Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΙΕΡΟΕΞΕΤΑΣΤΗΣ
ΕΠΑΝΗΛΘΕ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
Ἀπαραίτητες διευκρινίσεις γιά στοιχειώδη
κατανόησι τοῦ κειμένου τό ὁποῖον ἀπεστάλη σέ τοπικές ἐφημερίδες, ὅπου οἱ ἐντόπιοι ἀναγνῶστες
γνώριζαν λίγοπολύ τά κάτωθι:
Κάτω ἀπό τήν Μονή Γωνιᾶς στό Κολυμπάρι Κισσάμου (Κρήτης), οἱ ἀρχές τοῦ τόπου ἀπεφάσισαν νά φτιάξουν μαρίνα γιά
ἐλλιμενισμό γιώτ. Τήν ὀνόμασαν καταφύγιο γιά τούς ἁλιεῖς, παρ᾽ ὅτι κάτι τέτοιο ὑπῆρχε. ῾Η Μονή προσέφυγε στό Συμβούλιο τῆς ᾽Επικρατείας. Τόν ᾽Ιούνιο τό
2001 ἔγινε γνωστή ἡ εἰσήγησις
τοῦ εἰσηγητοῦ στό ΣτΕ ἡ
ὁποία ἦτο ὑπέρ τῆς Μονῆς, ὅπως ἦτο φυσικό. ᾽Ανέλαβε τότε μία ἐπιτροπή ἀποτελουμένη ἀπό τόν τοπικό ᾽Επίσκοπο,
τόν Δήμαρχο, τόν ἐκπρόσωπο τῆς Νομαρχίας καί τόν Διευθυντή τῆς ᾽Ορθοδόξου ᾽Ακαδημίας Κρήτης, ἡ ὁποία ἔχει
κτιστεῖ σέ
ἔκταση τῆς Μονῆς δίπλα της, νά μεταπείσει τό ἡγουμενοσυμβούλιο «γιά τό καλό τοῦ τόπου». ῎Ετσι
τελικῶς τό
ἡγουμενοσυμβούλιο ἀπέσυρε τήν
προσφυγή του καί οἱ
ἐργασίες συνεχίστηκαν. Τίς ἴδιες ἡμέρες στήν ᾽Ορθόδοξο ᾽Ακαδημία Κρήτης συνεδρίαζε τό Εὐρωπαϊκό Λαϊκό κόμμα καί συζητοῦσε περί ᾽Ορθοδοξίας...
Συμμετεῖχε καί εὐρωβουλευτίς ἡ ὁποία εἶχε κάνει δηλώσεις
περί καταργήσεως τοῦ
ἀβάτου τοῦ
῾Αγίου ῎Ορους... ῾Η ᾽Ορθόδοξος ᾽Ακαδημία Κρήτης ἀνηγέρθη κυρίως μέ χρήματα Εὐαγγελικῶν ἀπό τή Γερμανία καί τά
ἐγκαίνιά της ἔγιναν τό 1968 μέ τήν παρουσία πολλῶν σημαινόντων προσώπων καί
ἀνάλογες δηλώσεις καί
ὁμιλίες.
Γ.Κ.
Τζανάκης
Στήν Κρήτη, στό
Κολυμπάρι, εἶναι ἡ Mονή τῆς Γωνιᾶς, τῆς Παναγίας τῆς ῾Οδηγήτριας. Τετρακόσια
χρόνια σχεδόν στέκει ἐκεῖ πάνω ἀπό τούς βράχους
καί τή θάλασσα, μνημεῖο καί μαρτυρία τῆς παρουσίας τῶν Ρωμηῶν στή γῆ τῆς Κρήτης.
᾽Αφοῦ προσκύνησα
κάθισα νά
ξαποστάσω ἀπό τή ζέστη τοῦ
μεσημεριοῦ, πάνω σ᾽ ἕνα
πεζούλι ἀριστερά μόλις
μποῦμε, κάτω ἀπό τήν κληματαριά.
῞Οπως
ὁ ἥλιος
εἶχε γύρει
πρός τή δύσι φεγγοβολοῦσε ὁ ναός καί τό ἐπιβλητικό καμπαναριό. ῾Η νεραντζιά, τό σήμαντρο,
τά γεράνια,
τῶν σπουργιτιῶν τά μινυρίσματα
καί τά
μυρμήγκια νά
συνεχίζουν στό
τσιμεντένιο δάπεδο
τό ἀσταμάτητο ἔργο
τους...
Θά μ᾽ ἔπαιρν᾽ ὁ ὕπνος
ἄν δέν μέ κρατοῦσε ξύπνιο ὁ θόρυβος τῶν αὐτοκινήτων
πού περνοῦν ἀκριβῶς ἔξω ἀπό τή Μονή.
Μιά
στιγμή ἀπ᾽ τό ναό ἐξῆλθε ἕνας
Μοναχός μετρίου ἀναστήματος,
μέ ράσα
παληά ἀλλά καθαρά,
σεμνοπρεπής, βαθυπώγων,
μέ βλέμμα
γλυκύ, ἤρεμο
σάν τῶν ἁγίων
στίς εἰκόνες καί ἔκανε
μερικά βήματα
πρός τήν
κεντρική πύλη.
Κοντοστάθηκε σάν κάτι νἄχε
ξεχάσει καί
προσπαθοῦσε νά τό θυμηθεῖ ἤ σάν κάτι νά περίμενε.
᾽Από τή
γωνιά πού καθόμουν εἶδα ἄνθρωπο νἄχει
μπεῖ ἀπό τήν πύλη καί νά κατευθύνεται
πρός τόν
Μοναχό. ῾Ο
νεοεισελθών ἦτο ὑψηλός,
λεπτός, μέ τά χαρακτηριστικά
γυαλιά ὅπου
φοροῦν συνήθως
οἱ διανοούμενοι
καί ὅσοι
θέλουν νά φαίνονται ὡς τέτοιοι. Εἶχε γένεια μακριά καί μαλλιά δεμένα πίσω,
οὐρά, ὅπως συνηθίζεται
στίς μέρες
μας. Φοροῦσε ράσο καί ἦτο ἀσκεπής, τά δέ ὑποδήματα κομψά καί «ἐπώνυμα» φαινόταν ὅπως προχωροῦσε.
Δέν
μποροῦσα νά
καταλάβω ἄν ἦτο Μοναχός ἤ κληρικός ἤ κάτι ἄλλο. ῎Αν δέν φοροῦσε τό ράσο,
θά ἔμοιαζε
μέ τούς ἀνά τήν ὑφήλιο γιάπηδες,
ὅπως τούς λένε.
Μέχρι
νά σκεφτῶ ὅλα αὐτά εἶχε φτάσει
στόν ἡλικιωμένο Μοναχό, εἶχε σταθεῖ
μπροστά του καί ἀφοῦ προσπάθησε
νά συναντήσει
μέ τό βλέμμα του τά μάτια του _πρᾶγμα ἀδύνατον
καθώς ὁ
Μοναχός κοίταζε
κάτω_ ἄρχισε
νά τοῦ μιλάει σιγανά,
σταθερά, μετρῶντας
τίς λέξεις
μίαμία μ᾽ ἐκεῖνο τόν
χαρακτηριστικό τρόπο τῶν ἐν ἐξουσίαις
εὑρισκομένων,
οἱ ὁποῖοι υἱοθετοῦν μία
συγκαταβατική στάσι
πρός τούς
κατωτέρους, πλήν
ταυτοχρόνως τονίζουν
μέ τόν τρόπο τους τήν ἀνωτερότητά τους, αὐτό τό κρᾶμα ταπεινοσχήμου ἐπάρσεως
καί συγκεκαλυμμένης ἀπολυτότητος.
῎Ελεγε
ἡ αἰνιγματική αὐτή φυσιογνωμία
περίπου τά ἑξῆς, ὅσα
μπόρεσα ν᾽ ἀκούσω:
_᾽Ακόμα εἶσαι ἐδῶ; Δέν τό ἀποφάσισες νά φύγεις; Μέχρι
πότε θά
τριγυρνᾶς στό
Μοναστήρι; Πόσοι
σέ θέλουν;
Πόσοι εἶναι
δικοί σου; Καί
ποιοί εἶναι;
Οἱ ἀσήμαντοι καί οἱ τιποτένιοι.
Ποιός τούς ἀκούει
πιά; Ποιός τούς δίνει
σημασία; ῎Αλλαξαν
οἱ καιροί, ὅλοι τούς
θεωροῦν πλέον
γραφικούς καί
πεπαλαιωμένους.
Δίπλα,
σέ μένα πόσοι εἶναι
σήμερα; ᾽Απ᾽ ὅλη τήν Εὐρώπη ἄνθρωποι
σημαντικοί καί
σπουδαῖοι. Καί ἀπό τήν ῾Ελλάδα.
Βλέπεις; Τά
μεγαλύτερα ὀνόματα ἀπό τή μιά πλευρά τοῦ νομίσματος
τῆς ἐγχωρίου πολιτικῆς. ᾽Από τήν πλευρά πού ὁρισμένοι λένε πώς εἶναι
πιό πολύ δική σας. Βεβαίως ξέρεις ὅτι δέν εἶναι ἔτσι. ῞Ενα
εἶναι τό νόμισμα τῆς
πολιτικῆς.
Ξέρω ὅτι θά πεῖς ὅτι αὐτοί εἶναι πολιτικοί. ᾽Αστειεύεσαι.
῎Εχει ἔρθει
καί ἕνας ᾽Αρχιεπίσκοπος,
᾽Επίσκοποι,
θεολόγοι καί τόσοι ἄλλοι
σημαντικοί... Μήν κάνεις πώς δέν καταλαβαίνεις.
Κοίταξέ με. ῎Ισως
καί νά ἀπορεῖς γιά τήν ἐμφάνισί
μου. Τί πιό ἁπλό; ᾽Αφοῦ δέν
ξεριζώνεται ἡ
βλακώδης πίστι ἀπό τήν ψυχή αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, θά δράσω μέσα ἀπό τήν πίστι.
Εἶδες
πόσα κατάφερα
μέσα σ᾽ ἕναν
αἰῶνα στά ψηλά κλιμάκια.
Εἶδες πῶς τά κατάφερα
μέ τόν
μεγάλο σας στήν Πόλη. Εἶδες
πῶς γίνεται
ἡ ἐπιλογή τῶν ἄλλων καί μέ ποιά
κριτήρια. Γιά τά κριτήρια
αὐτά δούλεψα καί ἐγώ. Σιγάσιγά. Καί ὅταν
γίνονται οἱ κρίσεις, εἶμαι
καί ἐγώ ἐκεῖ, μπαίνω ἀπό
πολλές μεριές καί μέ
πολλούς τρόπους.
Μά ἐπειδή ἐγώ ξέρω τί ἄβυσσος
εἶναι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί ὅτι δέν μπορεῖς νά ἔχεις
καμμιά ἐμπιστοσύνη σ᾽ αὐτά τά φιλόδοξα
καί ἀχάριστα ὄντα,
δέν ἀφήνω τίποτε
στήν τύχη,
οὔτε ἐμπιστεύομαι κανέναν.
Ξέρω νά ἀξιοποιῶ ὑπέρ ἐμοῦ τά ἀνθρώπινα πάθη.
Δένω τόν ἕνα μέ τόν ἄλλο.
῎Ετσι χτίζω
σιγά σιγά τήν πυραμίδα
μου. Καί ὅποιοι
μπαίνουν δέν
μποροῦν πλέον νά κουνήσουν
ἤ νά φύγουν, γιατί θά γκρεμιστοῦν καί αὐτοί μαζί. Καί δέν θέλουν νά χάσουν ὅσα ἀπολαμβάνουν.
Ξέρω ὅτι θά πάρει καιρό, μά καί ἐδῶ θά γίνει ὅπως
καί στή δική μου ἐκκλησία. Στήν
κορυφή τῆς
πυραμίδας θά βάλω καί ἐδῶ τόν πρῶτο μου, κάποιον
ἀλάθητο.
Θά τοῦ δώσω ἐξουσία καί δύναμι ἐνῶ θά εἶναι ἀδύνατος. Δέν
μπορεῖ νά ὑπάρχει αὐτή ἡ διάχυσις τῆς ἐξουσίας. ῞Ολοι θά τοῦ παραδώσουν
τήν ἐξουσία πού ἔχουν.
Καί τί νά τήν
κάνουν πιά; Σέ τί τούς ὠφελεῖ; Μά μήπως τήν ἔχουν
νοιώσει ποτέ;
Ποιός
μπορεῖ νά
περιμένει ἔσχατος
καί τελευταῖος
γιά νά γίνει πρῶτος;
Ποιός μπορεῖ πλέον νά
ταπεινώνει τόν ἑαυτό του
γιά νά ὑψωθεῖ, κάτι
πού μπορεῖ νά μή γίνει καί ποτέ καί τότε θά λένε ὅτι ὅπου θέλει
πνεῖ τό
«πνεῦμα»;
Ποιός
μπορεῖ νά
περιμένει τήν ψῆφο διεφθαρμένων
καί φιλοδόξων
γιά νά ἀποκτήσει ἐξουσία χωρίς νά παλαίψει
καί νά δράσει ὁ ἴδιος
μέ ὅλα τά μέσα;
Χωρίς
προκαθορισμένα κριτήρια,
χωρίς μία τάξι δέν
προχωρᾶ ὁ κόσμος. ᾽Εγώ ἔβαλα
κάποια τάξι. ῾Η μόρφωση.
Τά χαρτιά. Τά πτυχία.
Ποιός μπορεῖ νά τά ἀμφισβητήσει; ῞Ολοι
θά ὑποταχθοῦν στή γνῶσι καί τήν ἐπιστήμη ὅπως ἐγώ τίς θέλω.
Καί μήν λές πλέον ὅτι ἀγράμματοι ἐδιδάχθησαν σοφία
κ.λπ. Αὐτά ἔχουν
περάσει. Τώρα εἴμαστε σέ Νέα ᾽Εποχή. Τὄλεγα
ἀπό τό ᾽68
στά ἐγκαίνια ἐδῶ δίπλα.
Δέν τό πρόσεξες τότε;
Τίποτα δέ λέω στήν τύχη. Νά, τώρα ὅλα
πραγματοποιοῦνται. Δέν βλέπεις πῶς ἔρχονται ἕνας ἕνας οἱ
κυβερνῆτες καί
παραδίδουν τήν ἐλευθερία τῶν λαῶν
τους στά πόδια
μου; ῎Ετσι θἄρθουν
ἕνας ἕνας
οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ ἱερεῖς, οἱ
Μοναχοί καί οἱ λαϊκοί. Οἱ ἐκκλησίες καί τά πατριαρχεῖα. Θά τά ἀλλάξω ὅλα ἀπό μέσα.
Θυμᾶσαι ὅταν ἔφτιαχνα
τό σπίτι
μου ἐδῶ; Τό περίμενες
ὅτι μετά ἀπό 33 χρόνια
θἄχε τόσο
μεγαλώσει καί ὅτι τό δικό σου
θά μαράζωνε
σιγάσιγά;
᾽Εγώ ἐλέγχω τόν λόγο, τόν διάλογο, τά μέσα. ᾽Εσύ περιμένεις
τό βίωμα,
τήν ἐμπειρία, τό βάθος. Μά οἱ ἄνθρωποι
δέν μποροῦν οὔτε νά
περιμένουν οὔτε νά κουράζονται.
Θέλουν νά
καταναλώνουν. Θέλουν
νἄναι σίγουροι,
ἀσφαλεῖς καί τιμημένοι.
Προτιμοῦν τό ψέμα πού
κολακεύει καί
ναρκώνει καί τούς κάνει
νά αἰσθάνονται ἄνετοι
στήν πολυθρόνα
τους, ἀπό τήν ἀλήθεια πού τούς φέρνει
μπροστά στήν προσωπική εὐθύνη.
Γι᾽ αὐτό
λιγοστεύουν οἱ
προσκυνητές σου καί αὐξάνονται
οἱ ἀκροατές μου. Δέν
μπορεῖ νά
περιμένει ὁ
σημερινός ἄνθρωπος
τήν «προσωπική συνάντηση», δέν
μπορεῖ ἡ κάθε αἱμορροοῦσα ὕπαρξις
νά ἀναζητᾶ σωτήρα μέσα στήν
κοσμοσυρροή καί τό ποδοβολητό τῶν σύγχρονων
λεωφόρων. Δέν
μπορεῖ νά
περιμένει ἕναν ἀδυσώπητο
Θεό μετά ἀπό δεκαετίες ἀσκήσεως,
ἀγωνίας
καί ὑπομονῆς νά τούς δώσει,
ἄν τό θελήσει, τή χάρη καί τή χαρά.
Χρειάζεται μία
θρησκεία.
᾽Εγώ σίγουρα
καί γρήγορα
δίνω ὅσα ὑπόσχομαι.
Ξεκαθαρισμένες συναλλαγές
κυρίων. Νά, δέν βλέπεις;
Μέσα σέ τέσσερις ἤ ἑπτά ἤ δέκα μέρες
διδάσκεται «ὀρθοδοξία». ᾽Ακαδημαϊκή μέν, ἀλλά
κατανοητή, ἐπιστημονική, σίγουρη.
Γι᾽ αὐτό, ὅταν οἱ
διδακτοί μου ἔρχονται
ἐδῶ, ἤδη ἔχει
σπαρεῖ μέσα
τους ὁ σπόρος
τῆς ἀμφισβητήσεώς
σου. Τά μάτια
τους βλέπουν μέσα ἀπ᾽ τά γυαλιά πού τούς ἔχω βάλει.
῾Η σκέψις
τους προχωρᾶ ὅπως
τήν ἔχω
προγραμματίσει.
῞Ο,τι
καί ἄν πεῖτε, ὅ,τι
καί ἄν ὑπαινιχθεῖτε ἔχει προβλεφθεῖ. Εἶστε ἁπλῶς ἀντιδραστικοί, ὁπισθοδρομικοί, φανατικοί. Εἶστε τοῦ
παρελθόντος. ᾽Εχθροί τῆς
προόδου, διότι ἐγώ δίνω νόημα
στίς λέξεις
καί ὁρίζω τί εἶναι πρόοδος.
Δέν θυμᾶσαι
πρίν 33 χρόνια;
Δέν τά πρόσεξες τά λόγια μου;
«Δέν πρόκειται νά μᾶς ἀπασχολήσουν “βέβηλοι
καί γραώδεις
μύθοι” καί ἰσχυρισμοί πού θά ὑπαγόρευεν ἴσως ὁ φθόνος,
ἡ μισαλλοδοξία, ὁ φανατισμός καί ἡ ἔμμονη
ἀντίδρασι
σέ κάθε
προοδευτική ἰδέα καί
προσπάθεια».
Σιγάσιγά θά ἀλλάξω καί τούς νόμους.
Τώρα εἶναι
εὔκολο. Τώρα εἶστε στήν ἀγκαλιά
μου. ᾽Αλλά μέχρι τότε
βρίσκω τόν τρόπο. Εἶδες ἐδῶ στό Μοναστήρι ἐτοῦτο.
Προσέφυγαν στό
Συμβούλιο τῆς ᾽Επικρατείας
καί θά τούς δικαίωνε
σύμφωνα μέ τούς νόμους.
Τούς ἔκανα
καί μόνοι
τους ζήτησαν νά μήν ἐφαρμοστεῖ ὁ νόμος στόν ὁποῖο
προσέφυγαν γιά νά τούς
προστατέψει καί
γελοιοποιήθηκαν. Πῶς θά τολμήσουν
νά ξαναμιλήσουν;
᾽Εξ ἄλλου
ὅλα γίνονται
γιά τό
κοινό καλό. Σοῦ εἶπα, ἐγώ
καθορίζω τή
σημασία τῶν λέξεων.
Χρειάστηκε
βέβαια νά στείλω τούς δικούς μου, τῆς ἐξουσίας καί τῆς
κοσμικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς. Δήμαρχος,
Νομάρχης, ᾽Επίσκοπος, ῎Αρχων ῾Υπομνηματογράφος
... καί τελικά ὑπέκυψαν. ῞Ολοι ὑποκύπτουν.
῾Ο φόβος, ἡ τιμή καί τό συμφέρον καθορίζουν πάντα τή στάσι τῶν ἀνθρώπων.
Τό κακό παράδειγμα
ἀπό τό ᾽Ακρωτήρι δέν θά ξανασυμβεῖ. Δέν θέλω ἄλλα Στρογγυλά Κεφάλια. Ξέρω νά κάνω ὑπομονή αἰῶνες. Θά
περιμένω λίγα
χρόνια καί θά πεθάνει ὁ Γούμενος. Νά δῶ τότε
ποιοί θἄχουν
κότσια νά
συνεχίσουν.
Τά
Μοναστήρια θἄρθουν
στά χέρια
μου. Δέν θά τά κλείσω ἀπό ὅ,τι
κατάλαβες. Τότε,
πρίν 150 χρόνια,
μέ τούς
Βαυαρούς ἦταν ἀλλοιῶς. ῎Επρεπε νά
χρησιμοποιηθεῖ βία. Δέν γινόταν
διαφορετικά. ῎Ελεγχαν
τά πάντα.
Τίς συνειδήσεις, τά μυαλά καί τίς ψυχές. ῾Ο λαός τούς ἄκουγε καί δέν ἤθελε νά ἀκούσει τίποτα ἄλλο.
Καί τώρα τούς ἀκούει, ἀλλά πιό πολύ ἀκούει ἐμένα, θέλει δέ θέλει. Καί ἐγώ μιλῶ ὅλο τό εἰκοσιτετράωρο. Χιλιάδες στόματα, χιλιάδες γλῶσσες, χιλιάδες βιβλία, χιλιάδες ραδιόφωνα. ῞Οπου βρεθεῖς καί ὅπου σταθεῖς καί ὅπου κοιτάξεις, ὁ λόγος μου καί οἱ εἰκόνες μου εἶναι ἐκεῖ. ᾽Απ᾽ τά σχολεῖα ὥς τά χαμαιτυπεῖα. ᾽Απ᾽ τή δουλειά ὥς τή διασκέδασι. ᾽Απ᾽ τό ἐργαστήριο ὥς τίς λεωφόρους. Παντοῦ. Τώρα καί στήν ἐκ κλησιά καί στό Mοναστήρι.
Φτιάχνω τούς δικούς μου Mοναχούς, τούς δικούς μου ἱερεῖς, γιά νά βγοῦν οἱ δικοί μου ἐπίσκοποι, οἱ δικοί μου πατριάρχες πού θά κάνουν δικούς μου καί τούς πιστούς. Στό Μπαλαμάντ πρίν 8 χρόνια τό ὑπέγραψαν πολλοί ἐπίσκοποι. δέν τό θυμᾶσαι;
Τά παληά πρέπει νά τελειώσουν. Αὐτό τό χούι, αὐτή ἡ ράτσα, αὐτή ἡ συνέχεια πρέπει νά σταματήσει. Πρέπει νά γίνει μιά καινούρια ἀρχή, ν᾽ ἀρχίσει μιά καινούρια παράδοσι. Καί ἤδη γίνεται. Μέσα σέ ἑκατό χρόνια δές πόσα κατάφερα. ᾽Από τό ᾽65 μέχρι σήμερα πόσα ἔγιναν; ῾Ο δικός μου ἦρθε στήν῾Ελλάδα, παρά τά γηρατειά του, παντοῦ οἱ Μοναχοί παίρνουν λεφτά καί κάνουν ἔργα, τό ἄβατο τοῦ ῎Ορους μοιάζει πλέον σκοταδιστικός ἀναχρονισμός. Δίπλα, στό συνέδριο, εἶναι μία ἀπό τίς εὐρωβουλευτίνες πού δουλεύουν γι᾽ αὐτό. Τό σκάφος μου τρέχει μέ τά πανιά φουσκωμένα σέ ὅλο καί περισσότερα λιμάνια. ῞Ενα τέτοιο λιμάνι θά γίνει καί ἐδῶ, δίπλα στό Μοναστήρι σου καί θά ἀράζει τό σκάφος μου. Καί ὅλα τά ἔργα μου θἄρχονται πιό κοντά καί θά σέ ζώνουν. Καί Μοναχοί τῆς ράτσας σου δέν θά ὑπάρξουν πιά. ῾Ετοιμάζω τους δικούς μου. Τούς νέους Μοναχούς τῆς νέας ἐποχῆς. Γι᾽ αὐτό πρέπει νά φύγεις ἀπό ᾽δῶ. Νά παραδεχτεῖς ἐπιτέλους τήν ἧττα σου. ᾽Εμένα θέλουν, ἐμένα ἀκολουθοῦν.
῾Η φωνή του εἶχε ὑψωθεῖ. Τά μάτια του πετοῦσαν φλόγες. ῾Ο γέροντας Μοναχός συνέχισε νά κοιτάζει κάτω. ῎Ημουν κάθιδρος. Δέν μποροῦσα νά κουνηθῶ, δέν μποροῦσα νά μιλήσω, σάν μαρμαρωμένος, σάν ναρκωμένος.
Αἴφνης ὁ γέροντας σηκώνει τό κεφάλι του καί ἀνοίγει τό στόμα του:
_ Τό καλό τῆς περιοχῆς ὁδήγησε τελικά τίς σκέψεις καί τίς ἀποφάσεις τῶν Μοναχῶν τῆς Γωνιᾶς. ᾽Αποφασίστηκε ἡ Μονή νά ἄρει τήν προσφυγή πού εἶχε καταθέσει ἐνώπιον τοῦ 5ου Τμήματος τοῦ Συμβουλίου τῆς ᾽Επικρατείας. Δεσμεύτηκαν γιά τήν μοναχική γαλήνη καί τό φυσικό περιβάλλον τά μέλη τῆς ἐπιτροπῆς διαπραγμάτευσης καί τό Δημοτικό Συμβούλιο Κολυμβαρίου.
Πετάγομαι
ἀπό τόν καναπέ κάθιδρος. ῏Ηταν
τό τοπικό
δελτίο εἰδήσεων. ῎Ελεγε
αὐτά πού ἤδη εἶχα διαβάσει
στίς τοπικές ἐφημερίδες.
Φαίνεται ὅτι σέ συνδυασμό μέ τόν Μέγα ῾Ιεροεξεταστή τοῦ
Ντοστογιέφσκι πού
ξαναδιάβασα αὐτές τίς μέρες προκάλεσαν
αὐτό τό ἄσχημο
ὄνειρο, τόν
παράξενο ἐφιάλτη.
᾽Ελπίζω νά μήν ξυπνήσουμε
ξαφνικά ἀπό τόν μόνιμο ὕπνο
μας καί αὐτά τά ἄσχημα
ὄνειρα ἀποδειχτοῦν ἐφιαλτική πραγματικότης.
Τά παράπονά μας τότε στό ... Δήμαρχο
καί τίς ἐπιτροπές. ᾽Εμεῖς, ὅπως πάντα,
δέν φταῖμε, ἁπλῶς
κοιμώμαστε.