ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ ΕΒΓΑΖΑΝ ΤΑ ΡΑΣΑ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ
Μάλιστα· τοιοῦτος λαός, τοιοῦτοι Ἐπίσκοποι. Τοιοῦτος λαός, τοιοῦτοι Ἀρχιερεῖς... Δὲν πέφτουν ἀπὸ τὰ οὐράνια. Ἀγωνιστεῖτε νὰ ἀποκτῆστε Ἐπίσκοπο. Μὴ παραπονεῖσθε οὔτε ἐναντίον ἱερέων, οὔτε ἐναντίον Ἀρχιερέων, ἐὰν δὲν γίνεται ἀγωνισταὶ καὶ καταδιώξουμε ἀπεινῶς τὴν ἀγέλην αὐτήν, ἡ ὁποία ρημάζει τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ μας.
Μάλιστα· τοιοῦτος λαός, τοιοῦτοι Ἐπίσκοποι. Τοιοῦτος λαός, τοιοῦτοι Ἀρχιερεῖς... Δὲν πέφτουν ἀπὸ τὰ οὐράνια. Ἀγωνιστεῖτε νὰ ἀποκτῆστε Ἐπίσκοπο. Μὴ παραπονεῖσθε οὔτε ἐναντίον ἱερέων, οὔτε ἐναντίον Ἀρχιερέων, ἐὰν δὲν γίνεται ἀγωνισταὶ καὶ καταδιώξουμε ἀπεινῶς τὴν ἀγέλην αὐτήν, ἡ ὁποία ρημάζει τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ μας.
Ομιλία Αυγουστίνου Καντιώτη για
τρεις Ιεράρχες
Ἀλλὰ ἀδελφοί μου, ἐδῶ εἰς τὴν ζωὴν τοῦ ἁγίου Γρηγορίου (τοῦ Θεολόγου) νὰ προσέξετε, διότι παρεμβάλλεται ἕνα ἐπεισόδιον τὸ ὁποῖον εἶναι ἄξιον ἰδιαιτέρας προσοχῆς. Δυστυχῶς δὲν τὸ εἶχα προσέξει ἐνωρίτερον. Ἐὰν τὸ ἐπρόσεχα ἐνωρίτερον, ἄλλην τροπὴν θὰ ἔδινα εἰς τὸν ἀγῶνα. Διότι δυστυχῶς, ὑπάρχουν οἱ ψευτο-εὐλαβεῖς, ὑπάρχουν οἱ ψευτο-χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι λέγουν: «θὰ κολαστεῖς ἅμα φωνάξεις ἐναντίον τῶν παπάδων καὶ δεσποτάδων, θὰ πᾶς στὴν κόλαση». Ἐὰν τὸ ἤξερα τὸ ἐπεισόδιον αὐτὸ θὰ ἔδιδα ἄλλον σύνθημα, ἡρωϊκότερον ἀπὸ τὰ συνθήματα ποὺ ἐδώσαμεν. Ποιό, γιὰ ἀκούσατε.
εὑρίσκετο ἕνα κάθαρμα (ἔτσι τὸ ὀνομάζει κι ὁ ἴδιος), κάθαρμα, κυνικὸν κάθαρμα. Φιλόσοφος ὁ ὁποῖος ἤθελε νὰ μιμηθεῖ τὸν Διογένη τὸν φιλόσοφον, ἀλλ’ ἀπεῖχε πολὺ τοῦ Διογένους τοῦ φιλοσόφου. Ὀνομάζετο Μάξιμος. Καὶ ὁ Μάξιμος αὐτός, περιβαλλόμενος ἀπὸ κόλακας καὶ διεφθαρμένους καὶ γυναίκας ἀκόμη, καλὰ καὶ σώνει ἤθελε νὰ γίνει Ἐπίσκοπος Κων/πόλεως. Τί ἔκανε λοιπόν;
Ἄνευ ἐγκρίσεως τῆς πολιτείας, ἄνευ ἐγκρίσεως τοῦ αὐτοκράτορος, ἄνευ θελήσεως τοῦ λαοῦ προπαντός, ἐπῆγε καὶ μάζεψε μὲ τὰ λεφτὰ ποὺ εἶχε, πῆγε κάτω στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ μάζεψε ἑφτὰ δεσποτάδες. Καὶ μιὰ ὡραία νύχτα, περάσανε τὰ Δαρδανέλια καὶ κρυφὰ-κρυφὰ τὴ νύχτα, τὰ καράβια τὰ αἰγυπτιακά, καὶ ἔρριψαν τὴν ἄγκυρα στὸν Βόσπορο. Κρυφά. Καὶ τὴν ἄλλην μέρα, εἶχαν σκοπὸ νὰ τὸν χειροτονήσουν σὲ μία Ἐκκλησία, Ἀρειανικὴν Ἐκκλησία παρακαλῶ.
Κανεὶς δὲν ἤξερε. Οὔτε ὁ αὐτοκράτορας, οὔτε ὁ Γρηγόριος, οὔτε ὁ λαός. Κανεὶς δὲν ἤξερε. Ἀλλ’ ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ ἐνδιαφέροντο. Καὶ ἀπὸ στόμα μιᾶς γυναικός, χριστιανῆς πιστῆς, ἐμάθανε ὅτι αὔριο χειροτονεῖται Ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως ὁ Μάξιμος, τὸν ὁποῖον θὰ χειροτονήσουν ἑφτὰ δεσποτάδες ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια.
Ὅταν τὸ μάθανε αὐτό, μαζεύτηκε ὅλος ὁ κόσμος· ὅλοι οἱ ὀπαδοὶ τοῦ μεγάλου Γρηγορίου (Θεολόγου), ὅλος ὁ λαὸς ὁ χριστιανικός. Πῆγαν μέσα. Οἱ Αἰγύπτιοι οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πληρωθεῖ γιὰ νὰ χειροτονήσουν, τὰ καθάρματα αὐτὰ τὰ αἰγυπτιακά, ἦσαν ἕτοιμοι νὰ τὸν χειροτονήσουν.
Ἀλλὰ καθ’ ἣν στιγμὴ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ βάλλουν τὰ χέρια ἐπάνω στὸν Μάξιμο, τότε ἠκούσθη ὡς βροντὴ ἰσχυρὰ καὶ ἀστραπὴ κι ὡς σεισμός, ἠκούσθη ἡ φωνὴ «ἀνάξιος». «Ἀνάξιος».
Φωνάξανε μία, ὁ λαός, φωνάξανε δύο. Εἶναι ὑποχρεωμένοι οἱ ἐπίσκοποι
(σύμφωνα μὲ τὸ τυπικό), νὰ σταματήσουν
πάσα χειροτονία· ἐκτὸς ἐὰν οἱ ἐπίσκοποι θεωροῦν τὸ λαὸ ζῶα. Ἀλλὰ ὡς ζῶα μᾶς περνοῦνε. Λοιπόν, ἔπρεπε νὰ σταματήσει ἡ χειροτονία. Ἀλλὰ αὐτοὶ τίποτα ἀπολύτως. «Ἄστους νὰ φωνάζουν».
Ἀλλὰ (οἱ χριστιανοὶ τότε) δὲν ἦσαν σὰν τοὺς χριστιανοὺς τοὺς σημερινούς. Ὅταν εἶδαν ὅτι αὐτοὶ δὲν σταματούσανε κι ὅτι δὲν τοὺς ἐνδιέφερε τελείως (τί λέει ὁ λαός), καὶ ὅτι εἶχαν σκοπὸ ὁπωσδήποτε νὰ χειροτονήσουν αὐτὸν (τὸν Μάξιμο), ἐν μέσῳ φωνῶν καὶ κραυγῶν, τότε τί κάνουν; Ὁρμοῦν ἐπάνω, τοὺς ἁρπάζουν, τοὺς βγάζουν τὰ ἄμφια καὶ τοὺς κυνηγοῦν εἰς τοὺς δρόμους. Ναί, αὐτὸ κάνανε. Κι ἀναγκαστήκανε αὐτοὶ διωκόμενοι νὰ περιφέρονται ἐν μέσῳ τῶν δρόμων τῆς Κων/πόλεως καὶ νὰ πᾶνε, παρακαλῶ, σ’ ἕνα πλυσταριό, κι ἐκεῖ νὰ τελειώσει ἡ χειροτονία.
Ἐὰν ζοῦσε στὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἕνας ἀπὸ τοὺς ψευτοχριστιανοὺς τοῦ σημερινοῦ καιροῦ, κι ἔβλεπε τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Γρηγορίου νὰ κρατοῦν ρόκες καὶ ρόπαλα καὶ νὰ κυνηγοῦν τοὺς ἀναξίους καὶ νὰ τοὺς ἀναγκάζουν νὰ κρυφτοῦν στὰ πλυσταριά, θἄλεγε: «Πώ, πώ, τί φανατικοὶ ἄνθρωποι εἶναι αὐτοί! Τί κακὸ μεγάλο κάνουν στὴν Ἐκκλησία! Τί σκάνδαλο μεγάλο κάνουν».
Ἀλλὰ (οἱ χριστιανοὶ τότε) δὲν ἦσαν σὰν τοὺς χριστιανοὺς τοὺς σημερινούς. Ὅταν εἶδαν ὅτι αὐτοὶ δὲν σταματούσανε κι ὅτι δὲν τοὺς ἐνδιέφερε τελείως (τί λέει ὁ λαός), καὶ ὅτι εἶχαν σκοπὸ ὁπωσδήποτε νὰ χειροτονήσουν αὐτὸν (τὸν Μάξιμο), ἐν μέσῳ φωνῶν καὶ κραυγῶν, τότε τί κάνουν; Ὁρμοῦν ἐπάνω, τοὺς ἁρπάζουν, τοὺς βγάζουν τὰ ἄμφια καὶ τοὺς κυνηγοῦν εἰς τοὺς δρόμους. Ναί, αὐτὸ κάνανε. Κι ἀναγκαστήκανε αὐτοὶ διωκόμενοι νὰ περιφέρονται ἐν μέσῳ τῶν δρόμων τῆς Κων/πόλεως καὶ νὰ πᾶνε, παρακαλῶ, σ’ ἕνα πλυσταριό, κι ἐκεῖ νὰ τελειώσει ἡ χειροτονία.
Ἐὰν ζοῦσε στὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἕνας ἀπὸ τοὺς ψευτοχριστιανοὺς τοῦ σημερινοῦ καιροῦ, κι ἔβλεπε τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Γρηγορίου νὰ κρατοῦν ρόκες καὶ ρόπαλα καὶ νὰ κυνηγοῦν τοὺς ἀναξίους καὶ νὰ τοὺς ἀναγκάζουν νὰ κρυφτοῦν στὰ πλυσταριά, θἄλεγε: «Πώ, πώ, τί φανατικοὶ ἄνθρωποι εἶναι αὐτοί! Τί κακὸ μεγάλο κάνουν στὴν Ἐκκλησία! Τί σκάνδαλο μεγάλο κάνουν».