Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ως Πρεσβύτερος ακόμη, είχε εκφωνήσει 8 ειδικές ομιλίες προς το ποίμνιο της Αντιόχειας με αποκλειστικό σκοπό να το προστατεύσει από τον Ιουδαϊσμό.
Οι Ιουδαίοι στην κοσμοπολίτικη Αντιόχεια είχαν πολύ έντονη παρουσία, έχοντας δύο εντυπωσιακές Συναγωγές.
Το πρόβλημα ήταν ότι μία μερίδα πολλών χριστιανών, από κακή συνήθεια, λάμβανε μέρος στις εκδηλώσεις μερικών από τις εορτές των Ιουδαίων: στην εορτή των Σαλπίγγων, (ή του Νέου Έτους), την εορτή των Νηστειών και της Σκηνοπηγίας.
Μία άλλη μερίδα, όχι μόνο παρακολουθούσε από επιπολαιότητα τα θεάματα κατά τις εορτές αυτές, αλλά προχωρούσε περισσότερο: δεν γιόρταζε το Άγιο Πάσχα όπως είχε καθορισθεί από την Αγία Α’ Οικουμενική Σύνοδο, αλλά γιόρταζε και νήστευε κατά παλαιάν συνήθειαν μαζί με τους Ιουδαίους σταθερά την 14η του μηνός Νισάν, δηλαδή την ημέρα της εαρινής Πανσέληνου.
Επίσης, αυτοί οι Χριστιανοί «ζητούσαν [ιαματικές] θαυματουργίες από τους ραβίνους με τα φυλακτά και τις τελετές πού αυτοί ενεργούσαν», τιμούσαν την Συναγωγή και προσέφευγαν εις αυτήν, άλλοτε για να δώσουν όρκους και άλλοτε για δικαστικές υποθέσεις, προτιμώντας τους Ιουδαίους δικαστές, παρά τούς εθνικούς.
Είχε λοιπόν δημιουργηθεί στην Αντιόχεια ένα τέτοιο συγκρητιστικό κλίμα, ώστε πολλοί χριστιανοί, κατά τον ένα ή άλλο τρόπο, έρρεπαν προς τον Ιουδαισμό, έφ’ όσον αδυνατούσαν να διακρίνουν την ριζική διαφορά μεταξύ Χριστιανισμού καί Ιουδαϊσμού , Εκκλησίας και Συναγωγής.
Για τον Ιερό Χρυσόστομο, το γεγονός αυτό είχε τεράστια σωτηριολογική και θεολογική σημασία και γι’ αυτό έκανε μεγάλο αγώνα για να θεραπεύσει, όπως έλεγε, το «χαλεπώτατον νόσημα» και να καταργήσει το «πονηρόν έθος».
«Έτερον νόσημα χαλεπώτατον την ημετέραν γλώσσαν προς ιατρείαν καλεί, νόσημα εν τω σώματι της Εκκλησίας πεφυτευμένον»• «τι δε έστι το νόσημα;»• «πολλοί των μεθ’ήμών τεταγμένων, και τα ημέτερα λεγόντων φρονεϊν, οι μεν επί την θέαν απαντώσι των Ιουδαϊκών εορτών, οι δε και συνεορτάζουσι και των νηστειών κοινωνούσι• και τούτο το πονηρόν έθος βούλομαι της Εκκλησίας απελάσαι νυν».
Είναι αναγκαίο εδώ να διευκρινισθεί, ότι οι ομιλίες αυτές του Ιερού Πατρός δεν έχουν βεβαίως χαρακτήρα αντισημιτικό-φυλετικό,αλλά καθαρά ποιμαντικό -θεολογικό, εφ’ όσον απέβλεπαν αποκλειστικά και μόνο στην προστασία των Χριστιανών από τις Ιουδαϊκές ετεροδιδασκαλίες.
Και περαιτέρω, επεδίωκαν την θεραπεία εκείνων των πιστών, τους οποίους ο Άγιος χαρακτήριζε ως
«οικεία μέλη νενοσηκότα» ως «αρρωστούντας των αδελφών των ημετέρων και τα Ιουδαικά νοσούντας».
Η ισχυρή και επίμονος κριτική που ασκεί ο Ιερός Χρυσόστομος στους Ιουδαίους δεν συνιστά ιδεολογική αντιπαράθεση και επομένως δεν είναι δυνατόν να αποτελεί αντισημιτισμό, διότι δεν κρίνει τους Ιουδαίους από την οικονομική τους ευμάρεια ή την προσήλωσή τους στα έθιμα της φυλής, ούτε από την νομιμότητα ή την παιδεία και την κοινωνικότητά τους, όπως π.χ. έκανε ο διάσημος της εποχής ρήτορας και σοφιστής Λιβάνιος.
Ούτε ποτέ συνέστησε στους χριστιανούς να μη συναλλάσσονται ή να μη χαιρετούν τους Ιουδαίους, πολύ δε περισσότερο δεν συνέστησε να τους μισούν ή να τους καταδιώκουν, δεν συνιστούσε το μίσος και την προσωπική αποστροφή. Αντιθέτως μάλιστα δεν είναι λίγες οι φορές που εκφράζει για τους Ιουδαίους και συμπόνοια και θετικό ενδιαφέρον.
Απόλυτος είναι ο Ιερός Χρυσόστομος στην απαίτησή του να μην συμμερίζωνται οι πιστοί την θρησκευτική ζωή των Ιουδαίων, να μη συμμετέχουν στις εορτές και τις νηστείες τους, δηλαδή να μην έχουν καμμία «κοινωνία» μαζί τους.
Προς τους Χριστιανούς, οι οποίοι υποστήριζαν, ότι δήθεν οι Ιουδαίοι «και αυτοί τον Θεόν προσκυνούσιν», ο Άγιος απαντούσε ως εξής:
«Αλλά μη γένοιτο τούτο ειπείν!
Ουδείς Ιουδαίος προσκυνεί τον Θεόν.
Τις ταυτά φησιν;
Ο Υιός του Θεού: ‘Ει τον Πατέρα γάρ μου ήδειτε, φησί καμέ ήδειτε αν• ούτε δε εμέ οίδατε, ούτε τον Πατέρα μου οίδατε’.
Ποίαν ταύτης αξιοπιστοτέραν μαρτυρίαν παραγάγω;» .
Για εκείνους πάλι, οι οποίοι νήστευαν μαζί με τους Ιουδαίους, έλεγε ο Άγιος:
«Εννοήσατε τοίνυν τίσι κοινωνούσιν οι νηστεύοντες νυν [οι νοσούντες]• τοις βοώσι: ‘Σταύρωσον, σταύρωσον’• τοις λέγουσι: ‘Το αίμα αυτού εφ’ημάς και επί τα τέκνα ημών’».