Διάκος «Ανέβα, Μήτρε, στου βουνού κατάκορφα τη ράχη,πάρε το μάτι τ’ αϊτού και τ’ αλαφιού το πόδικαι την αγρύπνια του λαγού, και στήσε καραούλι.Κι αν δεις χιλιάδες τον εχθρό, άλογο και πεζούρα,5με τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά, τον ύπνο μη μου κόψεις·στάσου, πολέμα μοναχός. Κι αν δεις μες στο φυσάτονα πιλαλάει τ’ άλογο του Ομέρπασα Βριόνη,πέτα, ροβόλα, κράξε με… Σύρε με την ευχή μου.» Άστραψε απ’ άγρια χαρά το μέτωπο του κλέφτη,10εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη,έλαμψε ο Μήτρος μια στιγμή κι εσβήστηκε σαν άστρο.Ο Διάκος τον συντρόφεψε για λίγο με το μάτικι ύστερα πέφτει καταγής γονατιστός στην πέτρα: «Αδέρφια, παλικάρια μου! Ελάτε ολόγυρά μου15και γονατίσετε μ’ εμέ. Ο κόσμος στη χαρά τουείν’ ανθοστόλιστη εκκλησιά, κι εδώ μάς παραστέκειΕκείνος που την έχτισε, για να Τον προσκυνούμε.» Ήτανε νύχτα. Τα βουνά, οι λαγκαδιές, τα δέντρα,οι βρύσες, τ’ αγριολούλουδα, ο ουρανός, τ’ αγέρι,20στέκουν βουβά ν’ ακούσουνε την προσευχή του Διάκου. ✳ «Όταν η μαύρ’ η μάνα μου, εμπρός σε μιαν εικόνα,Πλάστη μου, μ’ εγονάτιζε με σταυρωτά τα χέριακαι μὄλεγε να δεηθώ για κειους που το χειμώνασα λύκοι ετρέχαν στα βουνά, με χιόνια, μ’ αγριοκαίρια,25για να μη ζούνε στο ζυγό, ένιωθα τη φωνή μουνα ξεψυχάει στα χείλη μου, εσπάραζε η καρδιά μου,μου ετρέμανε τα γόνατα, σαν να ’θελε η ψυχή μουνα φύγει με τη δέηση από τα σωθικά μου. »Ύστερα μὄλεγε κρυφά να Σου ζητώ τη χάρη30να μ’ αξιώσεις μια φορά ένα σπαθί να ζώσωκαι να μην έρθει ο θάνατος να μ’ εύρει, να με πάρει,πριν πολεμήσω ελεύθερος, για Σε πριν το ματώσω.Πατέρα παντοδύναμε! Άκουσες την ευχή μου·μου φύτεψες μες στην καρδιά αγάπη, πίστη, ελπίδα,35έδωκες μιαν αχτίδα Σου αθέρα στο σπαθί μουκαι μου ’πες: Τώρα πέθανε για με, για την πατρίδα! »Έτοιμος είμαι, Πλάστη μου! Λίγες στιγμές ακόμακαι σβηώνται τ’ άστρα Σου για με. Για με θα σκοτιδιάσειτ’ όμορφο γλυκοχάραμα. Θα μου κλειστεί το στόμα40που εκελαδούσε στα βουνά, στη ρεματιά, στη βρύση·θα μαραθούν τα πεύκα μου. Αραχνιασμέν’ η λύρα,που μου ’ταν αδερφοποιτή κι οπού μ’ εμέ στη φτέρηαγκαλιασμένη επλάγιαζε, τώρα θα μείνει στείρακαι στ’ άψυχο κουφάρι της θα να βογκάει τ’ αγέρι. 45»Όλα τ’ αφήνω με χαρά, χωρίς ν’ αναστενάξω.Και το ’χω περηφάνια μου που εδιάλεξες εμένααυτήν την έρμη την ποριά με το κορμί να φράξω.Ευχαριστώ Σε, Πλάστη μου! Δε θα χαθούν σπαρμένακαι δε θα μείνουν άκαρπα τ’ άχαρα κόκαλά μου.50Ευλόγησέ τηνε τη γη οπού θα μ’ αγκαλιάσεικαι στοίχειωσε κάθε κλωνί από τα χώματά μου,να γένει αδιάβατο βουνό το μνήμα του Θανάση. »Θε μου! Ξημέρωσέ τηνε την αυρινή τη μέρα!Θα μας θυμάτ’ η Αρβανιτιά και θα την τρώγ’ η ζήλια.55Θα χλιμιτάνε τ’ άλογα, θα καίνε τον αγέραμε τ’ άγρια τα χνότα τους γκέκικα καριοφίλια,θα γένουν πάλε τα Θερμιά λαίμαργη καταβόθρα…Χιλιάδες ήρθαν θερισταί και Χάρος οργοτόμος·μουγκρίζουν, φοβερίζουνε πως δε θα μείνει λώθρα60σ’ αυτήν τη δύστυχη τη γη, φωτιά, δρεπάνι τρόμος…» »Κι εμείς θα πάμε με χαρά σ’ αυτόν τον καταρράχτη.Επάνωθέ μας θα ’σαι Συ, και τα πατήματά μαςθα να ’χουνε για στήριγμα τη φοβερή τη στάχτηπὄμεινε σπίθ’ ακοίμητη βαθιά στα σωθικά μας.65Δυνάμωσέ μας, Πλάστη μου! Για ν’ ακουστεί στη Δύσηπως δεν απονεκρώθηκε και πως θ’ ανθοβολήσειτώρα με τα Μαγιάπριλα η δουλωμένη χώρα.Ευλογημέν’ η ώρα!» === Έσκυψ’ ο Διάκος ώς τη γη, έσφιξε με τα χείλη70κι εφίλησε γλυκά γλυκά το πατρικό του χώμα.Έβραζε μέσα του η καρδιά, και στα ματόκλαδά τουκαθάριο, φωτοστόλιστο, ξεφύτρωσ’ ένα δάκρυ…Χαρά στο χόρτο πὄλαχε να πιει σε τέτοια βρύση! Πλαγιάζει ο λιονταρόψυχος! Τα νιότα, τη θωριά του75τ’ αστέρια βλέπουν με χαρά και κάπου κάπου αφήνουνκρυφά το θόλο τ’ ουρανού για να διαβούν σιμά του.Μοσχοβολάει τριγύρω του και τον σφιχταγκαλιάζειστον κόρφο της η άνοιξη, σαν να ’τανε παιδί της.Χαρούμενα τα λούλουδα φιλούν το μέτωπό του.80Χάνει μεμιάς την ασχημιά και την ταπεινοσύνηο έρμος ο αζώηρος, η ποταπή η λαψάνα,γλυκαίνει το χαμαίδρυο· στου χαμαιλιού τη ρίζααποκοιμιέται ο θάνατος· και το περιπλοκάδι,που πάντα κρύβεται δειλό και τ’ άπλερο κορμί του85αλλού στυλώνει το φτωχό, δυναμωμένο τώρα,τρελό, περηφανεύεται και θέλει να κλαρώσειστ’ ανδρειωμένο μέτωπο για ν’ ακουστεί πως ήτανστη φοβερή παραμονή μια τρίχ’ απ’ τα μαλλιά του. Πλαγιάζει ο λιονταρόψυχος! Του ύπνου του οι ώρες90όσο κι αν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θα γένουνν’ αποστομώσουν το θολό, τ’ αγριωμένο κύματου χρόνου που μας έπνιξε. Μ’ εκείνην τη ρανίδαπὄσταξ’ από τα μάτια του, θα ξεπλυθεί η μαυράδαπου ελέρωνε της μοίρας μας το νεκρικό δεφτέρι.95Ο Διάκος στο κρεβάτι του, ζωσμένος τη φλοκάτη,σαν αϊτός μες στη φωλιά, ολάκερο ένα γένοςέκλωθ’ εκείνην την βραδιά. Όταν προβάλ’ η μέραθα να βγουν τ’ αϊτόπουλα με τροχισμένα νύχια,με θεριεμένα τα φτερά, ν’ αρχίσουν το κυνήγι… 100Πλάστη μεγαλοδύναμε! Αξίωσέ μας όλους,πριν μας σκεπάσει η μαύρη γη, στα δουλωμένα πλάγιανα κοιμηθούμε μια νυχτιά τον ύπνο του Θανάση! |