Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015




 
Δημοσιεύουμε τὸ κείμενο τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς, στὸ ὁποῖο δυστυχῶς περιέχεται ἡ αὐτοκαταδίκη τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν καὶ τῆς γραμμῆς τοῦ κ. Σεραφείμ, τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση κ.λπ. Δηλαδή, οἱ τοῦ Ἀντιαιρετικοῦ Γραφείου τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς,  ἀποδεικνύουν  γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ περίτρανα ὅτι τὸ Κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ Φανάρι, ἀκολουθεῖ ΣΥΝΟΔΙΚΑ τὴν αἱρετικὴ θεολογία τῆς Β΄  Βατικανῆς Συνόδου, δηλ. τὴν αἵρεση, κι ὅμως ἀρκοῦνται νὰ τὴν ὑποδεικνύουν μὲν καὶ νὰ τὴν καταδικάζουν λεκτικά, ἀλλὰ νὰ κοινωνοῦν καὶ νὰ μνημονεύουν τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστὲς Πατριάρχες καὶ τοὺς μὲ ἢ ἄνευ ποίμνης Ἐπισκόπους. Εἶναι κάτι χειρότερο ἀπὸ τὸ νὰ καταδικάζει κάποιος τὸν κλέφτη καὶ τὸν φονιά, καὶ ταυτόχρονα νὰ συμμετέχει στὴν παρέα του.
 
 
Θὰ ἐπαναλάβουμε δυὸ μόνο πολυχρησιμοποιημένες καὶ ἀπὸ τοὺς ΑΝΤΙ-ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ φράσεις τριῶν Ἁγίων (ἔστω κι ἂν τὴν ἐπαναλάβουμε -ὡς φαίνεται- σὲ ὦτα μὴ ἀκοώντων τὴν δική τους φωνή καὶ μὴ ὁρώντων τὰ δικά τους κείμενα). Τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι καί πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαί φεύγειν  τούς ἑτερόφρονας  παραινοῦσι καί τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι».
 
 
Καὶ τοῦ ἁγ. Θεοδώρου Στουδίτου: «Ἐχθρούς γάρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας, μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο»!
 
 
πως βλέπετε, πρόκειται γιὰ πρωτοφανῆ πτώση καὶ παρέκκλιση ἀπὸ τὴν διαχρονικὴ πρακτικὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων
         Κατὰ τὰ ἄλλα εὐχαριστοῦμε τοὺς ὑπευθύνους τοῦ Γραφείου τῆς Ι. Μ. Πειραιῶς γιὰ τὸν κόπο τους.


ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΗΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΕΡΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ TΗΣ Β΄ ΒΑΤΙΚΑΝΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (UNITATIS REDIDENGRATIO)

 ΕΝΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ 50 ΧΡΟΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Ἀκτὴ Θεμιστοκλέους 190, 185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, Τηλ. +30 210 4514833 (19), Fax +30 210 4518476 e-mail: impireos@hotmail.com

Εν Πειραιεί τη 8η Ιανουαρίου 2015
 
 
 Ένα σχετικά πρόσφατο δημοσίευμα της εν Ελλάδι εφημερίδος των παπικών «ΚΑΘΟΛΙΚΗ» (φ. 30-11-2014), με τίτλο: «50 χρόνια από την έκδοση του Διατάγματος της Β΄ Βατικανής Συνόδου “Περί Οικουμενισμού: 1964-2014 (Unitatis Redintegratio)”», μας έδωσε την αφορμή για τον παρόντα σύντομο σχολιασμό του περιβοήτου αυτού Διατάγματος, ως και των συναφών με αυτό Θεολογικών Διαλόγων μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Το δημοσίευμα  αναφέρεται στη σύγκληση και στις εργασίες της Ολομέλειας των Μελών και Συμβούλων του Ποντιφικού Συμβουλίου για την Ενότητα των Χριστιανών, με την ευκαιρία της συμπληρώσεως 50 ετών από την έκδοσή του, «στην αξιολόγηση και εφαρμογή του Συνοδικού Διατάγματος, αλλά και στον απολογισμό και έκθεση των πεπραγμένων του Συμβουλίου κατά τα 50 χρόνια λειτουργίας του, ιδιαίτερα όσον αφορά τις σχέσεις και τους επίσημους Θεολογικούς Διαλόγους με τις άλλες Εκκλησίες (Ορθόδοξες και Αρχαίες Ανατολικές) και Εκκλησιαστικές Κοινότητες της Δύσεως (Αγγλικανική, Παλαιοκαθολική, Παγκόσμιο Συμβούλιο Μεθοδιστών, Παγκόσμια Λουθηριανή Ομοσπονδία, Ευαγγελικές Εκκλησίες Ευρώπης, Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, Επιτροπή “Πίστη και Τάξη”».
 
 
Το εν λόγω Διάταγμα, όπως είναι γνωστό, έβαλε τα θεμέλια του παπικού Οικουμενισμού, υιοθέτησε νέα εκκλησιαστική πολιτική απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τις άλλες χριστιανικές ομολογίες και άνοιξε τον δρόμο για την προσέγγιση και τον διάλογο μ’ αυτές με στόχο την πανχριστιανική ενότητα. Η στροφή αυτή προς τις άλλες ομολογίες θεωρήθηκε ως επιβεβλημένη και ως σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. Ο Καρδινάλιος Edward Cassidy σε πρόσφατο σχετικά έργο του, (2005), με τίτλο: «Οικουμενισμός και Διαθρησκειακός Διάλογος: Unitatis Redintegratio, Nostra Aetate», εδήλωσε: «Η Σύνοδος, [Β΄ Βατικανή], με μια σαφή ριζοσπαστική αποστασιοποίησή της από την προγενέστερη αυτής διδασκαλία, παρουσιάζει την Οικουμενική Κίνηση ως ‘εμφορουμένη από την Χάρη του Αγίου Πνεύματος’».[1] Γύρω από το εν λόγω διάταγμα ασχολήθηκε,και μάλιστα εις βάθος, σε μια άριστη πρόσφατη μελέτη του ο πρωτοπρ. π. Πέτρος Χιρς, διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, με τίτλο «Η εκκλησιολογική αναθεώρηση της Β΄ Βατικανής Συνόδου», στην οποία μας δίδει πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, τα οποία μας βοηθούν να σχηματίσουμε μια σαφέστερη εικόνα του περιεχομένου του εν λόγω Διατάγματος, όπως και το πώς αυτά τα στοιχεία αξιολογούνται από Ορθοδόξου πλευράς.
 
 
 
Σύμφωνα με την παρά πάνω μελέτη ο Παπισμός με το Unitatis Redintegratio, (UR), εξέφρασε και δογμάτισε μια νέα Εκκλησιολογία και μια νέα αντίληψη σχετικά με την εκκλησιολογική θέση των ετεροδόξων, αλλά και με την  φύση της Ρωμαιοκαθολικής «Εκκλησίας» καθ’ εαυτήν, η οποία είναι όχι μόνον τελείως ξένη προς την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, αλλά επί πλέον «παρουσιάζει μια θεωρία περί Εκκλησίας, που δεν είναι συνεπής με την προηγούμενη μετασχισματική κατανόηση του Καθολικισμού, ούτε αποτελεί επιστροφή στο consensuspartum, αλλά ούτε και στην Εκκλησιολογία του Αυγουστίνου».[2] Πιο συγκεκριμένα «η εικόνα της Εκκλησίας που αναδύεται από τα κείμενα του UR και του Lumen Gentium, είναι μία ιδιάζουσα Εκκλησία δύο βαθμίδων με δύο είδη βαπτίσματος, ή δύο αποτελέσματα εκ του ενός βαπτίσματος. Σύμφωνα με το UR οι κατέχοντες μόνο το βάπτισμα, χωρίς την πραγματικότητα της Ευχαριστίας, (ήτοι οι περισσότεροι Προτεστάντες), ‘ενσωματώνονται αληθινά’ στο Σώμα του Χριστού με το βάπτισμα, χωρίς όμως να μετέχουν στο Αίμα του Χριστού, στην Ευχαριστία. Όσοι θεωρούνται πως κατέχουν μια «έγκυρη» Ευχαριστία, επειδή έχουν Αποστολική Διαδοχή, (ήτοι οι Ορθόδοξοι), αυτοί παρ’ ότι συμμετέχουν αληθινά στο Σώμα και Αίμα του Χριστού, εν τούτοις παραμένουν ‘τραυματισμένοι’, στερούμενοι όχι το πλήρωμα του Χριστού, αλλά το πλήρωμα της κοινωνίας με τον εκπρόσωπο Αυτού, τον Ανώτατο Ποντίφικα».[3] Δηλαδή στην παρά πάνω  εικόνα περί Εκκλησίας που μας δίδει το UR, βασικό και θεμελιώδες κριτήριο εκκλησιαστικότητος είναι το βάπτισμα, το οποίο «ενσωματώνει στην Εκκλησία του Χριστού τους ‘χωρισμένους χριστιανούς’ πρώτον ως μέλη της ιδιαίτερης Εκκλησίας τους και δεύτερον ως χριστιανούς, που βρίσκονται σε ατελή κοινωνία με την Ρώμη».[4] Οι βασικές και θεμελιώδεις θέσεις περί Εκκλησίας, κατά τον ως άνω συγγραφέα, που διατυπώθηκαν και νομοθετήθηκαν κατά την Β΄ Βατικανή Σύνοδο και αποτελούν έκτοτε την νέα επίσημη περί Εκκλησίας διδασκαλία του Παπισμού, είναι: «α) Οι όροι ‘σχίσμα’ και ‘αίρεση’ δεν εφαρμόζονται πλέον. β) Το Άγιο Πνεύμα χορηγείται και αγιάζει τα σχισματικά - αιρετικά σώματα. γ) Σχισματικά - αιρετικά σώματα αναγνωρίζονται ως Εκκλησίες και εκκλησιαστικές κοινότητες. δ) Η Εκκλησία περιλαμβάνει όλους τους ‘βαπτισμένους’, που συμμετέχουν κατά βαθμούς [στο πλήρωμα της Χάριτος]. ε) [Εισάγεται η] διάκριση μεταξύ πλήρους και ατελούς κοινωνίας [με την Ρώμη]. στ) Μη απαραίτητη πλέον η ομολογία της [ορθής] πίστης για να ανήκει [κάποιος] στην Εκκλησία».[5] Με βάση τα παράπάνω γίνεται φανερό, ότι στην Β΄ Βατικανή θα πρέπει να αναζητήσουμε την αφετηρία μιάς από τις αιρετικές θεωρίες, που αναπτύχθηκαν στους κόλπους του Οικουμενισμού, την «θεωρία της βαπτισματικής ενότητος», η οποία βρήκε έδαφος δυστυχώς και μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, από πολλούς θεολόγους με κύριο εκπρόσωπο τον Συμπρόεδρο της Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα: «Το βάπτισμα δημιουργεί ένα όριο στην Εκκλησία. Τώρα με αυτό το βαπτιστικό όριο είναι κατανοητό να υπάρξει διαίρεση, αλλά οποιαδήποτε διαίρεση μέσα σε αυτά τα όρια δεν είναι το ίδιο με την διαίρεση, που υπάρχει μεταξύ της Εκκλησίας και αυτών που βρίσκονται έξω από αυτό το βαπτιστικό όριο [...] Εντός του βαπτίσματος, ακόμη και αν υπάρχει μια διάσπαση, μια διαίρεση, ένα σχίσμα, ακόμη μπορείς να μιλάς για Εκκλησία».[6]
 
 
Η νέα Εκκλησιολογία που αναδύεται από τα περί Εκκλησίας κείμενα της Β΄ Βατικανής, (UR, Lumen Gentium), παρουσιάζει καταπληκτικές ομοιότητες με τις εκκλησιολογικές θέσεις, που κατά καιρούς εξέφρασε και επισήμως διετύπωσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, (και όσοι τον ακολουθούν), τις οποίες συνοψίζει και ανατρέπει άριστα με αδιάσειστες βιβλικές και πατερικές μαρτυρίες, το εσχάτως δημοσιευθέν κείμενο της Συνάξεως Κληρικών και Μοναχών με τίτλο «Η νέα Εκκκλησιολογία του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου». Για παράδειγμα στο 22ο κεφάλαιο του UR γίνεται λόγος για εκκλησιαστικές κοινότητες (Ορθοδόξων, Προτεσταντών κ.λ.π.) «διϊστάμενες», και άρα απεσχισμένες, από την Ρωμαιοκαθολική «Εκκλησία», μη έχουσες πλήρη κοινωνία μετ’ αυτής: «Αι διϊστάμεναι προς ημάς εκκλησιαστικαί κοινότητες δεν έχουν μεθ’ ημών την απορρέουσαν από το βάπτισμα πλήρη ενότητα, πιστεύομεν δε ότι λόγω κυρίως της απουσίας του μυστηρίου της ιερωσύνης, δεν διετήρησαν την γνησίαν και ακεραίαν ουσίαν του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας».[7] Σ’ άλλο σημείο, στο 3ο κεφάλαιο του UR, γίνεται πάλι λόγος για αποσχίσεις, στη γένεση των οποίων έπαιξε κάποιο ρόλο η ανθρώπινη ενοχή, οι δε σοβαρότατες δογματικές διαφορές που μας χωρίζουν από τους Ρωμαιοκαθολικούς, χαρακτηρίζονται ως απλά εμπόδια, που πρέπει μέσω του διαλόγου να υπερπηδηθούν: «Εις την μίαν ταύτην και μόνην Εκκλησίαν του Θεού εξ’ αρχής ήδη ενεφανίσθησαν ένιαι αποσχίσεις, τας οποίας ο απόστολος αποδοκιμάζει αυστηρώς ως καταδικαστέας. Κατά τους επόμενους τέσσερις αιώνας ανέκυψαν ευρύτεραι διαστάσεις και ουχί μικραί κοινότητες εχωρίσθησαν από την πλήρη κοινωνίαν της Καθολικής Εκκλησίας, ενίοτε ουχί άνευ της ανθρωπίνης ενοχής αμφοτέρων των πλευρών.[…] Πράγματι όσοι πιστεύουν εις Χριστόν και έλαβον εγκύρως το βάπτισμα, τελούν εν ποιά τινί κοινωνία, έστω και ατελεί μετά της Καθολικής Εκκλησίας. Βεβαίως, ποικίλαι διαφοραί μεταξύ αυτών και της Καθολικής Εκκλησίας, τόσον επί δογματικών ζητημάτων, ενίοτε και κανονικών, όσον και περί την δομήν της Εκκλησίας, αποτελούν αριθμόν εμποδίων- έστιν ότε σοβαρωτάτων - προς πλήρη εκκλησιαστικήν κοινωνίαν, τα οποία η οικουμενική κίνησις τείνει να υπερπηδήσει».[8] Παρόμοια εικόνα μιας εν χρόνω διεσπασμένης Εκκλησίας μας έδωσε κατ’ επανάληψιν με κατά καιρούς δηλώσεις του ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος. Για παράδειγμα σε μια πρόσφατη δήλωσή του, προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ. Θεόφιλο, δημοσιευθείσα στο ιστολόγιο Amen.gr είπε τα εξής: «Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, η ιδρυθείσα υπό του εν “αρχή Λόγου”,  του “όντος προς τον Θεόν”, και “Θεού όντος” Λόγου, κατά τον ευαγγελιστή της αγάπης, δυστυχώς κατά την επί γης στρατείαν αυτής, λόγω της υπερισχύσεως της ανθρώπινης αδυναμίας και του πεπερασμένου θελήματος του ανθρωπίνου νοός, διεσπάσθη εν χρόνω. Ούτω διεμορφώθησαν καταστάσεις και ομάδες ποικίλαι, εκ των οποίων εκάστη διεκδικεί “αυθεντίαν” και  “αλήθειαν”. Η Αλήθεια όμως είναι Μία,  ο Χριστός, και η ιδρυθείσα υπό Αυτού Μία Εκκλησία». «Ατυχώς, υπερίσχυσεν ο ανθρώπινος παράγων, και διά της συσσωρεύσεως προσθηκών “θεολογικών”, “πρακτικών” και “κοινωνικών” αι κατά τόπους Εκκλησίαι ωδηγήθησαν εις διάσπασιν της ενότητος της πίστεως, εις απομόνωσιν, εξελιχθείσαν ενίοτε εις εχθρικήν πολεμικήν».[9] Από την παρά πάνω απλή σύγκριση,(και από άλλες παρόμοιες που θα μπορούσαμε να κάνουμε), φαίνεται ξεκάθαρα, ότι οι ιθύνοντες του Φαναρίου ακολουθούν  και προωθούν, άλλοτε απροκάλυπτα και άλλοτε συγκεκαλυμένα, την νέα παπική Εκκλησιολογία, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην Β΄ Βατικανή, δηλαδή μια Εκκλησιολογία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του παπικού Οικουμενισμού.
 
 
Στο παρά πάνω δημοσίευμα της Παπικής εφημερίδος γίνεται επίσης λόγος για τους Θεολογικούς Διαλόγους με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και για το πρόβλημα των Καθολικών Ανατολικών Εκκλησιών (Ουνίας). Τα μέλη του Ποντιφικού Συμβουλίου, στην αξιολόγηση των μέχρι τώρα Διαλόγων, κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι «σημειώθηκαν βέβαια θετικά βήματα θεολογικής προσέγγισης και συγκλίνουσες θέσεις, αλλά και ουσιαστικές διαφορές και αποκλίσεις». Για την πορεία του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών όπως και για το αδιέξοδο, στο οποίο βρίσκεται τώρα, έχουμε ήδη αναφερθεί κατ’ επανάληψη σε παλαιότερα άρθρα και δημοσιεύσεις μας και παραπέμπουμε σ’ αυτά τον αναγνώστη. Εδώ μόνον προσθέτουμε, ότι οι παπικοί εβάδισαν με πιστότητα και εφάρμοσαν με ακρίβεια, στους μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους, τις βασικές αρχές του παπικού Οικουμενισμού, τις οποίες χάραξε η Β΄ Βατικανή με το διάταγμα UR.Τα όποια «θετικά βήματα» σημειώθηκαν, ήταν προδιαγεγραμμένα στις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής. Οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν προχώρησαν ούτε ένα βήμα περισσότερο από όσα προέβλεπε η Β΄ Βατικανή.
 
 
Εις ό, τι αφορά τώρα την Ουνία, το δημοσίευμα αναφέρει ότι «η αναφορά της “Ουνίας”, δεν είχε περαιτέρω συνέχεια καθότι για την Καθολική Εκκλησία, η από αιώνες ύπαρξη των Καθολικών Ανατολικών Εκκλησιών δεν τίθεται σε αμφισβήτηση, ούτε σε διαπραγμάτευση». Μ’ άλλα λόγια για τους παπικούς δεν υφίσταται θέμα καταργήσεως της Ουνίας και επ’ αυτού δεν δέχονται καμιά συζήτηση. Η Ουνία οφείλει να συνεχίσει το δόλιο και προσηλυτιστικό της έργο μεταξύ των Ορθοδόξων, όπως αυτό προδιαγράφεται σε ένα άλλο Διάταγμα της Β΄ Βατικανής, στο Διάταγμα για τις Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες. Μάλιστα στο διάταγμα αυτό αναφέρεται, ότι ακόμη και η διακοινωνία, (intercommunion), επιτρέπεται «για να προωθήσει όλο και περισσότερο την ένωση με τις Ανατολικές Εκκλησίες, που είναι χωρισμένες από εμάς».[10] Εάν όμως για το θέμα της Ουνίας, (που είναι ένα ήσσονος σημασίας θέμα για τον Παπισμό, αν το συγκρίνουμε με το θέμα του πρωτείου), δεν υφίσταται θέμα καταργήσεώς της, τότε πολύ περισσότερο δεν υφίσταται θέμα καταργήσεως του πρωτείου. Είναι βέβαιο, ότι πολύ περισσότερο στο θέμα αυτό οι παπικοί θα βαδίσουν απαρεγκλίτως πάνω στις προδιαγραφές της Β΄ Βατικανής, και δεν πρόκειται να κάνουν ούτε ένα βήμα πίσω. Σημειωτέον ότι το παπικό δόγμα περί του πρωτείου διαπερνά αξονικά όλες τις αποφάσεις της Β΄ Βατικανής. Αναφέρουμε ένα μόνο αντιπροσωπευτικό κείμενο από το Lumen Gentium (ΙΙΙ,22): «…Ο Σύλλογος, ή το Σώμα των επισκόπων δεν έχει εξουσία, αν δεν βρίσκεται σε κοινωνία με τον Ρωμαίο Ποντίφικα, τον διάδοχο του Πέτρου και κεφαλή του Συλλόγου, διότι παραμένει ακέραιη η εξουσία του Πρωτείου πάνω σ’ όλους τους ποιμένες και τους πιστούς. Πραγματικά ο Ρωμαίος Ποντίφικας με το αξίωμά του ως αντιπροσώπου του Χριστού και ποιμένα όλης της Εκκλησίας, έχει πλήρη, υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία, την οποία μπορεί πάντοτε ελεύθερα να εξασκεί». Είναι λοιπόν βαθειά νυχτωμένοι όσοι νομίζουν, ότι θα μπορέσει να υπάρξει διέξοδος από το αδιέξοδο, στο οποίο βρίσκεται στην παρούσα φάση ο Διάλογος.
 
 
Το συμπέρασμα όσων αναφέραμε παρά πάνω είναι, ότι οι παπικοί δεν κάνουν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο, από το να εφαρμόζουν τις συνοδικές αποφάσεις της Β΄ Βατικανής. Αλλά και οι «Ορθόδοξοι» Οικουμενιστές, (Πατριάρχες, Αρχιεπίσκοποι και οι παρατρεχάμενοί τους), δεν κάνουν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο, από το ευθυγραμμίζονται με ένα δουλικό τρόπο πάνω στις ίδιες αποφάσεις. Το ερώτημα είναι τί κάνουμε εμείς, οι Ορθόδοξοι και συγκεκριμένα, όσοι από τους αρχιερείς, τους κληρικούς και τον πιστό λαό του Θεού δεν έχουν ακόμη διαποτιστεί από το θανατηφόρο δηλητήριο του Οικουμενισμού. Εκείνοι, (οι Παπικοί), είναι τουλάχιστον ειλικρινείς και συνεπείς με την κακόδοξη Εκκλησιολογία τους και την εφαρμόζουν κατά γράμμα. Εμείς είμαστε το ίδιο ειλικρινείς και συνεπείς με την Ορθοδοξία μας; Είμαστε πρόθυμοι να εφαρμόσουμε με πιστότητα και συνέπεια την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία μας; Να βαδίσουμε πάνω στα χνάρια των αγίων Πατέρων μας, θυσιάζοντες θρόνους και αξιώματα και την ίδια την ζωή μας,αν χρειασθεί, για να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού την φιλτάτη Ορθοδοξία μας;
 
 
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών


[1]Cassidy Cardinal Edward Idris, Ecumenism and Interreligious Dialogue: Unitatis Redintegratio, Nostra Aetate, Εκδ. Paulist Press, NewYork 2005, σελ.13.
[2]Πρωτοπρ. π. Πέτρου Χίρς, διδάκτωρος της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, «Η εκκλησιολογική αναθεώρηση της Β΄ Βατικανής Συνόδου», Εκδ. Uncut Mountain Press, Θεσσαλονίκη 2014, σελ.156.
[3]Ο.π. … σελ. 305.
[4]Ο.π. … σελ. 146.
[5]Ο.π.  σελ.307.
[6]«Orthodox  Ecclesiology and the Ecumenical Movement», Sourozh Diocesan Magazine (γγλία), τόμ. 21 (Αυγουστος 1985), σ. 16.
[7]Ο.π. …σελ. 343.
[8]Ο.π. …σελ. 323-324.
[9] «Οικουμενικός Πατριάρχης προς Πατριάρχη Ιεροσολύμων: Αμφότεροι φυλάσσσομεν  πνευματικάς και κυριαρχικάς Θερμοπύλας», Amen.gr  24 Μαϊ 2014) http://www.amen.gr/article18151 (παράγραφος §4).
[10]Διάταγμα περί των Ανατολικών Καθολικών Εκκλησιών, ενότητα 26.