Yπάρχουν καὶ σήμερα παράλυτοι; Ὑπάρχουν. Καὶ δὲν ἐννοῶ μόνο τοὺς σωματικῶς παραλύτους. Ἐννοῶ κυρίως τοὺς ψυχικῶς παραλύτους. Αὐτοὶ εἶνε περισσότερο ἀξιολύπητοι. Διότι πάνω ἀπὸ τὴ σωματικὴ ἀσθένεια ὑπάρχει ἡ ψυχικὴ ἀσθένεια, καὶ πάνω ἀπὸ τὴ σωματικὴ παραλυσία ὑπάρχει ἡ ψυχικὴ παραλυσία. Τί εἶνε ψυχικὴ παραλυσία; Μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι εἶνε ἡ πλέον συχνὴ καὶ ἡ πλέον διαδεδομένη νόσος. Ἀπὸ ποῦ ν᾿ ἀρχίσω καὶ ποῦ νὰ τελειώσω; Μερικὲς φωτογραφίες τῶν σημερινῶν ψυχικῶς παραλύτων θὰ σᾶς παρουσιάσω καὶ θὰ τελειώσω. Πρῶτο παράδειγμα. Ὁ παράλυτος ποὺ ἰάτρευσε ὁ Κύριος τριανταοχτὼ χρόνια εἶχε νὰ πάῃ στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ. Πῆγε μικρὸ παιδί, καὶ ξαναπῆγε τώρα, μετὰ τὴ θεραπεία του, μὲ ἄσπρα πλέον τὰ μαλλιά. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος δικαιολογεῖται· ἦταν ἀσθενής, δὲν εἶχε πόδια, καὶ παρέμενε ἀκίνητος ἐκεῖ παρὰ τὸ χεῖλος τῆς κολυμβήθρας. Οἱ σημερινοὶ ὅμως ψυχικῶς παράλυτοι, ἐνῷ σωματικῶς εἶνε ὑγιέστατοι καὶ κινοῦνται καὶ τρέχουν δεξιὰ κι ἀριστερά, ὅμως ἔχουν σαράντα καὶ πενήντα χρόνια νὰ πατήσουν τὸ πόδι τους στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ. Ἦρθαν νήπια, ὅταν τοὺς ἔφερε ἡ μάνα νὰ βαπτισθοῦν, καὶ θὰ ἔρθουν ἄλλη μιὰ φορά, ὅταν σηκωτοὺς θὰ τοὺς φέρουν νὰ τοὺς κηδεύσουν. Στὴν ἐκκλησία τώρα δὲν ἔρχονται· ἀλλοῦ πηγαίνουν εὐχαρίστως. Πές τους γιὰ κινηματογράφο, πές τους γιὰ θέατρο, νὰ δῇς πῶς τρέχουν. Λησμονοῦν τὸ Θεό, ποὺ μᾶς δίνει ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ τὴν ὑγεία καὶ τὴν ἀρτιμέλεια, καὶ δὲν ἔρχονται νὰ τοῦ ποῦν ἕνα εὐχαριστῶ. Λησμονοῦν, ὅτι τὰ πόδια μᾶς δόθηκαν γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ ὄχι γιὰ τὸ διάβολο. Θέλετε ἄλλο παράδειγμα ψυχικῶς παραλύτου; Οἱ προηγούμενοι ἔχουν παράλυτα τὰ πόδια, αὐτοὶ ἔχουν παράλυτα τὰ χέρια γιὰ τὸ Θεό. Πέστε λ.χ. στὸν ἄλλο, τὸ φιλάργυρο καὶ ἰδιοτελῆ, νὰ ἐλεήσῃ. Ἀδύνατον. Αὐτός, ὅταν πρόκειται νὰ δώσῃ κάτι σὲ φτωχό, αἰσθάνεται παράλυτο τὸ χέρι. Τὸν παραλύει ὁ δαίμων τῆς φιλαργυρίας. Προτιμότερο νὰ τοῦ κόψουν τὸ χέρι παρὰ νὰ δώσῃ μιὰ δραχμή. Ἢ πέστε στὸ δειλὸ καὶ κρυπτοχριστιανὸ νὰ ὁμολογήσῃ τὴν πίστι του ὅταν χτυπᾷ ἡ καμπάνα ἢ ὅταν περνᾷ ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία. Ντρέπεται, φοβᾶται καὶ τὸν ίσκιο του, καὶ σταυρὸ δὲν κάνει. Ἔ, σᾶς ἐρωτῶ· αὐτοὶ δὲν ἔχουν τὰ χέρια τους παράλυτα; Λησμονοῦν, ὅτι τὰ χέρια δόθηκαν γιὰ νὰ βοηθοῦν τὸν πλησίον, νὰ ἐλεοῦν, νὰ ἐργάζωνται τὸ ἀγαθό, καὶ ὄχι νὰ μουντζώνουν καὶ νὰ πληγώνουν. Λησμονοῦν, ὅτι τὰ χέρια δόθηκαν γιὰ νὰ ὁμολογοῦν τὴν πίστι, γιὰ νὰ δοξάζουν τὸ Θεό, καὶ ὄχι νὰ τὸν ἀρνοῦνται μὲ τὴ δειλία τὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὶς τόσες ἄνομες πράξεις καὶ ἀπρεπεῖς χειρονομίες· τὰ χέρια δόθηκαν γιὰ νὰ ἐργάζωνται τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ ὄχι νὰ τὶς καταργοῦν ετε κλέβοντας ετε παλαμίζοντας τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο μὲ τοὺς ὅρκους.Ἄλλο ἕνα παράδειγμα ψυχικῶς παραλύτων. Εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἔχουν παράλυτη τὴ γλῶσσα. Ἡ γλῶσσα τοῦ ἀνθρώπου εἶνε τέλειο ὄργανο. Ὄχι μόνο ὡς μέλος καὶ ὄργανο τοῦ σώματος ἀλλὰ καὶ ὡς μέσο ἐπικοινωνίας. Λένε, ὅτι ἀνατομικῶς ὁ οὐρακοτάγκος ἔχει καλύτερη γλῶσσα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τί νὰ τὴν κάνῃς; ἡ γλῶσσα του δὲ᾿ μπορεῖ ν᾿ ἀρθρώσῃ λέξι. Ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ γλῶσσα του ὁμιλεῖ, συνεννοεῖται, ἐκφράζει τὰ συναισθήματα καὶ τὶς σκέψεις του. Πόσα λόγια λέει τὴν ἡμέρα; 100, 300, 500, 1.000, 2.000, 10.000, 20.000, 30.000 λέξεις. Ψάχνω ὅμως μέσα στὶς τόσες αὐτὲς λέξεις νὰ βρῶ διαμάντι, καὶ δὲ᾿ βρίσκω. Χαλίκια καὶ κόπρια. Ἀκούγονται βλαστήμιες, αἰσχρολογίες, βωμολοχίες, λόγια βρωμερά· μόνο λόγια τοῦ Θεοῦ δὲν ἀκούγονται. Γιατί, ἄνθρωπε, ὁ Θεὸς σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα; Σοῦ τὴν ἔδωσε νὰ τὸν δοξολογῇς, νὰ διαλαλῇς τὰ θαύματά του, νὰ λὲς τὸν καλὸ λόγο στὸν πλησίον σου. Ὅταν ἐσὺ τὴ χρησιμοποιῇς γιὰ τὸ διάβολο, δὲν εἶσαι παράλυτος στὸ καλό;
* * *
Ἀδελφοί μου, πρὶν τελειώσω συνιστῶ· Γόνατα καὶ πόδια παραλελυμένα, ἀνορθωθῆτε (πρβλ. Ἠσ. 35,3). Χέρια νεκρὰ καὶ καρδιὲς παγωμένες, θερμανθῆτε. Γλῶσσες καὶ στόματα, καθαρισθῆτε, πάρτε φωνή, αἰνεῖτε τὸν Κύριον· πέστε «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Τριῶν Ἱεραρχῶν Πετραλώνων – Ἀθηνῶν τὴν 30-4-1961.