Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Τι μισθό έπαιρνε ο Παύλος; – Κυριακή ΙΑ΄ (ΙΑ΄ Ματθ.) (Α΄ Κορ. 9,2-12)

Δαιμόνιο τοῦ χρήματος

Ο αποστ.. Παυλος
Κυριακὴ ΙΑ΄ (ΙΑ΄ Ματθ.) (Α΄ Κορ. 9,2-12)
12 Αὐγούστου
Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Τι μισθό έπαιρνε ο Παύλος;


ΣΤΗΝ ἐποχή μας, ἀγαπητοί μου, ὅλους, ἄνδρες καὶ γυναῖκες τοὺς κατέλαβε, μεταξὺ τῶν ἄλλων, τὸ δαιμόνιο τοῦ χρήματος…
Λεφτά, λεφτά! φωνάζει ὁ ἐργάτης. Λεφτά! φωνάζουν καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι. Λεφτά! φωνάζουν καὶ αὐτοὶ ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ζητοῦν οὔτε ἕνα γρόσι, οὔτε μία δραχμή, αὐτοὶ ποὺ ἔλαβαν ἐντολὴ «Δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε» (Ματθ. 10,8)· καὶ αὐτοὶ ἀκόμα οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες ζητοῦν λεφτά.
—Μά, θὰ πῆτε, μπορεῖ νὰ ζήσωμε χωρὶς λεφτά;

Μία σφαλερὰ ἰδέα

Χριστιανέ μου, μὲ παρεξηγεῖς. Δὲν ὑποτιμῶ τὸν οἰκονομικὸ παράγοντα. Δὲν λέω ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐργάζεται δὲν εἶνε «ἄξιος τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ» (Λουκ. 10,7). Δὲν ἀρνοῦμαι, εἰδικῶς ὡς πρὸς τὸν ἱερέα, ὅτι καὶ αὐτὸς εἶνε ἄνθρωπος, ἔχει καὶ παπαδιά, ἔχει καὶ παιδιά, ἔχει καὶ ἀνάγκας καὶ πρέπει νὰ ἱκανοποιῆται. Ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ σημείου τούτου μέχρι τοῦ σημείου νὰ νομίζωμεν, ὅτι ἅμα δώσωμεν λεφτὰ στὸν ἄνθρωπο θὰ γίνῃ καλύτερος καὶ εὐγενέστερος καὶ ὑψηλότερος, κάνομε μεγάλο λάθος. Εἰδικώτερα δὲ ὡς πρὸς τὸν ἱερέα, λένε·
Τί νὰ σοῦ κάνῃ κι ὁ παπᾶς; δός του μισθό. Ἐὰν τοῦ δώσῃς λεφτά, θὰ δουλέψῃ. Παίρνει μισθὸ ὁ παπᾶς λιγώτερο ἀπὸ ἕναν κλητῆρα· δός του λεφτά, κι ὅταν δῇ λεφτὰ θὰ δουλέψῃ κι αὐτός, θὰ ἐργασθῇ μέσα στὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ…
Λάθος εἶνε, παρεξήγησις εἶνε, σφαλερὰ ἰδέα εἶνε αὐτή, νὰ μὴν πῶ κάτι χειρότερον. Γιατί μπορεῖ νὰ δώσῃς σ᾿ ἕναν παπᾶ διπλάσιο καὶ τριπλάσιο μισθό, μπορεῖ ἀκόμα νὰ τὸν πάρῃς ἀπὸ δῶ ἐπάνω ἀπὸ τὰ Γρεβενά, ποὺ ἔχει 50 σπίτια, καὶ νὰ τὸν πᾷς κάτω στὴν πλουσιώτερη ἐνορία τῶν Ἀθηνῶν. Μπορεῖ ἀκόμα νὰ τοῦ δώσῃς τόσο μισθό, ποὺ νὰ μὴ παίρνῃ οὔτε ἕνας ἀρεοπαγίτης (γιατὶ μερικοὶ παπᾶδες κάτω στὴν Ἀθήνα ἔχουν, μὲ τὰ τυχερά τους, μεγαλύτερες ἀπολαβὲς κι ἀπὸ ἕνα στρατηγὸ κι ἀπὸ ἕναν ἀρεοπαγίτη). Ναί, μπορεῖ ἀκόμα νὰ τοῦ κάνῃς καὶ τὰ γένεια του χρυσᾶ, καὶ τὸ καλυμμαύχι του καὶ τὸ ῥάσο του μεταξωτό. Γίνεται μὲ αὐτὰ τὰ λεφτὰ ἕνας Χρυσόστομος; κάνεις ἕναν Βασίλειο, κάνεις ἕναν ἅγιο Κοσμᾶ; Δὲν γίνονται τὰ πράγματα ἔτσι ποὺ νομίζετε. Κάτι ἄλλο εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Δὲν εἶνε ὁ ἄνθρωπος ὅπως τὸ γαϊδουράκι, ποὺ τοῦ δίνεις σανὸ νὰ δουλέψῃ. ῞Αμα δώσῃς σανό, τὸ γαϊδουράκι δουλεύει· ἅμα δὲν τοῦ δώσῃς, δὲν δουλεύει.
῎Αμ, δὲν εἶνε ἔτσι τὰ πράγματα. Κοντὰ στὸ «σανό», κοντὰ στὸ φαγητό, κοντὰ στὸ ροῦχο, χρειάζεται καὶ κάτι ἄλλο ὁ ἄνθρωπος· ἕναν ἱερὸ ἐνθουσιασμό, ποὺ πρέπει νὰ δονῇ τὶς καρδιὲς ὅλων, ἰδιαιτέρως δὲ ἐκείνων ποὺ ἐτάχθησαν στὴν ὑπηρεσίαν ἑνὸς ἱεραποστολικοῦ ἰδεώδους.

Πραγματικὸς ἱερωμένος


Λοιπόν, νὰ μὴν πολυλογοῦμε. Ἐγνώρισα, καὶ ὄχι μόνον ἐγὼ τὸν ἐγνώρισα ἀλλὰ ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ἐγνώρισαν, ἕναν ἱερωμένο, ἕναν ἱερωμένο ποὺ δούλεψε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅσο κανένας ἄλλος. Ἔχετε δεῖ κάτι ἐργάτες ποὺ εἶνε ἀποδοτικοί; Κάνουν δουλειὰ γιὰ δέκα ἐργάτες. Λοιπὸν αὐτὸς ὁ ἱερωμένος δούλεψε μέσα στὴν Ἐκκλησία τόσο ὅσο δὲν δουλεύουν σήμερα 80 δεσποτάδες καὶ 8.000 παπᾶδες. Ὅλους αὐτοὺς νὰ τοὺς μαζέψῃς, δὲν κάνουνε ἕνα ἑκατοστόν, τί λέω, ἕνα ἑκατομμυριοστὸν τῆς ἐργασίας ποὺ ἔκανε ὁ ἱερωμένος αὐτός. Ἐδούλεψε αὐτὸς ὁ ἱερωμένος, καὶ ἂς εἶνε εὐλογημένος. Γιατὶ σ᾿ αὐτόν, ἰδίως ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, ὀφείλομεν τὴν χριστιανοσύνη μας. Αὐτὸς ἐπάτησε τὰ ἅγια χώματα τῆς πατρίδος μας καὶ φύτευσε ἐδῶ στὸν τόπο μας τὸ χριστιανικὸ δένδρο, κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰν τοῦ ὁποίου μέχρι στιγμῆς, δὲν ξέρω αὔριο, ἐπισκιαζόμεθα καὶ δροσιζόμεθα οἱ πάντες. Ναί, αὐτὸς εἶνε ποὺ μέχρι σήμερα μᾶς διδάσκει καὶ μᾶς φωτίζει, μὲ τὰς περιφήμους του 14 ἐπιστολὰς ποὺ ἔγραψε, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ μισὲς ἀπευθύνονται πρὸς τοὺς Ἕλληνας. Αὐτός, ὅπως εἶνε εὔκολο νὰ ἐννοήσετε, εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
—Μά, ἱερωμένο τὸν εἶπες!…
Κάτι παραπάνω ἀπὸ ἱερωμένος εἶνε· ἀρχιερεύς, δεσπότης, κάτι παραπάνω ἀπὸ δεσπότης ἤτανε. Ἀπόστολος ἦταν· γιατὶ παραπάνω ἀπὸ τὸν παπᾶ, παραπάνω ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο, παραπάνω ἀπὸ ὅλους εἶνε ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. ῎Ητανε ἀπόστολος.

Τί μισθὸ ἔπαιρνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος;

Ἀφοῦ λοιπὸν δούλεψε τόσο πολύ, τί μισθὸ ἔπαιρνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος; Ἔλα ρὲ δεσπότη, ἔλα ρὲ δεσπότη ποὺ θέλεις νὰ μοῦ φύγῃς ἀπὸ τὴν μικρὰ μητρόπολι καὶ νὰ πᾷς κάτω στὴ μεγάλη – μὰ δὲν θὰ σ’ ἀφήσω ἐγὼ ὁ ἱερομόναχος, δὲν θὰ σ’ ἀφήσω νὰ πᾷς, ὅσο καὶ νὰ φωνάζῃς δὲν θὰ σὲ ἀφήσω(1). Ἔλα, ρὲ σὺ παπᾶ, ποὺ ἔφαγες τὰ μπιλιέττα τῶν διαφόρων προσώπων γιὰ νὰ ἐπιτύχῃς τὸ σκοπό σου· θέλετε νὰ φύγετε ἀπὸ τὰ χωριά σας καὶ νὰ πᾶτε κάτω στὴν Ἀθήνα, νὰ μπῆτε μέσα στὰ νεκροταφεῖα, γιατὶ ἐκεῖ εἶνε «τράπεζα». Στὰ νεκροταφεῖα οἱ παπᾶδες παίρνουν 40.000 δραχμές. Πηδοῦν ἀπὸ τάφο σὲ τάφο. Μὲ σφυρίχτρες εἶνε, σὰν τοὺς δραγάτες ποὺ σφυρίζουν μέσα στὰ ἀμπέλια, ἔτσι φωνάζουν μέσ᾿ στὰ νεκροταφεῖα. Λοιπόν, ἔλα ρὲ σὺ παπᾶ, ποὺ γιὰ νὰ μετακινηθῇς ἔφαγες τὸν τόπο —ἔτσι θὰ σοῦ μιλήσω καὶ θὰ σοῦ μιλήσω ἀκόμα σκληρότερα—, ἔλα νὰ σοῦ δείξω τί μισθὸ ἔπαιρνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Ἔλα λοιπὸν νὰ δοῦμε τί μισθὸ ἔπαιρνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Μεγάλο μισθό. Τὸ λέγει ἐκεῖ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, παίρνουν τὸ μισθό τους, ἱκανοποιοῦνται. Ὁ χωριάτης καὶ ὁ γεωργός, ποὺ σκάβει τὴ γῆ, πρῶτος αὐτὸς τρώγει ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς. Καὶ αὐτὸς ποὺ φυτεύει ἀμπέλι πρῶτος θὰ φάῃ σταφύλια. Καὶ ὁ τσοπᾶνος, ποὺ βοσκάει πρόβατα, θὰ πιῇ πρῶτος τὸ γάλα καὶ θὰ φάῃ τὸ τυρί. Καὶ αὐτὸς ποὺ εἶνε στρατιώτης δὲν τρέφεται μόνος του· παίρνει συσσίτιο ἀπὸ τὸ σύνταγμα καὶ ἀπὸ τὸ λόχο του. Καὶ ἐγώ, λέει, τί εἶμαι; Κ᾿ ἐγὼ εἶμαι γεωργός, κ᾿ ἐγὼ εἶμαι βοσκός, κ᾿ ἐγὼ εἶμαι ἀμπελουργός, καὶ ἐγὼ εἶμαι στρατιώτης. Μὰ πῶς ἦταν γεωργός; Ὅπως ὁ γεωργὸς παίρνει τὸ ἀλέτρι καὶ τὸ τρακτὲρ καὶ σκάβει βαθειὰ τὴ γῆ, καὶ τὴν σπέρνει, καὶ βγαίνουν ἀπὸ τὴ γῆ ὡραῖα προϊόντα, ἔτσι καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἦταν τρακτέρ. Ἐμεῖς οἱ παπᾶδες οὔτε ἀξίνα δὲν εἴμεθα. Τώρα ἐμεῖς θέ᾿με καρπό. Ἀλλὰ πῶς θέ᾿με νὰ πάρουμε τὸν καρπό; Ἐμεῖς οὔτε μὲ τὰ νύχια μας δὲν γρατζουνᾶμε τή γῆ. Ἐμεῖς οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες δὲν καλλιεργοῦμε τὴ γῆ. Γιατί σεῖς εἶστε ἡ γῆ, σεῖς εἶστε τὸ χωράφι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπως τὸ χωράφι πρέπει νὰ τὸ σκάψουμε βαθειά, ἔτσι καὶ κάθε παπᾶς καὶ κάθε δεσπότης πρέπει νὰ εἶνε τρακτέρ, νὰ μπῇ τὸ ὑνὶ τοῦ θείου λόγου μέσα στὴ γῆ βαθειά. Παραπονεῖσαι· Ἔμ, δὲν κάνουν τίποτε οἱ Χριστιανοί, ἀγριέψανε· βλαστήμια ἀπὸ δῶ, μοιχεία ἀπὸ κεῖ, τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο… ῍Αμ τί περίμενες; Χορτάριασε ἡ γῆ, γέμισε ζιζάνια. Πρέπει νὰ σκάψῃς. Ἀφοῦ δὲν σκάβεις τί περιμένεις;

Γεωργός, τσοπᾶνος, ἀμπελουργός, στρατιώτης

Λοιπόν, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἦταν γεωργός, ποὺ ἔσκαψε βαθειὰ μέσα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ φύτρωσαν τὰ ὡραιότερα δένδρα καὶ τὰ ὡραιότερα φυτά.
Ἦταν ἀκόμα καὶ τσοπᾶνος, ποὺ φρόντιζε τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ κάθε Χριστιανὸς εἶνε πρόβατο τῆς λογικῆς ποίμνης. Καὶ ὅπως ὁ τσοπᾶνος παίρνει τὰ πρόβατά του καὶ τὰ πάει ἐπάνω στὰ χλοερά χορτάρια, ἔτσι καὶ αὐτός. Εἴδατε αὐτοὺς ἐκεῖ ἐπάνω τοὺς βοσκοὺς ἀπὸ ποῦ ξεκινᾶνε; Ξεκινᾶνε ἀπὸ τὴ Σαμαρίνα καὶ κατεβαίνουν κάτω στὴ Λάρισα. Πόσο ὑποφέρουν αὐτοὶ οἱ καημένοι, περπατώντας φορτωμένοι μὲ τὶς κάππες των! Ἄντε, ρὲ δεσπότη μου, ποὺ δὲν κουνήθηκες ποτέ ἀπὸ τὴ θέσι σου, κ᾿ ἐσὺ παπᾶ κ᾿ ἐσὺ ἱεροκήρυκα, νὰ δῇς τί κάνουν αὐτοὶ οἱ τσοπαναραῖοι. Παίρνουν τὰ πρόβατά τους τὸ χειμῶνα πάνω ἀπὸ τὰ ψηλὰ βουνὰ καὶ τὰ κατεβάζουν κάτω εἰς τὸν κάμπο, γιὰ νὰ βροῦν χορταράκι δροσερὸ καὶ νερὸ κρυστάλλινο. Καὶ τὰ φυλάγουν τὴ νύχτα ἀπὸ τοὺς λύκους, καὶ μάχονται ἐναντίον τῶν λύκων μὲ τὰ ῥόπαλα καὶ τὶς πέτρες. Ὅπως λοιπὸν ὁ τσοπᾶνος ἀγαπάει τὸ κοπάδι του, ἔτσι καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τσοπᾶνος πραγματικός, ἐφύλαγε τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἔκανε ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ ἀείμνηστος Χρυσόστομος Σμύρνης· «Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων» (Ἰωάν. 10,11). Αὐτὰ ἦταν τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης, ὅταν ὅλοι οἱ στρατηγοὶ καὶ ναύαρχοι ἐγκαταλείψανε τὴν πόλι, ἀπὸ ὅπου μᾶς ἐξεδίωξαν γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας οἱ Τοῦρκοι. Ἔχετε δεῖ παιδὶ νὰ κυνηγάῃ τὰ γαλιὰ μ᾿ ἕνα καλάμι; Ἔτσι μᾶς κυνηγοῦσε ὁ Κεμὰλ διὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Μιὰ στρατιὰ 300.000 ἀνδρῶν, μᾶς κυνηγοῦσε σὰν τὰ γαλιὰ καὶ φεύγαμε ὅπου νά ᾿νε, πατεῖς με – πατῶ σε. Ἕνας ἔμεινε, ὁ Χρυσόστομος· μὰ δὲν ἦταν μισθωτὸς ποιμένας, δὲν ἦταν γιὰ τὰ λεφτά· ἦταν γιὰ τὸ Θεό, ἦταν γιὰ τὴν πατρίδα. —Πᾶμε, δεσπότη μου, τοῦ εἶπαν. —Ποῦ νὰ πάω; λέει· «ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων». Καὶ ἔμεινε ἐκεῖ πέρα, καὶ τὰ καλντερίμια φωνάζουν, ὅτι ἤτανε πραγματικὸς τσοπᾶνος τοῦ Χριστοῦ.
Ναί, γεωργὸς ἤτανε ὁ Παῦλος, βοσκὸς πραγματικὸς ἤτανε. Ἦταν ἀκόμα ἀμπελουργός. Καὶ ὅπως φυτεύεις τὸ ἀμπέλι καὶ τρώγεις ἀπ᾿ τοὺς καρπούς, ἔτσι ἐφύτευσε καὶ ὁ Παῦλος τὰ κλήματα, γιὰ νὰ φέρουν καρπὸν πολύν. Ἀλλὰ ἐμεῖς τὰ κλήματα μόνο τὰ ζωγραφίζουμε. Γιά κοιτάξτε, γεμᾶτο σταφύλια εἶνε ἐκεῖ πάνω(*). Σ᾿ ἐμᾶς μόνο στὶς κορνίζες καὶ στοὺς τοίχους ἔμειναν τὰ σταφύλια· δὲν ἔχουμε τσαμπιὰ ἀληθινὰ μὲ ὡραίους καρπούς.

Συνεχὴς ἐργασία

Ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος δούλευσε γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι δούλευσε καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.
Πόσο δούλευσε; Δὲν πᾶτε ἐκεῖ στὸ Ἰορδάνη ποταμό, ποὺ εἶνε ἕνα μέρος ποὺ τὸ δείχνουν ἀκόμα οἱ ἀραπάδες; Εἶνε ἕνας βράχος καὶ κάτω ἀπὸ τὸ βράχο περνάει ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς μὲ τὰ καθαρὰ – πεντακάθαρα νερά του. Δὲν πᾶτε ἐκεῖ νὰ τοὺς ρωτήσετε, ποὺ στεκόταν ἀπὸ τὸ πρωΐ, μπονόρε, μέχρι τὴν δύσι τοῦ ἡλίου ἕνας ἄνθρωπος ἐπάνω ψηλὰ καὶ βάπτιζε. Πόσους ἐβάπτισε;
Ρώτησα ἕναν παπᾶ, ποὺ ἔκανε 50 χρόνια σ᾿ ἕνα χωριό· Δὲ μοῦ λές, παπᾶ μου, πόσους ἐβάπτισες στὸ χωριὸ αὐτὸ μὲ τὰ 200 σπίτια; Τοὺς ἔχω γραμμένους ὅλους, μοῦ λέει· ἐβάπτισα 1.000 ἀνθρώπους. Καὶ ἀπὸ τὸν καθένα ἔπαιρνε…
Μὰ Ἰωάννης δὲν βάπτισε 1.000· ἐβάπτισε 1.000.000 καὶ ἄνω. Μάλιστα· γιατὶ ἄδειασαν τὰ Ἰεροσόλυμα, ἀδειάσανε οἱ πολιτεῖες, ἀδειάσανε τὰ ἀρχοντικὰ τὰ σπίτια, ἀδειάσανε τὰ καλύβια, καὶ ἔτρεχαν ὅλοι καὶ πήγαιναν κοντὰ στὸν Ἰορδάνη· καὶ μπαίνανε μέσα στὸ ποτάμι, καὶ τοὺς βάπτιζε, ἀπὸ τὸ πρωῒ μέχρι τὸ βράδυ.

Τί πῆρε;

Τί πῆρε; Τί πῆρε; Πῆρε κανένα φράγκο, κανένα γρόσι, καμμία λίρα; – ποὺ ἄξιζε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Ἰωάννου, ἀπὸ τέτοιον ἅγιο ἄνθρωπο, νὰ βαπτιστῇς.
Δὲν πῆρε τίποτε ἀπολύτως. Δωρεὰν ἔλαβε, δωρεὰν ἔδωσε (πρβλ. Ματθ. 10,8).
Ἐβάπτισε χιλιάδες κόσμο, ἐκήρυττε ἀπ᾿ τὸ πρωῒ ὣς τὸ βράδυ, ἐξωμολογοῦσε, καὶ δὲν ἔπαιρνε τίποτε ἀπολύτως. Ποιός εἶνε ὁ μισθός του; Διαβάστε τὸ Εὐαγγέλιο, διαβάστε τὸ κατὰ Μᾶρκον, γιὰ νὰ δῆτε τί λέει ἐκεῖ πέρα.
Τὸ φαγητό του, λέει, ἦταν ἄγριο μέλι. Καὶ τὸ ποτό του τί ἦταν; Τὸ ποτάμι τοῦ Ἰορδάνου, τὸ δροσερὸ ἐκεῖνο νεράκι. Καὶ κρεβάτι ποὺ κοιμόταν ἤτανε οἱ καλαμιές· ἐκεῖ στὸ ποτάμι φυτρώνουν καλαμιές, ἔκοβε καλαμιὲς καὶ κοιμόταν πάνω στὰ καλάμια. Καὶ τὸ χειμῶνα ἐτρύπωνε μέσα στὶς σπηλιὲς καὶ στὶς κουφάλες τῶν δένδρων. Τὸ ροῦχο του ἦταν φτειαγμένο ἀπὸ μετάξι; ἦταν κανένας μανδύας ἀρχιερατικός, ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἄμα τοὺς πουλήσῃς ἀξίζουν 50.000 – 60.000; Φοροῦσε καμμιὰ μίτρα στὸ κεφάλι του; Εἶχε τέτοια πολυτέλεια, μεγάλη καὶ σπουδαία; Δὲν εἶχε τέτοια. Εἶχε ἕνα ροῦχο φτειαγμένο ἀπὸ τρίχες καμήλου.
Ἔτσι ζοῦσε ὁ Ἰωάννης ἐκεῖ πέρα. ῎Α, πῆρε καὶ ἕνα δῶρο μεγάλο. Ὅπως τώρα στοὺς ὑπαλλήλους δίνουν τὰ Χριστούγεννα καὶ τὸ Πάσχα δῶρο, πῆρε καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης δῶρο. Μεγάλο πουρμπουὰρ ἐπῆρε! Γιατί; Γιατὶ κοντά στὸ κήρυγμα, κοντὰ στὴν ἐξομολόγησι, κοντὰ στὰ ἄλλα, ἔκανε καὶ ἕνα μεγάλο καλό, τὸ μεγαλύτερο καλό. Ποιό εἶνε τὸ μεγαλύτερο καλό, νὰ ἐξομολογήσῃς, νὰ κηρύξῃς; Τὸ μεγαλύτερο καὶ δυσκολώτερο καλὸ δὲν εἶνε νὰ κτίσῃς γηροκομεῖα, δὲν εἶνε νὰ κτίσῃς ὀρφανοτροφεῖα, δὲν εἶνε νὰ μαζέψῃς πέτρες, νὰ τὶς πυργώσῃς καὶ νὰ κάνῃς πυραμίδες καὶ ἱδρύματα; Εὔκολα εἶνε αὐτὰ τὰ πράγματα, Χριστιανοί μου· νὰ σᾶς φτειάσω χίλια! Νὰ ἤμουν στὴν Κοζάνη, θὰ σᾶς ἔκανα χίλια ἀπ’ αὐτά. Ποιό εἶνε τὸ μεγαλύτερο καλό, ποὺ διψᾷ αὐτὴ ἡ γῆ;

Εἶπε τὴν ἀλήθεια!

Ὅπως τὸ χορταράκι διψᾷ τὴ δροσιά, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος διψᾷ κάτι πολύτιμο. Δὲν πά’ νὰ τοῦ δίνῃς τοῦ κόσμου τὰ ἀγαθά, ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθηκε γιὰ κάτι μεγάλο καὶ ὑψηλό. Ποιό εἶνε τὸ μεγάλο καὶ ὑψηλό; Τί ἔκανε ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος;
Εἶπε τὴν ἀλήθεια! Μεγάλο πρᾶγμα.
—Ἔ, μεγάλο πρᾶγμα εἶνε νὰ πῇς τὴν ἀλήθεια;
Σὲ μιὰ ἐποχὴ διαφθορᾶς τῶν ἠθῶν τὸ νὰ λέῃ κανεὶς τὴν ἀλήθεια εἶνε ἔγκλημα, ποὺ τιμωρεῖται μὲ θάνατο.
Εἶνε μεγάλο πρᾶγμα ἡ ἀλήθεια, γιατὶ σκοτώνει τὰ ἀνθρώπινα πάθη, τὰ χτυπᾷ ἀλύπητα. Ἀλλὰ σκοτώνει κ᾿ ἐκεῖνον ποὺ κηρύττει τὴν ἀλήθεια.
Ναί, εἶνε μεγάλο πρᾶγμα ἡ ἀλήθεια, γιατὶ γιατρεύει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ποὺ εἶνε ἡ πιὸ φοβερὴ ἀρρώστια. ῾Η ἀλήθεια στηρίζει τὰ ἔθνη, ἡ ἀλήθεια εἶνε πρόοδος καὶ ζωὴ τῶν ἐθνῶν. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε, ὅτι «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰωάν. 18,37). Ὁ ἁμαρτωλός, ποὺ ἔχει πωρωθῆ, ἀκούγοντας τὸν ἔλεγχο τῆς ἁμαρτίας ὄχι μόνο δὲν μετανοεῖ, ἀλλὰ καὶ μισεῖ θανάσιμα αὐτὸν ποὺ τὸν ἐλέγχει, καὶ θέλει νὰ κλείσῃ τὸ στόμα του. Αὐτοὺς ποὺ κολακεύουν καὶ λένε χίλιων λογιῶν ψέματα, ὁ κόσμος τοὺς ἀγαπᾷ. Ἀλλ᾿ ἐκείνους ποὺ κηρύττουν τὴν ἀλήθεια, ποὺ δείχνουν τὶς κακίες καὶ τὰ ἐλαττώματά του καὶ ἐλέγχουν τὶς παρεκτροπές του, τοὺς μισεῖ καὶ τοὺς ἀποστρέφεται καὶ θέλει τὴν ἐξόντωσί τους. Αὐτὸ βλέπουμε καθαρὰ στὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο(*).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ ῾Αγ. Ἀναργύρων Κοζάνης τὴν 29-8-1965
  • ———————————————
    (*) Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ π. Αὐγουστῖνος διεξῆγε μεγάλον ἀγῶνα κατὰ τοῦ μεταθετοῦ τῶν μητροπολιτῶν.
    Τί μισθὸ ἔπαιρνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος; Ἐμένα ρωτᾶτε; Ἀνοῖξτε λοιπὸν τὴν Α´ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή, διαβάσατε τὸ 9ον κεφάλαιον – ποὺ ἔπρεπε σήμερα νὰ διαβαστῇ, ἀλλὰ νικήθηκε ἀπὸ τὸν ἀπόστολο τῆς ἑορτῆς. Ἀνοῖξτε, λέγω, τὸν ἀπόστολο αὐτὸ(*) καὶ διαβάστε τὴν Α´ πρὸς Κορινθίους, τὸ 9 κεφάλαιο, καὶ ἐκεῖ θὰ δῆτε τί μισθὸ ἔπαιρνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, θὰ δοῦμε ὅλοι ποὺ θέ᾿με μισθό. Θέλουμε μισθό, ἀλλὰ τί θὰ γίνῃ αὐτὸ τὸ κράτος; Θὰ διαλυθοῦμε. Τώρα δὲν εἶνε καιρὸς νὰ τὰ πῶ αὐτά. Κάνω μιὰ παρέκβασι. Τὸ δημόσιο ταμεῖο δὲν ἐπαρκεῖ· καὶ αὐτὸς ὁ Μπούρινος(**) νὰ γίνῃ χρυσάφι, κόβοντας – κόβοντας θὰ τὸν φᾶμε, θὰ τὸν κάνωμε πεδιάδα, κάμπο. Ὅλοι ζητοῦν λεφτὰ ἀπὸ τὸ κράτος, ἀλλὰ ἐν τῷ μεταξὺ κανένας δὲ δίνει λεφτὰ στὸ κράτος. Πῶς θὰ ζήσῃ τὸ κράτος αὐτό; «Μακάριοι οἱ διδόντες» λέει τὸ Εὐαγγέλιο (Πράξ. 20,35), «μακάριοι οἱ λαμβάνοντες» λένε αὐτοί. Ἀναστρέψαμε τὴν πυραμίδα, ἀλλάξαμε τὴν κατάστασι.
    ———————————————
    (*) Ἦταν ἡ περικοπὴ Α´ Κορ. 9,2-12 τῆς ΙΑ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου.
    (**) Βουνὸ νοτιοδυτικὰ τῆς Κοζάνης.
  • ———————————————
    (*) Διδάσκει καὶ ἐποπτικῶς δείχνοντας στὸ ἐκκλησίασμα κάποια διακόσμησι μέσα στὸ ναό, ἴσως στὸ τέμπλο, ποὺ παριστάνει ἄμπελο.
    Τὸν εἶπα τὸν Παῦλο γεωργό, τὸν εἶπα τσοπᾶνο, τὸν εἶπα ἀμπελουργό. Δὲν εἶπα τίποτα ἀκόμα. Εἶνε καὶ στρατιώτης, στρατιώτης γενναῖος καὶ ἀτρόμητος, στρατιώτης ποὺ κρατοῦσε σπαθὶ στὰ χέρια του. ῞Αμα δῆτε ζωγραφισμένους δύο σὰν ἀδέλφια, τὸν Πέτρο καὶ τὸν Παῦλο, τὸν Πέτρο θὰ τὸν δῆτε νὰ κρατᾷ τὰ κλειδιὰ τοῦ παραδείσου καὶ τὸν Παῦλο νὰ κρατᾷ τὴ ῥομφαία πνεύματος, τὸ σπαθὶ τὸ ξεγυμνωμένο, τὸ σπαθὶ ποὺ χτυποῦσε τοὺς πάντας διὰ τὸ Χριστό.
    Ἔτσι ἤτανε ὁ Παῦλος. Καὶ λέει λοιπόν· Ἀφοῦ εἶμαι γεωργός, ἀφοῦ εἶμαι τσοπᾶνος, ἀφοῦ εἶμαι ἀμπελουργός, ἀφοῦ εἶμαι στρατιώτης, ἔχω τὸ συσσίτιό μου, τὸ μισθό μου.
    Ποιό μισθό! – ὦ Παῦλε, δὲν εἴμεθα ἄξιοι νὰ προσκυνήσουμε τὰ πόδια σου! Τί ἔκανε ὁ Παῦλος; Ἔπαιρνε μισθό; Τίποτε ἀπολύτως δὲν ἔπαιρνε. Οὔτε Τ.Α.Κ.Ε. οὔτε Ο.Δ.Ε.Π.(*) ὑπῆρχε, οὔτε κράτος ὑπῆρχε, οὔτε τίποτε. Ὁ μισθός του; Ποιός μισθός; Τίποτε. Τότε πῶς ζοῦσε; μὲ τὸν ἀέρα ζοῦσε; Δὲν ζοῦσε μὲ τὸν ἀέρα. Ἐδούλευε. Ἔκανε χαλιά, κιλίμια ἔκανε, καὶ ζοῦσε αὐτὸς καὶ ἡ συντροφιά του. Καὶ γιατί τὸ ἔκανε αὐτό; Γιὰ νὰ μὴν πῇ κανεὶς ἀντίθεος ἀντίχριστος καὶ ἄθεος, ὅτι ὁ Παῦλος κηρύττει τὸ Χριστὸ γιὰ τὰ λεφτά.
    ———————————————
    (*) Οἱ γνωστοὶ οἰκονομικοὶ ὀργανισμοὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος γιὰ τὴν συνταξιοδότησι τοῦ κλήρου καὶ τὴν διαχείρισι τῆς ἀκινήτου περιουσίας.
    Δὲν μποροῦσε νὰ τὸ πῇ κανείς γιὰ τὸν Παῦλο αὐτό· ἐνῷ γιὰ μᾶς λένε, ὅτι κάναμε τὴν ἐκκλησιὰ μαγαζί, γιὰ νὰ ζοῦμε. Δὲν μποροῦσαν νὰ ποῦν στὸν Παῦλο ὅτι ἔκανε τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ μαγαζί, γιατὶ δὲν δεχόταν τίποτε ἀπὸ τοὺς πιστούς. Δούλευε αὐτὸς ὁ ἴδιος καὶ ἔτσι ζοῦσε αὐτὸς καὶ ἡ συντροφιά του. Αὐτὰ ἔκανε ὁ Παῦλος καὶ μᾶς ἔδειξε ὅτι, παραπάνω ἀπὸ τὸ μισθὸ καὶ ἀπὸ τὰ χρήματα, εἶνε μία ἰδεολογία ἱερά, γιὰ τὴν ὁποία πρέπει νὰ ζῇ καὶ νὰ ἀποθνῄσκῃ ὁ ἄνθρωπος.
    Ἀλλὰ ὁμιλώντας στὸ ἀγαπητὸ ἐκκλησίασμα τῆς Κοζάνης σήμερα περὶ ἀνιδιοτελοῦς χαρακτῆρος, ὁμιλώντας περὶ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ περιφρονεῖ τὴν ὕλη καὶ τὸ χρῆμα, θὰ ἦταν ἄδικο, σήμερα, πολὺ ἄδικο, μνημονεύοντες τὸν ἀπόστολο Παῦλο, νὰ μὴ μνημονεύσωμε καὶ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, τοῦ ὁποίου τὴν ἀποκεφάλησιν ἑορτάζομεν σήμερον. Καὶ γιὰ νὰ ἔχῃ, ἀγαπητοί μου, εἱρμὸ καὶ κάποια συνέχεια ὁ λόγος καὶ νὰ εἶνε σχετικός, ἀφήνω ὅλα τὰ ἄλλα, γιατὶ θὰ εἶνε πολὺ μακρὸς ὁ λόγος, λέγω λίγα σχετικὰ μὲ τὸ θέμα μου καὶ τελειώνω.