Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

Ο Αγιορείτης Ιερομόναχος και Ιεραπόστολος Θεολόγος Χρυσανθακόπουλος διηγιέται θαυμαστές εμπειρίες του από τον Γέροντα Παϊσιο

Ο Γέροντας πολύ συμπονούσε τις ψυχές των βρεφών των εκτρώσεων μετά από ένα φρικτό όραμα που είδε...


http://paterikiparadosi.blogspot.gr/
…Ἀναξίως, ἀλλὰ κάνοντας ὑπακοή, ἦλθα νὰ δώσω μιὰ προσωπικὴ μαρτυρία γιὰ ἕναν θαυμαστὸν Ἅγιο ποὺ ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔβαλε στὴν ζωή μου, ποὺ δὲν ἀξιώθηκα νὰ τὸν μιμηθῶ, ἀλλὰ προσπαθῶ νὰ ζῶ μὲ τὴν εὐχή του.

Μέσα στὴν χαρὰ τῆς σημερινῆς παρουσιάσεως ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς ἀναπτύξω μερικὲς ἐμπειρίες ποὺ βίωσα καὶ δὲν εἶναι καταγεγραμμένες στὸν τόμο ποὺ ἐκδίδεται σήμερα.
Ἡ μικρὴ μαρτυρία ποὺ σᾶς καταθέτω ἀρχίζει ἀπὸ τὸ 1972 ποὺ σὰν φοιτητής, στὴν δεύτερη ἐπίσκεψί μου στὸ Ἅγιον Ὄρος, γνώρισα ἕναν Ἄνθρωπο, ὅπως ὁ Θεὸς θέλει τὸν Ἄνθρωπο, Εἰκόνα Του ζωντανὴ μπροστά μου, τὸν Ἅγιο Παΐσιο. Κάθε φορὰ ποὺ συναντοῦσα τὸν Γέροντα, εἶχα τὴν συναίσθησι ὅτι μοῦ μιλοῦσε ὁ Θεός. Ὁ ἴδιος ἐξαφανιζόταν μέσα στὴν Ἀγάπη, στὴν Ταπείνωσι, στὴν Πραότητα, στὴν Διάκρισι. Δὲν στεκόταν μπροστά μου σὰν μία προσωπικότητα, ἀλλὰ ἦταν διάφανος, ὥστε μέσω αὐτοῦ νὰ βλέπω καὶ νὰ ἀκούω τὸν Θεό, διότι «ζοῦσε οὐκέτι αὐτός, ἀλλὰ ζοῦσε ἐν αὐτῷ ὁ Χριστός».
Σὲ μία ἀπὸ τὶς πρῶτες συναντήσεις μας, στὸ Κελλὶ τοῦ Τιμίου
Σταυροῦ, μοῦ ἐξηγοῦσε πὼς τὰ ἄγρια ζῶα δὲν φοβοῦνται, ἀλλὰ σέβονται καὶ ἀναγνωρίζουν τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει Χάριν Θεοῦ, ἐνῶ τὰ ἥμερα ζῶα παίρνουν τὶς συνήθειες καὶ τὸν χαρακτήρα τοῦ κυρίου τους. Μεταξὺ ἄλλων μοῦ ἔλεγε ὅτι τὸν πλησιάζουν τὰ λαγουδάκια καὶ τὰ ἀγριογούρουνα καὶ τὰ σταυρώνει στὸ μέτωπο καὶ δὲν τὰ πιάνουν τὰ βόλια τῶν κυνηγῶν. Μιὰ ἡμέρα τὸν ἀκολουθούσα σὲ ἕνα μονοπάτι στὴν Καψάλα κοντὰ στὸ Κελλί του. Βάδιζε σὰν κουρασμένος πατώντας μιὰ δεξιὰ καὶ μιὰ ἀριστερὰ στὸ μονοπάτι. «Γέροντα, σᾶς πονοῦν τὰ πόδια σας;» τὸν ἐρώτησα. «Δὲν βλέπεις, εὐλογημένε», μοῦ ἀπάντησε «τὰ μυρμήγκια ποὺ προχωροῦν στὴν μέση του μονοπατιοῦ;».
Μοῦ εἶχε συστήσει τότε νὰ διαβάσω τοὺς ἀσκητικοὺς λόγους τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Δὲν εἶχα ὅμως χρόνο, γιατί σπούδαζα στὸ Πολυτεχνεῖο. Πῆρα ἀργότερα τὸ βιβλίο μαζί μου στὸ Παρίσι, ὅπου ἔκανα μεταπτυχιακά. Ἐκεῖ, σὲ μία ἥσυχη σοφίτα, βλέποντας τὰ καμπαναριὰ τῆς Παναγίας τὸ 1977, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ μὲ βοήθησε νὰ ἀποφασίσω νὰ ζήσω σὰν Μοναχὸς κοντὰ στὸν Γέροντα. Ὅταν ἐπέστρεψα στὴν Ἑλλάδα, ἐκεῖνος μὲ προέτρεψε νὰ ὑπηρετήσω πρῶτα τὴν στρατιωτική μου θητεία καὶ μετὰ νὰ πάω στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ὅσο ὑπηρετοῦσα στὸν στρατό, μὲ παρηγοροῦσε μὲ τὴν προσευχή του καὶ τὶς ἐμπειρίες του ποὺ μοῦ διηγεῖτο. Πολλάκις ἔχουν γραφεῖ τὰ θαύματα ποὺ ἔζησε, ἡ αὐτοθυσία, ὁ τρόπος καὶ τὸ φιλότιμο μὲ τὸ ὁποῖο ὑπηρέτησε. Στὴν διάρκεια τῶν μαχῶν, μέσα στὸν ἐμφύλιο, μοῦ εἶπε ὅτι τὸν ἔστειλαν κάποτε σὲ ἕνα κοντινὸ χωριὸ νὰ ἀγοράση τρόφιμα γιὰ τὴν διμοιρία του. Ἀφοῦ ψώνισε, τράβηξε γιὰ τὸ βουνό. Τότε βγῆκε ἡ γυναίκα ποὺ εἶχε τὸ μπακάλικο καὶ τοῦ φώναξε ἀπὸ μακρυά: «Στρατιώτη, γύρνα πίσω, ξέχασες τὸ ὅπλό σου». Τὸ ἀληθινὸ ὅπλο τοῦ Γέροντα ἦταν ὁ στρατιωτικὸς καὶ ὁ πνευματικὸς ἀσύρματος, μὲ τὸν ὁποῖον ἔσωζε σώματα καὶ ψυχές.
Εἶχε προείδει τὴν ἀναχώρησί του ἀπὸ τὸ Κελλὶ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ ἔτσι μετὰ τὴν ἀπόλυσί μου ἀπὸ τὸν στρατὸ κατευθύνθηκα κοντά του καὶ ὄχι στὴν μονὴ Σταυρονικήτα, ὅπως σκεπτόμουν. Καθὼς ὁ ἴδιος δὲν κρατοῦσε στὸ Κελλὶ του μοναχούς, μὲ ὁδήγησε στὸ Κουτλουμούσι. Γνωρίζοντας τὴν διάθεσί μου γιὰ τὴν Ἱεραποστολὴ (τὴν ὁποία μοῦ εἶχε ἐμπνεύσει ὁ πνευματικός μου π. Χαρίτων Πνευματικάκις, ὁ ὁποῖος ἀνεχώρησε στὸ Congo, ὀργάνωσε τὴν ἱεραποστολικὴ Ἐκκλησία στὴν Kananga καὶ ἐκοιμήθη ἐκεῖ μετὰ 25 χρόνια), μοῦ ζήτησε νὰ εἶναι αὐτὸ τὸ πρῶτο θέμα ποὺ θὰ ἀναφέρω στὸν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς. Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας τὸ 1993 μὲ προέτρεψε νὰ πάω στὴν Ἀλβανία, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀναστάσιος μὲ κάλεσε ἐκεῖ. Ἐνδιαφερόταν πολὺ γιὰ τὴν ἀπανταχοῦ Ἐκκλησία λέγοντάς μου κάποτε ὅτι τὸ σημαντικώτερο εἶναι νὰ ὀργανωθοῦν ἱεραποστολὲς στὴν Κίνα.
Σὰν νέο ἀρχιτέκτονα μὲ συνεβούλευε πολλάκις γιὰ ἁπλὰ ἀλλὰ βασικὰ θέματα, ὅπως π.χ. γιὰ τὰ παρεκκλήσια ποὺ διαμορφώνονται μέσα σὲ κτήρια: ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἔχουν ἀπὸ πάνω ἢ ἀπὸ κάτω κατοικίες καὶ ὑπνοδωμάτια. Τὶς Εἰκόνες νὰ μὴν τὶς τοποθετοῦμε σὲ τοίχους, ὅπου ὑπάρχουν ὄπισθεν βοηθητικοὶ χῶροι. Τὰ λύματα ἀπὸ τὴν λάντζα τῆς κουζίνας νὰ μὴν καταλήγουν στὸν βόθρο ἢ στὴν κεντρικὴ ἀποχέτευσι, ἀλλὰ νὰ ἔχουν δική τους ἔξοδο καὶ κατάληξι, ἀφοῦ τὸ φαγητὸ ἀλλὰ καὶ τὰ περισσεύματα εὐλογοῦνται.
Μίαν ἡμέρα ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκα, μοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα ἀκολουθούμενος ἀπὸ ἕναν νέο ἄνδρα γύρω στὰ 30. Ἀφοῦ τὸν ἀποχαιρέτησε καὶ ἐκεῖνος ἔφυγε χαρούμενος, γύρισε μετὰ πρὸς ἐμένα λέγοντας: «Πώ! Πώ! τί δύναμι ἔχει ἡ Παναγία μας, καὶ δαιμόνια βγάζει!». Θαύμαζε τὸ θαῦμα ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε ὑπουργήσει ἐπικαλούμενος τὴν Παναγία μας. (Συνήθως σταύρωνε τοὺς ἀρρώστους μὲ τὰ λείψανα τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου, ποὺ εἶχε στὸν Ναὸ καὶ μὲ τὴν προσευχή του ἐνεργοῦσε σὲ αὐτοὺς ὁ Κύριος). Ἀμέσως μετὰ συναισθανόμενος τί μοῦ εἶχε ἀναφέρει, ζήτησε νὰ μὴν κάνω λόγο σὲ κανέναν.
Εἶχε πολλὲς ὡραῖες διηγήσεις ἀπὸ τὴν διαμονή του στὸ Σινά. Ἐκεῖ, στὰ κτήματα τῆς Μονῆς, μάζευαν καὶ κλάδευαν συγχρόνως τὶς ἐλιές. Ὁ Γέροντας, ἔχοντας τὴν εὐθύνη τῆς ἐργασίας, ἔδωσε ὅλα τὰ κλαδιὰ στοὺς Βεδουΐνους ποὺ βοηθοῦσαν. (Τὰ βράδυα λόγω ὑψομέτρου κάνει πολὺ κρύο καὶ συνήθως δὲν ἔχουν τίποτες ἄλλο νὰ κάψουν γιὰ νὰ ζεσταθοῦν παρὰ μόνον τὶς κοπριὲς ἀπὸ τὶς καμῆλες). Ἐκεῖνοι τότε, ἐντυπωσιασμένοι ἀπὸ τὴν πράξι του, τοῦ εἶπαν:
«Εἶσαι καλὸς ἄνθρωπος, θὰ βρέξη!».
«Πράγματι ἐκεῖνο τὸ βράδυ ἔβρεξε!», μοῦ εἶπε.
Ἡ βροχὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη εὐλογία στὴν ἔρημο τοῦ Σινᾶ.
Ὁ Γέροντας ἀνέφερε ὅτι κάθε ἐποχὴ ἔχει τοὺς ἁγίους της, ποὺ μὲ τὴν προσευχή τους κρατοῦν τὸν κόσμο νὰ μὴν τὸν καταστρέψη ὁ διάβολος. Ἡ προσευχή, ἔλεγε ἐπίσης, ἑνὸς ἁγίου μπορεῖ νὰ ἀλλάξη τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ.
Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1982, ὅταν χειροτονήθηκα, μοῦ εἶπε: «Δὲν θὰ ὁδηγήσης ξανά». (Μερικὲς φορὲς ἐξυπηρετοῦσα καὶ τὸ Μοναστήρι σὰν ὁδηγός). Μετὰ τέσσερεις μῆνες ἔγινε ἕνα θανατηφόρο δυστύχημα μὲ τὸ αὐτοκίνητο τῆς Μονῆς, ἐντὸς Ἁγίου Ὄρους. Ἕνας ἡλικιωμένος ἱερομόναχος ἔφυγε μὲ δραματικὸ τρόπο, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι συνεπιβάτες δὲν πάθαμε τὸ παραμικρό. Θὰ ἤμουν ἐγὼ ὁ ὁδηγὸς τοῦ αὐτοκίνητου, ἐὰν ὁ Γέροντας δὲν εἶχε προφυλάξει καὶ τὴν ζωὴ καὶ τὴν ἱερωσύνη μου.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἤμουν σὲ ἄσχημη ψυχικὴ κατάστασι. Ἐκεῖνος ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ποὺ μου εἶπε γιὰ νὰ διορθώση τὸν «λογισμό» μου καὶ νὰ μὲ παρηγορήση, μαθαίνοντας ὅτι στὸ αὐτοκίνητο ἀντὶ γιὰ ὑγρὰ φρένων εἶχαν βάλει σπορέλαιο, γέλασε λέγοντας: «Ἄ! Ἀπὸ αὐτὸ ποὺ φτιάχνουν νηστήσιμες τηγανιτὲς πατάτες!».
Πολλὲς φορὲς μὲ ἕνα ἀστεῖο παρηγοροῦσε ἢ ἔκανε κάποια παρατήρησι ἡ ἄλλαζε μιὰ βαρειὰ ἀτμόσφαιρα. Τὸ χιοῦμορ του ἦταν λεπτὸ καὶ διακριτικό. Ὁ ἱερομόναχος Ἀρσένιος (ποὺ μένει τώρα στὴν Παναγούδα) καὶ ἐγὼ συμμετείχαμε καὶ ψέλναμε σὲ μιὰ Ἐξόδιο ἀκολουθία παρουσία τοῦ Γέροντα στὴν Σκήτη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Μετά, ὅταν μᾶς βρῆκε, μᾶς ἔλεγε: «Παραλίγο νὰ τὸν ἀναστήσετε τὸν μακαρίτη μὲ τὸ ψάλσιμό σας ἐσεῖς!»
Τὸ 1982, νέος στὴν ἱερωσύνη, σὲ μιὰ ἐπίσκεψί μου στὸν Γέροντα αὐθόρμητα τοῦ εἶπα: «Εἶμαι τόσο καιρὸ Μοναχὸς καὶ ἕνα θαῦμα δὲν εἶδα». Ὁ Γέροντας μὲ ἐπέπληξε ἀμέσως: «Ἐσὺ ἱερέας τὸ λὲς αὐτό; Κάθε ἡμέρα λειτουργεῖς καὶ βλέπεις μπροστά σου τὸν Ἄρτο καὶ τὸν Οἶνο νὰ γίνωνται Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ! Τί μεγαλύτερο θαῦμα θέλεις;» Ἐγὼ ντράπηκα.
Ὡς ἀρχοντάρης (ὑπεύθυνος τοῦ ξενώνα) στὸ Μοναστήρι πολλὲς φορὲς συνόδευα ἀλλοδαποὺς καὶ μὴ στὴν Παναγούδα γιὰ νὰ διευκολύνω τὴν συνεννόησι ἀλλὰ καὶ νὰ ὠφεληθῶ ὁ ἴδιος. Ἕνα ἀπόγευμα ὠδήγησα στὸν Γέροντα ἕνα νεαρὸ γάλλο μὲ σοβαρὰ προβλήματα. Μετὰ ἀπὸ σύντομη συζήτησί μου εἶπε ὁ Γέροντας ὅτι θὰ τὸν κρατοῦσε τὸ βράδυ γιὰ νὰ τὸν βοηθήση περισσότερο. Τὸ ἄλλο πρωΐ ἐπέστρεψε ὁ γάλλος χαρούμενος ἔχοντας πάρει ἀπάντησι ἀπὸ τὸν Γέροντα, σὲ ὅ,τι τὸν βασάνιζε. Ἐνῶ δὲν μιλοῦσε οὔτε λέξι γαλλικὰ ἐντούτοις εἶχαν θαυμαστὴ ἐπικοινωνία.
Ἦταν χειμώνας καὶ μὲ νουθετοῦσε στὸ χειμερινὸ ἀρχονταρίκι, ἐκεῖ ὅπου ἄναβε γιὰ ὅλους κεράκια κατὰ τὴν ἀγρυπνία του, στὴν ζεστασιὰ τῆς κτιστῆς ξυλόσομπας. Οἱ γωνιὲς καὶ τὰ παράθυρα εἶχαν ἱστοὺς ἄραχνης. Τὰ παρατηροῦσα μὲ τὴν διάθεσι νὰ τὰ καθαρίσω. «Αὐτὰ τὰ ἀφήνω γιὰ διακόσμησι» μὲ πρόλαβε.
Ἄκουγα γιὰ ἀρκετή ὥρα τὸ κουδουνάκι ποὺ κτυποῦσε κάποιος στὴν κάτω πόρτα. Ὁ Γέροντας συνέχιζε νὰ μοῦ μιλᾶ. «Κάποιος ἔχει ὥρα ποὺ κτυπάει» τοῦ εἶπα. «Δὲν ἔχει κανένα πρόβλημα αὐτός, ἦλθε μόνο γιά...» μοῦ ἀπάντησε. «Μά, Γέροντα, πῶς γνωρίζετε τὸν κάθε ἕνα μὲ τὸ ὄνομά του καὶ τὰ πρόβληματά του χωρὶς νὰ τὸν ἔχετε ξαναδεῖ;» συνέχισα. «Ἡ Παναγία μου ἔδωσε αὐτὸ τὸ χάρισμα, τότε ποὺ μοῦ ἀνέθεσε καὶ τὸ διακόνημα νὰ βοηθάω ὅποιον ἔρχεται μέχρις ἐδῶ».
Ἄλλοτε τοῦ ἐξέφρασα τὴν ἀπορία μου, πῶς γίνονται ἰάσεις καὶ θαυματουργὲς ἐπεμβάσεις στὸν κόσμο καὶ ἔρχονται μετὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν τὸν ἔχουν ξαναδεῖ. «Εὐλογημένε, ὁ Θεὸς ἐπεμβαίνει, ἁπλὰ συμβαίνουν τὴν ὥρα ποὺ προσεύχομαι καὶ ἀνάβω κεράκια γιὰ τὰ ἀπροστάτευτα παιδιά, γιὰ ὅσους κινδυνεύουν στὴν ἄσφαλτο ἢ στὰ νοσοκομεῖα...».
Ὁ Γέροντας ὁμαδοποιοῦσε τοὺς πονεμένους καὶ αὐτοὺ ποὺ εἶχαν ἀνάγκη καὶ ἀγρυπνοῦσε κάθε βράδυ προσευχόμενος. Πολὺ συμπονοῦσε τὶς ψυχὲς τῶν βρεφῶν τῶν ἐκτρώσεων καὶ μοῦ ζήτησε νὰ τὶς μνημονεύω ἰδιαίτερα μετὰ ἀπὸ ἕνα φρικτὸ ὅραμα ποὺ εἶδε καὶ μοῦ διηγήθηκε.
Μοῦ ἔλεγε ἀκόμη: «Νὰ προσεύχεσαι μὲ πόνο γιὰ τὰ προβλήματα τῶν ἄλλων καὶ ἡ προσευχή σου νὰ συνοδεύεται ἀπὸ σωματικὸ κόπο. Μνημονεύοντας τὰ ὀνόματα στὴν προσκομιδὴ νὰ φέρνης στὸν νοῦ σου τὸ πρόσωπο τοῦ κάθε ἑνός. Στὶς ἀκολουθίες νὰ ἀποφεύγης νὰ κάθεσαι καὶ νὰ παραμένης πάντοτε ὄρθιος σὲ ὅλη τὴν Θεία Λειτουργία».
Κάποτε μοῦ ἀνέφερε: «Προσπαθῶ, ὅταν ἔχω κόσμο νὰ μὴν σκέπτωμαι τὸν Χριστό, γιατί τότε μὲ τρελαίνει ἡ Ἀγάπη Του καὶ νιώθω τέτοια χαρὰ ποὺ πηδάω καὶ χορεύω καὶ ἂν μὲ δῆ κανεὶς θὰ σκανδαλισθεῖ».
Ἔδειχνε τὴν πατρικὴν στοργὴ καὶ ἀγάπη του, μὲ ἕναν ἀποχαιρετιστήριο ἀσπασμὸ ψηλὰ στὸ μέτωπο.
Ἡ ψυχή του μάτωνε, ὅταν ἀδικεῖτο κάποιος ἅγιος. Ἔνοιωθε πόνο ποὺ δὲν τιμοῦμε τὸν Ἀπόστολο Ἰούδα, ποὺ γιορτάζει τὴν ἴδια ἡμέρα μὲ τὸν Ἅγιό του, τὸν μέγα Παΐσιο (19 Ἰουνίου). Στὸν ἐπίλογο τοῦ βίου τοῦ ἀδικημένου Χατζηγιώργη (ποὺ ἀσκήτευσε στὴν Κερασιὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου καὶ ἐγὼ διαμένω) ἑρμηνεύει μὲ τὸν Πνευματικὸ νόμο τὴν μεγάλη ἀδικία ποὺ ὑπέστη ἐκεῖνος καὶ ἡ ὁποία ἔγινε αἰτία νὰ τὸν ἀγαπήση τόσο πολὺ ὁ Γέροντας.
Αὐτὰ ἔκρινα φρόνιμο νὰ ἀναφέρω σήμερα στὴν Ἀγαπή σας.
Ἣ ἁγιοτόκος γῆ τῆς Καππαδοκίας ἀγάλλεται γιὰ τὸν Ἅγιό μας. Ἂς ἔχουν λοιπὸν καὶ οἱ πατριῶτες του τὴν εὐλογία νὰ διαβάσουν στὴν γλώσσα τους τὸν βίο του καὶ κατόπιν νὰ τὸν μιμηθοῦν, ὥστε νὰ εἶναι μαζί του καὶ στὴν ἄνω πατρίδα. Καὶ αὐτοὶ καὶ ἐμεῖς ἂς ἔχουμε τὴν Εὐχή του. Ἀμήν.