Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017

Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Μπουσδέκης: Βολές πρός Ἱερώνυμο Κοτσώνη 50 χρόνια μετά τήν ἐκλογή του σέ Ἀρχιεπίσκοπο

Ακολουθεί και: Απάντηση του  εκδότου και διευθυντη Τριαντάφυλλου Τασιόπουλου

της εφημερίδος "ΑΓΩΝΑΣ" σε δημοσίευμα της Εφημ. "Καθημερινή" με θέμα:


"Η εκκλησία της Ελλάδος και η χούντα".






Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Μπουσδέκης:
 Βολές πρός Ἱερώνυμο Κοτσώνη  50 χρόνια μετά τήν ἐκλογή του σέ Ἀρχιεπίσκοπο
Ἀφορμή γιά νά γραφτοῦν συνοπτικά τά παρακάτω ὑπῆρξαν οἱ θέσεις πού ἀναπτύχθηκαν στό δημοσίευμα τοῦ μητροπολίτη Ἀρκαλοχωρίου κ. Ἀνδρέα στήν Καθημερινή τῆς 11ης-6-2017 «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί ἡ χούντα» (γιά νά ἀπαντήσει κανείς στά θέματα πού θίγει ἀναλυτικά χρειάζεται νά γράψει ἑκατοντάδες σελίδες). Ὁ ἴδιος μητροπολίτης, καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς στό Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης, ἦταν καί ὁ ἐπιβλέπων σέ   διδακτορική διατριβή μέ θέμα: «Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ 1967-1974», γραμμένη ἀπό τόν Χαράλαμπο Ἀνδρεόπουλο, μέ ἀνάλογες θέσεις πού ἀποσκοποῦν νά ἀποδομήσουν τήν μεγάλη ἡγετική μορφή τῆς Ἐκκλησίας, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο Κοτσώνη, στιγματίζοντάς τον ὡς ἀντικανονικό. Σκοπός τῶν γραφομένων εἶναι  νά κοινοποιηθοῦν στό εὐρύτερο καί εὔκολα παραπληροφορούμενο κοινό γεγονότα γνωστά στούς «παροικοῦντας στήν Ἱερουσαλήμ».

1) Κατ’ ἀρχάς, μέ χαρά διαπίστωσα πώς παρ’ ὅλη τή σκληρή κριτική τοῦ σεβασμιωτάτου πρός τό Ἱερωνυμικό «καθεστώς», ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ τήν ποιότητα τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου του, τόν ἱεραποστολικό ζῆλο τῶν ἐπισκόπων πού ἐξελέγησαν ἀπ’ αὐτόν καί τίς ἀγαθές προθέσεις του. Λέγει: «Βέβαια, οἱ ἀρχιερεῖς πού ἐξελέγησαν στή δικτατορία ἀπό τήν Ἀριστίνδην Σύνοδο τοῦ Ἱερωνύμου προήρχοντο ἀπό τίς χριστιανικές ἀδελφότητες, ὅμως καί ἀπό ἱεραποστολικό ζῆλο διακατέχονταν καί τόν λαό τοῦ Θεοῦ κατά κανόνα ἀνιδιοτελῶς καί χριστιανοπρεπῶς διακόνησαν καί ὑπηρέτησαν». «Ἔργα τοῦ Ἱερωνύμου εἶναι τό Διορθόδοξο Κέντρο τῆς Πεντέλης, τό νοσοκομεῖο γιά κληρικούς, τό Ἱεραποστολικό Κέντρο, ἀλλά καί ἡ διαμόρφωση ἱκανῶν φιλανθρωπικῶν δομῶν. Δέν ἀρνούμαστε τίς ὅποιες ἀγαθές προθέσεις τοῦ Ἱερώνυμου».
2) Τήν ἴδια στιγμή ὅμως παρουσιάζει τό δικτατορικό καθεστώς νά ἐπιδιώκει τόν ἔλεγχο τῆς Ἐκκλησίας καί νά κάνει κινήσεις γιά νά βάλει στόν Ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τόν Ἱερώνυμο, πρόσωπο πού θά ἐκπληρώσει τά σχέδιά του. Τό χειρότερο, παρουσιάζει τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο σάν ἰνστρούχτορα («ἰδεολογικό σύμμαχο καί θεωρητικό καθοδηγητή τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ») τῆς δικτατορίας. Πρόσωπο δοτό, δηλαδή, πού ἐπιστρατεύτηκε γιά νά ἐξυπηρετήσει ἀλλότρια συμφέροντα (τῆς χούντας) καί ὄχι γιά νά διακονήσει τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἄποψη αὐτή γιά πληθώρα ἀνθρώπων πού γνωρίζανε τό πνευματικό ἀνάστημα μέ τό ποιμαντικό καί μορφωτικό βεληνεκές τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου εἶναι ἐξοργιστική. Ἐξ ἴσου ἐξοργιστική ἐπίσης εἶναι καί ἡ ἀντίθεση τῆς ἄποψης αὐτῆς μέ τίς πιό πάνω παραδοχές του γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο καί τούς ἐπισκόπους του. Ἀλλά ἄς ἀφήσουμε τό θυμικό καί νά δοῦμε τά ντοκουμέντα.
Α) «Ἡ δικτατορία τοῦ 1967 δέν ἤλεγχε τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Χρυσόστομο Β΄», λέγει ὁ σεβασμιώτατος. Μά στίς 21-4-1967 ἐπιβλήθηκε τό στρατιωτικό καθεστώς καί στίς 28-4-1967, Μεγάλη Παρασκευή, κατά τή διάρκεια τῆς περιφορᾶς τοῦ Ἐπιταφίου, βρέθηκε ὁ ὀγδονταεπτάχρονος Ἀρχιεπίσκοπος στό Νοσοκομεῖο βαριά ἄρρωστος ἀπό ἐγκεφαλικό ἐπεισόδιο. Δέν ἀποτελοῦσε λοιπόν ἐμπόδιο γιά τή δικτατορία ἕνας ὑπέργηρος καί σοβαρά ἀσθενής ἀρχιεπίσκοπος. Τό μόνο πού ἔκανε ἡ Κυβέρνηση ἦταν τό ὅριο ἡλικίας γιά τούς Ἀρχιερεῖς, πού εἶχε ἤδη θεσμοθετηθεῖ (μέ πρό τῆς δικτατορίας Νομοθετικό Διάταγμα, τό Ν.Δ. 4589/1966 ἄρθρ. 4 –ΦΕΚ 239, 10-11-1966) νά εναι τό 80ο, τό ἐπεκτείνει καί στόν Ἀρχιεπίσκοπο (ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξαιρεθεῖ) μέ τόν ἀναγκαστικό νόμο 3/67, ἄρθρ. 3 (ΦΕΚ 67, 10-5-1967). Μετά ἀπό τό Νόμο αὐτό κενώνεται ἡ θέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου.
Β) Ἀλλά νά πᾶμε καί στό ἑπόμενο θέμα. Ἦταν ἄραγε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος Κοτσώνης ὁ ἐκλεκτός τῆς χούντας;
Ὁ Καθηγητής κ. Μάρκος Σιώτης ἦταν τήν ἐποχή ἐκείνη Γενικός Διευθυντής Θρησκευμάτων καί παρών στή συνεδρίαση τῆς Ἀριστίνδην Συνόδου πού ἐξέλεξε Ἀρχιεπίσκοπο τόν Ἱερώνυμο Κοτσώνη. Σέ ὁμιλία του τήν 22.11. 1989 στή μεγάλη αἴθουσα τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας Ἀθηνῶν, κατά τό φιλολογικό μνημόσυνο μέ τή συμπλήρωση ἔτους ἀπό τοῦ θανάτου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Ἱερωνύμου, καί ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε στή «ΝΕΑ ΣΙΩΝ» τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, τόμος ΠΑ΄, 1989, αἰφνιδίασε τό ἀκροατήριο καταλήγοντας μέ τά ἐξῆς:
«...Εἰς τό βιβλίον του “Τό δρᾶμα ἑνός Ἀρχιεπισκόπου” ἐκφράζει τήν πικρία του, ὅτι δέν ἔτυχε τῆς συμπαραστάσεως τῆς τότε κυβερνήσεως. Λυποῦμαι, ὅτι δέν εἶχεν ἐγκαίρως πληροφορηθεῖ ἀπό ἁρμοδιωτέρους αὐτό, τό ὁποῖον μόλις ἕν ἔτος πρό τοῦ θανάτου του ἔμαθεν ἀπό ἐμέ. ῞Οτι δηλαδή ἡ τότε κυβέρνησις δέν τόν ἤθελεν ἀπ᾿ ἀρχῆς. Οἱ ἀνώτατοι ἐκπρόσωποί της εἶχον καταφθάσει εἰς τήν αἴθουσαν τῶν Συνεδριῶν τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου, ἐνῶ αὐτή συνεδρίαζε, μέ μόνον θέμα τήν ἐκλογήν του, καί ἠξίωσαν νά διακοπῆ ἡ συνεδρία, πρός ματαίωσιν τῆς ἐκλογῆς του. Τοῦτο βεβαίως δέν ἔγινε, διότι κατά τήν ὥραν τῆς ἀφίξεώς των εἶχεν ὁλοκληρωθῆ ἡ ἐκλογή. Κατ᾿ ἐμέ ἀπό τῆς στιγμῆς ἐκείνης εἶχε διαγραφεῖ τό δρᾶμα τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου ῾Ιερωνύμου...» Δεῖτε ἐπίσης πῶς διηγεῖται ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος τό ἴδιο τό γεγονός ὅπως τοῦ τό μετέφερε ὁ καθηγητής Μάρκος Σιώτης (Ἱερώνυμος Κοτσώνης, Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Νικοδήμου, σελ. 264-265).
Μιά δεύτερη μαρτυρία προέρχεται ἀπό ἕναν ἐκ τῶν πρωτεργατῶν τοῦ στρατιωτικοῦ καθεστῶτος, τόν Στυλιανό Πατακό. Σέ μιά συνέντευξη στήν «Ἐλεύθερη Ὥρα» λέει τά παρακάτω:
«...(τόν Ἱερώνυμον) τόν ὁποῖον, ἐπαναλαμβάνω, ἡμεῖς δέν ἐγνωρίζαμεν. ΕΙΜΕΘΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΟΥ!
Ε. Ω. Δηλαδή δέν ἦταν ἀχυράνθρωπός σας ὁ Ἱερώνυμος;
Τόν μακαριστόν Ἱερώνυμον ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΞΕΛΕΞΕ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ. Δέν τόν ἐγνώριζε κἄν...
Ε. Ω. Δηλαδή δέν τήν ἐπιβάλατε ἐσεῖς τήν Ἀριστίνδην Σύνοδο, ὅπως λένε καί σήμερα ἀκόμα οἱ δεσποτάδες;
...Ξέρω μονάχα ὅτι ἐμεῖς οἱ τρεῖς εὑρισκόμεθα κάπου παραπλεύρως καί εἴπαμε νά διακοπεῖ ἡ Συνεδρίασις. Διότι δέν θέλομεν γιά Ἀρχιεπίσκοπο ἕνα ἄγνωστο πρόσωπο, ὅπως ἦταν ὁ Ἱερώνυμος. Θέλομεν τόν τάδε...
Ε. Ω. Θά μᾶς πεῖτε ποιός ἦταν ὁ ἐκλεκτός σας στρατηγέ;
Ὁ Δωρόθεος ὁ μακαρίτης, ὁ δεσπότης τῆς Καστοριᾶς (σ.σ. αὐτός πού μετά κατέλαβε τόν θρόνο τῆς Ἀττικῆς)...»
Οἱ δύο μύθοι, λοιπόν, ὅτι ἡ δικτατορία δέν ἤλεγχε τόν Ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β΄ καί γι’ αὐτόν τόν ἔπαυσε καί ὅτι ἐπέλεξε τόν Ἱερώνυμο καί μάλιστα στόν ρόλο τοῦ προπαγανδιστή τοῦ καθεστῶτος καταρρίπτονται ἀπό τά παραπάνω.
3) Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Ἱερώνυμος δέν ἦταν ἡ ἐπιλογή τῆς δικτατορίας καί τό ἑπόμενο ἐπιχείρημα τοῦ σεβασμιωτάτου καταρρέει. Λέγει: «Ἡ δικτατορία τοῦ 1967, μέ τήν ἐπισκοποίηση ἀρχιμανδριτῶν ἀπό τίς χριστιανικές ἀδελφότητες, ἀποκτοῦσε ἰσχυρά καί ποικίλα ἐρείσματα, σέ ὅλο αὐτό τόν χῶρο, οἱ δέ ὀργανώσεις ἰσχυροποιοῦσαν τίς προσβάσεις στίς κρατικές δομές». Ὅμως ἔχοντας ἡ δικτατορία ὡς ἐκλεκτό της γιά τόν Ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τόν Καστορίας Δωρόθεο, φαίνεται ὅτι δέν ἐνδιαφερόταν, δέν ἀπέβλεπε νά ἀποκτήσει ἰσχυρά ἐρείσματα στόν χῶρο τῶν ὀργανώσεων. Καί τίς ὀργανώσεις τίς ἀδικοῦμε πολύ ὅταν ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἀπέβλεπαν στό νά ἰσχυροποιήσουν τίς προσβάσεις τους στίς κρατικές δομές. Ἱεραποστολικές ἀδελφότητες ἦταν. Τό ἔργο τους ἦταν πρώτιστα πνευματικό καί ἐκκλησιαστικό, καί ἀποσκοποῦσαν στήν πνευματική ἀναγέννηση τῶν Ἑλλήνων πιστῶν, ὅπως ἀναγνωρίζει καί ὁ μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου λέγοντας ὅτι: «οἱ χριστιανικές ἀδελφότητες εἶχαν ἰσχυρές προσβάσεις στήν Ἑλληνική κοινωνία». Ἀκόμα καί στό ποιμαντικό ἔργο τοῦ Ἱερώνυμου καί τῶν ἐπισκόπων πού ἐξέλεξε ἡ Σύνοδος ὑπ’ αὐτόν δέν ἐντάχθηκαν, γιατί θέλησαν νά διατηρήσουν τήν αὐτοτέλεια καί τόν δικό τους τρόπο πνευματικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς προσφορᾶς.
4) «Ἡ ἐκκλησιαστική κρίση ἐπωαζόταν καί διευρυνόταν ἀπό τήν ἀντιπαλότητα καί τήν ἀπαξίωση πού αἰσθανόταν ὁ Ἱερώνυμος καί ὁ σκληρός πυρήνας τῶν ὑποστηρικτῶν του, στήν πρό τῆς 21ης Ἀπριλίου 1967, Πρεσβυτέρα Ἱεραρχία», ἰσχυρίζεται ὁ μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου. Περιγράφει μάλιστα ὅτι ἡ δῆθεν «προσωπική πικρία» του ἀπό τή μή ἐκλογή του στίς ἐκλογές τοῦ 1965 ἐπέτειναν αὐτή τήν ἀπαξίωση πρός τήν πρεσβυτέρα Ἱεραρχία. «Ἡ ἀπαξίωση κορυφώθηκε μέ τήν ἀξιόμεμπτη πράξη τοῦ ἐξαναγκασμοῦ ἑπτά ἀρχιερέων σέ ἔκπτωση ἤ παραίτηση», ὑποστηρίζει αὐθαίρετα ὁ μητροπολίτης. Ὅλο κι ὅλο τό ἐπιχείρημά του γιά νά ἀποδείξει τάχα τήν ἀντιπαλότητα καί τήν ἀπαξίωση πού αἰσθανόταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος πρός τήν πρεσβυτέρα Ἱεραρχία ἦταν τό θέμα τῶν «ἐξαναγκασθέντων» δῆθεν σέ παραίτηση καί τῶν δικασθέντων ἀπό ἐκκλησιαστικά δικαστήρια.
Πῶς ταιριάζουν ὅμως ὅλα αὐτά τά ἀρνητικά αἰσθήματα (ἀντιπαλότητα, ἀπαξίωση, πικρία) μέ τίς «ἀγαθές προθέσεις» πού ἀναγνωρίζει στόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο ὁ μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου; Καί πῶς τά ἐπικαλεῖται χωρίς νά προσκομίσει τό παραμικρό στοιχεῖο;
Ἑτάζει καρδίας καί νεφρούς τῶν ἀνθρώπων ὁ μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου γιά νά διακρίνει τήν «πικρία» τοῦ Ἱερώνυμου γιά τήν μή ἐκλογή του τό 1965; Ἀπαξίωση ὅμως ἐξ ἀντικειμένου τῆς πρεσβυτέρας Ἱεραρχίας εἶναι ὅτι στήν ἐκλογή τῆς μητροπόλεως Σύρου (1965) ἡ πλειονότητα τῶν ἐπισκόπων προτίμησε ἀντί τοῦ Ἱερώνυμου Κοτσώνη τόν Δωρόθεο Στέκα (καθόλου παράξενο γεγονός, ἀφοῦ καί ἀργότερα κρίθηκαν ἀκατάλληλοι τόσο ὁ Ἀμερικῆς Δημήτριος γιά τήν μητρόπολη Νικαίας καί τήν Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν, ὅσο καί ὁ Ἀλβανίας Ἀναστάσιος γιά τήν μητρόπολη Κεφαλληνίας, παίρνοντας ἐλάχιστες ψήφους).
-Ποῦ ἐντοπίζει τό ἀξιόμεμπτο γιά ἕναν Ἀρχιεπίσκοπο, ὅταν ἡ ὑπ’ αὐτόν Σύνοδος δέχεται τίς παραιτήσεις ἀρχιερέων ἤ ὅταν ὁρίζει συνοδικό δικαστήριο γιά Ἀρχιερεῖς γιά νά ἐπιβάλει ὅποιες ποινές ἀπαιτοῦν οἱ Κανόνες γιά ἀποδεδειγμένα ἐπιλήψιμες πράξεις Ἀρχιερέων; Εἶναι ἀντιπαλότητα ἀπό τή μεριά τοῦ Ἀρχιεπισκόπου νά δικάζει μέ τό θεσμοθετημένο συνοδικό δικαστήριο ἕναν Ἀρχιερέα γιά παρεκτροπές του πού καταγγέλθηκαν ἐπώνυμα; Ἤ μήπως τό «φιλάδελφον» ἀποκλείει μιά τέτοια διαδικασία μέσα στήν Ἐκκλησία;
-Ὅσο γιά τίς παραιτήσεις στίς ὁποῖες «ἐξαναγκάστηκαν»(!) μητροπολίτες ἀπό τόν Ἱερώνυμο, μέ ποιόν τρόπο ἄσκησε αὐτόν τόν ἐξαναγκασμό ὁ Ἀρχιεπίσκοπος; Μήπως ἐπειδή δέν κουκούλωσε, ὅπως συνηθιζόταν(!) ἀπό τήν πρεσβυτέρα  ἱεραρχία, τίς πομπές τους, βάζοντας τήν ὑπόθεσή τους στό ἀρχεῖο; Μήπως ἐπειδή ἀρνήθηκε νά παράσχει στήριξη καί κάλυψη στίς περιπτώσεις ἱεραρχῶν πού, ἤ ἡ ἴδια ἡ χούντα, ἤ ἄλλοι ἄνθρωποι, κατήγγειλαν στόν Ἀρχιεπίσκοπο ἀδιαμφισβήτητα στοιχεῖα καί ντοκουμέντα ἐνοχῆς τους; Μήπως ἐπειδή διαμήνυσε σέ ὅλους τούς τόνους καί πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις ὅτι, γιά ὅποιον μητροπολίτη καί ἱερέα ἔρχονταν σοβαρές καταγγελίες πρός τήν Σύνοδο, ἐκεῖνος θά ξεκινοῦσε τήν διαδικασία τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων; Δυστυχῶς, αὐτά ἐξανάγκασαν σέ παραίτηση τούς πέντε μητροπολίτες πού ἀναφέρει ὁ μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου.
Νά καταθέσουμε ἐδῶ καί ἕνα ντοκουμέντο. Προέρχεται ἀπό τό ἡμερολόγιο τοῦ μακαριστοῦ Τρίκκης καί Σταγῶν Διονυσίου. Σέ ὁλιγοήμερες διακοπές στήν Αἰδηψό γιά θερμά λουτρά μαζί μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο συνέβησαν τά παρακάτω:
«18-7-1967. ...Τό ἀπόγευμα συζητοῦντες παρά τόν αἰγιαλόν τό θέμα τοῦ θανάτου καί κάμνοντας ἐποικοδομητικάς σκέψεις, ἐδέχθημεν ἀναπάντεχα τόν ἅγιον Ἐλασσῶνος. Δέν συνομίλησα μαζύ του. Ἦτο βιαστικός καί ὠμίλησε μόνον μέ τόν Μακαριώτατον. Εἰς τό ξενοδοχεῖον ἐπληροφορήθην ὅτι τόν συνέλαβε ἡ λαβίς τοῦ καθαρμοῦ καί τεταραγμένος ἐξῆλθεν εἰς ἀναζήτησιν προστασίας...» Ἡ Κυβέρνηση κατεῖχε τά στοιχεῖα πού τόν ἐξέθεταν, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δέν δέχθηκε νά καλύψει σκοτεινές πτυχές τοῦ μητροπολίτη καί αὐτό ὁδήγησε, τρεῖς-τέσσερεις μέρες μετά, τόν Ἐλασσῶνος Ἰάκωβο, ἀλλά καί τόν Θεσσαλιώτιδος Κύριλλο (ὁ ὁποῖος σίγουρα ἐνημερώθηκε γιά τήν στάση τοῦ Ἱερώνυμου νά μήν κουκουλώνει τά σκάνδαλα) σέ παραίτηση.
Τό θέμα τῆς κάθαρσης τῆς Ἐκκλησίας ἦταν προτεραιότητα γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο. Καί σκόπευε νά προχωρήσει μέ τόν τρόπο πού προβλέπουν οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας (πρωτοβάθμια καί δευτεροβάθμια δικαστήρια). Αὐτό φαίνεται καί ἀπό μιά καταγραφή στό ἡμερολόγιο τοῦ Τρίκκης καί Σταγών:
«6-7-1967. ...Ἠσχολήθημεν (εἰς Αἰδηψόν) μέ τό θέμα τῆς τακτοποιήσεως τοῦ Πρωτοβαθμίου καί Δευτεροβαθμίου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου καί διά τούς Ἀρχιερεῖς τοιούτου. Ἀνάγκη μέ τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν της ἡ Ἱερά Σύνοδος νά θέσῃ εἰς λειτουργίαν τά Ἐκκλησιαστικά Δικαστήρια».
Τά γεγονότα ὅμως (τοῦ Ἐλασσῶνος καί τοῦ Θεσσαλιώτιδος) ὁδήγησαν ἀλλοῦ τά πράγματα. Ἡ στρατιωτική κυβέρνηση ἔδειχνε σπουδή γιά τό θέμα τῆς κάθαρσης καί θέλησε νά προτρέξει, ὅμως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἐπέμεινε νά ἀναλάβει τήν κάθαρση (ἐπισκόπων-κλήρου) ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία διά τῶν συνοδικῶν δικαστηρίων. Δεῖτε πάλι τό ἀπόσπασμα ἀπό τό ἡμερολόγιο τοῦ Τρίκκης:
«20-7-1967. Μετά πολύωρον σύσκεψιν (μέ αἰτία τό θέμα τοῦ Ἐλασσῶνος) Προέδρου καί Ἀντιπροέδρου τῆς Κυβερνήσεως καί Ὑπουργοῦ Παιδείας καί Μακαριωτάτου πρός μελέτην τοῦ θέματος τοῦ καθαρμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἀπεφασίσθη νά ἀναλάβη τό ἔργο αὐτό ἡ Ἐκκλησία θέτουσα εἰς λειτουργίαν τόν μηχανισμόν τῆς ἐκκλησιαστικῆς Δικαιοσύνης.
Εἶναι δύσκολον καί βαρύ τό ἔργον. Ἀλλ’ οὔτε δειλία χωρεῖ οὔτε δισταγμός. Θά πᾶμε μπρός καί ὁ Θεός βοηθός».
Ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν διαπραγματεύσεων ἦταν ὁ Νόμος 214 περί ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων, πού τόση λάσπη ἔπεσε πάνω του. Ἔπασχε ὁ Νόμος αὐτός κανονικά γιατί προέβλεπε μόνο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ἔκοβε ὅμως τήν ὀρμή τῆς στρατιωτικῆς κυβέρνησης πού προέτρεχε νά προχωρήσει στήν κάθαρση τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἴδια μέ συλλήψεις ἱερέων καί βίαιο ἀποσχηματισμό.
Ἀργότερα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος προσπάθησε νά διορθώση τήν ἀντικανονικότητα τοῦ Νόμου 214 μέ ριζικό τρόπο, ἑτοιμάζοντας νέο σύγχρονο καί σύμφωνο μέ τούς Κανόνες σχέδιο Νόμου περί ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων.Δεῖτε τί ἀπαντάει σέ συνέντευξη στόν καθηγητή Μπόνη στό περιοδικό «Ἐκκλησία» (15-30 Νοεμβρίου 1972):
«...Ὡς πρός τήν μή εἰσέτι ἔκδοση τοῦ νέου περί Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων Νόμου, θά ἐπεθύμουν νά ἀπαντήσω στούς ἀνυπομονοῦντας, ὅτι ἡμεῖς μέν, ἤτοι ἅπαντα τά μέλη τῆς ἀπελθούσης Ἱερᾶς Συνόδου, ὡς καί ἐγώ προσωπικῶς, παρά τόν ὄγκον τῆς ἐκκλησιαστικῆς νομοθετικῆς ἐργασίας, τήν ὁποία ἔπρεπε νά προσαρμόσωμεν εἰς τόν νέον Καταστατικόν Χάρτην, κατηρτίσαμεν καί τό σχέδιο τοῦ νέου περί Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων Νόμου, τό ὁποῖο περιλαμβάνει διακόσια εἴκοσι δύο ἄρθρα καί τό ὁποῖον ἤδη πρό πολλοῦ ἔχει ὑποβληθεῖ εἰς τήν Πολιτείαν πρός ψήφισιν. Ἐνῶ οἱ σήμερον ἀνυπομονοῦντες, καίτοι καί εἰς τάς Ἱεράς Συνόδους τῆς Ἱεραρχίας, ὡς καί στόν ἡμερήσιον καί περιοδικόν Τύπον συνεχῶς ἠκούοντο διαμαρτυρίαι περί τῆς ἀνεπαρκείας καί ἀκαταλληλότητας τοῦ ἰσχύοντος τότε περί Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων Νόμου, οὐδέ τήν προκαταρκτικήν ἐργασίαν πρός σύνταξιν τοῦ νέου Νόμου εἶχον ἀρχίσει».
5) «Ὁ Ἱερώνυμος προχώρησε τήν περίοδο 1967-1971 σέ ἐκλογές 29 μητροπολιτῶν, ἀπό τήν Ἀριστίνδην ὅμως Σύνοδον καί ὄχι ἀπό τό σύνολο σῶμα τῆς Ἱεραρχίας, ὅπως συνέβαινε στήν πρό δικτατορίας ἐποχή», ἰσχυρίζεται ὁ μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου. Ὅμως ἄν κάνουμε μιά ἀναδρομή, θά διαπιστώσουμε ὅτι πρό τοῦ 1959 οἱ ἐκλογές ἀρχιερέων γίνονταν ἀπό τήν Διαρκή Ἱερά Σύνοδο (τούς 12 μητροπολίτες μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο). Ὁ Ὑπουργός Παιδείας Βογιατζῆς ἐπέβαλε, μέ νομοθετική διάταξη, τήν ἐκλογή ἀρχιερέων ἀπό τήν Σύνοδο ὅλων τῶν Ἱεραρχῶν. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οἱ Ἱεράρχες τότε ἀντέδρασαν βίαια ἐναντίον αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς πού ἐπέβαλε ἡ πολιτεία καί διακήρυξαν ὅτι θά ἀπέχουν καί δέν θά κάνουν ἐκλογές, ἀπειλή πού πραγματοποίησαν γιά κάποιο χρονικό διάστημα. Μεγάλες μητροπόλεις παρέμειναν τότε χωρίς ποιμενάρχες. Ἐπίσης στό διάστημα 1959-1967 ἔγιναν, ὅλες κι ὅλες, δυό φορές ἐκλογές ἐπισκόπων ἀπό τήν Ἱεραρχία (1960 καί 1965).
Καθόλου ἄγνωστος ἐπίσης θεσμός δέν ἦταν στήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἡ ἐκλογή ἐπισκόπων ἀπό Ἀριστίνδην (ὁλιγομελεῖς) Συνόδους καί οἱ Ἱεράρχες πού ἐξελέγησαν ἔγιναν ἀποδεκτοί ἀπό τούς πάντες. Ἀπό τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ Ἔθνους καί πέρα μέχρι τήν Ἀριστίνδην τοῦ Ἱερώνυμου ἔγιναν 10 Ἀριστίνδην Σύνοδοι: 1) τό 1827 ἐκ τεσσάρων Ἱεραρχῶν, 2) τό 1833 ἐκ πέντε Ἱεραρχῶν, 3) τό 1852 ἐκ πέντε Ἱεραρχῶν, 4) τό 1917 ἐκ τεσσάρων Ἱεραρχῶν, 5) τό 1920 πενταμελής, 6) τό 1922 πενταμελής, ἡ ὁποία σέ μιά νύχτα, προεδρευομένη ὑπό τοῦ Θεσσαλιώτιδος Εὐθυμίου, ἐνῶ ὑπῆρχε κανονικός Ἀρχιεπίσκοπος, ὁ Θεόκλητος,τόν ὁποῖο ἀγνόησε παντελῶς, προέβη στήν ἐκλογή ὀκτώ Μητροπολιτῶν προκριθέντων ὑπό τῆς Ἐπαναστάσεως. Μεταξύ τῶν ἐκλεγέντων ἦσαν ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, ὁ ἐπίσης κατόπιν Ἀρχιεπίσκοπος Δωρόθεος καί ὁ Μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων (γέροντας τοῦ  Κορινθίας κ. Παντελεήμονος Καρανικόλα, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη τήν χειροτονίαν ἀπό ἐκεῖνον). 7) Αὐτή ἡ Ἀριστίνδην Σύνοδος, προέβη στήν ἐκθρόνιση τοῦ Ἀθηνῶν Θεοκλήτου καί τήν ἐκλογή εἰς Ἀρχιεπίσκοπον διά 3 ψήφων τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου, 8) τό 1925 Ἀριστίνδην Σύνοδος 7μελής ὑπό τόν Χρυσόστομο (τῆς ὁποίας κύριος μοχλός ἦταν ὁ Μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων), 9) τό 1941, 16μελής, ἡ ὁποία μαζί μέ ἄλλα προέβη στήν ἐκθρόνιση τοῦ Χρυσάνθου καί τήν ἐνθρόνιση τοῦ Δαμασκηνοῦ. 10)  τό 1945, 12μελής, πού προέβη στήν ἐκλογήν Μητροπολιτῶν.
Τέλος, καί ἡ διά τῆς 3 καί 7/74 σ.π. τῆς δικτατορίας Ἰωαννίδου, συσταθεῖσα ἐκ τριάκοντα καί δύο μελῶν, πού ἐξέλεξε τόν Σεραφείμ μέ πλειοψηφίαν 20 ψήφων εἶναι ἐπίσηςἄλλη μία Ἀριστίνδην, μετά τόν Ἱερώνυμο, Σύνοδος.
Ὅλοι οἱ μητροπολίτες τῆς Ἱεραρχίας προέρχονται ἀπό ἐκλογή εἴτε ἀπ’ εὐθείας εἴτε ἐξ Ἀρχιερέων προελθόντων ἀπό Ἀριστίνδην Συνόδους. Δηλαδή, ἐάν γίνη δεκτό ὅτι κάθε ἐκλεγόμενος Ἀρχιερέας ὑπό Ἀριστίνδην Συνόδου εἶναι ἀντικανονικός, καί τεθῆ θέμα κρίσεως καί ἀπομακρύνσεως ἐκ τῶν θέσεών των τῶν Μητροπολιτῶν οἱ ὁποῖοι ἐξελέγησαν ἀπό ἀριστίνδην Συνόδους, τότε κανείς Μητροπολίτης δέν θά παραμείνει εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος. Διότι ὅλοι ἤ ἔχουν ἐκλεγεῖ ἀπό ἀριστίνδην Συνόδους ἤ ἔχουν ἐκλεγεῖ ἀπό Μητροπολίτες πού ἐξελέγησαν ἀπό ἀριστίνδην Συνόδους.
  6) Κριτικάρει ἐπίσης ὁ μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου τόν Καταστατικό Χάρτη τοῦ ἔτους 1969 πού ὅριζε ὅτι ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος (ΔΙΣ) θά ἐκλέγεται ἀπό τήν Ἱεραρχία καί θά ἔχει τριετῆ θητεία. Λέγει λοιπόν ὅτι πλέον «Ἡ ΔΙΣ δέν θά συγκροτεῖται κατά τήν κανονική τάξη τῶν πρεσβείων ἀρχιεροσύνης καί μέ ἴσο ἀριθμό ἀρχιερέων ἀπό τήν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί τίς Νέες χῶρες» γιατί «...ὁ νόμος καταργοῦσε τήν Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη τοῦ 1928».
Μά τόσο ὁ Πατριαρχικός τόμος ὅσο καί ἡ Πατριαρχική Συνοδική Πράξη εἶναι μέν κανονικά κείμενα, σχετικῆς ἀξίας ὅμως. Ἀποδέχονται τήν ἀνεξαρτητοποίηση τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας θέτουν ὅμως κάποιους ὅρους μονομερῶς. Ὑποδεικνύουν, τρόπον τινά, πῶς πρέπει νά διοικεῖται μιά ἄλλη Ἐκκλησία τῆς ὁποίας ἀναγνωρίζουν τήν ἀνεξαρτησία. Τό κριτήριο γιά τήν κανονικότητα τῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ὁ Τόμος καί ἡ Πράξη. Μάλιστα οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή προβλέπουν τό μητροπολιτικό σύστημα διοικήσεως (μητροπολίτης μέ τούς ἐπισκόπους του ἀπαρτίζουν μικρή τοπική Σύνοδο), μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι μέ κανένα ἀπό τά σημερινά συνοδικά συστήματα δέν συμφωνοῦν.
Α) Μιά Διαρκής γιά παράδειγμα Σύνοδος δέν προβλέπεται γιατί ὁ ἐπίσκοπος, κατ’ ἐπιταγή τῶν Κανόνων, ἀπαγορεύεται νά εἶναι διαρκῶς ἀπών ἀπό τήν μητρόπολή του. Ἄν ἐπικαλεστεῖ κανείς τήν διευκόλυνση τῶν μεταφορικῶν μέσων στήν ἐποχή μας καί τήν συνεδρίαση μόνο τριῶν ἡμερῶν κάθε μήνα γιά νά δικαιολογήσει τήν κανονικότητα, τότε προσκρούει καί πάλι στό καθεστός τῶν συνοδικῇ ἐξουσιοδοτήσει ἀποφάσεων τοῦ ἑκάστοτε ἀρχιεπισκόπου ὅταν οἱ συνοδικοί ἀπουσιάζουν, πού οὐσιαστικά εἶναι κατάλυση τοῦ συνοδικοῦ συστήματος καί ἀρχή τοῦ ἑνός (τοῦ Ἀρχιεπισκόπου).
 Β) Ἡ συγκρότηση, γιά παράδειγμα, τῆς πατριαρχικῆς συνόδου πρό περίπου μιᾶς δωδεκαετίας ἔπασχε καί αὐτή κανονικά. Ποῦ ὁρίζουν οἱ Κανόνες ἄλλοι (ψιλῷ τῷ τίτλῳ οἱ πιό πολλοί) μητροπολίτες, οἱ Φαναριῶτες, νά λύνουν θέματα ἄλλων ἐπαρχιούχων μητροπολιτῶν πού βρίσκονται στήν ἄλλη ἄκρη τῆς γῆς (Ἀμερική, Αὐστραλία, Εὐρώπη κ.ἄ.), χωρίς τήν μετοχή τῶν ἴδιων;
Γ) Ἀλλά καί τήν τωρινή συγκρότηση τῆς πατριαρχικῆς Συνόδου μέ ἕξι (ψιλῷ τῷ τίτλῳ τούς πιό πολλούς) μητροπολίτες ἀπό τό Φανάρι καί ἄλλους ἕξι ἀπό ὅλα τά σημεῖα τῆς γῆς ἐπιλεγμένους κατά ἀπόλυτη προτίμηση ἀπό τόν Πατριάρχη, μέ ἑξάμηνη θητεία, ποιός κανόνας τήν προβλέπει; Μόνο σάν ἐνδημούσα ἔκτακτη Σύνοδος, πού περιστασιακά, γιά λύση κάποιου συγκεκριμένου θέματος, συγκροτεῖται μέ ὅσους τυχαία ἐκείνη τή στιγμή παρευρίσκονται στήν Κωνσταντινούπολη, μπορεῖ νά νοηθεῖ μιά τέτοια Σύνοδος καί ὄχι ὡς Σύνοδος μέ τακτικές συνεδριάσεις. Μάλιστα, στήν Ἀριστίνδην τουλάχιστον τά μέλη της ἐκλέγονταν ἀπό ὅλους τούς Ἱεράρχες. Ἐδῶ ἡ ἐπιλογή εἶναι δεσμευτική. Ἕξι Φαναριῶτες καί οἱ ὑπόλοιποι, ὅσους ἐπιλέγει ὁ Πατριάρχης.
Καί μιά ἀκόμα διευκρίνιση. Ἡ νομοθέτηση τῆς Ἀριστίνδην ἀπό τήν πολιτεία (ἄρα καί ἀπό τό στρατιωτικό καθεστώς) εἶναι μιά σταθερή πραγματικότητα γιά τήν ἀνεξάρτητη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Πάντα (καί σήμερα) στήν Ἑλληνική Ἐκκλησία ὑπάρχει νόμος πού ρυθμίζει τά θέματά της (Καταστατικός Χάρτης), ὁ ὁποῖος ὁρίζει καί τήν συγκρότηση τῆς Συνόδου. Δέν πρόκειται λοιπόν οὔτε γιά «πολιτειοκρατική ἀντίληψη» οὔτε γιά «φαρμακίδειο ἀντίληψη τοῦ Ἱερώνυμου καί τῶν περί αὐτόν ἱεραρχῶν», ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου.
7) Σέ σχέση μέ τήν ἀπό 25-3-1973 παραίτηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου (2η παραίτηση). Ὡς αἰτίες γιά τήν παραίτησή του ὁ Ἀρχιεπίσκοπος προβάλλει: α) τήν ἔντονη στηθαγχική κρίση ἕνεκα τῆς ὁποίας ἀπεῖχε καί τούς δύο πρώτους μῆνες τοῦ 1973 τῶν συνοδικῶν καθηκόντων του (δεῖτε Ἰατρική Γνωμάτευση τῶν ἰατρῶν Καθηγ. Γ. Μερίκα, Καθηγ. Θ. Δοξιάδη, Ὑφηγ. Μ. Σαμαρτζῆ, Ἱερώνυμος Κοτσώνης, μητρ. Ἀττικῆς Νικοδήμου, σελ. 551) καί β) μία ψυχική κάμψη.
Ἡ παραίτηση αὐτή δέν ἔγινε δεκτή ἀπό τήν ΔΙΣ τῆς 2-4-1973. Ἔλεγε ἡ ἀπόφαση τῆς ΔΙΣ: «...ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος... ὁμοφώνως ἀπεφάσισε ὅπως μή ἀποδεχθῇ τήν κατά τά ἄνω ὑποβληθεῖσαν Ὑφ’ Ὑμῶν παραίτησιν, σταυρόν βαρύν ἡγουμένη καί καθῆκον ἐπιτακτικόν ὁρίζουσα τήν ἐπί τῶν ἐπάλξεων τοῦ ἱεροῦ καί τιμίου χρέους παραμονήν τῆς ἡμετέρας μακαριότητος...». Ἡ ΔΙΣ κατανοοῦσα καί τά θέματα ὑγείας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τοῦ ἔδωσε τρίμηνη ἄδεια. Οἱ μητροπολίτες Θήρας Γαβριήλ, Γυθείου Σωτήριος, Σάμου Παντελεήμων καί Θεσσαλονίκης Λεωνίδας στίς 4-4-1973 ἔφυγαν μέ ἐλικόπτερο γιά τήν Τῆνο καί ἀνακοίνωσαν στόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου νά μήν κάνει δεκτή τήν παραίτησή του. Καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος μέ τήν ἀπό 9-4-1973 ἀνακλητική του ἐπιστολή συμμορφώνεται πρός τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου γιά νά συνεχίσει μέ ὅσες δυνάμεις τοῦ ἀπέμειναν τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀνάκληση τῆς παραίτησης δέν ἔγινε λοιπόν «ἀπό κυβερνητική παρέμβαση» ὅπως λανθασμένα ἰσχυρίζεται ὁ μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου.
8) Σχετικά μέ τήν ἀπόφαση τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας (Σ.τ.Ε.) στίς 5-4-1973, ὅπου εἶχαν προσφύγει οἱ Φλωρίνης Αὐγουστῖνος καί Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος, ὁ μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου δέν ἀναφέρεται καθόλου στόν λόγο ἀκυρώσεως τῆς συγκρότησης τῆς ΔΙΣ ἀπό τούς μητροπολίτες πού ψήφισε ἡ Ἱεραρχία τοῦ Νοεμβρίου τοῦ 1973. Ὁ λόγος ἦταν τυπικός. Δέν ἦταν ὑπογεγραμμένα τά πρακτικά τῆς Ἱεραρχίας. Αὐτός καί μόνο ὁ τυπικός λόγος ἀκύρωσε τήν σύνθεση τῆς ΔΙΣ. Δέν μπῆκε στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης τό Σ.τ.Ε. Λανθασμένα λοιπόν ἰσχυρίζεται ὁ μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου ὅτι οἱ δύο προσφυγόντες μητροπολίτες «ἐπέτυχαν στίς 5 Ἀπριλίου 1973 νά ἀκυρωθεῖ ἡ συγκρότηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, μέ τήν διαδικασία πού εἶχε προβλέψει ἡ δικτατορία». Λάθος: Ἐπέτυχαν στίς 5 Ἀπριλίου 1973 νά ἀκυρωθεῖ ἡ συγκρότηση τῆς συγκεκριμένης Ἱερᾶς Συνόδου, ἐπειδή τά Πρακτικά τῆς Ἱεραρχίας πού τήν ἐξέλεξε δέν εἶχαν ὑπογραφεῖ. Δέν συζήτησε τό Σ.τ.Ε. τήν οὐσία τῆς ὑποθέσεως. Ἀπόδειξη ὅτι καί ἡ ἑπόμενη Ἱεραρχία (10-5-1973), ὅπως θά δοῦμε καί παρακάτω, ἐξέλεξε τήν ΔΙΣ μέ τήν ἴδια διαδικασία, γιάτί δέν εἶχε καμιά δέσμευση ἀπό τό Σ.τ.Ε. Στό θέμα τῆς μή ὑπογραφῆς τῶν Πρακτικῶν τῆς Ἱεραρχίας ἀπό τούς παρόντες μητροπολίτες, παρ’ ὅλον ὅτι ὁ δικηγόρος τῆς ΔΙΣ Σπηλιωτόπουλος ἐπέμεινε, ἐμπλέκεται πρόσωπο πού ἀργότερα κατέλαβε ἀνώτατες ἐκκλησιαστικές θέσεις.
9) Λανθασμένα ἰσχυρίζεται ὁ μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου ὅτι: «Στίς 10 Μαΐου 1973 συγκλήθηκε ἡ Ἱεραρχία καί τέθηκαν σέ ψηφοφορία ἡ πρόταση τοῦ Ἱερωνύμου γιά συγκρότηση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, μέ ψηφοφορία ἀπό τήν Ἱεραρχία καί ἡ πρόταση τῆς πρεσβυτέρας Ἱεραρχίας γιά τήν συγκρότηση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, κατά τά πρεσβεῖα ἀρχιεροσύνης, ὅπως ὅριζε ἡ πατριαρχική πράξη». Ὄχι. Στήν Ἱεραρχία τῆς 10ης-5-1973 δέν τέθηκε σέ ψηφοφορία καμιά τέτοια πρόταση. Ἡ Ἱεραρχία κλήθηκε νά ψηφίσει τά μέλη τῆς ΔΙΣ (πού ἐκλέγονται Ἀριστίνδην ἀπό τήν Ἱεραρχία, ὅπως ὅριζε ὁ νόμος τοῦ 1969 -«ὁ δικτατορικός» ὅπως τόν χαρακτηρίζει ὁ μητροπολίτης). Ἁπλά, καί ἄλλοι μητροπολίτες ἔκριναν (ἀφελῶς) ὅτι γιά νά καταστείλουν τόν θόρυβο πού προκαλοῦσαν οἱ φωνασκοῦντες τῆς “πρεσβυτέρας Ἱεραρχίας” ἔπρεπε νά ἐκλέξουν τή νέα σύνθεση τῆς ΔΙΣ (ἐκλογή ἔγινε) νά εἶναι μέ τά πρεσβεῖα τῆς ἀρχιεροσύνης. Τό ἔκαναν ἀλλά ὁ θόρυβος πολλαπλασιάστηκε.
10) Τελειώνοντας ὁ μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου πετάει δεξιά-ἀριστερά διάφορες ντουφεκιές κατά τοῦ Ἱερώνυμου.
Α) «Ὁ ἴδιος (ὁ Ἱερώνυμος) εἶχε ἐγκαταλείψει τόν βασιλέα καί τά ἀνάκτορα στό κίνημα τοῦ 1967, ἐνῶ ἦταν πνευματικός καί πρωθιερέας τῶν ἀνακτόρων». Τί δηλαδή θά μποροῦσε νά κάνει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος γιά ἕνα βασιλιά πού ἔκανε ἕνα ἀντικίνημα κατά τοῦ στρατιωτικοῦ καθεστῶτος τῆς Ἀθήνας ἀπό τόν Ἕβρο; Τό πρῶτο πού δέσποζε μέσα του ἦταν νά μή χυθεῖ αἷμα ἑλληνικό μέσα στή δίνη τῶν παθῶν καί τήν ἀλόγιστη χρήση τῶν ὅπλων. Τό ἐνδεχόμενο στρατιωτικῆς σύρραξης μέ ἀντιμέτωπους ἑκατέρωθεν Ἕλληνες στρατιῶτες τόν συγκλόνισε. Ἀποκλεισμένος ἀπό τό στρατιωτικό καθεστώς ἀπό κάθε πληροφορία μέχρι τό μεσημέρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ἀνέλαβε κατά τό ἀπόγευμα διαπραγματεύσεις μεταξύ τῶν ἀλληλοσυγκρουόμενων μερῶν. Περιγράφει ὁ ἴδιος τήν δυναμική ἐπιχείρηση πού σχεδίασε γιά νά ἀποτρέψει τόν ἀδελφοκτόνο σπαραγμό στό βιβλίο του «Τό δράμα ἑνός Ἀρχιεπισκόπου» (σελ. 104-106). Ἔθεσε 4 ὅρους στήν στρατιωτική κυβέρνηση γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ αἱματοχυσία, πού ἔγιναν ὅλοι ἀποδεκτοί. Ὁ πρῶτος καί βασικότερος: γενική ἀμνηστία.
Β) Καί ἄλλο θέμα θέτει στή συνέχεια ὁ μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου: «Στηριζόταν (ὁ Ἱερώνυμος) σέ μερίδα ἱεραρχῶν πού εἶχε ἐκλέξει καί ταυτίστηκε μέ τήν δικτατορία».
Γιά τό ποιός ταυτίστηκε μέ τό στρατιωτικό καθεστώς ὑπάρχουν ἑκατοντάδες ντοκουμέντα, φωτογραφίες, κείμενα. Αὐτά ἀποδεικνύουν τόσο τήν σθεναρή στάση καί τοῦ ἴδιου τοῦ Ἱερώνυμου καί τῶν μητροπολιτῶν πού ἐξέλεξε, ὅσο καί τή δουλική προσκόλληση καί ἐμετικούς ἐπαίνους πλήθους ἀρχιερέων τῆς πρεσβυτέρας Ἱεραρχίας.
Ἀρκεῖ κανείς νά διαβάσει ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου «Τό δράμα ἑνός Ἀρχιεπισκόπου» (Στ΄ ἔκδοση, 2003) τίς σελίδες 130-148 γιά νά κατανοήσει τί σημαίνει ἔλεγχος δριμύς τοῦ καθεστῶτος. Τά κείμενα αὐτά ἀφοροῦν τήν πολύωρη ἐπίσκεψή του στή Γυάρο καί στά πέριξ τῶν Ἀθηνῶν κέντρα πολιτικῶν κρατουμένων, γιά νά βοηθήσει ὅσο μποροῦσε, καί τίς δυό ἱστορικές ἐπιστολές γιά τούς πολιτικούς κρατουμένους, μνημεῖα θάρρους καί ἀφοβίας πρός τό στρατιωτικό καθεστώς.
Στόν ἀντίποδα νά ἀναφέρουμε τήν στενή σχέση τοῦ Ἰωαννίνων καί μετέπειτα Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ Τίκα μέ τόν Ἰωαννίδη τῆς ΕΑΤ-ΕΣΑ, ὅσο καί τίς ἐκδηλώσεις του ὑπέρ τοῦ τότε καθεστῶτος, πού εἶναι γνωστές εἰς πάντας «τούς παροικούντας ἐν Ἰωαννίνοις». Ὁ φόβος τοῦ Ἰωαννίνων καί ἄλλων ἱεραρχῶν τῆς πρεσβυτέρας ἱεραρχίας μήπως κι αὐτοί βρεθοῦν ὑπόλογοι σέ ἐκκλησιαστικό δικαστήριο καί χάσουν τόν θρόνο τους, τούς παρακινοῦσε νά γίνουν ὑμνητές καί συμπαραστάτες καί ὑπηρέτες τοῦ στρατιωτικοῦ καθεστῶτος, γιά νά ἔχουν, στή δύσκολη στιγμή, τήν συμπαράστασή του.
 Αὐτά τά ἐλάχιστα γιά τό ποιός ταυτίστηκε καί ποιός ἀντιστάθηκε κατά τήν περίοδο ἐκείνη.
Γ) Τά ὅσα λέγει ὁ μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου γιά τούς νῦν Ἀρχιεπισκόπους Ἀλβανίας Ἀναστάσιο καί Ἀμερικῆς Δημήτριο, πού τότε ἦταν βοηθοί ἐπίσκοποι τοῦ Ἱερωνύμου,  χρήζουν διευκρινίσεων. «Λέγεται» ἰσχυρίζεται πώς αὐτοί «προσπάθησαν νά τόν πείσουν (τόν Ἱερώνυμο) νά πορευθοῦν πρός τούς ἐξεγερμένους τοῦ Πολυτεχνείου (Νοέμβριος 1973) ἀλλά ἐκεῖνος δέν τόλμησε, μέ ὅ,τι ἡ ἄρνηση ἐκείνη σηματοδότησε γιά σύνολη τήν πορεία μας». 
-Ἀπό ποιούς λέγεται αὐτό; Τοῦ τό εἶπαν τοῦ ἁγίου Ἀρκαλοχωρίου οἱ ἴδιοι οἱ Ἀρχιεπίσκοποι; Ἀπό ποῦ προέρχεται ἡ πληροφορία;
-Ἄς μᾶς ποῦν ἀπό μόνοι τους -ἀφοῦ εἶναι καί οἱ δύο ἐν ζωῇ. Ἔγινε συζήτηση γιαὐτό τό θέμα μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο; Τί ἐλέχθη; Ποῦ κατέληξαν; Διαφώνησαν; Συμφώνησαν; (Μήν προσπαθοῦμε νά διαφοροποιήσουμε τεχνητά τούς δύο αὐτούς ἐπισκόπους ἀπό τόν Ἱερώνυμο. Εἶναι πνευματικά ἀναστήματα καί ἐκλεκτές ἐπιλογές ἑνός ἐκλεκτοῦ Ἀρχιεπισκόπου, τοῦ Ἱερώνυμου).
-Δέν ἀναφέρει ὁ μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου καθόλου ὅτι ὁ Ἀνδρούσης Ἀναστάσιος πῆγε στά παιδιά πού κατέλαβαν τήν Νομική νά κουβεντιάσει μαζί τους, χωρίς βέβαια νά τό ἀγνοεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος. 
Δ) Ὁπωσδήποτε, πρέπει νά ἀντιμετωπίσουμε καί τήν βασική τοποθέτηση πού σάν καραμέλα βρισκόταν στά στόματα πλήθους Ἱεραρχῶν στήν μετά-Ἱερώνυμον ἐποχή. Τήν ἐπαναλαμβάνει καί ὁ μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου: «Ἡ θεραπεία τῆς κανονικότητος στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προῆλθε ἀπό τήν πρεσβυτέρα Ἱεραρχία, τούς τριανταπέντε ἀρχιερεῖς, πού εἶχαν ἐκλεγεῖ πρίν ἀπό τήν 21η Ἀπριλίου 1967». Καί στή συνέχεια λέει ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή εἶναι ἐκείνη πού ἐξέλεξε Ἀρχιεπίσκοπο τόν Σεραφείμ.
Ἡ ὅποια «ἀντικανονικότητα» τοῦ Ἱερώνυμου καί τῶν μητροπολιτῶν πού ἐκλέχθηκαν μετά, ἀπό τήν ὑπ’ αὐτόν Ἀριστίνδην Σύνοδο, εἶχε ἤδη ὁλοκληρωτικά θεραπευτεῖ, ἀφοῦ:
-πλῆθος μητροπολιτῶν τῆς πρεσβυτέρας Ἱεραρχίας τούς συνεχάρησαν γιά τήν ἐκλογή τους μέ ζωντανή παρουσία ἤ δι’ ἐπιστολῶν,
-συμμετεῖχαν σέ Ἱεραρχίες (1969, 1972, 1973), ἀλλά καί κάποιοι ἀπ’ ατούς τῆς πρεσβυτέρας Ἱεραρχίας στίς 3 Ἀριστίνδην συνόδους (1969 ἕως 1972, 1972 ἕως 4ος-1973 καί 5ος -1973 ἕως 12ος-1973) μαζί μέ τούς ἐκλεγέντες ἀπό τήν Ἀριστίνδην, χωρίς νά θέσουν κανένα θέμα κανονικότητάς τους (π.χ. ὁ Ἰωαννίνων Σεραφείμ),
-σέ παραίτηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου (ἡ πρώτη παραίτηση) στήν Ἱεραρχία, ὅλη ἡ Ἱεραρχία δέν ἔκανε δεκτή τήν παραίτηση μέ τόν Ἰωαννίνων Σεραφείμ πάλι νά δηλώνει (ὡς Πρόεδρος ἐπί τοῦ Τύπου) «...δέν θέλομεν νά παραιτηθῇ καί τόν δεχόμεθα ὡς Προκαθήμενον...» καί
-ὁ πιό βασικός λόγος πού ἀποδείκνυε τήν ἀποδοχή τοῦ Ἱερώνυμου καί τῶν ἐκλεγέντων ἀπό τήν Ἀριστίνδην: στίς 2-3-1969, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, τό σύνολο τῶν παλαιοτέρων ἐπισκόπων (μέ ἐξαίρεση ἴσως 3-4) συλλειτούργησαν μέ τόν Ἱερώνυμο καί τούς ἐκλεγέντες ἀπό τήν ὑπ’ αὐτόν Ἀριστίνδην Σύνοδο. Ἡ συμμετοχή τῶν ἐπισκόπων στήν θεία εὐχαριστία εἶναι δεῖγμα ὕψιστης ἑνότητας μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἀποτελεῖ τήν πλέον ἐπίσημη καί πανηγυρική ἀναγνώριση τῆς κανονικότητας τῶν συμμετεχόντων.
  Ἀπ’ τή στιγμή πού ἡ πρεσβυτέρα Ἱεραρχία ἐπικοινώνησε προηγουμένως μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο καί μέ ὅλους τούς νεοεκλεγέντες ἀπ’ αὐτόν, καί μάλιστα ἐπικοινωνία ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ, ὅλα εἶχαν ἤδη θεραπευτεῖ. Ὅλοι οἱ μητροπολίτες τοῦ Ἱερώνυμου εἶχαν ἀναγνωρισθεῖ ὡς κανονικοί (δεῖτε ὁλοκληρωμένη τεκμηρίωση στή μελέτη τοῦ μακαριστοῦ κανονολόγου π. Ἐπιφανίου Θεοδωρόπουλου πού ἐξαντλεῖ τό θέμα: ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ «Ο ΚΑΝΟΝΙΚΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ...»ΑΡΘΡΑ ΜΕΛΕΤΑΙ-ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ, ΤΟΜΟΣ Α΄, Ἔκδοσις 1981, σελ. 383-393)  Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Μπουσδέκης

Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Α'  ΚΟΤΣΩΝΗΣ ΚΗΔΕΥΕΤΑΙ ΩΣ ΑΠΛΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΑΠΟ ΕΝΑ ΤΑΠΕΙΝΟ ΙΕΡΕΑ
 


"Η εκκλησία της Ελλάδος και η χούντα".

 Απάντηση του  εκδότου και διευθυντη Τριαντάφυλλου Τασιόπουλου

της εφημερίδος "ΑΓΩΝΑΣ" σε δημοσίευμα της Εφημ. "Καθημερινή" με θέμα:


"Η εκκλησία της Ελλάδος και η χούντα".

«Ει δε που την ΕΥΣΕΒΕΙΑΝ παραβλαπτόμενην ή τους ασθενείς ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΟΥΣ θεάσαιο, μη προτίμα την ειρήνην της αληθείας, αλλ’ ίστατο γενναίως, έως αίματος προς την αμαρτίαν ανταγωνιζόμενος» (άγ. Ισίδωρος Πηλουσιώτης).
Αποτέλεσμα εικόνας για ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΧΟΥΝΤΑ

Εφημερίδα Καθημερινή Αθήνα



Κύριε Διευθυντά, πριν μιας εβδομάδα (7/7/2017) σας στείλαμε με e-mail απάντηση στο δημοσίευμα σας 11-6-2017 με θέμα: "Η εκκλησία της Ελλάδος και η χούντα". Την εβδομάδα που μας πέρασε δεν είδαμε να έχετε δημοσιεύσει κάτι. Μετά ταύτα είμαστε υποχρεωμένοι να το δημοσιεύσουμε πλέον εμείς.

Ευχαριστώ Εφημ. "Αγώνας"

Τασιόπουλος Τριαντάφυλλος Λάρισα   
                                                                               14-7-2017

Στην έγκριτη εφημερίδα σας “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”, στο Κυριακάτικο φύλλο της 11ης Ιουνίου 2017 και στην σελίδα 29 δημοσιεύετε ένα ολοσέλιδο ιστορικό γεγονός «50 χρόνια πριν» του Μητροπολίτη Αλκαλοχωρίου Ανδρέα Νανάκη, επιμέλεια της Ευάνθης Χατζηβασιλείου με τίτλο“Η Εκκλησία της Ελλάδος και η Χούντα” και υπότιτλο «Η παρέμβαση του δικτατορικού καθεστώτος στην Ιεραρχία με την επιβολή Ιερωνύμου, ανοίγει τον δρόμο για επώδυνες εξελίξεις».

Δεν θα ασχολούμουν με το δημοσίευμα, παρ’ ότι την περίοδο της χούντας την έχω ζήσει και μάλιστα διωκόμενος, εάν ο αρθρογράφος ήταν ένας απλός μητροπολίτης, “εις τόπον και τύπον Χριστού”, διότι σχεδόν όλοι τους έχουν φτιάξει ένα Χριστό στα μέτρα τους αποφεύγοντας να τον μιμηθούν. Έτσι το ακάνθινο στεφάνι το έκαναν διαμαντοστόλιστη μίτρα, τον άραφο χιτώνα χρυσοκέντητη στολή, το σάκκο μουσειακό είδος, τον κάλαμο ολόχρυση διαμαντοστόλιστη ράβδο και τους Ιερούς Κανόνες, που θέσπισαν οι άγιοι Πατέρες για να “Κανονίζουν” την εν Χριστώ ζωή μας, όπλο αμφίβολης χρήσης, τους μεν ίδιους ν’ απαλλάσσει πάσης ενοχής τους άλλους δε να εξοντώνει χωρίς σπλάχνα οικτιρμών.

Αλλ’ επειδή ο συγκεκριμένος αρθρογράφος είναι και Πρόεδρος της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης, απ’ τον οποίο, κυρίως, εξαρτάται το μέλλον τόσον των παιδιών μας όσον και των μελλοντικών γενεών, επιβάλλεται κάθε καλόπιστη κριτική, όπως οι άγιοι Πατέρες πρεσβεύων. «Ει δε που την ΕΥΣΕΒΕΙΑΝ παραβλαπτόμενην ή τους ασθενείς ΑΔΙΚΟΥΜΕΝΟΥΣ θεάσαιο, μη προτίμα την ειρήνην της αληθείας, αλλ’ ίστατο γενναίως, έως αίματος προς την αμαρτίαν ανταγωνιζόμενος» (άγ. Ισίδωρος Πηλουσιώτης).

Ο κ. καθηγητής στην εισαγωγή του άρθρου του τα έχει μπερδέψει, διότι αρχίζει με την δικτατορία του 1967 και τον Χρυσόστομο Β΄, πάει στην περίοδο Μεταξά και στο 1938 με τον Τραπεζούντος Χρύσανθο, έρχεται το 1941 στον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, φθάνει μέχρι την πατρίδα του την Κρήτη με τον Αρχιεπίσκοπο Ευγένιο και την Επαρχιακή του Σύνοδο, που «δεν εξυπηρετούσε τους ιδεολογικούς της στόχους. Συνεπώς, η δικτατορία αποφασίζει την κατάλυση της κανονικής εκκλησιαστικής τάξης στην Εκκλησία της Ελλάδος. Παύει τον Αθηνών Χρυσόστομο Β΄, διορίζει Αριστίνδην Σύνοδον από αρχιερείς και επιβάλει ως Αρχιεπίσκοπο τον Αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη».

Ο κ. καθηγητής παρουσιάζει την επί Ιερωνύμου Αριστίνδην Σύνοδο, σαν ουρανοκατέβατη λες και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Εκκλησία!

Σκόπιμα αποφεύγει να αναφερθεί στο ιστορικό αυτών των Συνόδων διότι γνωρίζει ότι ο πρώτος διδάξας και συνεχιστής είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο!

Ενδεικτικά αναφέρουμε.

Α΄ Στο Πατριαρχείο το 1865, για την “εφαρμογή των Γενικών κανονισμών και τη σύσταση Αναθεωρητικής Επιτροπής αυτών” αποφασίζει Α.Σ.. Το 1871 ο Πατριάρχης ορίζει τα συνοδικά μέλη με Α.Σ. (Κίτρους Βαρνάβας).

Το ζοφερό της κατάστασης περιγράφει ο Β. Σταυρίδης: «της απολυταρχίας μεν του Πατριάρχου να απομακρύνη εκ της πόλεως όχι μόνον τους ενδημούντες (αρχιερείς) αλλά και τους συνοδικούς (αρχιερείς)…, το δικαίωμα δε του “αριστίνδην” κατά το οποίον ο Πατριάρχης ή και η σύνοδος ηδύναντο να καλούν κατά βούλησιν συνοδικούς αυτούς που ήθελον» (Βασ. Σταυρίδης).

Το 1923-24 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ΄ «Εν εκτιμήσει των ιδιαιτέρων συνθηκών του Πατριαρχείου και πάλιν επανέφερε ο Δωδεκαμελές σύστημα της Συνόδου συγκροτήσας αριστίνδην εξ 9 μόνον Αρχιερέων…».

Το 1946 επί Πατριάρχου Μαξίμου Ε΄ «Η Σύνοδος προεδρευομένη υπό του Πατριάρχου αποτελείται εκ 12 μελών – μητροπολιτών… έχει το δίκαιον του προκρίνειν, δηλ. το “αριστίνδην” δίδεται κατά σειράν εις τον Πατριάρχην και την Σύνοδον» (ο ίδιος).

Κατά τον ίδιον τρόπο δεν γίνεται και σήμερα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο με τις Εκκλησίες Αμερικής, Αυστραλίας, Ν. Ζηλανδίας, όλης της Ευρώπης (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Αλβανία…) κ.ά.;

Β΄ Στην Ελλάδα.Ας δούμε τι συνέβη κατά καιρούς και στην χώρα μας, όπου η Αριστίνδην Σύνοδος είναι πασίγνωστη, μετά την ταραχώδη παραχώρηση του “Αυτοκεφάλου” στην Εκκλησία της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Από το 1832 μέχρι το 1852 την πενταμελή, μαζί με τον Πρόεδρο Ιερά Σύνοδο – Αριστίνδην – την διώριζε η Πολιτεία, ανεξαρτήτου πρεσβείας.

Ο νόμος της Πολιτείας ΣΑ΄/1852 άρθρ. Γ΄, που εκδόθηκε μετά το Συνοδικό Τόμο, όριζε Πενταμελή – Αριστίνδην – Σύνοδο και μόνιμονΠρόεδρον τον εκάστοτε Μητροπολίτην Αθηνών, τα δε τέσσερα μέλη των «εκ των εχόντων Επισκοπάς» και «κατά την τάξιν των πρεσβείων της αρχιερωσύνης».

Η κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι το 1917. Η Κυβέρνηση Βενιζέλου απομακρύνει τον Μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητον Α΄. Η Αριστίνδην Σύνοδος που συνεδρίασε τον Μάρτιο του 1918 προτείνει τρία πρόσωπα (τριπρόσωπο) και προκρίνει τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο. Με παρέμβαση του Ανδρ. Μιχαλόπουλου, στενού συνεργάτη του Βενιζέλου, διορίζουν τον Μελέτιο Μεταξάκη (1918-1920).

Στις 16 Νοεμβρίου 1920 επανέρχεται στο θρόνο των Αθηνών ο Θεόκλητος Α΄ και παρέμεινε μέχρι την μικρασιατική καταστροφή 1922, ο δε Μελέτιος έφυγε στην Αμερική και μετά ένα χρόνο η βενιζελική Εξουσία τον διόρισε Οικουμενικό Πατριάρχη.

Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η συγκροτηθείσα Αριστίνδην Σύνοδος Β.Δ. την 3η Δεκεμβρίου 1922 από την Επαναστατική Κυβέρνηση Πλαστήρα και η οποία στην συνεδρίαση της 23 Φεβρουαρίου 1923 με τρεις ψήφους και δύο κατά εξέλεξε τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Οι δύο μειοψηφήσαντες τον κατηγόρησαν για αίρεση, και αυτός ήταν ο ένας λόγος που τους εκδίωξε – μαζί με τον Μελέτιο Μεταξάκη – ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός, καθότι εκτός των άλλων ήταν και οι δύο αναγνωρισμένοι μασόνοι.

Στην χειροτονία που ακολούθησε (10 Μαρτίου 1923) δεν πήγε κανείς άλλος μητροπολίτης εκτός των τριών ψηφισάντων και του Λατίνου επισκόπου LouisPetit και του Αγγλικανού Niyram!

Στο μήνα επάνω (16 Απριλίου 1923) συγκάλεσε την Ιεραρχία, θέτοντας το θέμα αλλαγής του παλαιού ημερολογίου. Ο αρχ. Θεόκλητος Στράγκαςγράφει: «Εχρησιμοποίησε – ο Χρυσόστομος – το ψεύδος και την απάτη, προκειμένου να παραπλανήση τους λοιπούς αρχιερείς και να επιβάλη την αλλαγή του Ημερολογίου»!

Εν τω μεταξύ ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο παρατηρείται στα εκκλησιαστικά πράγματα. Το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου του 1922 δημιουργείται η «Παγκληρική Ένωση», μια οργανωμένη προσπάθεια κληρικών “ορεγομένων επισκοπής” μέσω της κοσμικής εξουσίας με Πρόεδρο τον Αρχιμανδρίτη Δαμασκηνό Παπανδρέο (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο και Αντιβασιλέα), Αντιπρόεδρο τον Αρχιμανδρίτη Παντελεήμονα Φωστίνη (μετέπειτα μητροπολίτης Χίου και γνωστός του “Τάγματος Φωστίνη”) και ο διάκονος Αθηναγόρας Σπύρου (μετέπειτα μητροπολίτης Κέρκυρας, Αρχιεπίσκοπος Αμερικής και Οικουμενικός Πατριάρχης).

Οι ανωτέρω τρεις κληρικοί, φίλα προσκείμενοι στην επαναστατική κυβέρνηση και στον Αρχηγό της Πλαστήρα, αντικατέστησαν τους κανονικούς εκπροσώπους της Ιεράς Συνόδου συμμετέχοντες σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο πολιτικό Γραφείο «… παρόντων του Αρχηγού της Επαναστάσεως κ. Πλαστήρα, υπουργών και άλλων υπηρεσιακών παραγόντων…». Έφθασαν μάλιστα στο σημείο να προτείνουν στον τότε υπουργό Παιδείας Ιωάν. Σιώτη τους εαυτούς των για την πλήρωση των τριών μητροπολιτικών εδρών από την Αριστίνδην Σύνοδο που θα συνεδρίαζε.

Η Συνεδρίαση έγινε, το τριπρόσωπο καταρτίσθηκε και στάλθηκε στην κυβέρνηση. Εδώ βρίσκει πλήρη εφαρμογή το “άλλαι μεν αι βουλαί των Συνοδικών άλλα δε η πολιτική κελεύει”. Έτσι, έγινε για την Μητρόπολη Κορίνθου ο Δαμασκηνός Παπανδρέου (ο οποίος το 1941, και πάλι με πολιτική παρέμβαση, έγινε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών). Στην Μητρόπολη Κέρκυρας διορίστηκε ο διάκονος Αθηναγόρας Σπύρου μετά από έντονες διαμαρτυρίες για την εκλογή του. Χαρακτηριστική υπήρξε η απάντηση του Αθηναγόρα προς συνυποψήφιό του: «… Ουδένα πρέπει να μέμφεσαι και ατιάσαι, ειμή μόνον τον εαυτόν σου, διότι δεν ενήργησες καταλλήλως και δραστηρίως τότε ίνα εκλεγής, Αρχιερεύς Κερκύρας και Παξών».Εδώ κι αν υπάρχει “τρέλα”. Κανονικά θα έπρεπε να τον καθαιρέσουν, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, αφού αποκάλεσε ανίκανο, βλάκα… τον συνυποψήφιο του που τήρησε τους Ιερούς Κανόνες. Αυτά όμως θεωρούνται ασήμαντα και αποσιωπούνται ενώ προβάλλονται ανύπαρκτα σφάλματα αξιόλογων ανδρών προκειμένου να τους μειώσουν.

Το 1930, με πολιτική παρέμβαση ο Αθηναγόρας, διορίζεται από την Πατριαρχική Σύνοδο Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Εκεί είναι γνωστές οι σχέσεις του με το προεδρικό ζεύγος Φρ. Ρούζβελτ και περισσότερο με τον Χάρυ Τρούμαν, όπου με την παρέμβασή του στην τουρκική κυβέρνηση, αφού είχε προηγηθεί η “παραίτησις” (18/10/1948) του κανονικού Πατριάρχου Μαξίμου Ε΄, την 1 Νοεμβρίου, “εξελέγη” Οικουμενικός Πατριάρχης. Η μεταφορά του στην Κωνσταντινούπολη έγινε με το προσωπικό αεροπλάνο του Προέδρου Τρούμαν και συνοδεύθηκε από τον ιδιαίτερό του υπασπιστή συνταγματάρχη Τσαρλς Μαρκ!

Το 1938 έχουμε μια καθαρά πολιτική εκλογή στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο και μια άγρια σύγκρουση Ανακτόρων με τον δικτάτορα Ιωάν. Μεταξά. Ενώ την εκλογή την κέρδισε ο από Κορίνθου Δαμασκηνός Παπανδρέου με ψήφους 31 έναντι 30, η μεταξική Κυβέρνηση, θεωρώντας τον ως Βενιζελικό, δεν τον αποδέχεται και με τον νόμο 1493/1938 «περί εκλογής Αρχιεπισκόπου Αθηνών και των Μητροπολιτών του Βασιλείου» η εκλογή του Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών σταματάει να γίνεται από την Ιεραρχία και ορίζεται μια επταμελής μητροπολιτών σύνοδος – Αριστίνδην – η οποία εξέλεξε Αρχιεπίσκοπο τον Χρύσανθο Φιλιππίδη. Ο δε Δαμασκηνός κλείσθηκε στο μοναστήρι της Φανερωμένης στην Σαλαμίνα υπό Αστυνομική επιτήρηση.

Επανήλθε ο Δαμασκηνός στον αρχιεπισκοπικό θρόνο το 1941 όταν ο Χρύσανθος αρνήθηκε να υποδεχθεί τους Γερμανοϊταλούς κατακτητές και να ορκίσει την κατοχική κυβέρνηση του στρατηγού Τσουλάκογλου.

Η “Μείζων Αριστίνδην Σύνοδος” με τις ευλογίες της Κυβέρνησης των δωσιλόγων και των Γερμανών – αφού τους όρκισε – του παραχωρούν τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Την απόφαση αυτή ο Χρύσανθος δεν την αναγνώρισε, και έτσι από το 1941 έως το 1946 υπήρχαν δύο Αρχιεπίσκοποι.

Αυτός ο “εκκλησιαστικός” άνδρας, που αναρριχήθηκε στα επισκοπικά αξιώματα ποδοπατώντας Ιερούς Κανόνες, χρησιμοποιώντας την πολιτική εξουσία για την εκλογή του και προσκυνώντας τον Γερμανό κατακτητή, πεθαίνοντας άφησε στους “κληρονόμους του” μία ατράνταχτη περιουσία, σε μία περίοδο μάλιστα που εκτός της σκλαβιάς, ο κόσμος πέθαινε στους δρόμους από την πείνα. Αυτόν τον άνδρα ο “δημοκράτης” αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ Τίκας τον τίμησε με το να του στήσει έναν τεράστιο ανδριάντα στην πλατεία του μητροπολιτικού ναού των Αθηνών!

Αφήνουμε τις μικρές σεισμικές δονήσεις, και πάμε στα μεγάλα ταρακουνήματα που συνετάραξαν την Ελλαδική Εκκλησία συθέμελα.

Το 1959 βρήκε την Εκκλησία με 3 χηρεύουσες μεγάλες μητροπόλεις (Φθιώτιδας, Λάρισας και Τριφυλίας) και πολλούς μνηστήρες. Όμως ο καταστατικός χάρτης δεν επέτρεπε τη μετάθεση επισκόπου εάν δεν είχε συμπληρώση πενταετία στη μητρόπολη που εκλέχτηκε. Έτσι ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος, που είχε υποσχεθεί τη Φθιώτιδα στον Κίτρους Βαρνάβα και τη Λάρισα στον Ξάνθης Αντώνιο, ανέβαλε συνεχώς τις εκλογές, βρίσκοντας προφάσεις και δικαιολογίες, μέχρι οι δύο ευνοούμενοί του ενηλικιωθούν.

Στη Συνεδρίαση της 7ης Απριλίου 1959 ετέθη και πάλι το θέμα πλήρωσης των Μητροπόλεων. Ο Αρχιεπ. Θεόκλητος αντιτάχθηκε προβάλλοντας τα κλασικά του επιχειρήματα. Η αντίπαλη ομάδα του επιτέθηκε με οξύτητα, με αποτέλεσμα ο Αρχιεπίσκοπος να διαλύσει την συνεδρίαση και να αποχωρήσει ακολουθώντας τον οι δύο μνηστήρες των μητροπόλεων και οι Κερκύρας, Ηλείας και Δράμας Φίλιππας (ο γνωστός με τα ηθικά σκάνδαλα).

Οι υπόλοιποι επτά (7) (Λευκάδος, Σάμου, Φωκίδος, Θεσσαλιώτιδας και Πρεβέζης), με επικεφαλής τον αντιπρόεδρο της Συνόδου Φιλίππων και Νεαπόλεως Χρυσόστομο… (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών), κάνουν πραξικόπημα. Παραμένουν στην αίθουσα συνεδριάσεων και κάνουν εκλογές – μέχρι τότε οι εκλογές μητροπολιτών και αρχιεπισκόπων γίνονταν από την Ιερά Σύνοδο –. Αποφάσισαν τη μετάθεση του ΝευροκοπίουΑγαθαγγέλου για την μητρόπολη Λάρισας, του Πρεβέζης Στυλιανού στην Φθιώτιδα και για τη μητρόπολη Τριφυλίας εξέλεξαν τον αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου Δαμασκηνό Παπαχρήστο.

Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος, αντέδρασε άμεσα με το να κλειδώσει το Παρεκκλήσι του Αγ. Ανδρέου, ώστε να μην γίνουν τα μηνύματα, και να δηλώσει ότι οι εκλογές που έγιναν είναι άκυρες.

Η πλειοψηφία υποστήριζε, πως οι εκλογές είναι κανονικές, σύμφωνες με τους Ιερούς Κανόνες και γενόμενες από την πλειοψηφία της Ιεράς Συνόδου.

Ο σάλος που δημιουργήθηκε δεν περιγράφεται, οι ανακοινώσεις και των δύο πλευρών είχαν τέτοια οξύτητα και φρασεολογία που έμενε κανείς άναυδος. Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων διατραγοδούσαν την κατάπτωση του αρχιερατικού λειτουργήματος.

Τελικά μπήκε στη μέση ο κρατικός μηχανισμός, που θέλησε να δώσει τέρμα (με το σπαθί) στην πολεμική διαμάχη και να ανακόψει την ορμή των αντιπάλων αντιμαχόμενων στρατοπέδων.

Ο Υπουργός Παιδείας Ε. Βογιατζής κατέθεσε στη Βουλή Νομοσχέδιο που πλέον οι εκλογές Μητροπολιτών θα γίνονται από την Ιεραρχία και όχι από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Και έβαζε τελεία και παύλα στις μεταθέσεις (μεταθετό) των Μητροπολιτών.

Οι αντιδράσεις, όλης σχεδόν της Ιεραρχίας, ήταν έντονες. Πρώτον δεν αποδέχονταν το τερματισμό του μεταθετού και δεύτερον δεν συμβιβάζονταν με το καθεστώς της εκλογής των Μητροπολιτών από την Ιεραρχία.

Το γεγονός αυτό τους έφερε μεγάλη αναστάτωση διότι έβλεπαν τα σχέδιά τους και τα οράματά τους να κάνουν φτερά. Μπροστά σ’ αυτόν τον κίνδυνο άφησαν κατά μέρος τις διαφορές τους και αφού συσπειρώθηκαν δίπλα στα “μητροπολιτικά γκεσέμια” βγήκαν στην επίθεση κατηγορώντας την πολιτεία για ωμή παρέμβαση στα της Εκκλησίας. Με δημοσιεύματα, εισηγήσεις και πιέσεις προσπάθησαν να επαναφέρουν το παλαιό καθεστώς, φθάνοντας μέχρι και να κάνουν “απεργία”. Για ένα χρόνο δεν έκαναν εκλογές για την πλήρωση των μητροπολιτικών εδρών.

Τελικά ο Νόμος επιβλήθηκε και οι εκλογές καθιερώθηκαν στην Ιεραρχία, οπότε, μετά την “απεργία”, απεφάσισαν να τις πραγματοποιήσουν…

Όμως, προτού ακόμα ξεχάσουν τα θλιβερά γεγονότα του 1959 και τις εκλογές του 1960, ξέσπασε νέος τυφώνας μεγαλύτερος σε ένταση από τον προηγούμενο.

Στις 8 Ιανουαρίου 1962 πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος και, πριν καλά-καλά προλάβουν να τον κηδέψουν (11 Ιανουαρίου), συνήλθε η Ιεραρχία (13 Ιανουαρίου) για να εκλέξει τον διάδοχό του.

Οι καθημερινές εφημερίδες, με ύφος αποκαλυπτικό, έδειχναν τα αποτελέσματα της εκλογής, φέροντας στην αρχιερατική καρέκλα δύο Ιεράρχες. Την παραμονή ξεσηκώθηκε κουρνιαχτός για τον επικρατέστερο. Ξεφυλλίζοντάς τα της ιδιωτικής του ζωής, με σχόλια και πονηρά υπονοούμενα, έδιναν το στίγμα των αδυναμιών του.

Οι εκλέκτορες μητροπολίτες έδειχναν ότι δεν άκουγαν και ούτε έβλεπαν. Με πρωτόγνωρη ταχύτητα ολοκλήρωσαν τις διαβουλεύσεις και με πείσμα έριξαν 33 ψήφους (η μία ήταν δική του) ανεβάζοντας στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον Αττικής Ιάκωβο Βαβανάτσο.

Μόλις ακούστηκαν οι καμπάνες του μητροπολιτικού ναού που ανήγγειλαν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, “μαύρη μαυρίλα πλάκωσε”. Η είδηση στην αρχή φάνηκε απίστευτη. Όταν επιβεβαιώθηκαν τα αποτελέσματα, έγινε χαλασμός.

Δεν υπήρξε στην Εκκλησιαστική ιστορία όμοιο παράδειγμα τέτοιας αντίδρασης σε άνθρωπο που κατέλαβε επίσημα κάποια έπαλξη της εξουσίας. Και ποτέ δεν στράφηκε τόσο, η οργή του κόσμου ενάντια στους παράγοντες που τον ανύψωσαν στην περίοπτη θέση του πρώτου επισκόπου της ελλαδικής Εκκλησίας αγνοώντας τους πάντες.

Η αντίδραση ήταν σχεδόν καθολική. Μέσα σε δώδεκα ημέρες έγιναν γεγονότα που καλύπτουν τόμους ιστορίας. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος δήλωνε σε όλους τους τόνους: «Δεν παραιτούμαι – δεν παραιτούμαι! Μόνον ο Θεός μπορεί να με πάρη! Εφ’ όσον ζω θα εργαστώ δια την Εκκλησίαν και τον λαόν», αναγκάζοντας τον εξοργισμένο Καραμανλή να υψώσει την φωνή και με την γνωστή του φρασεολογία (…) να του ζητήσει την άμεση παραίτηση. Και τούτο, διότι ο ξένος τύπος καταχωρούσε υπαινιγμούς σε βάρος του, ότι ευνοεί τον Ιάκωβο επειδή και αυτός ανήκει στην ίδια λέσχη!

Την δωδεκάτη ημέρα ο Ιάκωβος με γραπτή δήλωση έλεγε: «Ου μέντοιγε της Αρχιερωσύνης μου, ουχί οικεία βουλήσει, αλλά πολλή και καταθλιπτική τη κυβερνήσει πιέσει».

Αμέσως στο αρχιεπισκοπικό θρόνο ανέβασαν τον Χρυσόστομο Β΄, ένα 82 χρόνο γεροντάκι της παλαιάς παραδοσιακής αξιοπρέπειας, που πριν λίγες ημέρες οι ίδιοι τον είχαν απορρίψει. Όμως, λόγω ηλικίας, δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τις εξελίξεις και να δαμάσει τους φιλόδοξους οραματιστές της επαναφοράς του μεταθετού.

Τρία χρόνια σοβούσε η κρίση, και τον Οκτώβριο του 1965 εμφανίστηκε με βήμα ταχύ. Πολλοί μητροπολίτες ζητούσαν την επιστροφή στο παλαιό καθεστώς. Το θερμόμετρο του πείσματος ανέβηκε επικίνδυνα οπότε αποφάσισαν να συνεδριάσουν και προβούν σε Μητροπολιτικές εκλογές, αγνοώντας μάλιστα τον Νόμο Βογιατζή που απαγόρευε μεταθέσεις.

Μέσα σε αυτή την αναμμένη ατμόσφαιρα η Κυβέρνηση Στ. Στεφανόπουλο με υπουργό Παιδείας Στ. Αλαμανή δημοσίευσε Β. Διάταγμα, που όριζε την λήξη των εργασιών της Ιεραρχίας και το θυροκόλλησαν στην Είσοδο της Συνόδου. Τότε έγινε ανταρσία. Οι αρχιερείς ξέσχισαν το διάταγμα και προχώρησαν σε εκλογές.

Οι αντάρτες απείλησαν τον 86χρονο Αρχιεπίσκοπο ότι θα τον διώξουν εάν δεν συμφωνεί με τις απαιτήσεις τους. Ο Αρχιεπίσκοπος φοβούμενος υποχώρησε και έτσι προχώρησαν σε 14 εκλογές και 2 μεταθέσεις.

Δεκάδες τα δημοσιεύματα των εφημερίδων που μετέφεραν την καταθλιπτική και ζοφερή εικόνα της εκκλησιαστικής κατάστασης – ένα μικρό δείγμα των ημερών – «ΠΡΩΤΟΦΑΝΕΙΣ ΟΙ ΓΚΑΓΚΣΤΕΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ 38 ΜΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΡΑΣΟΦΟΡΩΝ».

«Ο ασθενούς βουλήσεως γέρων Αρχιεπίσκοπος, εξεβιάσθη υπό φαυλοκρατών αρχιερέων με το περίστροφο εις τον κρόταφον, τουτέστην με την απειλήν καθαιρέσεως… Αι μεταθέσεις και επιλογαί γίνονται υπό την προστασίαν χιλίων αστυφυλάκων. Τούτο ισοδυναμεί με συμμορίαν κλεπτών και ληστών που προστατεύεται εις το κακοποιόν έργον της από την αστυνομίαν… πρωτοφανείς αθλιότητες που διεπράχθησαν χθες από τους μαινόμενους “ιεράρχας” με δραματική αποκορύφωση τη γκαγκστερική απαγωγή του διστακτικού Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου (ηλικίας 90 ετών) και τον εξαναγκασμό του να παραστή στην πραξικοπηματική εκλογή και άλλων νέων μητροπολιτών» (ΤΑ “ΝΕΑ”, 19/11/1965).

Η Κυβέρνηση αρνήθηκε να υπογράψει το διάταγμα αναγνώρισής τους. η ένταση και από τις δύο πλευρές ήταν αμείωτη και η αντιμαχία αυτή κράτησε ένα χρόνο περίπου.

Μπροστά στο αδιέξοδο ο Πρωθυπουργός Στεφανόπουλος με το υπ’ αριθμ. 602/129 ζήτησε την γνώμη ομάδας καθηγητών Πανεπιστημίου για την συγκρότηση Αριστίνδην Συνόδου που θα την αποτελούσαν αρχιερείς που δεν ανήκαν στην ελεγχόμενη πλειοψηφία της Ιεραρχίας για να δώσουν λύση.

Επιτροπή 8 καθηγητών του Κανονικού Δικαίου (7/12/1965) γνωμάτευσαν: «ΟΥΔΕΝ ΚΑΝΟΝΙΚΟΝ ΚΩΛΥΜΜΑ υπάρχει δια την συγκρότησιν νέας διοικούσης Ιεράς Συνόδου, καθόσον οι Ιεροί Κανόνες σιωπούν σχετικώς… Ουδέν απολύτως κανονικόν ή συνταγματικόν κώλυμα υφίσταται προς σύγκλησινΑριστίνδην Συνόδου…» (Αρχιμ. Θεοκ. Στράγκατομ. Ζ΄).

Η προσέγγιση έγινε όταν η Εκκλησία δέχθηκε να ακυρώση τις μεταθέσεις και να επαναλάβουν τις εκλογές. Έτσι με εισήγηση του υπουργού Παιδείας ψηφίστηκε από την Βουλή το Ν.Δ. 4589/1966 (Ε.τ.Κ. Α΄ 239) που «νομιμοποιούσε» την εκλογή των νέων Μητροπολιτών αλλά έβαζε όριο ηλικίας εξόδου των αρχιερέων από την ενεργό υπηρεσία στα 80, καθώς και οικονομικό έλεγχο και ρύθμιση των εξόδων τους, και επανέλαβε τις παλαιότερες διατάξεις περί εξόδου αυτών «λόγω νόσου».

Από τη ρύθμιση αυτή εξαιρούσε τον Αρχιεπίσκοπο, λόγω της τεταμένης κατάστασης που υπήρχε, και διότι ο ίδιος είχε διαβεί το ορόσημο των 75 ετών και έτσι θα δημιουργούνταν και νέο πρόβλημα με την εκλογή του.

Οι Μητροπολίτες δέχθηκαν κατ’ αρχήν τον Νόμο, για να μπορέσουν να τακτοποιήσουν τις παράνομες εκλογές του περασμένου χρόνου, αμέσως μετά προσφεύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την ακύρωση του Νόμου ως αντισυνταγματικού με το επιχείρημα της διάκρισης ανάμεσα στους Μητροπολίτες και Αρχιεπισκόπους.

Το ΣτΕ απέρριψε τις προσφυγές (αποφάσεις ΣτΕ 609-612/1967). Τότε αναγκάστηκαν περί τους 15 υπέργηροι Μητροπολίτες να αποχωρήσουν από τις μητροπόλεις τους.

Η Ιεραρχία την 14ην Δεκεμβρίου 1966 αποφάσισε τη σύγκλησή της για την 16ην Ιανουαρίου 1967 με σκοπό την εκλογή και πλήρωση των 15 κενών Μητροπόλεων, σύμφωνα με το τελευταίο Νομοθέτημα. Η σύγκλυση δεν έγινε. Ορίστηκε νέα ημερομηνία για την 11η Μαΐου 1967, λόγω της πολιτικής μεταβολής (δικτατορίας) και η πλήρωσις έγινε από την εννεαμελή Αριστίνδην Σύνοδο.

Στα εκατό χρόνια της αυτοκεφάλου Εκκλησίας (μέχρι 1945) έχουν συγκροτηθεί περί τις 10 τον αριθμό Αριστίνδην Σύνοδο, και σε καμία δεν αμφισβητήθηκε η κανονικότητά της, και έρχονται μερικοί “νεόκοποι” δημοκράτες καθηγηταί - τύπου Αλκαλοχωρίου - να ισχυριστούν την αντικανονικότητα της Αριστίνδην Συνόδου του 1967 υπό του Ιερωνύμου Α΄ Κοτσώνη.

Άρα με αυτή την λογική δεν υπάρχει σήμερα κανείς κανονικός μητροπολίτης, διότι έχουμε Πατριάρχες, Αρχιεπισκόπους και αμέτρητο αριθμό μητροπολιτών που έγιναν από Αριστίνδην Συνόδους, και όσοι κοινωνούσαν με αυτούς, και η “αντικανονική” διαδοχή συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

Άρα δεν υπάρχει κανείς κανονικός μητροπολίτης.

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ

ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Β΄

Η δικτατορία βρήκε τα εκκλησιαστικά πράγματα σε πλήρη διάλυση. Στην Ιεραρχία πρυτάνευε μια μακάρια απραξία. Η γραμματεία διακινούσε τα έγγραφα. Το λογιστήριο εισέπραττε τις εισφορές. Κανένας δεν ενδιαφέρονταν, κανένας δεν χάρασσε κάποιο πρόγραμμα. Ένας πελώριος μηχανισμός σε εξάρθρωση. Ο Αρχιεπίσκοπος αγκομαχούσε καθώς ανηφόριζε την ενάτη δεκαετία της ηλικίας του. Οι μητροπολίτες ενδιαφέρονταν για μεταθέσεις πλούσιων μητροπόλεων ή τακτοποίηση δικών των “τέκνων” σε κενές μητροπόλεις. Και οι φήμες για μερικούς απ’ αυτούς οργίαζαν.

Τα κείμενα που έχουν γραφεί εκείνη την εποχή (πολύ μικρό μέρος έχουμε περιγράψει) είναι συνταρακτικά και αποτελούν αδιάψευστα ντοκουμέντα που εντοπίζουν και περιγράφουν την καθίζηση στο χώρο της διοίκησης της Εκκλησίας. Προσπαθούν επί χρόνια τώρα, με τα γνωστά τερτίπια: “αντικανονικός”, “χουντικός”, “παρεκκλησιαστικός”, να σκεπάζουν τα 100 και πλέον χρόνια αθλιότητας.

Όσο και αν προσπαθούν όμως μερικά χέρια να τα αναπλάσουν ή να τα συγκαλύψουν, τα στοιχεία και τα γεγονότα είναι συγκλονιστικά, αδιάσειστα και δεν δέχονται αμφισβήτηση.

Ο Ιερώνυμος Κοτσώνης, κύριε καθηγητά και Σια, γνωρίζετε ότι ο ίδιος δεν επεδίωξε να γίνει επίσκοπος, και αυτό το μαρτυρεί η πορεία του ανδρός. Διασώζονται επιστολές και δημοσιεύματα που τον παρότρυναν να δεχθεί να γίνει επίσκοπος και κατ’ επανάληψη το αρνήθηκε.

Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Β. & Ν. Αμερικής Μιχαήλ γράφει στις 2 Απριλίου του 1958: «… Οπότε επρόκειτο να έλθω εις Αμερικήν, ίνα αναλάβω τα καθήκοντά μου, είχον προτείνει εις τον ΑρχιμανδρίτηνΙερώνυμονΚοτσώνηννα δεχθή την θέσιν του βοηθού Επισκόπου εν Αμερική, τοποθετούμενος εις μίαν των μεγαλυτέρων περιφερειών του Σικάγου. Ηρνήθην…» (“TOBHMA”, 2/4/58).

Ο Αμερικής Μιχαήλ στις 13/7/1958 εκοιμήθη. Τότε παράγοντες της Ελληνο-αμερικανικής ομογενείας, στράφηκαν προς τον Ιερώνυμο. Οι πιέσεις να αποδεχθεί τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αμερικής είναι μεγάλες. Χαρακτηριστικά μαρτυρούν τα κάτωθι: «… Πανοσιολογιώτατε, πρόκειται για εκλογή ανταξίου διαδόχου αυτού (Μιχαήλ), εις την σημερινήν ΚΡΙΣΙΜΩΤΑΤΗΝ δια τε την Ορθοδοξίαν και δια την ΕλληνικήνΓλώσσανκαμπήν την οποίαν διαγράφει η Ιστορία του Ελληνισμού της Αμερικής. Η εκλογή καταλλήλου Αρχιεπισκόπου θα ΣΩΣΗ την Ελληνικότητα της Ορθοδοξίας… ότι ΜΟΝΟΝ ΥΜΕΙΣ είσθε ο ικανός και ο ενδεδειγμένος να διαδραματίση τον βαρύν αλλά και σωτήριον τούτον ρόλον…».

Η Α. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης, γνωρίζω πόσον Σας εκτιμά και Σας αγαπά. Αρκεί να προβληθήτε παρά του Σεπτού Ανακτός μας παρά τη Α. Παναγιότητι δια να εκπληρωθή και η επιθυμία του Πατριάρχου να εκλεγήτε…

Δια τούτο Πανοσιολογιώτατε Πάτερ, και πάλιν ποιούμενέκκλησιν προς την αγάπην και αφοσίωσιν την οποίαν τρέφετε προς την Πατρίδα και την Εκκλησίαν, προς την Ελλάδα και προς την Ορθοδοξίαν… Δεν έχετε Υμείς ανάγκην της θέσεως ταύτης, αλλ’ η θέσις αύτη, ή ακριβέστερον, η ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ έχουν ανάγκην, άμεσον και επείγουσαν, των υψίστων υπηρεσιών τας οποίας μόνον Υμείς δύνασθε να προσφέρητε εις αμφοτέρας. ΔΕΝ ΘΑ ΤΑΣ ΑΡΝΗΘΗΤΕ!» (Βασ. Βασιλειάδης, Δ.Ο.Θ. Αρχιγ. Αρχιεπισκοπής, 16//1958).

Η ίδια πρόταση προς τον Ιερώνυμο έγινε και από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο να δεχθεί επισκοποίηση. Και εδώ αρνήθηκε!

Σε πρόταση του υπουργού Παιδείας Κων. Άμαντου καθ. Παν. Αθηνών να δεχθή να γίνη μητροπολίτης Χίου. Αρνήθηκε. Νά πως το περιγράφει ο υπουργός: «… Επειδή ήθελα η μητρόπολις Χίου – ιδιαίτερη πατρίδα του – να αποκτήση έναν καλόν ποιμενάρχην, έχων δε πληροφορίας ότι ο κ. Κοτσώνης δεν επεδίωκεν ουδεμία προαγωγήν, τον εκάλεσα στο σπίτι μου και τον παρεκάλεσα να δεχθή να γίνει μητροπολίτης Χίου. Ο κ. Κοτσώνης όμως ηρνήθη· όταν δε επέμεινα… μοίαπήντησεν  ότι κατά την γνώμην του η Εκκλησία έχει περισσοτέραν ανάγκην από στρατιώτας και δι’ αυτό προτιμά να παραμείνη εις το βαθμόν του Πρεσβυτέρου» (εφ. “ΒΗΜΑ”, 28/3/1958).

Επροτάθη στον Ιερώνυμο η τιμητική θέση του αντιβασιλέως και την απέρριψε ασυζητητί δηλώνοντας: «ότε την 18ην Δεκεμβρίου 1967 εις σχετικήνσύσκεψιν ο τότε Υπουργός των Εξωτερικών αείμνηστος Π. Πιπινέληςεπρότεινε να γίνω Αντιβασιλεύς, απέρριψα ευθύς αμέσως και ασυζητητί την γενομένηνπρότασιν διότι πιστεύω ακραδάντως, ότι η Εκκλησία είναι και πρέπει να είναι πάντοτε υπεράνω οιουδήποτε πολιτικού σχήματος και οιωνδήποτε πολιτικών προσώπων ή ομάδων…».

21η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967 – ΧΟΥΝΤΑ

Την 21η Απριλίου του 1967 βγήκαν τα τανκς στους δρόμους και καταλύθηκε το δημοκρατικό πολίτευμα. Αυτοί που είχαν ταχθεί να φυλάγουν τις πύλες της δημοκρατίας βρέθηκαν ναρκωμένοι και αποδυναμωμένοι.

Στην Εκκλησία επικρατούσε ένα χάος. Οι Μητροπολίτες είχαν κηρύξει απεργία και δεν εννοούσαν να αναδείξουν νέους επισκόπους στις 15 κενές μητροπολιτικές έδρες. Ο ιστορικός, που θα συλλέξη τα στοιχεία για να συντάξη τον απολογισμό, θα περιέλθη σε αμηχανία. Και θα φοβηθή μήπως τα περιστατικά θεωρηθούν υπερβολή, λογοτεχνική απομίμησι των θρήνων του Ιερεμία.

Η δικτατορία επικράτησε. Οι άνθρωποι που πονούσαν την Εκκλησία ζητούσαν από τους κυβερνώντας να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Οι φωνές, παρά τον στρατιωτικό νόμο, ήταν πολλές, και ζητούσαν κάθαρση στην Εκκλησία.

Ο Ιεροκήρυκας Αρχιμανδρίτης Αυγουστίνος Καντιώτης γράφει, μια εβδομάδα μετά την επικράτηση του καθεστώτος, στον Πρωθυπουργό Κων. Κόλλια:

«Εξοχώτατε, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ.

… Η εκκλησιαστική κατάσταση είναι πανάθλια. Η Εκκλησία κινδυνεύει να γίνη Εκκλησία Βοργίων. Σκάνδαλα πρωτάκουστα συνετάραξαν και συνταράσσουν την Ελληνικήνκοινωνίαν. Το δε φοβερώτερον, ότι τα σκάνδαλα αυτά καλύπτοναι με αρχιερατικούς μανδύας. Η διαμαρτυρία τιμίων κληρικών πνίγεται εν μέσω των φωνών των προστατών των σκανδάλων. Αρχιερατικαίφατρίαι αναβιβάζουν εις τους θρόνους φαύλα και ανίκανα στοιχεία. Ο Νεπωτισμόςήρχισε να εισδύη εις τας τάξεις της Ιεραρχίας. Επισκοπαί και ενορίαι, ως να είναι φέουδα, διανέμονται εις φίλους και συγγενείς. Ασυδοσία εκ του πλούτου της Εκκλησίας. Κλέπται και λησταί με ράσα και εγκόλπια κατατρώγουν τον μοναστηριακόνπλούτον. Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη ανύπαρκτος. Ιερείς κατήντησαν μουζίκοι… Χρειάζονται ριζικά μέτρα. Η Ιεραρχία εχρεωκόπησεν εν τη συνειδήσει του έθνους. Μία ολιγομελής Σύνοδος έξεπιλέκτων κληρικών, επισκόπων, ει δυνατόν, πλαισιουμένη υπό εκλεκτόν αντιπρόσωπον της Κυβερνήσεως, δύναται να κάμη την κάθαρσιν εκ κορυφής μέχρι ποδών. Αποστράτευσις φαύλων και ανίκανων. Επιστράτευσις παντός τιμίου και ικανού… Και εγκλεισμός, ως εις Γυάρον, εις τιναΜονήν του Αγίου Όρους όλων των σκανδαλοποιών αρχιερέων και λοιπών κληρικών πλέον επικινδύνων ή των αντεθνικώς δρώντων…

Εστέ βέβαιος, Εξοχώτατε, ότι σύμπας ο ευσεβής Ελληνικός λαός θα είναι παρά το πλευρόν σας εις πάσαν τοιαύτην προσπάθειαν… (περ. “ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ”, Πάσχα 1967).

Αυτή την τραγική και τραγελαφική εκκλησιαστική κατάσταση, ο κύριος δεσποτο-καθηγητής Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέας προσπαθεί να μας παρουσιάσει ως “Κήπον της ΕΔΕΜ”.

Κύριε καθηγητά, το ψέμα δεν γράφει ιστορία, σπιλώνει την ιστορία. Δεν αναδεικνύει προσωπικότητες, τους αποδεικνύει φθηνούς και άνανδρους. Τους παραχαράκτες δεν αργεί να τους διασύρει. Δεν αντέχει το ψέμα στη δοκιμασία του χρόνου, όσο αριστοτεχνικά κι αν είναι χτισμένο. Ο άνεμος του ελέγχου τον ισοπεδώνει, και η σκαπάνη του ερευνητή αποκαλύπτει τη σαθρότητά του.

Για το “επιστημονικό” σας δημοσίευμα θα σας απαντήσω σήμερα επιγραμματικά – προσεχώς δε λεπτομερώς –. Γράφετε: «Συνεπώς, η δικτατορία αποφασίζει την κατάλυση της κανονικής τάξης στην Εκκλησία της Ελλάδος».

- Η εκτροπή δυστυχώς είχε πάρει διαστάσεις θεομηνίας όλα τα χρόνια που προαναφέραμε. Οι Ιεροί Κανόνες και οι Νόμοι του Κράτους εκτελούνταν “εν ψυχρώ”. Η κανονική τάξη είχε καταλυθεί. Συνεπώς η δικτατορία τα βρήκε έτοιμα.

«Παύει – λέτε – τον Αθηνών Χρυσόστομο Β΄, διορίζει Αριστίνδην Σύνοδο από αρχιερείς και επιβάλλει ως Αρχιεπίσκοπο τον Αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη».

- Η απομάκρυνση του Αρχιεπ. Χρυσοστόμου, κ. καθηγητά, έγινε κατ’ επέκταση του Ν.Δ. 4589/1966 που εξαιρούσε τον Αρχιεπίσκοπο από το όριο ηλικίας που θεωρήθηκε συνταγματική παράβαση – όπως ισχυρίσθηκαν οι μητροπολίτες που προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

«Η ως άνω αντισυνταγματικότης καθίσταται πρόδηλος, διότι δημιουργεί δια της παραγρ. 2 του ως άνω άρθρου άνισονμεταχείρισιν» (η εξαίρεσις του αρχιεπισκόπου).

Το ότι η δικτατορία επέβαλε τον Ιερώνυμο ως Αρχιεπίσκοπο – όπως ισχυρίζεσθε – αυτό είναι ψευδέστατο, διότι γνωρίζετε πολύ καλά και γράφτηκε κατά κόρον από τον αείμνηστον συνάδελφό σας καθηγητή Μάρκο Σιώτη – Βασιλικό Επίτροπο στην Ιερά Σύνοδο – ότι η δικτατορία ήθελε την εκλογή του Καστορίας Δωροθέου Γιανναρόπουλου για Αρχιεπίσκοπο, δεδομένης της επίσκεψης στην Ιερά Σύνοδο των πρωτεργατών της δικτατορίας Παπαδόπουλου, Πατακού, Μακαρίζου, ζητώντας μάλιστα την διακοπή της Συνεδρίασης.

Γνωρίζετε επίσης ότι η εκλογή ήταν ομόφωνη – παμψηφεί «επί 8 ψηφισάντων… Ο αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κοτσώνης έλαβε το σύνολον και των 8 ψήφων» και όχι με 3 ή 5 ψήφους, που μέχρι τώρα γινόντουσαν Αρχιεπίσκοποι και Πατριάρχες γιατί είχαν το “πλεονέκτημα” να είναι Μασόνοι.

Η εκλογή του έγινε καθολικά αποδεκτή όπως μας το πιστοποιούν:

1) Ο αρχιμανδρίτης Θ. Στράγκας (τομ. 2 σελ. 4915) ότι: «Στην χειροτονία του Ιερωνύμου στην μητρόπολη των Αθηνών παραβρέθηκαν περί τους 40 αρχιερείς συμπροσευχόμενοι». Τέτοιο γεγονός δεν είχε ξαναγίνει.

2) Ο Φλωρίνης Αυγουστίνος έγραφε: «Στις Ι.Σ.Ι., που συγκλήθηκαν κατά τα χρόνια αυτά, η κριτική κατά του Αρχιεπ. Ιερωνύμου, που ασκήθηκε από πολλούς αρχιερείς, ήταν αυστηρή και, πολλές φορές, οξεία, αν μη και άδικη. Ποτέ όμως δεν έγινε λόγος περί κανονικότητας της εκλογής των αρχιερέων. Άλλα θέματα δέσποζαν σ’ αυτήν… Και ποτέ η κριτική αυτή δεν περιείχε ίχνος υπαινιγμού κατά της κανονικότητας».

3) Ο κ. Μουρατίδης καθ. του Κανονικού Δικαίου γράφει: «Το εκπληκτικό είναι ότι καμμιάς άλλης Αριστίνδην Συνόδου η απόφασις δια την εκλογήν Αρχιεπισκόπου δεν επεκυρώθηκε από όλα τα μέλη (εκτός ενός, που και αυτός μετά την αναγνώρισε) της Ιεραρχίας (1969) με πανηγυρική ψηφοφορία, όπως η απόφασις της Εκλογής του Ιερωνύμου από την Ιερά Σύνοδο του 1967» (Μ. Προδοσία, σελ. 90).

Συνεχίζει ο κ. καθηγητής: «Ο Ιερώνυμος προχώρησε την περίοδο 1967-1971 σε εκλογές 29 μητροπολιτών από την Αριστίνδην Σύνοδο και όχι από το συνολικό σώμα της Ιεραρχίας, όπως συνέβαινε στην προ της δικτατορίας εποχή».

Η παραποίηση στο ζενίθ, διότι: πρώτον, οι 15 εκλογές αφορούσαν τις κενές μητροπόλεις με τον Ν.Δ. 4589/1966 που ψηφίστηκε από την βουλή των Ελλήνων “περί ορίου ηλικίας” και για πρώτη φορά σχεδόν οι εκλογές να γίνονται από την Ιεραρχία και όχι από διαρκή Σύνοδο.

Αυτό δεν άρεσε καθόλου τους Ιεράρχες, και με συνεχείς αναβολές προσπαθούσαν να επαναφέρουν το παλαιό καθεστώς (εκλογές από Διαρκή Σύνοδο, το μεταθετό και “κατάργηση του ορίου ηλικίας”).

Και το δεύτερο λεχθέν ψέμα ότι: “σπανίως οι εκλογές γίνονταν από την Ιεραρχία στα 100 χρόνια της αυτοκεφάλου Εκκλησίας, αλλά πάντα από Διαρκή ΑριστίνδηνΣύνοδον”.

Δεν χρειάζεται να σχολιάσει κανείς τα του κ. καθηγητή περί δήθεν πικρίας του Ιερωνύμου που η Ιεραρχία «στις δεκατρείς αρχιερατικές εκλογές του 1965» δεν τον εξέλεξε μητροπολίτη! Είναι γελοίο…

Και συνεχίζει: «Η απαξίωση κορυφώθηκε με την αξιόμεμπτη πράξη εξαναγκασμού επτά αρχιερέων σε έκπτωση ή παραίτηση, για να αποφύγουν τη μεθοδευμένη συκοφάντησή τους…».

Και γι’ αυτό κ. καθηγητά φταίει ο Ιερώνυμος; Για ανοίξτε το αρχείο σας και διαβάστε – αν αντέχετε – την μπόχα των σκανδάλων. «Ντρέπομαι να κυκλοφορώ στους δρόμους… Ντρεπόμαστε όλοι μας τον κόσμο. Τί κατάρα ήταν αυτή;… τους απλούς και αγαθούς λευίτες που κρύβουν από ντροπή το πρόσωπό τους με το φοβερό διασυρμό του ράσου τους, με τον προπηλακισμό που γίνεται εις βάρος του ιερού σχήματός τους. … Όταν βλέπουμε να εξευτελίζονται τα πάντα, εδώ σε τούτη την γωνιά της γης…

Για όνομα του Θεού, Έλεος!... Λυπηθήτε την Ελλάδα!». (Δημ. Ψαθάς, “ΝΕΑ” 21-2-62). Αυτή ήταν η κατάσταση για τους επτά που επικαλείστε!

Αναφέρεστε, κ. καθηγητά, στον «λαμπρό μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα Παπαγεωργίου – διαπρεπή και οραματιστή Ιεράρχη, ο οποίος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση». Δεν θα αναφερθώ στην καταδίκη, του συναδέλφου του Δράμας, Φιλίππου, που δεν του επέτρεψε να προσφύγει με βάση “το έκκλητον” στο Πατριαρχείο ώστε να ασκήσει το νόμιμο δικαίωμά του, ενώ όταν στον ίδιο δεν επιτράπει αντίστοιχη προσφυγή στο Πατριαρχείο, διαμαρτυρήθηκε, διότι δεν υπάρχει «ταύτισης διαφορετικών καταστάσεων και γεγονότων». Αυτά ήταν: Του μεν «Φιλίππου (κατά την άποψη του Παντελεήμονα) το 1965 ήταν ομαλός πολιτικός και εκκλησιαστικός βίος (αποστασίες πολιτικές, ανταρσίες εκκλησιαστικές) όλα έγιναν σύμφωνα με το Σύνταγμα, τους νόμους και τους Ιερούς Κανόνες…», ενώ στη δική του περίπτωση «υπήρχε απόλυτα ανώμαλο πολιτειακό και εκκλησιαστικό καθεστώς». Δηλαδή, δύο μέτρα και δύο σταθμά, που επιβεβαιώνουν μια αυτοαναιρούμενη συμπεριφορά.

Στα καλά καθούμενα τον άρπαξαν και τον έδιωξαν κ. καθηγητά;

Αν εξακολουθείτε να αμφιβάλετε σας προτείνουμε να ανοίξετε και πάλι το αρχείο σας όπου εκεί θα βρείτε αρκετά εκείνης της εποχής και ιδιαίτερα στην δημοκρατική εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ” του Πουρνάρα.

Ο Καταστατικός Χάρτης, που τόσα έχουν γραφεί – κι εσείς αναφέρεστε κ. καθηγητά – είχε τόσα θετικά που τα αρνητικά είναι μηδενικά. Όμως τα παλαιά “απολιθώματα” δεν άντεχαν το λαϊκό στοιχείο και την μεγάλη αναγέννηση που έφερνε στην Εκκλησία ο Ιερώνυμος. Χαρακτηριστικά είναι τα λεχθέντα στην Ιεραρχία από τον αντικανονικά μετατεθέντα στον Πειραιά Χρυσόστομο: «Θα μετανοήσει φρικτά ο άγιος Χαλκίδος, όταν θα εφαρμοστεί αυτός ο Νόμος και οι λαϊκοί εισβάλουν στα διοικητικά κέντρα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία θα χάσει την αυτοτέλειά της. Και ο Επίσκοπος θα πάψει να είναι κυρίαρχος και αυθεντικός ερμηνευτής του θείου θελήματος».

Πολύ ωραία θεωρία! Εσείς οι δεσποτάδες είστε η Εκκλησία αλλ’ ο λαός είναι πρόβατα για άρμεγμα. Γι’ αυτό δεν σας έκανε ο Ιερώνυμος. Τι ντροπή!!!

Αναφέρεσθε, κ. καθηγητά, στην προσφυγή των 4ων μητροπολιτών που… δικαιώθηκαν κι αυτό το λανσάρετε ως μέγα κατόρθωμα, ενώ γνωρίζετε ότι πριν από την δικτατορία και μετά απ’ αυτήν υπάρχουν εκατοντάδες προσφυγές. Ακόμα και ποινικές είχαμε – πρωτοφανές – εναντίον του Σεραφείμ και ολοκλήρου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου για παραβίαση του Συντάγματος.

Και κάτι που σας “διαφεύγει” κ. καθηγητά. Ο “Χουντικός” Ιερώνυμος επέτρεπε να προσφεύγουν οι αδικούμενοι ακόμα και “εν καιρώ δικτατορίας, σε οποιοδήποτε δικαστήριο.

Ο δημοκράτης (!) Σεραφείμ, εν καιρώ «δημοκρατίας», με την βοήθεια της πολιτείας έφτιαξε νόμο 7/74 που απαγόρευσε σε 12 συνανθρώπους μας να βρουν το δίκαιό τους. Αυτή είναι η δημοκρατία σας κ. καθηγητά;”.

Το παραλήρημα του κ. καθηγητή συνεχίζεται. «Η Θεραπεία – γράφει – της κανονικότητας στην Εκκλησία της Ελλάδος προήλθε από την Πρεσβυτέρα Ιεραρχία των τριάντα πέντε (35) αρχιερέων, που είχαν εκλεγεί πριν από την 21η Απριλίου 1967».

Ο καθηγητής του κανονικού Δικαίου κ. Μουρατίδης αυτήν την “Πρεσβυτέρα Ιεραρχία” την ονόμασε ΛΗΣΤΡΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟ, που με το νομικό τερατούργημα – την υπ’ αριθμ. 3/74 Συντακτική Πράξη – δημιούργησαν μια “τερατώδη”, κυριολεκτικώς, Σύνοδο, ένα αντιεκκλησιαστικό σεραφειμικό καρκίνωμα, που ανέτρεψε από βάθους την κανονική τάξη της Εκκλησίας. «Οι Αριστίνδην Σύνοδοι, μπροστά σ’ αυτό το, εξ απόψεως Κανονικού δικαίου, εξάμβλωμα και τερατούργημα, είναι αθώες παρεκκλίσεις από τον κανονικό Συνοδικό θεσμό…. Όλα αυτά εντάσσουν την λεγομένη Σύνοδο και μάλιστα της Ιεραρχίας του 1974 όχι μόνο μεταξύ των ψευδοσυνόδων ή ληστρικών Συνόδων, αλλά… περί μοναδικής κυριολεκτικώς περιπτώσεως στην ιστορία της Εκκλησίας.

Χαρακτηριστικά της ληστρικής και τερατώδους αυτής Συνόδου είναι, η συγκρότησή της με την παραβίαση της υφιστάμενης κατά την εποχή εκείνη σχετικής νομοθεσίας.

Μέχρι της θεσπίσεως, από την Χούντα του Ιωαννίδη, της υπ’ αριθ. 3 Συντακτικής Πράξεως στις 9 Ιανουαρίου 1974, υπήρχε η ενιαία, νόμιμος και κατά πάντα κανονική Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος που την αποτελούσαν οι 66 εν ενεργεία μητροπολίτες. Μία όμως καθαρά γκαγκστερική πολιτική ενέργεια απέκλεισε από την Σύνοδο της Ιεραρχίας τους 29, που εκλέχτηκαν επί Ιερωνύμου, καθώς και 5 ακόμα της λεγομένης προϊερωνυμικής περιόδου (το έκανε ο Σεραφείμ με την χούντα Ιωαννίδη για να του βγουν οι ψήφοι). Με τον τρόπο αυτό σχηματίστηκε μια ομάδα από 32 μόνο μητροπολίτες (κι εδώ τους 32 τους έκανε 35 ο κ. καθηγητής. Έχει κάποιους λόγους;).

Αυτή η ομάδα των 32, χωρίς φόβο Θεού και ντροπή ανθρώπων, ονόμασε τον εαυτόν της «Κανονική Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος» ή «Πρεσβυτέρα Ιεραρχία». Έτσι στις 12 Ιανουαρίου 1974 συνέρχεται για την εκλογή Αρχιεπισκόπου. Για την εκλογή αυτή αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, για λόγους συνειδήσεως, οι μητροπολίτες Μυτιλήνης, Κιλκισίου, Μηθύμνης και Ελευθερουπόλεως. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα αμφισβήτησης, απόμειναν για να ψηφίσουν 28. Η συναλλαγή ήταν σκληρή. Οι εκλέκτορες δεν παραχωρούσαν την ψήφο τους χωρίς ανταλλάγματα (εδώ έχουμε καθαρή σιμωνία). Τους υποσχέθηκε τον διαμελισμόν της Αρχιεπισκοπής, της Μητρόπολης Θεσ/νίκης και Αττικής. Μετά την εκλογή του έχουμε την τακτοποίηση των «ταξιδευτών» υποστηρικτών του επισκόπων.

1) Του Καστοριάς Δωρόθεο στην Μητρόπολη Αττικής. 2) Του Μαρωνείας Τιμόθεου στην Ν. Ιωνία – Ν. Φιλαδέλφεια. 3) Του Ζιχνών Νικόδημου στην Πάτρα. 4) Του Φιλίππων Αλεξάνδρου στο Περιστέρι. 5) Του Σάμου Παντελεήμονος στην Θεσσαλονίκη. 6) Ο Φθιώτιδος έκανε τον Πρωτοσύγγελό του Αγαθόνικο. 7) Ο Κορινθίας προώθησε τον Ιεροκήρυκά του Προκόπιο. 8) Ο Τριφυλίας πήρε την υπόσχεση να τακτοποίηση τον πρώην Παραμυθίας Τίτο. 9) Ο Κεφαλληνίας ανέδειξε τον ιεροκήρυκά του στην μητρόπολη Παραμυθιάς. 10) Ο Πειραιώς Χρυσόστομος προήγαγε τον εφημέριό του Προκόπιο στην μητρόπολη Καλαμαριάς. 11) Ο Σύρου Δωρόθεος πήρε την υπόσχεση για τον αρχιμανδρίτη Βέτιμη, αλλά την ώρα της εκλογής του παρενέβηκε ο υπουργός Χρήστου και την εμπόδισε (sic). 12) Του Ιερισσού Παύλο του έταξε την Ζάκυνθο, αλλά ο Σεραφείμ αθέτησε το τάξιμό του. 13) Ήταν η ψήφος του ίδιου του Σεραφείμ. 

Έχουμε Ιεραρχία με 66 μητροπολίτες. Συμμετέχουν στην εκλογή 28 απ’ τους οποίους ο Σεραφείμ λαμβάνει 19 ψήφους. Εάν αφαιρέσουμε και τις δώδεκα που τις αγόρασε με την “χάρη του Αγίου Πνεύματος” έχουμε επτά (7) ψήφους, τις οποίες πήρε εκβιάζοντάς τους ο δικτάτορας Ιωαννίδης.

Αυτή ήταν πρεσβυτέρα Ιεραρχία κ. καθηγητά που “θεράπευσε” την κανονικότητα στην Εκκλησία της Ελλάδας!!!

Και για την ιστορία θα σας θυμίσω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του αειμνήστου π. Γεωργίου Πυρουνάκη «Καπετάν παπάς» του Αντ. Σανουδάκη σελ. 180 που περιγράφει συγκλονιστική σκηνή που εξελίχθηκε μπροστά του στο σπίτι του πρώην Αρχιεπ. Αθηνών Ιακώβου Βαβανάτσου και που αποκαλύπτει την αναξιοπρεπή, γλοιώδη, και δουλική συμπεριφορά του τότε Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σεραφείμ Τίκα, ο οποίος φιλούσε χέρια, πόδια και “λερωμένες ποδιές”, προκειμένου να ικανοποιήσει την απωθημένη μέχρι τότε αξιοθρήνητη ματαιοδοξία του να γίνει Αρχιεπίσκοπος.

“Βρισκόμουνα στο σπίτι του Ιακώβου” – λέγει ο π. Γεώργιος… – «Αναγγέλλεται η έλευσις του Μητροπολίτη Ιωαννίνων και άλλων δύο Μητροπολιτών. Οπότε εγώ ετοιμάστηκα να φύγω από το δωμάτιο. Μπήκαν εκείνοι, τον χαιρέτησαν. Χαιρέτησαν κι εμένα και επέμεναν να μείνω. Εγώ είχα δισταγμούς, αλλ’ επέμεναν πολύ, οπότε παρακολουθώ το εξής θέαμα: Να πέφτει στα γόνατα ο Σεραφείμ μπροστά στον Ιάκωβο, να του αγκαλιάζει τα πόδια και να του λέει: «Μακαριώτατε, σου οφείλω πάρα πολλά. Συ μ’ έκανες Μητροπολίτη Άρτας, σύ μ’ έκανες Μητροπολίτη Ιωαννίνων και τώρα πρέπει εσύ να με κάνεις και Αρχιεπίσκοπο, αφού επιμένουν αυτοί (εννοώντας τους δικτάτορες) να γίνω εγώ αρχιεπίσκοπος».

Ο άλλος του λέει: «Τί ’ναι αυτά που λες παιδί μου; Όλα αυτά είναι του Θεού και όχι από μένα. Όσον αφορά δε την άποψή του να γίνεις αρχιεπίσκοπος, αυτό θέλει πάρα πολύ να το σκεφθείς». Ο Σεραφείμ λέει: «Μα αυτοί επιμένουν να με κάμουν και με δύο και τρεις ψήφους ακόμα». Ο Ιάκωβος λέει: «Αυτό είναι απαράδεκτο και πρέπει να αντιμετωπιστή η εκλογή σου, η οποία να ’χει κανονικότητα». Με τα πολλά σηκώθηκε από τη γονυκλισιά του, και άρχισαν να συσκέπτονται οι τέσσερις πλέον…».

Αλήθεια! Ύστερα από την αξιοθρήνητη αυτή συμπεριφορά, που έγινε γνωστή – και πόσες ακόμα υπάρχουν – να μιλούν για τον Σεραφείμ Τίκα και για “Κανονική και Πρεσβυτέρα Ιεραρχία”! Όταν στο σεραφειμικό κατεστημένο φύονταν μόνο άνθη του κακού, της ατιμίας και τα μίση, ραδιουργίες και μηχανορραφίες, που μετέβαλαν την Αγία Εκκλησία σε Μέγα Δεσμώτη της εποχής! Όταν ο Σεραφείμ άρπαξε κυριολεκτικά τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο με την βοήθεια της Χούντας του Ιωαννίδη και άλλων σκοτεινών αντιχριστιανικών δυνάμεων, που θέλαν την εκκλησία έρμαιον των σκανδάλων και της απαξίωσης!

Κύριε καθηγητά, ανεβαίνετε στην έδρα και διδάσκετε ή δημοσιεύετε μελέτες ως πανεπιστημιακός δάσκαλος… Φαίνεστε σοφός και ο λόγος σας πρέπει να είναι αυθεντικός, διότι οι μαθητές ή ο κόσμος που σας παρακολουθεί και ίσως σας θαυμάζει, είναι σαν το σφουγγάρι έτοιμοι να ρουφήξουν τις διδαχές σας και το παράδειγμά σας, «επίσκοπος γαρ ων».

Αυτά όμως που γράφετε είναι τόσο αυθαίρετα, σαν να τα γράφει άνθρωπος που ζει σε άλλους κόσμους.

Λέτε: «Ο Ιερώνυμος δυστυχώς, όταν ήλεγξε την Ιεραρχία, δεν προχώρησε στην συμφιλίωση και στην ενότητα». Την αναλήθεια των λεγομένων σας αποδεικνύει ο τότε Σεραφείμ Ιωαννίνων αμέσως με την παραίτηση του Ιερωνύμου το 1969 στην Ιεραρχία λέγοντας: «Κατελήφθημεν έξ απήνης, διότι ουδείς των αγίων αδελφών ανέμενονπαρόμοιανενέργειαν… και ομολογώ ότι υπήρξε μια θαυμασία και πεφωτισμένη στιγμή της Ιεραρχίας, όταν τα μέλη της με έκδηλονσυγκίνησιν και με δάκρυα εις τους οφθαλμούς ανεκάλεσαν τον Αρχιεπίσκοπον. Έπρεπε να είσθε εις την αίθουσαν δια να δήτε την ομόθυμονθέλησιν της Ιεραρχίας… Επηκολούθησε μια θριαμβευτική ψηφοφορία κατά της παραιτήσεως και υπέρ της ανακλήσεως αυτής. Και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήτο η παμψηφείπρότασις προς ανάκλησιν».

Αυτά δεν τα λέμε εμείς, τα έλεγε ο διώκτης του Ιερωνύμου. Πέστε μας, μια παρόμοια περίπτωση στην ιστορία της Εκκλησίας που σύσσωμη η Ιεραρχία να παρακαλεί Πατριάρχη, Αρχιεπίσκοπο… να μην παραιτηθεί και με δάκρυα να τον καλεί να επανέλθη στην αίθουσα, και η ψηφοφορία που ακολούθησε να είναι παμψηφεί;

Και συνεχίζει ο κ. καθηγητής.

«Στηριζόταν – ο Ιερώνυμος – σε μερίδα ιεραρχών που είχε εκλέξει και ταυτίστηκε με την δικτατορία». Εάν είναι έτσι, πώς η δικτατορία έδιωξε χωρίς κατηγορητήριο, δίκη, απολογία… 12 δικούς της Ιεράρχες, και αν δεν έπεφτε το καθεστώς δεν ξέρουμε πόσοι ακόμα θα είχαν διωχθεί;

Στη συνέχεια δεν μπορώ πραγματικά να παρακολουθήσω έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο!

«Λέγεται – ακόμη – ότι ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, Επίσκοπος Ανδρούσης τότε και ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Δημήτριος, επίσης τότε Βρεσθένης, ο οποίος προς τιμήν του αρνήθηκε να ενθρονιστεί μητροπολίτης Αττικής, μη αποδεχόμενος την εκλογή από Αριστίνδην Σύνοδο, προσπάθησαν να τον πείσουν, να πορευθούν προς τους εξεγερμένους του Πολυτεχνείου (Νοέμβριος 1973), αλλά εκείνος δεν το τόλμησε, με ό,τι η άρνηση εκείνη σηματοδότησε για σύνολη την πορεία μας». Θεέ μου είναι απίστευτα αυτά που γράφει.

Αρχίζει με το: “Λέγεται” (και αυτό για να είναι καλυμμένος νομικά). Πού “λέγεται” κ. καθηγητά! Στην αγορά, στα σαλόνια, στους διαδρόμους, στα σχολεία, πανεπιστήμια, στις Εκκλησίες… και πότε; Και συνεχίζετε με δύο ονόματα επισκόπων βοηθών του Ιερωνύμου – προφανώς για εντυπωσιασμό –. Ο ένας – λέτε – (ενώ αναφέρετε δύο), αρνήθηκε να ενθρονιστεί γιατί θεώρησε την Αριστίνδην Σύνοδο ως αντικανονική. Γι’ αυτό, εάν ζούσε ο αείμνηστος καθηγητής του Κανονικού Δικαίου κ. Μουρατίδης, θα σας έδινε ένα βαρύγδουπο τίτλο - που εγώ δεν τολμώ να ξεστομίσω. Δηλαδή αυτοί οι δύο που αναφέρεσθε, δέχθηκαν την εκλογή, την χειροτονία, και την τοποθέτησή τους στις θέσεις των βοηθών του Ιερωνύμου από την Αριστίνδην Σύνοδο, βάσει των Ιερών Κανόνων και δεν δέχθηκε την ενθρόνιση που είναι καθαρά μία τελετή διοικητικής αναγνώρισης;

Και προχωράτε στο πιο κατάπτυστο:

«Προσπάθησαν – λέτε – να τον πείσουν». Ποιοι είναι αυτοί που θέλησαν να πείσουν τον έναν «να πορευθούν προς τους εξεγερμένους του Πολυτεχνείου»; Πώς ο ένας έγιναν πολλοί «να πορευθούν; Αλλά εκείνος δεν το τόλμησε». Τα συμπεράσματα δικά σας αφού βλέπετε με τι έχουμε να κάνουμε!!!

Για να μάθει ο λαός ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ: Ο Ιερώνυμος τα δυο αυτά διαμάντια τα επιστράτευσε αφού τα έκανε επισκόπους και

1) Τον Αναστάσιο εκτός από βοήθό του Επίσκοπου, τον διόρισε Διευθυντή του“Διορθόδοξου Κέντρου της Εκκλησίας” στο “Κέντρον Ιεραποστολικών Σπουδών” του Παν. Αθηνών, και Γενικό Διευθυντή στον μεγαλύτερο Εκκλησιαστικό Οργανισμό της Εκκλησίας την “Αποστολική Διακονία”. Οι αναλήθειες του καθηγητή αποκαλύπτονται και από τα όσα έγραψε ο Νίκος Μπίστης (αριστερός). «Ο Αναστάσιος – έλεγε – τον Φεβρουάριο του 1973 μεταβαίνει στην υπό κατάληψη από φοιτητές Νομική Σχολή του Πανεπ. Αθηνών, που διαμαρτύρονταν ενάντια στην δικτατορία των Συνταγματαρχών, μεταφέροντας τρόφιμα και εμψυχώνοντας τους έγκλειστους φοιτητές» με την προτροπή βέβαια του αρχ. Ιερωνύμου. Λίγους μήνες αργότερα έκανε διαμαρτυρία ο ίδιος (ο Ιερώνυμος) στην ΕΣΑ για τις συνθήκες κράτησης των πολιτικών κρατουμένων – αντιφρονούντων.

2) Τον Αμερικής Δημήτριο (Τρακατέλη) τον έκανε ο Ιερώνυμος επίσκοπο Βρεσθένης το 1967 αναθέτοντάς του την υπευθυνότητα του τομέα της “επιμόρφωσης του Ιερού Κλήρου Ελλάδος”. Του προτάθηκε η Μητρόπολις Αττικής την οποία αρνήθηκε, Διότι, το διάστημα αυτό έκανε διδακτορικό και μεταπτυχιακό στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, απ’ όπου το 1972 ανεδείχθη και διδάκτωρ της Φιλοσοφίας “μετ’ επαίνου”.

Αυτούς τους δύο ο “Δημοκράτης” Σεραφείμ και η “πρεσβυτέρα Ιεραρχία” τους ταπείνωσε διώχνοντάς τους διότι ήταν, σχεδόν όλοι, επιστημονικής μορφώσεως άνθρωποι, κάτι που δεν το άντεχε. Έτσι τους περιμάζεψε ο Πατριάρχης κάνοντάς τους τον μεν έναν Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας τον δε άλλον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής.

Και συνεχίζει με τα “ωραία” του ο κ. καθηγητής να περιλούζει τον Ιερώνυμο.

«Δεν αρνούμαστε τις όποιες αγαθές προθέσεις του Ιερωνύμου. Έγινε, όμως, Αρχιερέας και Αρχιεπίσκοπος, από καθηγητής Πανεπιστημίου, έχοντας επιλύσει ακαδημαϊκά (δηλαδή στο θεωρητικό επίπεδο, χωρίς εμπειρία των πρακτικών προκλήσεων του εκκλησιαστικού ποιμένα), όλα τα εκκλησιαστικά ζητήματα και πορεύθηκε με πνεύμα διαιρετικό. Συνέπεια όλων αυτών ήταν να οδηγηθεί η πρωθιεραρχική του διακονία στο οριστικό αδιέξοδο και στην κατάρρευση».

Εκφράζεται ο κ. καθηγητής έτσι διότι συγκρίνει το έργο του Ιερωνύμου με το δικό του “πετυχημένο” σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο μια και ο ίδιος είναι καθηγητής Πανεπιστημίου και Αρχιερέας.

Αλλά μια προσεκτική και αναλογική σύγκριση, θα μας πείσει ότι το επί δέκα επτά χρόνια αρχιερατίας του έργο δεν πλησιάζει το 2% της πενταετίας Ιερωνύμου δεδομένου ότι ο κ. καθηγητής έζησε σε άνετο περιβάλλον και εισέπραττε τεράστια ποσά από κοινοτικά προγράμματα, σε σχέση με την εποχή του μπαρουτοκαπνισμένου Ιερωνύμου που το κράτος όχι μόνον δεν τον χρηματοδότησε αλλά και τον πολέμησε σκληρά.

Χωρίς ίσως να το έχει καταλάβει γράφει δύο μισοαλήθειες. 1) «Έργα του Ιερωνύμου είναι το Διορθόδοξο κέντρο της Πεντέλης, το νοσοκομείο για κληρικούς, το Ιεραποστολικό Κέντρο, αλλά και η διαμόρφωση ικανών φιλανθρωπικών δομών».

Μόνον αυτά είδατε κ. καθηγητά;

Τα κτίρια που ανυψώθηκαν και τα έργα του αποτελούν αδιάψευστες μαρτυρίες στο χρόνο. Το “Διορθόδοξο Κέντρο” ήταν το πιο σύγχρονο σε εξοπλισμό μεταφραστικό κέντρο, με βιβλιοθήκες, αναγνωστήρια, εστιατόριο, 60 μικρά διαμερίσματα κ.ά. – Το “Νοσοκομείο Κληρικών” υπήρξε το καμάρι σε κτηριακά, τεχνικά και ιατρικά δεδομένα εκείνη την εποχή –. Οι μεγάλες προσθήκες των νέων κτισμάτων που στεγάστηκαν στη Μονή Πετράκη, όλη η δομή της Ιεράς Συνόδου και της Ιεραρχίας που μέχρι τότε φιλοξενούνταν στο μικρό χώρο της Αρχιεπισκοπής – Άλλαξε όλος ο τυπογραφικός μηχανικός εξοπλισμός της Αποστολικής Διακονίας – Το Εκκλησιαστικό Μουσείο – Ανακαινίστηκε όλη η Μονή Πεντέλης – Δημιούργησε κατασκηνώσεις – τα 64 σπίτια Γαλήνης Χριστού – Χρηματοδότησε για την ανοικοδόμηση της Μονής Νταού – Ενίσχυσε την επέκταση των εκπαιδευτηρίων “Η ΘΕΟΜΗΤΩΡ” – Ιεραποστολικό Κέντρο – Οικοτροφείο Φοιτητών Θεολογίας (την οικονομική δαπάνη την είχε κατατεθειμένη σε ειδικό λογαριασμό) – Χρηματοδότησε το μνημείο στην Αγία Λαύρα, το μοναστήρι στον Καρέα, του Αγίου Ιωάννου στο Πεντελικόν, και πολλές σύγχρονες κα παλαιές οικοδομές ανακαινίστηκαν στεγάζοντας διοικητικές υπηρεσίες, ή γενόμενες εστίες πνευματικής φροντίδας και αγάπης. Και πάρα πολλά ακόμα χωρίς να δώσει δραχμή το κράτος, αλλ’ ούτε να επιβαρύνει τους ναούςκαι τις Μητροπόλεις με κάποια φορολογία.

Μία μικρή σύγκριση για την ιστορία

Δεν είναι υπερβολή, “άγιε”Αρκαλοχωρίου, εάν σας προτείνω να συγκεντρώσετε και να κοστολογήσετε όλα τα έργα των μητροπόλεων της Ελλάδας, για όσα χρόνια εσείς νομίζετε και αδιάφορα προς τον πακτωλό των χρημάτων που εισέπραξαν από Κοινοτικά προγράμματα, με την πενταετία του Ιερωνύμου. Συγκρίνοντάς τα θα εκπλαγείτε.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας το 1975 Κων. Τσάτσος δήλωσε: «Κατά το διάστημα της ενεργού υπηρεσίας, εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος ως Προκαθήμενος ο Ιερώνυμος Α΄ Κοτσώνης, έκανε πράγματα που δεν είχαν γίνει εις τα εκατόν πενήντα (150) χρόνια της ιστορίας της, ενώ άλλα που εγίνοντο έπαυσαν να γίνωνται» (έπαυσαν βέβαια με την περίοδο Σεραφείμ και η κατάσταση συνεχίζεται μέχρι σήμερα).

Τον ψέγετε, κ. καθηγητά, ότι ήταν “χωρίς εμπειρία” στα διοικητικά και έτσι “οδηγήθηκε στο οριστικό αδιέξοδο και στην κατάρρευση”.

Εάν κατάλαβα καλά, εσείς θέλετε να είστε ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ να ασκήτε εξουσία δικτάτορα, να απολαμβάνετε τιμές αυτοκρατορικές και να στέκονται μπροστά σας όλοι σούζα.

Ήρθε όμως ο Ιερώνυμος, σαν μετεωρίτης στο στερέωμα του εικοστού αιώνα, φώτισε τα θαμπωμένα μάτια, θέρμανε τις παγωμένες καρδιές, μη λειτουργώντας ποτέ ως δεσπότης (εξουσιαστής). Εφευρετικός και ακούραστος όπως ήταν, άνοιγε αδιάκοπα ορίζοντες και αξιοποιούσε ολοένα και περισσότερους συνεργάτες. Δέχονταν με απλότητα τις εισηγήσεις και τις μελετούσε με προσοχή. Το τί πέτυχε; ΙΔΟΥ:

• ΤΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ: Ένα έργο πρωτόγνωρο για την εποχή. Κατέγραψε όλη την εκκλησιαστική περιουσία και τους καταπατητές (δημοσιογράφους, βουλευτές, εφοπλιστές, δικαστικούς) τους έστειλε στην δικαιοσύνη. Αυτή η τεράστια περιουσία μετά τον Ιερώνυμο αφανίστηκε. Τα δημοσιεύματα πολλά. Διαβάστε μόνον την εφημ. “ΤΟ ΒΗΜΑ” (4-12-1998), ή στην εφημ. “ΑΓΩΝΑΣ” φ. 231 και θα δείτε πως αποκαλούσε τους μητροπολίτες «ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΑ τσακάλια και κοράκια άγρια και πεινασμένα, έτοιμα να εισβάλλουν… με σκοπό να αρπάξουν… στην κυριολεξία να κατασπαράξουν τεράστιες οικοπεδικές εκτάσεις που έχουν πελώρια αξία…».

• ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ: Πέτυχε το ακατόρθωτο. Με τον Α.Ν. 469/1968 ενέταξε όλο τον ιερό κλήρο στο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων και έτσι έπαψαν να είναι επαίτες οι Ιερείς.

• ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ: Με πιέσεις και συνεχείς παραστάσεις στους τότε κρατούντες ψηφίστηκε ο υπ’ αρ. 60/5/938/24-8-71 και οι μεν συντάξεις διπλασιάστηκαν τα δε εφ’ άπαξ πολλαπλασιάστηκαν.

• ΟΡΓΑΝΩΣΗ: Οργάνωσε τον ΟΔΔΕΠ, δημιουργώντας μέσα στον Οργανισμό τρεις ενιαίες υπηρεσίες (την Νομική, Οικονομική και Τεχνική) για να μπορούν να παρεμβαίνουν άμεσα.

• ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ: Κατόρθωσε την 19η Ιουλίου 1972 να γίνει δεκτό το αίτημά του ως προς την απαλλαγή από την φορολόγηση των Ναών, Μοναστηρίων και ευαγών ιδρυμάτων.

• ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ: Επί των ημερών του άρχισε η μεγάλη αναγέννηση της Εξωτερικής Ιεραποστολής. Με οικονομική ενίσχυση, με κέντρα ιεραποστολικά, με σεμινάρια, με στρατολόγηση ιεραποστόλων, με την έκδοση βιβλίων (Λειτουργικών, Δογματικών, Κατήχησης…) σε όλες τις γλώσσες και διαλέκτους που υπήρχαν ιεραποστολές διαδόθηκε το φως το αληθινό.

• ΙΕΡΑΤΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ: Αναδιοργάνωσε όλες τις ιερατικές σχολές, και πολλές τις μετέφερε σε καινούριες εγκαταστάσεις. Αιτία που πολέμησε με αβυσσαλέο μίσος ο Κορίνθου Παντελεήμων τον Ιερώνυμο υπήρξε η απομάκρυνση της Ιερατικής Σχολής από την Κόρινθο καθόσον είχε μεταβληθεί σε σφηκοφωλιά διαφθοράς και ανωμαλίας. Παροιμιώδης δε κατέστη η δήλωση του Παντελεήμονα: «Θα πουλήσω δύο διαμερίσματα (είχε πολλά στην κατοχή του. Πόθεν;) για να διώξω των Ιερώνυμο».

• ΠΑΝΤΟΕΙΔΗΣ … ΑΙΜΟΔΟΣΙΑ: Ήταν ο πρώτος“αιμοδότης” σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες του Ανατολικού Μπλοκ – τότε που εκεί “τα σκίαζε η φοβέρα …” – σε ιερά σκεύη, άμφια, ράσα, εικόνες, σταυρούς… και οικονομικά.

• ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΔΡΑΣΗ: Πρωτοπόρος η δράση του στη παγκόσμια εξόρμηση (1967-1971) για τα “παιδιά της Μπιάφρα”, στο τυφωνόπληκτο Πακιστάν. Στην πλημμυροπαθείσα Μοζαμβίκη, Ρουμανία κ.ά. της οποίας η αποτίμηση σε χρήματα είναι ανυπολόγιστη.

Εάν αποφασίσουμε να καταγράψουμε λεπτομερώς το έργο του π. Ιερωνύμου όπως είναι καταχωρημένο στο αρχείο μας (αποφάσεις Συνόδου, Ιεραρχίας, δημοσιεύματα, παραστατικά, συνομιλίες, επισκέψεις, απειλές που δέχθηκε…) θα χρειαστούν να γραφούν τόμοι, διότι δεν υπήρχε τομέας (από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο) που να μην τον απασχόλησε. Το σταμάτημα του αυτόματου διαζυγίου, η απόσπαση της θρησκευτικής παιδείας από το άθεο Κράτος (ο Σεραφείμ την επανέφερε και βιώνουμε όσα βιώνουμε σήμερα), το έμπρακτο ενδιαφέρον για τους “κατάκοιτους γέροντες” – με τα δύο ιδρύματα που ανήγειρε –, τις“κινητές μονάδες βοηθείας” στελεχωμένες με εθελοντές γιατρούς και νοσοκόμες που επισκέπτονταν ασθενείς καθημερινά περιθάλπωντάς τους σε όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής, το “Ίδρυμα προστασίας παίδων”, καθώς και το ανύστακτο ενδιαφέρον του για τους ναυτικούς μας, που ταξίδευαν με τα ποντοπόρα καράβια τους, προμήθευε, μέσω ναυτικών γραφείων στα διάφορα μέρη του κόσμου, με έντυπα, βιβλία, κασέτες…

Σας γράφουμε κι αυτά για να μην ξεχνιούνται

Ο Ιερώνυμος Κοτσώνης δεν εμφανίστηκε από το πουθενά τα χρόνια της δικτατορίας όπως πολλοί θέλουν να τον παρουσιάσουν. Αλλά!

Μετά τα φοιτητικά του χρόνια και επιστρέφοντας από τις τετραετείς μεταπτυχιακές σπουδές σε Γερμανία και Αγγλία, το 1939 διορίστηκε γραμματέας της Ιεράς Συνόδου διάκονος ών. Και από το 1939 έως το 1941 τοποθετείται διευθυντής του περιοδικού “Εκκλησία”. Με την έναρξη του πολέμου ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος του ανέθεσε την οργάνωση «Πρόνοια του Στρατιώτου». Στην περίοδο του πολέμου ίδρυσε τη «Συντροφιά του Αγωνιστή». Διοχέτευε έντυπα, επιστολές του Αρχιεπισκόπου και εικόνες για την εμψύχωση των πολεμιστών. Μετά από τον πόλεμο μετατράπηκε σε «Γραφείον Εξυπηρετήσεως Αναπήρων και Τραυματιών Πολέμου».

Με προϊστάμενο τον Ιερώνυμο ιδρύθηκε η «Πρόνοια στρατευομένων» με 173 παραρτήματα.

Μετά την εκδίωξη του Αρχιεπ. Χρυσάνθου από τις δυνάμεις της κατοχής, ο Ιερώνυμος πήρε το δρόμο του απλού εφημερίου στο Νοσοκομείο “Ευαγγελισμός”. Εδώ λειτουργούσε, εξομολογούσε, παρηγορούσε και μετέδιδε την Υπερούσια τροφή.

Ο εμφύλιος πόλεμος ενώ ήταν στο τέρμα του, άφησε πίσω του ερείπια, ξεσπιτωμένες οικογένειες, ολόκληρα χωριά καμένα, επτακόσιες χιλιάδες περίπου άστεγους…

Στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο ανέβηκε ο Σπυρίδων Βλάχος. Από την ώρα της ενθρόνισής του επιστράτευσε τον Ιερώνυμο αναθέτοντάς του την μεγάλη εξόρμηση, το «Δέμα του επαναπατρισμού». Ένα πρόγραμμα αποκατάστασης των θυμάτων του εμφυλίου.

Μετά από καλή προετοιμασία, την 30ην Οκτωβρίου 1949 έγινε η εξόρμηση. Την ίδια ημέρα, εκτός άλλων… συγκεντρώθηκαν 240.000 δέματα και πήραν τον δρόμο για τα καταστραμμένα χωριά.

Την ίδια εποχή διορίζεται από τον Αρχιεπίσκοπο Πρωθιερεύς των Ανακτόρων.

Επάνω στον χρόνο, περίπου, ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων με το υπ’ αρ. 2/10.11.50 έγγραφο (απόφαση Ιεράς Συνόδου) τον καλούσε πάλι για δεύτερη σταυροφορία. Να αναλάβει την επίλυση του μεγάλου προβλήματος, την ανοικοδόμηση των 1.400 Ιερών Ναών που καταστράφηκαν την περίοδο του πολέμου.

Ο π. Ιερώνυμος ανέλαβε αμέσως τα νέα καθήκοντά του παρουσιάζοντας στον Αρχιεπίσκοπο ένα επιτελείο συνεργατών. Ο έρανος που επακολούθησε απέφερε μεν αρκετά χρήματα, αλλά πολύ λίγα για να καλύψουν τις ανάγκες. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρεθεί λύση.

Με τις ευλογίες του Αρχιεπισκόπου ταξίδεψε στην Αμερική έχοντας μαζί του τον κ. Ασημακόπουλο, διευθυντή Εταιρείας Διαφωτίσεως. Εκεί συνάντησαν ανυπέρβλητες δυσκολίες. Ο κ. Ασημακόπουλος απογοητευμένος γύρισε πίσω, ενώ ο Ιερώνυμος έμεινε. Γυρίζοντας από πόλη σε πόλη και ενημερώνοντας Έλληνες και Αμερικανούς για το μεγάλο πρόβλημα που υπήρχε στην Ελλάδα – ιδιαίτερα με τους κατεστραμμένους ναούς – κατάφερε τελικά, η όλη προσπάθεια να ευοδωθεί. Έτσι:

300 ναοί χτίστηκαν από την αρχή.

213 αποπερατώθηκαν.

774 επισκευάσθηκαν από τις ζημιές που είχαν υποστεί και απόμειναν για την δεύτερη φάση 378 ναοί.

Πριν προλάβει να τελειώσει και αυτό το έργο, ο Αρχιεπ. Σπυρίδων με έγγραφο του αναθέτει νέα καθήκοντα, και συγκεκριμένα την γενική γραμματεία της Επιτροπής Απελευθερωτικού Αγώνα της Κύπρου – την προεδρία την είχε ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος. Το έργο δύσκολο, περίπλοκο και επικίνδυνο, διότι είχε να τα βάλει με την Αγγλική Αυτοκρατορία.

Κατάφερε ένα έργο τεράστιο. Έφερε το θέμα στις πρώτες γραμμές της επικαιρότητας έχοντας όλη την ευθύνη (τον προγραμματισμό των εκδηλώσεων, τη συγκέντρωση υλικού, την μετάφραση των θέσεων και απόψεων στις διάφορες γλώσσες, και την προώθησή τους στα πέρατα του κόσμου).

Έξι χρόνια αγωνίστηκε ο π. Ιερώνυμος σ’ αυτήν την εθνική εμπροσθοφυλακή. Εδώ γνωρίστηκε με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και αργότερα του προτάθηκε η θέση του επίσκοπου Κύπρου.

Το ακαδημαϊκό του έργο, κ. καθηγητά, του Ιερωνύμου, για το οποίο εσείς υποτιμητικά μιλάτε, δεν υπάρχει “προηγούμενο” στα αρχιερατικά και πανεπιστημιακά δρώμενα, εάν εξαιρέσουμε τον Χρυσ. Παπαδόπουλο και τον Παν. Τρεμπέλα.

Στο ενεργητικότου συγκαταλέγονται περί τα 59 δικά του έργα – σε εποχές που έσκαβες στις βιβλιοθήκες για πηγές και οι εκδόσεις ήταν δαπανηρές –, 20 μεταφράσεις, 40 συμμετοχές σε εγκυκλοπαίδειες, και ένας αμέτρητος αριθμός άρθρων, βιβλιοκρισιών, σχολίων και άλλων δημοσιευμάτων σε εφημερίδες και περιοδικά.

Στο δημοσίευμά σας γράφετε και μια δεύτερη μισοαλήθεια «Βέβαια – λέτε – οι αρχιερείς που εξελέγησαν στην δικτατορία από την Αριστίνδην Σύνοδο του Ιερωνύμου προήρχοντο από τις χριστιανικές αδελφότητες, όμως και από ιεραποστολικό ζήλο και φρόνημα διακατέχονταν και τον λαό του Θεού κατά κανόνα ανιδιοτελώς και χριστιανοπρεπώς διακόνησαν και υπηρέτησαν». Δηλαδή, “άγιε”Αλκαλοχωρίου και πανεπιστημιακέ δάσκαλε, καλοί και άγιοι οι αρχιερείς που εκλέχθηκαν στην περίοδο Ιερωνύμου, αλλά σας πείραξε – αυτό αναφέρεται αρκετές φορές στο κείμενό σας – ότι προέρχονταν από χριστιανικές αδελφότητες, και όχι από τα γνωστά τάγματα “Φωστίνη, Καρανικόλα…” που γέμισαν την άσπιλη Εκκλησία του Χριστού με “ξεφτίδια του παράδρομου”, «που έχουν προδώσει την ιερή αποστολή των… Φιλήδονοι και Φιλάργυροι… Μετέτρεψαν τις Μητροπόλεις σε θερμοκήπια αθλιοτήτων…» (Χριστόδουλος). Τέτοιους θέλετε, φαίνεται, και γι’ αυτό φτάσαμε σ’ αυτό το χάλι, ώστε να γράψει, προ λίγων ετών, ο τότε πρόεδρος κληρικών Ελλάδος π. Ευστ. Κολλάς ότι: «Οι gay μητροπολίτες διώχνουν τους πιστούς…» , ο μαχητής π. Δημήτριος Κλούτσος να παραδίδει στον Αρχιεπ. Σεραφείμ 45 φακέλους ιεραρχών με αποδείξεις για κιναιδισμό και ο ίδιος ο Αρχιεπ. (Σεραφείμ) “αγανακτισμένος” να φωνάζει «Τι θέλεις να κάνω, ρε Γρηγόρη; Γέμισε η Εκκλησία από π…..».

Οι χριστιανικές αδελφότητες ήταν το μίασμα για σας στην Εκκλησία, διότι η περίοδος Ιερωνύμου σας χάλασε την πιάτσα. Ικανοποιηθήκατε με το που ερχόμενος ο Σεραφείμ Τίκας στο θρόνο επανέφερε περί τους 300 τέτοιους αρχιμανδρίτες, τους παρασημοφόρησε ως “αντιστασιακούς” και αρκετούς τους βράβευσε κάνοντάς τους και μητροπολίτες. Θα μείνει ως στίγμα αθλιότητος στην ιστορία το λεχθέν από τον Σεραφείμ: «Δεν θέλω αγίους… Φέρτε μου ποιος έχει χονδρό φάκελο (με βρωμιές)… να τον κάνω δεσπότη!».

Ήταν η εποχή που το δικτατορικό καθεστώς, χωρίς να δώσει λόγο πουθενά, αυθαιρετούσε. Ποτέ κανένας σας δεν είχε το θάρρος να υψώσει το ανάστημά του (αυτό δυστυχώς συμβαίνει και σήμερα) και ν’ αντισταθεί στις αυθαιρεσίες, αλλά όλοι σας στεκόσασταν με βλέμμα φοβισμένο και συντονιζόσασταν με το καθεστώς.

Μόνον ένας ήταν αυτός που αντιστάθηκε στη δικτατορία και αυτός ήταν ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΚΟΤΣΩΝΗΣ.

Μερικά ιστορικά:

• Στις 18 Σεπτεμβρίου 1968 πληροφορήθηκε ότι άρχισε η εκτύπωση στο Εθνικό Τυπογραφείο του νέου Συντάγματος, αλλά έχει αφαιρεθεί από την προμετωπίδα το «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Χωρίς καθυστέρηση παίρνει την μπαστούνα και πηγαίνει απρόσκλητος στον Παπαδόπουλο και απαιτεί την τοποθέτηση στο Σύνταγμα της προμετωπίδος, όπως και έγινε. Έτσι πολτοποίησαν 8.000 εκτυπωθέντα αντίτυπα.

• Οι δικτάτορες προσπάθησαν να αρπάξουν μεγάλο μέρος από την Εκκλησιαστική περιουσία (τα φιλέτα). Ο ιερώνυμος σε σύσκεψη της 2/8/72 δήλωσε σε όλη την ομάδα της δικτατορίας «Εγώ νεκροθάφτης της Εκκλησιαστικής περιουσίας δεν θα γίνω». «Εφ’ όσον όμως διαθέτετε το ξίφος, μπορείτε να την πάρετε, εγώ πάντως δεν πρόκειται ποτέ να σας τη δώσω». «Το κράτος αυτό, όταν ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπον, δεν είναι Κράτος Δικαίου αλλά γκάγκστερ».

• Στις 15 Ιανουαρίου 1968, απαιτεί η δικτατορία την απομάκρυνση 11 μητροπολιτών για καθαρά πολιτικούς λόγους. Ο Ιερώνυμος αντιστάθηκε στην απαίτησή τους, διότι η Εκκλησία δεν διώκει για πολιτικά φρονήματα.

• Την 6η Αυγούστου 1969 έστειλε την πρώτη επιστολή προς τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, μετά από επίσκεψη που έκανε ο ίδιος, σε διάφορα κέντρα κράτησης, και του γράφει: «Πληροφορούμαι, ότι συλλαμβανόμενοι αξιωματικοί δέρονται ανηλεώς, εις δε τας Επαρχίας ο στρατιωτικός και ο χωροφύλαξ είναι το φόβητρον…».

Ακολουθεί και δεύτερη επιστολή πιο σκληρή:

«Λυπούμαι για τα συμβαίνοντα… Αν η κατάσταση των πολιτικών κρατουμένων δεν αλλάξει άρδην, θα το θεωρήσω ως στοιχειώδη υποχρέωσίν μου, να συμμερισθώ και εγώ προσωπικώς τας κακουχίας των και τα μαρτύριά των. Η θέσις μου θα παύση να είναι εις την οδόν της Αγίας Φιλοθέης και θα μεταφερθή πλησίον των…». 

Αυτές τις επιστολές δεν δέχθηκε ο τότε ελεγχόμενος τύπος να τις δημοσιεύσει.

• Στις 4 Απριλίου 1972 ψηφίζεται μεγάλη φορολογία, στα Ευαγή Ιδρύματα, στους ναούς και τα μοναστήρια. Τότε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος απευθυνόμενος προς τον υπουργόν Οικονομικών Δημόπουλον, λέγει: «Δεν πρόκειται να συμμορφωθούμε με τον αρπακτικόν αυτόν νόμον…» και έδωσε εντολή κανείς μητροπολίτης να μην υπακούσει, παίρνοντας επάνω του όλη την ευθύνη.

• Οι δικτάτορες ξεκίνησαν ένα μπαράζ διώξεων καθηγητών πανεπιστημίου και Μέσης Εκπαίδευσης για τα κοινωνικά τους φρονήματα. Τότε ο π. Ιερώνυμος ανόρθωσε το ανάστημά του και απαίτησε να σταματήσει κάθε δίωξη, όπως και έγινε.

Το ίδιο έκανε και για ιερείς, όπως τον π. Γεώργιο – γνωστό ως “ρακοσυλλέκτη”, τον π. θεόκλητο Φεφέ…, που από διωκόμενοι έγιναν και συνεργάτες του σε οργανισμούς της Εκκλησίας.

• Εκεί που σταματά κανείς με δέος και σεβασμό, θα σταματούν και οι επόμενες γενιές, αφού σβήσουν τα πάθη και μικρότητες μερικών διαστρεβλωτών των γεγονότων. Τότε δεν θα αντέξουν στο ορμητικό ποτάμι της ιστορίας – το γίγαντα Ιερώνυμο Κοτσώνη – που δεν λύγισε στις αφόρητες πιέσεις να μην καταδικάσει την ΜΑΣΟΝΙΑ.

Δεν φοβήθηκε, όπως και οι 12 προτείνοντες μητροπολίτες αυτή την καταδίκη, παρ’ ότι γνώριζε ότι όλη σχεδόν η Κυβέρνηση ήταν μασονοκρατούμενη, και πολεμούνταν απ’ όλα τα γνωστά κέντρα.

Ιεράρχης τότε του είπε: «Ιερώνυμε, εσένα θα σε φάνε οι μασόνοι και οι π… (ανώμαλοι)».

Αυτή του την ενέργεια πληρώνει μέχρι σήμερα, όπως και οι 12 εκδιωχθέντες άγιοι αρχιερείς , με τον «μασόνο» Σεραφείμ και την “Πρεσβυτέρα Ιεραρχία”.

Η αντίστασή του στην δικτατορία δεν έχει τελειωμό…

Υπήρξε ο μεγαλύτερος ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟΣ στην περίοδο της Χούντας και με αποδείξεις.

Θα σας παρακαλούσαμε, εάν έχετε να μας υποδείξετε κάτι ανάλογο με το έργο του βίου του μακαριστού γέροντα Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Κοτσώνη να μας το παρουσιάσετε.

Και για τον απαράδεκτο υπαινιγμό σας, ότι «η δικτατορία του 1967 αναζήτησε έναν ιδεολογικό σύμμαχο και θεωρητικό καθοδηγητή του ελληνικού λαού, διότι βεβαίως, η ίδια από μόνη της δεν μπορούσε να πείσει» και επιστράτευσαν τον Ιερώνυμο για αυτό τον σκοπό. Θα σας λέγαμε – όπως και παραπάνω αναφέραμε – ότι ο Ιερώνυμος δεν επιζητούσε – όπως και οι άγιοι – θρόνους, εξουσίες, κυριότητες, αντιβασιλείες… αλλά προτιμούσε να σώζει τους εν Χριστώ πιστούς με την αθόρυβη, ανύστακτη, ταπεινή δράση του.

Γι’ αυτό και μόνο, θα πρέπει να βγάλετε το ωμοφόριο, να το καταθέσετε στην Αγία Τράπεζα και να μην ξαναπιάσετε στα χέρια σας δισκοπότηρο. Διότι η συκοφαντία αυτή είναι χειρότερη των συκοφαντών του Μεγάλου Αθανασίου.

Κύριε πανεπιστημιακέ και “άγιε” Αρκαλοχωρίου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τον προφορικό λόγο τον παίρνει συνήθως ο άνεμος και με τον χρόνο χάνεται. Αλλά όταν πιάνουμε στο χέρι την πέννα να γράψουμε, πρέπει να μας καταλαμβάνει φόβος μην τυχόν τα γραφόμενά μας δεν είναι αληθινά και προσβάλλουμε και μειώσουμε πρόσωπα και γεγονότα και στην προσπάθειά μας να προβάλουμε την Ιστορία λασπολογήσουμε. “Σκρίπτα μάνεντ” τα γραπτά μένουν, έλεγαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι, και γι’ αυτό έτρεμαν στην ιδέα ότι κάποτε κάποιος θ’ ανακαλύψει και ερευνώντας την πιστότητα των λόγων διαπιστώσει ότι ήταν ψευδή και ανιστόρητα.

Δεν κατανοούμε τους λόγους που σας ώθησαν να δημοσιεύσετε τα γραφόμενά σας. Μήπως για ν’ αρέσετε σε κάποιον “φίλο” ή για να εξοφλήσετε κάποια υποχρέωση; Ποταπή η ενέργεια καθότι «φίλος ο Πλάτων, φιλτάτη η αλήθεια». Και σαν αρχιερέας γνωρίζετε ότι τα γραπτά δεν ενεργούν σαν μανδύας αρχιερατικός που μπορεί να καλύψει προς στιγμήν και να ωραιοποιήσει ακόμη κι αυτόν τον ψυχικό βόθρο.

Βγάζουν όμως από μέσα τους φωνή. Διαμαρτύρονται και κυκλοφορούν σαν ακαταμάχητο ψυχογράφημα. Και δεν θ’ αργήσουν να προδώσουν τις προθέσεις του συγγραφέα.

Λάρισα, 28/6/2017

ΤΡΙΑΝΤ. ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΚΔΟΤΗΣ – ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

ΕΦΗΜ. «ΑΓΩΝΑΣ»

ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ – ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ
                                                                                                  ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛ. ΙΣΤΟΡΙΑ