Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΧΩΡΙΣ ΤΙΜΩΡΙΑ


 "ΑΓΩΝΑΣ " Εφημερίδα Αγωνιζομένων Χριστιανών Λαρίσης

(συνέχεια από το
προηγούμενο φύλλο)
«Η ελληνική φυλή στέκεται ψηλότερα από κάθε άλλη, διότι έχει το προσόν να μην έπαψε ποτέ να είναι η μητέρα κάθε πολιτισμού. Το ελληνικό έθνος ηγεμονεύει της ανθρωπότητος».
Β, Ν, Ουλριχ, (1948-1930)
Γερμανικός ακαδημαικός 
 
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό και τον ερχομό του Όθωνα ως Βασιλέα, οι Γερμανοί ίδρυσαν το 1874 το «Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο» στην Αθήνα, το οποίο είχε αναπτύξει μεγάλη δραστηριότητα τα χρόνια αυτά κάνοντας πολλές ανασκαφές και μελέτες γύρω από τις αρχαιότητές μας.
      Με την έκρηξη του πολέμου (1941) επικεφαλής του γερμανικού ινστιτούτου ήταν ο αρχαιολόγος Welter Brende (Βάλτερ Μπρέντε). Με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων, τον μήνα Απρίλιο, στην Αθήνα όλοι οι άνθρωποι του Ινστιτούτου εμφανίστηκαν με στολές Γερμανών αξιωματικών, διότι όλοι τους ήταν ναζί, μέλη του κόμματος του Χίτλερ. Εκείνο που προξένησε κατάπληξη στους Έλληνες συναδέλφους αρχαιολόγους ήταν, το ότι ο διευθυντής του γερμανικού αρχαιολογικού Ινστιτούτου Μπρέντε διορίστηκε πρώτος αντιπρόσωπος του χιτλερικού κόμματος στην Ελλάδα. Ο πρώτος γκαουλάιτερ λοιπόν ήταν ένας Γερμανός “αρχαιολόγος” που ζούσε από χρόνια στην Ελλάδα και δρούσε ελεύθερος κάτω από τον μανδύα της αρχαιολογικής του δραστηριότητας. Οι Έλληνες αρχαιολόγοι δεν είχαν πια να κάνουν με Γερμανούς επιστήμονες συναδέλφους, που ως και χθες ήταν φιλοξενούμενοι στο τόπο μας, αλλά με χιτλερικούς αξιωματικούς που άφησαν τα προσχήματα και αποκάλυψαν το πραγματικό τους πρόσωπο.
Από τους πρώτους μήνες κατοχής οι ναζί δημιούργησαν ειδική στρατιωτική «υπηρεσία προστασίας της τέχνης» – όπως την ονόμασαν – για να προστατεύσουν δήθεν τις αρχαιότητες, με πρώτον διευθυντή τον αρχαιολόγο Χάνς Ούρλιχ φον Σκόνεμπεργκ (έφερε το βαθμό του αντισυνταγματάρχη), και μετά τον αρχαιολόγο Κράϊκερ. Στην πραγματικότητα όμως, η υπηρεσία δημιουργήθηκε για να καλύπτει και να δικαιολογεί τους πιο ανήκουστους βανδαλισμούς, ανασκαφές, κλοπές, καταστροφές και κάθε λογής αυθαιρεσίες που έκανε ο στρατός κατοχής.
     Ο διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου της Ακρόπολης Χρ. Καρούζος έγραφε στις 16 Ιουνίου 1945 στο περιοδικό «ΜΕΝΤΩΡ»: «Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί, οι αρχαιολόγοι τους απαίτησαν πρώτα-πρώτα να ανοίξουμε αμέσως τα μουσεία, λέγοντας στην αρχή πως ο πόλεμος τελείωσε πιά, ύστερα πως τα αρχαία θα πάθουν ζημιά κρυμμένα, και μετά ότι στον πόλεμο οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να καταφεύγουν στην τέχνη. Η επίμονη αντίσταση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας μας, εγλύτωσε τα σπουδαιότερα μουσεία μας από την καταστροφή και τη λεηλασία. Γιατί, – ήταν γνωστό – όπου έβρισαν ευκαιρία, όχι πολύ συχνά, τα έκαναν και τα δύο… Σε διάφορα επαρχιακά μουσεία, Γερμανοί και Ιταλοί, αφού μπήκαν ή εγκαταστάθηκαν μέσα σ’ αυτά, αλλού έσπασαν βιτρίνες και αποθήκες, αλλού έκαψαν την ξυλεία, και αλλού πήραν ό,τι αρχαία μπόρεσαν. Οι φύλακές μας στάθηκαν όλοι, σχεδόν, αξιοθαύμαστα πιστοί στο καθήκον τους, με κίνδυνο όχι μόνο της δικής τους ζωής, αλλά και όλου του σπιτιού τους… Αρκετοί φύλακες φυλακίσθηκαν και βασανίστηκαν, επειδή είχαν τολμήσει να κάνουν καταγγελίες για λεηλασίες, καταστροφές, κλοπές κ.ά.».
      Σε μία έκθεση-μελέτη 166 σελίδων του «Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας» που εκδόθηκε το 1946 με τίτλο «Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατευμάτων κατοχής» περιγράφονται αναλυτικά τα “εγκλήματα” που έγιναν στον αρχαίο πολιτισμό μας, και τα οποία διαιρούνται στα εξής κεφάλαια: α) Κλοπές, β) Αυθαίρετες ανασκαφές, γ) Καταστροφές σε αρχαιολογικούς τόπους και ιστορικά μνημεία, δ) Ζημίες από πολεμικές ενέργειες, ε) Υλικές ζημίες (καταστροφές και αρπαγές διαφόρων αντικειμένων), στ) Αυθαιρεσίες και βαναυσότητες κατά νόμων, προσώπων και πραγμάτων.
Από τη μελέτη αυτή πληροφορηθήκαμε πολλές άγνωστες πτυχές βαρβαρότητας για τις οποίες ντροπή θα έπρεπε να αισθάνονται οι διεκδικούντες δάφνες πολιτισμένου.
       Οι Γερμανοί στρατιώτες χρησιμοποιούσαν τον Παρθενώνα για αφοδευτήριο. Το μουσείο Λειβαδείας το μετέτρεψαν σε συνεργείο επισκευής ποδηλάτων. Στο Σούνιο κατακερμάτισαν αρχαίο ναό και με τα τμήματά του έχτισαν παρατηρητήριο και πολυβολεία. Στη Σαλαμίνα χρησιμοποίησαν τα αρχαιολογικά ευρήματα για οχυρωματικά έργα. Στις Μυκήνες πυροβολούσαν για ψυχαγωγία τους λέοντες της πύλης και κατρακυλούσαν ογκόλιθους καταστρέφοντας τον περίβολο. Τον Αύγουστο του 1943 πέντε Γερμανοί μπήκαν στο «θησαυρό» του Ατρέως και με κοπίδια, σφυριά κ.ά. κατέστρεψαν τάφους για να αφαιρέσουν πέντε χάλκινους ήλιους. Στο τέλος έγραψαν και τα ονόματά τους για να μείνουν στην ιστορία ως ψυχολογικά παράφρονες. Μεγάλες ζημίες έκαναν στην Μυκηναϊκή Τίρυνθα που για να ανοίξουν τάφρους στην ακρόπολη έκαναν χρήση εκρηκτικών. Γκρεμίζοντας την είσοδο, έχτισαν στη συνέχεια πυροβολεία στη δυτική αυλή με αρχαίο υλικό και καταφύγια αντιαεροπορικά μέσα στον αρχαιολογικό χώρο. Στο μουσείο Ελευσίνας γκρέμισαν και θρυμμάτισαν τα αγάλματα για διασκέδαση.       
   Κατασκεύασαν καταφύγια στο Ολυμπιείο, Ολυμπία, Φαιστό, Κνωσσό, Γόρτυνα, Ελευσίνα, Σούνιο και αλλού. Στην Τανάγρα εγκαταστάθηκαν μέσα στο μουσείο και θρυμμάτισαν τα ευρήματα. Στον Κεραμεικό έβαλαν στο σημάδι το ανάγλυφο του Χάρωνα. Από τον Παρθενώνα οι κατακτητές στρατιώτες απέσπασαν μάρμαρα με τις ξιφολόγχες και γκρέμισαν τα τείχη για ψυχαγωγία, προκαλώντας τεράστιες ζημιές. Στην Αρχαία Ολυμπία τα μηχανοκίνητα του γερμανικού στρατού αφάνισαν τον περίβολο της Άλτιος. Στη Θήβα και στην Χαιρώνεια κατακερμάτισαν αρχαίες επιγραφές. Στην Ακρόπολη της Αθήνας οι Γερμανοί εγκατέστησαν αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες, λες και δεν υπήρχε δίπλα ο λόφος του Φιλοπάππου ή ο Λυκαβηττός να τις τοποθετήσουν.
Γι’ αυτά και για πολλά άλλα ο διευθυντής του μουσείου Ακρόπολης Ιωαν. Μηλιάδης μίλησε στον Σκόνεμπεργκ «έξω από τα δόντια» και του ζήτησε να βάλουν τέλος στις καταστροφές που προκαλούσαν οι Γερμανοί στρατιώτες στην Ακρόπολη. Ο Σκόνεμπεργκ τότε για να δικαιολογήσει τα συμβαίνοντα θύμισε πως και οι Έλληνες στον αγώνα τους κατά των Τούρκων το 1821 δεν δίστασαν να χαλάσουν τα Προπύλαια και να τα κάνουν ταμπούρι. Ο Μηλιάδης απάντησε: «Το κάναμε για να λευτερωθούμε από τους Τούρκους. Αν είναι να λευθερωθούμε από σας δεν θα διστάσουμε να πετάξουμε και τον Παρθενώνα».
     Με την αποφασιστική τους στάση και με κίνδυνο της ζωής τους οι Έλληνες αρχαιολόγοι – όπως περιγράψαμε και πιο πάνω – πέτυχαν να κρατήσουν την κατάσταση στα χέρια τους και δεν άφησαν τους Γερμανούς να πάρουν τα αρχαία στην κατοχή τους. Δεν μετριούνται οι κλοπές, οι αυθαίρετες ανασκαφές και πάσης φύσεως αρπαγές των Γερμανών αλλά και οι έντονες αντιδράσεις και διαμαρτυρίες της Αρχ/κής μας Υπ/ας προς την γερμανική στρατιωτική «υπηρεσία προστασίας τέχνης» συνοδευόμενες από καταγγελίες σπάνιας παρρησίας και αποκαλυπτικά έγγραφα των εγκλημάτων τους.
Ο στρατός κατοχής έκλεψε από παντού, γι’ αυτό και ονομάστηκε «Στρατός αρχαιοκαπήλων». Για να ξεφεύγουν δε τον έλεγχο των ελληνικών αρχαιολογικών κύκλων – επειδή τα αρχαία ήταν καταγεγραμμένα – προέβαιναν σε αυθαίρετες ανασκαφές, κατά παράβαση της διεθνούς νομοθεσίας, και κρατούσαν όσα ευρήματα έβρισκαν, φυγαδεύοντάς τα σε μουσεία της Γερμανίας, Αυστρίας και Ιταλίας.
Ενδεικτικά αναφέρουμε τα εξής:
    Το καλοκαίρι του 1941 στην Αίγινα ο αρχαιολόγος Welter (Βάλτερ) έκανε ανασκαφές στο ναό της Αφροδίτης, απαγορεύοντας την παρουσία Ελλήνων. Με τα ευρήματα που δεν έγιναν γνωστά, γέμισαν τέσσερα κιβώτια τα οποία φυγάδευσαν στο εξωτερικό. 
    Στην Χαλκίδα έκαναν ανασκαφές οι αρχαιολόγοι Layfter (Λάουφερ) και Harder (Χάρντερ) και όλα τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο μένοντας άγνωστα. Το ίδιο και ο Layfter σε σπήλαιο της Κωπαΐδας, στην Τιθορέα κοντά στο σταθμό, αφού βρήκε 20 αρχαίους τάφους τα ευρήματα κατακρατήθηκαν. Στην Λακωνία τέτοιες παράνομες ανασκαφές έκαναν Γερμανοί και Ιταλοί μαζί με επικεφαλής τον αρχαιολόγο Von Vacano (Βακάνο) βρίσκοντας νεολιθικούς οικισμούς με τα γνωστά επακόλουθα. Στην Βεργίνα ο Γερμανός υπαξιωματικός αρχαιολόγος Eyner (Έξνερ) έκανε ανασκαφές κοντά σ’ εκείνες του καθηγητή Ρωμαίου μεταξύ Παλατίτσας και Βεργίνας, παρά τις αντιρρήσεις των Ελλήνων αρχαιολόγων. Βρέθηκαν έξι τάφοι των οποίων τα ευρήματα παραδόθηκαν στην στρατιωτική Γερμανική Διοίκηση.
     Στην αγία Θεοδώρα Άρτας οι Γερμανοί βρήκαν και κατακράτησαν διάφορα αντικείμενα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Στο Βόλο το 1942 ο Γερμανός αρχαιολόγος Reineri (Ράιναρτ) έκανε ανασκαφές κοντά στην πόλη, των οποίων το αποτέλεσμα και την τύχη αγνοούμε. Στην Τούμπα της Νέας Αγχιάλου Μαγνησίας οι ανασκαφές έφεραν στο φως αρχαίο οικισμό του οποίου τα σπουδαία ευρήματα είχαν την τύχη των άλλων.
      Στην Λάρισα – ειδικά θα γράψουμε προσεχώς – διενήργησαν ανασκαφές οι αρχαιολόγοι Μπάουρατ Κιούτε και Μέιστερ παίρνοντας όλα τα ευρήματα.
       Στην Κρήτη ο Γερμανός Διοικητής έδωσε την γενική διεύθυνση ανασκαφών στον αρχαιολόγο F. Matz (Φ. Μέτζ) και οι οποίες έγιναν κυρίως το 1942 – χωρίς άδεια του αρμοδίου υπουργείου – σε πολλούς αρχαιολογικούς χώρους, όπως: Στην περιοχή Απεσωκάρι της Μεσσάρας, στην επαρχία Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης, στο Ακρωτήρι Τιτύρου και στις περιοχές Αποδαύλου του νομού Χανίων. Στην Κνωσσό έγιναν δεκαήμερες ανασκαφές: στο σπήλαιο του ακρωτηρίου Κυάμου, στο Σπάθα – αρχαίο Δικτύνναιον, στο Ναό της Δικτύννης Αρτέμιδος κ.ά.
       Οι ελληνικές αρχαιολογικές αρχές κατ’ επανάληψη διαμαρτυρήθηκαν έντονα θυμίζοντας στους Γερμανούς την Ελληνική και διεθνή νομοθεσία, η οποία εξακολουθούσε να ισχύει. Αλλ’ εκείνοι απαντούσαν με φασιστικό κυνισμό, ισχυριζόμενοι πως ο γερμανικός στρατός είναι φορέας εξουσίας στην Ελλάδα και δεν δίνει λογαριασμό στην Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία. Και ο αντισυνταγματάρχης – αρχαιολόγος Schorgendorfer (Σκόνεμπεργκ) – υπεύθυνος της Μεσσάρας – «δικαιολογούσε τους στρατιωτικούς που έκαναν ανασκαφές λέγοντας, ότι κάνουν έργο πολιτισμού. Τέλος, ο καθηγητής Μπαίριγκερ απέδωσε τη διενέργεια των ανασκαφών στο επιστημονικό ενδιαφέρον των στρατιωτών και θύμισε τον Ναπολέοντα που έκανε ανασκαφές στην Αίγυπτο και τους Έλληνες στη Μικρά Ασία (Έφεσο)! Την αποστομωτική απάντηση σ’ όλους αυτούς τους… «Σωτήρες» έδωσε ο αρχαιολόγος Α. Κεραμόπουλος.

(Στο προσεχές φύλλο οι λεηλασίες Ιερών Μονών και εκκλησιών καθώς και η φυγάδευση γνωστών αρχαίων ευρημάτων από την περιοχή της Λάρισας).