Ἡ μάνα: ἐλπίδα καὶ θεμέλιο τοῦ Γένους!
Ἀπ’ οὖλα τὰ λαλούμενα καλοχτυπᾶ ἡ καμπάνα
Κι ἀπ’ οὖλα τὰ γλυκύτερα, γλυκύτερ’ εἶν’ ἡ μάνα
(δημοτικὸ)
Κι ἀπ’ οὖλα τὰ γλυκύτερα, γλυκύτερ’ εἶν’ ἡ μάνα
(δημοτικὸ)
Στὴν ἀρχὴ τῶν ἀπομνημονευμάτων του, ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης, διηγεῖται τὸ πῶς
σώθηκε ὁ ἴδιος καὶ ἡ φαμελιά του ἀπὸ τοὺς Τούρκους τοῦ Ἀλήπασα. «Γκιζεροῦσαν
δεκαοχτὼ ἡμέρες εἰς τὰ δάση κι ἔτρωγαν ἀγριοβέλανα καὶ ἐγὼ βύζαινα», γράφει.
Θέλησαν νὰ περάσουν ἕνα γεφύρι ποὺ τὸ «φύλαγαν οἱ Τοῦρκοι» καὶ γιὰ νὰ μὴν
κλάψει ὁ νεογέννητος Μακρυγιάννης καὶ «χαθοῦνε ὅλοι», τὸν ἄφησαν στὸ δάσος.
«Τότε μετανογάει ἡ μητέρα μου καὶ τοὺς λέει: «Ἡ ἁμαρτία τοῦ βρέφους θὰ μᾶς
χάση», τοὺς εἶπε «περνᾶτε ἐσεῖς καὶ σύρτε εἰς τὸ τάδε μέρος καὶ σταθῆτε… τὸ
παίρνω κι ἂν ἔχω τύχη καὶ δὲν κλάψη, διαβαίνουμε». Νίκησε τὸ ἀνίκητο μητρικὸ ἔνστικτο.
Καί, γράφει ὁ πολύπαθος ἀγωνιστής, «ἡ μητέρα μου καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔσωσε» (ἔκδ.
«Ζαχαρόπουλος», σελ. 178).
Ἡ ὡραιότατα ἀσύντακτη τελευταία φράση
τοῦ ἥρωα ἐξηγεῖ ὅτι, τὶς πρῶτες καταβολὲς τῆς στερέμνιας πίστης καὶ θεοσεβείας
του τὶς ὀφείλει στὴν μάνα του ἀλλὰ καὶ ἑρμηνεύει περίτεχνα τὸ πῶς διασώθηκε τὸ
Γένος μας, σὲ τοῦτο τὸ ἁλίκτυπο, γαλάζιο ἀκρωτήρι τῆς Μεσογείου, στὸ διάβα τῶν
αἰώνων. Οἱ μάνες καὶ ὁ Χριστὸς «μᾶς ἔσωσε». Γιατί «ἀπὸ τὴ γῆ βγαίνει νερὸ κι ἀπ’
τὴν ἐλιὰ τὸ λάδι,/ κι ἀπὸ τὴ μάνα τὴν καλὴ βγαίνει τὸ παλληκάρι», πιστοποιεῖ καὶ
ὁ ἄφθαστος καὶ ἄφθιτος δημοτικός μας στίχος.
Σὲ
κανενὸς ἄλλου λαοῦ τὴν δημοτικὴ ποίηση δὲν ἔχει ἡ Μάνα τὴν ἐξαιρετικὴ θέση ποὺ
τῆς δίνει τὸ ἑλληνικὸ δημοτικὸ τραγούδι. Καί, ἂς τὸ προσέξουμε αὐτό, τὸ
δημοτικό μας τραγούδι βλέπει τὴν γυναίκα κυρίως σὰν μάνα, ἐνῶ τὰ τραγούδια τῆς
Δύσης τὴν βλέπουν κυρίως σὰν ἐρωμένη. Ὅταν ρωτήθηκε κάποιος σοφὸς ἀπὸ ἕναν
γονέα σὲ ποιὸ ἀπὸ τὰ δύο παιδιά του, ἕνα ἀγόρι κι ἕνα κορίτσι, πρέπει νὰ δώσει ἰδιαίτερη
βαρύτητα στὴν ἀνατροφή του, ἐκεῖνος ἀβίαστα ἀπάντησε: στὴν κόρη σου. Γιατί
μεγαλώνοντας σωστὰ τὸν γυιό σου, ἀνατρέφεις ἕναν σωστὸ πολίτη, ἀνατρέφοντας ὅμως
σωστὰ τὴν κόρη σου, ἀνατρέφεις σωστὰ μία ὁλόκληρη γενιά. Ἡ σκέψη αὐτὴ εἶναι
βαθυστόχαστη. Τὴν ψυχικὴ καὶ πνευματική του ἁρματωσιὰ δὲν τῆς προσπορίζει ἡ ἀποθησαύριση
τῶν ξερῶν, πολλὲς φορές, γνώσεων τῆς σχολικῆς παιδείας, ἀλλὰ ὁ ἐφοδιασμὸς τῆς
παιδικῆς ψυχῆς μὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ βαθιὰ ἀνθρώπινα στοιχεῖα τὰ ὁποῖα ἔχει
δημιουργήσει ἡ μακραίωνη παράδοση τῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ καὶ ποὺ μεταβιβάζονται ἀπὸ
γενιὰ σὲ γενιὰ μὲ τὸν προφορικὸ λόγο τῆς μάνας, τοῦ πρώτου καὶ ἀσύγκριτου
δασκάλου τοῦ παιδιοῦ.
Γιατί παιδεία θὰ εἰπεῖ γλώσσα. Καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι πρῶτα δουλειὰ τῆς
Μάνας. Οἱ μαστοί της εἶναι τρεῖς: οἱ δύο γιὰ τὸ γάλα καὶ ὁ τρίτος τὸ στόμα της,
ἡ λαλιά της, ἡ γνήσια καὶ ἄδολη πηγὴ τῆς γλώσσας. Ἀγράμματη, ἀμόρφωτη, πὲς ὅ,τι
θέλεις. Εἶναι ὅμως κεφαλάρι ἀστείρευτο βαθύτατης καὶ φυσικῆς σοφίας. Στὶς
λέξεις ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὰ χείλη της, μὲ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ
σταλαχτίτη, στὸ τρυφερὸ αὐτὶ τοῦ παιδιοῦ, γενεὲς γενεῶν ἔχουν κλείσει νόηση καὶ
αἴσθημα, πείρα καὶ Ἱστορία – ὅλη τὴν οὐσία τῆς ζωῆς τους. Ἔτσι δίνει στὸ νήπιο,
ποὺ τὸ κρατᾶ στὴν ἀγκαλιά της ἡ μάνα, μαζὶ μὲ τὸ γάλα καὶ τὴν πρώτη παιδεία,
διαβάζουμε σὲ περισπούδαστο κείμενο τοῦ Σπ. Μελᾶ τὸ 1950 (περιοδικὸ Ἑλληνικὴ
Δημιουργία, τεῦχος 48).
Ἴσως σήμερα «τὸ γάλα» αὐτὸ τῆς Ἑλληνίδας μάνας νὰ ξίνισε, γιατί καὶ ἡ ἴδια δὲν
ξεδιψᾶ ἀπὸ τὴν ἄδολη πηγὴ τῆς Παράδοσής μας, ἀλλὰ τρέφεται μὲ τὰ ἀκάθαρτα νερὰ
τῆς ξενομανίας. Ἀπὸ τότε ποὺ «ἐκσυγχρονίστηκε» καὶ βάλθηκε νὰ γίνει Εὐρωπαία
περιφρονώντας πρωτοτόκια τιμημένα, ὁ τρίτος μαστὸς τῆς μάνας, τῆς Ρωμιᾶς,
στέρεψε! Γι’ αὐτὸ τὰ παιδιά μας πεινοῦν καὶ διψοῦν καὶ κραυγάζουν ἀπελπισμένα «ἄνθρωπον
οὐκ ἔχω». Μιὰ σύντομη περιδιάβαση στὴν Παράδοση τοῦ Γένους μας θὰ μᾶς
καταδείξει, γιατί ἡ μάνα ἦταν ἡ τροφός, τὸ λιθάρι τὸ ριζιμιό του λαοῦ μας.
Στὴν περίφημη πραγματεία τοῦ Πλουτάρχου
Λακαινῶν ἀποφθέγματα (ἔκδ. «Κάκτος», σελ. 232), διαβάζουμε μεταξὺ ἄλλων
σπουδαίων ἐπεισοδίων: «Ἄλλη Λάκαινα πρὸς τὸν υἱὸν λέγοντα μικρὸν ἔχειν τὸ
ξίφος, εἶπε: βῆμα πρόσθες». Μιὰ Σπαρτιάτισσα ποὺ ὁ γυιὸς της ἔλεγε ὅτι ἔχει
μικρὸ ξίφος, εἶπε: κάνε ἄλλο ἕνα βῆμα μπροστά». Μεγαλειώδης ἡ φράση «πρόσθες βῆμα»,
ἔτσι ἔφτασε ἡ Σπάρτη στὴν δόξα τῶν Θερμοπυλῶν!! Μὰ καὶ ὅταν τὸ Γένος μᾶς ἄφησε
τὰ σκοτάδια τῆς εἰδωλολατρίας καὶ «ἐβαπτίσθη εἰς Χριστὸν» πάλι οἱ μάνες
σηκώνουν τὸν σταυρό. Εἶναι συγκλονιστικὴ ἡ μάνα ἑνὸς ἀπὸ τοὺς Σαράντα Μάρτυρες,
τοῦ ἁγίου Μελίτωνος.
Στὸν Μέγα Συναξαριστὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διαβάζουμε, «διὰ χειρὸς» ἁγίου
Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τοὺς ἐνθαρρυντικούς, πρὸς τὸν λιποψυχοῦντα, ἐκ τοῦ
παγετοῦ, γυιό της: «Τέκνον μου γλυκύτατον, τέκνον Πατρὸς οὐρανίου, τέκνον πολὺ
τιμιώτερον τῆς μητρὸς διὰ τὴν ἐν Χριστῷ μαρτυρίαν, ὑπόμεινον ὀλίγον, ἵνα στεφανωθῇς,
μὴ φοβηθῇς τὰς βασάνους, ἰδοὺ ὁ Χριστὸς στέκεται ἀοράτως, ἵνα λάβῆ τὴν ἁγίαν
σου ψυχήν, μίαν ὥραν εἶναι ὁ πόνος καὶ κατόπιν μεταβαίνεις εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ
Χριστοῦ…». Καὶ σημειώνει μὲ θαυμασμὸ ὁ Ἅγιος: «Ὢ τῆς εὐγενεστάτης ψυχῆς! Ὢ τῆς
εὐλογημένης γυναικός! Ποῦ εἶναι μερικαὶ γυναῖκες ὅπου κάλλιον ἔχουν νὰ ἀσεβήσῃ ὁ
υἱὸς των πρὸς τὴν Χριστιανωσύνην καὶ νὰ γίνῃ ἀσεβὴς καὶ τὸν ἀγαπῶσι καὶ τὸν ἔχουσι
διὰ καύχημά των, ἐὰν δὲ γίνῃ καλόγηρος τὸν μισοῦν… Ποῦ νὰ εὕρῃς σήμερον
τοιαύτην γυναίκα μεγαλόψυχον;». Καὶ ὅταν οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἡγεμόνος φόρτωσαν τὰ
λείψανα τῶν 39 Ἁγίων γιὰ νὰ τὰ κάψουν, πάλι ἡ ἡρωικὴ μάνα, σήκωσε στοὺς ὤμους
της τὸν μονογενῆ γυιό της ἀκολουθώντας τὶς ἅμαξες. Στοὺς ὤμους της ἐκοιμήθη ὁ Ἅγιος
καὶ «ἐστεφανώθη παρὰ Χριστοῦ». Τέτοιοι ὦμοι μανάδων στάθηκαν ὁ Σίμων ὁ Κυρηναῖος
τοῦ Γένους!!
Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὶς ἅγιες μητέρες τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τὴν Ἐμμέλεια, τὴν Νόννα
καὶ τὴν Ἀνθοῦσα, οἱ ὁποῖες ἀνάγκασαν τὸν περίφημο ρητοροδιδάσκαλο Λιβάνιο ν’ ἀναφωνήσει: «Βαβαί,
οἷαι παρὰ Χριστιανοῖς γυναῖκές εἰσιν»!! Γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὸν ἀείχλωρο λόγο
τοῦ σύγχρονου ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτη: «Ἡ εὐλάβεια τῆς μητέρας ἔχει μεγάλη
σημασία. Ἂν ἡ μητέρα ἔχη ταπείνωση, φόβο Θεοῦ, τὰ πράγματα μέσα στὸ σπίτι πᾶνε
κανονικά. Γνωρίζω νέες μητέρες ποὺ λάμπει τὸ πρόσωπό τους, ἂν καὶ δὲν ἔχουν ἀπὸ
πουθενὰ βοήθεια. Ἀπὸ τὰ παιδιὰ καταλαβαίνω σὲ τί κατάσταση βρίσκονται οἱ
μητέρες» (Λόγοι Δ´, Οἰκογενειακὴ ζωή, σελ. 90).
Ἀναρωτιοῦνται κάποιοι πῶς ἐπέζησε 1000 χρόνια ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως,
τὸ λεγόμενο Βυζάντιο. Οἱ μάνες, οἱ ἀφανεῖς σημαῖες τοῦ Γένους, κρύβονται ἀπὸ
πίσω! Ἐνδεικτικὸ τὸ γεγεονὸς ὅτι 9 αὐτοκράτειρες καὶ μάνες ἁγίασαν! Ἡ ἁγία Ἑλένη
ἡ ἰσαπόστολους, ἡ ἁγία Πουλχερία, σύζυγος τοῦ ἐπίσης ἁγίου αὐτοκράτορα Μαρκιανοῦ.
Ἡ Θεοφανώ, σύζυγος τοῦ Λέοντος ϛ´ τοῦ Σοφοῦ, ἡ ἁγία Θεοδώρα ἡ ἀναστηλώσασα τὶς
εἰκόνες. Ἡ ἁγία Εἰρήνη, ἡ θαυματουργός, σύζυγος τοῦ Μανουὴλ Κομνηνοῦ καὶ μητέρα
τοῦ Ἰωάννη, ποὺ ὁ λαὸς τὸν ἀποκαλοῦσε Καλοϊωάννη, γιὰ τὶς ἀγαθοεργίες καὶ τὴν
φιλανθρωπία του, μὲ τὰ ὁποία τὸν κόσμησε ἡ μητέρα του. Ἡ ἁγία Ὑπομονή, μάνα τοῦ
Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ἡ πολύπαις καὶ καλλίπαις, πολύτεκνη μάνα αὐτοκρατόρων.
Καὶ
σήμερα ἡ πολύτεκνη μάνα εἶναι τὸ θεμέλιο τοῦ ἔθνους! Δίπλα στὸ μνημεῖο τοῦ Ἀγνώστου
Στρατιώτη, πρέπει νὰ στήσουμε καὶ τὸ μνημεῖο τῆς ἄγνωστης Ἑλληνίδας πολύτεκνης
μάνας, ἔλεγε ὁ λογοτέχνης Γ. Θεοτοκᾶς. Ἀπὸ τέτοιες μάνες βγῆκαν καὶ οἱ
Νεομάρτυρες, τὸ καύχημα τῆς Ἐκκλησίας μας, τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας (καὶ
Φραγκοκρατίας). Ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Ὑδραῖος, ὅταν ἀλλαξοπίστησε, πῆγε μὲ
σαρίκια καὶ τούρκικα φέσια στὴν μάνα του. «Ἐγὼ δὲν ἔχω γυιό», τοῦ λέει, «φύγε»!
Φεύγοντας ὁ Ἅγιος σκύβει καὶ πίνει νερὸ μὲ τὸ πήλινο τάσι ποὺ εἶχαν στὴν αὐλή
τους. Ἀκούει πίσω του τὴν μάνα του, ποὺ τὸ ἔκανε κομμάτια. Κομμάτια ἔγινε καὶ ἡ
καρδιά του, βρῆκε τὸν ἑαυτό του καὶ μαρτύρησε καὶ ἁγίασε καὶ θαυματουργεῖ.
Στὸ βιβλίο τοῦ Κ. Σιμόπουλου Ξένοι περιηγητὲς στὴν Ἑλλάδα (τ. Δ´, σελ. 287),
διαβάζουμε τὸ ἐπεισόδιο ποὺ διασώζει ἕνας Γάλλος περιηγητὴς ὀνόματι Davesle: Μῆλος
1η Φεβρουαρίου 1828. Τὴν ὥρα, ποὺ ξεκουραζόμασταν ἀπ’ τὸ ἀνέβασμά μας στὸ
Κάστρο τῆς Μήλου, εἴδαμε νὰ πλησιάζει πρὸς τὸ μέρος μας μία γυναίκα, ποὺ κρατοῦσε
στό ᾽να χέρι ἕνα σταμνὶ καὶ στ’ ἄλλο ἕνα κοριτσάκι, ἐνῶ ἕνα ἄλλο κοριτσάκι ἔτρεχε
γύρω της. Στὸν ὦμο της κρατοῦσε κάτι, ποὺ ὅταν μᾶς πλησίασε, εἴδαμε, ὅτι ἦταν ἕνα
τρίτο παιδί, καλὰ φασκιωμένο. Τῆς ἐζήτησα νὰ μοῦ δώσει λίγο νερό. Σήκωσε τὸ
σταμνί της καὶ μοῦ ᾽γνέψε νὰ πιῶ. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ σύντροφός μου, ποὺ μιλοῦσε ἄριστα
τὰ νέα ἑλληνικά, εἶχε ἀρχίσει νὰ παίζει μὲ τὸ μεγαλύτερο ἀπ’ τὰ κοριτσάκια. Ἔτσι
ἀναπτύχθηκε μεταξύ μας μία οἰκειότητα […] Τὴ ρώτησα γιὰ τὴ ζωή τους. Μοῦ εἶπε ὅτι
ὁ ἄντρας της ἦταν ἄλλοτε εὔπορος γεωργός, εἶχαν σπίτι καλό, ἕνα μεγάλο χωράφι
κι ἕνα περιβόλι καὶ κατόρθωνε νὰ ζοῦν πολὺ καλά. Ὡστόσο δὲ δίστασε νὰ τὰ ἐγκαταλείψει
ὅλα καὶ νὰ τρέξει κοντὰ στοὺς συμπατριῶτες του, μόλις ἄρχισε ὁ πόλεμος τῆς ἀνεξαρτησίας.
Οἱ Τοῦρκοι γιὰ ἀντίποινα, ὅταν πέρασαν ἀπ’ τὸ νησί, ἔκαψαν τὸ σπίτι καὶ ρήμαξαν
τὰ κτήματα. Τώρα ζοῦν πολὺ φτωχὰ καὶ πρέπει νὰ ξαναπεράσουν χρόνια, γιὰ νὰ
καλυτερέψει ἡ ζωή τους. Τὴ ρώτησα, γιὰ νὰ τὴ δοκιμάσω, ἂν βλέποντας τὴ φτώχεια,
μέσα στὴν ὁποία μεγάλωναν τὰ παιδιά της, δὲ νοσταλγοῦσε τὶς χωρὶς στενοχώριες ἡμέρες,
ποὺ περνοῦσαν τὸν καιρὸ τῆς τουρκικῆς κατοχῆς. Δὲν περίμενα ποτέ, ὅτι τὰ λόγιά
μου θά ᾽φερναν τέτοιο ἀποτέλεσμα: Ἡ Ἑλληνίδα τῆς Μήλου σηκώθηκε ἀπότομα, ἅρπαξε
στὰ χέρια της τὸ φασκιωμένο μωρό, καὶ ρίχνοντάς μου ἕνα βλέμμα γεμάτο μίσος καὶ
περιφρόνηση, εἶπε: «Νὰ ποθοῦμε τὴν ἐποχὴ ποὺ εἴμαστε σκλάβοι, στὸ ἔλεος ἑνὸς βάρβαρου,
ποὺ μποροῦσε νὰ μᾶς ἁρπάξει τοὺς ἄντρες μας, τ’ ἀδέλφια μας, τὰ παιδιά μας, ἐμᾶς
τὶς ἴδιες; Ὄχι! Χίλιες φορὲς καλύτερα νὰ ζῶ μὲ ψωμὶ κι ἐλιὲς καὶ νὰ νιώθω πὼς εἶμαι
λεύτερη καὶ μάνα ἐλεύθερων παιδιῶν»!!
Τὸ ’21 ἡ μάνα ἀφήνει τὴ λάτρα τοῦ σπιτιοῦ καὶ τὸ μεγάλωμα τῶν παιδιῶν καὶ
ζώνεται τ’ ἅρματα. «Ἡ Δέσπω κάνει πόλεμο/μὲ νύφες καὶ μ’ ἀγγόνια». Μιὰ μόνο
περίπτωση ἀπὸ τὶς χιλιάδες ἀνώνυμες καὶ «ἐπώνυμες» ἡρωίδες τῆς Ἐπαναστάσεως θὰ ἀναφέρουμε.
Τὴν περίφημη Καρατάσαινα, γυναίκα καὶ μάνα ἡρώων. Συνελήφθη, κατὰ τὴν καταστροφὴ
τῆς Νάουσας, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1822 καὶ ὁδηγήθηκε, μαζὶ μὲ πλῆθος αἰχμάλωτα
γυναικόπαιδα στὴν Θεσσαλονίκη. Πιέστηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἀρνήθηκε. «Γι’ αὐτό»,
γράφει ὁ αὐτόπτης Γάλλος Pouqueville (Πουκεβὶλ) στὴν ἱστορία του «ἐβύθισαν ἐντὸς
σάκκου, τὸν ὁποῖον εἶχαν γεμίσει μὲ ὄφεις, τὴν σύζυγο τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Καρατάσου.
Ὁ Ἀβδοὺλ Λουμποὺτ ἤλπιζεν ὅτι ὁ θάνατός της, θὰ ἐπήρχετο κατόπιν φρικτῶν πόνων
καὶ βασάνων. Ἀλλὰ αἱ πληγαὶ πλήθους ἐχιδνῶν ἔχυσαν τόσον δηλητήριον εἰς τὰς φλέβας
τῆς μάρτυρος, ὥστε περιέπεσεν εἰς λήθαργον καὶ ἀπέθανεν ἀνωδύνως, λυτρωθεῖσα οὕτω τῶν
δημίων της, ὑπὲρ τῶν ὁποίων δὲν ἔπαυσεν νὰ προσεύχεται θερμῶς, ἐπικαλουμένη τὸ ὄνομα
τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας μέχρι τῆς τελευταίας ὥρας. Οὕτως ἀπέθνησκον αἱ
χριστιαναὶ γυναῖκες»(Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, σελ. 633).
Καὶ σ’ ὅλους τοὺς μετέπειτα ἐθνικοὺς ἀγῶνες ἡ Ἑλληνίδα μάνα στέκεται ἀκλόνητη
καὶ ἀνδρεία, γαλουχώντας τὰ παιδιά της μὲ τ’ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα. Καὶ
πάντα ἔστρεφε τὸ βλέμμα της στὴν Θεομάνα μας, τὴν Παναγία:
Ὢ Παναγιά μου Δέσποινα καὶ τοῦ Χριστοῦ μητέρα
σὲ σένα παραδίνομαι, νύχτα καὶ τὴν ἡμέρα.
Νανούριζε, δηλαδὴ προσευχόταν, τὰ βλαστάρια της νὰ γίνουν καμάρι τοῦ Γένους.
σὲ σένα παραδίνομαι, νύχτα καὶ τὴν ἡμέρα.
Νανούριζε, δηλαδὴ προσευχόταν, τὰ βλαστάρια της νὰ γίνουν καμάρι τοῦ Γένους.
Καὶ
ἡ τωρινὴ Ρωμιὰ μάνα, ἂς τινάξει ἀπὸ πάνω της, τὴν βρώμικη σκόνη τοῦ δῆθεν ἐξευρωπαϊσμοῦ
της, καὶ νὰ στρέψει τὸ βλέμμα της πίσω γιὰ νὰ δεῖς ποιὲς καὶ τί λογῆς μανάδες ἀνέσταιναν
παιδιά, ποὺ ἔγραφαν μὲ τὸ αἷμα τους πῶς τοῦτος ὁ τόπος εἶναι ἠρωοτόκος καὶ ἁγιοτόκος!!
Νὰ κλείσουμε μ’ αὐτὸ ποὺ διηγεῖται ὁ Γερμανὸς συγγραφέας Ἔρχαντ Κέστνερ καὶ τὸ ὁποῖο
ἀπαντᾶ καὶ στὰ ἐξ Εὐρώπης θρασίμια ποὺ μᾶς συκοφαντοῦν ἀλλὰ καὶ στὶς ἡμέτερες «ἀνθρωποκάμπιες»
(Κόντογλου) ποὺ χλευάζουν τὸν λαὸ γιὰ τὴν εὐσέβειά του –ὅ,τι τουλάχιστον ἀπέμεινε
ἀπ’ αὐτήν, ὅπως αὐτὸ φάνηκε μὲ τὴν προσκύνηση ἱερῶν λειψάνων:
«
…Τὸ 1952 ἐπῆγα γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἀθήνα μετὰ τὸν Πόλεμο τοῦ 1941-44, στὸν ὁποῖο
συμμετεῖχα, μάλιστα στὴν Κρήτη. Ἡ Γερμανικὴ Πρεσβεία, ὅταν ἄκουσε πὼς εἶχε
πρόθεση νὰ πάω στὴν Κρήτη, μοῦ συνέστησε νὰ λέγω ὅτι εἶμαι Ἐλβετός, ἐπειδὴ ἦταν
πολὺ νωρὶς ἀκόμα καὶ οἱ πληγὲς ἀπὸ τὴν Γερμανικὴ Κατοχὴ ἦσαν ἀνεπούλωτες. Ἀλλ’ ἐγὼ
τοὺς ἤξερα τοὺς Κρῆτες. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ εἶπα πὼς ἤμουν Γερμανός. Καὶ ὄχι
μόνο δὲν κακόπαθα, ἀλλὰ ξανάζησα παντοῦ, ὅπου ἐπέρασα, τὴ θρυλικὴ κρητικὴ
φιλοξενία!
Ἕνα
σούρουπο ὅμως, καθὼς ὁ ἥλιος ἐβασίλευε, ἐπῆγα καὶ στὸ Γερμανικὸ Νεκτροταφεῖο. Ἐκεῖ
ὑπῆρχε καὶ μία μαυροφορεμένη γυναίκα. Μὲ μεγάλη μου ἔκπληξη τὴν εἶδα ν’ ἀνάβει
κεριὰ στοὺς τάφους τῶν Γερμανῶν νεκρῶν τοῦ Πολέμου καὶ νὰ πηγαίνει μεθοδικὰ ἀπὸ
μνῆμα σὲ μνῆμα. Τὴν ἐπλησίασα καὶ τὴν ἐρώτησα:
-Εἶσθε ἀπὸ ἐδῶ;
-Μάλιστα, μοῦ ἀπάντησε.
-Καὶ
τότε γιατί τὸ κάνετε αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ σκότωσαν τοὺς Κρητικούς.
-Παιδί
μου, ἀπὸ τὴν προφορά σου φαίνεσαι ξένος καὶ δὲν θὰ γνωρίζεις τί συνέβη ἐδῶ στὰ
’41 μὲ ’44. Ὁ ἄντρας μου σκοτώθηκε στὴ Μάχη τῆς Κρήτης κι ἔμεινα μὲ τὸν
μονάκριβο γυιό μου. Ἀλλὰ μοῦ τὸν πῆραν οἱ Γερμανοὶ ὅμηρο στὰ 1943 καὶ πέθανε σὲ
στρατόπεδο συγκέντρωσης στὸ Σαξενχάουζεν. Δὲν ξέρω ἂν εἶναι θαμμένο καὶ ποῦ
τὸ παιδί μου. Ξέρω ὅμως πὼς καὶ ὅλοι αὐτοὶ ἐδῶ οἱ νεκροὶ Γερμανοὶ ἦσαν παιδιὰ
κάποιων μανάδων σὰν κι ἐμένα. Καὶ ἀνάβω κεριὰ στὴ μνήμη τους, ἐπειδὴ οἱ μάνες
τους δὲν μποροῦν νὰ ἔλθουν ἐδῶ κάτω. Σίγουρα μιὰ ἄλλη μάνα θὰ ἀνάβει τὸ καντήλι
στὴ μνήμη τοῦ γυιοῦ μου…
Καὶ
ὁ Γερμανὸς κατέληξε μὲ τὰ λόγια του ὑποτίτλου τῆς ἱστορικῆς του διηγήσεως:
Μόνο
στὴν Ἑλλάδα θὰ μποροῦσε νὰ δοθεῖ ἡ ἀπάντηση αὐτήhttp://aktines.blogspot.gr/