Η παράδοση τῆς Εκκλησίας μας απαιτεῖ οι κληρικοί όλων τῶν βαθμίδων να είναι
άμωμοι από αμαρτίες και μακράν από πάσης αιρέσεως και πλάνης. Βάσει τῶν Ιερῶν
Κανόνων τῶν Αγίων Αποστόλων και τῶν Οικουμενικῶν Συνόδων, κληρικός που υπέπεσε
σε αίρεση ή σε εγκλήματα ποινικοῦ και εκκλησιαστικοῦ δικαίου, καθαιρεῖται. Ο 25ος
κανόνας τῶν Αγίων Αποστόλων π.χ. καθαιρεῖ κληρικούς που υπέπεσαν σε ποινικές
παραβάσεις όπως πορνεία, επιορκία, κλοπή κ.λπ.1
Ερωτάται: Όταν ο κατηγορούμενος είναι επίσκοπος ή μητροπολίτης ή
πατριάρχης, οι κληρικοί που υπάγονται σε αυτόν υποχρεοῦνται να συνεχίζουν
την μνημόνευση τοῦ ονόματός του στην Θεία Λειτουργία αναμένοντας την καθαίρεσή
του, ή μπορούν να διακόψουν το μνημόσυνό του πριν από την συνοδική διάγνωση και
καταδίκη;
Για να δοθῇ απάντηση στο ερώτημα αυτό θεσπίσθηκαν οι ιεροί κανόνες 13-15
τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου2 επί Μ. Φωτίου, οι οποίοι καθιστοῦν σαφές
πότε η διακοπή τοῦ μνημοσύνου θεωρεῖται σχίσμα και πότε όχι. Επίσης αναφέρουν
ποιά είναι η επιβαλλόμενη τιμωρία σε περίπτωση σχίσματος. Στους ιερούς κανόνες
αυτούς υπάρχει ξεχωριστή αναφορά αν η διακοπή τοῦ μνημοσύνου γίνεται για κάποιο
έγκλημα ποινικοῦ και εκκλησιαστικοῦ δικαίου ή για κάποια αίρεση «παρά τῶν Αγίων
Συνόδων ή Πατέρων κατεγνωσμένη».
Ο 13ος κανόνας απαγορεύει τους διακόνους και πρεσβυτέρους να
προβαίνουν, πριν από την συνοδική διάγνωση, στην διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ
επισκόπου των, «προαρπάζοντες την κρίση
τῶν μητροπολιτῶν», όταν ο επίσκοπος κατηγορεῖται για εγκλήματα. Η παράβαση
τοῦ ιεροῦ κανόνα επιφέρει την καθαίρεση τοῦ διακόνου ή πρεσβυτέρου. Επίσης
καθαιροῦνται οι ιερείς και αφορίζονται οι μοναχοί και λαϊκοί που ακολουθούν
τους κληρικούς αυτούς.
Το ίδιο ισχύει όταν επίσκοπος διακόπτει το μνημόσυνο τοῦ μητροπολίτου του,
που κατηγορεῖται για εγκλήματα, πριν από την συνοδική διάγνωση. Σύμφωνα με τον
14ον κανόνα ο χωρισμός αυτός είναι σχίσμα και επιφέρει την καθαίρεση
τοῦ επισκόπου.
Στην αρχή του 15ον κανόνα τονίζεται, στο ίδιο πνεύμα με τους
προηγουμένους δύο κανόνες, ότι απαγορεύεται στους μητροπολίτες να διακόπτουν το
μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου των για εγκλήματα εκκλησιαστικοῦ και ποινικοῦ δικαίου,
πριν από την συνοδική διάγνωση και καταδίκη, και ότι επιβάλλεται η ποινή τῆς
καθαιρέσεως στον μητροπολίτη που προβαίνει σε αυτή την διακοπή.
Στη συνέχεια αναφέρεται στους προέδρους (επισκόπους, μητροπολίτες και
πατριάρχες) που κηρύττουν αίρεση κατεγνωσμένη από Αγίας Συνόδους ή Πατέρες και
ορίζει ότι τότε οι υποκείμενοι σ’ αυτούς όχι μόνο δεν τιμωροῦνται για την
διακοπή τοῦ μνημοσύνου προ συνοδικῆς διάγνωσης και καταδίκης, αλλά είναι άξιοι
τιμῆς. Διότι σύμφωνα με τον κανόνα, επίσκοπος ή μητροπολίτης ή πατριάρχης που
κηρύττει γυμνῆ τῆ κεφαλῆ αίρεση «παρά τῶν Αγίων Συνόδων ή Πατέρων κατεγνωσμένη»
είναι «ψευδεπίσκοπος και ψευδοδιδάσκαλος». Στην περίπτωση αυτή η διακοπή τοῦ
μνημοσύνου δεν δημιουργεί σχίσμα στην Εκκλησία. Αντιθέτως, ελευθερώνει την
Εκκλησία από τα σχίσματα και από την αίρεση τοῦ ψευδεπισκόπου.
Δεδομένου ότι στην ληστρική «σύνοδο» τῆς Κρήτης ανακηρύχθηκαν γυμνῆ τῆ
κεφαλῆ ως εκκλησίες αιρέσεις που είναι κατεγνωσμένες και καταδικασμένες από
Αγίας Συνόδους και Πατέρες, όπως ο Μονοφυσιτισμός, ο Προτεσταντισμός και ο
Παπισμός, οι επίσκοποι που αποδέχθηκαν τις αποφάσεις τῆς Κρήτης υπέπεσαν σε
κατεγνωσμένη αίρεση και ισχύει ο 15ος κανόνας για την διακοπή τοῦ
μνημοσύνου των.
Στα συνοδικά κείμενα τῆς Εκκλησίας μας οι αιρετικές κοινότητες ουδέποτε
αναφέρονται ως εκκλησίες, αλλά ως αιρέσεις, όπως ορίσθηκε από την Β΄
Οικουμενική Σύνοδο. Επισημαίνουμε ότι ο πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος επεχείρησε
να βεβηλώσει τον Ναό τῆς Αγίας Ειρήνης Κων/πόλεως, όπου πραγματοποιήθηκε η Β΄
Οικουμενική Σύνοδος, με την επιθυμία του να πραγματοποιηθῇ η ληστρική σύνοδός
του εκεί, και να ανατρέψει όσα η Β΄ Οικ. Σύνοδος είχε θεσπίσει.
Στον 6ον κανόνα τῆς Β’ Οικουμενικῆς Συνόδου ορίζεται ότι:
«Αἱρετικοὺς δὲ λέγομεν, τούς τε πάλαι τῆς Ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντας, καὶ
τοὺς μετὰ ταῦτα ὑφ᾿ ἡμῶν ἀναθεματισθέντας.»3 Δηλαδή, ονομάζουμε
αιρετικούς αυτούς που από παλαιά η Εκκλησία αποκήρυξε και τους μετά από αυτό
από εμάς αναθεμάτισε.
Και μόνο αυτό αρκεῖ για να καταλάβει ο κάθε πιστός ότι οι αποφάσεις τῆς
Κρήτης είναι διαστροφικές τῆς διδασκαλίας τῆς Εκκλησίας μας. Είναι αιρετικές.
Στην επιστολή τοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ανθίμου προς τον π. Νικόλαο
Μανώλη διαπιστώνεται όχι μία γυμνῆ τῆ κεφαλῆ κηρυσσόμενη κατεγνωσμένη αίρεση,
αλλά πολλές. Αναφέρει τα εξῆς: «Τέλος, εις την εν λόγω ανοικτήν επιστολήν σας
διχάζετε και σκανδαλίζετε τους χριστιανούς με τα παρακάτω: «Για μας όλους
τους παραδοσιακούς πιστούς, δε θα μένει, παρά η μόνη διέξοδος, η τελευταία μας
δυνατότητα ευλογημένης αντίδρασης, η διακοπή του μνημοσύνου όσων ιεραρχών και
πατριαρχών θα δεχτούν τις αποφάσεις της Κρήτης….».4
Άρα ο κ. Άνθιμος αποδέχεται τις αιρετικές αποφάσεις τῆς Κρήτης και θέλει το
ποίμνιο να τον ακολουθήσει στην αίρεσή του.
Όσον αφορά τον σκανδαλισμό η πραγματικότητα είναι ότι οι συνειδητοί πιστοί
είναι κατασκανδαλισμένοι από τις αιρετικές αποφάσεις τῆς εν Κρήτη «συνόδου» και
από την στάση τῶν Μητροπολιτῶν, όπως αποδεικνύεται από τα πάμπολλα άρθρα
και σχόλια στο διαδίκτυο.
Κλείνουμε το άρθρο μας παραθέτοντας μερικά σχόλια τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ο οποίος
βάσει τῆς Πατριαρχικῆς Εγκυκλίου τοῦ 1848 είναι ο Φρουρός τῆς Ορθοδόξου Πιστεώς
μας5.
Νικόλαος Γ. Σαββόπουλος
Θεολόγος
____________________________________________
Μα δε γνωρίζει ο Σεβασμιότατος Θεσσαλονίκης ότι πρέπει να πειθαρχεί στο Θεό
και όχι στο Βαρθολομαίο που παραβιάζει τους Ιερούς Κανόνες και εισάγει
καινοφανή εκκλησιολογία;
Άλλωστε, Σεβασμιώτατε, τι άλλο περιμένετε από δω
και πέρα από την καλή μαρτυρία την επί του φοβερού βήματος του Θεού;