Συνοδικός θεσμός, ὁ σοβαρά ἄρρωστος
υπό του Ληστρικά εκδιωχθέντος και υπογείως, πανούργως και λυσσαλέως, υπό χθεσινων και σημερινων Ελλαδιτων ασυνειδητων αρχιερέων της αισχυνης Σφαγιασθέντος, Κανονικού και Νόμιμου Μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος κ.ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ του αειθαλους, λογιου, δυναμικου και ευφυεστατου.
Νοιώθω τό χρέος νά ἐνημερώσω καί νά ἀποσαφηνίσω, μπροστά σέ ὁλόκληρο τό πλήρωμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας μας, τήν εὐθύνη τῆς συνοδικῆς ἡγεσίας καί τό φόρτο τοῦ μόχθου πού τῆς ἀνατίθεται γιά νά μένει ἀκέραιος ὁ θησαυρός τῆς πίστης μας καί νά λειτουργεῖ πάντοτε ἀποστολικά καί πάντοτε χαρισματικά καί γιά νά λειτουργεῖ ἡ κοινότητα τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς ἀγάπης.
Πρίν ὅμως προχωρήσω σέ θεολογική ἀνάλυση τοῦ θέματος καί σέ ἐπεξεργασία τῶν δεδομένων τῆς ταραγμένης ἐποχῆς μας, θά ἤθελα νά ρίξω τό φῶς σέ δύο περιστατικά πού συνέβηκαν ἀμέσως μετά τήν ἀνάδειξη τοῦ σημερινοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου καί πού τυπώθηκαν στίς συνειδήσεις τοῦ πληρώματος ὡς εἰσαγωγές σέ δυό μεγάλα κεφάλαια τῆς ἀναποτελεσματικῆς ἤ καί καταλυτικῆς σύγχρονης συνοδικῆς δραστηριότητας.
Τό πρῶτο περιστατικό: Ὁ σημερινός Ἀρχιεπίσκοπός μας, Ἱερώνυμος, μετά τήν ἀνάρρησή του στό θρόνο τῶν Ἀθηνῶν, προγραμμάτισε καί πραγματοποίησε ἐπίσκεψη στή μητρόπολη Ζακύνθου καί συνάντηση μέ τόν ἐκεῖ μητροπολίτη. Κατά τή συνάντηση, σέ κλίμα χαρᾶς καί ἐνθουσιασμοῦ, κατάθεσε μιά δήλωση, πού ἀποτελοῦσε ταυτόχρονα καί ἀναγνώριση τοῦ ἀδελφοῦ του συνιεράρχη καί κατάφαση στή λάμψη τοῦ ὕφους του: «Ἀγαπητέ Χρυσόστομε, θαυμάζω τήν ἀρχοντιά σου». Ἡ δήλωση αὐτή φτερούγισε ἴσαμε τίς ἀκραῖες γωνιές τῆς Ἑλληνικῆς Πατρίδας καί ἔβαλε σέ ἕναν προβληματισμό πιστούς καί ἄπιστους.
Τό δεύτερο: Μετά παρέλευση ἀρκετοῦ χρόνου καί ὅταν ἡ ἡγεμονική προέλαση τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου ἄρχισε νά θαμπώνει καί νά γεννᾶ ἐρωτήματα, ὁ μητροπολίτης Ζακύνθου μπῆκε ὁρμητικός στό Ἀρχιεπισκοπικό Μέγαρο καί ἄρχισε νά ἐπιτιμᾶ καί νά ἐξουθενώνει καί νά ὑβρίζει τό θαυμαστή τῆς προσωπικῆς του ἀρχοντιᾶς, τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο.
Καί βγαίνοντας ἔξω, νά κάνει δηλώσεις σέ δημοσιογράφους καί νά ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος πρέπει πλέον νά παραιτηθεῖ «ἐπειδή ἀποδείχθηκε ἄβουλος, ἀνίκανος καί ἐπικίνδυνος πλέον, δεδομένου ὅτι ἄγεται καί φέρεται δίχως ἐνεργό ρόλο στά δρώμενα τῆς ἐποχῆς».
Καί δέ σταμάτησε ἐκεῖ. Ἐπίμονα καί ὀργισμένα συνέχισε: «Γιά τήν κακή συγκυρία, τήν ὁποία διέρχεται ἡ πατρίδα μας καί μαζί της ἡ Ἐκκλησία μας, χρειάζεται ἐκκλησιαστικός ἡγέτης μέ ἀποφασιστικότητα καί ἦθος, χαρακτηριστικά πού ΔΕΝ διαθέτει ὁ Ἱερώνυμος ὁ Β΄, ἐπειδή ἀκριβῶς ἔχει κληρονομήσει καί ἀποδεχθεῖ τήν ἴδια ὕποπτη καί καταδικασμένη αὐλή τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστόδουλου» (ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 18/12/2011).
Τά δυό αὐτά περιστατικά, δίχως ἰδιαίτερη ἐπεξεργασία, μαρτυροῦν, urbi et orbi, ὅτι τό ἡγετικό σῶμα τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας δέ βρίσκεται ἐναρμονισμένο σέ ἀτμόσφαιρα ἀγάπης καί ἀδελφοσύνης καί δέν ἐκδηλώνει τήν παρουσία του ὡς ἀποστολικό καί ποιμαντικό χάρισμα. Οἱ ἀντιπαραθέσεις βρίσκονται σέ συνεχή ὄξυνση. Οἱ μικρότητες θολώνουν τό μεγαλεῖο τῆς ἀποστολικότητας. Καί ἡ ἀγάπη τῶν ποιμένων διολισθαίνει σέ ἐπαγγελματική τραχύτητα...
Ἰδιαίτερα μιά προσεκτική μελέτη τῶν ἐπισήμων συνοδικῶν ἀνακοινώσεων καί τῶν ποικίλων δημοσιογραφικῶν σχολίων πείθει τόν ὁποιονδήποτε ἀνήσυχο ἀναγνώστη ὅτι ἡ σημερινή συνοδική δραστηριότητα εἶναι, στό σύνολό της, διπολική καί ἀνταποκρίνεται στά σχήματα καί στίς ἐπιδιώξεις πού χαράσσουν τά δύο αὐτά στελέχη τῆς Ἐκκλησίας. Θά τολμοῦσα νά πῶ ὅτι τό σύνολο τῶν ὑπεύθυνων μελῶν τῆς συνοδικῆς λειτουργίας ἀκολουθοῦν ἤ τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο ἤ τόν πρώην Ζακύνθου στήν συνοδική τους πρακτική.
Ἀρκετά μέλη τῆς συνόδου, ὕποπτα ἤ καί ἐκτεθειμένα γιά ἀσύγνωστες παραβιάσεις τῶν Ἱερῶν Κανόνων, πού ὁριοθετοῦν τή συνοδική λειτουργία, ἤ καί διαφημισμένα γιά φθορά καί διαφθορά τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἤθους καί προδοσία τοῦ χρέους των, ἐπιλέγουν, ὡς μοναδικό ὄφελος ἀπό τή συνοδική συνάθροιση, τήν ἐξασφάλιση φιλικοῦ πλαισίου καί τή στέγαση στό φιλάδελφο καί στήν ἀρχιερατική ἐπικάλυψη τῶν λαθῶν τους ἤ τῶν ἐνσυνείδητων προσχωρήσεων σέ τεχνάσματα τοῦ διεφθαρμένου βίου. Συχνά ἀκοῦμε, κατά τίς εὐκαιρίες πού ἕνας νέος ἱεράρχης ἀνεβαίνει τά σκαλοπάτια τοῦ πρώτου καί βαρυφορτωμένου μέ εὐθῦνες ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου, ὅτι δέν πρόκειται νά παραπέμψει σέ ἐπισκοπικό δικαστήριο κανέναν «ἀδελφό» καί δέν πρόκειται νά στερήσει τά προνόμια καί τά ὀφελήματα ἀπό κανένα, ἔστω καί ἄν κάποιος ἀπ᾿αὐτούς ἔχει διαφημιστεῖ ὡς δρομέας τοῦ σκοτεινοῦ πεζοδρομίου.
Ἡ τάση αὐτή διαπιστώνεται εὔκολα ἄν κανείς φυλλομετρήσει τίς ἀνακοινώσεις τοῦ τύπου πού ἀναφέρονται σέ ἐκκλησιαστικές δίκες ἤ σέ χαρισματική ἀπαλλαγή ἐπισκόπων ἤ καί σέ παρεμπόδιση ἀκόμα καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνακρίσεων, μέ ὁριοθετημένη σκοπιμότητα τό σβήσιμο τῆς φωτιᾶς πρίν ἐπεκταθεῖ καί πυρπολήσει τή συνοδική ἀξιοπρέπεια.
Ἀλλά καί ὁ δεύτερος τρόπος μετοχῆς καί δραστηριοποίησης τοῦ συνοδικοῦ χρέους πού ἐκφράστηκε, ὁρμητικά καί πεισματικά, ἀπό τόν πρώην Ζακύνθου ὡς ἔνοχη πρακτική, ἡ καταφορά, ἡ ἐνοχοποίηση καί ἡ διαμαρτυρία, πού διατυπώθηκαν μέ ἔμφαση καί ἔνταση ἐναντίον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καί ἄλλων ἁρμοδίων συνοδικῶν παραγόντων, υἱοθετοῦνται ἐποχιακά, ἀνάλογα μέ τόν ἄνεμο πού πνέει καί τούς κινδύνους πού κτυποῦν τίς πόρτες κάποιων ἐνόχων. Ἀποφεύγεται ἡ προσφυγή στά θεσπισμένα ὄργανα, πού εἶναι τά ἐκκλησιαστικά δικαστήρια, πού ἔχουν τήν ἐξουσία νά ἀπαλλάξουν ἤ νά καταδικάσουν κάποιον κατηγορούμενο καί ἀκολουθοῦν τήν πρακτική τῆς ὀργῆς καί τῆς δυσφήμισης.
***
Ἡ συνοδικότητα δέν εἶναι ἡ θέσπιση ἑνός γραφειοκρατικοῦ ὀργάνου πού μπορεῖ νά ἐκμεταλλευτεῖ τίς προσωπικές φιλίες καί τόν ἀκατάσχετο διάλογο γιά ἐξυπηρέτηση προσωπικῶν βλέψεων ἤ γιά νά ἐπιλύσει κάποιες διαφορές πού προκαλοῦν ὑπόνοιες. Εἶναι ἡ ἱερότατη λειτουργία τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων πού ἀναζητάει σέ κάθε στιγμή καί γιά κάθε θέμα τό βιβλικό ὅραμα καί τήν καθιέρωση πιστότητας στό θεῖο θέλημα καί ἀπόλυτη καθαρότητα στό χειρισμό τῶν δυσχερειῶν καί τῶν κοσμικῶν παρεμβάσεων.
Ἡ συνοδικότητα ἀρχίζει ἀπό τήν ἐποχή τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί τῶν πρώτων διαδόχων τους. Καθώς ἐκεῖνοι ἁπλώθηκαν στήν ὑφήλιο καί συνάντησαν ποικίλες δυσχέρειες καί ἀμείλικτο πόλεμο, ἀναζήτησαν σέ κοινή συνάντηση μελέτης καί προσευχῆς τό φωτισμό τοῦ Θεοῦ γιά τή λύση τῶν προβλημάτων καί προσηλώθηκαν στίς ἀποσαφηνισμένες διδαχές τοῦ Κυρίου καί στήν πράξη τῆς ἀρχέγονης Ἐκκλησίας καί μέ τόν ὁπλισμό αὐτό δημιούργησαν, σταδιακά, σειρά ἱερῶν Κανόνων πού διατηροῦν τήν καθαρότητα καί τήν πιστότητα σέ ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Συσφίγγουν τό δεσμό τῆς ἀγάπης τῶν ποιμένων καί κρατοῦν ὅλο τό πλήρωμα στή θυσία τῆς ἀγάπης καί τῆς χάριτος, πού εἶναι τό σταυρικό πάθος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ λυτρωτή μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι γνωστό ὅτι, ἀκόμα ἀπό τήν περίοδο πού καθοδηγοῦσαν τό ἱερό σῶμα οἱ ἴδιοι οἱ ἀπόστολοι, προέκυψαν προβλήματα καί δυσχέρειες καί τότε συγκροτήθηκε ἡ πρώτη, ἡ λεγόμενη ἀποστολική, σύνοδος πού, μέ τήν ἔμπνευσή της καί τίς ἀποφάσεις της, χειραγώγησε στήν σύσφιγξη τῶν δεσμῶν τῆς ἀγάπης καί στήν ὁμόγνωμη ὁμολογία πίστεως. Στό βιβλίο τῶν πράξεων τῶν ἀποστόλων διαβάζουμε: «Συνήχθησαν οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πρεσβύτεροι ἰδεῖν περί τοῦ λόγου τούτου...» (Πραξ. ιε΄ 6). Καί μετά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ διαλόγου στή συνοδική αὐτή συνάντηση ἔστειλαν στήν Ἀντιόχεια τούς ἀποστόλους Παῦλο καί Βαρνάβα μαζί μέ τό Σίλα καί τόν Ἰούδα γιά νά ἀνακοινώσουν τήσυνοδική ἀπόφαση. Ἡ ἀπόφαση αὐτή, χαρακτηριστική καί πειστική, ἀρχίζει μέ τήν ἑξῆς φράση: «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν...» (Πράξ. ιε΄ 28). Οἱ ἀποδέκτες τῆς ἐπίσημης αὐτῆς συνοδικῆς ἀπόφασης ἄνοιξαν τίς καρδιές, ἀσπάσθηκαν τήν πνευματική καθοδήγηση, ἔκλεισαν τή θύρα στίς διαφωνίες καί στίς μικρές ἤ μεγάλες διαμάχες καί ἑνώθηκαν στό ἕνα σῶμα τῆς εὐχαριστίας καί τῆς λατρείας τοῦ Ἐσταυρωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Στούς αἰῶνες πού διέρρευσαν μετά τήν ἀποστολική σύνοδο ἐπισημοποιήθηκαν οἱ συνοδικές συνάξεις καί ἔγιναν τά κύρια ὄργανα τῆς καθοδήγησης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ἤ καί τῆς κάθαρσης ἀπό τά ἐποχιακά μολύσματα.
Δημιουργήθηκαν οἱ ἐπαρχιακές σύνοδοι, πού ἀντιμετώπιζαν προβλήματα περιορισμένου χώρου καί οἱ Οἰκουμενικές, πού χάρασσαν γραμμές στή διοίκηση καί στήν καθημερινότητα ὥστε νά εἶναι ἐνιαία ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί ὁμότροπη ἡ ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Ἐκεῖνο πού μᾶς χάρισε ἡ ἱστορία εἶναι ὁ συντονισμός τῶν συνοδικῶν διασκέψεων καί ἡ δημιουργία τοῦ corpus τῶν Ἱερῶν Κανόνων πού ἑνοποιοῦν τή λατρεία, τή μοναστική ἄσκηση καί τήν πνευματική ὁμοθυμία τοῦ λαϊκοῦ σώματος σέ τρόπο πού ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, ἑνωμένη στή λατρεία, στήν ἄσκηση καί στά πνευματικά χαρίσματα.
«(Πιστεύω) εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν» καί ἀγωνίζομαι μαζί μέ ὅλους τούς ἀδελφούς μου πιστούς γιά τή διακράτηση τῆς ἑνότητας καί τήν ἀνθοφορία τῶν ποικίλων πνευματικῶν χαρισμάτων.
***
Μέ πόνο θά κινήσω τό δάκτυλο γιά νά προσδιορίσω τό κολοσσιαῖο σημερινό λάθος. Γιά νά εἶμαι ἀκριβέστερος νά ἐπισημάνω τό μεγάλο μας ἔγκλημα.
Οἱ ταγοί τῆς Ὀρθόδοξης Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ἐμφανιζόμενοι καί αὐτοδιαφημιζόμενοι ὡς διάδοχοι τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί τῶν φωτισμένων πατέρων, μεταποίησαν τή συνοδική λειτουργικότητα καί τό συνοδικό σῶμα, πού ἔχει χρέος νά ζεῖ στήν προσευχή καί στή διακονία, σέ σχῆμα κοσμικῆς συνάθροισης, πού, τίς προσωπικές βλέψεις, τά φτηνά ὁράματα καί τίς κοσμικές λαμπρότητες τά διαφημίζει ὡς χαρισματική ἀνύψωση τῶν κοινῶν ἀνθρώπων τῆς καθημερινῆς βιοπάλης σέ χαρισματικούς ἡγέτες καί μοναδικούς διαχειριστές τοῦ θησαυροῦ τῆς πίστεως.
Εἶμαι βέβαιος καί θά τό καταθέσω μέ ὀδύνη ὅτι ἡ πλειονότητα τῶν σημερινῶν ποιμένων πού συνέρχονται σέ συνοδική διάσκεψη δέν ἔχουν μελετήσει μέ προσοχή τήν ἱστορία, δέν ἔχουν διαβάσει πρακτικά τοπικῶν ἤ Οἰκουμενικῶν Συνόδων γιά νά διδαχθοῦν καί νά συντονιστοῦν, δέν ἔχουν σκύψει στά θεολογικά κείμενα τῶν σοφῶν καί ἁγίων πατέρων μας γιά νά ἐξακριβώσουν πῶς ὑπηρετεῖται ἡ ὀρθοδοξία καί πῶς διακρατεῖται ἀλώβητη ἡ ἀλήθεια.
Πολλοί ἀπό τούς σημερινούς ποιμένες φτάνουν στή βέβηλη στήριξη τῆς δικῆς τους θέλησης καί σέ παραμερισμό καί πλήρη διαγραφή τῆς θεολογίας τῶν πατέρων καί τῆς ἀκρίβειας τῶν Ἱερῶν Κανόνων.
Ἀκούγεται ἀπό μερικούς μητροπολίτες, θά μοῦ ἐπιτραπεῖ νά τούς χαρακτηρίζω ἀγράμματους καί ἀσύνετους, ὅτι ὑπάρχει διάκριση καί ἀπόσταση μεταξύ Ἱερῶν Κανόνων καί Ἐκκλησίας.
Οἱ Ἱεροί Κανόνες διασώζουν κρίσεις καί ἀποφάσεις παρωχημένων χρόνων καί ἡ πράξη τῆς σημερινῆς Ἐκκλησίας ἐγγράφει καινή δεοντολογία καί καινά σχήματα.
Ὁ διαχωρισμός αὐτός ἀποτελεῖ βέβηλη πράξη καί ξεσχίζει προκλητικά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐδῶ, θά μοῦ ἐπιτραπεῖ νά κοινοποιήσω καί νά δημοσιοποιήσω μιά δική μου προσωπική ἐμπειρία. Σέ κάποια στιγμή, μέ ἐπισκέφθηκε ὁ μητροπολίτης Νικόλαος Χατζηνικολάου καί μέ ρώτησε (ἀφελῶς ἤ πονηρῶς;) τί παράπονο ἔχω μαζί του.
Τό ἐρώτημά του αὐτό ἄνοιξε μιά συζήτηση μακρότατης διάρκειας. Φτάνοντας σέ κάποιο τέλος καί ἐπιθυμώντας νά συνοψίσω τά ὅσα εἴπαμε, μέ αὐστηρό τόνο τοῦ ὑπογράμμισα τό λάθος του καί τό ἐπισκοπικό ἔγκλημα.
Τοῦ εἶπα: “Ἄκουσε Νικόλαε, δέ σέ ἤξερα καί δέ μέ ἤξερες. Εἶχα ἀκούσει γιά σένα καλά λόγια ἀπό ἀδελφούς πού τούς ἀγαποῦσα καί τούς σεβόμουνα καί κράτησα μέσα μου μιά καλή εἰκόνα τοῦ προσώπου σου. Κάποτε ἔμαθα ὅτι προσπαθεῖς νά γίνεις ἐπίσκοπος.
Μέ τίς καλές πληροφορίες πού εἶχα χάρηκα τήν εἴδηση.
Ἀλλά σέ κάποια στροφή τῆς προσπάθειας εἶδα νά σκοτεινιάζει ὁ οὐρανός καί νά θολώνει τό τοπίο. Ἔφθασες στήν ὥρα τῆς χειροτονίας σου σέ ἐπίσκοπο. Τότε, πρόβαλες στήν Ὡραῖα Πύλη τοῦ ναοῦ, σέ ὥρα πού ἐτελεῖτο ἡ Θεία Ευχαριστία καί κατάθεσες ἐνώπιον τοῦ θυσιαστηρίου καί τοῦ λαοῦ ἕναν ὅρκο. Εἶπες ὅτι ὡς ἐπίσκοπος θά σεβαστεῖς πλήρως καί θά τηρήσεις μέ ἀκρίβεια τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας.
Μετά τήν ὁρκωμοσία σου αὐτή, ἔκανες μισή στροφή, ποδοπάτησες τούς Ἱερούς Κανόνες καί πλησίασες τήν Ἁγία Τράπεζα γιά νά γονατίσεις καί νά δεχθεῖς τό χάρισμα καί τήν εὐθύνη τοῦ ἐπισκόπου.
Πιστεύω ὅτι δέ θά ἀμφισβητήσεις ὅτι ἡ ἐπιορκία σου τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἦταν μιά προδοσία.
Λυπᾶμαι, διότι μετά ἀπό τίς πληροφορίες πού εἶχα γιά τό πρόσωπό σου δέ φανταζόμουν ὅτι θά προχωροῦσες τόσο εὔκολα στήν ἐπιορκία. Αὐτό ἔχω νά σοῦ πῶ καί τίποτα ἄλλο”.
Ὁ μητροπολίτης Νικόλαος ἐκείνη τή στιγμή ἄλλαξε χρῶμα καί μέ μιά φράση ἄτονη καί θολή μοῦ εἶπε:
“Ἐγώ δέν ἤξερα αὐτές τίς λεπτομέρειες, σπούδασα ἄλλες ἐπιστήμες καί ὄχι σέ ἐκκλησιαστικές σχολές καί αὐτές τίς λεπτομέρειες τίς ἀγνοοῦσα”.
Στάθηκα καί τόν κοίταξα.
Ἦταν ἕνας ἐπίσκοπος πού ξεκίνησε τή διακονία του μέ προδοσία τοῦ ὅρκου του καί μέ καταπάτηση κανόνων τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Πόνεσα μαζί του, ἀλλά ἦταν ἀργά.
Τήν ἴδια προδοσία τοῦ ὅρκου, πού ἔγινε μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα, ἐπισημαίνω καί γιά τους ἄλλους ρασοφόρους πού ἐπεδίωξαν νά ἐπενδυθοῦν τά διακριτικά τῆς ἀρχιεροσύνης ποδοπατώντας ἀσύστολα τούς Ἱερούς Κανόνες.
*** Γιά νά λειτουργήσει κατά τή σκοτεινή ἐποχή μας ἡ συνοδικότητα πρέπει νά ἀλλάξει τό πνεῦμα πού κυριαρχεῖ στό συνοδικό χῶρο.
Οἱ ἐπίσκοποι, οἱ συνοδικοί σύνεδροι, ἔχουν χρέος νά μελετήσουν μέ πολλή προσοχή καί σέ βάθος χρόνου τίς ἐκκλησιαστικές ἐξελίξεις.
Νά ἐρευνήσουν πῶς λειτούργησαν οἱ κανονικές σύνοδοι τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί οἰκουμενικοῦ χαρακτῆρα καί μέ ποιά εὐαισθησία ψυχῆς διατυπώθηκαν καί ψηφίσθηκαν οἱ Ἱεροί Κανόνες.
Παράλληλα, ἔχουν ὑποχρέωση νά σκύψουν προσεκτικά στά θεολογικά κείμενα τῶν μεγάλων πατέρων μας καί στά πρακτικά τῶν Ἱερῶν Συνόδων τῆς παλαιᾶς καί τῆς νεώτερης ἐποχῆς, γιά νά ἐξακριβώσουν πῶς ἡ χαρισματική σύνοδος μετακύλισε σέ συνέδριο κοσμικῆς ἐξουσίας καί πῶς φτάσαμε στήν ἄχρωμη καί ἀνούσια διατύπωση ὅτι ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή ἡ μάζωξη ἱεραρχῶν στόν ἴδιο χῶρο, εἶναι ἀρκετή καί ἱκανή νά παραβιάσει τούς Ἱερούς Κανόνες καί νά χαρακτηρίσει ὡς ὑποχρεωτική διάταξη τή σκοτεινή συμφωνία τῆς πλειονότητας μιᾶς σύγχρονης συνοδικῆς συνεδρίασης.
Ἄν μέ διάθεση εἰλικρίνειας καί μετάνοιας ἐγγίσουμε τό κατατεθειμένο θησαύρισμα, θά ὑπηρετήσουμε τήν ἀναγέννηση τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ καί τήν ἀναλαμπή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους. Διαφορετικά, θά μείνουμε στό σκοτάδι καί θά ὑπηρετήσουμε τά τραγικά ἐνίοτε καί βρωμερά ὁράματα τῆς πλανεμένης ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας.