Δευτέρα 3 Απριλίου 2017

Οικουμενιστικό το υπόβαθρο των νέων Προγραμμάτων Σπουδών στα Θρησκευτικά


Αποτέλεσμα εικόνας για νεο προγραμμα σπουδων θρησκευτικα

Κατά πνεῦμα συγγενεῖς τοῦ «Φαναρίου»
οἱ μηχανορράφοι τοῦ περιεχομένου τῶν Θρησκευτικῶν!
Οἰκουμενιστικό τό ὑπόβαθρο
τῶν νέων Προγραμμάτων Σπουδῶν στά Θρησκευτικά
 Ἀπό τήν ἀρχή τῆς σχολικῆς χρονιᾶς, τήν ὁποία διανύουμε, ὑπάρχει ἕνας εὐρύτερος προβληματισμός γύρω ἀπό τά νέα Προγράμματα Σπουδῶν (ΠΣ) στό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν (ΜτΘ) τόσο στήν πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση, δηλ. τό Δημοτικό, ὅσο καί στήν δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση, δηλ. τό Γυμνάσιο καί τό Λύκειο. Ὁ προβληματισμός αὐτός δέν ξεκίνησε μέ τήν φετινή σχολική χρονιά, ἀλλά περίπου ἀπό τό 2010 μέ τήν ξαφνική ἐντολή γιά τήν ἐκπόνηση νέων ΠΣ στό Δημοτικό καί τό Γυμνάσιο ἀπό τήν τότε Ὑπουργό Παιδείας κ. Διαμαντοπούλου. Ξαφνική ἦταν ἡ ἐντολή, ἐπειδή προηγουμένως δέν ὑπῆρξε καθόλου διάλογος πρός τήν κατεύθυνση αὐτή, οὔτε μέ τήν Ἐκκλησία, οὔτε μέ τήν Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων (ΠΕΘ), ἡ ὁποία τότε ἦταν ἡ μοναδική Ἕνωση Θεολόγων. 

Οἱ καχύποπτοι καί ὑποψιασμένοι στά Ἑλληνικά ἐκπαιδευτικά δεδομένα καί στή δῆθεν «δημοκρατικότητα», στήν πραγματικότητα ὅμως ἀθλιότητα, μέ τήν ὁποία ἐπιχειρεῖται ἡ ἀλλοίωση τῆς θρησκευτικῆς ταυτότητας τοῦ λαοῦ, θά μποροῦσαν ἴσως νά περιμένουν μιά τέτοια ξαφνική κίνηση. Διότι τό 2008 χωρίς κανένα λόγο, χωρίς νά ὑπάρχουν ἀλλαγές στή σχετική νομο­θεσία, ἐκδόθηκαν τρεῖς ἐγκύκλιοι ἐν μέσῳ θέρους πού ὤθησαν τούς Ὀρθόδοξους μαθητές νά ζητήσουν ἀπαλλαγή ἀπό τό ΜτΘ. Προοδευτικά ξέσπασε ἕνα ὁλόκληρο κῦμα ἀπαλλαγῶν. Καταγράφουμε αὐτή τήν πρώτη μεγάλη ἀθλιότητα τῆς τότε δεξιᾶς ἡγεσίας τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας μέ τήν πρόφαση τῆς δημοκρατικότητας, τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης τοῦ πολίτη.
Τό 2010 ἀκολούθησε ἡ δεύτερη μεγάλη ἀθλιότητα σέ ἀπόλυτο ὅμως συνδυασμό μέ τήν πρώτη. Εἶχε προετοιμαστεῖ τό ἔδαφος μέ τό κῦμα ἀπαλλαγῶν ἀπό τό ΜτΘ. Αὐτή τή φορά τήν διέπραξε ἡ σοσιαλιστική ἡγεσία στό Ὑπουργεῖο Παιδείας πάλι φυσικά μέ τονισμό τῆς δημοκρατικῆς εὐαισθησίας τῶν κυβερνώντων, οἱ ὁποῖοι τώρα προέβαλλαν τή μυθοπλασία τοῦ πολυπολιτισμικοῦ χαρακτῆρα τῆς Ἑλλάδος καί τήν ἀνάγκη καταπολέμησης τοῦ ρατσισμοῦ καί τῆς ξενοφοβίας. Ἔτσι καταρτίστηκαν ἀπό τούς ἐργολάβους τῆς κυβερνητικῆς ἀθλιότητας, μιᾶς μερίδας νεωτεριστῶν Θεολόγων, νέα ΠΣ γιά τό ΜτΘ στό Δημοτικό καί τό Γυμνάσιο, μέ τά ὁποῖα οἱ μαθητές στήν οὐσία διδάσκονται ἕνα πολυθρησκειακό μάθημα, τό ὁποῖο ἔχει ἀπωλέσει τόν Ὀρθόδοξο χαρακτῆρα του. Ἕνα ἀπό τά βασικά ἐπιχειρήματα τῶν συντακτῶν αὐτῆς τῆς νέας μορφῆς τῶν Θρησκευτικῶν ἦταν: Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη εὐκαιρία γιά τήν ἀναβάθμιση τοῦ ΜτΘ. Ἔτσι θά ἀφαιρεθοῦν ἀπό τούς ἀμφισβητίες τά ἐπιχειρήματα ὑπέρ τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τό μάθημα. Θά εἶναι ἕνα μάθημα ὑποχρεωτικό γιά ὅλους καί δέν θά ὑπάρχει καθόλου δυνατότητα ἀπαλλαγῆς, ἀφοῦ θά διδάσκονται οἱ βασικές θρησκεῖες μέ βαρύτητα στή θρησκεία τοῦ τόπου, πού εἶναι ἀπόλυτα λογικό καί θεμιτό. Φυσικά ἀπό τότε αὐτή ἡ μικρή μερίδα νεωτεριστῶν θεολόγων προώθησε σέ συνεργασία μέ τίς ἑκάστοτε ἡγεσίες τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας (σοσιαλιστικές, δεξιές καί ἀριστερές) αὐτά τά προγράμματα, πρῶτα γιά τήν πιλοτική τους ἐφαρμογή στό Δημοτικό καί στό Γυμνάσιο (2011-2014) καί τελικά γιά τήν ἐπίσημη εἰσαγωγή τους στήν ἐκπαιδευτική διαδικασία ἀπό τό σχολικό ἔτος 2016-2017.
Γιά τήν πιό ἀποτελεσματική προβολή τῶν νέων ΠΣ καί γιά τήν στοιχειώδη ἔστω, καθαρά σέ μορφή βιτρίνας, διατήρηση τῆς δημοκρατικότητας οἱ παραπάνω Θεολόγοι συγκροτήθηκαν τό 2010 σέ σύλλογο μέ τήν ὀνομασία «Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος Καιρός». Τό Ὑπουργεῖο, ὅταν ἀναφέρεται στά νέα ΠΣ, φυσικά ἀρέσκεται νά ἐπικαλεῖται αὐτούς τούς Θεολόγους καί τό σύλλογό τους, νίπτει τάς χείρας τονίζοντας ὅτι ἐκεῖνο ἀναζητάει τό διάλογο, ὅτι ἀκολουθεῖ δημοκρατικές διαδικασίες. Ἔτσι ἡ Ἀναπληρώτρια Ὑπουργός Παιδείας κ. Σία Ἀναγνωστοπούλου, ἀπευθυνόμενη πρός τήν Ἐκκλησία, δήλωσε στίς 29.9.2016 σέ συνέντευξη Τύπου στήν Πάτρα: «γιατί ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὅτι ἀπειλεῖται, ὅταν ὁ Ὑπουργός Παιδείας ἀποφασίζει νά ἐφαρμόσει αὐτό πού οἱ ἴδιοι οἱ θεολόγοι, δηλαδή ἡ ἐπιτροπή, τοῦ ἔχει εἰσηγηθεῖ»;
Φυσικά μέχρι σήμερα, παρά τά ὅσα ἰσχυρίστηκαν οἱ συγκεκριμένοι Θεολόγοι πού συνέταξαν τά νέα ΠΣ, ὑπάρχει ἡ δυνατότητα ἀπαλλαγῆς ἀπό τό ΜτΘ. Μάλιστα ἀπό τά τέλη Ἰανουαρίου τοῦ 2015, ὅταν ἀποφασίστηκε ἐπί Ὑπουργοῦ Λοβέρδου ἡ ἐφαρμογή τῶν νέων ΠΣ, ἡ μέχρι τότε χαλαρή ἐφαρμογή τῆς δυνατότητας ἀπαλλαγῆς περιορίστηκε αὐστηρά στούς μή Ὀρθόδοξους μαθητές καί ἔτσι ἀποκλειστικά τα Ὀρθόδοξα παιδιά ἔχουν νά ὑποστοῦν τήν πλύση ἐγκεφάλου τῶν νέων ΠΣ. Ἡ μανία τῶν κυβερνώντων καί τῶν ἐργολάβων τους, τῶν νεωτεριστῶν Θεολόγων, ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ καί τῆς διαμόρφωσης τῆς Ὀρθόδοξης θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν μαθητῶν μέ τόν πλέον ξεκάθαρο τρόπο φαίνεται στήν τρυφερή ἡλικία τῶν 8-12 ἐτῶν, τοῦ Δημοτικοῦ, ἀπό τό γεγονός, ὅτι οἱ Ἕλληνες Ἰσραηλῖτες καί Ρωμαιοκαθολικοί –ὅπως φυσικά καί οἱ Ἕλληνες Μουσουλμάνοι– ἔχουν τό δικαίωμα σύμφωνα μέ τό ἴδιο Ὑπουργεῖο νά διδάσκονται τά δικά τους θρησκευτικά στό Δημοτικό καί μάλιστα μέ τούς δασκάλους τῆς ἐπιλογῆς αὐτῶν τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων1.
Ἡ ἐφαρμογή τῶν νέων ΠΣ τελικά δέν ξεκίνησε ἀπό τό σχολικό ἔτος 2015-2016, ἀλλά ἀποφασίστηκε γιά τό σχολικό ἔτος 2016-2017, ἐπειδή ἡ νέα ἀριστερή κυβέρνηση τῆς χώρας ἤθελε καί αὐτή νά κάνει ἐπίδειξη τῶν δημοκρατικῶν της εὐαισθησιῶν, ἀφήνοντας ἕνα διάστημα διαλόγου γιά τά νέα ΠΣ μέ συμμετοχή καί τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ΠΕΘ. Χαρακτηριστικό αὐτῆς τῆς περιόδου διαλόγου ἦταν ἡ Δαμόκλειος Σπάθη τοῦ τότε Ὑπουργοῦ κ. Φίλη: ἤ ὑποχρεωτικός χαρακτῆρας τοῦ ΜτΘ μέ τά νέα ΠΣ ἤ προαιρετικός χαρακτῆρας τοῦ μαθήματος μέ τό παλαιό πρόγραμμα, γράφοντας στά παλαιά του παπούτσια τήν τελεσίδικη ἀπόφαση τοῦ Ἐφετείου Χανίων 115/2012 γιά τόν ὑποχρεωτικό χαρακτῆρα τοῦ Ὀρθοδόξου μαθήματος γιά τούς Ὀρθόδοξους μαθητές. Ἐπί πλέον, γιά τό πόσο δημοκρατικός ἦταν ὁ πολυδιαφημισμένος διάλογος γιά τά νέα ΠΣ, ἀρκεῖ νά παραπέμψουμε στήν «Ἐπιστολή τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου Β΄ πρός τόν Πρόεδρο τῆς Κυβερνήσεως καί τούς Προέδρους τῶν Κοινοβουλευτικῶν ὁμάδων»2.
Στίς 14.1.2016, σύμφωνα μέ τήν ἐπιστολή αὐτή, ἀντιπροσωπεία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἐπισκέφτηκε τόν Ὑπουργό Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων κ. Νικόλαο Φίλη προκειμένου νά τοῦ παραδώσει ὑπόμνημα μέ τίς θέσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου γιά τό ΜτΘ, οἱ ὁποῖες συμπυκνώνονταν στό ἑξῆς: Τό ὑπάρχον ΜτΘ δέν εἶναι «Κατηχητικό», δέν ἀποβλέπει δηλ. στή δημιουργία πιστῶν καί ἡ Ἱερά Σύνοδος εἶναι πρόθυμη νά συμβάλει στή βελτίωση τοῦ μαθήματος, τήν ὁποία προτείνει νά γίνει μέ τό πνεῦμα καί πάνω στή βάση τῶν ὑπαρχόντων ΠΣ μέ τόν ἐμπλουτισμό τους ἀπό χρήσιμα στοιχεῖα τῶν νέων ΠΣ. Ὁ κ. Ὑπουργός ἀρνήθηκε νά διαβάσει τό κείμενο μέ τήν αἰτιολογία, ὅτι πρόκειται γιά καθαρῶς ἐπιστημονικό ζήτημα, γιά τό ὁποῖο εἶναι ἁρμόδιος ἀποκλειστικά ὁ ἐπιστημονικός του σύμβουλος, τό Ι.Ε.Π. καί ὅτι θά ἐφαρμόσει ἐκεῖνο πού θά τοῦ ὑποδείξει. Χωρίς στή συνέχεια νά ἐκδώσει τό Ι.Ε.Π. ἐπιστημονικό πόρισμα ἐπί τῶν θέσεων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὁ κ. Ὑπουργός, θέλοντας νά δημιουργήσει ἐντυπώσεις ὑπέρ τῶν νέων ΠΣ, γνωμάτευσε καί διακήρυξε στά ΜΜΕ μέ βάση τίς δικές τους παιδικές ἐμπειρίες καί τίς δικές του προσωπικές ἀπόψεις, ὅτι τά ὑπάρχοντα ΠΣ εἶναι Κατηχητικά, ἐκφράζοντας μέ τόν τρόπο αὐτό τά δικά του «ἰδεολογικά ἀπωθημένα». Αὐτός ἦταν ὁ διάλογος τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καί τοῦ Ι.Ε.Π. μέ τήν Ἱερά Σύνοδο γιά τό ΜτΘ. Ὅλοι μας γνωρίζαμε ὅτι τήν 1η Σεπτεμβρίου 2016 ἔγινε συνάντηση ἀντιπροσωπείας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἀρχιεπίσκοπο μέ τόν Πρωθυπουργό καί ὅτι ὡς ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς συνάντησης ὁρίστηκε μιά ἐπιτροπή ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας γιά νά συζητήσει τή νέα μορφή τῶν θρησκευτικῶν μέ τό Ι.Ε.Π. καί τό Ὑπουργεῖο.
Κρίναμε σκόπιμο νά παραθέσουμε αὐτά τά ἐλάχιστα σχετικά μέ τήν ἄμεση προϊστορία τῶν νέων ΠΣ, γιά νά μπορέσει ὁ ἀναγνώστης νά σχηματίσει μιά εἰκόνα γιά τήν κατάπτυστη ἀθλιότητα τῆς διαδικασίας εἰσαγωγῆς αὐτῶν τῶν προγραμμάτων στά Δημοτικά, Γυμνάσια καί Λύκεια τῆς χώρας. Τώρα εἶναι ἀκεραία ἡ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας γιά τά νέα θρησκευτικά πού θά προκύψουν ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ διαλόγου γιά τούς Ὀρθόδοξους μαθητές.
Στή συνέχεια τοῦ ἄρθρου μας θέλουμε νά ἐπιχειρήσουμε κάποιες τομές σχετικά μέ τήν προέλευση αὐτῶν τῶν νέων ΠΣ. Θά χρησιμοποιήσουμε ὡς βασικό γνώμονα τήν κριτική πού ἀσκεῖ ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπός μας στά προγράμματα αὐτά στήν παραπάνω ἐπιστολή του. Ὅσοι ἐπιθυμοῦν μιά πιό πλήρη ἐνημέρωση σχετικά μέ τίς ἀντιδράσεις ἐναντίον τῶν νέων ΠΣ, τούς παραπέμπω στό περιοδικό τῆς ΠΕΘ «Κοινωνία», Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2016, τεύχ. 3 καί στήν ἰστοσελίδα τῆς ΠΕΘ: http://www.petheol.gr/home.
Σπουδαία ἡ κριτική τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου
στά νέα Προγράμματα Σπουδῶν
 Ἡ κριτική τοῦ Ἀρχιεπισκόπου δέν εἶναι μιά συστηματική κριτική τῶν νέων Προγραμμάτων Σπουδῶν (ΠΣ). Ἀρκεῖται σέ μερικά παραδείγματα. Ὡστόσο ἡ κριτική αὐτή εἶναι ἀπόλυτα τεκμηριωμένη καί καθηλωτική γιά τό πνεῦμα τῶν νέων ΠΣ πού μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ περισσότερο. Παραθέτουμε στή συνέχεια τά κεντρικά σημεῖα τῶν ἐπισημάνσεών του. Ἀναφερόμενος ὁ Μακαριώτατος σέ χαρακτηριστικά σημεῖα τῶν νέων ΠΣ τῆς Γ΄ ὡς ΣΤ΄ Δημοτικοῦ, ὅπως στή συσσώρευση κοινῶν στοιχείων τῶν διαφόρων θρησκειῶν: γιορτῶν, συμβόλων, ὀνομάτων τοῦ Θεοῦ, τονισμοῦ μίας μέρας μέσα στήν ἑβδομάδα, προσευχῆς, ἱερῶν τόπων, ἱερῶν πορειῶν, ἁγίων καί ἱερῶν προσώπων, ἱερῶν βιβλίων, ὁρίων καί κανόνων, νηστείας καί ἄσκησης, τελετῶν μύησης, ὅπως στήν ἀναφορά στόν Χριστό ὡς «φέρελπι σοφό καί κατατρεγμένο μετανάστη δάσκαλο», στήν Ἀνάσταση ὡς «καλή εἴδηση» ἐπισημαίνει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ὅτι τό ΜτΘ ὀφείλει νά λειτουργεῖ «καί ὡς μάθημα βιοθεωρίας». Τό ἐκπαιδευτικό ὑλικό πού παρέχεται μέ τά προγράμματα αὐτά εἶναι ἔτσι δομημένο, ὥστε ὄχι μόνο δέν βοηθάει τόν Ὀρθόδοξο μαθητή σέ αὐτή τή μικρή ἡλικία, ὅπου δέν εἶναι ἀνεπτυγμένη ἀκόμα ἡ κριτική του ἱκανότητα, «στή διαμόρφωση συνεκτικῆς εἰκόνας γιά τήν Ὀρθοδοξία», ἀλλά ἀντίθετα τοῦ «κλονίζει τίς νωπές ἀκόμη θρησκευτικές του πεποιθήσεις» καί τοῦ προκαλεῖ «σύγχυση, ἐνσπείροντάς του τή λογική ἀμφιβολία ὅτι δέν ἀποκλείεται τελικά ὁ Χριστός νά εἶναι καί προφήτης τοῦ Ἰσλάμ ἤ ὅτι ὅλες οἱ θρησκευτικές παραδοχές εἶναι τό ἴδιο ἀληθεῖς». Ἐπίσης παρατηρεῖται μιά «ἐπίμονη ἐνασχόληση τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ ὑλικοῦ μέ σύγχρονα πολιτικά, φιλοσοφικά καί κοινωνικά προβλήματα, καί ὄχι μέ τήν ἀνάλυση τῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας στόν ἱστορικό χρόνο, οὔτε μέ τήν ἀνάλυση σύγχρονων ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετωπίζονται μόνο στό μέτρο πού ἔχουν συνάφεια μέ ἐπίκαιρα καί κοσμικά προβλήματα».
Σχετικά μέ τήν παράθεση μουσικῶν κομματιῶν ὡς ἐκπαιδευτικοῦ ὑλικοῦ στό Δημοτικό διαπιστώνει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τήν ἐπιδίωξη νά περάσουν στούς μαθητές τῆς προεφηβικῆς ἡλικίας: «Ὅτι κατά βάθος ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινωνικο–ανθρώπινο γεγονός, μή ἀποδίδοντας ἰδιαίτερη σημασία στό κυρίαρχο γιά ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους γεγονός ὅτι τήν ἔχει ἱδρύσει ὁ Χριστός. Κατά συνέπεια, τό σχολεῖο προτείνει μία ἐξωτερική, καθαρά κοσμική ὀπτική γιά τήν Ἐκκλησία, πού ἀμβλύνει τήν ἰδιαιτερότητά της σέ σχέση μέ ἄλλες ἐκφάνσεις τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητας καί μάλιστα μέ μή θρησκευτικό περιεχόμενο (π.χ. κοσμική μουσική).»
Ἡ ὕλη τῆς Β΄ Γυμνασίου ὡς πρός τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γιά τό ὁποῖο στά προηγούμενα ἔτη δέν ἔγινε σέ βάθος ἀνάλυση, φέρνει ὁπωσδήποτε σύγχυση στούς μαθητές τῶν 13 ἐτῶν, ὅταν παρουσιάζονται ἀντί γιά ἕνας 3 «Χριστοί», τῶν φιλοσόφων, ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς καί καλλιτεχνῶν, τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τέλος τοῦ Ἰσλάμ. Ἡ ἔννοια τοῦ ἀνθρώπου ἐξετάζεται μέσω τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ ὑλικοῦ πού παρέχεται ἀπό κάθε ἄλλη, ὄχι ὅμως ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδόξου θεολογίας. Τό θέμα «Ὀρθοδοξία καί Νέος Ἑλληνισμός» άναπτύσσσεται στά νέα ΠΣ μόνο σέ μία ἑνότητα τῆς Β΄ Γυμνασίου στό τέλος τῆς διδακτέας ὕλης καί ἐπίσης τό «Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο» χωράει σέ μισῆ μόλις σελίδα τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ ὑλικοῦ της Β΄ Γυμνασίου!
Στό Λύκειο παρέχεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ἡ «Ἐπί τοῦ Ὅρους Ὁμιλία» μέ τό βαθύ της θεολογικό καί ἀνθρωπολογικό περιεχόμενο μπορεῖ νά σχετιστεῖ μέ στίχους τραγουδιῶν ὅπως «Ὁ Μπαγάσας» τοῦ Νικόλα Ἄσιμου (1997) ἤ τό «Περιβόλι» (1966) καί ἡ «Συννεφούλα» (1966) τοῦ Διον. Σαββόπουλου κ.ἄ. Ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας τοποθετεῖται σέ σχεδόν ἀποκλειστικά κοσμικό πλαίσιο, καί ὡς πρός τήν ἔννοια «στερεότυπα» ἀπουσιάζει ἐντελῶς ὁ θεολογικός προβληματισμός. Στήν διαπραγμάτευση τῆς ἔννοιας «διάλογος» δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι «οἱ θρησκεῖες εἶναι ὑπαίτιες γιά τή βία στόν κόσμο καί ὅτι ἡ ἰσχυρή Πίστη ὁδηγεῖ σέ μισαλλοδοξία». Ἐπίσης στά πλαίσια τῆς ἴδιας ἔννοιας, δηλ. τοῦ «διαλόγου», τό Σχίσμα τοῦ 1054 ἀνάμεσα στή παπική Δύση καί τήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή δέν ἐξηγεῖται καθόλου ἀπό θεολογικῆς πλευρᾶς ἀλλά ἀντιμετωπίζεται «ἁπλῶς ὡς ἕνα πρόβλημα ἔλλειψης «Διαλόγου» μέ κοσμικά κριτήρια κοινωνικῆς ἤ ἠθικῆς ἀνάλυσης.»
Καί καταλήγει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος: «Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω προκύπτει ὅτι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ... καταργήθηκε καί πρόκειται πλέον γιά ἕνα μή θεολογικό μάθημα, καθώς ἔχει ἑξαλλαχθεῖ πλέον σέ διδασκαλία βασικῶν ἐννοιῶν μέσα ἀπό πολιτιστική, φιλοσοφική, ἱστορική, κοινωνιολογική, ἠθική ἤ καί καλλιτεχνική προσέγγιση τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου.»
Γιά τή σύγκριση μέ τίς ἄλλες θρησκευτικές παραδόσεις ἐπισημαίνει: «Ἡ ὅποια σύγκριση δέν λειτουργεῖ σέ θεολογική βάση, ἀλλά σέ ἔδαφος παρατήρησης τῶν κοσμικῶν ἐκδηλώσεών τους». Ἐπίσης ἀναφέρει: «Τό ἐκπαιδευτικό ὑλικό συγχέει τίς διαφορές τῶν θρησκευτικῶν ἀντιλήψεων καί, τό κυριότερο, δέν καταφέρνει νά μεταδώσει ὁλοκληρωμένες γνώσεις γιά τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική Παράδοση ὡς ἁρμονικό σύνολο καί τίς θεολογικές διαφορές της ἀπό τά ἄλλα θρησκεύματα.»
Τελικά μέσῳ αὐτῶν τῶν Προγραμμάτων πού ἀποβλέπουν στήν ἀνάπτυξη μιᾶς «κριτικῆς θρησκευτικότητας» (σέ ἀντίθεση μέ τήν «ἄκριτη θρησκευτικότητα»), «προφανῶς ὁ μαθητής ἐκπαιδεύεται μέ στόχο νά ἀναπτύξει συγκεκριμένη στάση ἐκλογίκευσης ἀπέναντι στίς θρησκεῖες», πράγμα ἀνεπίτρεπτο γιά ἕνα «δημοκρατικό Ὑπουργεῖο Παιδείας», δηλ. «νά στοχεύει στήν ποδηγέτηση τῶν μαθητῶν γιά τόν πολιτικά ὀρθό τρόπο τοῦ “θρησκεύειν”, ἀσκώντας θρησκευτικό πατερναλισμό. Ὅπως ὁ καθένας εἶναι ἐλεύθερος νά μήν πιστεύει, εἶναι ἐλεύθερος καί νά πιστεύει μέ τόν συναισθηματικό, μυστικιστικό ἤ περισσότερο λογικό τρόπο πού ἐπιθυμεῖ.»
Ἔτσι, «τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, τώρα πλέον ἔγινε «Κατηχητικό», μετά τίς Ὑπουργικές Ἀποφάσεις τῆς 13.9.2016, διότι προσπαθεῖ, μέ σαφῆ πολιτικά κριτήρια, νά κατηχήσει καί νά στρατεύσει τούς μαθητές σέ μιά ἐκκοσμικευμένη στάση ἀπέναντι στό θρησκευτικό φαινόμενο. Παράλληλα συντηρεῖ θεολογικά ρηχή προσέγγιση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐκμηδενίζοντας τήν ἰδιαιτερότητα τοῦ Ὀρθόδοξου δόγματος καί τῆς Χριστιανικῆς Παράδοσης, ἀφοῦ τά καταβιβάζει καί τά μελετᾶ στό ἐπίπεδό του ἁπλοῦ κοινωνικοῦ ἤ φιλοσοφικοῦ κινήματος»
«Φαναριώτικη» ἡ θεμελίωση τῶν νέων Προγραμμάτων Σπουδῶν
 Πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε ὅλοι, ὅτι ὁ βασικός ὑπεύθυνος καί ἐμπνευστής τῶν νέων ΠΣ στό ΜτΘ πού διδάσκεται ἀπό τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2016 στά Δημοτικά, Γυμνάσια καί Λύκεια τῆς πατρίδας μᾶς εἶναι ὁ χῶρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τό Φανάρι μοιάζει νά ἔχει χάσει τό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας, μοιάζει νά ἔχει χάσει τήν αἴγλη του. Ἰδίως στόν σημερινό κόσμο πού λαμπιρίζει ἀπό τήν πολύ διαφήμιση, ἅμα χάσει κανείς τό ἀληθινό φῶς τοῦ Χριστοῦ βαδίζει πλέον σύμφωνα μέ τά κελεύσματα τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου καί ἐξομοιώνεται μέ αὐτούς.
Ἡ ἀποστροφή τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ ξεκίνησε στό χῶρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τόν Ἰωακείμ Γ΄, τόν πρῶτο Μασῶνο Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος τό 1902, ἀπευθυνόμενος μέσῳ ἐγκυκλίου πρός τίς ἄλλες αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, κάνει λόγο γιά τήν ἀνάγκη «ἐξευρέσεως σημείων συναντήσεως καί ἐπαφῆς πρός τάς ἄλλας Ἐκκλησίας» μέ σκοπό νά βρεθεῖ «πεδίον ὁμαλῆς φιλικῆς ἀμοιβαίας προσπελάσεως». Μέ τήν ἐγκύκλιο αὐτή ἐγκαινιάζεται ἐπίσημα ὁ Οἰκουμενισμός στό Φανάρι. Οἱ ἀπαντήσεις τῶν ἄλλων τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν ἐγκύκλιο αὐτή ὑπῆρξαν ὅλες ἀρνητικές. Οὔτε ἀνάγκη θεωρήθηκε αὐτή ἡ προσέγγιση οὔτε ὁ καιρός κατάλληλος γιά ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα. Παρά τίς ἀρνητικές ἀπαντήσεις ἐπανέρχεται τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τό 1920 στό θέμα μέ ἐγκύκλιο τοῦ τότε τοποτηρητῆ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Δωροθέου. Προτείνει μάλιστα κατ’ ἀντιστοιχίαν τῆς «Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν» «Κοινωνία τῶν Ἐκκλησιῶν».
Στήν ἐγκύκλιο διατυπώνει 11 σημεῖα γιά τήν προσέγγιση τῶν Ἐκκλησιῶν πού μέχρι σήμερα θεωροῦνται πάγια πρακτική τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως π.χ.: ἑνιαῖο ἡμερολόγιο, ἀνταλλαγή ἀδελφικῶν γραμμάτων, ἐπικοινωνία Θεολογικῶν Σχολῶν, παγχριστιανικά συνέδρια, διακανονισμός τοῦ ζητήματος τῶν μεικτῶν γάμων κ.ἄ.3 Τό ἑνιαῖο ἡμερολόγιο πού χάρις στό διάλογο μέ τούς ἑτεροδόξους, χάρις στήν ἀγάπη πρός αὐτούς πραγματο­ποιήθηκε μόλις τρία χρόνια ἀργότερα τό 1923, εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τό σχίσμα τῶν Παλαιοημερολογιτῶν στήν Ἑλλάδα, δηλαδή τήν διακοπή τῆς σχέσης ἐν ἀγάπη μέ τούς ὁμόδοξους ἀδελφούς. Καί αὐτή ἡ τακτική ἀπό τότε ἀκολουθεῖται ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, κυρίως ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα (1948-1972) καί ἔπειτα. Συμπίπτει ἀπόλυτα μέ τό αὐξανόμενο ἐνδιαφέρον τῶν ΗΠΑ γιά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὡς ἐκκλησιαστική ἀντι­στάθμιση πρός τό Ἀνατολικό μπλόκ καί τόν Κομμουνισμό, ὁ ὁποῖος χρησιμοποίησε ἐπίσης τήν Ἐκκλησία ὡς μέσο διείσδυσης στή Δύση. Αὐτή ἡ ἐντελῶς κοσμική θεώρηση καί χρησιμοποίηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς μέσου ἄσκησης πολιτικῆς, ἐγκολπώνεται πλήρως ἀπό τόν Ἀθηναγόρα, τόν ἄνθρωπο τῶν ΗΠΑ στόν Οἰκουμενικό Θρόνο. Ἐπιβάλλει μάλιστα μέ πραξικοπηματικό τρόπο μέσῳ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τήν θεσμοποίηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τήν ὑποβιβάζει σέ “πιόνι” στήν σκακιέρα τῶν πολιτικῶν παιχνιδιῶν. Τό κατόρθωσε καί πραγματοποίησε μέ μαεστρία, μόλις ὁ Παπισμός μέ τόν Πάπα Ἰωάννη ΚΓ΄ συνειδητοποίησε ὅτι δέν μπορεῖ νά συνεχίσει τήν ἄτεγκτη στάση του καί ἀποφάσισε μέσα ἀπό τήν ἀνάγκη προσαρμογῆς στά δεδομένα τῆς σημερινῆς ἐποχῆς νά ἀλλάξει τή γλῶσσα του. Τήν μετέτρεψε σέ διπλωματικό ἐργαλεῖο, χωρίς φυσικά νά ἀλλάξει οὔτε στό παραμικρό τήν πλεύση του, δηλαδή νά διαδραματίζει ὡς μόνος ἀληθινός ἡγέτης τῆς παγκοσμίας «Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» καί θρησκευτικός πλανητάρχης τόν κεντρικό ρόλο στό θρησκευτικό γίγνεσθαι τῆς ἐποχῆς μας4.
Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἀντίθετα, προδίδοντας τήν «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν» τοῦ Χριστοῦ, ἀνακάλυψε τήν «ἀγάπη ἄνευ ὅρων καί ὁρίων» του γιά τόν μόλις πρόσφατα ἐστεμμένο μέ τήν Τιάρα (30.6.1963) Πάπα Παῦλο ΣΤ΄. Μόλις ἀντίκρισε στίς 5.1.1964 στά Ἱεροσόλυμα τόν Πάπα, «αἱ χεῖρες» του «ἤνοιξαν αὐτομάτως» καί «ἐρ­ρί­φθη εἰς τήν ἀγκάλην»5 τοῦ «πατέρα τῶν πριγκίπων καί βασιλέων, τῆς κε­φα­λῆς τῆς οἰκουμένης καί τοῦ ἐπί γῆς ἀντιπροσώπου τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χρι­στοῦ»6. Ἐκφράζοντας τήν κοινή του πεποίθηση μέ τόν Πάπα Παῦλο ΣΤ΄ δηλώνει ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας: «Καί εἴπαμεν ὅτι ἤδη εὐρισκόμεθα εἰς τήν ὁδόν εἰς Ἐμμαούς, καί πηγαίνομεν νά μᾶς συναντήση ὁ Κύριος ἐν τῷ κοινῷ ἁγίῳ Ποτηρίῳ». Ἔτσι φθάσανε, ὁ Πάπας – ὡς ἀλάθητος Πάπας μποροῦσε νά τό ἀποφασίσει μόνος του – καί ὁ Ἀθηναγόρας – σάν ἄλλος Πάπας – στίς 7.12.1965 στήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων πού καί γιά τούς δύο ἦταν ἡ ἄρση τοῦ σχίσματος. Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας προχώρησε σέ αὐτήν τήν ἄρση, χωρίς νά συνεννοηθεῖ προηγουμένως μέ κανέναν, χωρίς νά μετέχουν οἱ ἄλλες τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἔφτιαξε νέα δεδομένα χωρίς ἀπολύτως καμία θεολογική προσέγγιση τοῦ θέματος, ὑποβιβάζοντας τήν «Ἐκκλησία» σέ ἐργαλεῖο στά χέρια του καί ὑπηρετώντας μέ τόν τρόπο αὐτό συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες. Ὡς μεγάλος διαφημιστής τοῦ γεγονότος, μέ δημοσιογραφικό ὕφος καί διαστρέφοντας ἀπόλυτα κάθε –ἔστω στοιχειωδῶς– χριστιανική ἔννοια τῆς ἀγάπης διακήρυξε: «Πνεῦμα μέγα ἀγάπης ἐξαπλώνεται ὑπέρ τούς Χριστιανούς Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ἤδη ἀγαπώμεθα. Ὁ Πάπας τό εἶπε: ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφόν καί τοῦ λέγω σ’ ἀγαπῶ! Τό εἶπα καί ἐγώ: Ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφό καί τοῦ εἶπα σ’ ἀγαπῶ!...»7.
Γιαὐτό καί ἀπόλυτα δικαίολογημενα πρώην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Β΄ (Χατζησταύρου) ἔγραψε στά «Πεπραγμένα» τῆς ἀρχιεπισκοπείας του: « Ἀθηναγόρας Α΄ οὐδέν πρεσβεύει, εἰς οὐδέν πιστεύει, εἰ μή μόνω ἑαυτῷ δουλεύει καί τήν ἀπαθανάτισιν τοῦ ὀνόματός του ἐπιδιώκει, ἔστω, κατά Ἡρόστρατον, διά τῆς καταστροφῆς τῆς Ἐκκλησίας»8!
Νά τό ἦθος πού διδάχτηκαν οἱ σημερινοί νεωτεριστές Θεολόγοι ἀπό τόν προδότη τῆς Ὀρθοδοξίας Ἀθηναγόρα Α΄, ὁ ὁποῖος δέν διανοήθηκε ποτέ νά ἔλθη σέ ὁποιαδήποτε μορφῆς διαλόγου μέ τούς πατερικούς καί πιστούς στήν Ὀρθόδοξη παράδοση Θεολόγους!
Πῶς ἔβλεπε τό Σχίσμα τοῦ 1054; Χαρακτηριστικά εἶναι τά λόγια του: «Ἕως τό 1054 εἴχαμε πολλᾶς διαφορᾶς. Καί εἰς τοῦτο καί εἰς τό ἄλλο. Τό φιλιόκβε ... καί τόσας ἄλλας διαφορᾶς. Ἀλλά ἠγαπώμεθα. Καί ὅταν ἀγαπῶνται οἱ ἄνθρωποι, διαφοραί δέν ὑπάρχουν. Ἀλλά τό 1054 πού ἐπαύσαμεν νά ἀγαπώμεθα, ἦλθαν ὅλες οἱ διαφορές»9. Ποιό χαρακτηριστική ἀκόμα εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἀθηναγόρα στόν Ὀλλανδό Καρδινάλιο Willebrans, πρόεδρο τοῦ παπικοῦ Συμβουλίου γιά τήν χριστιανική ἑνότητα, σέ ἐπίσκεψή του στό Φανάρι, ὅταν ἐκεῖνος προέβαλε δογματικές διαφορές ὡς αἰτίες τοῦ σχίσματος: «Ἅγιε Ἀδελφέ, τό Σχίσμα δέν ἔγινε ἀπό τά ἔνζυμα καί τά ἄζυμα.
Ἄν τό Ἅγιο Πνεῦμα πνεῖ στά ἔνζυμα κατά τόν ἴδιο τρόπο πνεῖ καί στά ἄζυμα. Ἡ ἀντίθεσις δέν ἦταν θεολογική, ἀλλά μόνο πολιτική. Ἦταν ἡ ἀντίθεσις τῆς Ρώμης μέ τήν Ἀθήνα. Σεῖς ἐκπροσωπούσατε τήν Ρώμη κι ἐμεῖς τότε τήν Ἀθήνα.»10
Ποιά ἦταν στάση τοῦ Ἀθηναγόρα καί τῶν συνεργατῶν ἀπέναντι στό δόγμα, στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, στίς ἄλλες θρησκεῖες, τήν ἴδια τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, γιά τή σχέση ἀλήθειας καί ἀγάπης;
«
αἰών τοῦ δόγματος παρῆλθε».
«Ὅλοι οἱ Χριστιανοί πιστεύουν στό ἴδιο βάπτισμα διά τοῦ ὁποίου ὅλοι ἔχουν γίνει μέλη τοῦ Σώματός του, τῆς Ἐκκλησίας».
«Ἀπατώμεθα καί ἁμαρτάνομεν, ἐάν νομίζωμεν, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος πίστις κατῆλθεν ἐξ οὐρανοῦ καί ὅτι τά ἄλλα δόγματα εἶναι ἀνάξια. Τριακόσια ἑκατομμύρια ἀνθρώπων ἐξέλεξαν τόν μουσουλμανισμόν διά νά φθάσουν εἰς τόν Θεόν των καί ἄλλαι ἑκατοντάδες ἑκατομμυρίων εἶναι Διαμαρτυρόμενοι, Καθολικοί, Βουδισταί. Σκοπός κάθε θρησκείας εἶναι νά βελτιώση τόν ἄνθρωπον».
«Εἰς τήν κίνησιν πρός τήν ἕνωσιν, δέν πρόκειται ἡ μία Ἐκκλησία νά βαδίση πρός τήν ἄλλην, ἄλλ’ ὅλαι ὁμοῦ νά ἐπανιδρύσωμεν τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἐν συνυπάρξει εἰς τήν Ἀνατολήν καί τήν Δύσιν, ὅπως ἐζῶμεν μέχρι τοῦ 1054, παρά καί τάς τότε ὑφισταμένας Θεολογικάς διαφοράς».
«Καλούμεθα ν’ ἀπαλλαγῶμεν τοῦ πνεύματος τῆς πολεμικῆς καί τῆς ἀντιρρήσεως ἐν τῇ Θεολογίᾳ καί νά ἐφοδιάσωμε αὐτήν διά τοῦ πνεύματος τῆς ζητήσεως καί τῆς διατυπώσεως τῆς ἀληθείας ἐν τῇ ἀγάπῃ καί τῇ ὑπομονῇ. Ὁ Χριστιανισμός ἔχει ἀνάγκη σήμερον μιᾶς Θεολογίας τῆς καταλλαγῆς».
Τό 1970 ὁ Ἀθηναγόρας ἀποδέχθηκε ἀκόμη καί τό Φιλιόκβε (Filioque= καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ...) ὡς δῆθεν «θεολογούμενο», δήλωση γιά τήν ὁποία οἱ περισσότερες Ἱ. Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους διέκοψαν τό «μνημόσυνό» του. Ἐπί λέξει εἶπε: «Τί μελάνι χύθηκε καί τί μίσος γιά τό Filioque! Ἦλθεν ἡ ἀγάπη καί ὅλα ὑποχωροῦν στό πέρασμά της».
Γιά δέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων καί Μ. Βρεττανίας Ἀθηναγόρα (Κοκκινάκη) οἱ ἱεροί κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων δέν εἶναι παρά «ἀνθρώπινα ἐντάλματα καί σχήματα ἀνοησιῶν καί μίσους». Καί: «Γνωρίζω τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τάς θέσεις τῶν νεωτέρων θεολόγων τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά ταῦτα εἶναι βουλαί καί ἐπίνοιαι ἀνθρώπων»11.
δέ Ἰάκωβος Ἀμερικῆς ἀποφαίνεται: « Οἰκουμενική Κίνησις, φρονοῦμεν, ἄν καί χριστιανικῆς προελεύσεως, ὀφείλει νά γίνη κίνησις ὅλων τῶν θρησκειῶν, τῆς μιᾶς πρός τήν ἄλλην, ὅπως γίνει διάλογος, ἄν τυγχάνη ἀληθές ὅτι ὅλαι αἱ θρησκεῖαι ὑπηρετοῦν τόν Θεόν καί τόν ἄνθρωπον. Δέν ὑπάρχει εἰ μή εἷς Θεός ...».
Ἀπόλυτη ἐπιβεβαίωση τῶν παραπάνω εἶναι καί οἱ διαχριστιανικές συναντήσεις τῆς Ἀσσίζης μέ πρώτη ἐκείνη τῆς 29.8.1986. Συναντήθηκαν ἐπί τό αὐτό 12 ἐξωχριστιανικές θρησκεῖες καί οἱ χριστιανικές ὁμολογίες, συνολικά 150 ἐκπρόσωποι. Ἀπό τήν πλευρά τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκησίας προεξάρχων ἦταν ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων Μεθόδιος. Ἡ προσευχή ὅλων ἦταν κοινή ὑπέρ τῆς εἰρήνης. Ἀρχηγός ὅλων ἦταν ὁ Πάπας πού εἶπε στόν λόγο του: «Ἡ πρόκλησις τῆς εἰρήνης ὅπως τίθεται σήμερον ἐνώπιον πάσης χριστιανικῆς συνειδήσεως, ὑπερβαίνει τάς θρησκευτικᾶς διαφορᾶς» «Ὁ Πάπας ἀπήγγειλε τό «Πάτερ ἡμῶν» ἀγγλιστί ἐν μέσῳ Ἑβραίων, Ἰνδουιστῶν, Μουσουλμάνων, Σίχ καί Ὑλοζωϊστῶν προσευχομένων «τή ἰδία διαλέκτι» πρός ἑτεροκλήτους ... Θεούς!». Ἀκολούθησαν ἄλλες συναντήσεις τῶν ἐτῶν 1993, 2002, 2011, 2016, πάντοτε μέ τήν ἰσχυρή παρουσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ἤ ὑψηλόβαθμου ἐκπροσώπου του.
Ὅλα βέβαια ὅσα ἐκθέσαμε παραπάνω ἐκφράζουν τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, κάτω ἀπό τήν ὁποία σύμφωνα μέ τά πολύ χαρκατηριστικά λόγια τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου «κρύπτεται αὐτή αὕτη ἡ ἄρνησις τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ χαρακτῆρος τῆς χριστιανικῆς Πίστεως. Κατά τοῦτο ὁ Οἰκουμενισμός εἶνε χείρων πάσης αἱρέσεως. Ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου, ἡ εἰς τάξιν κτίσματος καταβιβάζουσα τόν ὁμοούσιον Λόγον, καθώς καί πᾶσαι αἱ ἄλλαι αἱρέσεις, ὠχριῶσιν ἐνώπιον τοῦ τέρατος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Διότι πᾶσαι αἱ χριστιανικαί αἱρέσεις, καί αἱ πλέον βλάσφημοι, οὐδέ διενοοῦντο κἄν νά ἀμφισβητήσωσι τήν μοναδικότητα καί ἀποκλειστικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἀληθείας ἐξ ἀποκαλύψεως. Διά πάσας τάς αἱρέσεις ὁ Χριστιανισμός ἦτο τό μονοπώλιον τῆς ἀληθείας καί τῆς σωτηρίας. Ἐνῶ διά τόν Οἰκουμενισμόν πᾶσαι αἱ Θρησκεῖαι ἔχουσι στοιχεῖα ἀληθείας καί στοιχεῖα πλάνης, ὁ δέ Χριστιανισμός δέν ἀποτελεῖ εἰμή μίαν Θρησκείαν μεταξύ τῶν λοιπῶν, ἴσως τήν εὐγενεστέραν, ἀλλά πάντως ὄχι τήν μοναδικῶς ἀληθινήν.»
Τελικά μέ ὅλα τά παραπάνω ἀποροῦμε, πῶς ἀποροῦμε ὅλοι μας ἀκόμα μέ τά νέα Προγράμματα στά Θρησκευτικά!
Λέων Μπράνγκ
Δρ. Θεολογίας
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 175
Μάρτιος 2017 – Από agnikolaos.gr
 Παραπομές
1. Βλ. νόμος 4386/11-5- 16, ἄρθρο 55, παρ. 5 ΦΕΚ 83/11.5.2016 τ. Α΄.
2. http://www.ecclesia.gr/greek/archbishop/repository/synod_komata.pdf.
3. Περισσότερα γιά τήν ἱστορία τῆς Οἰκουμενισμοῦ βλ. στό ἐξαιρετικό ἄρθρο τοῦ Ἀρχιμ. Ἰωάσαφ Μακρῆ, Ἱστορική ἀναδρομή τῆς προσεγγίσεως Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν κατά τόν 20ο αἰῶνα, στό περιοδικό «Ἐν Συνειδήσει»,
Ἔκτα­κτη ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου, Ἁγία Μετέωρα Ἰούνιος 2009 (https://sites.google.com/site/epomenoipatrasi/periodiko-en-syneidesei-/istorike-anadrome-tes-prosengiseos-orthodoxon-kai-romaiokatholikon-kata-ton-20o-aiona).
4. Βλ. ἀπό τήν μία πλευρά τό «Διατάγματα περί Οἰκουμενισμοῦ» τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου (Ἀρχιμ. Σπυρίδωνος Σπύρ. Μπιλάλη, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, τόμος Α΄, Ἀθήνα 20142, σ. 339 ἐ.ἔ.) καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἐπέκταση τοῦ Ἀλάθητου τοῦ Πάπα ἀπό τήν ἀπό καθέδρας διδασκαλία σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς ζωῆς τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν. (Στό ἴδιο, σ. 326).
5. Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπεῖον (http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_metallhnos/dialogoi_xwris_proswpeion.htm)
6. Ἀπό τό τυπικό γιά τήν παράδοση τῆς Τιάρας πού εἶναι σήμερα ἀκόμη σέ ἰσχύ, παρ’ ὅτι ἡ τελευταία του χρήση ἔγινε στή στέψη τοῦ πάπα Παύλου ΣΤ΄. (https://de.zenit.org/articles/das-neue-papstliche-wappen-ohne-tiara-dem-symbol-der-papstlichen-macht/. Πρβλ. K. Richter, Die Ordination des Bischofs von Rom. Aschendorff, Munster i. W. 1976, σελ. 109). Λούθηρος, ἑρμηνεύοντας μέ τόν δικό του τρόπο τά τρία στέμματα τῆς Τιάρας, παρατηρεῖ: «Αὐτό εἶναι πάπας καί δικαίως ὀνομάζεται μέ τό τριαδικό του στέμμα: αὐτοκράτορας στόν οὐρανό, αὐτοκράτορας στή γῆ, αὐτοκράτορας κάτω ἀπό τή γῆ. Ἐάν ὁ Θεός εἶχε κάτι παραπάνω, τότε θά ἦταν αὐτοκράτορας πάνω ἀπό αὐτόν καί θά ἔπρεπε νά φοράει τέσσερα στέμματα» (https://de.zenit.org/articles/das-neue-papstliche-wappen-ohne-tiara-dem-symbol-der-papstlichen-macht/).
7. Μεταλληνοῦ, ὅπ. παρ.
8. Τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 1964, σ. 197.
9. Μεταλληνοῦ, ὅπ. παρ.

10. Μακρῆ, ὅπ. παρ. 11. Τήν πηγή ὅλων τῶν παραπάνω χωρίων μπορεῖ νά βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στό ἄρθρο τοῦ Πρωτοπρ. Ἀγγέλου Ἀγγελακοπούλου μέ τίτλο «Ὁ μέγας οἰκουμενιστής Πατριάρχης Κύρος Ἀθηναγόρας (http://www.impantokratoros.gr/7E6EFCDF.el.aspx).