Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

Επιστολή προς Διόγνητον



Επειδή βλέπω, φίλτατε Διόγνητε, ότι ιδιαιτέρως ενδιαφέρεσαι να μάθεις την πίστη των Χριστιανών και επιμελώς αναζητείς να πληροφορηθείς πάντα όσα σχετίζονται μ’ αυτήν· δηλαδή πώς θρησκεύουν και πώς παραβλέπουν αυτόν εδώ τον κόσμο και πώς καταφρονούν τον θάνατο και δεν εκτιμούν ούτε τους θεούς των ειδωλολατρών ούτε τηρούν τις παραδόσεις των Ιουδαίων, παρακαλώ τον Θεό να μου δώσει σύνεση να σου τα παρουσιάσω όλα αυτά σωστά ώστε και συ να γίνεις καλύτερος.


Την ματαιοπονία και απάτη των ειδωλολατρών και την πολυπραγμοσύνη και αλαζονεία των Ιουδαίων την κατενόησες και κατάλαβες ότι σωστά απέχουν οι Χριστιανοί από αυτά. Όμως το μυστήριο της θεοσέβειας των Χριστιανών μη περιμένεις ότι θα το μάθεις από κάποιον άνθρωπο.

Οι Χριστιανοί δεν ξεχωρίζουν από τους άλλους ανθρώπους στην γλώσσα ομιλίας, ούτε στις συνήθειες. Ούτε κατοικούν σε δικές τους ξεχωριστές πόλεις, ούτε χρησιμοποιούν κάποια γλωσσική διάλεκτο διαφορετική, ούτε ζουν με «περίεργο» τρόπο! Δεν έχουν επινοήσει κάποιο «παράξενο» τρόπο ζωής στηριγμένοι στην ανθρώπινη περιέργεια, ούτε και προΐστανται όπως μερικοί μιας ανθρώπινης διδασκαλίας. Κατοικούν σε ελληνικές ή βαρβαρικές πόλεις, όπως συνέπεσε ο καθένας, και διαβιούν με τις τοπικές συνήθειες και τον τρόπο ενδυμασίας και τροφής του κάθε τόπου ενώ συγχρόνως γίνεται φανερή η θαυμαστή και αξιοπρόσεκτη συμπεριφορά τους.



Ζουν στην δική τους ο καθένας πατρίδα αλλά ως πάροικοι. Μετέχουν σε όλα τα κοινά ως πολίτες και υπομένουν τα πάντα, όμως σαν να ήσαν ξένοι. Η ξενιτειά είναι πατρίδα τους και η πατρίδα τους ξενιτειά. Παντρεύονται όπως όλοι και γεννούν παιδιά αλλά δεν τα σκοτώνουν. Γήινοι άνθρωποι είναι αλλά δεν ζουν με ζωώδη τρόπο. Διαβιούν στην γη αλλά έχουν το πολίτευμα στον ουρανό. Υπακούουν στους κρατικούς νόμους αλλά με τον τρόπο ζωής τους ξεπερνούν τους νόμους. Αγαπούν τους πάντες έστω κι αν διώκονται από όλους. Αγνοούνται και κατακρίνονται από πολλούς, φονεύονται αλλά «ζωοποιούνται». Γίνονται φτωχοί από πεποίθηση και «πλουτίζουν» τους άλλους. Στερούνται σχεδόν των πάντων αλλά δίνουν σε όλους.


Περιφρονούνται από τους ανθρώπους αλλά γίνεται δόξα γι’ αυτούς η περιφρόνηση. Συκοφαντούνται αλλά δικαιώνονται. Χλευάζονται και αυτοί ευλογούν. Υβρίζονται και τιμούν. Ενώ κάνουν το καλό, τιμωρούνται ως κακοί· όταν όμως τιμωρούνται χαίρουν γιατί έτσι αποκτούν την «ἐν Χριστῷ» ζωή. Οι Ιουδαίοι τους πολεμούν ως αλλόφυλους και οι ειδωλολάτρες τους διώκουν, και αυτοί που τους μισούν δεν μπορούν να προσδιορίσουν την αιτία της έχθρας τους.


Να το πω απλά: Ό,τι είναι για το σώμα η ψυχή, είναι και για τον κόσμο οι Χριστιανοί. Όπως είναι διάχυτη σ’ όλο το σώμα η ψυχή, με τον ίδιο τρόπο είναι και οι Χριστιανοί στον κόσμο. Κατοικεί στο σώμα η ψυχή αλλά δεν είναι στοιχείο του σώματος· και οι Χριστιανοί κατοικούν στον κόσμο αλλά δεν είναι του κόσμου.


Η αόρατη ψυχή βρίσκεται μέσα στο σώμα και οι Χριστιανοί βρίσκονται μέσα στον κόσμο αλλά δεν είναι ορατή η πίστη τους στον Θεό! Όταν το σώμα κυριευθεί από επιθυμίες, μισεί την ψυχή γιατί η ψυχή αντιτάσσεται στην φιληδονία· έτσι μισεί κι ο κόσμος τους Χριστιανούς γιατί διαφοροποιούνται από τις ηδονές. Η ψυχή αγαπά το σώμα της και οι Χριστιανοί αγαπούν αυτούς που τους μισούν.


Είναι δεσμευμένη η ψυχή από το σώμα αλλά συγχρόνως το ζωοποιεί. Και οι Χριστιανοί ζουν σαν φυλακισμένοι στον κόσμο όμως αυτοί τον ομορφαίνουν. Η αθάνατη ψυχή κατοικεί μέσα στο θνητό σώμα και οι Χριστιανοί κατοικούν στην φθαρτή κτίση αναμένοντας την ουράνια αφθαρσία. Από την στέρηση των αναγκαίων η ψυχή γίνεται καλύτερη και οι Χριστιανοί διωκόμενοι πολλαπλασιάζονται. Σ' αυτήν την αποστολή τους έταξε ο Θεός και δεν είναι σωστό να την αποφεύγουν.


Κανένας άνθρωπος δεν είδε ούτε γνώρισε από μόνος του τον Θεό, παρά μόνον εκείνοι στους οποίους αποκαλύφθηκε. Φανέρωσε δε τον εαυτό του εξ αιτίας της πίστης τους, που είναι η μόνη οδός γνώσεως του Θεού.


Ο Θεός ο Κύριος και Δημιουργός των πάντων, αυτός που έκτισε τα πάντα με σοφία, δεν είναι μόνον φιλάνθρωπος αλλά και μακρόθυμος. Πάντοτε έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι· «καλόκαρδος» και αγαθός, αληθινός, χωρίς οργή, κι όλα αυτά σε απόλυτο βαθμό. Αυτός ο Κύριος συνέλαβε ένα μεγαλειώδες και ασύλληπτο σχέδιο και το «μοιράστηκε» μόνο με τον υιό του!


Όταν κορυφώθηκε ο λανθασμένος τρόπος ζωής μας και ήταν πλέον φανερό ότι έπρεπε να τιμωρηθεί με θάνατο, τότε ο Θεός φανέρωσε ότι ήρθε ο καιρός να μας «δείξει» την καλωσύνη και την δύναμή του. Δεν μας μίσησε, ούτε μας απώθησε, ούτε μνησικάκησε εναντίον μας αλλά μακροθύμησε και θυσίασε τον υιόν του αντί να τιμωρήσει εμάς!


Τον άγιο υπέρ των αμαρτωλών, τον άκακο υπέρ των κακών, τον δίκαιο υπέρ των αδίκων, τον αθάνατο υπέρ των θνητών! Άλλωστε τι θα μπορούσε να γιατρέψει τις αμαρτίες μας αν όχι η δική μας καλωσύνη;


Πώς αλλιώς μπορούσαμε να βρούμε έλεος εμείς οι αμαρτωλοί και ασεβείς αν όχι μόνον διά του Υιού του Θεού;


Ω της γλυκειάς ανταλλαγής! Ω της απερινόητης δημιουργίας! Ω της απροσδόκητης ευεργεσίας! Η ανομία των πολλών καλύφθηκε από Έναν και η καλωσύνη του Ενός δικαίωσε πολλούς ανόμους. Φανέρωσε λοιπόν στους χρόνους που πέρασαν, ότι η φύση μας αδυνατεί να ζήσει αυτοδύναμα· και στους χρόνους τους τωρινούς φανέρωσε, ότι ο Σωτήρας Υιός του μπορεί να θεραπεύσει τα ανίατα· και με τα δύο αυτά θέλει να μας κάνει να εμπιστευθούμε την καλωσύνη του και να τον δεχθούμε συντηρητή της ζωής μας, πατέρα μας, σκέψη μας, φως μας, τιμή και δόξα μας, δύναμη και ζωή μας.


Αυτήν την πίστη αν ποθήσεις ν’ αποκτήσεις και συ, πρέπει πρώτα πρώτα να τον κάνεις Πατέρα σου. Ο Θεός, όπως είπαμε, αγάπησε τους ανθρώπους για τους οποίους και δημιούργησε τον κόσμο, κι έδωσε στην εξουσία τους όλη την γη· και τους προίκισε με σκέψη και λόγο, και τους έδωσε το μοναδικό προνόμιο να απευθύνονται σ' Αυτόν αφού τους έπλασε «κατ' εικόνα» του, και τους έστειλε τον Υιό του τον Μονογενή και υποσχέθηκε να δώσει και την Βασιλεία των Ουρανών σ' όσους θα τον αγαπήσουν.


Αντιλαμβάνεσαι πόση χαρά θα γευτείς και θα νοιώσεις γι' Αυτόν που σε αγάπησε τόσο; Όταν τον αγαπήσεις θα γίνεις μιμητής της καλωσύνης του. Μη θαυμάζεις πώς μπορεί ένας άνθρωπος να γίνει μιμητής του Θεού! Είναι δυνατόν, αφού Εκείνος το θέλει! Άλλωστε ευτυχία δεν είναι να τυραννάς τους συνανθρώπους σου και να θέλεις να έχεις περισσότερα από εκείνους· αυτές είναι καταστάσεις με τις οποίες δεν μιμείσαι τον Θεό αλλά αποξενώνεσαι από την μεγαλειότητα του Θεού. Ευτυχία είναι, να αναλαμβάνεις το φορτίο της ανάγκης του πλησίον σου, να θέλεις να μοιράζεσαι τα δικά σου με αυτούς που έχουν λιγότερα. Αυτός που, όσα έλαβε εκ Θεού, τα μοιράζεται με όσους βρίσκονται σε ανάγκη, γίνεται «Θεός» γι' αυτούς αφού είναι μιμητής του Θεού.


Σ' αυτήν την περίπτωση όντας στον κόσμο θα «δεις» ότι ο Θεός είναι στον ουρανό και θα μιλάς για τα μυστήριά Του. Τότε εκείνους που βασανίζονται από τους ειδωλολάτρες επειδή δεν αρνούνται τον αληθινό Θεό, και θα τους θαυμάσεις και θα τους αγαπήσεις. Τότε θα καταφρονήσεις την απάτη και την πλάνη αυτού του κόσμου γιατί θα συνειδητοποιήσεις την ουράνια πολιτεία. Τότε θα καταφρονήσεις τον βιολογικό θάνατο, όταν φοβηθείς τον όντως θάνατο που είναι ο χωρισμός από τον Θεό και «περιμένει» αυτούς που θα κατακριθούν στο «πυρ το αιώνιο» να ταλαιπωρούνται μονίμως. Τότε θα θαυμάσεις και θα μακαρίσεις αυτούς που για την αγάπη του Θεού υπομένουν την ταλαιπωρία του κτιστού πυρός, όταν θα αποχτήσεις επίγνωση του αιωνίου και ακτίστου πυρός.


Όταν λοιπόν τα προσέχετε αυτά, θα γνωρίσετε όσα δίνει ο Θεός σ' όσους τον αγαπούν σωστά. Τότε θα γίνετε «Παράδεισος τρυφής», δένδρο πλῆρες καρπῶν ολόδροσο. Θα καρποφορήσετε γεμάτοι ομορφιά από την ποικιλία των καρπών.


Στον παράδεισο ο Θεός φύτευσε «ξύλον γνώσεως» και ξύλον ζωής». Δεν επιφέρει θάνατο το ξύλο της γνώσεως αλλά η παρακοή.


Φανέρωνε μ' αυτά, ότι ο δρόμος προς την ζωή περνά μέσα από την γνώση! Αυτήν την γνώση δεν χειρίστηκαν σωστά οι πρωτόπλαστοι και με την απάτη του όφεως γυμνωθήκανε απ' όλες τις δωρεές.


Δεν υπάρχει ζωή χωρίς γνώση ούτε αξιόπιστη γνώση χωρίς αληθινή ζωή. Γι' αυτό τα «δέντρα» φυτευθήκανε το ένα δίπλα στο άλλο. Αυτό το είχε κατανοήσει ο απόστολος όταν μεμφόμενος την γνώση που είναι χωρισμένη από την αλήθεια του θελήματος του Θεού, έλεγε: «Η γνώση γεμίζει τον άνθρωπο εγωϊσμό ενώ η αγάπη οικοδομεί την καλωσύνη».


Αυτός που νομίζει ότι ξέρει κάτι έξω από την αληθινή γνώση που επιβεβαιώνεται από τον τρόπο ζωής, δεν ξέρει τίποτε. Πλανάται από τον διάβολο και δεν αγαπά την όντως ζωή. Εκείνος όμως που κατέχει τη γνώση που συνοδεύεται από φόβο Θεού και αναζητά διακαώς την ζωή, «φυτεύει» ελπίζοντας σε συγκομιδή «καρπών».


Άφησε λοιπόν την καρδιά σου να αποκτήσει γνώση και την ζωή σου να αποδεχθεί τον Λόγο. Φρόντιζε το «δένδρο» της ζωής σου και θα συλλέξεις «καρπούς», και θα απολαμβάνεις σοδειά που θα είναι ευχάριστη στον Θεό και την οποία κανένα «φίδι» δεν θα μπορεί ν’ αγγίξει ούτε απάτη να πλησιάσει.


Τότε η Εύα δεν θα παραπλανιέται. Θα υπάρχει εμπιστοσύνη στην Παρθένο. Η σωτηρία θα αναγγέλεται. Οι απόστολοι θα συνετίζονται. Το Πάσχα του Κυρίου θα είναι κοντά. Οι καιροί θα πλησιάζουν την ζωή των ανθρώπων. Ο Λόγος θα καθοδηγεί με χαρά τους αγίους και θα δοξάζεται δι' Αυτού, ο Πατήρ στον οποίο ανήκει αιωνία δόξα. ΑΜΗΝ.


Υ.Γ. Η μετάφραση είναι σχετικά ελεύθερη και έχουν παραληφθεί τρία τμήματα του πρωτοτύπου κειμένου που είχαν περιεχόμενο εντελώς εποχιακό (αντιπαράθεση σε Ιουδαίους για τον νομικισμό τους και ειδωλολάτρες για την αφελή ανοησία των ξοάνων του).


Το πρωτότυπο έχει ενδιαφέρουσα ιστορία.


Άγνωστο μέχρι το 1436 και μη μνημονευόμενο καν από τον οποιονδήποτε (π.χ. Μυριόβιβλος) το βρίσκει (έτσι ισχυρίζεται) σε ένα...ψαράδικο ένας λατίνος κληρικός ονόματι Thomas d’ Arezzo. Ίσως η ιστορία να είναι μυθιστορηματική δικαιολόγηση κλοπής. Αφού πώς είναι δυνατόν να ισχυριστεί ότι ήταν ριγμένο στα χαρτιά περιτυλίγματος ψαράδικου ένα χειρόγραφο (!) σε μια εποχή που σπανίζει το χαρτί. Αδιάφορο το παρασκήνιο. Το κείμενο εκπληκτικό. Άτυχο στην συνέχεια. Καίγεται (!) στην πυρκαϊά του Στρασβούργου το 1870 στον βομβαρδισμό της πόλεως από τον πρωσσικό στρατό! Ευτυχώς μέχρι τότε έχουν υπάρξει επανειλημμένες εκδόσεις.


Μετάφραση π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος
ΠΡΕΒΕΖΑ 2009



Το πρωτότυπο
Ἐπιστολὴ πρὸς Διόγνητον

I. Ἐπειδὴ ὁρῶ, κράτιστε Διόγνητε, ὑπερεσπουδακότα σε τὴν θεοσέβειαν τῶν Χριστιανῶν μαθεῖν καὶ πάνυ σαφῶς καὶ ἐπιμελῶς πυνθανόμενον περὶ αὐτῶν, τίνι τε Θεῷ πεποιθότες καὶ πῶς θρησκεύοντες αὐτὸν τόν τε κόσμον ὑπερορῶσι πάντες καὶ θανάτου καταφρονοῦσι καὶ οὔτε τοὺς νομιζομένους ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων θεοὺς λογίζονται οὔτε τὴν Ἰουδαίων δεισιδαιμονίαν φυλάσσουσι, καὶ τίνα τὴν φιλοστοργίαν ἔχουσι πρὸς ἀλλήλους, καὶ τί δή ποτε καινὸν τοῦτο γένος ἢ ἐπιτήδευμα εἰσῆλθεν εἰς τὸν βίον νῦν καὶ οὐ πρότερον· ἀποδέχομαί γε τῆς προθυμίας σε ταύτης καὶ παρὰ τοῦ Θεοῦ, τοῦ καὶ τὸ λέγειν καὶ τὸ ἀκούειν ἡμῖν χορηγοῦντος, αἰτοῦμαι δοθῆναι ἐμοὶ μὲν εἰπεῖν οὕτως, ὡς μάλιστα ἂν ἀκούσαντά σε βελτίω γενέσθαι, σοί τε οὕτως ἀκοῦσαι, ὡς μὴ λυπηθῆναι τὸν εἰπόντα.

II. Ἄγε δή, καθάρας σεαυτὸν ἀπὸ πάντων τῶν προκατεχόντων σου τὴν διάνοιαν λογισμῶν καὶ τὴν ἀπατῶσάν σε συνήθειαν ἀποσκευασάμενος, καὶ γενόμενος ὥσπερ ἐξ ἀρχῆς καινὸς ἄνθρωπος, ὡς ἂν καὶ λόγον καινοῦ, καθάπερ καὶ αὐτὸς ὡμολόγησας, ἀκροατὴς ἐσόμενος· ἴδε μὴ μόνον τοῦς ὀφθαλμοῖς, ἀλλὰ καὶ τῇ φρονήσει, τίνος ὑποστάσεως ἢ τίνος εἴδους τυγχάνουσιν, οὓς ἐρεῖτε καὶ νομίζετε θεούς. οὐχ ὁ μέν τις λίθος ἐστίν, ὅμοιος τῷ πατουμένῳ, ὁ δ᾽ ἐστὶ χαλκός, οὐ κρείσσων τῶν εἰς τὴν χρῆσιν ἡμῖν κεχαλκευμένων σκευῶν, ὁ δὲ ξύλον, ἤδη καὶ σεσηπός, ὁ δὲ ἄργυρος, χρῄζων ἀνθρώπου τοῦ φυλάξαντος, ἵνα μὴ κλαπῇ, ὁ δὲ σίδηρος, ὑπὸ ἰοῦ διεφθαρμένος, ὁ δὲ ὄστρακον, οὐδὲν τοῦ κατεσκευασμένου πρὸς τὴν ἀτιμοτάτην ὑπηρεσίαν εὐπρεπέστερον; οὐ φθαρτῆς ὕλης ταῦτα πάντα; οὐχ ὑπὸ σιδήρου καὶ πυρὸς κεχαλκευμένα; οὐχ ὁ μὲν αὐτῶν λιθοξόος, ὁ δὲ χαλκεύς, ὁ δὲ ἀργυροκόπος, ὁ δὲ κεραμεὺς ἔπλασεν; οὐ πρὶν ἢ ταῖς τέχναις τούτων εἰς τὴν μορφὴν τούτων ἐκτυπωθῆναι, ἦν ἕκαστον αὐτῶν ἑκάστῳ, ἔτι καὶ νῦν, μεταμεμορφωμένον; οὐ τὰ νῦν ἐκ τῆς αὐτῆς ὕλης ὄντα σκεύη γένοιτ᾽ ἄν, εἰ τύχοι τῶν αὐτῶν τεχνιτῶν, ὅμοια τοιούτοις; οὐ ταῦτα πάλιν, τὰ νῦν ὑφ᾽ ὑμῶν προσκυνούμενα, δύναιτ᾽ ἂν ὑπὸ ἀνδρώπων σκεύη ὅμοια γενέσθαι τοῖς λοιποῖς; οὐ κωφὰ πάντα; οὐ τυφλά; οὐκ ἄψυχα; οὐκ ἀναίσθητα; οὐκ ἀκίνητα; οὐ πάντα σηπόμενα; οὐ πάντα φθειρόμενα; ταῦτα θεοὺς καλεῖτε, τούτοις δουλεύετε, τούτοις προσκυνεῖτε, τέλεον δ᾽ αὐτοῖς ἐξομοιοῦσθε. διὰ τοῦτο μισεῖτε Χριστιανούς, ὅτι τούτους οὐχ ἡγοῦνται θεούς. ὑμεῖς γὰρ αἰνεῖν νομίζοντες καὶ οἰόμενοι, οὐ πολὺ πλέον αὐτῶν καταφρονεῖτε; οὐ πολὺ μᾶλλον αὐτοὺς χλευάζετε καὶ ὑβρίζετε, τοὺς μὲν λιθίνους καὶ ὀστρακίνους σέβοντες ἀφυλάκτους, τοὺς δὲ ἀργυρέους καὶ χρυσοῦς ἐγκλείοντες ταῖς νυξὶ καὶ ταῖς ἡμέραις φύλακας παρακαθιστάντες, ἵνα μὴ κλαπῶσιν; αἷς δὲ δοκεῖτε τιμαῖς προσφέρειν, εἰ μὲν αἰσθάνονται, κολάζετε μᾶλλον αὐτούς· εἰ δὲ ἀναισθητοῦσιν, ἐλέγχοντες αἵματι καὶ κνίσαις αὐτοὺς θρησκεύετε. ταῦθ᾽ ὑμῶν τις ὑπομεινάτω, ταῦτα ἀνασχέσθω τις ἑαυτῷ γενέσθαι. ἀλλὰ ἄνθρωπος μὲν οὐδὲ εἷς ταύτης τῆς κολάσεως ἑκὼν ἀνέξεται, αἴσθησιν γὰρ ἔχει καὶ λογισμόν· ὁ δὲ λίθος ἀνέχεται, ἀναισθητεῖ γάρ. οὐκ οὖν τὴν αἴσθησιν αὐτοῦ ἐλέγχετε, περὶ μὲν οὖν τοῦ μὴ δεδουλῶσθαι Χριστιανοὺς τοιούτοις θεοῖς πολλὰ μὲν ἂν καὶ ἄλλα εἰπεῖν ἔχοιμι· εἰ δέ τινι μὴ δοκοίη κἂν ταῦτα ἱκανά, περισσὸν ἡγοῦμαι καὶ τὸ πλείω λέγειν.


III. Ἑξῆς δὲ περὶ τοῦ μὴ κατὰ τὰ αὐτὰ Ἰουδαίοις θεοσεβεῖν αὐτοὺς οἶμαι σε μάλιστα ποθεῖν ἀκοῦσαι. Ἰουδαῖοι τοίνυν, εἰ μὲν ἀπέχονται ταύτης τῆς προειρημένης λατρείας, καλῶς θεὸν ἕνα τῶν πάντων σέβειν καὶ δεσπότην ἀξιοῦσι φρονεῖν· εἰ δὲ τοῖς προειρημένοις ὁμοιοτρόπως τὴν θρησκείαν προσάγουσιν αὐτῷ ταύτην, διαμαρτάνουσιν. ἃ γὰρ τοῖς ἀναισθήτοις καὶ κωφοῖς προσφέροντες οἱ Ἕλληνες ἀφροσύνης δεῖγμα παρέχουσι, ταῦθ᾽ οὗτοι καθάπερ προσδεομένῳ τῷ Θεῷ λογιζόμενοι παρέχειν μωρίαν εἰκὸς μᾶλλον ἡγοῖντ᾽ ἂν, οὐ θεοσέβειαν. ὁ γὰρ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ πᾶσιν ἡμῖν χορηγῶν, ὧν προσδεόμεθα, οὐδενὸς ἂν αὐτὸς προσδέοιτο τούτων ὧν τοῖς οἰομένοις διδόναι παρέχει αὐτός. οἱ δέ γε θυσίας αὐτῷ δι᾽ αἵματος καὶ κνίσης καὶ ὁλοκαυτωμάτων ἐπιτελεῖν οἰόμενοι καὶ ταύταις ταῖς τιμαῖς αὐτὸν γεραίρειν, οὐδέν μοι δοκοῦσι διαφέρειν τῶν εἰς τὰ κωφὰ τὴν αὐτὴν ἐνδεικνυμένων φιλοτιμίαν· τῶν μὲν μὴ δυναμένοις τῆς τιμῆς μεταλαμβάνειν, τῶν δὲ δοκούντων παρέχειν τῷ μηδενὸς προσδεομένῳ.


IV. Ἀλλὰ μὴν τό γε περὶ τὰς βρώσεις αὐτῶν ψοφοδεὲς καὶ τὴν περὶ τὰ σάββατα δεισιδαιμονίαν καὶ τὴν τῆς περιτομῆς ἀλαζονείαν καὶ τὴν τῆς νηστείας καὶ νουμηνίας εἰρωνείαν, καταγέλαστα καὶ οὐδενὸς ἄξια λόγου, οὐ νομίζω σε χρῄζειν παρ᾽ ἐμοῦ μαθεῖν. τό τε γὰρ τῶν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ κτισθέντων εἰς χρῆσιν ἀνθρώπων ἃ μὲν ὡς καλῶς κτισθέντα παραδέχεσθαι, ἃ δ᾽ ὡς ἄχρηστα καὶ περισσὰ παραιτεῖσθαι, πῶς οὐκ ἀθέμιστον; τὸ δὲ καταψεύδεσθαι Θεοῦ ὡς κωλύοντος ἐν τῇ τῶν σαββάτων ἡμέρᾳ καλόν τι ποιεῖν, πῶς οὐκ ἀσεβές; τὸ δὲ καὶ τὴν μείωσιν τῆς σαρκὸς μαρτύριον ἐκλογῆς ἀλαζονεύεσθαι ὡς διὰ τοῦτο ἐξαιρέτως ἠγαπημένους ὑπὸ Θεοῦ, πῶς οὐ χλεύης ἄξιον; τὸ δὲ παρεδρεύοντας αὐτοὺς ἄστροις καὶ σελήνῃ τὴν παρατήρησιν τῶν μηνῶν καὶ τῶν ἡμερῶν ποιεῖσθαι καὶ τὰς οἰκονομίας Θεοῦ καὶ τὰς τῶν καιρῶν ἀλλαγὰς καταδιαιρεῖν πρὸς τὰς αὐτῶν ὁρμάς, ἃς μὲν εἰς ἑορτάς, ἃς δὲ εἰς πένθη· τίς ἂν θεοσεβείας καὶ οὐκ ἀφροσύνης πολὺ πλέον ἡγήσᾳτο δεῖγμα; τῆς μὲν οὖν κοινῆς εἰκαιότητος καὶ ἀπάτης καὶ τῆς Ἰουδαίων πολυπραγμοσύνης καὶ ἀλαζονείας ὡς ὀρθῶς ἀπέχονται Χριστιανοί, ἀρκούντως σε νομίζω μεμαθηκέναι· τὸ δὲ τῆς ἰδίας αὐτῶν θεοσεβείας μυστήριον μὴ προσδοκήσῃς δύνασθαι παρὰ ἀνθρώπου μαθεῖν.


V. Χριστιανοὶ γὰρ οὔτε γῇ οὔτε φωνῇ οὔτε ἔθεσι διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν εἰσιν ἀνθρώπων. οὔτε γάρ που πόλεις ἰδίας κατοικοῦσι οὔτε διαλέκτῳ τινὶ παρηλλαγμένῃ χρῶνται οὔτε βίον παράσημον ἀσκοῦσιν. οὐ μὴν ἐπινοίᾳ τινὶ καὶ φροντίδι πολυπραγμόνων ἀνθρώπων μάθημα τοῦτ᾽ αὐτοῖς ἐστιν εὑρημένον, οὐδὲ δόγματος ἀνθρωπίνου προεστᾶσιν ὥσπερ ἔνιοι. κατοικοῦντες δὲ πόλεις ἑλληνίδας τε καὶ βαρβάρους, ὡς ἕκαστος ἐκληρώθη, καὶ τοῖς ἐγχωρίοις ἔθεσιν ἀκολουθοῦντες ἔν τε ἐσθῆτι καὶ διαίτῃ καὶ τῷ λοιπῷ βίῳ θαυμαστὴν καὶ ὁμολογουμένως παράδοξον ἐνδείκνυνται τὴν κατάστασιν τῆς ἑαυτῶν πολιτείας. πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ᾽ ὡς οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ᾽ ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολῖται, καὶ πάνθ᾽ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι· πᾶσα ξένη πατρίς ἐστιν αυτῶν, καὶ πᾶσα πατρὶς ξένη. γαμοῦσιν ὡς πάντες, τεκνογονοῦσιν· ἀλλ᾽ οὐ ῥίπτουσι τὰ γεννώμενα. τράπεζαν κοινὴν παρατίθενται, ἀλλ᾽ οὐ κοίτην. ἐν σαρκὶ τυγχάνουσιν, ἀλλ᾽ οὐ κατὰ σάρκα ζῶσιν. ἐπὶ γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ᾽ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται. πείθονται τοῖς ὡρισμένοις νόμοις, καὶ τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τοὺς νόμους. ἀγαπῶσι πάντας, καὶ ὑπὸ πάντων διώκονται. ἀγνοοῦνται, καὶ κατακρίνονται· θανατοῦνται, καὶ ζωοποιοῦνται. πτωχεύουσι, καὶ πλουτίζουσι πολλούς· πάντων ὑστεροῦνται, καὶ ἐν πᾶσι περισσεύουσιν. ἀτιμοῦνται, καὶ ἐν ταῖς ἀτιμίαις δοξάζονται. βλασφημοῦνται, καὶ δκιαιοῦνται. λοιδοροῦνται, καὶ εὐλογοῦσιν· ὑβρίζονται, καὶ τιμῶσιν. ἀγαθοποιοῦντες ὡς κακοὶ κολάζονται· κολαζόμενοι χαίρουσιν ὡς ζωοποιούμενοι. ὑπὸ Ἰουδαίων ὡς ἀλλόφυλοι πολεμοῦνται καὶ ὑπὸ Ἑλλήνων διώκονται· καὶ τὴν αἰτίαν τῆς ἔχθρας εἰπεῖν οἱ μισοῦντες οὐκ ἔχουσιν.


VI. Ἁπλῶς δ᾽ εἰπεῖν, ὅπερ ἐστὶν σώματι ψυχή, τοῦτ᾽ εἰσὶν ἐν κόσμῳ Χριστιανοί. ἔσπαρται κατὰ πάντων τῶν τοῦ σώματος μελῶν ἡ ψυχή, καὶ Χριστιανοὶ κατὰ τὰς τοῦ κόσμου πόλεις. οἰκεῖ μὲν ἐν τῷ σώματι ψυχή, οὐκ ἔστι δὲ ἐκ τοῦ σώματος· καὶ Χριστιανοὶ ἐν κόσμῳ οἰκοῦσιν, οὐκ εἰσὶ δὲ ἐκ τοῦ κόσμου. ἀόρατος ἡ ψυχὴ ἐν ὁρατῷ φρουρεῖται τῷ σώματι· καὶ Χριστιανοὶ γινώσκονται μὲν ὄντες ἐν τῷ κόσμῳ, ἀόρατος δὲ αὐτῶν ἡ θεοσέβεια μένει. μισεῖ τὴν ψυχὴν ἡ σὰρξ καὶ πολεμεῖ μηδὲν ἀδικουμένη, διότι ταῖς ἡδοναῖς κωλύεται χρῆσθαι· μισεῖ καὶ Χριστιανοὺς ὁ κόσμος μηδὲν ἀδικούμενος, ὅτι ταῖς ἡδοναῖς ἀντιτάσσονται. ἡ ψυχὴ τὴν μισοῦσαν ἀγαπᾷ σάρκα καὶ τὰ μέλη· καὶ Χριστιανοὶ τοὺς μισοῦντας ἀγαπῶσιν. ἐγκέκλεισται μὲν ἡ ψυχὴ τῷ σώματι, συνέχει δὲ αὐτὴ τὸ σῶμα· καὶ Χριστιανοὶ κατέχονται μὲν ὡς ἐν φρουρᾷ τῷ κόσμῳ, αὐτοὶ δὲ συνέχουσι τὸν κόσμον. ἀθάνατος ἡ ψυχὴ ἐν θνητῷ σκηνώματι κατοικεῖ· καὶ Χριστιανοὶ παροικοῦσιν ἐν φθαρτοῖς, τὴν ἐν οὐρανοῖς ἀφθαρσίαν προσδεχόμενοι. κακουργουμένη σιτίοις καὶ ποτοῖς ἡ ψυχὴ βελτιοῦται· καὶ Χριστιανοὶ κολαζόμενοι καθ᾽ ἡμέραν πλεονάζουσι μᾶλλον. εἰς τοσαύτην αὐτοὺς τάξιν ἔθετο ὁ θεός, ἣν οὐ θεμιτὸν αὐτοῖς παραιτήσασθαι.


VII. Οὐ γὰρ ἐπίγειον, ὡς ἔφην, εὕρημα τοῦτ᾽ αὐτοῦς παρεδόθη, οὐδὲ θνητὴν ἐπίνοιαν φυλάσσειν οὕτως ἀξιοῦσιν ἐπιμελῶς, οὐδὲ ἀνθρωπίνων οἰκονομίαν μυστηρίων πεπίστευνται. ἀλλ᾽ αὐτὸς ἀληθῶς ὁ παντοκράτωρ καὶ παντοκτίστης καὶ ἀόρατος θεός, αὐτὸς ἀπ᾽ οὐρανῶν τὴν ἀλήθειαν καὶ τὸν λόγον τὸν ἅγιον καὶ ἀπερινόητον ἀνθρώποις ἐνίδρυσε καὶ ἐγκατεστήριξε ταῖς καρδίαις αὐτῶν· οὐ, καθάπερ ἄν τις εἰκάσειεν, ἀνθρώποις ὑπηρέτην τινὰ πέμψας ἢ ἄγγελον ἢ ἄρχοντα ἤ τινα τῶν διεπόντων τὰ ἐπίγεια ἤ τινα τῶν πεπιστευμένων τὰς ἐν οὐρανοῖς διοικήσεις, ἀλλ᾽ αὐτὸν τὸν τεχνίτην καὶ δημιουργὸν τῶν ὅλων, ᾧ τοὺς οὐρανοὺς ἔκτισεν, ᾧ τὴν θάλασσαν ἰδίοις ὅροις ἐνέκλεισεν, οὗ τὰ μυστήρια πιστῶς πάντα φυλάσσει τὰ στοιχεῖα, παρ᾽ οὗ τὰ μέτρα τῶν τῆς ἡμέρας δρόμων ὁ ἥλιος εἴληφε φυλάσσειν, ᾧ πειθαρχεῖ σελήνη νυκτὶ φαίνειν κελεύοντι, ᾧ πειθαρχεῖ τὰ ἄστρα τῷ τῆς σελήνης ἀκολουθοῦντα δρόμῳ· ᾧ πάντα διατέτακται καὶ διώρισται καὶ ὑποτέτακται, οὐρανοὶ καὶ τὰ ἐν οὐρανοῖς, γῆ καὶ τὰ ἐν τῇ γῇ, θάλασσα καὶ τὰ ἐν τῇ θαλάσσῃ, πῦρ, ἀήρ, ἄβυσσος, τὰ ἐν ὕψεσι, τὰ ἐν βάθεσι, τὰ ἐν τῷ μεταξύ· τοῦτον πρὸς αὐτοὺς ἀπέστειλεν. ἆρά γε, ὡς ἀνθρώπων ἄν τις λογίσᾳτο, ἐπὶ τυραννίδι καὶ φόβῳ καὶ καταπλήξει; οὐ μὲν οὖν· ἀλλ᾽ ἐν ἐπιεικείᾳ καὶ πραΰτητι ὡς βασιλεὺς πέμπων υἱὸν βασιλέα ἔπεμψεν, ὡς θεὸν ἔπεμψεν, ὡς ἄνθρωπον πρὸς ἀνθρώπους ἔπεμψεν, ὡς σώζων ἔπεμψεν, ὡς πείθων, οὐ βιαζόμενος· βία γὰρ οὐ πρόσεστι τῷ Θεῷ. ἔπεμψεν ὡς καλῶν, οὐ διώκων· ἔπεμψεν ὡς ἀγαπῶν, οὐ κρίνων. πέμψει γὰρ αὐτὸν κρίνοντα· καὶ τίς αὐτοῦ τὴν παρουσίαν ὑποστήσεται; . . . οὐχ ὁρᾷς παραβαλλομένους θηρίοις, ἵνα ἀρνήσωνται τὸν κύριον, καὶ μὴ νικωμένους; οὐχ ὁρᾷς, ὅσῳ πλείονες κολάζονται, τοσούτῳ πλεονάζοντας ἄλλους; ταῦτα ἀνθρώπου οὐ δοκεῖ τὰ ἔργα· ταῦτα δύναμίς ἐστι Θεοῦ· ταῦτα τῆς παρουσίας αὐτοῦ δείγματα.


VIII.Τίς γὰρ ὅλως ἀνθρώπων ἠπίστατο, τί ποτ᾽ ἐστὶ θεός, πρὶν αὐτὸν ἐλθεῖν; ἢ τοῦς κενοὺς καὶ ληρώδεις ἐκείνων λόγους ἀποδέχῃ τῶν ἀξιοπίστων φιλοσόφων, ὧν οἱ μέν τινες πῦρ ἔφασαν εἶναι τὸν θεὸν (οὗ μέλλουσι χωρήσειν αὐτοί, τοῦτο καλοῦσι θεόν), οἱ δὲ ὕδωρ, οἱ δ᾽ ἄλλο τι τῶν στοιχείων τῶν ἐκτισμένων ὑπὸ Θεοῦ; καίτοι γε, εἴ τις τούτων τῶν λόγων ἀποδεκτός ἐστι, δύναιτ᾽ ἂν καὶ τῶν λοιπῶν κτισμάτων ἓν ἕκαστον ὁμοίως ἀποφαίνεσθαι θεόν. ἀλλὰ ταῦτα μὲν τερατεία καὶ πλάνη τῶν γοήτων ἐστίν· ἀνθρώπων δὲ οὐδεὶς οὔτε εἶδεν οὔτε ἐγνώρισεν, αὐτὸς δὲ ἑαυτὸν ἐπέδειξεν. ἐπέδειξε δὲ διὰ πίστεως, ᾗ μόνῃ θεὸν ἰδεῖν συγκεχώρηται. ὁ γὰρ δεσπότης καὶ δημιουργὸς τῶν ὅλων θεός, ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ κατὰ τάξιν διακρίνας, οὐ μόνον φιλάνθρωπος ἐγένετο, ἀλλὰ καὶ μακρόθυμος. ἀλλ᾽ οὗτος ἧν μὲν ἀεὶ τοιοῦτος καὶ ἔστι καὶ ἔσται, χρηστὸς καὶ ἀγαθὸς καὶ ἀόργητος καὶ ἀληθής, καὶ μόνος ἀγαθός ἐστιν· ἐννοήσας δὲ μεγάλην καὶ ἄφραστον ἔννοιαν ἀνεκοινώσατο μόνῳ τῷ παιδί. ἐν ὅσῳ μὲν οὖν κατεῖχεν ἐν μυστηρίῳ καὶ διετήρει τὴν σοφὴν αὐτοῦ βουλήν, ἀμελεῖν ἡμῶν καὶ ἀφροντιστεῖν ἐδόκει· ἐπεὶ δὲ ἀπεκάλυψε διὰ τοῦ ἀγαπητοῦ παιδὸς καὶ ἐφανέρωσε τὰ ἐξ ἀρχῆς ἡτοιμασμένα, πάνθ᾽ ἅμα παρέσχεν ἡμῖν, καὶ μετασχεῖν τῶν εὐεργεσιῶν αὐτοῦ καὶ ἰδεῖν καὶ νοῆσαι, ἃ τίς ἂν πώποτε προσεδόκησεν ἡμῶν;


IX. Πάντ᾽ οὖν ἤδη παρ᾽ ἑαυτῷ σὺν τῷ παιδὶ οὐκονομηκώς, μέχρι μὲν τοῦ πρόσθεν χρόνου εἴασεν ἡμᾶς, ὡς εβουλόμεθα, ἀτάκτοις φοραῖς φέρεσθαι, ἡδοναῖς καὶ ἐπιθυμίαις ἀπαγομένους. οὐ πάντως ἐφηδόμενος τοῖς ἁμαρτήμασιν ἡμῶν, ἀλλ᾽ ἀνεχόμενος, οὐδὲ τῷ τότε τῆς ἀδικίας καιρῷ συνευδοκῶν, ἀλλὰ τὸν νῦν τῆς δικαιοσύνης δημιουργῶν, ἵνα ἐν τῷ τότε χρόνῳ ἐλεγχθέντες ἐκ τῶν ἰδίων ἔργων ἀνάξιοι ζωῆς νῦν ὑπὸ τῆς τοῦ Θεοῦ χρηστότητος ἀξιωθῶμεν, καὶ τὸ καθ᾽ ἑαυτοὺς φανερώσαντες ἀδύνατον εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ τῇ δυνάμει τοῦ Θεοῦ δυνατοὶ γενηθῶμεν. ἐπεὶ δὲ πεπλήρωτο μὲν ἡ ἡμετέρα ἀδικία καὶ τελείως πεφανέρωτο, ὅτι ὁ μισθὸς αὐτῆς κόλασις καὶ θάνατος προσεδοκᾶτο, ἦλθε δὲ ὁ καιρός, ὃν Θεὸς προέθετο λοιπὸν φανερῶσαι τὴν ἑαυτοῦ χρηστότητα καὶ δύναμιν (ὢ τῆς ὑπερβαλλούσης φιλανθρωπίας καὶ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ), οὐκ ἐμίσησεν ἡμᾶς οὐδὲ ἀπώσατο οὐδὲ ἐμνησικάκησεν, ἀλλὰ ἐμακροθύμησεν, ἠνέσχετο, ἐλεῶν αὐτὸς τὰς ἡμετέρας ἁμαρτίας ἀνεδέξατο, αὐτὸς τὸν ἴδιον υἱὸν ἀπέδοτο λύτρον ὑπὲρ ἡμῶν, τὸν ἅγιον ὑπέρ ἀνόμων, τὸ ἄκακον ὑπὲρ τῶν κακῶν, τὸν δίκαιον ὑπέρ τῶν ἀδίκων, τὸν ἄφθαρτον ὑπὲρ τῶν φθαρτῶν, τὸν ἀθάνατον ὑπέρ τῶν θνητῶν. τί γὰρ ἄλλο τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἠδυνήθη καλύψαι ἢ ἐκείνου δικαιοσύνη; ἐν τίνι δικαιωθῆναι δυνατὸν τοὺς ἀνόμους ἡμᾶς καὶ ἀσεβεῖς ἢ ἐν μόνῳ τῷ υἱῷ τοῦ Θεοῦ; ὢ τῆς γλυκείας ἀνταλλαγῆς, ὢ τῆς ἀνεξιχνιάστου δημιουργίας, ὢ τῶν ἀπροσδοκήτων εὐεργεσιῶν· ἵνα ἀνομία μὲν πολλῶν ἐν δικαίῳ ἑνὶ κρυβῇ, δικαιοσύνη δὲ ἑνὸς πολλοὺς ἀνόμους δικαιώσυνῃ. ἐλέγξας οὖν ἐν μὲν τῷ πρόσθεν χρόνῳ τὸ ἀδύνατον τῆς ἡμέτερας φύσεως εἰς τὸ τυχεῖν ζωῆς, νῦν δὲ τὸν σωτῆρα δείξας δυνατὸν σώζειν καὶ τὰ ἀδύνατα, ἐξ ἀμφοτέρων ἐβουλήθη πιστεύειν ἡμᾶς τῇ χρηστότητι αὐτοῦ, αὐτὸν ἡγεῖσθαι τροφέα, πατέρα, διδάσκαλον, σύμβουλον, ἰατρόν, νοῦν, φῶς, τιμήν, δόξαν, ἰσχύν, ζωήν, περὶ ἐνδύσεως καὶ τροφῆς μὴ μεριμνᾶν.


X. Ταύτην καὶ σὺ τὴν πίστιν ἐὰν ποθήσῃς, καὶ λάβῃς πρῶτον μὲν ἐπίγνωσιν πατρός. ὁ γὰρ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους ἠγάπησε, δι᾽ οὓς ἐποίησε τὸν κόσμον, οἷς ὑπέταξε πάντα τὰ ἐν τῇ γῇ, οἷς λόγον ἔδωκεν, οἷς νοῦν, οἷς μόνοις ἄνω πρὸς αὐτὸν ὁρᾶν ἐπέτρεψεν, οὓς ἐκ τῆς ἰδίας εἰκόνος ἔπλασε, πρὸς οὓς ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ, οἷς τὴν ἐν οὐρανῷ βασιλείαν ἐπηγγείλατο, καὶ δώσει τοῖς ἀγαπήσασιν αὐτόν. ἐπιγνοὺς δὲ τίνος οἴει πληρωθήσεσθαι χαρᾶς; ἢ πῶς ἀγαπήσεις τὸν οὕτως προαγαπήσαντά σε; ἀγαπήσας δὲ μιμητὴς ἔσῃ αὐτοῦ τῆς χρηστότητος. καὶ μὴ θαυμάσῃς, εἰ δύναται μιμητὴς ἄνθρωπος γενέσθαι Θεοῦ. δύναται θέλοντος αὐτοῦ. οὐ γὰρ τὸ καταδυναστεύειν τῶν πλησίον οὐδὲ τὸ πλέον ἔχειν βούλεσθαι τῶν ἀσθενεστέρων οὐδὲ τὸ πλουτεῖν καὶ βιάζεσθαι τοὺς ὑποδεεστέρους εὐδαιμονεῖν ἐστίν, οὐδὲ ἐν τούτοις δύναταί τις μιμήσασθαι θεόν, ἀλλὰ ταῦτα ἐκτὸς τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος. ἀλλ᾽ ὅστις τὸ τοῦ πλησίον ἀναδέχεται βάρος, ὃς ἐν ᾧ κρείσσων ἐστὶν ἕτερον τὸν ἐλαττούμενον εὐεργετεῖν ἐθέλει, ὃς ἃ παρὰ τοῦ Θεοῦ λαβὼν ἔχει, ταῦτα τοῖς ἐπιδεομένοις χορηγῶν Θεὸς γίνεται τῶν λαμβανόντων, οὗτος μιμητής ἐστι Θεοῦ. τότε θεάσῃ τυγχάνων ἐπὶ τῆς γῆς, ὅτι Θεὸς ἐν οὐρανοῖς πολιτεύεται, τότε μυστήρια Θεοῦ λαλεῖν ἄρξῃ, τότε τοὺς κολαζομένους ἐπὶ τῷ μὴ θέλειν ἀρνήσασθαι θεὸν καὶ ἀγαπήσεις καὶ θαυμάσεις· τότε τῆς ἀπάτης τοῦ κόσμου καὶ τῆς πλάνης καταγνώσῃ, ὅταν τὸ ἀληθῶς ἐν οὐρανῷ ζῆν ἐπιγνῷς, ὅταν τοῦ δοκοῦντος ἐνθάδε θανάτου καταφρονήσῃς, ὅταν τὸν ὄντως θάνατον φοβηθῇς, ὃς φυλάσσεται τοῖς κατακριθησομένοις εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, ὃ τοὺς παραδοθέντας αὐτῷ μέχρι τέλους κολάσει. τότε τοὺς ὑπομένοντας ὑπὲρ δικαιοσύνης θαυμάσεις τὸ πῦρ τὸ πρόσκαιρον καὶ μακαρίσεις, ὅταν ἐκεῖνο τὸ πῦρ ἐπιγνῷς.


XI. Οὐ ξένα ὁμιλῶ οὐδὲ παραλόγως ζητῶ, ἀλλὰ ἀποστόλων γενόμενος μαθητὴς γίνομαι διδάσκαλος ἐθνῶν· τὰ παραδοθέντα ἀξίως ὑπηρετῶ γινομένοις ἀληθείας μαθηταῖς. τίς γὰρ ὀρθῶς διδαχθεὶς καὶ λόγῳ προσφιλὴς γενηθεὶς οὐκ ἐπιζητεῖ σαφῶς μαθεῖν τὰ διὰ λόγου δειχθέντα φανερῶς μαθηταῖς, οἷς ἐφανέρωσεν ὁ λόγος φανείς, παρρησίᾳ λαλῶν, ὐπὸ ἀπίστων μὴ νοούμενος, μαθηταῖς δὲ διηγούμενος, οἳ πιστοὶ λογισθέντες ὑπ᾽ αὐτοῦ ἔγνωσαν πατρὸς μυστήρια; οὗ χάριν ἀπέστειλε λόγον, ἵνα κόσμῳ φανῇ, ὃς ὑπὸ λαοῦ ἀτιμασθείς, διὰ ἀποστόλων κηρυχθείς, ὑπὸ ἐθνῶν ἐπιστεύθη. οὗτος ὁ ἀπ᾽ ἀρχῆς, ὁ καινὸς φανεὶς καὶ παλαιὸς εὑρεθεὶς καὶ πάντοτε νέος ἐν ἁγίων καρδίαις γεννώμενος. οὗτος ὁ ἀεί, ὁ σήμερον υἱὸς λογισθείς, δι᾽ οὗ πλουτίζεται ἡ ἐκκλησία καὶ χάρις ἁπλουμένη ἐν ἁγίοις πληθύνεται, παρέχουσα νοῦν, φανεροῦσα μυστήρια, διαγγέλουσα καιρούς, χαίρουσα ἐπὶ πιστοῖς, ἐπιζητοῦσι δωρουμένη, οἷς ὅρκια πίστεως οὐ θραύεται οὐδὲ ὅρια πατέρων παρορίζεται. εἶτα φόβος νόμου ᾄδεται, καὶ προφητῶν χάρις γινώσκεται, καὶ εὐαγγελίων πίστις ἵδρυται, καὶ ἀποστόλων παράδοσις φυλάσσεται, καὶ ἐκκλησίας χάρις σκιρτᾷ. ἣν χάριν μὴ λυπῶν ἐπιγνώσῃ, ἃ λόγος ὁμιλεῖ δι᾽ ὧν βούλεται, ὅτε θέλει. ὅσα γὰρ θελήματι τοῦ κελεύοντος λόγου ἐκινήθημεν ἐξειπεῖν μετὰ πόνου, ἐξ ἀγάπης τῶν ἀποκαλυφθέντων ἡμῖν γινόμεθα ὑμῖν κοινωνοί.


XII. Οἷς ἐντυχόντες καὶ ἀκούσαντες μετὰ σπουδῆς εἴσεσθε, ὅσα παρέχει ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν ὀρθῶς, οἱ γενόμενοι παράδεισος τρυφῆς, πάγκαρπον ξύλον εὐθαλοῦν ἀνατείλαντες ἐν ἑαυτοῖς, ποικίλοις καρποῖς κεκοσμημένοι. ἐν γὰρ τούτῳ τῷ χωρίῳ ξύλον γνώσεως καὶ ξύλον ζωῆς πεφύτευται· ἀλλ᾽ οὐ τὸ τῆς γνώσεως ἀναιρεῖ, ἀλλ᾽ ἡ παρακοὴ ἀναιρεῖ. οὐδὲ γὰρ ἄσημα τὰ γεγραμμένα, ὡς Θεὸς ἀπ᾽ ἀρχῆς ξύλον γνώσεως καὶ ξύλον ζωῆς ἐν μέσῳ παραδείσου ἐφύτευσε, διὰ γνώσεως ζωὴν ἐπιδιεκνύς· ᾗ μὴ καθαρῶς χρησάμενοι οἱ ἀπ᾽ ἀρχῆς πλάνῃ τοῦ ὄφεως γεγύμνωνται. οὐδὲ γὰρ ζωὴ ἄνευ γνώσεως οὐδὲ γνῶσις ἀσφαλὴς ἄνευ ζωῆς ἀληθοῦς· διὸ πλησίον ἑκάτερον πεφύτευται. ἣν δύναμιν ἐνιδὼν ὁ ἀπόστολος τήν τε ἄνευ ἀληθείας προστάγματος εἰς ζωὴν ἀσκουμένην γνῶσιν μεμφόμενος λέγει· Ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῖ. ὁ γὰρ νομίζων εἰδέναι τι ἄνευ γνώσεως ἀληθοῦς καὶ μαρτυρουμένης ὑπὸ τῆς ζωῆς, οὐκ ἔγνω, ὑπὸ τοῦ ὄφεως πλανᾶται, μὴ ἀγαπήσας τὸ ζῆν. ὁ δὲ μετὰ φόβου ἐπιγνοὺς καὶ ζωὴν ἐπιζητῶν ἐπ᾽ ἐλπίδι φυτεύει, καρπὸν προσδοκῶν. ἤτω σοὶ καρδία γνῶσις, ζωὴ δὲ λόγος ἀληθής, χωρούμενος. οὗ ξύλον φέρων καὶ καρπὸν αἱρῶν τρυγήσεις ἀεὶ τὰ παρὰ Θεῷ ποθούμενα, ὧν ὄφις οὐχ ἅπτεται οὐδὲ πλάνη συγχρωτίζεται· οὐδὲ Εὔα φθείρεται, ἀλλὰ παρθένος πιστεύεται· καὶ σωτήριον δείκνυται, καὶ ἀπόστολοι συνετίζονται, καὶ τὸ κυρίου πάσχα προέρχεται, καὶ καιροὶ συνάγονται καὶ μετὰ κόσμου ἁρμόζονται, καὶ διδάσκων ἁγίους ὁ λόγος εὐφραίνεται, δι᾽ οὗ πατὴρ δοξάζεται· ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. ἀμήν.


Ἡ πρὸς Διόγνητον ἐπιστολή


(Ἡ Πρὸς Διόγνητον Ἐπιστολὴ εἶναι μία ἄγνωστης προελεύσεως ἀπολογητικὴ ἐπιστολὴ τοῦ 2ου αἰώνα. Ἀποτελεῖ ἕνα σύντομο κείμενο ποὺ συνήθως χαρακτηρίζεται ὡς ἐπιστολή, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ ἀποτελεῖ πραγματεία. Ἡ πραγματεία αὐτή, παρὰ τὴν ἀποσιώπησή της μέσα ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγές, ἀποτελεῖ μία σημαντικὴ χριστιανικὴ μαρτυρία, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται πρὸς κάποιο Διόγνητο, ὑποτιθέμενο ἢ τουλάχιστον ἄγνωστο πρὸς ἐμᾶς καὶ χαρακτηρίζεται ὡς λογοτεχνικὸς ἀδάμαντας.)

Ἐπειδὴ βλέπω, ἔξοχωτατε Διόγνητε, ὅτι ἔχεις πάρα πολὺ φροντίδα νὰ μάθης τὴ θεοσέβεια τῶν χριστιανῶν καὶ ζητᾶς πληροφορίες ξεκάθαρες καὶ γιὰ κάθε σημεῖο τῆς ζωῆς τους, σὲ τί Θεὸ πιστεύουν καὶ πῶς ἡ θρησκεία ποὺ ἔχουν τοὺς κάνει νὰ παραβλέπουν τὸν παρόντα κόσµο ὅλοι καὶ νὰ καταφρονοῦν τὸ θάνατο καὶ νὰ θεωροῦν ἀνύπαρκτους τοὺς θεοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ νὰ µὴ φυλᾶνε Ἰουδαϊκοὺς τύπους,

Ἐπειδὴ θέλεις νὰ κατατοπισθῆς στὰ µυστικὰ τῆς φιλοστοργίας ποὺ τρέφουν µἐταξύ τους καὶ νὰ ἐξήγησης πὼς συνέβη αὐτὴ ἡ καινούργια τάξις ἀνθρώπων, αὐτὴ ἡ καινούρια ζωὴ νὰ ἀνθίση στὴν οἰκουµένη τώρα µόλις καὶ ὄχι πρίν, δέχοµαι εὐχάριστα τὴ δίψα σου αὐτὴ καὶ ζητῶ ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ χορηγεῖ σὲ µᾶς καὶ τὸ λόγο καὶ τὴν ἀκοή, νὰ µοῦ δώση τὴ χάρι νὰ σοῦ µιλήσω κατὰ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ σὲ ἰδῶ νὰ ἀνανήφης καὶ νὰ χαρῶ πολὺ πρῶτος ἐγὼ γι' αὐτό.

Ἔλα, λοιπόν, ἀφοῦ καθαρίσεις τὴ διάνοιά σου ἀπ' ὅλους τοὺς µολυσµοὺς ποὺ τὴ µόλυναν ἕως τώρα καὶ τὶς ἀποτηλὲς συνήθειες ἀφοῦ πετάξης ἀπὸ πάνω σου, νὰ γίνης ἀπ' αὐτὴ τὴ στιγµὴ καινὸς ἄνθρωπος, προκειµένου νὰ µαθητεύσης, ὅπως κι' ὁ ἴδιος τὸ ὁµολόγησες, σὲ καινούρια διδασκαλία. Ἄνοιξε τὰ µάτια τῆς ψυχῆς σου γιὰ νὰ ἰδῆς τί ὑπόστασι ἔχουν καὶ τί λογῆς εἶναι οἱ θεοὶ ποὺ πιστεύετε καὶ προσκυνᾶτε. Ἀπὸ τί εἶναι καµωµένοι; Ὁ ἕνας ἀπὸ πέτρα, ὅµοια µ' ἐκεῖνες ποὺ πατᾶµε, ὁ ἄλλος ἀπὸ χαλκὸ ὄχι καλύτερον ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ φτιάχνουµε τὰ οἰκιακὰ σκεύη, ὁ ἄλλος ἀπὸ ξύλο ποὺ σαπίζει ἀργὰ ἡ γρήγορα, ὁ ἄλλος ἀπὸ ἀσήµι ποὺ χρειάζεται ἄνθρωπο νὰ τὸ φυλάη ἀπὸ τὴν κλοπή, ὁ ἄλλος ἀπὸ σίδερο ποὺ ἡ σκουριὰ τὸ τρώει, ὁ ἄλλος ἀπὸ ὄστρακο σὲ τίποτε εὐπρεπέστερο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ χρησιµοποιοῦνται στὶς ποταπότερες ἀνάγκες. 


Ὅλοι αὐτοὶ οἱ θεοὶ εἶναι φτιαγµένοι ἀπὸ φθαρτὴ ὕλη. Τὸ σίδερο καὶ ἡ φωτιὰ τοὺς ἔκαµε. Ἄλλους ὁ γλύπτης, ἄλλους ὁ γύφτος, ἄλλους ὁ χρυσοχόος, ἄλλους ὁ ἀγγειοπλάστης τοὺς δηµιούργησε. Πρὶν τοὺς δουλέψουν τὰ χέρια αὐτῶν τῶν τεχνιτῶν καὶ τοὺς δώσουν µορφή, τί ἦσαν; Καὶ τὰ σκεύη ποὺ εἶναι φτιαγμένα ἀπὸ τὴν ἴδια ὕλη μ' αὐτοὺς τοὺς θεούς, ἂν τὰ ξαναχύσουν οἱ τεχνίτες δὲν τὰ φτιάχνουν κι αὐτὰ θεούς; Κι οἱ τωρινοὶ θεοὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνουν στὰ χέρια τῶν ἴδιων τεχνιτῶν σκεύη οἰκιακά; Οἱ θεοὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι ὅλοι κουφοί; Ὅλοι τυφλοί; Ὅλοι ἄψυχοι; Ὅλοι ἀναίσθητοι; Ὅλοι ἀκίνητοι; Ὅλοι φθαρτοί; Αὐτὰ τὰ ξόανα τὰ ὀνομάζετε θεούς, τὰ ὑπηρετεῖτε ὡς δοῦλοι, τὰ προσκυνεῖτε καὶ τ' ἀντιγράφετε στὴ ζωή σας.

Μισεῖτε τοὺς χριστιανούς, διότι δὲν τὰ πιστεύουν γιὰ θεούς. Κι ὅμως, σεῖς ποὺ θαρρεῖτε ὅτι τὰ λατρεύετε, τὰ καταφρονεῖτε περισσότερο ἀπὸ τοὺς χριστιανούς. Τὰ χλευάζετε καὶ τὰ ὑβρίζετε περισσότερο ἀπό μᾶς, ὅταν ὅσα ἀπ' αὐτὰ εἶναι πέτρινα καὶ ὀστράκινα τ' ἀφήνετε ἀφύλαχτα κι ὅσα εἶναι ἀσημένια ἤ χρυσᾶ τὰ διπλοκλειδώνετε καὶ τοὺς βάζετε νύχτα μέρα φύλακες γιὰ νὰ μὴ κλαποῦν. Καὶ μὲ τὶς τιμὲς ποὺ τοὺς προσφέρετε, ἂν μὲν αἰσθάνονται, τὰ στενοχωρεῖτε μᾶλλον παρὰ τὰ εὐχαριστεῖτε κι ἂν εἶναι ἀναίσθητα κυττᾶτε νὰ τὰ ξυπνήσετε μὲ αἵματα καὶ κνίσες. Ἂς τὰ ὑπομείνει κανεὶς ἀπὸ σᾶς κάτι τέτοια, ἂς βάλη τὸν ἑαυτό του στὴ θέση ἐκείνων. Ἀλλὰ δὲν θὰ βρεθεῖ βέβαια ἄνθρωπος νὰ ἀνεχθῆ τέτοια τιμωρία, διότι ἔχει αἴσθηση καὶ λογικό. Ἐνῶ ἡ πέτρα τὴν ἀνέχεται, ἐπειδὴ εἶναι πρᾶγμα ἀναίσθητο. Ἔτσι. λοιπόν, δὲν ὑποτείνεσθε στὴν αἴσθηση τῆς πέτρας οὔτε τὴν ἀποδείχνετε.

Γιὰ τὸ ὅτι, λοιπόν, οἱ χριστιανοὶ δὲν μποροῦν νὰ ὑποδουλωθοῦν σὲ τέτοιους θεοὺς πολλὰ ἄλλα θὰ εἶχα νὰ πῶ. Ἀλλὰ μετὰ ἀπ’ ὅσα εἶπα ἤδη, ἂν κανεὶς τὰ θεωρῆ λίγα, περιττεύει κάθε παρὰ πέρα λόγος.

Κατόπιν ποθεῖς διακαῶς νὰ μάθης, ὅπως νομίζω, γιατί οἱ χριστιανοὶ δὲν θρησκεύονται ὅμοια μὲ τοὺς Ἰουδαίους. Οἱ Ἰουδαῖοι, εἶναι ἀλήθεια, ὅτι δὲν μετέχουν στὴν ἴδια λατρεία πού προανέφερα. Σωστὰ ὁμολογοῦν κι ἀναγνωρίζουν ἕνα Θεὸ καὶ Δεσπότη. Ἀλλὰ ὁμοιότροπα μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες τοῦ ἐκδηλώνουν τὴ λατρεία τους κι αὐτὸ εἶναι ἡ πλάνη τους. Οἱ ἐθνικοὶ μὲ τὶς τιμὲς ποὺ προσφέρουν στ' ἀναίσθητα καὶ κουφὰ εἴδωλα δείχνουν τὴν ἀφροσύνη τους. Ἀνάλογη μωρία δείχνουν καὶ οἱ ἰουδαῖοι ὅταν προσφέρουν τὶς ἴδιες τιμὲς στὸν Θεὸ σὰν νὰ εἶχε ἀνάγκη ἀπ' αὐτές. Διότι ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς, αὐτὸς ποὺ μᾶς τὰ χορηγεῖ ὅλα ὅσα ἔχουμε ἀνάγκη, τίποτε δὲν χρειάζεται ὁ ἴδιος καὶ ὁ ἴδιος δίνει ἐκεῖνα ποὺ τοῦ προσφέρουν οἱ πλανεμένοι ἰουδαῖοι. Τοῦ προσφέρουν θυσίες μ' αἷμα καὶ κνίσα καὶ ὁλοκαυτώματα καὶ θαρροῦν ὅτι ἔτσι τὸν γεραίρουν καὶ τὸν τιμοῦν, μοιάζοντας ἀκριβῶς μ' ἐκείνους ποὺ δείχνουν τὴν ἴδια προθυμία στ' ἄψυχα εἴδωλα. Οἱ μὲν προσφέρουν σὲ ψεύτικους θεούς, ποὺ δὲν μποροῦν ν' ἀπολαύσουν τὰ προσφερόμενα, οἱ δὲ προσφέρουν στὸν Θεὸ πράγματα ποὺ δὲν τὰ ἔχει ἀνάγκη,

Ἐξ ἄλλου δὲν νομίζω ὅτι περιμένεις ἀπὸ μένα νὰ μάθης πόσο καταγέλαστα καὶ τιποτένια πράγματα εἶναι ἡ περίφοβη λεπτολογία τους ὡς πρὸς τὰ φαγητά, ἡ δεισιδαιμονία τους γιὰ τὰ Σάββατα, ἡ ἀλαζονεία τῆς περιτομῆς, ἡ εἰρωνεία τῆς νηστείας, καὶ νουμηνίας. Δὲν εἶναι ἀσέβεια τάχα νὰ παραδέχονται ἀπ' ὅσα ἔχτισε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιοῦν οἱ ἄνθρωποι ὁρισμένα ὡς καλὰ καὶ ὁρισμένα νὰ μὴ τ' ἀγγίζουν κἄν ὡς ἄχρηστα καὶ περιττά; Πῶς δὲν εἶναι ἀσέβεια νὰ λένε ὅτι τάχα ὁ Θεὸς ἀπαγορεύει τὴν ἀγαθοεργία κατὰ τὸ Σάββατο ; Καὶ πῶς νὰ μὴ τοὺς κατηγορήσει κάνεις ὅταν περηφανεύονται γιὰ λίγη κομμένη σάρκα,, θεωρώντας αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ὡς σημάδι τῆς ἐκλογῆς τους ἀπὸ τόνο; Καὶ ὅταν τοὺς βλέπει κανεὶς νὰ παραφυλᾶνε τ' ἄστρα καὶ τό φεγγάρι γιὰ νὰ ὁρίζουν σύμφωνα μὲ τὶς τροχιὲς τῶν οὐρανίων σωμάτων τοὺς μῆνες καὶ τὶς μέρες καὶ νὰ παίρνουν ἀπὸ τὴ θεία οἰκονομία ποὺ ὑπάρχει μέσα στὴ φύσι κι ἀπὸ τὶς ἀλλαγὲς τῶν ἐποχῶν αὐθαίρετες διαιρέσεις σύμφωνες μὲ τὶς διαθέσεις ποὺ ἔχουν κάθε φορὰ κι ἔτσι ἄλλοτε νὰ γιορτάζουν κι ἄλλοτε νὰ πενθοῦν, ποιὸς θὰ τὰ πῆ αὐτὰ τὰ πράγματα δείγματα θεοσέβειας κι ὄχι ἀφροσύνης;

Νομίζω, λοιπόν, ὅτι κατάλαβες ἀρκετὰ γιατί ἔχουν δίκιο οἱ χριστιανοὶ νὰ στέκονται μακριὰ τόσο ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρικὴ χοντροκοπιὰ καὶ ἀπάτη ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν πολυπραγμοσύνη καὶ τὴν ἀλαζονεία τῶν ἰουδαίων.

Ὅσο γιὰ τὸ τὸ μυστήριο τῆς δικῆς τους θεοσέβειας μὴ περιμένης νὰ τὸ μάθης ἀπὸ ἄνθρωπο. Διότι οἱ χριστιανοὶ οὔτε ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ κατοικοῦν οὔτε ἀπὸ τὴ γλώσσα ποὺ μιλοῦν οὔτε ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ζωὴ τους διακρίνονται ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Οὔτε πόλεις ἰδιαίτερες ἔχουν οὔτε διάλεκτο ξεχωριστὴ οὔτε ζωὴ κάνουν φανταχτερή.. Ἡ θρησκεία τους εἶναι κάτι ποὺ δὲν τὸ ἐπινόησε ἀνθρώπινο μυαλὸ καὶ δὲν τὸ καθίδρυσε ἀνθρώπινη φροντίδα οὔτε ἀνθρώπινη ἰδεολογία ἀκολουθοῦν ὅπως ὁρισμένοι φιλοσοφοῦντες. Κατοικοῦν σὲ πόλεις ἑλληνικὲς καὶ βάρβαρες, ποὺ ἔλαχε ὁ καθένας τους, ἀκολουθώντας τὶς τοπικὲς συνήθειες στὰ φορέματα καὶ στὸ φαγητὸ καὶ στὸν ὑπόλοιπο βίο κι ὅμως ἡ πολιτεία τους φανερώνεται θαυμαστὴ καὶ ὁμολογουμένως παράδοξη.

Πατρίδα τους ἔχουν κι αὐτοὶ ἕνα ὁρισμένο τόπο, ἀλλὰ ὡς πάροικοι. Μετέχουν σὲ ὅλα ὡς πολίται καὶ ὅλα τὰ ὑπομένουν ὡς ξένοι. Κάθε ξένος τόπος εἶναι πατρίδα τους καὶ κάθε πατρίδα τους ξένος τόπος. Παντρεύονται ὅπως ὅλοι, κάνουν παιδιά, ἀλλὰ δὲν τ' ἀπορίχνουν. Κάθονται σὲ κοινὸ τραπέζι, ἄλλα δὲν ἔχουν κοινὴ κοίτη. Ἐν σαρκί βρίσκονται, ἄλλα ζοῦν οὐ κατὰ σάρκα. Στὴ γῆ περνοῦν τὶς μέρες τους, ἄλλα στὸν οὐρανὸ πολιτεύονται. Ὑπακούουν στοὺς νόμους τοῦ κράτους, ἄλλα μὲ τὴ ζωὴ τους νικοῦν τοὺς νόμους. Ἀγαποῦν ὅλους καὶ ὅλοι τοὺς καταδιώκουν. Δὲν τοὺς ξέρουν καὶ ὅμως τοὺς καταδικάζουν. Τοὺς θανατώνουν καὶ ζωοποοῦνται. Πτωχεύουσι καὶ πλουτίζουσι πολλούς. Ἀπὸ ὅλα στεροῦνται καὶ ὅλα τὰ ἔχουν περίσσια. Ἀτιμῶνται καὶ ἡ ἀτιμία τοὺς δοξάζει. Βλασφημοῦνται καὶ βγαίνουν δικαιωμένοι. Λοιδοροῦνται καὶ εὐλογοῦσιν. Ὑβρίζονται καὶ τιμοῦν. Ἀγαθοποιοῦν καὶ τιμωροῦνται ὡς κακοποιοί. Τιμωροῦνται καὶ χαίρουν ὡς ζωοποιούμενοι. Οἱ ἰουδαῖοι τοὺς πολεμοῦν ὡς ἀλλοφύλους καὶ οἱ εἴδωλολάτραι τοὺς διώκουν καὶ ὅλοι αὐτοὶ ποὺ τοὺς μισοῦν δὲν ξέρουν τὴν αἰτία τῆς ἔχθρας τους.

Δὲν τοὺς δόθηκε οὔτε βάλθηκαν νὰ φυλᾶνε θνητὸ ἐπινόημα κι ἀνθρώπινη θρησκεία. Ἀλλ' ὁ ἴδιος ἀληθινὰ ὁ παντοδύναμος καὶ κτίστης τῶν πάντων καὶ ἀόρατος Θεὸς φύτεψε στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ καλλιεργεῖ τὴν οὐράνια ἀλήθεια καὶ τὸν λόγο τὸν ἅγιο καὶ ἄχωρετο στὸν νοῦ.

Καὶ δὲν ἔστειλε, ὅπως εἶναι φυσικὸ νὰ σκεφθῆ κανείς, στοὺς ἀνθρώπους κάποιον ὑπηρέτη ἀπὸ τὶς ἀσώματες δυνάμεις, ποὺ διέπουν τὰ ἐπίγεια καὶ κρατοῦν τὴν οὐράνια τάξι, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν τεχνίτη καὶ δημιουργὸ τῶν πάντων. Ἐκεῖνον γιὰ τὸν ὁποῖον καὶ μέσω τοῦ ὁποίου ἔκτισε τὸ στερέωμα καὶ μάνδρωσε τὴ θάλασσα μὲ τὶς ἀκρογιαλιές, τοῦ ὁποίου τὰ μυστήρια φυλάγονται πιστὰ ἀπὸ ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, ἀπὸ τὸν ὁποῖον προστάχθηκε ὁ ἥλιος νὰ ἀκολουθῆ τὶς τροχιές του, στὸν ὁποῖον πειθαρχεῖ τὸ φεγγάρι βγαίνοντας τὶς νύχτες, στὸν ὁποῖον ὑπακούουν τὰ ἄστρα ἀκολουθώντας τὸν δρόμο τοῦ φεγγαριοῦ. Ἐκεῖνον, στὸν ὁποῖον καὶ γιὰ τὸν ὁποῖον ἔχουν συναρμολογηθῆ τὰ πάντα καὶ καθορισθῆ καὶ ὑποταχθῆ, οἱ οὐρανοὶ καὶ ὅσα εἶναι στοὺς οὐρανούς, ἡ γῆ καὶ ὅσα εἶναι στὴ γῆ, ἡ θάλασσα καὶ ὅσα εἶναι στὴ θάλασσα, ἡ φωτιά, ὁ ἀέρας, ἡ ἄβυσσος, ὅσα εἶναι σὲ ὕψη, ὅσα εἶναι σὲ βάθη καὶ ὅσα βρίσκονται ἀνάμεσα. Ἐκεῖνον ἔστειλε στοὺς ἀνθρώπους.

Καὶ τὸν ἔστειλε τάχα, ὅπως εἶναι φυσικὸ νὰ συλλογισθῆ κανείς, γιὰ νὰ προξενήση ἔτσι φόβο, κατάπληξι καὶ συμμάζεμα; Κάθε ἄλλο. Ἴσα-ἴσα μὲ ἐπιείκεια καὶ πραότητα ὁ βασιλεὺς ἔστειλε τὸν βασιλέα υἱό του, τὸν ἔστειλε ὡς Θεὸ ἀλλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπο στοὺς ἀνθρώπους, τὸν ἔστειλε ὡς σωτήρα, τὸν ἔστειλε γιὰ νὰ πείση κι ὄχι νὰ ἐκβίαση. Διότι ἡ βία δὲν ταιριάζει στὸν Θεό. Τὸν ἔστειλε γιὰ νὰ καλέση, ὄχι γιὰ νὰ καταδίωξη. Τὸν ἔστειλε ἀπὸ ἀγάπη κι ὄχι γιὰ νὰ κρίνη. Θὰ τὸν ξαναστείλη γιὰ νὰ κρίνη καὶ τότε τὴν παρουσία του ποιὸς θὰ τὴν βαστάξη;

Δὲν βλέπεις τοὺς χριστιανοὺς νὰ ρίχνονται στὰ θηρία γιὰ ν' ἀρνηθοῦν τὸν Κύριο καὶ ὅμως νὰ μὴ νικῶνται; Δὲν βλέπεις ὅτι ὅσο περισσότεροι τιμωροῦνται, τόσο περισσότεροι γίνονται; Αὐτὰ δὲν εἶναι ἀνθρώπινα φαινόμενα. Αὐτὰ ἐξηγοῦνται μονάχα μὲ τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ εἶναι φανερώματα τῆς ἴδιας του τῆς παρουσίας.

Ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους θὰ μποροῦσε νὰ γνωρίζη στὸ βάθος τί εἶναι ὁ Θεός, πρὶν ὁ Χριστὸς ἔλθη; παραδέχεσαι τὰ κούφια λόγια τῶν σπουδαίων φιλοσόφων, ποὺ μοιάζουν μὲ παραληρήματα, ὅταν ἄλλοι ἀπ' αὐτοὺς εἶπαν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πῦρ (ἐκεῖ ποὺ θὰ πήγαιναν οἱ ἴδιοι, αὐτὸ τὸ ὀνόμασαν θεό), ἄλλοι νερὸ κι ἄλλοι διάφορα ἄλλα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἀκριβῶς κτίσθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό; Μὰ ἂν κάποια ἀπ' αὐτὲς τὶς θεωρίες γίνη ἀποδεκτή, τότε μὲ τὸ ἴδιο δικαίωμα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι Θεὸς καὶ ἕνα ὁποιοδήποτε ἄλλο κτίσμα.

Ἀλλά, βέβαια, ὅλα αὐτὰ εἶναι ταχυδακτυλουργίες καὶ καμώματα ἀπατεώνων θαυματοποιῶν. Κανεὶς ἄνθρωπος οὔτε εἶδε οὔτε γνώρισε τὸν Θεό, ἀλλ' ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος φανέρωσε τὸν ἑαυτό του. Καὶ τὸν φανέρωσε διὰ τῆς πίστεως. Μονάχα μὲ τὴν πίστι μᾶς ἔχει δοθῆ ὁ τρόπος νὰ βλέπουμε τὸν Θεό. Ὁ δεσπότης καὶ δημιουργὸς τῶν ὅλων Θεός, ποὺ ἔφτιαξε τὰ πάντα καὶ τὰ ξεχώρισε σὲ εἴδη, δὲν ὑπῆρξε μόνο φιλάνθρωπος, ἄλλα καὶ μακρόθυμος. Ἀλλὰ καὶ ἦταν ἀνέκαθεν τέτοιος καὶ εἶναι καὶ θὰ εἶναι χρηστὸς καὶ ἀγαθὸς καὶ ἀνόργιστος καὶ ἀληθινός, καὶ μόνος ἀγαθὸς εἶναι. Κι ἀφοῦ ἐννόησε κάποια μεγάλη καὶ ἀνείπωτη ἔννοια, τὴν ἀνεκοίνωσε μονάχα στὸν υἱό του. Καὶ ὅσο διάστημα φύλαγε μέσα σὲ μυστήριο καὶ κρατοῦσε κρυφὴ τὴ σοφή του ἀπόφασι, φαινόταν πὼς ἀμελοῦσε καὶ δὲν φρόντιζε γιά μᾶς. Μὰ ὅταν ἀπεκάλυψε μέσω τοῦ ἀγαπητοῦ του παιδιοῦ καὶ φανέρωσε ἐκεῖνα ποὺ εἶχε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἑτοιμασμένα, ὅλα μονομιᾶς μᾶς τὰ χάρισε, δηλαδὴ καὶ νὰ μετέχουμε στὶς εὐεργεσίες του καὶ νὰ δοῦμε καὶ νὰ ἐννοήσουμε ἐκεῖνα ποὺ κανεὶς ἕως τότε δὲν εἶχε οὔτε κἄν φαντασθῆ.

Ἀφοῦ, λοιπόν, εἶχε καταστρώσει τὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας μὲ τὸν υἱό του, ἕως χθὲς μᾶς ἄφηνε νὰ παίρνουμε τὸν κατήφορο τῆς ἀπιστίας, ποὺ τόσο τὸν θέλαμε, παρασυρμένοι ἀπὸ ἡδονὲς καὶ ἐπιθυμίες. Ὄχι βέβαια διότι ἀρεσκόταν στὶς ἁμαρτίες μας, ἄλλα τὶς ἀνεχόταν.. Δὲν συνευδοκοῦσε σ' ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τῆς ἀδικίας, ἀλλὰ δημιουργοῦσε τὴν τωρινὴ ἐποχὴ τῆς δικαιοσύνης, ὥστε ἔχοντας ἀποδειχθῆ τὸν πρῶτο καιρὸ ἀπὸ τὰ ἴδια μας τὰ ἔργα ὡς ἀνάξιοι τῆς ζωῆς, τώρα ν' ἀξιωθοῦμε τὴ χρηστότητα τοῦ Θεοῦ κι ἀφοῦ στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτὸ μας βεβαιωθοῦμε γιὰ τὸ πόσο ἀδύνατο ἦταν εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τώρα μὲ τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ νὰ μποῦμε σ' αὐτή.

Ἡ ἀδικία μας εἶχε ἀποκορυφωθῆ καὶ συμπληρωθῆ. Εἶχε γίνει κατάδηλο ὅτι τὸ κατάντημά μας δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν κόλασι καὶ τὸν θάνατο. Ἀλλὰ ἦλθε ἡ ὥρα ποὺ ὁ Θεὸς εἶχε προορίσει γιὰ νὰ φανέρωση τὴ χρηστότητα καὶ τὴ δύναμί του (ὦ ἀπροσμέτρητη φιλανθρωπία καὶ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ!. Δὲν μᾶς μίσησε, δὲν μᾶς ἀπεδοκίμασε, δὲν μνησικάκησε. Ἀλλὰ μακροθύμησε, ἀνέχθηκε καὶ μέσα στὸ ἔλεός του ἐπωμίσθηκε ὁ ἴδιος τὶς ἁμαρτίες μας, δίνοντας τὸν υἱὸ του λύτρο γιά μᾶς, τὸν ἅγιο ὑπὲρ τῶν ἀνόμων, τὸν ἄκακο ὑπὲρ τῶν κακῶν, τὸν δίκαιον ὑπὲρ τῶν ἀδίκων, τὸν ἄφθαρτο ὑπὲρ τῶν φθαρτῶν, τὸν ἀθάνατο ὑπὲρ τῶν θνητῶν. Διότι τί ἄλλο μπόρεσε νὰ καλύψη τὶς ἁμαρτίες μας παρὰ ἡ δικαιοσύνη ἐκείνου;

Πάνω σὲ ποιὸν θὰ μπορούσαμε νὰ δικαιωθοῦμε ἐμεῖς οἱ ἄνομοι καὶ ἀσεβεῖς παρὰ μονάχα πάνω στὸν υἱὸ τοῦ Θεοῦ; Ὢ γλυκὺ ἀντάλλαγμα, ὢ ἀνεξιχνίαστη δημιουργία, ὢ ἀπροσδόκητες εὐεργεσίες! Ἡ ἀνομία τῶν πολλῶν νὰ κρυβῆ ἀπὸ ἕνα δίκαιον, ἡ δικαιοσύνη ἑνὸς νὰ δικαίωση πολλοὺς ἀνόμους. Ἀφοῦ μᾶς ἔκανε ὁ Θεὸς νὰ δοῦμε προτύτερα πόσο ἀδύνατο στὴ φύσι μας ἦταν νὰ πετύχουμε τὴ ζωὴ καὶ τώρα μᾶς χάρισε σωτήρα ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς λύτρωση ὄντας ἀπολύτως ἀδύνατο νὰ σωθοῦμε μόνοι μας, καὶ ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ θέλησε νὰ πιστεύουμε τὴ χρηστότητά του καὶ νὰ τὸν ἀναγνωρίζουμε τροφέα, πατέρα, διδάσκαλο, σύμβουλο, ἰατρό, νοῦ, φῶς, τιμή, δόξα, δύναμι, ζωή, χωρὶς νὰ μεριμνᾶμε γιὰ τὸ τί θὰ ντυθοῦμε καὶ τί θὰ φᾶμε.

Αὐτὴ τὴν πίστι ἂν ποθήσης καὶ σύ, θὰ ἀπόκτησης πρῶτα πρῶτα τὴν ἐπίγνωσι τοῦ πατρός. Διότι ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους ἀγάπησε, γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχτισε τὸν κόσμο, στοὺς ὁποίους ὑπέταξε ὅλα ὅσα εἶναι πάνω στὴ γῆ, στοὺς ὁποίους ἔδωσε λόγο καί νοῦ, στοὺς ὁποίους μόνους ἀξίωσε νὰ βλέπουν πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν ἴδιο, τοὺς ὁποίους ἔπλασε ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴν εἰκόνα, πρός τοὺς ὁποίους ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ, στοὺς ὁποίους ὑποσχέθηκε τὴν οὐράνια βασιλεία καὶ θὰ τοὺς τὴ χαρίση ἂν τὸν ἀγαπήσουν. Ὅταν πάρης ἐπίγνωσι ὅλων αὐτῶν, δὲν ξέρεις τί χαρὰ θὰ νοιώσης. Καὶ πῶς θ' ἀγαπήσης ἐκεῖνον ποὺ τόσο σ' ἀγάπησε πρὶν ἀπό τοὺς αἰῶνες; Ἄλλα ἀγαπώντας τον θὰ γίνης μιμητὴς τῆς χρηστότητάς του.

Καὶ μὴν ἀπορήσης γιὰ τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ καὶ γίνεται μιμητὴς τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ, διότι θέλει ὁ Θεός. Δὲν μιμεῖται τὸν Θεὸ ἐκεῖνος ποὺ καταδυναστεύει τοὺς διπλανούς του, ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἐκμεταλλεύεται, ἐκεῖνος ποὺ πλουτεῖ εἰς βάρος τους, ἐκεῖνος ποὺ τοὺς πατεῖ μέ τὸ πέλμα του. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴ θεία μεγαλειότητα. Ἀλλὰ μιμητὴς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σηκώνει τὸ βάρος τοῦ διπλανοῦ του, ποὺ εὐεργετεῖ τοὺς ἀδυνάτους, ποὺ παίρνοντας ἀπὸ τὸν Θεὸ χορηγεῖ σ' ὅσους ἔχουν ἀνάγκη καὶ γίνεται σὰν θεὸς των.



Τότε θὰ δῆς, ἐνῶ θὰ εἶσαι στὴ γῆ, τὸν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ, τότε θ' ἄρχισης νὰ λαλῆς τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, τότε θ' ἀγαπήσης καὶ θὰ θαυμάσης αὐτοὺς ποὺ τόσα ὑποφέρουν γιὰ νὰ μὴ τὸν ἀρνηθοῦν. Τότε θὰ καταλάβης. τὴν ἀπάτη καὶ τὴν πλάνη τοῦ κόσμου, ὅταν νοιώσης τὴν οὐράνια ζωή, ὅταν καταφρόνησης τὸν φαινομενικὸ ἐδῶ κάτω θάνατο, ὅταν φοβηθῆς τὸν πραγματικὸ θάνατο, ποὺ ἐπιφυλάσσεται σ' ὅσους πρόκειται νὰ καταδικασθοῦν στὸ πῦρ τὸ αἰώνιο, στὴ φωτιὰ ποὺ ἕως τὸ τέλος θὰ καίη, ἐκείνους ποὺ θὰ τῆς παραδοθοῦν. Τότε θὰ θαυμάσης αὐτοὺς ποὺ ὑπομένουν γιὰ τὴ δικαιοσύνη τὸ πρόσκαιρο πῦρ καὶ θὰ τοὺς μακαρίσης, ὅταν καταλάβης ἐκεῖνο τὸ πῦρ τί πράγματι εἶναι.

Ἡ Πρὸς Διόγνητον Ἐπιστολὴ εἶναι μία ἄγνωστης προελεύσεως ἀπολογητικὴ ἐπιστολὴ τοῦ 2ου αἰώνα. Ἀποτελεῖ ἕνα σύντομο κείμενο ποὺ συνήθως χαρακτηρίζεται ὡς ἐπιστολή, ἀλλὰ οὐσιαστικὰ ἀποτελεῖ πραγματεία[1]. Ἡ πραγματεία αὐτή, παρὰ τὴν ἀποσιώπησή της μέσα ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγές, ἀποτελεῖ μία σημαντικὴ χριστιανικὴ μαρτυρία, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται πρὸς κάποιο Διόγνητο, ὑποτιθέμενο ἢ τουλάχιστον ἄγνωστο πρὸς ἐμᾶς καὶ χαρακτηρίζεται ὡς λογοτεχνικὸς ἀδάμαντας[2].

Σχετικὰ μὲ τὴν Ἐπιστολή

Τὸ ἱστορικὸ εὕρεσης τῆς ἐπιστολῆς

Ἡ Ἐπιστολὴ πρὸς Διόγνητον δὲν παρουσιάζεται σὲ ἀρχαῖες πηγές, ἐμφανίζεται δὲ στὸ προσκήνιο σὲ νεώτερους χρόνους καὶ ἰδίως περὶ τὸν 15ο αἰώνα καὶ πρὸ τῆς Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινούπολης. Διασώστης τοῦ χειρογράφου αὐτοῦ εἶναι ὁ λατίνος κληρικὸς Thomas d' Arrezzo, ὁ ὁποῖος τὸ βρῆκε στὴν Κωνσταντινούπολη ὅταν τὴν ἐπισκέφτηκε κατὰ τὸ 1436. Ὁ Κώδικας ποὺ διέσωσε εἶναι ὁ Argentoratensis Gr. 9, ποὺ χρονολογήθηκε τὸν 14ο αἰώνα καὶ ὁ ὁποῖος τοποθετήθηκε στὴ Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Στρασβούργου. Ὁ Arrezzo ἰσχυρίστηκε πὼς βρῆκε τὸ χειρόγραφο αὐτὸ σὲ ἕνα ἰχθυοπωλεῖο, ἀλλὰ μᾶλλον κάτι τέτοιο δὲν ἀπηχεῖ στὴν πραγματικότητα, ὄχι μόνο διότι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη σπάνιζε τὸ χαρτὶ καὶ λόγω τῆς ἀγάπης τῶν Βυζαντινῶν πρὸς τὰ βιβλία, ἀλλὰ καὶ λόγο τῆς γνωστῆς περίστασης τῆς ὑπεξαίρεσης πολύτιμων χειρογράφων ἀπὸ δυτικοὺς οἱ ὁποῖοι συνήθως κατέφευγαν στὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι κάπου τὰ βρῆκαν. Ἐν πάση περιπτώσει τὸ κείμενο διαφυλάχθηκε στὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Στρασβούργου, ἀλλὰ τελικῶς καταστράφηκε μετὰ ἀπὸ τὸ βομβαρδισμὸ τοῦ Πρωσικοῦ στρατοῦ τὸ 1870. Ὁ Κώδικας μάλιστα δὲν περιεῖχε μόνο τὴν πραγματευόμενη ἐπιστολή, ἀλλὰ συνολικὰ 22 ἀπολογητικὰ καὶ ἀντιαιρετικὰ τεμάχια. 


Χρονολογία, προέλευση καὶ ἀποδέκτης τῆς ἐπιστολῆς

Μέχρι καὶ σήμερα ἐρευνητὲς καὶ θεολόγοι δὲν ἔχουν καταφέρει νὰ συμφωνήσουν σχετικὰ μὲ τὸ πότε καὶ ἀπὸ ποιὸν γράφτηκε ἡ ἐπιστολὴ αὐτή, ἀλλὰ καὶ πρὸς ποιὸν παραδόθηκε μὲ βεβαιότητα. Αὐτὸ συμβαίνει διότι γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ βγάλουμε ἀσφαλὲς συμπέρασμα, πρέπει νὰ στηριχθοῦμε ἐξ ὁλοκλήρου στὶς πληροφορίες ποὺ παίρνουμε ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ καὶ οἱ ὁποῖες μόνο μὲ ἔμμεσο τρόπο μποροῦν νὰ μᾶς ὁδηγήσουν σὲ μία τέτοια κατεύθυνση. Οἱ μαρτυρίες ὅμως αὐτὲς κρίνονται ἰδιαίτερα ἐπισφαλεῖς[3]. Τὸ κείμενο στὸ χειρόγραφο τοῦ Arezzo κατεῖχε τὴν πέμπτη θέση μετὰ ἀπὸ τέσσερα ἔργα ποὺ ψευδεπιγράφως ἀποδίδονταν στὸν Ἰουστίνο. Ὁ Ἰουστίνος ὅμως ἀπορρίπτεται ὡς συγγραφέας, διότι ἂν κάτι τέτοιο συνέβαινε θὰ μνημονευόταν στὰ ἱστορικὰ ντοκουμέντα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀπορρίφθηκε ὁ Ἰουστίνος, ἡ σκέψη τῶν ἐρευνητῶν κινήθηκε ἀνάμεσα σὲ πολλοὺς συγγραφεῖς, χωρὶς νὰ ἐπέλθει μία ὁριστικὴ συμφωνία. Μὲ βάση τὴ συνολικὴ εἰκόνα ποὺ λαμβάνουμε ἀπὸ τὸ σύγγραμα, ἡ ἐπιστολὴ πρέπει νὰ συντάχθηκε μεταξύ τοῦ 175 καὶ 200[4]. Ὁ συγγραφέας μέσα ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ διαφαίνεται νὰ ἔχει γνώση τῆς ἀπολογίας τοῦ Ἀριστείδη τοῦ Ἀθηναίου, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Κλήμη Ἀλεξανδρείας ὁ ὁποῖος προερχόταν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, κάτι ποὺ ἴσως νὰ σημαίνει ὅτι ὁ συγγραφέας τῆς ἀπολογίας ἦταν Ἀθηναῖος, ἐνῶ δὲν εἶναι ἀβάσιμο νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι πρόκειται γιὰ μαθητὴ τοῦ Ἀριστείδη ἢ τοῦ Ἀθηναγόρα ἢ ἀκόμα καὶ διδάσκαλο τοῦ Κλήμεντος[5].

Τὸ ἕτερο σημεῖο τῆς ἱστορικῆς ἔρευνας περὶ τῆς ἐπιστολῆς, εἶναι τὸ ποιὸς τελικῶς ἦταν ὁ ἀποδέκτης. Ἡ ἐπιστολὴ ἀπευθύνεται πρὸς κάποιο Διόγνητο μὲ ἀποτέλεσμα πολλοὶ ἐρευνητὲς νὰ θεωροῦν πὼς αὐτὴ ἀποδόθηκε στὸ δάσκαλο τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου. Ὅμως ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ σκεπτιστικές. Ἀφενὸς τὸ ὄνομα Διόγνητος ἦταν ἕνα ἀρκετὰ διαδεδομένο ὄνομα στὴν ἐποχὴ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὑπάρχουν σὲ ἱστορικὰ ντοκουμέντα περισσότεροι ἀπὸ 10 ἐπίσημοι γνωστοὶ ἄνθρωποι ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα Διόγνητος, ἀφετέρου ἡ ἀναφορὰ "κράτιστος Διόγνητος" ὑποστηρίζεται ὅτι πιθανῶς ἀναφέρεται σὲ πρόσωπο ποὺ κατεῖχε ἐπίσημη θέση. Ἄλλοι ἐρευνητὲς θεωροῦν πὼς τὸ Διόγνητος εἶναι μία γενικὴ ἀναφορὰ πρὸς κάθε εἰδωλολάτρη (διόγνητος, διογεννημένος), τὴ στιγμὴ ποὺ μέσα ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ διαφαίνεται πὼς ὁ παραλήπτης ἔχει ζητήσει μία σχετικὴ ἐνημέρωση περὶ τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, κάτι ποὺ δύσκολα μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε ἂν ὄντως συνέβη ἀπὸ τὸ δάσκαλο τοῦ Αὐρηλίου. Ἔτσι θὰ λέγαμε ὅτι εἶναι σχετικὰ ἐπισφαλὲς νὰ συμπεράνουμε στὸν ποιὸν τελικὰ παραδόθηκε αὐτὴ ἡ ἐπιστολή.

Τὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς

Στὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἐπιστολῆς τίθενται ἐπιγραμματικὰ τὰ ζητήματα τὰ ὁποῖα ὁ συγγραφέας πραγματεύεται κατὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς πραγματείας του. Ἔτσι ἀναφέρει πὼς σκοπὸ ἔχει νὰ καταδείξει σὲ ποιὸν Θεὸ πιστεύουν οἱ χριστιανοί, γιατί περιφρονοῦν τὸν κόσμο καὶ τὸ θάνατο, γιατί ἀπορρίπτουν τοὺς ξένους Θεούς, ποιὰ φιλοστοργία τρέφουν πρὸς ἀλλήλους καὶ γιὰ ποιὸ λόγο τὸ σύστημα αὐτὸ εἰσῆλθε ἀργὰ στὸν κόσμο. Οἱ ἀπαντήσεις αὐτὲς δίνονται στὸ κείμενο, ἀλλὰ λόγῳ τῆς ἔλλειψης κάποιων κομματιῶν, δὲ δύναται νὰ λάβουμε ὅλες τὶς προεκτάσεις ὅπως ὁ συγγραφέας τὶς παρουσίασε.

Ἔτσι ξεκινᾶ τὴν ἀνάπτυξη τῆς πραγματείας τοῦ ἐπισημαίνοντας τὴν ἀναξιότητα τῶν ἐθνικῶν θεῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα γιὰ τὰ ὁποῖα ἀκόμα καὶ ἐθνικοὶ δὲν αἰσθάνονταν ὑπερήφανοι. Οἱ Ἰουδαῖοι παρότι πιστεύουν στὸν ἕνα Θεό, οὐσιωδῶς λατρεύουν κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τοὺς ἐθνικούς, προσφέροντας θυσίες καὶ ἐπιδεικνύοντας δεισιδαιμονικὲς τάσεις. Συνεχίζει περιγράφοντας τὸν ὑπερκόσμιο βίο τῶν χριστιανῶν καὶ θεωρεῖ πὼς οἱ χριστιανοὶ ἀποτελοῦν τὸ "ἄλλο γένος", ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἄλλο κόσμο. Γιὰ αὐτὸ καὶ ἡ περιφρόνηση τοῦ θανάτου εἶναι φυσικὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς προέλευσης, ἀφοῦ μέσω αὐτῶν δρᾶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀκολουθεῖ ἔκθεση περὶ τῆς πίστεως τῶν χριστιανῶν. Αὐτὴ ἡ πίστη γιὰ τὸ συγγραφέα εἶναι κάτι τὸ μυστηριῶδες, τὸ ὁποῖο ξεπερνᾶ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα διότι εἶναι θεϊκῆς προελεύσεως. Ὁ Θεὸς πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Υἱοῦ διατηροῦσε μυστηριώδη τὴ βουλή του καὶ φερόταν σὰ νὰ περιφρονοῦσε τὸν κόσμο, ἀποκάλυψε ὅμως τὸ σχέδιό του ἀποστέλλοντας τὸν Υἱό του, ὁ ὁποῖος ἔκτισε τὸ σύμπαν καὶ ἀπεστάλλει γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ χριστιανισμός, ἀπαντώντας στὶς κατηγορίες τοῦ περιβάλλοντος περὶ νέας θρησκείας, δὲν εἶναι νέα θρησκεία, ἀλλὰ παλαιὰ καὶ ἡ βάση της τοποθετεῖται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μωυσῆ. Ἡ ἐμφάνιση τῆς θείας ἐνέργειας ἄργησε νὰ ἐμφανιστεῖ στὸν ἄνθρωπο διότι ἔπρεπε νὰ αἰσθανθεῖ ἡ ἀνθρωπότητα τὴν ἀναξιότητά της καὶ νὰ ἀποδεχτεῖ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅταν πιὰ ἡ ἀδικία καὶ ὁ θάνατος εἶχαν φανερωθεῖ καὶ κυριεύσει πλήρως. Στὸ ἐπίλογο συνιστᾶ στὸν ἀποδέκτη νὰ δεχθεῖ τὴν χριστιανικὴ πίστη, διότι ἔτσι θὰ δοκιμάσει ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ θὰ καταστεῖ μιμητὴς τοῦ Θεοῦ, ἀγαπώντας τὸν συνάνθρωπό του ἀφοῦ "τότε μυστήρια Θεοῦ λαλεῖν ἄρξῃ, τότε τοὺς κολαζομένους ἐπὶ τῷ μὴ θέλειν ἀρνήσασθαι Θεὸν καὶ ἀγαπήσεις καὶ θαυμάσεις"[6].
 

Ἡ ἀξιολόγηση τῆς ἐπιστολῆς

Σκοπὸς τοῦ συγγραφέα ἦταν νὰ παρουσιάσει τὴν ἀνωτερότητα τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἔναντι τῶν ὑπολοίπων θρησκειῶν. Μία ἀνωτερότητα ποὺ εὑρίσκει ὁ συγγραφέας στὴν ἠθική, μὲ ἀποτέλεσμα ἄξονας ὅλου τοῦ ἔργου νὰ εἶναι ἡ ἠθικολογία. Γιὰ ἔργο τοῦ 2ου αἰῶνος ἡ χριστολογία θεωρεῖται πολὺ φτωχή, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἰκάζουμε πὼς πρόκειται γιὰ νεοφώτιστο χριστιανὸ[7], ἀφοῦ εἶναι ἐμφανὲς πὼς δὲν τοῦ λείπει ἡ φιλοσοφικὴ μόρφωση, ἡ φιλολογικὴ εὐαισθησία καὶ τὸ λογοτεχνικὸ ταλέντο. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ εἶναι νὰ μιλᾶμε γιὰ ἕνα ἔξοχο λογοτεχνικὸ κείμενο, ἀλλὰ πολὺ φτωχὸ θεολογικά. Χαρακτηριστικὸ ἐπίσης εἶναι πὼς τὰ μεγάλα προβλήματα τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐποχῆς ἀγνοοῦνται ἂν καὶ ἔχουμε σαφῆ νύξη γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ χριστιανισμοῦ μέσω τῶν δύσκολων συνθηκῶν τῆς ἐποχῆς[8]. Ἡ ἐπιστολὴ θὰ λέγαμε πὼς παρουσιάζει ὁμοιότητες μὲ τὸ "Κήρυγμα τοῦ Πέτρου" καὶ τὴν ἀπολογία τοῦ Ἀριστείδη. Παρόλα αὐτὰ παρατηροῦνται καὶ διαφορές, ὅπως ἡ ἔμφαση τοῦ χριστιανισμοῦ ὡς τὸ "ἄλλο γένος" καὶ ὄχι ὡς "τρίτο γένος" ποὺ ἀναφέρεται στὶς προαναφερθεῖσες ἐπιστολές, ἐνῶ προτάσσεται ἡ ἡλικία τοῦ χριστιανισμοῦ ἡ ὁποία ἔχει τὴ βάση της ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μωυσῆ, μία σχεδὸν κοινὴ γραμμὴ σὲ ὅλους τοὺς ἀπολογητές, ποὺ ἀγνοεῖται ὅμως ἀπὸ τὸν Ἀριστείδη.

Τέλος πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ, πὼς στὴν ἐπιστολὴ ἐπισυνάπτονται καὶ δύο πρόσθετα κεφάλαια τὸ 11 καὶ 12. Ἡ ἔρευνα ἔχει καταλήξει σήμερα πὼς αὐτὰ εἶναι ἐμβόλιμα[9][10], ἀφοῦ τὸ ὕφος ἀλλάζει ἀπότομα, ἡ ἀναφορὰ φαίνεται νὰ γίνεται πρὸς τὸ ἐσωτερικό της ἐκκλησίας καὶ μὲ στόχο πολλαπλοὺς παραλῆπτες.

Ὑποσημειώσεις
1. Παναγιώτης Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελὶς 615
2. Παναγιώτης Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελὶς 615
3. Παναγιώτης Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελὶς 619
4. Παναγιώτης Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελὶς 619
5. Παναγιώτης Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελὶς 619-620
6. Πρὸς Διόγνητον 10
7. Στυλιανὸς Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Τόμος Ἅ΄, σελὶς 310
8. Πρὸς Διόγνητον 7, 8
9. Π. Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία, Τόμος Β΄, σελὶς 620
10. Στυλιανὸς Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Τόμος Α΄, σελὶς 311


Βιβλιογραφία

Παναγιώτης Χρήστου, «Ἑλληνικὴ Πατρολογία», Τόμος Β΄, Ἐκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005.
Στυλιανὸς Παπαδόπουλος, «Πατρολογία», Τόμος Α΄, Ἔκδοση Ἰδιωτική, Ἀθήνα 2000.