Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

Αριστείδης Π. Δασκαλάκης: Ποίημα για τα Χριστούγεννα Το φτωχικό Παχνί



Το φτωχικό Παχνί

1
Σε μονοπάτι ερημικό
το γαϊδουράκι το σκυφτό
τις τύχες του κόσμου κουβαλάει

2
Στη ράχη, κόρη νεαρή
σεμνή , γλυκιά και ταπεινή
τον Κύριό της προσδοκάει

3
Κει στο παχνί το φτωχικό
τα ζώα φτιάχνουνε χρυσό
στρώμα απ’ άχυρα πλεγμένο

4
Ζεσταίνουν χνώτα και μαλλί
θέλουν να δώσουν θαλπωρή
στο βρέφος το νεοφερμένο

5
Στον Άδη μέγας χαλασμός
στις πύλες του συνωστισμός
όλοι οι νεκροί αγωνιούνε

6
Άλλοι αλαλάζουν με χαρά
άλλοι με δάκρυα πικρά
τα ανομήματα θυμούνται

7
Κάπου στιλβώνουν το σταυρό
θανάτου σύμβολο μιαρό
που κάποιος θα το αγιάσει

8
Κάπου γεννιέται ένα παιδί
που όλη την άσωτη ζωή
με ένα μνήσθητι θα σβήσει

9
Πίσω απ’ το λόφο οι βοσκοί
με πρόσκληση τιμητική
το βρέφος έρχονται να βρούνε

10
Ύμνοι που λούζουν τη νυχτιά
μια ακατάληπτη βραδιά
σάλπιγγες αντηχούνε

11
Ποιο πέρα άστρο φωτεινό
τη στράτα δείχνει , το συρμό
στους τρεις πιστούς απ’ την Περσία

12
Δώρα κομίζουν μυστικά
πολύτιμα και ακριβά
στου σπήλαιου την αφθονία

13
Άγγελοι ψάλουν ευλαβικά
δόξα εν υψίστοις ωσαννά
ουρανομήκης χορωδία

14
Και το παχνί το ταπεινό
φέρνει στον κόσμο το φτωχό,
Ελπίδα,     Σωτηρία!
Αριστείδης Π. Δασκαλάκης


Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

ΑΛΕΞΙΟΥ ΚΟΜΝΗΝΟΥ ΠΟΙΗΜΑ ΠΑΡΑΙΝΕΤΙΚΟΝ.





Στίχοι, γραφὴ καὶ διδαχὴ, καὶ παραινέσεως λόγοι
ἐξ Ἀλεξίου Κομνηνοῦ τοῦ μακαριωτάτου,
πρὸς τὸν τοῦ πρίγκιπος υἱὸν Καίσαρος Βρυεννίου,
εἰς φρόνησιν καὶ παίδευσιν, εἰς λόγων εὐκοσμίαν.


Τέκνο μου ποθεινότατον, παιδίν μου ἠγαπημένον, 5
ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου,
ἤλπιζ’ εἰς τὰς πικρίας μου ταύτας τὰς ἀφορήτους
καὶ τοὺς πολλούς μου στεναγμοὺς καὶ τοὺς ἀμέτρους πόνους,
ἵνα σ’ εὕρω ἀνασασμὸ καὶ παρηγόρημά μου,
καὶ κουφισμὸν τῶν πόνων μου τῶν ἀπαραμυθήτων, 10
καὶ παρηγόρημα ψυχῆς, καρδίας μου λαμπάδα.
ὁ λογισμός μου πάντοτε φέρνει σε εἰς τὸν νοῦν μου,
καὶ πάντοτ’ ἡ καρδία μου εἰς φῶς ποτὲ οὐκ ἦλθεν.
παιδίν μου, ἂν ἠπόρησε τῆς πολιᾶς τὸ γῆρας,
ἐγὼ φαντάζομαι, δοκῶ, ὅτι ἔμπροστέν μου στέκεις, 15
καὶ κράζω, κράζω, κι οὐ λαλεῖς, ταράσσεις τὴν ψυχήν μου.
ἀπὸ στενοχωρίας μου, ἀπὸ πολλῆς μου θλίψῃς
ἁπλόνω κι οὐχ εὑρίσκω σε, ’μιλῶ σε, οὐ ’μιλεῖς με.
καὶ παρευθὺς οἱ πόνοι σου κεντοῦσιν τὴν ψυχήν μου
καὶ κατακόπτουσιν αὐτήν, ἀναίσθητος ὑπάρχω.