Μία νομική ανάλυση
του Δικαστή Χρήστου Δερμοσονιάδη
Όταν
ο Πιλάτος βεβαιώθηκε για την αθωότητα του Χριστού και θέλησε να τον
απολύσει τότε οι Ιουδαίοι φώναξαν: “Ημείς νόμον έχομεν και κατά τον
νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι Θεού υιόν εαυτόν εποίησε.”
(Ιωάν.10’7). Αυτή είναι και η σημερινή θέση των Εβραίων.
Ισχυρίζονται
ότι ο Χριστός παρέβη πράγματι το Μωσαϊκό Νόμο και δίκαια κατεδικάσθη
σε θάνατο. Είναι δυνατόν όμως η ανθρώπινη Δικαιοσύνη να έφθασε σε
τέτοια αντίθεση προς τη Θεία Δικαιοσύνη ώστε να καταδικάσει σε θάνατο
τον ίδιο το Θεό και εν ονόματι του Νόμου να θανατώσει το Δημιουργό; Το
βασικό λοιπόν ερώτημα είναι αν η δίκη του Χριστού ήτανε μία δίκαιη
δίκη, κατά το ανθρώπινο μέτρο, αν δηλαδή έγινε σύμφωνα με το νόμο και
τη δικονομία.
Η
δικαιοσύνη την εποχή του Χριστού βρισκόταν σε αρκετά ψηλό επίπεδο. Το
Ρωμαϊκό Δίκαιο σε λίγα θέματα υστερούσε από το σημερινό ευρωπαϊκό
δίκαιο και το εβραϊκό ήτανε ιεροκρατικό και στηριζόταν στο Μωσαϊκό Νόμο.
Τα
εβραϊκά δικαστήρια ήτανε πολυμελή. Ανώτατο Δικαστήριο ήταν το Μέγα
Συνέδριο που είχε και άλλες εξουσίες. Εδρευε στην Ιερουσαλήμ,
απετελείτο από 120 μέλη με πρόεδρο τον Αρχιερέα και είχε στη διαταγή του
στρατιωτική δύναμη, την κουστωδία.
Οι
θανατικές καταδίκες των εβραϊκών δικαστηρίων έπρεπε να επικυρωθούν από
τη Ρωμαϊκή εξουσία όπως αναφέρεται στο βιβλίο “Η δίκη του Ιησού” του
θεολόγου Δημήτριου Καππαή.
Η
θανατική ποινή προβλεπόταν για αρκετά αδικήματα αλλά σύμφωνα με τις
αντιλήψεις του λαού σπανίως επιβαλλόταν. Η εκτέλεση γινόταν με
διάφορους τρόπους, από τους οποίους πιο βασανιστικός και εξευτελιστικός
ήταν ο θάνατος επί του σταυρού, ο οποίος συνηθίζετο από τα Ρωμαϊκά
δικαστήρια, τα οποία δεν είχαν ενδοιασμούς στην επιβολή θανατικής
καταδίκης.
Κατά
την εβραϊκή δικονομία η προανάκριση ήταν άγνωστη και δεν υπήρχε
δημόσιος κατήγορος. Η απόφαση δεν μπορούσε να στηριχθεί στην παραδοχή
του κατηγορουμένου αλλά μόνο στις μαρτυρίες.
Η
δίκη διεξαγόταν μέρα, με ανοικτές τις πόρτες, ενώπιον του λαού.
Ξεκινούσε με τους μάρτυρες υπερασπίσεως και ακολουθούσαν δύο τουλάχιστον
μάρτυρες κατηγορίας, που έπρεπε να δώσουν σαφή και πανόμοια μαρτυρία,
κρατώντας το δεξί τους χέρι πάνω στο κεφάλι του κατηγορουμένου και σε
περίπτωση θανατικής καταδίκης έπρεπε να συμμετέχουν στην εκτέλεση και να
ρίξουν τις πρώτες πέτρες, εάν η θανάτωση θα γινόταν με λιθοβολισμό.
Ο
Κατηγορούμενος εθεωρείτο αθώος μέχρι την τελική του καταδίκη,
εδικαιούτο να μιλήσει, να φέρει μάρτυρες και να τύχει καλής
μεταχείρισης.
Κατά
τη γνώμη των συγγραφέων δεν ετηρούντο πρακτικά αλλά η ίδια η καταδίκη
εκδιδόταν με γραπτό διάταγμα. (Κοντογόνη: Εβραϊκή Αρχαιολογία, Β’4).
Πάντως διάταγμα καταδίκης του Χριστού δεν έχει βρεθεί.
Οι
Δικαστές έπρεπε να είναι αμερόληπτοι, δίκαιοι και μερικοί απ’ αυτούς
να υπερασπίζουν τον κατηγορούμενο. Σε περίπτωση θανατικής καταδίκης
ανεβάλλετο η τελική απόφαση για τη μεθεπόμενη μέρα και εάν επικυρωνόταν
η θανατική καταδίκη η εκτέλεση έπρεπε να γίνει την άλλη μέρα και όχι
αυθημερόν. Από την έναρξη της ακροάσεως μέχρι την εκτέλεση χρειαζόταν
τουλάχιστον 4 μέρες.
Στον
τόπο της εκτέλεσης συνόδευε τον κατηγορούμενο έφιππος δικαστής, που
καλούσε το λαό να αναφέρει αμέσως στο Δικαστήριο, το οποίο συνεδρίαζε
εκείνη την ώρα, οτιδήποτε ελαφρυντικό για τον κατηγορούμενο και τότε
σταματούσε αμέσως η εκτέλεση.
Αυτά για τη Δικαιοσύνη στο Ισραήλ.
Πρέπει
όμως να αναφερθεί ότι στα χρόνια της ρωμαϊκής υποτέλειας υπήρχε μεγάλη
φαυλότητα και ηθικός ξεπεσμός, με αποτέλεσμα οι άρχοντες να είναι
πρόσωπα φαύλα, που εξασφάλιζαν τη θέση τους δωροδοκώντας τους Ρωμαίους
ηγεμόνες. Οι Δικαστές δεν είχαν πλέον την εντιμότητα και την ανθρωπιά
που είχαν οι προκάτοχοι τους. Ολόκληρο το έθνος βρισκόταν σε ξεπεσμό
και αθλιότητα.
Μετά
την ανάσταση του Λαζάρου πολλοί Ιουδαίου πίστεψαν στον Χριστό.
“Συνήγαγον ουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι συνέδριον και έλεγον. Τι
ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί; …. Εις δε τις εξ
αυτών Καϊάφας, αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς …. ότι
συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το
έθνος απόληται.” (Ιω. ΙΑ’48-50)
“Εβουλεύσαντο
δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν
υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν.” (Ιω. ΙΒ’10)
Και
η στρατιωτική κουστωδία, μαζί με ένοπλους υπηρέτες, όταν συνέλαβε τον
Ιησούν δεν τον έφερε στο δικαστήριο αλλά στον πεθερό του αρχιερέα, τον
΄Αννα, που υπηρέτησε στο παρελθόν σαν αρχιερέας.
Και
ο Αννας, χωρίς να έχει καμιά εξουσία άρχισε ανάκριση για να βρει αιτία
εναντίον του συλληφθέντος. Κι ο Χριστός απαντά. “Επερώτησον τους
ακηκοότας” “εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν”. (Ιω. ΙΗ’,20).
Η
απάντηση δεν άρεσε και ένας υπηρέτης ερράπισε τον Ιησούν λέγοντας
“ούτως αποκρίνη τω αρχιερεί;” Σε λίγη ώρα οδήγησαν τον Χριστό στο σπίτι
του αρχιερέα Καϊάφα και μέχρις ότου μαζευτούν τα μέλη του Μεγάλου
Συνεδρίου οι υπηρέτες έδερναν, έβριζαν και κορόιδευαν τον Χριστό. Το
εβραϊκό δίκαιο απαγόρευε την ανάκριση και την κακοποίηση του
κατηγορουμένου. (Mishna, Sotah 1,4).
Και άρχισε η συνεδρίαση του Ανωτάτου Εβραϊκού Δικαστηρίου με άλλες τρεις δικονομικές παραβάσεις.
Το
Μέγα Συνέδριο συνεδρίασε στο σπίτι του αρχιερέα και όχι στο κτίριο του
Δικαστηρίου και συνεδρίασε νύκτα, πράγμα απαγορευμένο (Mishna,
Sanhedrin IV,1), χωρίς να προϋπάρχει σαφής κατηγορία από δύο τουλάχιστον
μάρτυρες, όπως απαιτούσε η δικονομία.
Μετά
την έναρξη της δίκης βρέθηκαν δύο ψευδομάρτυρες που διαστρέβλωσαν το
λόγο του Κυρίου “λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέρας εγερώ
αυτόν” (Ιω. Β’19), που οπωσδήποτε ελέχθηκε για την Ανάσταση του ιδίου
και όχι για το ναό του Σολομώντος.
Οι
μαρτυρίες όμως δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, παρά το γεγονός ότι δόθηκαν
αντικανονικά με την ταυτόχρονη παρουσία και των δύο μαρτύρων. Επρεπε
λοιπόν να καταδικαστούν σε θάνατο οι ψευδομάρτυρες σύμφωνα με το
Δευτερονόμιον (ΙΘ’ 18-21). “και ιδού μάρτυς άδικος εμαρτύρησεν άδικα,
αντέστη κατά του αδελφού αυτού, και ποιήσετε αυτώ ον τρόπον πονηρεύσατο
ποιήσαι κατά του αδελφού αυτού …. Και οι επίλοιποι ακούσαντες
φοβηθήσονται ….”