Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ [Παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου] Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΨΥΧΟΦΘΟΡΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ

 



ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ [Παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου]

Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΨΥΧΟΦΘΟΡΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ

Ἔχεις λίγα χρήματα καὶ ζητᾷς πολλά. Ἔχεις πολλὰ καὶ ὀνειρεύεσαι περισσότερα. Ὅσα κι ἂν ἔχεις, δὲν εἶσαι ἱκανοποιημένος. Γιατί ἄφησες τὴν πλεονεξία νὰ σὲ αἰχμαλωτίσει, ἄνθρωπέ μου; Δὲν ξέρεις ὅτι σὲ ἄλλους θὰ μείνουν τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι, ἐνῶ σὲ ἐσένα οἱ κατάρες καὶ οἱ κατηγόριες; Δὲν ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι θὰ σὲ καταδιώκουν ἀμείλικτα, καὶ σὲ τούτη τὴ ζωὴ καὶ στὴν ἄλλη, τὰ δάκρυα, οἱ βαρυγκώμιες καὶ οἱ ἀναστεναγμοὶ τοῦ φτωχοῦ ποὺ ἐξουθένωσες, τοῦ συνεργάτη ποὺ ἀδίκησες, τοῦ δουλευτῆ ποὺ ἐκμεταλλεύτηκες, τοῦ ὀφειλέτη ποὺ φυλάκισες; Ὅταν ὅλοι οἱ ζημιωμένοι ἀπὸ σένα θὰ παρουσιαστοῦν μαζί σου στὸ φοβερὸ δικαστήριο τοῦ Χριστοῦ, τί θὰ πεῖς στὸν ἀδέκαστο Κριτή, μὴν ἔχοντας μάλιστα κανένα συνήγορο γιὰ νά σε ὑπερασπίσει;

Τοὺς δικαστὲς τῆς γῆς μπορεῖς νὰ τοὺς ξεγελάσεις ἢ καὶ νὰ τοὺς ἐξαγοράσεις. Τὸν Δικαστὴ τοῦ οὐρανοῦ ποτέ. Τοὺς ἀνθρώπινους νόμους μπορεῖς νὰ τοὺς παραβεῖς μὲ τεχνάσματα νομιμοφανῆ δίχως συνέπειες. Τὸν θεϊκὸ νόμο ὄχι· γιατί ὁ Κύριος βλέπει τίς πράξεις σου. Καὶ ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ λογοδοτήσεις σὲ Ἐκεῖνον, ποὺ στέκεται πλάϊ στοὺς ἀδικημένους καὶ προστατεύει ὅσους δὲν μποροῦν νὰ διεκδικήσουν τὸ δίκιο τους.

Καὶ μὴ μοῦ πεῖς: «Ὁ τάδε, μολονότι κακὸς καὶ πλεονέκτης, εἶναι εὐτυχισμένος». Γιὰ τώρα ναί, δὲν θὰ εἶναι ὅμως ὡς τὸ τέλος. «Μὴ παραζήλου ἐν πονηρευομένοις μηδὲ ζήλου τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν (:Μὴ ζηλεύεις καὶ μὴν ποθεῖς τὴ φαινομενικὴ εὐτυχία ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι σκέπτονται τὸ πονηρό. Μὴ ζηλεύεις ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι πράττουν τὴν ἀνομία)», λέει ἡ Γραφή [Ψαλμ. 36,1], «ὅτι ὡσεὶ χόρτος ταχὺ ἀποξηρανθήσονται καὶ ὡσεὶ λάχανα χλόης ταχὺ ἀποπεσοῦνται (:γιατί γρήγορα σὰν τὸ χορτάρι θὰ ξεραθοῦν καὶ σὰν τὴν πράσινη χλόη θὰ μαραθοῦν καὶ θὰ πέσουν στὸ ἔδαφος)».

Ἡ πλεονεξία εἶναι σὰν τὸ χαλασμένο προζύμι, ποὺ καταστρέφει ὅλο τὸ ζυμάρι. Ἔτσι, ἂν ἀπὸ τὴν ἀδικία κερδίζεις ἔστω καὶ λίγα, ὁλόκληρη ἡ περιουσία σου σπιλώνεται. Γι᾿ αὐτό, πολλὲς φορές, λίγα ποὺ κερδήθηκαν ἄνομα, ἔγιναν αἰτία νὰ χαθοῦν πολὺ περισσότερα, ποὺ ἀποκτήθηκαν καλά.

Μά, θὰ μὲ ρωτήσεις, ὅλοι οἱ πλεονέκτες θὰ δοκιμάσουν συμφορές; Ὁπωσδήποτε, μολονότι ὄχι ὅλοι τίς ἴδιες. Κι ἂν δὲν τιμωρηθοῦν στὴν παροῦσα ζωή, τότε νὰ τοὺς λυπηθεῖς περισσότερο, γιατί τοὺς περιμένει μεγαλύτερη κόλαση στὴ μέλλουσα. Στὴν περίπτωση αὐτή, μάλιστα, τίς συνέπειες τῶν ἀδικιῶν τους, θὰ τίς ὑποστοῦν στὴ γῆ οἱ κληρονόμοι τῆς περιουσίας τους, ἐφόσον γνωρίζουν ὅτι ἀποκτοῦν ἀγαθὰ μαζεμένα μὲ ἀδικίες, ἀγαθὰ ποὺ ἀνήκουν σὲ ἄλλους. Αὐτό, ἄλλωστε, ἐπιτάσσει καὶ ὁ ἀνθρώπινος νόμος, ποὺ δίνει τὸ δικαίωμα στὸν καθένα νὰ διεκδικήσει τὰ πράγματά του ὄχι ἀπὸ ἐκεῖνον πού τοῦ τὰ ἅρπαξε, ἀλλὰ ἀπὸ ὁποιονδήποτε τὰ ἔχει στὴν κατοχή του.

Ἄν λοιπὸν γνωρίζεις ἐκείνους ποὺ ἀδικήθηκαν, δῶσε τους ὅσα τοὺς ἀνήκουν, ἢ μᾶλλον πολὺ περισσότερα, ὅπως ἔκανε ὁ Ζακχαῖος τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄν πάλι δὲν τοὺς γνωρίζεις, τότε μοίρασέ τα σὲ φτωχούς. Ἔτσι θὰ ἀποτρέψεις τὴ συμφορὰ ποὺ σὲ ἀπειλεῖ. Γιατί, ἂν ἀποδώσεις μόνο ὅσα ἅρπαξες ἢ κληρονόμησες ἀπὸ ἅρπαγα πλεονέκτη, κανένα κέρδος δὲν ἔχεις. Αὐτὸ ἀποδεικνύει ἡ περίπτωση τοῦ Ζακχαίου, ποὺ ἀνέφερα. Μόνο ὅταν ὁ ἀρχιτελώνης ἐκεῖνος ὑποσχέθηκε «Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινὸς τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν (:Θὰ δώσω τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου στοὺς φτωχούς· Καὶ ἂν τυχόν, σὰν τελώνης ποὺ εἶμαι, ἀδίκησα μὲ ψευδεῖς μαρτυρίες κάποιον καὶ εἰσέπραξα περισσότερα, τοῦ τὰ ἐπιστρέφω τετραπλάσια)», ὁ Κύριος βεβαίωσε: «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο (:Σήμερα στὸν οἶκο αὐτὸν ἦλθε σωτηρία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ)» [Λουκ. 19,8-9].

Ἐμεῖς, ἀντίθετα, ἁρπάζουμε ἀμέτρητα καὶ δίνουμε λίγα, νομίζοντας ὅτι ἔτσι ἐξαλείφουμε τὴν ἀδικία καὶ ἱκανοποιοῦμε τὸν Θεό. Ἄν ὅμως ὁ Κάϊν, ποὺ πρόσφερε θυσία στὸν Θεὸ ἀπὸ τὰ χειρότερα γεννήματά του, χωρὶς ὡστόσο καὶ νὰ ἀδικήσει κάποιον ἄλλον, τιμωρήθηκε πολὺ αὐστηρά, πῶς δὲν θὰ πάθουμε χειρότερα ἐμεῖς, ποὺ ἀπὸ τὰ ἀποκτήματα τῆς ἀδικίας καὶ τῆς πλεονεξίας προσφέρουμε μερικὰ ψίχουλα στὸν φτωχὸ συνάνθρωπο, δηλαδὴ στὸν ἴδιο τὸν Χριστό; Γιατί προσβάλλεις τὸν Κύριο, προσφέροντάς Του μικρὰ δῶρα; Τέτοια τροφὴ δὲν δέχεται, ἔστω καὶ ἂν πεθαίνει ἀπὸ τὴν πεῖνα. Καλύτερα νὰ μὴν Τοῦ δώσεις τίποτα, παρὰ νὰ δώσεις ἐκεῖνα ποὺ ἀνήκουν σὲ ἄλλους.

Πές μου, ἂν δεῖς δύο ἀνθρώπους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ ἕνας εἶναι γυμνὸς καὶ ὁ ἄλλος ντυμένος, καὶ γδύσεις τὸν δεύτερο γιὰ νὰ ντύσεις τὸν πρῶτο, δὲν θὰ διαπράξεις ἀδικία; Ἀναμφίβολα ναί. Ἄν λοιπὸν διαπράττεις ἀδικία καὶ ὄχι ἐλεημοσύνη, δίνοντας σὲ ἄλλον ὅλα ὅσα ἅρπαξες, πῶς λογαριάζεις σὰν ἐλεημοσύνη τὸ νὰ δώσεις ἕνα ἀσήμαντο μέρος, ἕνα τίποτα;

Ὁ πλούσιος τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς δὲν ἔκανε καμιὰ ἀδικία σὲ βάρος τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. Μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ δὲν τὸν συμπόνεσε, ἐπειδὴ δὲν τὸν ἐλέησε, καταδικάστηκε νὰ βασανίζεται στὸν Ἅδη [Λουκ. 16,19-25]. Ποιὰν ἀπολογία, ἑπομένως, θὰ βροῦν ἐκεῖνοι ποὺ ὄχι μόνο δὲν ἐλεοῦν, ἀλλὰ καὶ ἀδικοῦν τοὺς ἄλλους;

Ὅταν ὁ Κύριος θὰ ἔρθει πάλι μὲ ὅλη Του τὴν δόξα γιὰ νὰ κρίνει τὸν κόσμο, θὰ πεῖ στοὺς ἄσπλαχνους καὶ ἀνελεήμονες, ποὺ θὰ εἶναι συναγμένοι στὰ ἀριστερά Του: «Πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με (:Φύγετε ἀπὸ μπροστά μου ἐσεῖς, ποὺ ἀπὸ τὰ ἔργα σας γίνατε καταραμένοι. Φύγετε μακριὰ ἀπὸ ἐμένα καὶ πηγαίνετε στὴν αἰώνια φωτιά, ποὺ ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς δικούς του ἀγγέλους. Γιατί πείνασα καὶ δὲν μοῦ δῶστε νὰ φάω· δίψασα καὶ δὲν μοῦ δώσατε νὰ πιῶ· ξένος ἤμουνα, καὶ δὲν μὲ περιμαζέψατε· γυμνὸς ἤμουνα, καὶ δὲν μὲ ντύσατε· ἄρρωστος καὶ φυλακισμένος ἤμουνα καὶ δὲν ἤρθατε νὰ μὲ δεῖτε)» [Ματθ. 25,41-42].

Ἄν λοιπὸν καταδικάζονται μαζὶ μὲ τὸν διάβολο στὴν αἰώνια φωτιά, ὅσοι δὲν ἔδωσαν τροφὴ καὶ νερὸ στὸν Χριστό, ὅταν πεινοῦσε καὶ διψοῦσε, τί θὰ πάθουν ὅσοι Τὸν παραδίνουν στὴν πεῖνα, μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἁρπάζουν; Τί θὰ πάθουν ὅσοι ὄχι μόνο δὲν Τὸν ντύνουν, ὅταν εἶναι γυμνός, ἀλλὰ καὶ Τὸν γδύνουν, ὅταν εἶναι ντυμένος; Τί θὰ πάθουν ὅσοι ὄχι μόνο δὲν Τὸν περιμαζεύουν, ὅταν εἶναι ξένος, ἀλλὰ καὶ Τὸν ἀποδιώχνουν; Τί θὰ πάθουν ὅσοι ὄχι μόνο δὲν Τὸν ἀνακουφίζουν, ὅταν εἶναι ἄρρωστος, ἀλλὰ καὶ Τὸν βλάπτουν; Τί θὰ πάθουν, τέλος, ὅσοι ὄχι μόνο δὲν Τὸν ἐπισκέπτονται, ὅταν εἶναι φυλακισμένος, ἀλλὰ καὶ ὅταν εἶναι ἐλεύθερος, ὅ,τι μποροῦν κάνουν γιὰ νὰ Τὸν κλείσουν στὴ φυλακή;

Ὁ Κύριος εἶπε: «Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι (:Ἄν ἀγαπᾶτε μόνο ἐκείνους ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, ποιά εὔνοια καὶ ποιά ἀμοιβή σας ἀνήκει ἀπ᾿ τὸν Θεό; Καμία· διότι καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀγαποῦν ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀγαποῦν)» [Λουκ. 6,32]. Ἄν λοιπὸν εἶναι ἁμαρτωλὸς ὅποιος ἀγαπᾷ μόνο ὅσους τὸν ἀγαποῦν, τί εἶναι ἐκεῖνος ποὺ βλάπτει ὅσους δὲν τὸν ἀδίκησαν; Ἄν εἶναι ἀξιοκατάκριτος ὅποιος δὲν ἐλεεῖ ἀπὸ τὰ δικά του ἀγαθά, τί εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἁρπάζει καὶ τὰ ξένα; Γιατί τὸ ξέρετε, ὄχι μόνο τὸ νὰ ἁρπάζει κανεὶς τὰ ξένα, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ μὴ δίνει ἀπὸ τὰ δικά του σὲ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, εἶναι ἀδικία καὶ πλεονεξία, εἶναι παράβαση θεϊκῆς ἐντολῆς καὶ ἁμαρτία.

Ἄς ἀποφύγουμε, ἀδελφοί μου, αὐτὴν τὴν ἁμαρτία. Καὶ θὰ τὴν ἀποφύγουμε, ἂν φέρουμε στὸν νοῦ μας ὅσους ἅρπαγες καὶ πλεονέκτες ἔζησαν πρὶν ἀπό μᾶς, ὅσους δηλαδὴ ἔχουν ἤδη πεθάνει. Ποῦ βρίσκονται αὐτοί; Στὴν κόλαση! Καὶ τὰ χρήματά τους; Τὰ ἀπολαμβάνουν ἄλλοι! Δὲν εἶναι ἑπομένως ἀνόητο νὰ βασανιζόμαστε καὶ σὲ τούτη τὴ ζωὴ καὶ στὴν ἄλλη; Σὲ τούτη μὲ τὰ καθημερινὰ τρεχάματα, τίς ἀγωνίες, τοὺς κόπους καὶ τοὺς μόχθους ποὺ ἀπαιτοῦνται γιὰ τὴ συσσώρευση μάταιου πλούτου, καὶ στὴν ἄλλη μὲ τίς ἀσύλληπτες τιμωρίες τῆς αἰώνιας γέενας;

Ποιός εἶναι ἀλήθεια, ἐλεεινότερος, ἀπὸ τὸν ἅρπαγα ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸν κόσμο παίρνοντας μαζί του μόνο τίς ἁμαρτίες του, γιὰ τίς ὁποῖες θὰ λογοδοτήσει στὸν Θεό, καὶ ἀφήνοντας ὅσα μάζευε σὲ ἄλλους πολλὲς φορὲς καὶ ἐχθρούς του; Καὶ ποιός εἶναι ἀθλιότερος ἀπὸ τὸν πλεονέκτη, ποὺ σιγολιώνει ἀπὸ τίς ἔγνοιες καὶ τοὺς φόβους, διώχνοντας ἀπὸ τὴν ψυχή του τὴ γαλήνη καὶ κάνοντας τὴ ζωή του χειρότερη ἀπὸ κάθε θάνατο; Ὅταν κερδίσει δὲν αἰσθάνεται εὐχαρίστηση, γιατί ζητάει περισσότερα. Ὅταν πάλι χάσει ἔστω κι ἕνα νόμισμα, νομίζει ὅτι παθαίνει τὸ μεγαλύτερο κακό. Φίλους δὲν ἔχει παρὰ μόνο ἐκείνους ἀπὸ τοὺς ὁποίους κερδίζει· τοὺς ἄλλους τοὺς βλέπει σὰν ἐχθρούς.  Μὰ καὶ τὴν οἰκουμένη ὁλόκληρη τὴν ἀποστρέφεται. Τοὺς φτωχοὺς τοὺς μισεῖ, γιατί τοῦ ζητοῦν βοήθεια. Τοὺς πλούσιους τοὺς φθονεῖ, γιατί θὰ ἤθελε νὰ ἔχει τὰ πλούτη τους. Ὅταν οἱ ἄλλοι εὐτυχοῦν, αὐτὸς λυπᾷται. Θαρρεῖ πὼς ὅλοι κατέχουν δικά του ἀγαθά. Φέρεται σὲ ὅλους σὰν νὰ τὸν ἔχουν ἀδικήσει.  Ὑποφέρει, γιατί ἡ γῆ δὲν παράγει χρυσάφι ἀντὶ γιὰ σιτάρι, γιατί ὁ πηγὲς δὲν δίνουν ἀσήμι ἀντὶ γιὰ νερό, γιατί τὰ βουνὰ δὲν ἔχουν πολύτιμα πετράδια ἀντὶ γιὰ λιθάρια.

Ὁ πλοῦτος γιὰ τὸν φιλάργυρο εἶναι ὅ,τι τὸ μαχαίρι γιὰ τὸν μανιακὸ ἢ μᾶλλον κάτι πολὺ χειρότερο. Γιατί ὁ μανιακός, ἀφοῦ ἁρπάξει τὸ μαχαίρι καὶ τὸ καρφώσει στὸ στῆθος του, ἀπαλλάσσεται μιὰ γιὰ πάντα ἀπὸ τὴ μανία του καὶ δὲν δέχεται δεύτερη πληγή. Ὁ φιλάργυρος ὅμως καὶ ἀμέτρητες πληγὲς δέχεται καθημερινὰ καὶ ποτὲ δὲν ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴ μανία του. Ἀπεναντίας, μάλιστα, ὅσο πληγώνεται, τόσο πιὸ μανιασμένα ξανακαρφώνει τὸ μαχαίρι στὴν ψυχή του.

Ποιός εἶναι λοιπὸν χειρότερος ἀπὸ τὸν πλεονέκτη, ποὺ καὶ τὴν ψυχή του θανατώνει μὲ τίς ἀδικίες καὶ τὴ ζωή του σπαταλάει μὲ τίς περιττὲς φροντίδες καὶ τὸν ἑαυτό του στερεῖ ἀπὸ κάθε εὐχαρίστηση καὶ τοὺς ἀνθρώπους ὅλους τοὺς κάνει ἐχθρούς του; Ὅλους;, θὰ ἀπορήσετε. Ναί, ὅλους. Βλέπετε, δὲν τὸν μισοῦν μόνο ὅσοι ἔχουν κακοπαθήσει ἀπὸ τὴν πλεονεξία τους, μὰ καὶ οἱ ἄλλοι, ἐπειδὴ συμπονοῦν τὰ θύματά του καὶ φοβοῦνται μήπως βρεθοῦν στὴν ὀδυνηρὴ θέση τους. Τὸ φοβερότερο, ὅμως, δὲν εἶναι αὐτό. Γιατί, ὅταν ἔχει κάνει ἐχθρό του τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ποιά παρηγοριὰ ἢ ἐλπίδα τοῦ ἀπομένει;

Εἶναι πλοῦτος αὐτός, πές μου, τὸ νὰ ἀδικεῖς; Καὶ εἶσαι πλούσιος ἐσύ, ὁ πλεονέκτης, ἢ κατάδικος; Μᾶλλον χειρότερος κι ἀπὸ κατάδικο εἶσαι. Καὶ ξέρεις γιατί; Ἐκεῖνος ἔχει χάσει τὴ σωματική του ἐλευθερία, ἐνῶ ἐσὺ τὴν ψυχική. Ἐκεῖνον τὸν ἔδεσαν ἄλλοι χωρὶς τὴ θέλησή του, ἐνῶ ἐσὺ δέθηκες μόνος σου.

Ἄν ὁ βασιλιᾶς μὲ νόμο μᾶς ἐπιβάλει ὄχι μόνο νὰ μὴν παίρνουμε περιουσιακὰ στοιχεῖα ἄλλου, μὰ κι ἀπὸ τὰ δικά μας νὰ δώσουμε ἕνα μέρος, θὰ ὑπακούσουμε δίχως ἀντίρρηση. Τώρα, ὅμως, ποὺ ὁ νόμος τοὺς Θεοῦ μᾶς ἐπιβάλλει νὰ μὴν ἁρπάζουμε τὰ ξένα πράγματα, ἀσύστολα τὸν καταπατάμε. Τὸν θνητὸ βασιλιᾶ, τὸν ἄνθρωπο, τὸν σεβόμαστε· τὸν ἀθάνατο Βασιλιᾶ, τὸν Δημιουργὸ  καὶ Κύριο τοῦ σύμπαντος, Τὸν περιφρονοῦμε. Δὲν εἶναι φοβερό; Γιατί, ἂν διαπράττουμε ἀσέβεια ὅταν τιμᾶμε τὸν Θεὸ ὅσο κι ἕναν ἄνθρωπο, τότε τί κάνουμε ὅταν τιμᾶμε ἕναν ἄνθρωπο περισσότερο ἀπὸ τὸν  Θεό;

Βαριὰ εἶναι τὰ λόγια μου, τὸ ξέρω. Ἀλλὰ δεῖξτε πραγματικὰ ὅτι σᾶς φοβίζουν καὶ σᾶς λυποῦν, ἀποφεύγοντας τίς κακὲς πράξεις. Ἄν δὲν φοβᾶστε τίς κακὲς πράξεις, πῶς μπορῶ νὰ σᾶς πιστέψω, ὅταν λέτε ὅτι φοβᾶστε τὰ λόγια μου καὶ λυπᾶστε μὲ αὐτά; Ἐσεῖς μὲ τὰ ἔργα σας ἐπιβαρύνετε τὸν ἑαυτό σας, ὄχι ἐγὼ μὲ τὰ λόγια μου. Γιατί ὅποιος σκάβει λάκκο γιὰ τὸν ἄλλο, πέφτει ὁ ἴδιος μέσα. Καὶ ὅπως οἱ ἐπίτοκες γυναῖκες ὑποφέρουν ἀπὸ τοὺς κοιλόπονους, ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ ἑτοιμάζει μιὰν ἄνομη πράξη, πρὶν ἀδικήσει τὸν ἄλλον, ὑποφέρει καὶ πονάει ὁ ἴδιος. Ὅσο κακός, βλέπετε, κι ἂν εἶναι κανείς, δὲν μπορεῖ νὰ φιμώσει τὴ συνείδησή του καὶ νὰ ἀποφύγει τὸν ἔλεγχό της· γιατί αὐτὸς ὁ ἔλεγχος εἶναι κάτι τὸ φυσικό, ποὺ ἐξαρχῆς ἔβαλε ὁ Θεὸς μέσα μας. Ὅσο κι ἂν τὸν ἀγνοήσουμε, ὅσο κι ἂν τὸν πολεμήσουμε, ὀρθώνεται πάντοτε ἀμείλικτος, καὶ φωνάζει καὶ μᾶς καταδικάζει καὶ μᾶς τιμωρεῖ.

Θυμᾶστε πόσο κακὸς ἦταν ὁ Ἀχαάβ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Σαμάρειας; Καὶ ὅμως ἀκόμα κι ἐκεῖνος, ὅταν θέλησε νὰ ἁρπάξει τὸ ἀμπέλι τοῦ Ναβουθαί, πόση ὀδύνη δοκίμασε! Μολονότι ἦταν ἀπόλυτος ἄρχοντας, μολονότι κανένας δὲν ὑπῆρχε ποὺ νὰ τὸν ἐλέγξει, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ ὑποφέρει τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεώς του, ἦταν σκυθρωπός, ταραγμένος, ἀνόρεχτος, μὲ τὴ θλίψη ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπό του [Γ΄ Βασ. 20,1-29].

Θέλετε νὰ σᾶς ἀναφέρω κι ἕνα περιστατικὸ σύγχρονο, γιὰ νὰ καταλάβετε ὅτι ἡ πλεονεξία κάνει τοὺς ἀνθρώπους θηρία καὶ δαίμονες; Πρὶν ἀπὸ καιρὸ εἴχαμε στὴν πόλη μας μεγάλη ἀνομβρία. Ὁ οὐρανὸς εἶχε στερέψει καὶ εἶχε πάρει τὸ χρῶμα τοῦ χαλκοῦ. Ὅλοι περιμέναμε καθημερινά τὸ θάνατο, ἕνα θάνατο φοβερότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, καὶ παρακαλούσαμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ αὐτὴ τὴ συμφορά. Ξάφνου, ἀνέλπιστα, χάρη στὴν ἀπέραντη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου, ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἄφθονη βροχή. Ἐνῶ λοιπὸν ὅλοι πανηγύριζαν καὶ γιόρταζαν, κάποιος πλούσιος τριγυρνοῦσε στὴν πόλη σκυφτός, κατσουφιασμένος, καταλυπημένος καὶ κίτρινος σὰν νεκρός. Ὅταν κάποιοι ζήτησαν νὰ μάθουν τὴν αἰτία τῆς λύπης του, δὲν μπόρεσε νὰ τὴν κρύψει, γιατί τὸν βασάνιζε καὶ τὸν ἔπνιγε τὸ πάθος του. «Ἔχω στὶς ἀποθῆκες μου δέκα χιλιάδες μέτρα σιτάρι», εἶπε, «καὶ τώρα, ποὺ ἔβρεξε, δὲν ξέρω πῶς θὰ τὸ πουλήσω».

Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λές, ἀθεόφοβε; Ὑποφέρεις, ἐπειδὴ δὲν χάθηκαν ὅλοι, γιὰ νὰ μαζέψεις ἐσὺ χρυσάφι; Δὲν ἔχεις ἀκούσει τί λέει ὁ Σολομῶν; «Ὁ συνέχων σῖτον ὑπολείποιτο αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν, εὐλογίαν δὲ εἰς κεφαλὴν τοῦ μεταδιδόντος (:Γιὰ ἐκεῖνον, ποὺ συνάγει καὶ κρύπτει τὸ σιτάρι ἐν καιρῷ λιμοῦ, μὲ τὸν σκοπὸ νὰ τὸ πουλήσει πανάκριβα, ὅλοι εὔχονται νά τοῦ τὸ λεηλατήσουν ξένοι ἐπιδρομεῖς καὶ ἐχθροί. Ἡ εὐλογία δὲ τοῦ Θεοῦ χορηγεῖται πλούσια σὲ ἐκεῖνον ποὺ δίδει καὶ στοὺς ἄλλους)» [Παροιμ. 11,26]. Εἶσαι ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καὶ φίλος, ἢ μᾶλλον δοῦλος, τοῦ μαμωνᾶ. Ἡ γλῶσσα σου, ποὺ εἶπε τὰ ἀνήκουστα αὐτὰ λόγια, θὰ ἔπρεπε νὰ κοπεῖ. Ἡ καρδιά σου, ποὺ ξεχειλίζει ἀπὸ τόσο ἀπάνθρωπα αἰσθήματα, θὰ ἔπρεπε νὰ πάψει νὰ χτυπάει. Τί ἄνθρωπος, ἀλήθεια, εἶσαι ἐσύ, ποὺ ὑποφέρεις ὄχι γιατί ἔχεις λίγα, ὅπως οἱ φτωχοί, μὰ ἀπεναντίας, γιατί ἔχεις πολλὰ καὶ θέλεις νὰ τὰ κάνεις ἀκόμα περισσότερα μὲ τὴν ἐκμετάλλευση τῆς δυστυχίας τῶν συνανθρώπων σου;

Πῶς νὰ σκιαγραφήσω τὰ πάθη τοῦ πλεονέκτη; Τί πιὸ μιαρὸ ὑπάρχει ἀπὸ τὰ χέρια του; Καὶ τί πιὸ ἄπληστο, πιὸ ἀδιάντροπο, πιὸ κυνικὸ ἀπὸ τὰ μάτια του; Δὲν βλέπει τοὺς ἀνθρώπους ὡς ἀνθρώπους, οὔτε τὸν οὐρανὸ ὡς οὐρανό, οὔτε κανένα ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πράγματα ὅπως πραγματικὰ εἶναι. Ὅλα τὰ βλέπει σὰν χρῆμα καὶ ὅλα τὰ μετράει μὲ τὸ χρῆμα. Οἱ ἀληθινοὶ ἄνθρωποι βλέπουν τοὺς φτωχούς, ἐξαντλημένους καὶ συγκινοῦνται· οἱ πλεονέκτες βλέπουν τοὺς φτωχοὺς καὶ ἀγριεύουν. Οἱ ἀληθινοὶ ἄνθρωποι ὄχι μόνο δὲν βάζουν στὸ μάτι τὰ ξένα πράγματα, μὰ κι ἀπὸ τὰ δικά τους δίνουν σὲ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη· οἱ πλεονέκτες δὲν ἡσυχάζουν, ὥσπου νὰ ἁρπάξουν τὸ βιὸς τῶν ἄλλων καὶ νὰ τὸ κάνουν δικό τους. Οἱ ἀληθινοὶ ἄνθρωποι δὲν ἀνέχονται νὰ δοῦν γυμνὸ τὸν πλησίον τους· οἱ πλεονέκτες, ἂν δὲν τοὺς γδύσουν ὅλους, δὲν ἱκανοποιοῦνται· ἢ μᾶλλον, οὔτε καὶ τότε ἱκανοποιοῦνται.

Γι᾿ αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς πὼς εἶναι ὄχι θηρία, μὰ κι ἀπ᾿ αὐτὰ πολὺ χειρότεροι. Τὰ θηρία, βλέπετε, ὅταν χορτάσουν ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὰ θύματά τους, ἐνῶ οἱ πλεονέκτες δὲν ἔχουν χορτασμό. Τὰ θηρία, ἄλλωστε εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τους ἄγρια, ἐνῶ οἱ πλεονέκτες μεταβάλλουν θεληματικὰ τὴ φυσική τους ἡμερότητα σὲ ἀγριότητα. Τὰ στόματά τους ξερνοῦν δηλητήριο, ὅπως τὰ στόματα τῶν φαρμακερῶν φιδιῶν. Τὰ χέρια τους δὲν κουράζονται νὰ κάνουν κακὸ στοὺς ἄλλους. Ὅσο γιά τον νοῦ τους, ἂν μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸν ἐξετάσει, θὰ τοὺς ὀνόμαζε ὄχι μόνο θηρία, ἀλλὰ καὶ δαίμονες· γιατί δὲν κρύβουν μέσα τους παρὰ σκληρότητα καὶ μοχθηρία γιὰ κάθε συνάνθρωπό τους. Οἱ δαίμονες μάλιστα, σχεδὸν ποτὲ δὲν μποροῦν νὰ βλάψουν ἕναν ἄνθρωπο δίχως τὴ θέληση καὶ τὴ συνεργασία τοῦ ἰδίου, ἐνῶ οἱ πλεονέκτες πάντα βλάπτουν τὸν συνάνθρωπό τους χωρὶς τὴ θέλησή του καὶ παρὰ τὸ γογγυσμό του. Ὅλους καὶ ὅλα, ἀκόμα καὶ τὴν ψυχή τους, θυσιάζουν στὸ βωμὸ τοῦ κέρδους. Ἄλλο τίποτα δὲν σκέφτονται, ἄλλο τίποτα δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει, παρὰ μόνο τὸ χρῆμα. Οὔτε τὴν Οὐράνια Βασιλεία ποθοῦν, οὔτε τὴν κόλαση φοβοῦνται, οὔτε τοὺς ἀνθρώπους ντρέπονται οὔτε τὸν Θεὸ σέβονται.  Τοὺς νόμους τοὺς καταπατοῦν, τὴν τιμιότητα τὴν περιγελοῦν, τὸ Εὐαγγέλιο τὸ περιφρονοῦν, τὴ ζωὴ μετὰ τὸν θάνατο τὴ θεωροῦν ἀνύπαρκτη.

Ὥστε δὲν ὑπάρχει, σοφέ μου πλεονέκτη, ζωὴ μετὰ τὸν θάνατο; Δὲν ὑπάρχει οὔτε κρίση οὔτε ἀπολογία οὔτε ἀνταπόδοση; «Ὄχι», θὰ μοῦ πεῖς, γιατί ἔτσι σὲ συμφέρει. Μήπως ὅμως δὲν ὑπάρχει οὔτε θάνατος; Μπορεῖς νὰ τὸν ἀμφισβητήσεις κι αὐτόν; Μολονότι πολὺ θὰ τὸ ἤθελες, δὲν μπορεῖς. Πᾶρε το ἀπόφαση λοιπόν· ὅτι δὲν θὰ ἀργήσεις νὰ πεθάνεις. Βλέπεις τὴ μέλισσα; Σὲ ὅλη της τὴ ζωὴ ἐργάζεται φιλότιμα, παράγοντας τὸ γλυκὸ καὶ ὠφέλιμο μέλι. Σὲ ὅλη της τὴ ζωὴ κάνει τὸ καλό. Μόλις, ὅμως, κάνει τὸ κακό, μόλις κεντρίσει ἄνθρωπο ἢ ζῶο, πεθαίνει μαζὶ μὲ τὸ κεντρί της. Ἀπὸ τὴ μέλισσα μάθε νὰ μὴ βλάπτεις τὸν πλησίον· γιατί ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ πεθάνεις πρῶτος. Τὸν πλησίον θὰ τὸν βλάψεις καὶ θὰ τὸν λυπήσεις πρόσκαιρα, ἐσὺ ὅμως θὰ πεθάνεις γιὰ πάντα.

Τὰ χρήματα λέγονται χρήματα, ἐπειδὴ χρησιμεύουν καὶ χρησιμοποιοῦνται, ὅταν πρέπει, γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν μας. Σκοπός μας, ἑπομένως, δὲν εἶναι νὰ ἀποκτήσουμε ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα, γιατί τότε ἀνατρέπεται  ἡ φυσιολογικὴ τάξη καὶ ἀντὶ νὰ τὰ ὁρίζουμε, ὑποτασσόμαστε σὲ αὐτά. Ἡ συγκέντρωση πλούτου εἶναι ὑποδούλωση τοῦ λογικοῦ ἀνθρώπου στὴν ἄλογη ὕλη.  Φανερώνει ἀκόμη ἀπιστία στὴ Θεία πρόνοια, ἀλλὰ καὶ μεγάλη ἀνοησία. Ναί, ἀνοησία. Ἀνόητος δὲν εἶσαι, ἀφοῦ ὅλα ὅσα μὲ κάθε ἀθέμιτο μέσο ἀποκτᾷς, θὰ τὰ ἐγκαταλείψεις ἔπειτα ἀπὸ λίγο; «Μὰ θὰ μείνουν στὰ παιδιά μου», λές. Καὶ τὰ παιδιά σου, ὅμως, θὰ ἐγκαταλείψουν τὴ γῆ ὕστερα ἀπὸ σένα. Τί λέω; Ἴσως καὶ πρὶν ἀπὸ ἐσένα...

Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μὲ τὴ συγκέντρωση πλούτου ἀποβλέπεις στὴν ἱκανοποίηση δύο φοβερῶν παθῶν σου, τῆς κενοδοξίας καὶ τῆς φιληδονίας. Καμαρώνεις γιὰ τὰ μέγαρά σου, τὰ ἁμάξιά σου, τοὺς ὑπηρέτες σου· εὐχαριστιέσαι προκαλῶντας τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴ ζήλεια τῶν ἄλλων· παραδίνεσαι στὶς αἰσχρὲς ἐπιθυμίες· κυλιέσαι στὴ λάσπη τῆς κραιπάλης καὶ τῆς ἀκολασίας. Νὰ γιατί εἶσαι πλεονέκτης, νὰ γιατί θέλεις νὰ ἁρπάζεις τὸ βιὸς τῶν ἄλλων. Γιὰ νὰ ἱκανοποιεῖς τὰ πάθη σου, δὲν διστάζεις νὰ πετᾷς στὸ δρόμο καὶ νὰ ρίχνεις σὲ συμφορὲς τοὺς ἀδελφούς σου, τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ, περιφρονῶντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.

Εἴτε τὸ πιστεύεις εἴτε ὄχι, ἡ αἰώνια κόλαση σὲ περιμένει, ἂν δὲν μετανοήσεις καὶ δὲν διορθωθεῖς. Γιατί ὁ δίκαιος Θεός, ποὺ «ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ ἔργα αὐτοῦ (:θὰ πληρώσει τὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του)» [Ρωμ. 2,6], δὲν θὰ ἀφήσει ἀτιμώρητη τὴ διπλή σου παρανομία, τόσο δηλαδὴ τὴν ἄδικη συνάθροιση, ὅσο καὶ τὴν κακὴ χρήση τοῦ πλούτου. «θυμὸς καὶ ὀργή (:Ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ)», γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «τοῖς πειθομένοις τῇ ἀδικίᾳ (:περιμένουν ὅσους ὑπηρετοῦν τὴν ἀδικία)» [Ρωμ. 2,8]. Καὶ πῶς νὰ μὴν προκαλέσεις τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀπὸ τὴ μιὰ σκορπᾷς τὰ λεφτά σου στὶς πόρνες κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀδιαφορεῖς γιὰ τοὺς φτωχούς; Κι ἂν ἀκόμα ὅσα σπαταλᾷς τὰ κέρδιζες μὲ τὸν τίμιο κόπο σου, θὰ ἁμάρτανες βαριὰ ἀγοράζοντας μὲ αὐτὰ τὴν ἀσέλγεια. Ἔ, ἀναλογίσου πόσο ἁμαρτάνεις τώρα, ποὺ τὴν ἀγοράζεις μὲ ἄνομα κέρδη.

Γιὰ νὰ ἀποφύγεις, λοιπόν, τὴ δίκαιη καταδίκη ἀπὸ τὸν ἀδέκαστο Κριτή, πάψε νὰ πλουτίζεις ἀθέμιτα, ἀδικῶντας τοὺς συνανθρώπους σου. Στὴ ζωὴ αὐτὴ ἔχεις τὴ δύναμη τοῦ χρήματος, τὴν προστασία τῶν ἀρχόντων, τὴν εὔνοια τῶν δικαστῶν. Στὴν ἄλλη ζωή, ὅμως, τί θὰ ἔχεις; Ἐκεῖ θὰ σὲ ἀκολουθοῦν μόνο οἱ ἁμαρτωλὲς πράξεις σου καὶ οἱ στεναγμοὶ τῶν ἀδικημένων, ποὺ φτάνουν ὡς τὸν ὑπερουράνιο θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ προκαλοῦν τὴν εὐσπλαχνία Του. Μακάρι νὰ γνωρίσεις κι ἐσὺ τὴν ἀνείκαστη θεία εὐσπλαχνία μὲ τὴν ἔγκαιρη μετάνοιά σου.

 

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

 

ΠΗΓΕΣ:

•   Θέματα ζωῆς, Ἀπὸ τίς ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τόμος Β΄, ἐκδόσεις Ἱερᾶς  Μονῆς Παρακλήτου, Ωρωπὸς Ἀττικῆς 2010, σελ. 51-63.

•   Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.

•   Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.

•   Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»