάκελλον επιστρατεύσεως και όταν συντασσόταν ο κατάλογος εσείς ακόμη δεν είχατε επιστρατευτεί. Και ημείς θα μείνουμε εδώ τον ερώτησα; Και βέβαια μου απαντά γιατί έτσι είναι οι διαταγές. Ναι αλλά εμείς θέλουμε να έλθουμε μαζί σας. Δεν γίνεται να προκαλέσετε άλλη διαταγή; Ξέρετε, μου απαντά, πως εμείς προοριζόμεθα για την πρώτη γραμμή και σεις δεν είσθε στον κατάλογο του Συν/τος. Κύριε Διοικητά, επιμένω εγώ, σας παρακαλούμε πολύ, θέλουμε να έλθουμε μαζί σας, ξέρουμε τον προορισμό μας γι’ αυτό και το ζητούμε. Ο Συνταγματάρχης ενθουσιάστηκε και πάνω σ’ αυτόν τον διάλογο, έβγαλε μακροσκελή λόγο προς όλους τους αξιωματικούς. Μας συνεχάρη και είπε γι’ αυτό η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει και μας υποσχέθηκε πως θα επικοινωνήσει με το Γ. Ε. Σ. και θα φροντίσει να πάμε μαζί τους. Έτσι και έγινε. Το Γ. Ε. Σ. ενέκρινε την εισήγηση του Διοικητού να ακολου­θήσουμε το 4ο Σύνταγμα. Σε λίγες ώρες τα πάντα ήταν έτοιμα και εμείς ετοιμαζόμεθα για την πρώτη γραμμή. Αμέσως κατεβήκαμε στην αγορά μαζί με τον Μπότση και αγοράσαμε λίγες κονσέρβες, ψάρι και από δυο αλλαξιές εσώρουχα.
Το πρωί της 6ης Νοεμβρίου ξεκινήσαμε για το Μέτσοβο. Μέχρι το μεσημέρι πηγαίναμε καλά. Τότε στον ουρανό δίπλα στο χωριό Παναγιά, φάνηκαν περί τα 20 Ιταλικά βομβαρδιστικά. Όλοι μας περιμέναμε να μας βομβαρδίσουν, γιατί ο δρόμος είναι τελείως ακάλυπτος από δέντρα και ημείς είμεθα πολλοί, αλλά οι Ιταλοί είχαν άλλο προο­ρισμό και ύστερα από λίγο σήμανε η σάλπιγγα του Συντάγματος πέρα του συναγερμού. Το βράδυ φθάσαμε στα λιβάδια του Μετσόβου και εκεί διανυκτερεύσαμε.
Το πρωί της 7ης Νοέμβρη ξεκινήσαμε προτού ξημερώσει, γιατί όπως μας είπαν εκεί κοντά είναι οι Ιταλοί, οι οποίοι κατεβαίνουν προς το Μέτσοβο. Πράγματι υστέρα από μεγάλη πορεία και με κατεύθυνση προς το χωριό Βουβούσα, ακούσαμε τα πρώτα πυρά πυροβόλων, πυρο­βολικού, όλμων. Οι Ιταλοί είχαν καταλάβει την Κόνιτσα και ανέβηκαν το βουνό Σμόλικα και από εκεί ακολούθησαν την ποταμιά του Αώου. Κατέλαβαν τα χωριά Ελεύθερο, Παλαιοσέλι, Άρματα, Πάδες, Δίστρατο και είχαν φτάσει στο χωριό Βουβούσα. Το χωριό αυτό είναι μέσα στη ρεματιά και μια γέφυρα στον Αώο ποταμό, ενώνει τα σπίτια που είναι στις δύο όχθες. Οι Ιταλοί είχαν καταλάβει το μισό χωριό και είχαν στρατοπεδεύσει κατά την προηγούμενη νύκτα από την απέναντι πλευρά του ποταμού, στα λιβάδια του χωριού.
Σε λίγο τα πρώτα τμήματα μας ρίχτηκαν στη μάχη. Το έδαφος ήταν πολύ ανώμαλο, το δάσος πολύ πυκνό από πεύκα και οι φτέρες πιο ψηλές από το ανάστημα μας, ενώ η βροχή συνεχιζόταν από τη νύκτα και η ομίχλη ήταν πολύ πυκνή. Αυτά όλα ίσως να μας βοήθησαν κατά την έκβασιν της μάχης, διότι μπορούσαμε να πλησιάσουμε τους Ιταλούς πιο εύκολα. Πράγματι αυτό έγινε με έναν ελιγμό που κάναμε. Τα τμήματα μας κατέ­λαβαν από τα δεξιά ένα ύψωμα και υποχρέωσαν τους Ιταλούς να οπισθοχωρήσουν. Το μεσημέρι είχαμε μπει στο χωριό Βουβούσα και οι κάτοικοι μας υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό.
Το μεσημέρι σχεδόν της 8ης Νοεμβρίου είμεθα στο χωριό Δίστρατο. Όλοι οι στρατιώτες αναζητούν στα σπίτια να βρουν κάτι για να φάνε, γιατί ήταν τρεις μέρες νηστικοί. Μάλιστα μερικοί, στα υψώματα του Δίστρατου, φάγανε κρέας από τα άλογα των Ιταλών που είχαν σκοτωθεί στη μάχη. Κόβανε το μπούτι του αλόγου και το ψήνανε στη φωτιά χωρίς αλάτι. Αυτοί που κάπνιζαν είχαν μεγάλη ανησυχία και εάν κανένας είχε ένα τσιγάρο το κάπνιζαν με τη σειρά όλοι. Εγώ έκανα το διαιτητή. Το απόγευμα ήλθε ένα αεροπλάνο και έριξε προμήθειες. Όπως έμαθα, είχε ρίξει λίγα τρόφιμα, τσιγάρα, σοκολάτες, όμως εμείς δεν προλάβαμε να πάρουμε τίποτα. Συνεχίζουμε την καταδίωξη των Ιταλών και κείνοι φεύγουν να ανέβουν στα υψώματα της Κόνιτσας. Κοντά στο χωριό Παλαιοσέλι το ιππικό που ήλθε από την απέναντι όχθη του ποταμού κάνει ένα ισχυρό φράγμα πυρός, σε μια στενή διάβαση κοντά στο χωριό, με τα περίφημα για τότε μυδράλια Βαρτσελόϊς που διέθετε μόνο το ιππικό. Πόσοι Ιταλοί σκοτώθηκαν δεν ήταν δυνατό να μετρηθούν γιατί η χαράδρα είχε γεμίσει από πτώματα. Προσπαθούσαν να ξεφύγουν και πέφτανε επάνω στα πυρά του ιππικού. Τα άλλα τμήματα πλησιάσανε και δώσανε μάχη μέσα στο χωριό. Οι Ιταλοί προ της μεγάλης πιέσεως που υφίσταντο υποχρεώθηκαν να παρα­δοθούν. Οι αιχμάλωτοι ήσαν πάνω από 700 και ήσαν όλοι της περίφημης μεραρχίας Τζούλια (αλπινιστές-καταδρομείς). Αυτοί ήσαν οι πρώτοι αιχμάλωτοι Ιταλοί που πιάσαμε. Τους συγκε­ντρώσαμε όλους στον αυλόγυρο της εκκλησίας και στη δική μας διμοιρία ανέθεσαν τη φρούρηση τους. Από την έρευνα που τους κάναμε, βρήκαμε πολλά εσώρουχα γυναικών, κάλτσες γυναικών, καπέλα με φτερά, κιθάρες, μαντολίνα. Οι Ιταλοί είχαν ετοιμασθεί για περίπατο και πήραν μαζί τους και τα σχετικά δωράκια για τα κορίτσια. Έλα όμως που τα πράγματα δεν ήλθαν όπως τα περιμένανε και αντί να προσφέρουν δωράκια στα κορίτσια της Ελλάδας, βρέθηκαν αυτοί αιχμά­λωτοι και ντροπιασμένοι.
Το βράδυ κατασκηνώσαμε στα χωράφια έξω από την Κόνιτσα, χωρίς τρόφιμα, νηστικοί όλη την ημέρα. Γρήγορα όμως βρήκαμε τη λύση. Στα χωράφια υπήρχαν καλαμπόκια, που δεν τα είχαν μαζέψει οι κάτοικοι της Κόνιτσας. Πήραμε όσα μπορούσαμε και τα ψήσαμε στην καραβάνα. Έτσι κάπως γέμισε το στομάχι μας. Την επόμενη, 17η Νοεμβρίου προχωρήσαμε προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα χωρίς να βρούμε αντίσταση από τους Ιταλούς, οι οποίοι είχαν οπισθο­χωρήσει στα υψώματα της πόλης Λεσκοβίκι της Αλβανίας. Στα υψώματα στο Λεσκοβίκι, οι Ιταλοί μας αντιστάθηκαν για λίγο, αλλά τα πρώτα τμήματα με έναν ελιγμό και επίθεση που κάνανε, κατόρ­θωσαν χωρίς δυσκολία να τους ανατρέψουν και το απόγευμα εγκατέλειψαν και το Λεσκοβίκι. Έτσι πέρασε η πρώτη μέρα σε έδαφος πέρα από τα σύνορά μας, στα εδάφη της Βορείου Ηπείρου. Εμείς κατέχουμε πλέον τη δημόσια οδό, την παλαιά οδό Εγνατίας που συνδέει τα Ιωάννινα, το Λεσκοβίκι, την Ερσέκα και την Κορυτσά. Αυτή η επιτυχία μας είχε μεγάλη επίπτωση στον μετέπειτα αγώνα, διότι οι Ιταλοί δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τα αυτοκίνητα που διέθεταν, και η αλήθεια είναι ότι είχαν πάρα πολλά.
Στο Λεσκοβίκι παραμείναμε 2 ημέρες χωρίς μάχες, γιατί οι Ιταλοί είχαν οπισθοχωρήσει πολύ πιο μέσα στα υψώματα της Πρεμετής. Κατά την παραμονή μας στο Λεσκοβίκι πεινάσαμε υπερβολικά, διότι δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν την προέλασή μας οι μονάδες εφοδιασμού, και επειδή εδώ δεν υπήρχαν ούτε τα καλαμπόκια που βρήκαμε στην Κόνιτσα Εξαντλημένοι από την πείνα, πέσαμε επάνω στις κουμαριές που ήταν φορτω­μένες από κούμαρα πολύ γλυκά και νόστιμα, αλλά και πολύ επικίνδυνα για την υγεία μας, διότι ύστερα από λίγες ώρες όλοι μας σχεδόν υποφέ­ραμε από διάρροια, γεγονός που είχε ως συνέπεια οι περισσότεροι πολεμιστές του Συντάγματος να είναι κλινήρεις. Αυτό βέβαια κράτησε μόνο μία ημέρα, διότι το βράδυ μας έφεραν λίγη κουραμάνα και κασέρι και έτσι συνήλθαμε. Την άλλη ημέρα στις 17 Νοεμβρίου του 1940 προχωρήσαμε προς τα υψώματα της Πρεμετής.
Η κωμόπολη Πρεμετή βρίσκεται κοντά στο στενό της Κλεισούρας και είναι χτισμένη στις όχθες του Αώου. Εκεί οι Ιταλοί είχαν μεγάλες αποθήκες εφοδιασμού και στα υψώματα είχαν πολλά τμήματα για την υπεράσπιση της κωμόπολης. Ύστερα από 5 ημέρες φθάσαμε στο χωριό Μέλανι. Οι Ιταλοί επειδή ήξεραν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζαμε στον ανεφοδιασμό αδειάζουν τα χωριά και παίρνουν μαζί τους όλα τα ζώα αλλά και τα τρόφιμα.

Μερικοί στρατιώτες βρήκαν λίγο αλεύρι για να φτιάξουν ζυμάρι. Εγώ με τον φίλο μου Χρ. Μπότση, που είχαμε δύο μέρες να φάμε κάτι, όταν βρεθή­καμε στο χωριό, μπήκαμε μέσα σ’ ένα σπίτι. Εκεί είδαμε ένα αμπάρι ξύλινο που είχε μέσα αλεύρι, ήταν όμως άδειο. Η απελπισία μας ήταν μεγάλη και η πείνα μας άνευ προηγουμένου. Λέγω του Μπότση “βάλε το μαντήλι σου κάτω από το αμπάρι και εγώ θα μπω μέσα να το τινάξω, ίσως βγάλουμε κάτι.” Έτσι και έγινε. Με το τίναγμα στις άκρες του αμπαριού βγήκε λίγο αλεύρι. Η χαρά μας ήταν μεγάλη γιατί κάτι θα τρώγαμε. Το αλεύρι αυτό, το ζυμώσαμε με λίγο νερό επάνω σε μια πλάκα και εν συνεχεία ανάψαμε φωτιά και το ψήσαμε στην πλάκα αυτή. Ήταν τόσο νόστιμο, όσο και το ψημένο αρνί και ας ήταν χωρίς αλάτι. Αλλά ήταν πολύ λίγο.
Εδώ μείναμε τρεις ημέρες. Στις 25 Νοεμβρίου μας έφεραν λίγα τρόφιμα. Αυτά ήταν ψίχουλα από ψωμί. Επειδή οι ημιονηγοί φορτώνανε και ξεφορτώνανε πολλές φορές το ψωμί που ήταν μέσα σε λινάτσες και επειδή συνεχώς έβρεχε, οι κουραμάνες τρίφτηκαν και έγιναν ψίχουλα. Τη διανομή την κάναμε με μέτρο την καραβάνα. Κάθε στρατιώτης έπαιρνε και από μία καραβάνα ψίχουλα και λίγο κασέρι, όσο είναι ένας μεζές που βάζουν στα ουζοπωλεία. Τα ψίχουλα είχαν μέσα σχοινιά από τις λινάτσες, αλλά μπροστά στην πείνα μας αυτά ήσαν ασήμαντα. Ο καθένας που έπαιρνε την καραβάνα ούτε πρόσεχε τι είχε μέσα. Στη στιγμή το έτρωγε, χωρίς ωστόσο να χορτάσει. Την επόμενη, οι στρατιώτες του λόχου μας βρήκαν μια αγελάδα, την φέρανε στο λόχο και τη σφάξανε. Στη συνέχεια, τη βράσανε χωρίς να βάλουνε μέσα τίποτα άλλο, ούτε καν αλάτι, σκέτο ζωμό και κρέας. Κάναμε τη διανομή, αλλά με το φαγητό αυτό πολλοί στρατιώτες αρρωστήσανε, γιατί τους πείραξε ο ζωμός που είχαν φάει και πιο πολύ γιατί ήταν χωρίς αλάτι.
Στις 26 Νοεμβρίου προχωρούμε και καταλαμβάνουμε άλλα υψώματα. Ευρισκόμεθα τώρα στα ανατολικά υψώματα της Πρεμετής και πιέζουμε συνεχώς τους Ιταλούς να τα εγκαταλείψουν. Την 28η Νοεμβρίου τα ελλη­νικά τμήματα που ήταν κοντά στην Πρεμετή, μπήκαν στην πόλη και την κατέλαβαν. Στη συνέχεια προελαύνοντες, φθάσαμε στον ποταμό Μοκρίτσα, ανατολικώς του περιβόητου υψώματος 1220, που δέσποζε στο στόμιο της Κλεισούρας. Εδώ μείναμε μερικές ημέρες, αλλά από την πρώτη ημέρα ο διοικητής του Συν/τος διέταξε ένα τάγμα να καταλάβει το ύψωμα 1220, διότι η θέση μας θα ήταν πολύ μειονεκτική, εάν δεν κατείχαμε το ύψωμα αυτό. Εμείς είμεθα χαμηλά και ευπρόσβλητοι από τα πυρά των Ιταλών. Πράγματι, το τάγμα μαζί με μία διμοιρία όλμων, με διμοιρίτη τον Ανθυπολοχαγό Πλέσσα, κατέλαβαν σχεδόν αμαχητί το ύψωμα 1220. Ο λόχος μας έμεινε σ’ ένα μικρό εκκλησάκι που έτυχε να βρίσκεται σε ένα μικρό ύψωμα κάτω από το χωριό. Τρόφιμα πολύ λίγα. Μόνο ψωμί τριμμένο ψίχα και λίγο κασέρι. Ήταν το πιο πλούσιο γεύμα. Ήμουν μέσα στο εκκλησάκι και ακούω απ’ έξω μια γνωστή φωνή. Ρωτούσε για μένα. Αμέσως πετάχτηκα έξω και βλέπω τον θείο μου, Κων/νο Καλφούντζο, πρώτο εξάδερφο του πατέρα μου. Χάρηκα πολύ που τον είδα, γιατί δεν ήξερα εάν είχε επιστρατευθεί, μιας κι αυτός ήταν μεγαλύτερης ηλικίας από μένα. Τον ρώτησα πως περνάει και το πρώτο που μου ζήτησε ήταν, εάν είχα κάτι να φάει. Με στενοχώρησε αυτό, γιατί πραγματικά δεν είχα. Έπρεπε όμως κάτι να κάνω. Πήγα στο σιτιστή του λόχου και στα τσου­βάλια που είχαν φέρει τα τρόφιμα, βρήκαμε κάτι πέτσες ψωμιού και τριμμένα κομμάτια. Του τα έδωσα. Τα έφαγε με λαιμαργία και με παρακάλεσε, εάν είχα να του δώσω λίγο ακόμη για ένα φίλο του. Πράγματι βρέθηκε ακόμη ένα κομμάτι. Έμεινε για λίγο και έφυγε ευχαριστημένος. Εγώ όμως δεν ευχαριστήθηκα, γιατί δεν μπόρεσα να τον χορτάσω. Ήταν συγγενής, εγώ ήμουν αξιωματικός και έπρεπε να του φανώ πιο χρήσιμος, αλλά οι προμήθειές μας σε τρόφιμα ήταν απελπιστικά λίγες και δεν ήταν στο χέρι μας να βοηθήσουμε τους πεινασμένους στρατιώτες.’’
Αυτά αναφέρει μεταξύ άλλων στο βιβλίο - ημερολόγιό του ο Παναγιώτης Λιούπης, μεταφέροντας μας πίσω στο χρόνο, βοηθώντας μας να αντιληφθούμε το κλίμα της εποχής και τις συνθήκες που βίωσαν οι Έλληνες, που έλαβαν μέρος στο έπος του 1940.
            Ξάφνιασε το ΟΧΙ της Ελλάδας. Ξάφνιασε τον Μουσολίνι πρώτον από όλους. Ήταν σίγουρος πως οι ενέργειες εκφοβισμού που προηγήθηκαν – με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό της «Έλλης» τον 15Αύγουστο του ίδιου χρόνου - είχαν προετοιμάσει το έδαφος για μια άνευ όρων παράδοση. Ξάφνιασε και τον υπόλοιπο κόσμο. «Αν η Ελλάδα ενέδιδε στο τελεσίγραφο του Μουσολίνι κανείς δεν θα είχε το δικαίωμα να την κατηγορήσει» είπε σε ραδιοφωνική ομιλία του το 1942 ο Βρετανός υπουργός.
          Αλλά κυρίως, το ΟΧΙ, η αντίσταση, έδωσε ελπίδα. «Ο φασισμός δεν είναι ανίκητος» ήταν το μήνυμα. Με ανεπαρκή ρουχισμό και ελάχιστα πυρομαχικά, μέσα στα χιόνια των ηπειρωτικών οροσειρών ο ελληνικός στρατός αντιστάθηκε. Με τον ενθουσιασμό και την αυτοθυσία του κατάφερε όχι μόνο να αντιμετωπίσει την επίθεση, αλλά και να περάσει στην αντεπίθεση. Διείσδυσε βαθιά στο έδαφος της Βορείου Ηπείρου και κατέλαβε μια σειρά από σημαντικές πόλεις: Κορυτσά, Μοσχόπολη, Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα. Στο τέλος του χρόνου οι Ιταλοί βρέθηκαν απωθημένοι 60 χλμ πέρα από τα αλβανικά σύνορα. Συνέτριψε ο ελληνικός στρατός και τη σφοδρή «εαρινή επίθεση» που παρακολουθούσε ο ίδιος ο Μουσολίνι. Ήταν πλέον θέμα χρόνου «ακόμη και στη Ρώμη γαλανόλευκη να υψώσουμε σημαία ελληνική».
            Όμως, στις 6 Απριλίου του 1941, η Γερμανία, βλέποντας την αδυναμία της συμμάχου της, έσπευσε σε βοήθεια. Η ιταλογερμανική συμμαχία – ο «Άξονας»- έπρεπε να παραμείνει αρραγής και οι επιδιώξεις του στη Βαλκανική να υλοποιηθούν. Ο ελληνικός στρατός αντιμετώπισε με τον ίδιο ενθουσιασμό και την ίδια αυταπάρνηση τις σιδερόφραχτες μεραρχίες του Χίτλερ. Αλλά, τώρα πια, αυτό δεν ήταν αρκετό. Οι αγωνιστές του Ρούπελ παραδόθηκαν και οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου του 1941. Ακολούθησε μια περίοδος στυγνής Κατοχής, την οποία ο ελληνικός λαός αντιμετώπισε επίσης με θάρρος και αγωνιστική διάθεση, με ομόψυχη Εθνική Αντίσταση.                                                                                                        Στην περίοδο της τριπλής κατοχής, η μικρή μας χώρα υπέστη πάσης φύσεως καταστροφή. Οι κατακτητές διέλυσαν τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Προέβησαν σε υποχρεωτικό δανεισμό από την Τράπεζα Ελλάδος χωρίς ποτέ να επιτρέψουν το ποσόν, γνωστό σ’ εμάς ως κατοχικό δάνειο. Καταλήστεψαν την πολιτιστική μας κληρονομιά, κλέβοντας πολύτιμα βιβλία, λεηλατώντας αρχαιολογικούς θησαυρούς και έργα τέχνης. Το αποκορύφωμα της θηριωδίας τους όμως υπήρξαν τα 89 αναγνωρισμένα ολοκαυτώματα σε όλη την ελληνική επικράτεια, οι εκτελέσεις αθώων αμάχων, ακόμα και παιδιών, ως αντίποινα σε πράξεις αντίστασης του λαού μας. Τα αρχεία του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών βρίθουν από επίσημες αναφορές μαζικών εγκλημάτων των κατοχικών δυνάμεων. Σε πολλά από αυτά τα μαζικά εγκλήματα οι γερμανοί ξεπέρασαν και τη διαταγή: «100 Έλληνες για έναν Γερμανό». Ποιος μπορεί να ξεχάσει τους 1.100 νεκρούς στα Καλάβρυτα, τους 444 στο Κομμένο Άρτας, τους 229 στο Δίστομο, τους 290 στο Μεσόβουνο και 340 στους Πύργους Πτολεμαΐδας, τους 280 στην Κλεισούρα Καστοριάς καθώς και τη λεηλασία της Κανδάνου στην Κρήτη;                                                                                                              Κάποτε όμως έφτασε η λευτεριά, πολυπόθητη και ακριβά πληρωμένη. Στις 12 Οκτωβρίου 1944 οι Γερμανοί έφυγαν από την Αθήνα και από την Ελλάδα ολόκληρη. Έληξε έτσι ένας τετράχρονος αγώνας που έγραψε σελίδες δόξας στην ιστορία του τόπου μας.
       1940-2014. Πέρασαν από τότε 74 χρόνια. Οι εποχές άλλαξαν αλλά τα γεγονότα επαναλαμβάνονται. Επίβουλοι της Ελλάδας τότε ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι κήρυξαν πόλεμο εναντίον της πατρίδας μας. Εχθρός του ίδιου λαού σήμερα- ένα παγκόσμιο και μισάνθρωπο σύστημα-κήρυξε το δικό του πόλεμο στην ίδια χώρα. Στο παρελθόν τα όπλα του εχθρού ήταν συμβατικά. Τα σημερινά όπλα είναι ύπουλα, σχεδόν αόρατα αλλά εξίσου καταστροφικά. Σήμερα ο πόλεμος είναι οικονομικός, πνευματικός και ηθικός. Είναι πόλεμος κατά των αρχών, ιδεών και αξιών της φυλής μας. Πόλεμος που χτυπά τις ρίζες της. Η προπαγάνδα του εχθρού έχει εισβάλει –με τη δική μας συγκατάθεση και ευθύνη- μέσα στα σπίτια μας από όλα τα μέσα ενημέρωσης.          Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα η διαστρέβλωση της αλήθειας βασιλεύει αλαζονικά. Οι έννοιες έχουν χάσει το πραγματικό τους νόημα. Οι λέξεις κακοποιημένες έγιναν όπλα κατά της αλήθειας. Η αρετή, το φιλότιμο, η ανθρωπιά έγιναν απαξία, ενώ η ευτέλεια, το χρήμα και ό,τι ανήθικο, αποτελούν κυρίαρχη δύναμη στο παγκόσμιο στερέωμα. Η φιλοπατρία βαφτίστηκε μισαλλοδοξία και συντηρητισμός. Την παράδοση της χώρας μας στους εχθρούς της, την ονομάσαμε «πρόοδο και ανάπτυξη» και την προδοσία των αρχών και αξιών μας «συναίνεση στην ειρηνική συνύπαρξη των λαών», τη στιγμή που οι ίδιοι εχθροί μας στήνουν πολέμους σε διάφορα μέρη της γης. Η έννοια «Έλληνας» τείνει να αντικατασταθεί με την μοντέρνα έννοια «πολίτης του κόσμου», λες και το δεύτερο δεν μπορεί να συνυπάρξει με το πρώτο. Με τη δικαιολογία της δημόσιας ασφάλειας στραγγαλίσαμε την ελευθερία του προσώπου και του πολίτη. Η ελληνική σημαία, την οποία υπερασπίστηκαν οι στρατιώτες του ’40 στα βουνά της Αλβανίας-δίνοντας ακόμα και τη ζωή τους- δεν αποτελεί για κάποιους τιμημένο σύμβολο. Αντίθετα, όποιος την προβάλλει, χαρακτηρίζεται «εθνικιστής» και «κωλύει την πρόοδο». Συμπολίτες μου, ας αγρυπνούμε! Ας αφουγκραστούμε τη φωνή της καρδιάς τους κι ας προσβλέψουμε πάλι σε αυτές τις διαχρονικές αξίες και ας τις κάνουμε κτήμα μας. Το ατομικό συμφέρον ας υποχωρήσει μπροστά στο κοινό καλό και να ‘μαστε σίγουροι ότι η Ελλάδα θα βγει και πάλι νικητής σ’ αυτό τον σύγχρονο πόλεμο. Θα κερδίσει και πάλι τη χαμένη τιμή της και τη θέση που της ταιριάζει στην Ιστορία.                       
          Δεν θα σας κουράσω άλλο. Όσα παρατέθηκαν είναι αρκετά για να καταδείξουν τη σημασία της ενότητας του λαού μας, της πίστης στον Θεό, της υπεράσπισης των ιδανικών και της ιστορίας μας. Κράτησα για το τέλος ένα κείμενο, το οποίο εάν αλλάξουμε ελάχιστες λέξεις θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γραφτεί μόλις χτες, μιας που τα τελευταία χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες μιας νέας προσπάθειας εισβολής ενάντια στην εθνική μας κυριαρχία, η οποία όμως δεν διαφέρει από όσες έχουμε ζήσει στο παρελθόν. Οι Πέρσες δεν ζήτησαν τίποτε άλλο από τους Έλληνες, παρά “γν καί δωρ”, οι Ιταλοί ζήτησαν απλά την πρόσβαση στα ελληνικά λιμάνια και συγκοινωνιακά δίκτυα, οδούς και σιδηρόδρομους. Και οι δανειστές μας σήμερα, ζητούν ως ανταλλάγματα την εκχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας και του πλούτου που κρύβει η αιματοβαμμένη γη των προγόνων μας. Οι θόρυβοι και οι φωνές είναι, όπως πάντα, πολλοί και συχνά αποσυντονίζουν τη σκέψη μας. Τα διλήμματα τίθενται πάντοτε σκληρά και απειλητικά. Οι συζητήσεις μπορεί να είναι πολλές, όμως η απόφαση δεν δύναται παρά να είναι μία, ανάλογα πού θα κλίνει ο ζυγός της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το άρθρο του Γεωργίου Βλάχου με τίτλο “ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ!”, που δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή" της 4ης Νοεμβρίου 1940: «Λοιπόν;... Θα συνεχίσωμεν την συζήτησιν; Θα βάλωμεν κάτω έναν καφέν και θα σταθώμεν γύρω από το φλιτζάνι του οι απόλεμοι, οι άχρηστοι, οι καφενόβιοι, διά να πούμε, περί του ποιος θα νικήση και ποιος θα επικρατήσει;... Προς Θεού! θα νικήση η Ελλάς! Όλους; ΟΛΟΥΣ! ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ! Χωρίς συλλογισμούς, χωρίς συζητήσεις, χωρίς κεφάλια τα οποία αργοκινούνται και αμφιβάλλουν, χωρίς μυαλό. Μυαλό δεν χρειάζεται. Χρειάζεται ενθουσιασμός και παραφροσύνη. Χρειάζεται θάρρος αλόγιστον και καρδιά. Με αυτό το υλικόν έγινεν ο Αγών του Εικοσιένα. Με αυτά τα όπλα νικούν οι λαοί. Ήρθατε να πάρετε την Ήπειρον;... ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Έχετε Στρατούς, έχετε Στόλους, έχετε αεροπλάνα, είσθε σαράντα πέντε εκατομμύρια και είμαστε πέντε. ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Θα μας κάψετε. ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Και θα προχωρήσωμεν και θα νικήσωμεν και θα σας πετάξωμεν εις την θάλασσαν. Γίνεται;... Γίνεται, δεν γίνεται, αυτό πρέπει να αισθάνεται και να βροντοφωνή η καρδιά. ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΘΑ ΓΙΝΗ. [...] Θάρρος λοιπόν! Ό,τι θέλομεν αληθινά, με όλην μας την δύναμιν, γίνεται. Ό,τι αποφασίσωμεν με την ψυχήν μας γίνεται. ΚΑΙ ΘΑ ΓΙΝΗ. [...] Όλοι μαζί! Θα αγωνισθώμεν τώρα όλοι μαζί, θα ανθέξωμεν όλοι μαζί, θα προελάσωμεν όλοι μαζί, και μίαν ευλογημένην ημέραν, όταν θα διαλαλούν την ευτυχίαν μας οι κώδωνες των σημαιοστολίστων εκκλησιών μας, θα ψάλλωμεν όλοι μαζί ΤΗ ΥΠΕΡΜΑΧΩ ΣΤΡΑΤΗΓΩ ΤΑ ΝΙΚΗΤΗΡΙΑ...»
          Τιμή και δόξα στους αθάνατους νεκρούς του έπους του ’40.
            Τιμή και δόξα σ’ αυτούς που αγωνίστηκαν και αγωνίζονται για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια.
            Τιμή και δόξα σ’ αυτούς που αντιστάθηκαν και αντιστέκονται.
                                                    Σας ευχαριστώ.

                Δρ. Δημήτριος Καλφούντζος
                Καθηγητής ΤΕΙ Θεσσαλίας