Ἤρκησαν δυὸ σημαῖες, ὄχι ἐπαναστατικὲς ἀλλὰ ἀληθινές,
νὰ συνάξουν στὸ ῎Ορος καρδιολόγους, γιὰ νὰ ἀκροαστοῦνε τὰ βάθη τῶν καρδιῶν τῶν
ἐγκαταβιούντων ἐν τῷ Ὄρει τούτῳ τοῦ Ἄθωνος. Κύριε Θεοχάρη, δὲν σὲ γνωρίζω, ἀλλὰ
σοῦ συνιστῶ νὰ ἀλλάξης ἀκουστικά, γιατὶ εἶναι σὰν τοῦ γιατροῦ τοῦ Πυργῆ στὸ
χωριό μου, ποὺ ποτὲ δὲν ἄκουγε ἀκροαστικὰ στὸν ἀσθενῆ. Τὸ βράδυ τὸν ἐξέταζε καὶ
ἔλεγε «Ἐγὼ δὲν ἀκούω τίποτα». Τὸ πρωὶ ὅμως ἡ καμπάνα τοῦ χωριοῦ δήλωνε τὰ
ἀκροαστικὰ τοῦ ἀσθενῆ… Πόθεν γνωρίζεις πὼς οἱ σημαῖες αὐτὲς ἐκφράζουν τὴν Μονὴ
Δοχειαρίου καὶ κάποιους ἀναρχικοὺς μοναχοὺς κελλιῶτες τοῦ Ἄθωνα; Μὲ κανένα
κελλιώτη δὲν συναγελάζωμαι, γιατὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μοῦ λέγει
«Κοινοβιάτης ἐκλήθης; Μὴ σὲ μέλει γιὰ τοὺς ἀσκητές». Ὅπου ἀκούω γιὰ καλὸ
κοινόβιο, ἐκεῖ διακριτικὰ γίνομαι προσκυνητής.
Ἂν ἡ καρδιὰ τοῦ μοναχοῦ δὲν ἔχη ζῆλο γιὰ τὰ τῆς πίστεως
καὶ τῆς ὀρθῆς ζωῆς, εἶναι ἄρρωστη, δὲν αἱματώνεται οὔτε ἀπὸ τὴν Γραφὴ οὔτε ἀπὸ
τὴν Παράδοση. Ὑπάρχει ζῆλος καὶ ζῆλος. Ὁ κατ᾽ ἐπίγνωσιν ζῆλος ἂν λείψη ἀπὸ τοὺς
μοναχούς, δὲν ὑπάρχει πιὰ λόγος νὰ ὑπάρχη μοναχισμὸς στὴν Ἐκκλησία. Βάλε τὸ
ἀκουστικό σου στὶς καρδιὲς τῶν ταπεινῶν, τῶν φτωχῶν, τῶν καταφρονημένων
μοναχῶν, καὶ τότε θὰ ἀκούσης τὴν καρδιὰ τὴν ζέουσα, τὴν καρδιὰ τὴν πυρακτωμένη,
τὴν καρδιὰ τὴν ἐρωτευμένη μὲ ὅ,τι μᾶς ἄφησε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Μᾶλλον βάζεις
τὸ ἀκουστικό σου σὲ καρδιὲς ποὺ ξεναγαποῦνε, σὲ καρδιὲς ποὺ πορνεύουν, σὲ
καρδιὲς ποὺ ἐρωτοτροποῦνε μὲ τὰ ἡδέα τοῦ κόσμου, μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ νῦν αἰῶνα, σὲ
καρδιὲς ποὺ ὑψηλοφρονοῦνε.
Ἐσύ, σὰν Ἕλληνας καὶ
χριστιανὸς ὀρθόδοξος, ἐπαναπαύεσαι καὶ στοιχίζεσαι πίσω ἀπὸ τὰ βδελυρὰ
θεσπίσματα τῶν Συριζαίων; Τότε, σὲ ποιόν Θεὸ πιστεύεις; Τὶ κρῖμα νὰ ἀπολογῆσαι γιὰ μεγάλα πράγματα μὲ
γελοίους ἰσχυρισμούς: Ἡ γιορτὴ τοῦ Σταυροῦ δὲν ἀφήνει χῶρο νὰ συνεορτάση ὁ
πρωθυπουργὸς τῆς χώρας, καὶ ἡ νηστεία τῆς ἡμέρας δὲν ἀφήνει δυνάμεις στοὺς
γεγηρακότες ἡγουμένους νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν ἀρχηγὸ τοῦ κράτους! Δὲν σκέπτεσαι ὅτι
ὁ λαὸς αὐτὸς τρώει ψωμάκι, καὶ ὄχι σανὸ καὶ βλῆτα;
Σὲ παρακαλῶ μέριασε
καὶ βάλε τὸ ἀκουστικό σου στὴν τσέπη σου καὶ μὴ παριστάνης τὸν καρδιολόγο τοῦ
Ὄρους. Τὴν καρδιά μας τὴν ἀκροάζεται ὁ Θεός καὶ ὁ κόσμος τοῦ μόχθου καὶ τοῦ
πόνου. Μὴν ἀκουμπᾶς τὶς καρδιὲς τῶν μοναχῶν, γιατὶ ἂν καῖνε, θὰ σὲ κάψουνε, καὶ
ἂν δὲν φλογίζωνται, θὰ σὲ μουτζουρώσουνε. Τὸ καμίνι ποὺ καίει 48 ὧρες δὲν
μποροῦμε νὰ τὸ ἀγγίξουμε. Τὴν καρδιὰ τοῦ μοναχοῦ, ποὺ καίει διὰ βίου, μπορεῖς ἐσὺ
νὰ τὴν ἀγγίξης; Πλατειὰ εἶν᾽ ἡ καρδιὰ τοῦ μοναχοῦ, ἀλλὰ καίει, καὶ
ὅσα προφυλακτικὰ νὰ βάλης στὰ χέρια σου, μὴ γίνεσαι φιρφιρής, θὰ σὲ κάψη. Μὴ
μειώνης τὰ φρονήματα τῶν μοναχῶν, γιατὶ τοὺς ὑποτιμᾶς καὶ τοὺς φτιάχνεις
μασκαράδες. Δυστυχῶς ὑπάρχουν καὶ τέτοιοι σήμερα, ἀλλὰ εἶναι δυσεύρετοι, γιατὶ
περπατοῦν στὶς κορυφές. Μὴ γίνεσαι τρυποφράκτης καὶ πᾶς
νὰ βγάλης στὸ φῶς αὐτὰ ποὺ τὰ ἔχει πνίξει τὸ σκοτάδι. Γίνου παιδὶ
χάριτος. Μὴ σκεπάζης σὰν τὸν γάτο τὰ κακά σου, γιατὶ ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν καὶ
σήμερα ἀκόμη σκυλιὰ ποὺ θὰ τὰ ξεσκεπάσουν.
Ἀφοῦ δὲν φόρεσες ράσα, δὲν θὰ μπορέσης ποτὲ νὰ μάθης
τὴν καρδιὰ τοῦ ρασοφόρου. Στὴν ἐκφορὰ τοῦ βασιλιᾶ Παύλου, εὐθὺς ὡς ἐξῆλθον τοῦ
μητροπολιτικοῦ ναοῦ, πρότειναν στὸν γηραιὸ ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο νὰ
ἐπιβιβασθῆ σὲ αὐτοκίνητο καὶ ἀπήντησε: «Ποτέ! Ἐγὼ γιὰ τὸν βασιλιᾶ μου πάω καὶ
στὸ Φάληρο μὲ τὰ πόδια!». Καὶ ἀνέβηκε πεζὸς ὅλη τὴν ἀνηφόρα μέχρι ἐκεῖ ποὺ
τερμάτισε ἡ κηδεία. Ἔδειξε ἔτσι ὁ γηραιὸς ἀρχιεπίσκοπος τὴν ἀνδρειοσύνη, τὴν
θυσία καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τοῦ Ἕλληνα ρασοφόρου. Ἡ κουβέντα τοῦ
ἀρχιεπισκόπου τότε ἔγινε σλόγκαν στὸν ἑλληνικὸ λαό: «Ἐγὼ γιὰ τὸν βασιλιᾶ μου
καὶ μὲ τὰ πόδια στὸ Φάληρο πηγαίνω!»
Κύριε, φώτισέ μας ἐν τῷ
φωτὶ τοῦ προσώπου σου νὰ πορευώμαστε, γιὰ νὰ ἰδοῦμε τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν.
Γρηγόριος ὁ
Ἀρχιπελαγίτης