Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

Ἕνα πρόβλημα φαντασιακῆς χριστιανικῆς αὐτοκριτικῆς






1. Ἱεραπόστολοι ἐργάτες τῆς ἀνομίας

Στὴν «Ἐπὶ τοῦ Ὄρους» σημαντικὴ ὁμιλία του ὁ Κύριος στηλίτευσε τοὺς ἐργάτες ἐκείνους τοῦ Εὐαγγελίου του, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀσκοῦν τὸ ἔργο τους, νομίζουν ὅτι εἶναι πιστοὶ καὶ ἀφοσιωμένοι στὴν ἀποστολή τους, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἐκεῖνοι εἶναι ἐργάτες τῆς ἀνομίας.

«Οὐ πᾶς λέγων μοι Κύριε, Κύριε εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ' ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Πολλοὶ ἐροῦσι μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, Κύριε, Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν; Καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ' ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν» (Μάτθ. 7, 21-23).

Κάποιοι, λοιπόν, «καλοὶ» χριστιανοί, κάποιοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, φαινομενικῶς ζηλωτὲς καὶ δραστήριοι σὲ ἔργα ἀγάπης καὶ ἱεραποστολῆς, θὰ ἐκπλαγοῦν καὶ θὰ αἰφνιδιαστοῦν κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσης τῆς δεύτερης παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀποκλεισθοῦν ἀπὸ τὴ σωτηρία καὶ μάλιστα μὲ τὴ βαρειὰ κατηγορία τοῦ «ἐργάτη τῆς ἀνομίας».

Ἑπομένως, οἱ ἄνθρωποι τῆς κατηγορίας αὐτῆς δὲν θὰ εἶναι ἄνθρωποι
ποὺ ἁπλῶς πήγαιναν κάποια φορὰ στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ θὰ εἶναι, κατὰ τὴ γνώμη τους, συνειδητοὶ χριστιανοὶ καὶ μάλιστα στενοὶ συνεργάτες τοῦ Χριστοῦ, ὅπως θὰ νομίζουν δικαιολογημένα, ἀφοῦ ὅ,τι ἔκαναν γιὰ τὸ Χριστό, τὸ ἔκαναν «ἐν τῷ ὀνόματί του»!

Ἔτσι, λοιπόν, δικαιολογημένα θὰ θέσουν ἐκείνη τὴν ἡμέρα τῆς φοβερῆς κρίσης τὰ ἐναγώνια ἐρωτήματά τους: «Οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν»; Δὲν κάναμε ἔργο οὐσίας; Δὲν κάναμε θαύματα πολλὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματός σου; Πῶς δὲν μᾶς γνωρίζεις τώρα, Κύριε; Καὶ πῶς ἐμεῖς οἱ ζηλωτές, ἀπὸ πιστοὶ συνεργάτες σου, γίναμε ἐργάτες τῆς ἀνομίας; Πῶς εἶναι δυνατόν;

-◈-◈-◈-

Ὄντως εἶναι φοβερό! Ἀκόμη καὶ ὁ πιὸ ἀδιάφορος ἀναγνώστης ἢ ἀκροατὴς τῆς εὐαγγελικῆς αὐτῆς περικοπῆς ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τὴν τόσο σκληρὴ ἀπόρριψη χριστιανῶν ἀνθρώπων, στενῶν συνεργατῶν τοῦ Χριστοῦ στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Καὶ μάλιστα ἢ ἐντύπωση αὐτὴ κορυφώνεται στὸ βασικὸ ἐπιχείρημα τῶν ἐργατῶν αὐτῶν τῆς ἀνομίας, ὅτι ὅλα τὰ θαύματα ποὺ ἔκαναν, τὰ ἔκαναν μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴ δική τους ἱκανότητα καὶ εὐφυΐα!

-◈-◈-◈-

Οἱ ἑρμηνευτὲς ὑπομνηματιστὲς τῆς σημαντικῆς αὐτῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἐπισημαίνουν μὲ τὴ δική τους κρίση, ὅτι οἱ ἐργάτες αὐτοὶ τῆς ἀνομίας εἶχαν πιθανῶς·

- «Βίο ἀντάξιο τῆς ἀποστολῆς τους».

Φαίνεται ὅτι οἱ ἐργάτες αὐτοὶ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ δὲν κατεῖχαν βιωματικῶς τὶς πνευματικὲς προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ἦταν ἀπαραίτητες γιὰ τὴ γνήσια εὐαγγελική τους ἀποστολή. Χρησιμοποιοῦσαν βέβαια τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ δὲν βίωναν πραγματικὰ τὴ χαρισματικὴ δύναμη τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ. Ὁ προσωπικός τους βίος δὲν ἔδινε τὴν αὐθεντικὴ μαρτυρία τῆς χριστιανικῆς τους ταυτότητας. Ἦσαν λοιπὸν κατὰ τὴ γνώμη τους συνεργάτες τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἐνόμιζαν. Ἀλλὰ δὲν ἦταν. Ἦσαν κατὰ φαντασία συνεργάτες καὶ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ θαύματα ποὺ ἔκαναν τοὺς ἦταν ἀπαραίτητα γιὰ τὴ δική τους προβολή. Τοὺς βοηθοῦσαν νὰ διατηροῦν μία λαμπρὴ εἰκόνα χριστιανικῆς δραστηριότητας. Αὐτοὶ ὅμως οἱ ἴδιοι ἄλλα βίωναν σὰν ἄνθρωποι τῆς καθημερινότητας καὶ ἄλλα ἔδειχναν στὴν ἐξωτερική τους συμπεριφορά. Ἦσαν χριστιανοὶ τοῦ «φαίνεσθαι»! Τῆς φαντασίας τους. Δὲν ἦσαν αὐθεντικοὶ συνεργάτες τοῦ Χριστοῦ.


- «Χρησιμοποιοῦσαν τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὰ δικά τους θελήματα».

Οἱ ἐργάτες τῆς ἀνομίας ἔκαναν ἔργο Θεοῦ ἀλλὰ ὄχι γιὰ τὴ δόξα του καὶ ἀπὸ προσωπικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ποὺ βοηθοῦσαν. Ἔκαναν ἔργο Χριστοῦ γιὰ νὰ λύσουν δικά τους προβλήματα. Ὄχι μόνο προσωπικῆς τους καταξίωσης, ὡς ἐργατῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ προβλήματα πρακτικά, ὅπως τὸ πρόβλημα τῆς ὑλικῆς ἐπιβίωσης.

Συμβαίνει συχνά, ἀκόμη καὶ ἄνθρωποι μὲ ψυχολογικὰ προβλήματα καὶ ψυχικὲς ἀνεπάρκειες καὶ συγκρούσεις, νὰ ἐπιχειροῦν νὰ ἐπιβιώσουν ὑπαρξιακῶς στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ θελήματα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν μποροῦν νὰ δηλώνουν καὶ ἐπιθυμίες ἀπραγματοποίητες, ὑπαρξιακὲς ἀπογοήτευσεις καὶ γενικῶς αἰτήματα ποὺ ἱκανοποιεῖ ὁ κοινωνικὸς χῶρος καὶ ἰδιαίτερα ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος.

Πολλοὶ ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο κληρικοὶ ἀλλὰ καὶ λαϊκοί, ἀποκτοῦν ὄνομα, μὲ τὴν ποικίλη δραστηριότητά τους, κατὰ τὴν προσφορὰ ὑπηρεσιῶν τους στὴν Ἐκκλησία. Χωρὶς ὅμως νὰ ὠφελοῦνται, πολλὲς φορές, ἀπὸ τὸ ἔργο ἢ τὶς ὑπηρεσίες ποὺ προσφέρουν. Ἀντίθετα, ἡ ἐμπλοκή τους στὴ ρουτίνα τῶν ὑπηρεσιῶν αὐτῶν προκαλεῖ ρωγμὲς διαφυγῆς ἀπὸ τὴ συμπεριφορά τους μιᾶς ἔκδηλης ἀνομίας ἢ ἀσέβειας.


- «Χρησιμοποιοῦσαν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ χωρὶς τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Χριστό».

Μὲ τὴν ἐπίκληση ἢ ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν ἱεραποστολική τους δραστηριότητα ἔκαναν ὁμολογία Χριστοῦ, ἀλλὰ χωρὶς τὴ ζέση τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποδεικνύει τὴν ἀληθινὴ ἐκπροσώπηση τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ δὲν ἔπειθαν ὅτι ἦσαν γνήσιοι ἐργάτες του Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ.

-◈-◈-◈-

Οἱ ἐργάτες τῆς ἀνομίας ἐπικαλέσθηκαν τὰ ἔργα τους. Ἔκαναν ἔργα! Ἀλλὰ τὰ ἔργα τους δὲν ἦσαν «ἐν Θεῶ εἰργασμένα» (Ἰωαν. 3, 21). Τὰ ἔκαναν «ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ» τὰ ἔργα τους, ἄλλα ἦταν πονηρά (Ἰωαν. 3, 19). Δὲν εἶχαν τὶς θεοφιλεῖς προϋποθέσεις τῶν ἀγαθῶν ἔργων. Γι' αὐτὸ ὁ Κύριος ἀπορρίπτει τὰ ἔργα αὐτά, τὰ χαρακτηρίζει ὡς ἔργα τῆς ἀνομίας καὶ τοὺς ἐργάτες τῶν ἔργων αὐτῶν ὡς ἐργάτες τῆς ἀνομίας. Ὅμως ἐκεῖνοι ἐνόμιζαν ὅτι ἦσαν ἐργάτες τοῦ Χριστοῦ. Ἐνόμιζαν. Ἐφαντάζονταν ὅτι ἦσαν ἐργάτες τοῦ Χριστοῦ. Ἦσαν κατὰ φαντασία ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου!

-◈-◈-◈-

Οἱ ἐργάτες τῆς ἀνομίας ἔκαναν ἔργα, ἀλλὰ παραμέλησαν τὸ κυριότερο καὶ πρώτιστο ἔργο τῆς ζωῆς τους. Τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀφοροῦσε στὴν πνευματικὴ προκοπὴ τοῦ ἑαυτοῦ τους. Δὲν ἐνδιαφέρθηκαν γιὰ τὴ χριστοποίησή τους. Ἀναπαύθηκαν στὰ ἔργα ποὺ ἔκαναν εὔκολα μὲ μόνη τὴν ἀναφορά τους στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν περπάτησαν τὴ σταυρώσιμη ὁδὸ τῆς στενῆς καὶ τεθλιμμένης πορείας γιὰ τὴν κατὰ χάρη θέωσή τους.

Ἔπεσαν στὴν παγίδα τῆς δραστηριότητας γιὰ τὴ δραστηριότητα. Προτίμησαν τὴν ὁδὸ τῆς φαντασιακῆς τους ἀνάπαυσης στὴ δραστηριότητα ποὺ δὲν ἐνόχλησε τὶς παθογόνες δυνάμεις τοῦ σαρκικοῦ ἑαυτοῦ τους. Ἀντίθετα ἡ γυμνὴ ἀπὸ κάθε κέρδος πνευματικό, δραστηριότητά τους, ἐνίσχυσε τὴν καύχησή τους καὶ τὴν ἀλαζονεία τους ὡς ἱεραποστόλων τοῦ Χριστοῦ. Ἀποθέωσαν τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο στὴν κορυφὴ τῆς ἔπαρσής τους καὶ φαντάθηκαν ὅτι δούλεψαν γιὰ τὴ σωτηρία τους καὶ μᾶλλον γιὰ τὴν πρωτοκαθεδρία τους στὴν καρδιά τοῦ Χριστοῦ.

Δὲν εἶχαν μάθει ὅτι δὲν σῴζει κάθε ἔργο, ἐπειδὴ ἁπλῶς καὶ μόνο εἶναι ἔργο. Τὸ ἔργο, κάθε ἔργο σωτήριο, «ἐν Θεῷ εἰργασμένο», ἀλλοιώνει τὸν ἔσω ἄνθρωπο καὶ τὸν μεταποιεῖ σὲ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς δὲν ἀναγνώρισε τοὺς ἐργάτες τῆς ἀνομίας ὡς δικούς του ἀδελφούς, ἐπειδή, μὲ τὰ ἔργα τους, εἶχαν ἤδη ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴ δική του εἰκόνα. Γι' αὐτὸ τοὺς εἶπε· «οὐκ ἔγνων ὑμᾶς».