Ἔτσι κι ἀλλιῶς φτάνουμε στὴν περιπόθητη γιὰ τὸ Βατικανὸ Ἕνωση
«δίχως ν’ ἀνοίξει ρουθοῦνι» κατὰ τὴν λαϊκὴ ἔκφραση. Οἱ Ποιμένες
ἀδιάφοροι, ἄβουλοι, δειλοὶ καὶ μοιραῖοι ἄφησαν τὸν Πατριάρχη τῆς Παναιρέσεως
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ ὁδηγεῖ τὸ σῶμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὸ ἅρμα τῆς
Πανθρησκείας τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ἄραγε, ὅσοι Ποιμένες θὰ ἀντικρύσουν μεθαύριο στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὀφθαλμοφανῶς
ἕνα ἀπὸ τὰ «βδελύγματα τῆς ἐρημώσεως»,
τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς ἀμετανοησίας τῶν
Οἰκουμενιστῶν Ἀρχιερέων καὶ τῆς σταθερῆς ἀποφάσεώς τους νὰ προχωρήσουν ἕως τὸ
τέλος τὸν δρόμο τῆς Παναιρέσεως, θὰ συγκλονιστοῦν; Θὰ ἀποφασίσουν τὴν ἄμεση ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς; Θὰ διακόψουν τὸ
Μνημόσυνό αὐτῶν ποὺ δὲν εὐαγγελίζονται πλέον Χριστό, ἀλλὰ δουλεύουν γιὰ τὸν Ἀντίχριστο, στρώνουν τὸ χαλὶ γιὰ τὴν Πανθρησκεία του;
Τὸ εὐχόμαστε, ἀλλὰ δὲν ἐλπίζουμε. Ἡ μέχρι τώρα
πολιτική τους, ὁμοιάζει μὲ ἐκείνη τῶν πέντε
μωρῶν παρθένων. Ὁ συγχρωτισμὸς καὶ ἡ «κοινωνία» τους μὲ τοὺς αἱρετικοὺς δὲν
τοὺς ἐπέτρεψε νὰ φροντίσουν γιὰ τὸ «λάδι»
τῆς Ὁμολογίας.
Στὴν ἀνάρτηση αὐτὴ δὲν θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὶς ἐνέργειες τῶν
Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἔπαψαν ἀπὸ καιρὸ νὰ εἶναι προδότες τῆς Πίστεως, μὲ τὴν
ἔννοια ὅτι πλέον ἔχουν μεταπηδήσει στὸ ἐχθρικὸ στρατόπεδο ὡς αἱρετικοί· ἀλλὰ
θὰ σχολιάσουμε μία ἀκόμα ὁμολογιακὴ κατὰ βᾶσιν ἐνέργεια, τὴν ὑποβολὴ Ὑπομνήματος στὴν Ἱ. Σύνοδο ἀπὸ τοὺς πέντε Μητροπολίτες «κατά των αποφάσεων του
Π.Σ.Ε. εν Πουσάν», ἀφοῦ αὐτοὶ πλέον προδίδουν τὴν Πίστη.
Γιατὶ ἡ προδοσία δὲν γίνεται ἀπὸ τοὺς ἤδη ἐχθροὺς τῆς Πίστεως Οἰκουμενιστές,
ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς οἰκείους
τῆς Πίστεως, ποὺ τὴν ἀφήνουν ἀνυπεράσπιστη
στὰ στόματα τῶν λύκων καὶ
συμπορεύονται μαζί τους, ἀνεχόμενοι ἢ ἁπλῶς διαμαρτυρόμενοι, ἀλλὰ
κοινωνοῦντες καὶ ἀποδεχόμενοι ὡς Ἐπισκόπους τοὺς ψευδεπισκόπους. Καὶ δὲν
μποροῦν νὰ
ποῦν ὅτι δὲν γνωρίζουν ὅτι κολυμπᾶμε στὴν αἵρεση ἐδῶ καὶ δεκαετίες.
Γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε πάλι στὸν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς ποὺ ὀνόμασε
πρὶν ἀπὸ 50 χρόνια Παναίρεση τὸν Οἰκουμενισμό, θὰ προσφύγουμε στὸν π. Ἐπιφάνιο
Θεοδωρόπουλο (τὸν ὁποῖον εὐλαβοῦνται καὶ τὸν ἐπικαλοῦνται ὅταν τοὺς συμφέρει),
ὁ ὁποῖος ἔχει ἐπισημάνει ἐδῶ καὶ μισὸ αἰῶνα, μὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Πατριάρχη
Ἀθηναγόρα:
Σχόλια στὸ Ὑπόμνημα τῶν πέντε Μητροπολιτῶν
κατὰ τῶν ἀποφάσεων τοῦ Π.Σ.Ε. ἐν Πουσάν
Καὶ μὲ αὐτὸ τὸ σημαντικὸ κείμενο
ὁ χαρτοπόλεμος συνεχίζεται. Τὴ σκυτάλη τοῦ χαρτοπόλεμου ἀπὸ τὸν
Μητροπολίτη Πειραιῶς καὶ τοὺς Συναξιακούς, πῆραν τώρα οἱ πέντε Μητροπολίτες: Κονίτσης
Ἀνδρέας, Γλυφάδας Παῦλος, Κυθήρων Σεραφείμ, Αἰτωλίας Κοσμᾶς καὶ Γόρτυνος Ἱερεμίας.
Μὲ ἕνα πράγματι κατοχυρωμένο θεολογικὰ Ὑπόμνημα καταδεικνύουν δύο τουλάχιστον
πράγματα ταυτόχρονα.
Πρῶτον
ὅτι ἀνεμπόδιστα
οἱ Οἰκουμενιστὲς Προκαθήμενοι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, χωρὶς ἀντιδράσεις
ἀπὸ τὶς τυπικὰ ὀρθόδοξες Συνόδους ποὺ τὶς διοικοῦν, ἀπροκάλυπτα πλέον,
ἐτσιθελικὰ καὶ αὐθαίρετα ἐφαρμόζουν τὸ πρόγραμμα τῶν Πανθρησκειαστῶν.
Δεύτερον
τὴν δική τους
ἀνυπακοὴ στὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων περὶ προφυλάξεως τῶν
πιστῶν ἀπὸ τὸ αἱρετικὸ μόλυσμα καὶ περὶ τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς.
Τὸ
γράψαμε καὶ τὸ ξαναγράψαμε. Κάθε μέρα ποὺ περνᾶ, ἡ ἀλλοίωση τοῦ Ὀρθοδόξου
φρονήματος τῶν πιστῶν (λαϊκῶν, μοναχῶν καὶ κληρικῶν) ἀμβλύνεται. Καὶ τὸ καθῆκον
τῶν Ποιμένων πρωτίστως εἶναι νὰ ἀποτρέπουν αὐτὴν τὴν ἄμβλυνση, ποὺ μπορεῖ νὰ
σημαίνει σκανδαλισμὸ καὶ ἀπώλεια ψυχῶν. Εἶναι δὲ παρατηρημένο, ὅτι τὰ κακόδοξα ἤθη
ριζώνουν, ὅταν ἀφεθοῦν ἀπολέμητα· ὅταν συμπορευόμαστε μὲ αὐτά, ἐξελίσσονται, ἀλλοιώνουν
τὴν πίστη, παραμένουν καὶ τὴν μαραίνουν.
Γιὰ
νὰ γίνει κατανοητὸ αὐτό, ἂς ἐπαναλάβουμε π.χ. τὴν πληροφορία ποὺ μᾶς παρουσίασε
ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης: Ὅταν δημοσίευσε τὴν δεκαετία τοῦ 1960 περιοδικὸ τοῦ
Φαναρίου φωτογραφία τοῦ Πάπα, ὁ Φώτης Κόντογλου διαμαρτυρήθηκε ἔντονα, μόνο καὶ
μόνο γι’ αὐτὴν τὴν διαφήμιση! Τί θὰ ἔλεγε σήμερα ὁ παραδοσιακὸς Κόντογλου; Πῶς
φτάσαμε σ’ αὐτὴν τὴν ἄμβλυνση τῆς συνειδήσεως; Μέχρι ποιοῦ σημείου θὰ
ἀνεχόμαστε;
Ἂς
θυμηθοῦμε ἐπίσης, τὰ πρῶτα ἀνοίγματα τοῦ Πατριάρχη Ἰωακείμ, τοῦ Μελέτιου
Μεταξάκη στὴ συνέχεια, τὰ τολμηρὰ τοῦ Ἀθηναγόρα κατόπιν, τὰ βλάσφημα καὶ τὴν τελικὴ
προδοσία τοῦ Βαρθολομαίου, ὅπως θριαμβευτικὰ γιὰ τὴν πλευρὰ τοῦ Βατικανοῦ θὰ
παρουσιαστεῖ μεθαύριο στὴ φιέστα τῶν Ἱεροσολύμων, κατὰ τὴν συνάντηση τῶν
ἀρχηγῶν τῆς Πανθρησκείας. Δειλὰ ἀνοίγματα ποὺ τότε, τὰ ἀντιμετώπισαν ὡς φοβερὰ
πτώση ἀπὸ τὴν Πίστη (ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς Ἐπιστολὲς π. Ἐπιφάνιου, Φώτη Κόντογλου
κ.λπ., ποὺ τώρα τὶς θυμήθηκαν τὰ ἱστολόγια), σιγὰ σιγὰ ὅμως τὰ συνηθίσαμε.
Καὶ
ἐπειδὴ τὸ πρῶτο,
ἡ προδοσία τῆς Πίστεως, εἶναι ἀναμφισβήτητη, ἂς ἐπιμείνουμε γιὰ λίγο στὸ δεύτερο.
1.
Διαμαρτύρονται οἱ πέντε Μητροπολίτες (καὶ καλῶς) διότι ἀνήκουμε ὡς τοπικὴ
Ἐκκλησία στὸ κατ’ εὐφημισμὸν (γιὰ κάθε Ὀρθόδοξο) «Παγκόσμιο Συμβούλιο
Ἐκκλησιῶν»=Αἱρέσεων. Διότι, βέβαια, καὶ μόνο ὁ τίτλος Π.Σ.Ε. ἀντιστρατεύεται
τὴν αὐτοσυνειδησία τῆς «Μίας» Ἐκκλησίας! Μᾶς ξεγέλασαν στὴν ἀρχὴ καὶ τὸν
δεχθήκαμε κατ’ οἰκονομίαν, λέγοντάς μας ὅτι χάριν εὐγενείας καὶ γιὰ νὰ
προχωρήσει ὁ Διάλογος χρησιμοποιοῦν αὐτὴν τὴν ὀνομασία, ὅτι δὲν ἀπεμπολοῦμε
τίποτα ἀπὸ τὴν Πίστη μας! Τώρα, ὅμως, οἱ πέντε Μητροπολίτες ἀνακάλυψαν μὲ
καθυστέρηση δεκαετιῶν(!) ὅτι δὲν εἶναι ἔτσι τὰ πράγματα, ὅτι εἶναι ἐπισήμως
κατοχυρωμένο τὸ δικαίωμα «πάσης «εκκλησίας-μέλους» του Π.Σ.Ε. να διατηρή απαραβίαστον
και εκπεφρασμένην την ιδίαν εκκλησιολογικήν αυτοσυνειδησίαν, κατά τους
επισυναπτομένους κανονισμούς του Π.Σ.Ε.»! Καί· «Κατά ταύτα, η ατελέσφορος συμμετοχή των ορθοδόξων
αντιπροσώπων βλάπτει τόσον τους ετεροδόξους, τρέφουσα την αυτών παντελή
εκκλησιολογικήν και λοιπήν σύγχυσιν, όσον και τους ομοδόξους, αποκρύπτουσα ή αλλοιούσα πλέον, τας υποθήκας της εν Αγίω
Πνεύματι υπό των αγίων Πατέρων σαφώς εκτεθείσης εκκλησιολογικής διδασκαλίας και
ιεροκανονικής ημών παραδόσεως περί της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής
Εκκλησίας»!
Καὶ
μόνον αὐτὴ ἡ ὄψιμη ἀντίδραση τῶν πέντε Μητροπολιτῶν, μᾶς ἀναγκάζει νὰ
ρωτήσουμε: Καὶ καλά, ἀφοῦ, ἔστω τώρα, ἀνακαλύψατε ὅτι ὑφίστανται
φθορὰ καὶ οἱ ἑτερόδοξοι καὶ οἱ ὁμόδοξοι, ὅτι ἀλλοιοῦται
«ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας», γιατί ἁπλῶς τὸ
ἀνακοινώνετε καὶ διαμαρτύρεσθε μόνο; Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐνδεδειγμένη ἐνέργεια, ἡ ἀπορρέουσα
ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἁγίων; Δηλαδή, ὁ Κύριος, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Ἅγιοι θὰ
παρέμεναν ἔστω καὶ ἕνα δευτερόλεπτο ὡς μέλη αὐτοῦ τοῦ Παναιρετικοῦ
σχηματισμοῦ, θὰ ἀνέχονταν τὴν ἀλλοίωση τῆς Πίστεως ἁπλῶς διαμαρτυρόμενοι; Ἐπαναλαμβάνουμε:
Ὁ Κύριος, οἱ
Ἀπόστολοι, οἱ Ἅγιοι θὰ παρέμεναν ἔστω καὶ ἕνα δευτερόλεπτο ὡς μέλη αὐτοῦ τοὺ
Παναιρετικοῦ σχηματισμοῦ;
Ἀλλ’
ἐκεῖνοι, θὰ πεῖτε, ὡς θεοφώτιστοι, θὰ τὸ καταλάβαιναν ἐξ ἀρχῆς. Ἐσεῖς ποὺ τὸ
καταλάβατε ὄψιμα, δὲν φρικιᾶτε ἀντιλαμβανόμενοι τὴν φθορὰ ποὺ ὑπέστησαν οἱ
πιστοί, τὸ ποίμνιό σας; Κι ἂν ἀκολουθεῖτε τὸν Κύριο καὶ τὴν διδασκαλία του,
γιατί παραμένετε καὶ κοινωνεῖτε μὲ τοὺς αἱρετικοὺς τοῦ Π.Σ.Ε. ἢ μὲ ὅσους
δραστηροποιοῦνται σὲ αὐτό; Γιατί ὑποδέχεσθε τὸν στυλοβάτη τοῦ Π.Σ.Ε. πατριάρχη
Βαρθολομαῖο; Γιατί δὲν ἀκολουθεῖτε τὶς χιλιάδες τῶν Ἁγίων ποὺ ἀπομακρύνθηκαν
ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς; Θὰ τολμήσετε πάλι νὰ ψελίσετε τὸ παραμύθι περὶ «μὴ εἰσέτι
καταδικασθείσης αἱρέσεως»;
2.
Γράφουν: «Η
προ τεσσάρων ετών και επί παρομοία αφορμή εκδοθείσα ανακοίνωσις της Ιεραρχίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος (15-10-2009), διαπιστούσα την ανάγκην «περαιτέρω,
πληρεστέρας ενημερώσεως» της Ι.Σ.Ι., ρητώς απεφαίνετο, ότι «εφεξής η Ιεραρχία θα λαμβάνη γνώσιν όλων των φάσεων των Διαλόγων», ότι «ο Διάλογος
πρέπει να συνεχισθή, μέσα όμως εις τα
ορθόδοξα εκκλησιολογικά και κανονικά πλαίσια» και ότι «οι Εκπρόσωποι της
Εκκλησίας μας εις τον συγκεκριμένον διάλογον έχουν σαφή γνώσιν της Ορθοδόξου Θεολογίας, της Εκκλησιολογίας και
της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως και
προσφέρουν τας γνώσεις και τας δυνάμεις των προς τον σκοπόν “της των πάντων
ενώσεως” “εν αληθεία”». Το ετερόδοξον
κείμενον της «Δηλώσεως Ενότητος» του Π.Σ.Ε. στο Πουσάν, προητοιμάζετο, άνευ ουδεμιάς συνοδικής διαγνώμης
της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας, υπό της Κεντρικής Επιτροπής του Π.Σ.Ε., ως κοινή ομολογία των μελών του Παγκοσμίου
Συμβουλίου Εκκλησιών και, δυστυχώς, και της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Ἂς μὴ ἀσχοληθοῦμε ἐδῶ μὲ τὴ φράση τους "ο Διάλογος
πρέπει να συνεχισθή", ποὺ δείχνει ὅτι ὡς μωρὰ δὲν
κατάλαβαν ἀκόμα τί σημαίνει αὐτὸς ὁ Διάλογος, ποιούς ὠφελεῖ καὶ πόσο
διαλυτικὸς γιὰ τὴν Πίστη ἔχει καταστεῖ. Ας μείνουμε στὰ ὑπόλοιπα. Εἶναι
γνωστὸ ὅτι οἱ περισσότεροι Μητροπολίτες καὶ ἡ Ἱεραρχία ἀγνοεῖ ἢ ἐλάχιστα γνωρίζει ἀπὸ τὰ ἀποφασιζόμενα στὸ Π.Σ.Ε., καὶ φυσικὰ δὲν συναποφασίζει! Κι
ὅμως συμμετέχει σ’ αὐτὸ ποὺ οἱ πέντε Μητροπολίτες (5Μ) ἀποδέχονται ὡς
συνονθύλευμα αἱρετικῶν, παρόλο ποὺ τὸ θεωροῦν δυστύχημα, παρόλο ποὺ ἀγνοῦν
τὰ τεκταινόμενα, παρόλο ποὺ πρὶν ἀπὸ τέσσερα χρόνια ἡ Ἱεραρχία τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφάσισε νὰ ἔχει
ἐνεργὸ μέρος στὶς ἀποφάσεις! Ἀπόφαση γιὰ τὰ «μάτια τοῦ κόσμου», ἀφοῦ δὲν
τὴν ἐφάρμοσε! Παρὰ ταῦτα λοιπόν –κρατᾶτε αἰχμάλωτη τὸ ποίμνιό σας καὶ τὴν
Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία ὡς ...μέλος τοῦ Παναιρετικοῦ Π.Σ.Ε.(!!!)– μὲ σκοπὸ τὴν ἕνωση
«ἐν τῇ ἀληθείᾳ»! Τὴν εἰκόνα αὐτῆς τῆς Ἕνωσης «ἐν
τῇ ἀληθείᾳ» θὰ τὴ δεῖτε μεθαύριο στὰ Ἱεροσόλυμα. Μὲ πόνο καὶ
ἀγανάκτηση, ἀσφαλῶς, θὰ δεῖτε τὶς συμπροσευχὲς μὲ αἱρετικούς (ἴσως καὶ
ἀλλόθρησκους) ἐκεῖ «οὗ ἔστησαν οἱ πόδες Κυρίου»! Ἄλλη μιὰ ἀγανάκτηση, ποὺ θὰ
ἀκολουθηθεῖ μὲ μιὰ ἀκόμα διαμαρτυρία, ποὺ χωρὶς ἔργα δὲν λέει τίποτα. Ὁ Κύριος
ὅταν ἀγανάκτησε, πῆρε μαστίγιο. Ἐσεῖς;
Ἐπίσης
ὁμολογοῦν οἱ 5Μ ὅτι, τότε (τὸ 2009) δὲν διεξαγόταν ὀρθόδοξα ὁ Διάλογος! Ἀλλὰ καὶ
ἕως σήμερα, παρότι ἡ Ἱεραρχία ἀποφάσισε ὅτι ἐφεξῆς ὁ Διάλογος πρέπει διεξάγεται
«μέσα εις τα
ορθόδοξα εκκλησιολογικά και κανονικά πλαίσια», ὁ Διάλογος, ὄχι μόνο δὲν διεξάγεται Ὀρθόδοξα, ἀλλὰ ἀντίθετα, ἐνῶ
ψηφίζονται κακόδοξες θέσεις στὶς ἀποφάσεις τοῦ Π.Σ.Ε., οἱ Ὀρθόδοξοι (ἂν καὶ
παρόντες) συνεχίζουν νὰ συμμετέχουν!
3.
Οἱ 5Μ, τὸ ὁμολογοῦν, ὅτι δὲν γνώριζαν τὶς διαβουλεύσεις καὶ τὶς συζητήσεις ποὺ
«κατέληξαν στὸ κακόδοξο κείμενο τοῦ Πουσάν, καὶ ὅτι ὁ ἐκ τῆς Ρουμανικῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας Ἐπίσκοπος ποὺ συμμετεῖχε στὸ Πουσάν, αἱρετίζει!
Ὁμολογοῦν
ὅτι «έχουν σαφή
γνώσιν της Ορθοδόξου Θεολογίας, της Εκκλησιολογίας και της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως». Παρὰ ταῦτα, οὐδόλως ἐνδιαφέρεται τὸ σύνολο τῆς Ἱεραρχίας γιὰ τὴν
ἐφαρμογὴ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως, οὔτε οἱ 5Μ τὴν ἐφαρμόζουν, ὡς πρὸς τὸ
μέρος τῆς ἀπομακρύνσεως
ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς!
Γράφουν:
Το ετερόδοξον κείμενον της «Δηλώσεως Ενότητος» του
Π.Σ.Ε. στο Πουσάν, προητοιμάζετο, άνευ ουδεμιάς συνοδικής διαγνώμης της
Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας, υπό της Κεντρικής Επιτροπής του Π.Σ.Ε., ως κοινή ομολογία των μελών του
Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και, δυστυχώς,
και της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Εἶναι
φοβερό! Τὸ ἔχουν διαπιστώσει καὶ τὸ καταθέτουν: ἔχουμε κοινὴ ὁμολογία, ὁμολογοῦμε ἀπὸ κοινοῦ μὲ τοὺς ἑτερόδοξους
αἱρετικὲς θέσεις! Δηλαδή, οἱ Ὀρθόδοξοι ποὺ μᾶς ἐκπροσωποῦσαν στὸ
Π.Σ.Ε. δὲν διαφοροποιήθηκαν ἀπὸ τὶς κακόδοξες ἀποφάσεις-θέσεις τοῦ Π.Σ.Ε. ποὺ
ἔλαβαν οἱ ὑπόλοιπες αἱρέσεις-“ἐκκλησίες”. Μᾶς τὸ ἐξηγοῦν μάλιστα
γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε καλά: σ’ αὐτὴ τὴν κοινὴ αἱρετικὴ Δήλωση-ἀπόφαση
συμμετεῖχε καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία! Καὶ μᾶς ἀπαριθμοῦν ἀπὸ «τό ἐν λόγῳ ἐπίσημον κείμενον «Δήλωσις Ἑνότητος» (Unity
Statement) τῆς 10ης Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. (ποὺ) ἐπιτίθεται κατά τῆς
Ὀρθοδοξίας, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ»,
τὶς 15 αἱρετικὲς θέσεις ποὺ ψηφίστηκαν
καὶ ἀποδέχτηκαν οἱ Ὀρθόδοξοι
ἐκπρόσωποί μας, χωρὶς νὰ ἀποδοκιμαστοῦν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ ποὺ τοὺς
ἐπέλεξε καὶ νὰ κληθοῦν σὲ ἀπολογία! Καὶ ἡ ὑπὸ τὸν Ἀρχιεπ. Ἱερώνυμο Σύνοδος, δὲν
διαμαρτυρήθηκε στὸ Π.Σ.Ε., δὲν ἀποχώρησε ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε., ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν δυσαρεστήσει
τὸν αἱρετικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο μὲ τὸν ὁποῖο κοινωνεῖ, τὸ υἱοθέτησε
σιωπηρά!
Μήπως,
ὅμως, ἀποχώρησαν οἱ 5Μ ποὺ τὸ κατάλαβαν καὶ γι’ αὐτὸ τώρα διαμαρτύρονται;
Ἀσφαλῶς ὄχι. Οὔτε ἀποχώρησαν ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε., οὔτε διέκοψαν τὴν κοινωνία μὲ τὸν
Πατριάρχη Βαρθολομαῖο π.χ., ἢ μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο, ποὺ βρίσκεται στὴ
θέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου γιὰ νὰ βραχυκυκλώνει τυχὸν δυσμενεῖς ἀποφάσεις γιὰ τὸν
Οἰκουμενισμό· π.χ. ἀπέρριψε τεχνηέντως καὶ δολίως τὴν αἴτηση γιὰ Συνεδρίαση τῆς
Ἱεραρχίας μὲ θέμα τὴν ἀναγνώριση τῆς Η΄ καὶ Θ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τὴν
αἴτηση γιὰ καταδίκη τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γιατὶ αὐτὸ ἀνέτρεπε τὰ σχέδια τοῦ αἱρετικοῦ
Πατριάρχη καὶ τῆς παρέας του! Καὶ οἱ καλοί μας Μητροπολίτες κοινωνοῦν μὲ αὐτοὺς
ποὺ δὲν θέλουν νὰ χαλάσουν τὰ σχέδια τῆς αἱρέσεως!
4.
Μήπως ὅμως, ὅσα συνέβησαν στὸ Πουσὰν ἔγιναν ξαφνικά, εἶναι πρωτοφανῆ γιὰ τὴν
σύγχρονη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πράγματα καὶ δὲν πρόλαβαν ἀκόμα νὰ ἀντιδράσουν;
Οὔτε
αὐτὸ συμβαίνει. Χρόνια φωνάζουν Ἐπίσκοποι, Ἁγιορεῖτες, πρωτοπρεσβύτεροι,
θεολόγοι γιὰ παρόμοια συμβάντα. Κάτι παρόμοιο δὲν συνέβη καὶ στὸ Μπάλαμαντ; (Καὶ
ναὶ μέν, στὸ Μπάλαμαντ δὲν συμμετεῖχε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος· ὅμως, κοινωνεῖ μὲ
τὶς «ὀρθόδοξες» Ἐκκλησίες ποὺ τὸ ἀποδέχτηκαν· κοινωνεῖ μὲ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς
Ἀντιοχείας ποὺ ἔχει προχωρήσει σὲ διακοινωνία μὲ τοὺς Μονοφυσίτες σὲ κάποια
Μυστήρια). Κάτι παρόμοιο δὲν συνέβη καὶ στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε; Ὁπότε; Τί ἔκαναν
στὶς ἄλλες παρόμοιες περιπτώσεις; Κι ἀφοῦ δὲν ἔκαναν τίποτα, δὲν βαρύνονται γιὰ
τὴ συμπόρευσή μας αὐτὴ μὲ τὶς ἄλλες αἱρετικὲς «ἐκκλησίες» τοῦ Π.Σ.Ε.; Δὲν ἔχουν
ἔμμεσα ἀποδεχθεῖ Συνοδικὰ τὶς Συμφωνίες γιὰ τὶς ὁποῖες ὄψιμα διαμαρτύρονται,
ἀφοῦ συμμετέχουν στὸ Διοικητικὸ Σῶμα τῆς Ιεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καὶ
ἀποδέχονται καὶ κοινωνοῦν καὶ μὲ τὸν Πατριάρχη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ Βαρθολομαῖο;
Νὰ
ἐλπίσουμε ὅτι τώρα ποὺ τὸ κατάλαβαν, θὰ ἀκολουθήσουν τὴν Ὀρθόδοξη Πατερικὴ
γραμμή. Γιατί ὄχι; Ὑπῆρξαν καὶ τόσοι ἄλλοι Ὀρθόδοξοι, ποὺ δὲν κατάλαβαν ἐξ ἀρχῆς τὴν ἀπάτη τοῦ Π.Σ.Ε., ἀλλὰ ἀπὸ τὴν
στιγμὴ ποὺ τὸ κατάλαβαν, πρὶν ἀπὸ δεκαπέντε, δέκα, πέντε χρόνια, ἄλλαξαν
τακτική. Γιατί, λοιπόν, ὄχι κι αυτοί;
Οἱ
ἐλπίδες μας εἶναι ἐλάχιστες καὶ γιὰ λίγους. Τοὺς ἔχει δέσει ὁ Οἰκουμενισμὸς μὲ ἀντορθόδοξες
θεωρίες περὶ ὑπακοῆς τῶν Ἐπισκόπων στὴν Ἐκκλησία (δηλ. τὴν Σύνοδο ποὺ κατευθύνει
ὁ αἱρετικὸς Βαρθολομαῖος), περὶ ὑπακοῆς τῶν πιστῶν στοὺς Ἐπισκόπους (δηλ. τοὺς
ψευδεπισκόπους), ἐνῶ οἱ Ἅγιοι δίδασκαν ἀπὸ κοινοῦ ἀπομάκρυνση ἀπὸ
ψευδεπισκόπους. Ἄφησαν τὴν εὐκαιρία νὰ φύγει, ὅταν ὁ λαὸς ξεσηκώθηκε μὲ τὴν ἔλευση
τοῦ Πάπα. Ἡ εὐθύνη τους εἶναι μεγάλη. Ἀποφάσισαν τότε τὴν Ἀποτείχιση, ἀλλὰ δείλιασαν,
δὲν τὴν ἔκαναν. Θέλει τώρα μεγάλη ταπείνωση, μετάνοια καὶ γενναιότητα γιὰ νὰ τὸ
τολμήσουν. Μακάρι νὰ διορθώσουν τελευταία στιγμὴ τὸ λάθος τους.
Παραθέτουμε
στὴ συνέχεια τὸ κείμενο τῶν πέντε Μητροπολιτῶν. Τοὺς εὐχαριστοῦμε γιατὶ ἀποδεικνύουν
μὲ τὸ Ὑπόμνημά τους τὴν προδοσία ποὺ γίνεται, καὶ τοὺς παρακαλοῦμε, ἔστω αὐτοὶ
οἱ πέντε (μὲ τὴν βροντερὴ ἀπουσία τοῦ Πειραιῶς Σεραφείμ) νὰ προχωρήσουν στὶς
πράξεις. Μᾶς διαβεβαίωσαν ὅτι γνωρίζουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση. Εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Καὶ
τοὺς αἱρετικοὺς, ἔστω «ὀνοματοκρυπτικὰ» μᾶς τοὺς παρουσίασαν. Ἂς ἐφαρμόσουν τὴν
Διακοπὴ Μνημοσύνου. Ἂς ἀποδείξουν ὅτι πιστεύουν αὐτὰ ποὺ γράφουν γιὰ τὴν ἀλλοίωση
τῆς Πίστεως ἐκ τοῦ Διαλόγου ποὺ μεθαύριο συνεχίζεται στὰ Ἱεροσόλυμα. Γράφουν στὸν
ἐπίλογο τοῦ Ὑπομνήματός τους:
Περί δέ τοῦ
διαλόγου μετά τῶν Παπικῶν ἔχομεν τήν αὐτήν πεποίθησιν, ὅτι συμβάλλει πασιφανῶς καί
ἀποδεδειγμένως εἰς τήν
ἀλλοίωσιν τῆς ἐκκλησιολογίας μας χαρακτηρισθέντος ὑπό τοῦ ἐπί 20ετίαν (1980-2000), Ὀρθοδόξου
συμπροέδρου Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου
Αὐστραλίας κ. Στυλιανοῦ ὡς «ἀνοσίου παιγνίου».
Ἀκολουθεῖ τὸ Ὑπόμνημα τῶν πέντε Μητροπολιτῶν μὲ τὶς φοβερὲς διαπιστώσεις γιὰ τὴν ἀλλοίωση τῆς Πίστεως ὑπὸ τοῦ Π.Σ.Ε., στὸ ὁποῖο ἀνήκουμε καὶ παραμένουμε συνεργοῦντες!
Σημάτης Παναγιώτης
Υπόμνημα πέντε Μητροπολιτών κατά των αποφάσεων του Π.Σ.Ε. εν Πουσάν
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΔΡΥΪΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΠΩΓΩΝΙΑΝΗΣ & ΚΟΝΙΤΣΗΣ
Ἀριθ. Πρωτ. 28
Ἐν Δελβινακίῳ τῇ 30ῇ Ἀπριλίου 2014
Πρός τήν
Ἱεράν Σύνοδον
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰωάννου Γενναδίου 14
115 21 ΑΘΗΝΑΙ
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Συνοδικοί,
Οἱ ὑπογραφόμενοι συνεπίσκοποι ὑμῶν ἐν τῇ αὐτοκεφάλῳ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος μετά τά διαδραματισθέντα, τόν παρελθόντα μῆνα Νοέμβριον σ.ἔ. 2013, εἰς τό Πουσάν (Busan) τῆς Δημοκρατίας τῆς Νοτίου Κορέας, εἰς τό πλαίσιον ἐργασίας τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.) καί τοῦ κατ’ αὐτό θεολογικοῦ διαλόγου μετά τῶν ποικίλης φύσεως προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν καί τῶν Μονοφυσιτῶν - Μονοθελητῶν, προαγόμεθα βαθυσεβάστως, νά καταθέσωμεν τῇ Σεπτῇ Ἀνωτάτῃ ἡμῶν Ἐκκλησιαστικῇ Ἀρχῇ τήν διαμαρτυρίαν μας διά τήν ἔκβασιν τῆς συνελεύσεως, ὡς δείκνυται κατωτέρω.
Ἱεράν Σύνοδον
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰωάννου Γενναδίου 14
115 21 ΑΘΗΝΑΙ
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Συνοδικοί,
Οἱ ὑπογραφόμενοι συνεπίσκοποι ὑμῶν ἐν τῇ αὐτοκεφάλῳ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος μετά τά διαδραματισθέντα, τόν παρελθόντα μῆνα Νοέμβριον σ.ἔ. 2013, εἰς τό Πουσάν (Busan) τῆς Δημοκρατίας τῆς Νοτίου Κορέας, εἰς τό πλαίσιον ἐργασίας τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.) καί τοῦ κατ’ αὐτό θεολογικοῦ διαλόγου μετά τῶν ποικίλης φύσεως προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν καί τῶν Μονοφυσιτῶν - Μονοθελητῶν, προαγόμεθα βαθυσεβάστως, νά καταθέσωμεν τῇ Σεπτῇ Ἀνωτάτῃ ἡμῶν Ἐκκλησιαστικῇ Ἀρχῇ τήν διαμαρτυρίαν μας διά τήν ἔκβασιν τῆς συνελεύσεως, ὡς δείκνυται κατωτέρω.
Τάς ἀπαραδέκτους ἐκκλησιολογικάς
θέσεις τάς διατυπωθείσας ὑπό τῆς 10ης Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε.,
ἐκθέτομεν συνοπτικῶς ἐν τοῖς ἐφεξῆς, ὑπό τό πρῖσμα τῆς ὀρθοδόξου
ἐκκλησιολογίας. Αὗται καταφαίνονται ἔτι χείρονες, ληφθέντος ὑπ᾽ ὄψιν τοῦ
ἐπισήμως κατωχυρωμένου δικαιώματος πάσης «ἐκκλησίας-μέλους» τοῦ Π.Σ.Ε.
νά διατηρῇ ἀπαραβίαστον καί ἐκπεφρασμένην τήν ἰδίαν ἐκκλησιολογικήν
αὐτοσυνειδησίαν, κατά τούς ἐπισυναπτομένους κανονισμούς τοῦ Π.Σ.Ε. (βλ.
συνημμένον Β΄, σ. 6).
Ἡ δικαιολογία ὅτι τά κείμενα τῶν
Συνελεύσεων τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι ad referendum καί δέν δηλώνουν τήν de facto
ἀποδοχήν των ὑπό τῶν «ἐκκλησιῶν-μελῶν», δέν ἐξηγεῖ τήν ἀπραξίαν τῶν
Ὀρθοδόξων ἐκεῖ ἀντιπροσώπων. Οὔτε ἡ πρόφασις ὅτι «δέν ὑπεγράφησαν» ἔχει
ἀντίκρυσμα, καθ΄ ὅσον ἡ συναίνεσις εἰς τά ἀποφασιζόμενα εἰς τό Π.Σ.Ε.
δέν δηλοῦται πλέον δι΄ ὑπογραφῆς, ἀλλά δι΄ εἰδικῶν καρτῶν
(“indicator cards”). Κατά ταῦτα, ἡ ἀτελέσφορος συμμετοχή τῶν ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων βλάπτει τόσον τούς ἑτεροδόξους, τρέφουσα τήν αὐτῶν παντελῆ ἐκκλησιολογικήν καί λοιπήν σύγχυσιν, ὅσον καί τούς ὁμοδόξους, ἀποκρύπτουσα ἤ ἀλλοιοῦσα πλέον, τάς ὑποθήκας τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὑπό τῶν ἁγίων Πατέρων σαφῶς ἐκτεθείσης ἐκκλησιολογικῆς διδασκαλίας καί ἱεροκανονικῆς ἡμῶν παραδόσεως περί τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι ἑτερόδοξοι βλάπτονται καί θά βλαβοῦν ἐκ τῆς ἀναγνώσεως τοῦ κειμένου τοῦ Πουσάν, δέν ὑποψιάζονται οὔτε καί δύνανται νά διακριβώσουν ἐάν τό κείμενον εἶναι μόνον ad referendum ἤ ὄχι.
(“indicator cards”). Κατά ταῦτα, ἡ ἀτελέσφορος συμμετοχή τῶν ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων βλάπτει τόσον τούς ἑτεροδόξους, τρέφουσα τήν αὐτῶν παντελῆ ἐκκλησιολογικήν καί λοιπήν σύγχυσιν, ὅσον καί τούς ὁμοδόξους, ἀποκρύπτουσα ἤ ἀλλοιοῦσα πλέον, τάς ὑποθήκας τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὑπό τῶν ἁγίων Πατέρων σαφῶς ἐκτεθείσης ἐκκλησιολογικῆς διδασκαλίας καί ἱεροκανονικῆς ἡμῶν παραδόσεως περί τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι ἑτερόδοξοι βλάπτονται καί θά βλαβοῦν ἐκ τῆς ἀναγνώσεως τοῦ κειμένου τοῦ Πουσάν, δέν ὑποψιάζονται οὔτε καί δύνανται νά διακριβώσουν ἐάν τό κείμενον εἶναι μόνον ad referendum ἤ ὄχι.
Τά ἐπισυνημμένα ἔγγραφα
Εἰς τήν παροῦσαν ἐπιστολήν ἐπισυνάπτομεν μεθ᾽ ἑλληνικῆς μεταφράσεως τόσον τό κείμενον «Δήλωσις Ἑνότητος» τοῦ
Πουσάν (συνημμένον Α΄), ὅσον καί τό τμῆμα τῶν Κανονισμῶν τοῦ
Καταστατικοῦ τοῦ Π.Σ.Ε. (συνημμένον Β΄), ἔνθα ἀποδεικνύεται τό δικαίωμα
οἱωνδήποτε ἀντιπροσώπων, νά ἐκφέρουν ἐπί θεμάτων ἐκκλησιολογικῆς
αὐτοσυνειδησίας εἰς τήν τηρουμένην διαδικασίαν ἐντελῶς ἀνεπηρέαστον
γνώμην καί νά ἀναφέρωνται ἀπ’ εὐθείας εἰς τάς «ἐκκλησίας» των (Rules XX.6.d,
σελ. 6). Ἐπίσης συνάπτομεν (συνημμένον Γ΄) τούς ἐμφορουμένους ὑπό πάνυ
ἑτεροδόξου ἐκκλησιολογικῆς σκέψεως λόγους τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τιργοβιστίου
κ. Νήφωνος, τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρουμανίας, ἐν τῇ λήξει τῆς κατά Πουσάν
συνάξεως. Τό τελευταῖον συνημμένον (Δ΄) ἐπιβεβαιοῖ τήν ἔναρξιν
διαμορφώσεως τοῦ κειμένου τοῦ Πουσάν ἤδη τόν Σεπτέμβριον τοῦ ἔτους 2012,
ὅτε συνῆλθεν ἡ Κεντρική Ἐπιτροπή τοῦ Π.Σ.Ε. εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἀκαδημίαν
Κρήτης εἰς τό Κολυμπάρι.
Ἡ πρό τεσσάρων ἐτῶν καί ἐπί παρομοίᾳ
ἀφορμῇ ἐκδοθεῖσα ἀνακοίνωσις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
(15-10-2009), διαπιστοῦσα τήν ἀνάγκην «περαιτέρω, πληρεστέρας ἐνημερώσεως» τῆς Ι.Σ.Ι., ρητῶς ἀπεφαίνετο, ὅτι «ἐφεξῆς ἡ Ἱεραρχία θά λαμβάνῃ γνῶσιν ὅλων τῶν φάσεων τῶν Διαλόγων», ὅτι «ὁ Διάλογος πρέπει νά συνεχισθῇ, μέσα ὅμως εἰς τά ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά καί κανονικά πλαίσια» καί ὅτι «οἱ
Ἐκπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας μας εἰς τόν συγκεκριμένον διάλογον ἔχουν σαφῆ
γνῶσιν τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, τῆς Ἐκκλησιολογίας καί τῆς
Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως καί προσφέρουν τάς γνώσεις καί τάς δυνάμεις
των πρός τόν σκοπόν “τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως” “ἐν ἀληθείᾳ”» [1].
Τό ἑτερόδοξον κείμενον τῆς «Δηλώσεως Ἑνότητος» τοῦ Π.Σ.Ε. στό Πουσάν,
προητοιμάζετο, ἄνευ οὐδεμιᾶς συνοδικῆς διαγνώμης τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν
Ἐκκλησίας, ὑπό τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε., ὡς εἴθισται, εἰς τήν
Ἀκαδημίαν τῆς Κρήτης (εἰς Κολυμπάρι) ἤδη ἀπό τοῦ φθινοπώρου τοῦ ἔτους
2012 [2], καί ἔλαβε δι΄ ὁμοφωνίας τήν
ἔγκρισιν τῆς ὁλομελείας τοῦ Π.Σ.Ε. εἰς τάς 8 Νοεμβρίου τοῦ παρελθόντος
ἔτους ἐν Πουσάν. Οὕτω, τό ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτον κείμενον «Δήλωσις Ἑνότητος»,
κυκλοφορεῖται ἤδη πανταχοῦ, ἐλλείψει ἐκπεφρασμένης καί ἐπισήμου
ὀρθοδόξου διαφοροποιήσεως, ὡς κοινή ὁμολογία τῶν μελῶν τοῦ Παγκοσμίου
Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί, δυστυχῶς, καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Αἱ ἐκκλησιολογικαί πλάναι τοῦ κειμένου τοῦ Πουσάν
Τό ἐν λόγῳ ἐπίσημον κείμενον «Δήλωσις Ἑνότητος» (Unity Statement) τῆς 10ης Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. ἐπιτίθεται κατά τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀποδεχόμενον (α) ὅτι καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μετά τῶν λοιπῶν «ἐκκλησιῶν» πρέπει νά μετανοήσῃ διά τήν διάσπασιν τῶν χριστιανῶν [3], (β) ὅτι ἡ Ἐκκλησία, οὖσα Σῶμα Χριστοῦ, δέν διέπεται παρά ταῦτα ἀναγκαίως ὑπό δογματικῆς ὁμοφωνίας, οὔτε καί ἐν αὐτῇ τῇ ἀποστολικῇ ἐποχῇ [4], (γ) ὅτι ὑφίσταται νῦν ἀόρατος ἐκκλησιαστική ἑνότης τοῦ χριστιανισμοῦ καί προσδοκᾶται ἡ ὁρατή ἑνότης τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας [5], (δ) ὅτι ἡ προσευχή τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν», δέν ἔχει ἐκπληρωθῇ, ἀλλ΄ ἀπόκειται εἰς ἡμᾶς τό καθῆκον τοῦτο [6], (ε) ὅτι ἡ Ἐκκλησία δύναται νά ἐμπλουτισθῇ καί ὠφεληθῇ ἐκ τῶν χαρισμάτων τῶν ἑτεροδόξων [7], (στ) ὅτι εἴμεθα ὑπόλογοι ἔναντι τοῦ Θεοῦ ἄν δέν ἐπιδιώκωμεν διαρκῶς τήν χριστιανικήν ἑνότητα πρός ὄφελος τῆς ἔξωθεν καλῆς μαρτυρίας [8], (ζ) τήν πονηράν ἀσάφειαν, ὅτι ὁ Θεός «πάντοτε μᾶς ἐκπλήσσει» καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία προοδεύει εἰς τήν ἐπίγνωσιν τοῦ θείου θελήματος [9], (η) ὅτι πρέπει νά χρησιμοποιηθοῦν νέοι τρόποι προσεγγίσεως τῶν θεολογικῶν διαφωνιῶν [10] καί (θ) ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀλληλένδετος μετά τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπότητος καί τῆς κτίσεως [11].
Τό ἐν λόγῳ ἐπίσημον κείμενον «Δήλωσις Ἑνότητος» (Unity Statement) τῆς 10ης Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. ἐπιτίθεται κατά τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀποδεχόμενον (α) ὅτι καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μετά τῶν λοιπῶν «ἐκκλησιῶν» πρέπει νά μετανοήσῃ διά τήν διάσπασιν τῶν χριστιανῶν [3], (β) ὅτι ἡ Ἐκκλησία, οὖσα Σῶμα Χριστοῦ, δέν διέπεται παρά ταῦτα ἀναγκαίως ὑπό δογματικῆς ὁμοφωνίας, οὔτε καί ἐν αὐτῇ τῇ ἀποστολικῇ ἐποχῇ [4], (γ) ὅτι ὑφίσταται νῦν ἀόρατος ἐκκλησιαστική ἑνότης τοῦ χριστιανισμοῦ καί προσδοκᾶται ἡ ὁρατή ἑνότης τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας [5], (δ) ὅτι ἡ προσευχή τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν», δέν ἔχει ἐκπληρωθῇ, ἀλλ΄ ἀπόκειται εἰς ἡμᾶς τό καθῆκον τοῦτο [6], (ε) ὅτι ἡ Ἐκκλησία δύναται νά ἐμπλουτισθῇ καί ὠφεληθῇ ἐκ τῶν χαρισμάτων τῶν ἑτεροδόξων [7], (στ) ὅτι εἴμεθα ὑπόλογοι ἔναντι τοῦ Θεοῦ ἄν δέν ἐπιδιώκωμεν διαρκῶς τήν χριστιανικήν ἑνότητα πρός ὄφελος τῆς ἔξωθεν καλῆς μαρτυρίας [8], (ζ) τήν πονηράν ἀσάφειαν, ὅτι ὁ Θεός «πάντοτε μᾶς ἐκπλήσσει» καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία προοδεύει εἰς τήν ἐπίγνωσιν τοῦ θείου θελήματος [9], (η) ὅτι πρέπει νά χρησιμοποιηθοῦν νέοι τρόποι προσεγγίσεως τῶν θεολογικῶν διαφωνιῶν [10] καί (θ) ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀλληλένδετος μετά τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπότητος καί τῆς κτίσεως [11].
Πέραν τούτων, τό κείμενον (ι) ἔχει
καί σαφῆ μή χριστιανικόν οἰκολογικόν προσανατολισμόν, ὁμιλοῦν περί
ἀναμονῆς ἐγκοσμίου ἀνακαινισμοῦ τῆς κτίσεως καί ἐπιγείου εὐημερίας αὐτῆς
καί τῆς ἀνθρωπότητος καί περί τῆς πρός τοῦτο ἀνθρωπίνης εὐθύνης [12],
ποιεῖται δέ λόγον (ια) καί περί συνεργασίας τῶν χριστιανῶν καί μεθ΄
ἑτεροθρήσκων ἤ ἀθρήσκων ὑπέρ τῆς ἐπιγείου ταύτης εὐημερίας [13]!
«Οὐδέν θαυμαστόν», λοιπόν, ὅτι τό κείμενον χρησιμοποιεῖ καί τόν
πασίγνωστον ἀποκρυφιστικόν ὅρον «ὁλιστικός» ἐκ τοῦ μονισμοῦ, διά νά
χαρακτηρίσῃ τήν ἀποστολήν τῆς Ἐκκλησίας (“holistic mission-evangelism” [14]).
Ὑπονοούμενα ἀφίνει τό κείμενον καί ὑπέρ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀποδοχῆς
«περιθωριακῶν» τρόπων ζωῆς, ἄνευ διευκρινήσεων περί ἁμαρτίας καί
μετανοίας, ἡ τελική στόχευσις τῶν ὁποίων δέον νά συνεκτιμηθῇ μετά τῆς
γενικωτέρας θετικῆς στάσεως τῆς Συνελεύσεως τοῦ Πουσάν ἔναντι τῆς
ὁμοφυλοφιλίας [15].
Ἡ δήλωσις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τιργοβιστίου κ. Νήφωνος
Θλιβερά ἐπίσημος κατακλείς τῆς ὀρθοδόξου παρουσίας εἰς τήν ἐν λόγῳ Συνέλευσιν τοῦ Πουσάν, ὑπῆρξεν ἡ ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Τιργοβιστίου κ. Νήφωνος, ἀντιπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας (συνημμένον Γ΄), ὁ ὁποῖος διεπίστωσεν, (1) ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀπολεσθῇ, ἡ δέ τώρα ὑφισταμένη Ἐκκλησία, καθότι τεμαχισθεῖσα, εἶναι καί μυστηριακῶς ἐλλιπής [16], (2) ὅτι δέν γνωρίζομεν ποία χριστιανική μερίς εἶναι ἡ διάδοχος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων [17] καί (3) ὅτι ἅπαντες οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, τό δέ χριστιανικόν Βάπτισμα ἀποτελεῖ μόνον μίαν ἀνωτέραν, μυστηριακήν, βαθμίδα εἰς τήν ἤδη ὑφισταμένην πνευματικήν συγγένειαν τῆς ἀνθρωπότητος [18]. Ὁ Σεβασμιώτατος κ. Νήφων (4) ἀπεσιώπησε καί ἀπέκρυψεν ὅτι διαστρέφεται ἡ ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία ἐν τῷ Π.Σ.Ε., τείνων ὡς προπέτασμα τήν ὑπό τοῦ Π.Σ.Ε. ὑπεράσπισιν τῶν «παραδοσιακῶν ἠθικῶν μας ἀξιῶν», ὡς λ.χ. τῆς «ὑπερτάτης ἀξίας τῆς χριστιανικῆς οἰκογενείας» [19].
Ἡ ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ καί αἱ καινοτομίαι τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε καί τοῦ Πουσάν
Ὁ ἅγιος Κυπριανός, τονίζει ἤδη τόν 3ον αἰῶνα, τήν ἑνότητα περί τόν Ἐπίσκοπον, περί τήν εὐχαριστίαν καί ἐν τῇ ὀρθοδοξίᾳ· γράφει ὁ ἅγιος Πατήρ: «Ὁ Θεός ἐστιν εἷς, καί ὁ Χριστός εἷς, καί μία ἡ Ἐκκλησία αὐτοῦ, καί ἡ πίστις μία, καί ἡ ποίμνη μία ἡνωμένη διά τῆς κόλλας τῆς ὁμοφωνίας εἰς τήν στερεάν ἑνότητα τοῦ Σώματος» [20]. Ἀλλ’ ἡ Ὀρθοδοξία διά τόν ἅγιον Κυπριανόν δέν ἀποτελεῖ Πίστιν ἀποφασιζομένην ἑκάστοτε κοινῇ συναινέσει ὑπό τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλά τήν ἀπ΄ ἀρχῆς παραδοθεῖσαν ὑπό τῶν Ἀποστόλων τοιαύτην. Χάριν αὐτῆς ὁ ἅγιος Κυπριανός, δέν ἐσεβάσθη τήν δικαιοδοσίαν ἤ τήν ἄποψιν τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Στεφάνου, ἀλλά συνίστα τήν ἀνυπακοήν πρός αὐτόν, διότι ὁ Στέφανος ἐνήργει κατά παράβασιν τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως(Epistola LXXIV, Ad Pompeium contra Epistolam Stephani) [21]! Ἡ αὐστηρά ἐκκλησιολογική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ περί μή σωτηρίας ἐκτός Ἐκκλησίας (“extra Ecclesiam nulla salus”) εἶναι, κατά τόν Καθηγητήν Βλάσιον Φειδᾶν, ἡ κατ΄ ἐξοχήν καί κατά παράδοσιν ὀρθόδοξος. Ἀντιθέτως, ἡ αὐγουστίνειος ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ἀποδέχεται στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποτελεῖ οὕτω τήν βάσιν τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννας καί τῶν τελευταίων κειμένων τοῦ Π.Σ.Ε. (Πόρτο Ἀλέγκρε καί Πουσάν) συνιστᾷ καινοτομίαν [22], καί ὡς γνωστόν, πᾶσα ἐπίμονος καί ἀμετανόητος δογματική καινοτομία ἀποτελεῖ διά τήν Ὀρθοδοξίαν αἵρεσιν [23] !
Ἡ δήλωσις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Τιργοβιστίου κ. Νήφωνος
Θλιβερά ἐπίσημος κατακλείς τῆς ὀρθοδόξου παρουσίας εἰς τήν ἐν λόγῳ Συνέλευσιν τοῦ Πουσάν, ὑπῆρξεν ἡ ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Τιργοβιστίου κ. Νήφωνος, ἀντιπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας (συνημμένον Γ΄), ὁ ὁποῖος διεπίστωσεν, (1) ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀπολεσθῇ, ἡ δέ τώρα ὑφισταμένη Ἐκκλησία, καθότι τεμαχισθεῖσα, εἶναι καί μυστηριακῶς ἐλλιπής [16], (2) ὅτι δέν γνωρίζομεν ποία χριστιανική μερίς εἶναι ἡ διάδοχος τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων [17] καί (3) ὅτι ἅπαντες οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, τό δέ χριστιανικόν Βάπτισμα ἀποτελεῖ μόνον μίαν ἀνωτέραν, μυστηριακήν, βαθμίδα εἰς τήν ἤδη ὑφισταμένην πνευματικήν συγγένειαν τῆς ἀνθρωπότητος [18]. Ὁ Σεβασμιώτατος κ. Νήφων (4) ἀπεσιώπησε καί ἀπέκρυψεν ὅτι διαστρέφεται ἡ ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία ἐν τῷ Π.Σ.Ε., τείνων ὡς προπέτασμα τήν ὑπό τοῦ Π.Σ.Ε. ὑπεράσπισιν τῶν «παραδοσιακῶν ἠθικῶν μας ἀξιῶν», ὡς λ.χ. τῆς «ὑπερτάτης ἀξίας τῆς χριστιανικῆς οἰκογενείας» [19].
Ἡ ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ καί αἱ καινοτομίαι τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε καί τοῦ Πουσάν
Ὁ ἅγιος Κυπριανός, τονίζει ἤδη τόν 3ον αἰῶνα, τήν ἑνότητα περί τόν Ἐπίσκοπον, περί τήν εὐχαριστίαν καί ἐν τῇ ὀρθοδοξίᾳ· γράφει ὁ ἅγιος Πατήρ: «Ὁ Θεός ἐστιν εἷς, καί ὁ Χριστός εἷς, καί μία ἡ Ἐκκλησία αὐτοῦ, καί ἡ πίστις μία, καί ἡ ποίμνη μία ἡνωμένη διά τῆς κόλλας τῆς ὁμοφωνίας εἰς τήν στερεάν ἑνότητα τοῦ Σώματος» [20]. Ἀλλ’ ἡ Ὀρθοδοξία διά τόν ἅγιον Κυπριανόν δέν ἀποτελεῖ Πίστιν ἀποφασιζομένην ἑκάστοτε κοινῇ συναινέσει ὑπό τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλά τήν ἀπ΄ ἀρχῆς παραδοθεῖσαν ὑπό τῶν Ἀποστόλων τοιαύτην. Χάριν αὐτῆς ὁ ἅγιος Κυπριανός, δέν ἐσεβάσθη τήν δικαιοδοσίαν ἤ τήν ἄποψιν τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Στεφάνου, ἀλλά συνίστα τήν ἀνυπακοήν πρός αὐτόν, διότι ὁ Στέφανος ἐνήργει κατά παράβασιν τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως(Epistola LXXIV, Ad Pompeium contra Epistolam Stephani) [21]! Ἡ αὐστηρά ἐκκλησιολογική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ περί μή σωτηρίας ἐκτός Ἐκκλησίας (“extra Ecclesiam nulla salus”) εἶναι, κατά τόν Καθηγητήν Βλάσιον Φειδᾶν, ἡ κατ΄ ἐξοχήν καί κατά παράδοσιν ὀρθόδοξος. Ἀντιθέτως, ἡ αὐγουστίνειος ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία ἀποδέχεται στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποτελεῖ οὕτω τήν βάσιν τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννας καί τῶν τελευταίων κειμένων τοῦ Π.Σ.Ε. (Πόρτο Ἀλέγκρε καί Πουσάν) συνιστᾷ καινοτομίαν [22], καί ὡς γνωστόν, πᾶσα ἐπίμονος καί ἀμετανόητος δογματική καινοτομία ἀποτελεῖ διά τήν Ὀρθοδοξίαν αἵρεσιν [23] !
Ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί ἀλάθητος, δέν δύναται νά σφάλῃ
Τό ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖον τό κείμενον τῆς ἐν Πουσάν «Δηλώσεως Ἑνότητος»ἀρνεῖται - καθόσον καλεῖ καί τήν Ὀρθοδοξίαν εἰς μετάνοιαν καί διαπιστοῖ δῆθεν πρόοδον εἰς τήν κατανόησιν τοῦ θείου θελήματος - εἶναι ὄχι μόνον τῆς Ἁγίας Γραφῆς κήρυγμα, περί τῆς Ἐκκλησίας ὡς «στύλου καί ἑδραιώματος τῆς ἀληθείας» (Α΄Τιμ. 3, 15), ἀλλά καί Διορθοδόξων Συνόδων Πατριαρχῶν τῆς β΄ χιλιετίας, αἱ ὁποῖαι ἀμυνόμεναι κατά τῶν Παπικῶν καί Προτεσταντῶν διακηρύσσουν ἄλλοτε μέν ὅτι ἡ Καθολική (Ὀρθόδοξος) Ἐκκλησία «ἀδύνατον ὅλως σφαλῆναι, ὡς πλουτοῦσα διδάσκαλον τό Πνεῦμα τό Ἅγιον» [24], ἄλλοτε δέ τό «ἐπί πᾶσι δόγμασί τε καί διδάγμασιν ... ἀσφαλῶς πιστευόμενον, τήν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἄνωθεν ἀεί ὀρθοδοξίᾳ διαπρέψασαν καί εἰς τό διηνεκές διαλάμπουσαν ... μήτε ποτέ πεπλανῆσθαι, μήτε ποτέ πλανηθήσεσθαι, ἀλλ’ ἀεί ἀσφαλῶς ἑστηκέναι, ἐρειδομένην ἐπί πέτρας ἀσφαλοῦς τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως» [25]. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι λοιπόν «ἡ μόνη ἀληθινή θρησκεία, ἡ μόνη θεάρεστος λατρεία, καί ἡ μόνη σωτήριος ὁδός καί τήν κρατοῦμεν ἀπαραμείωτον, ἀπαραχάρακτον καί ἀπαράλλακτον» [26]. Μετά τούτων, διακηρύσσουν ἐπίσης ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσις τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν δέν παρεσάλευσε τήν καθολικότητα καί «ἀρτιμέλειαν» τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἄν καί «πρό χρόνων τινῶν ἐπηρείᾳ τοῦ πονηροῦ ὁ Ῥώμης πάπας ἀποσφαλείς καί εἰς ἀλλόκοτα δόγματα καί καινοτομίας ἐμπεσών, ἀπέστη τῆς ὁλομελείας τοῦ σώματος τῆς εὐσεβοῦς Ἐκκλησίας καί ἀπεσχίσθη» παρά ταῦτα «τά μέν τέσσαρα μέρη τοῦ ρηθέντος ἱστίου ἐνέμειναν κατά χώραν συνημμένα τε καί συνεραμμένα, δι’ ὧν εὐχερῶς ἡμεῖς διαπλέομεν καί ἀκυμάντως τό τοῦ βίου τούτου πέλαγος (...). Οὕτως οὖν ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ εὐσεβής Ἐκκλησία ἐπί τέσσαρσι νῦν ἐρείδεται στύλοις, τοῖς τέσσαρσι δηλαδή Πατριάρχαις, καί μένει ἀδιάσειστος καί ἀκλόνητος» [27].
Συνεπῶς, ἐντελῶς ἀνεπέρειστος καί
ἀπομειωτική τῆς Ἐκκλησίας ἐξελέγχεται ἡ δηλουμένη εἰς τό κείμενον τοῦ
Πουσάν ἀνάγκη μετανοίας καί τῆς Ὀρθοδοξίας διά δῆθεν λάθη της.
Ἡ μετάνοια ἁρμόζει εἰς μόνους τούς αἱρετικούς
Τό κείμενον τοῦ Πουσάν, περαιτέρω, μᾶς καλεῖ καί εἰς μετάνοιαν διά τήν ὑφισταμένην διάσπασιν τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου! Ἀλλ ἡ μετάνοια ἁρμόζει μόνον εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, παρά τόν ἀποστολικόν λόγον, ἀπεστάτησαν τῆς ἑνοποιοῦ (Α΄ Κορ. 11, 16) ἐκκλησιαστικῆς Πίστεως καί κατέστησαν αἱρετικοί, ἐπειδή «ὁ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τό κρῖμα ὅστις ἄν ᾖ» (Γαλ. 5, 10). Ἀντιθέτως, ἡ Ἐκκλησία ἐπαινεῖ τούς Ποιμένας οἱ ὁποῖοι ἐξεδίωξαν τούς ἑτερόφρονας ἐκ τοῦ ἱεροῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας, καί «τούς βαρεῖς ἤλασαν καί λοιμώδεις λύκους τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος, ἐκσφενδονήσαντες τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος ... ὡς δοῦλοι γνησιώτατοι Χριστοῦ» [28], διά νά διασώσουν τήν ἀποστολικήν Πίστιν. Τῆς αὐτῆς γνώμης εἶναι καί ὁ ἅγιος Κυπριανός, γράφων κατά τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν, ὅτι «πρέπει νά χαίρωμεν, ὅταν τοιοῦτοι ἀποκόπτωνται ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, μήπως καταστρέψουν τάς περιστεράς καί τά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ διά τῆς ἀγρίας καί δηλητηριώδους αὐτῶν λύμης» [29]. Δέν ἀρκεῖ λοιπόν, ὅτι ἀπηλείφθησαν ἐκ τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας τά κατά τῶν αἱρετικῶν ἀναθέματα; Πρέπει τώρα νά διαψεύσωμεν, καί ὅτι τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι «ἡ Πίστις τῶν Ἀποστόλων, ἡ πίστις τῶν Πατέρων, ἡ Πίστις τῶν Ὀρθοδόξων», ἐφ’ ὅσον, κατά τούς Προτεστάντας τοῦ Πουσάν, ἡἘκκλησία ἔχει ἀνάγκην μετανοίας καί προοδεύει εἰς κατανόησιν;
Ἡ ἑνότης τῆς ἐκκλησιαστικῆς δογματικῆς ὁμολογίας
Ἡ συνήθης εἰς τό Π.Σ.Ε., ἤδη ἀπό τοῦ κειμένου τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, ἐπίκλησις τῆς διαφορετικότητος τῶν «ἐκκλησιῶν» καί ἡ ἀντίληψις περί πίστεως ὡς μεταβαλλομένης καί προοδευτικῆς κατανοήσεως ἔχει ἐπιστρατευθῇ καί εἰς τό κείμενον τοῦ Πουσάν διά νάδικαιολογήσῃ τήν δῆθεν «ἀοράτως ἡνωμένην χριστιανικήν Ἐκκλησίαν». Ἡ φράσις τοῦ κειμένου (παράγραφος 10, σ. 5) ὅτι «δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἡ διαφορετικότης τόσον μεγάλη, ὥστε νά ἐπιφέρει τήν διαίρεσιν», διαστρέφει τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν καί τήν ἐκκλησιολογίαν· διότι μόνον ἡ ποικιλία τῶν ἐθῶν εἶναι ἀκατηγόρητος, κατά τόν Μέγαν Φώτιον καί ἄλλους ἁγίουςΠατέρας [30], ὄχι ὅμως καί τῶν δογμάτων, τά ὁποῖα εἶναι κοινά καθ΄ ὅλην τήν παγκόσμιον Ἐκκλησίαν, ὅπως μαρτυρεῖται ἐκ τῆς ἀρχαιότητος. Οἱ ἅγιοι Ἰγνάτιος [31], Εἰρηναῖος [32] καί πλεῖστοι ἄλλοι μαρτυροῦν ὑπέρ τῆς δογματικῆς ὁμοφωνίας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί συνέχεια τῆς Ἀποστολικῆς Κοινότητος, διακρατεῖ «ἕνα Κύριον, μίαν Πίστιν, ἕν Βάπτισμα» (Ἐφεσ. 4, 5). Ἡ ἀποχώρησις τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν δέν δύναται νά βλάψῃ τήν Ἐκκλησίαν· ὡς τό θέτει ὁ Μέγας Βασίλειος, «ἐλεεινοί τοῦ πτώματος οὗτοι, ὑμῶν δέ τό σῶμα ὁλόκληρόν ἐστι τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι. Καί γάρ τό ἀχρειωθέν ἀπερρύη, καί οὐκ ἐκολοβώθη τό μένον» [33]. Διαβάθμισις καί διαφοροποίησις πίστεως ὑφίσταται μόνον κατά τό μέτρον τῆς προσωπικῆς ἐμπιστοσύνης («πίστεως») εἰς Χριστόν καί ὄχι ὡς πρός τό συμπαγές σύνολον τῶν εὐαγγελικῶν καί πατροπαραδότων δογμάτων [34].
Ἡ ἀόρατος ἐκκλησιαστική ἑνότης, καθαρῶς προτεσταντικόν δόγμα
Ἡ ἀναφορά τῆς «Δηλώσεως Ἑνότητος» τοῦ Πουσάν εἰς τήν προσδοκωμένην ἐπίτευξιν τῆς ὁρατῆς ἑνότητος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, ὑπεμφαίνει ὅτι ἤδη ὑφίσταται ἀόρατος ἑνότης τῆς δῆθεν Μιᾶς «πολυ-δογματικῆς» Ἐκκλησίας, ὅπως ἐδηλοῦτο καί εἰς τό κείμενον τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, δόγμα προτεσταντικόν, τό ὁποῖον ἀποκρούεται ἔκπαλαι ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων· ἡ ἐνΚωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ 1672 ταυτίζει τήν Μίαν Ἐκκλησίαν μετά τῆς ἀλαθήτου καί ὁρατῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας: «Περί δέ τῆς Καθολικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, φαμέν, ὅτι ἔστι μέν ἀνεπισφαλής, οἷα ποδηγετουμένη ὑπό τῆς ἰδίας κεφαλῆς, ἥτις ἐστίν ὁ Χριστός, ἡ αὐτοαλήθεια, καί διδασκομένη ὑπό τοῦ Πνεύματος τῆς ἀληθείας ... Ἔσεται δέ καί ἀεί ὁρατή, διά τό μηδέποτε τούς ὀρθοδόξους ἐκλείπειν, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἐπειδήπερ πάντες μέν οὐ κοιμηθήσονται, πάντες ὅμως ἀλλαγήσονται, ὅπερ ὁ Ἀπόστολος περί τῶν πιστῶν τόν λόγον ποιούμενος εἴρηκε. Δῆλον ἄρα ὅτι μέχρι τερμάτων αἰῶνος ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τό ὁρατόν ἔχειν οὐ διαλείψει τοῖς μέρεσιν» [35]. Ἄλλωστε ἡ Ἁγία Γραφή σαφῶς δηλοῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁρατή, καθώς ἐντοπίζεται τοπικῶς (Α΄ Τιμ. 3, 15) καί εἶναι γνωστή ἡ αὔξησις τῶν μελῶν της (Πράξ. 2, 47). Ἡ ὀρθόδοξος ἑρμηνεία τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου περί τῆς «πόλεως τῆς ἐπάνω ὄρους κειμένης», ἡ ὁποία αὐτονοήτως δέν εἶναι ἀόρατος, ἐννοεῖ τήν Ἐκκλησίαν [36].
Ἡ χριστολογική ἀσέβεια περί τό «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν»
Προσέτι, τό προβαλλόμενον τόσον εἰς τόν μετά τῶν Παπικῶν Διάλογον ὅσον καί εἰς τό Π.Σ.Ε. καί ἐν Πουσάν ἐπιχείρημα περί τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν» (Ἰω. 17, 11.21-23),καταλήγει εἰς ἐσχάτην χριστολογικήν ἀσέβειαν· διότι ἐφ΄ ὅσον πράγματι ἡ ἑνότης τῶν πιστευόντων ἀποτελεῖ θέλημα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, διατί – κατά τούς ἰσχυρισμούς τοῦΟἰκουμενισμοῦ - δέν ἔχει ἐκπληρωθῇ; Λόγῳ ἀδυναμίας τῆς θείας θελήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπερ ἀσεβές; Λόγῳ νεστοριανικῆς διακρίσεως τῆς δῆθεν γνωμικῆς θελήσεως τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τῆςθελήσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος; Ὅμως, ὁ διφυής Θεάνθρωπος ἔχει «δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπεναντία ... ἀλλ΄ ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπίπτον ἤ ἀντιπαλαῖον,μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι» [37]. Ἄρα, εἶναι ἡ θεία θέλησίς Του, ἔχουσα ὑπήκοον εἰς αὐτήν τήν τεθεωμένην ἀνθρωπίνην, αὐτή ἡ ὁποία ἐξεφράσθη διά τῆς ἀνθρωπίνης Του φωνῆς εἰς τήν ἀρχιερατικήν προσευχήν ὑπέρ τῆς ἑνότητος τῶν πιστῶν. Αὐτή ἔχει σύνδρομον τήν Παντοδυναμίαν Του καί ἐνεργεῖ ἀκωλύτως εἰς ὅσους ὑποτάσσονται ἐθελουσίως εἰς τόν Χριστόν. Διά τοῦτο ἐπιβεβαιοῖ καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁΧρυσόστομος, ὅτι τό «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν», ἔχει ἤδη ἐπιτευχθῇ ἐν τῇ Ἐκκλησία διά τῆς ἐσωτερικῆς ὁμοφωνίας τῆς Πίστεως, παρά τήν λόγῳ ραθυμίας ἀποστασίαν τῶν αἱρετικῶν: «Τί οὖν; ἤνυσεν αὐτό; φησι. Καί σφόδρα ἤνυσεν· ἅπαντες γάρ οἱ διά τῶν Ἀποστόλων πιστεύσαντες ἕν εἰσιν, εἰ καί τινες ἐξ αὐτῶν διεσπάσθησαν· οὐδέ γάρ τοῦτο αὐτόν παρέλαθεν, ἀλλά καί αὐτό προεῖπε, καί ἔδειξε τῆς τῶν ἀνθρώπων ραθυμίας ὄν» [38]. Ἡ βλάσφημος συνήθης χρῆσις τοῦ «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν» ὡς χρονίως ἀνενεργοῦ, ὑποδηλοῖ ὅτι ὁ Παντοδύναμος Παράκλητος, Θεός εἰρήνης καί ὄχι ἀκαταστασίας (Α΄ Κορ. 14, 33), ἔχων ἑνοποιητικήν ἐνέργειαν («εἰς γάρ ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε» [39]), δέν ἐδόθη εἰς τήν Ἐκκλησίαν! Ἑπομένως, τό Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν καί οἱ λοιποί Οἰκουμενισταί εὐαγγελίζονται μίαν νέαν Πεντηκοστήν διά τήν ἕνωσιν τῶν διεστώτων!
Ἡ οἰκολογική παρέκκλισις τοῦ Π.Σ.Ε.
Αἱ ἀναφοραί τῆς «Δηλώσεως» τοῦ Π.Σ.Ε. ἐν Πουσάν εἰς τήν φροντίδα καί εὐημερίαν τῆς κτίσεως ὡς μέσου καί τέλους τῆς εὐημερίας τῆς ἀνθρωπότητος, ὑποκρύπτουν ἕνα οἰκολογικόν χιλιασμόν. Προφανῶς ἀγνοεῖται ἡ δήλωσις τῆς Καινῆς Διαθήκης ὅτι ἡ «ἀποκαραδοκία» τῆς «συστεναζούσης κτίσεως», ἡ προσμονή τῆς ἀφθαρσίας, ἀποβλέπει εἰς τήν αἰωνιότητα, εἰς «τήν ἐλευθερίαν τῆςδόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», ὅταν θά ὑπάρξῃ ἐλευθερία ἐκ τῆς φθορᾶς, κατά «τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» [40]. Τό Π.Σ.Ε. θεμελιοῖ νέαν ἐπίγειον ἀποκαραδοκίαν καί νέανἐσχατολογίαν. Ὡσανεί ἀγνοοῦντες τήν ἀρχέγονον πτῶσιν τῆς ἀνθρωπότητος οἱ συντάκται τῆς «Δηλώσεως» προτίθενται νά μᾶς στρέψουν εἰς τήν προπτωτικήν ἐντολήν τοῦ ἀκόπως «ἐργάζεσθαικαί φυλάσσειν» (Γέν. 2, 15), ἀποσιωπῶντες τό εὐαγγελικόν κήρυγμα τῆς μετανοίας ἐκ τῆς ποικιλομόρφου ἁμαρτίας καί ἀποστασίας καί τήν προσμονήν τῶν οὐρανίων, ὡς καί τό δόγμα ὅτι διά τούς Χριστιανούς «τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. 3, 20) καί ὄχι εἰς ἐπιγείους παραδείσους. Ἡ κτίσις ἐξυπηρετεῖ τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, μέσῳ τῆς φανερώσεως τῆς ἀϊδίου δυνάμεως καί θειότητος τοῦ Θεοῦ καί τῆς μαρτυρίας τῆς ἀγαθοποιΐας Του [41] καί δέν ἀποτελεῖ ἀγαθόν καθ΄ ἑαυτήν. Ὁ Θεός ἐνδιαφέρεται πρωτίστως ὄχι διά τά ἄλογα καί ἄψυχα κτίσματα, ἀλλά διά τόν λογικόν καί δραματικῶς ἀθάνατον ἄνθρωπον: «Μή τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; ἤ δι΄ ἡμᾶς πάντως λέγει;» (Α΄ Κορ. 9, 9.10)
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Συνοδικοί,
Ἡ πρέπουσα μαρτυρία τῆς Ἐκκλησιολογίας μας, τῶν Ὀρθοδόξων, ἀπετυπώθη ἱκανοποιητικῶς εἰς τήν τελευταίαν διακριτήν ἐκκλησιολογικήν δήλωσιν τῶν Ὀρθοδόξων ἐν τῷ Π.Σ.Ε., τό ἔτος 1961 εἰς Νέον Δελχί, διά τῆς γραφίδος τῶν μακαριστῶν π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, π. Ἰωάννου Meyendorff κ.ἄ. οἱ ὁποῖοι ἐδήλουν σαφῶς, τά ἑξῆς: «Τό πρόβλημα τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἤ τῆς χριστιανικῆς ἐπανενώσεως θεωρεῖται συνήθως ὡς ζήτημα πανομολογιακῆς συμφωνίας ἤ ἀποκαταστάσεως. Ἐν τῇ συζητήσει (ἐρεύνῃ) ἀπό προτεσταντικῆς πλευρᾶς τοῦτο εἶναι ὅλως φυσικόν. Ἀλλά διά τούς Ὀρθοδόξους τό βασικόν Οἰκουμενικόν πρόβλημα εἶναι τό τοῦ σχίσματος. Οἱ Ὀρθόδοξοι δέν εἶναι δυνατόν νά δεχθοῦν τήν ἰδέαν τῆς “ἰσότητος τῶν ὁμολογιῶν” καί δέν δύνανται νά ὁραματισθοῦν Χριστιανικήν ἐπανένωσιν ὡς ἁπλῆν πανομολογιακήν διευθέτησιν. Ἡ ἑνότης διεσπάσθη καί πρέπει νά ἀποκατασταθῇ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶναι μία τῶνὁμολογιῶν, μία μεταξύ τῶν πολλῶν. Διότι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει καί ἔχει συνείδησιν τῆς ταυτότητος τῆς ἐσωτερικῆς της ὑποστάσεως καί τῆς διδασκαλίας της, μέ τό ἀποστολικόν κήρυγμα καί τήν παράδοσιν τῆς ἀρχαίας καί ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας. Εὑρίσκεται εἰς ἀδιάκοπον καί συνεχῆ διαδοχήν τῆς μυστηριακῆς ἱερωσύνης, τῆς μυστηριακῆς ζωῆς καί τῆς πίστεως ... Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διά τῆς ἐσωτερικῆς πεποιθήσεως καί συνειδήσεώς της κατέχει ὅλως ἰδιαιτέραν καί ἐξαιρετικήν θέσιν ἐν τῷ διῃρημένῳ Χριστιανισμῷ, ὡς ὁ φορεύς καί ἡ μάρτυς τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτουἘκκλησίας, ἀφ’ ἧς κατάγονται (ἀρχικῶς) ὅλαι αἱ ὑφιστάμεναι ὁμολογίαι δι΄ ἀποσπάσεως ἤ χωρισμοῦ» [42].
Ἡ μόνη «οἰκονομία» καί ἡ εὐγένεια τάς ὁποίας μετεχειρίσθησαν ἐδῶ οἱ ἡμέτεροι, χάρις εἰς τήν τότε νωπήν αἰσιοδοξίαν, ἦσαν ὁ χαρακτηρισμός τῶν ἑτεροδόξων τοῦ Π.Σ.Ε. καί τῶν λοιπῶν ὡς«σχισμάτων» καί ὄχι αἱρέσεων καί τό ὅτι ὡμίλησαν περί διασπάσεως τῆς ἑνότητος, ὄχι ὄμως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἐν συνεχείᾳ τοῦ παραπάνω παραθέματος ἐπεσήμαινον τήν ἀνάγκην «οἰκουμενισμοῦ ἐν χρόνῳ» («ecumenism in time»), διά τῆς ἐπιστροφῆς εἰς τήν ἀρχαίανΠαράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας («agreement (in faith) with all ages»), καί ὄχι μέσῳ «διακανονισμοῦ» τῶν δογμάτων, καθώς προεξεθέσαμεν. Τῷ ὄντι, τήν διαχρονικήν καί ἐνδο-εκκλησιαστικήν αὐτήν ἑνότητα τῆς δογματικῆς πίστεως οἱ πατερικοί λόγοι ἐξεικονίζουν διά τοῦ ἀρράφου χιτῶνος (Ἰω.19, 23.24) τοῦ Κυρίου.
Τό κείμενον τοῦ Πουσάν, περαιτέρω, μᾶς καλεῖ καί εἰς μετάνοιαν διά τήν ὑφισταμένην διάσπασιν τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου! Ἀλλ ἡ μετάνοια ἁρμόζει μόνον εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, παρά τόν ἀποστολικόν λόγον, ἀπεστάτησαν τῆς ἑνοποιοῦ (Α΄ Κορ. 11, 16) ἐκκλησιαστικῆς Πίστεως καί κατέστησαν αἱρετικοί, ἐπειδή «ὁ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τό κρῖμα ὅστις ἄν ᾖ» (Γαλ. 5, 10). Ἀντιθέτως, ἡ Ἐκκλησία ἐπαινεῖ τούς Ποιμένας οἱ ὁποῖοι ἐξεδίωξαν τούς ἑτερόφρονας ἐκ τοῦ ἱεροῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας, καί «τούς βαρεῖς ἤλασαν καί λοιμώδεις λύκους τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος, ἐκσφενδονήσαντες τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος ... ὡς δοῦλοι γνησιώτατοι Χριστοῦ» [28], διά νά διασώσουν τήν ἀποστολικήν Πίστιν. Τῆς αὐτῆς γνώμης εἶναι καί ὁ ἅγιος Κυπριανός, γράφων κατά τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν, ὅτι «πρέπει νά χαίρωμεν, ὅταν τοιοῦτοι ἀποκόπτωνται ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, μήπως καταστρέψουν τάς περιστεράς καί τά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ διά τῆς ἀγρίας καί δηλητηριώδους αὐτῶν λύμης» [29]. Δέν ἀρκεῖ λοιπόν, ὅτι ἀπηλείφθησαν ἐκ τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας τά κατά τῶν αἱρετικῶν ἀναθέματα; Πρέπει τώρα νά διαψεύσωμεν, καί ὅτι τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι «ἡ Πίστις τῶν Ἀποστόλων, ἡ πίστις τῶν Πατέρων, ἡ Πίστις τῶν Ὀρθοδόξων», ἐφ’ ὅσον, κατά τούς Προτεστάντας τοῦ Πουσάν, ἡἘκκλησία ἔχει ἀνάγκην μετανοίας καί προοδεύει εἰς κατανόησιν;
Ἡ ἑνότης τῆς ἐκκλησιαστικῆς δογματικῆς ὁμολογίας
Ἡ συνήθης εἰς τό Π.Σ.Ε., ἤδη ἀπό τοῦ κειμένου τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, ἐπίκλησις τῆς διαφορετικότητος τῶν «ἐκκλησιῶν» καί ἡ ἀντίληψις περί πίστεως ὡς μεταβαλλομένης καί προοδευτικῆς κατανοήσεως ἔχει ἐπιστρατευθῇ καί εἰς τό κείμενον τοῦ Πουσάν διά νάδικαιολογήσῃ τήν δῆθεν «ἀοράτως ἡνωμένην χριστιανικήν Ἐκκλησίαν». Ἡ φράσις τοῦ κειμένου (παράγραφος 10, σ. 5) ὅτι «δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἡ διαφορετικότης τόσον μεγάλη, ὥστε νά ἐπιφέρει τήν διαίρεσιν», διαστρέφει τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν καί τήν ἐκκλησιολογίαν· διότι μόνον ἡ ποικιλία τῶν ἐθῶν εἶναι ἀκατηγόρητος, κατά τόν Μέγαν Φώτιον καί ἄλλους ἁγίουςΠατέρας [30], ὄχι ὅμως καί τῶν δογμάτων, τά ὁποῖα εἶναι κοινά καθ΄ ὅλην τήν παγκόσμιον Ἐκκλησίαν, ὅπως μαρτυρεῖται ἐκ τῆς ἀρχαιότητος. Οἱ ἅγιοι Ἰγνάτιος [31], Εἰρηναῖος [32] καί πλεῖστοι ἄλλοι μαρτυροῦν ὑπέρ τῆς δογματικῆς ὁμοφωνίας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί συνέχεια τῆς Ἀποστολικῆς Κοινότητος, διακρατεῖ «ἕνα Κύριον, μίαν Πίστιν, ἕν Βάπτισμα» (Ἐφεσ. 4, 5). Ἡ ἀποχώρησις τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν δέν δύναται νά βλάψῃ τήν Ἐκκλησίαν· ὡς τό θέτει ὁ Μέγας Βασίλειος, «ἐλεεινοί τοῦ πτώματος οὗτοι, ὑμῶν δέ τό σῶμα ὁλόκληρόν ἐστι τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι. Καί γάρ τό ἀχρειωθέν ἀπερρύη, καί οὐκ ἐκολοβώθη τό μένον» [33]. Διαβάθμισις καί διαφοροποίησις πίστεως ὑφίσταται μόνον κατά τό μέτρον τῆς προσωπικῆς ἐμπιστοσύνης («πίστεως») εἰς Χριστόν καί ὄχι ὡς πρός τό συμπαγές σύνολον τῶν εὐαγγελικῶν καί πατροπαραδότων δογμάτων [34].
Ἡ ἀόρατος ἐκκλησιαστική ἑνότης, καθαρῶς προτεσταντικόν δόγμα
Ἡ ἀναφορά τῆς «Δηλώσεως Ἑνότητος» τοῦ Πουσάν εἰς τήν προσδοκωμένην ἐπίτευξιν τῆς ὁρατῆς ἑνότητος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, ὑπεμφαίνει ὅτι ἤδη ὑφίσταται ἀόρατος ἑνότης τῆς δῆθεν Μιᾶς «πολυ-δογματικῆς» Ἐκκλησίας, ὅπως ἐδηλοῦτο καί εἰς τό κείμενον τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, δόγμα προτεσταντικόν, τό ὁποῖον ἀποκρούεται ἔκπαλαι ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων· ἡ ἐνΚωνσταντινουπόλει Σύνοδος τοῦ 1672 ταυτίζει τήν Μίαν Ἐκκλησίαν μετά τῆς ἀλαθήτου καί ὁρατῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας: «Περί δέ τῆς Καθολικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, φαμέν, ὅτι ἔστι μέν ἀνεπισφαλής, οἷα ποδηγετουμένη ὑπό τῆς ἰδίας κεφαλῆς, ἥτις ἐστίν ὁ Χριστός, ἡ αὐτοαλήθεια, καί διδασκομένη ὑπό τοῦ Πνεύματος τῆς ἀληθείας ... Ἔσεται δέ καί ἀεί ὁρατή, διά τό μηδέποτε τούς ὀρθοδόξους ἐκλείπειν, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἐπειδήπερ πάντες μέν οὐ κοιμηθήσονται, πάντες ὅμως ἀλλαγήσονται, ὅπερ ὁ Ἀπόστολος περί τῶν πιστῶν τόν λόγον ποιούμενος εἴρηκε. Δῆλον ἄρα ὅτι μέχρι τερμάτων αἰῶνος ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τό ὁρατόν ἔχειν οὐ διαλείψει τοῖς μέρεσιν» [35]. Ἄλλωστε ἡ Ἁγία Γραφή σαφῶς δηλοῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁρατή, καθώς ἐντοπίζεται τοπικῶς (Α΄ Τιμ. 3, 15) καί εἶναι γνωστή ἡ αὔξησις τῶν μελῶν της (Πράξ. 2, 47). Ἡ ὀρθόδοξος ἑρμηνεία τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου περί τῆς «πόλεως τῆς ἐπάνω ὄρους κειμένης», ἡ ὁποία αὐτονοήτως δέν εἶναι ἀόρατος, ἐννοεῖ τήν Ἐκκλησίαν [36].
Ἡ χριστολογική ἀσέβεια περί τό «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν»
Προσέτι, τό προβαλλόμενον τόσον εἰς τόν μετά τῶν Παπικῶν Διάλογον ὅσον καί εἰς τό Π.Σ.Ε. καί ἐν Πουσάν ἐπιχείρημα περί τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν» (Ἰω. 17, 11.21-23),καταλήγει εἰς ἐσχάτην χριστολογικήν ἀσέβειαν· διότι ἐφ΄ ὅσον πράγματι ἡ ἑνότης τῶν πιστευόντων ἀποτελεῖ θέλημα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, διατί – κατά τούς ἰσχυρισμούς τοῦΟἰκουμενισμοῦ - δέν ἔχει ἐκπληρωθῇ; Λόγῳ ἀδυναμίας τῆς θείας θελήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπερ ἀσεβές; Λόγῳ νεστοριανικῆς διακρίσεως τῆς δῆθεν γνωμικῆς θελήσεως τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τῆςθελήσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος; Ὅμως, ὁ διφυής Θεάνθρωπος ἔχει «δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπεναντία ... ἀλλ΄ ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπίπτον ἤ ἀντιπαλαῖον,μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι» [37]. Ἄρα, εἶναι ἡ θεία θέλησίς Του, ἔχουσα ὑπήκοον εἰς αὐτήν τήν τεθεωμένην ἀνθρωπίνην, αὐτή ἡ ὁποία ἐξεφράσθη διά τῆς ἀνθρωπίνης Του φωνῆς εἰς τήν ἀρχιερατικήν προσευχήν ὑπέρ τῆς ἑνότητος τῶν πιστῶν. Αὐτή ἔχει σύνδρομον τήν Παντοδυναμίαν Του καί ἐνεργεῖ ἀκωλύτως εἰς ὅσους ὑποτάσσονται ἐθελουσίως εἰς τόν Χριστόν. Διά τοῦτο ἐπιβεβαιοῖ καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁΧρυσόστομος, ὅτι τό «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν», ἔχει ἤδη ἐπιτευχθῇ ἐν τῇ Ἐκκλησία διά τῆς ἐσωτερικῆς ὁμοφωνίας τῆς Πίστεως, παρά τήν λόγῳ ραθυμίας ἀποστασίαν τῶν αἱρετικῶν: «Τί οὖν; ἤνυσεν αὐτό; φησι. Καί σφόδρα ἤνυσεν· ἅπαντες γάρ οἱ διά τῶν Ἀποστόλων πιστεύσαντες ἕν εἰσιν, εἰ καί τινες ἐξ αὐτῶν διεσπάσθησαν· οὐδέ γάρ τοῦτο αὐτόν παρέλαθεν, ἀλλά καί αὐτό προεῖπε, καί ἔδειξε τῆς τῶν ἀνθρώπων ραθυμίας ὄν» [38]. Ἡ βλάσφημος συνήθης χρῆσις τοῦ «ἵνα πάντες ὦσιν ἕν» ὡς χρονίως ἀνενεργοῦ, ὑποδηλοῖ ὅτι ὁ Παντοδύναμος Παράκλητος, Θεός εἰρήνης καί ὄχι ἀκαταστασίας (Α΄ Κορ. 14, 33), ἔχων ἑνοποιητικήν ἐνέργειαν («εἰς γάρ ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε» [39]), δέν ἐδόθη εἰς τήν Ἐκκλησίαν! Ἑπομένως, τό Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν καί οἱ λοιποί Οἰκουμενισταί εὐαγγελίζονται μίαν νέαν Πεντηκοστήν διά τήν ἕνωσιν τῶν διεστώτων!
Ἡ οἰκολογική παρέκκλισις τοῦ Π.Σ.Ε.
Αἱ ἀναφοραί τῆς «Δηλώσεως» τοῦ Π.Σ.Ε. ἐν Πουσάν εἰς τήν φροντίδα καί εὐημερίαν τῆς κτίσεως ὡς μέσου καί τέλους τῆς εὐημερίας τῆς ἀνθρωπότητος, ὑποκρύπτουν ἕνα οἰκολογικόν χιλιασμόν. Προφανῶς ἀγνοεῖται ἡ δήλωσις τῆς Καινῆς Διαθήκης ὅτι ἡ «ἀποκαραδοκία» τῆς «συστεναζούσης κτίσεως», ἡ προσμονή τῆς ἀφθαρσίας, ἀποβλέπει εἰς τήν αἰωνιότητα, εἰς «τήν ἐλευθερίαν τῆςδόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», ὅταν θά ὑπάρξῃ ἐλευθερία ἐκ τῆς φθορᾶς, κατά «τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» [40]. Τό Π.Σ.Ε. θεμελιοῖ νέαν ἐπίγειον ἀποκαραδοκίαν καί νέανἐσχατολογίαν. Ὡσανεί ἀγνοοῦντες τήν ἀρχέγονον πτῶσιν τῆς ἀνθρωπότητος οἱ συντάκται τῆς «Δηλώσεως» προτίθενται νά μᾶς στρέψουν εἰς τήν προπτωτικήν ἐντολήν τοῦ ἀκόπως «ἐργάζεσθαικαί φυλάσσειν» (Γέν. 2, 15), ἀποσιωπῶντες τό εὐαγγελικόν κήρυγμα τῆς μετανοίας ἐκ τῆς ποικιλομόρφου ἁμαρτίας καί ἀποστασίας καί τήν προσμονήν τῶν οὐρανίων, ὡς καί τό δόγμα ὅτι διά τούς Χριστιανούς «τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. 3, 20) καί ὄχι εἰς ἐπιγείους παραδείσους. Ἡ κτίσις ἐξυπηρετεῖ τήν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, μέσῳ τῆς φανερώσεως τῆς ἀϊδίου δυνάμεως καί θειότητος τοῦ Θεοῦ καί τῆς μαρτυρίας τῆς ἀγαθοποιΐας Του [41] καί δέν ἀποτελεῖ ἀγαθόν καθ΄ ἑαυτήν. Ὁ Θεός ἐνδιαφέρεται πρωτίστως ὄχι διά τά ἄλογα καί ἄψυχα κτίσματα, ἀλλά διά τόν λογικόν καί δραματικῶς ἀθάνατον ἄνθρωπον: «Μή τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; ἤ δι΄ ἡμᾶς πάντως λέγει;» (Α΄ Κορ. 9, 9.10)
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Συνοδικοί,
Ἡ πρέπουσα μαρτυρία τῆς Ἐκκλησιολογίας μας, τῶν Ὀρθοδόξων, ἀπετυπώθη ἱκανοποιητικῶς εἰς τήν τελευταίαν διακριτήν ἐκκλησιολογικήν δήλωσιν τῶν Ὀρθοδόξων ἐν τῷ Π.Σ.Ε., τό ἔτος 1961 εἰς Νέον Δελχί, διά τῆς γραφίδος τῶν μακαριστῶν π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, π. Ἰωάννου Meyendorff κ.ἄ. οἱ ὁποῖοι ἐδήλουν σαφῶς, τά ἑξῆς: «Τό πρόβλημα τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἤ τῆς χριστιανικῆς ἐπανενώσεως θεωρεῖται συνήθως ὡς ζήτημα πανομολογιακῆς συμφωνίας ἤ ἀποκαταστάσεως. Ἐν τῇ συζητήσει (ἐρεύνῃ) ἀπό προτεσταντικῆς πλευρᾶς τοῦτο εἶναι ὅλως φυσικόν. Ἀλλά διά τούς Ὀρθοδόξους τό βασικόν Οἰκουμενικόν πρόβλημα εἶναι τό τοῦ σχίσματος. Οἱ Ὀρθόδοξοι δέν εἶναι δυνατόν νά δεχθοῦν τήν ἰδέαν τῆς “ἰσότητος τῶν ὁμολογιῶν” καί δέν δύνανται νά ὁραματισθοῦν Χριστιανικήν ἐπανένωσιν ὡς ἁπλῆν πανομολογιακήν διευθέτησιν. Ἡ ἑνότης διεσπάσθη καί πρέπει νά ἀποκατασταθῇ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶναι μία τῶνὁμολογιῶν, μία μεταξύ τῶν πολλῶν. Διότι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει καί ἔχει συνείδησιν τῆς ταυτότητος τῆς ἐσωτερικῆς της ὑποστάσεως καί τῆς διδασκαλίας της, μέ τό ἀποστολικόν κήρυγμα καί τήν παράδοσιν τῆς ἀρχαίας καί ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας. Εὑρίσκεται εἰς ἀδιάκοπον καί συνεχῆ διαδοχήν τῆς μυστηριακῆς ἱερωσύνης, τῆς μυστηριακῆς ζωῆς καί τῆς πίστεως ... Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διά τῆς ἐσωτερικῆς πεποιθήσεως καί συνειδήσεώς της κατέχει ὅλως ἰδιαιτέραν καί ἐξαιρετικήν θέσιν ἐν τῷ διῃρημένῳ Χριστιανισμῷ, ὡς ὁ φορεύς καί ἡ μάρτυς τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτουἘκκλησίας, ἀφ’ ἧς κατάγονται (ἀρχικῶς) ὅλαι αἱ ὑφιστάμεναι ὁμολογίαι δι΄ ἀποσπάσεως ἤ χωρισμοῦ» [42].
Ἡ μόνη «οἰκονομία» καί ἡ εὐγένεια τάς ὁποίας μετεχειρίσθησαν ἐδῶ οἱ ἡμέτεροι, χάρις εἰς τήν τότε νωπήν αἰσιοδοξίαν, ἦσαν ὁ χαρακτηρισμός τῶν ἑτεροδόξων τοῦ Π.Σ.Ε. καί τῶν λοιπῶν ὡς«σχισμάτων» καί ὄχι αἱρέσεων καί τό ὅτι ὡμίλησαν περί διασπάσεως τῆς ἑνότητος, ὄχι ὄμως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἐν συνεχείᾳ τοῦ παραπάνω παραθέματος ἐπεσήμαινον τήν ἀνάγκην «οἰκουμενισμοῦ ἐν χρόνῳ» («ecumenism in time»), διά τῆς ἐπιστροφῆς εἰς τήν ἀρχαίανΠαράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας («agreement (in faith) with all ages»), καί ὄχι μέσῳ «διακανονισμοῦ» τῶν δογμάτων, καθώς προεξεθέσαμεν. Τῷ ὄντι, τήν διαχρονικήν καί ἐνδο-εκκλησιαστικήν αὐτήν ἑνότητα τῆς δογματικῆς πίστεως οἱ πατερικοί λόγοι ἐξεικονίζουν διά τοῦ ἀρράφου χιτῶνος (Ἰω.19, 23.24) τοῦ Κυρίου.
«Ἀλλ’ ἀληθῶς, ἐπειδή δέν δύναται
νά σχισθῇ ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ὁ χιτών Του, δι΄ ὅλου ἄρραφος καί συνεχής,
δέν διαιρεῖται ὑπ’ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τόν κατέχουν. Ἀδιαίρετος, ἡνωμένος,
συνδεδεμένος, δεικνύει τήν συνεπῆ ὁμοφωνίαν τοῦ λαοῦ μας, οἱ ὁποῖοι
ἐνεδύθημεν τόν Χριστόν. Διά τοῦ μυστηρίου καί σημείου τοῦ ἐνδύματός
Του, διακηρύσσει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ποῖος λοιπόν εἶναι
τόσον μεμολυσμένος καί δολερός, ποῖος τόσον μανικός μέ τήν μανίαν
τῆς διαφωνίας, ὥστε εἴτε νά πιστεύῃ ὅτι δύναται νά σχισθῇ ἡ ἑνότης
τοῦ Θεοῦ, τό ἔνδυμα τοῦ Κυρίου, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἴτε
νά ἀποτολμήσῃ νά τήν σχίσῃ; Ὁ Ἴδιος προειδοποιεῖ εἰς τό Εὐαγγέλιόν του
καί διδάσκει λέγων: “Καί ἔσται μία ποίμνη καί εἷς ποιμήν” (Ἰω.10, 16).
Καί εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχουν εἰς κάποιον τόπον εἴτε πολλοί ποιμένες εἴτε πολλά ποίμνια;» [43]
Τά ὡς ἄνω ἀδήριτα ἐρωτήματα τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ πρέπει νά θέσουν ἡμᾶς αὐτούς πρό τῶν φοβερῶν εὐθυνῶν μας διά τό κείμενον τοῦ Πουσάν ἀλλά καί εἰς τόν διάλογον μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς.
Δέν εἶναι τοῦ παρόντος νά ἐπεκταθῶμεν εἰς τάς τοῦ διαλόγου μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ὑποχωρήσεις καί τά ἀπό ἐκκλησιολογικῆς καί θεολογικῆς ἀπόψεως ὀλισθήματα τῆς ἡμετέρας ὀρθοδόξου πλευρᾶς, κατά τάς συνελεύσεις τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς εἰς Μπάλαμαντ καί Ραβένναν. Αὐτό, ὅμως, τό ὁποῖον δέν δυνάμεθα νά ἀποσιωπήσωμεν εἶναι ὅτι εἰς τάς προσφάτους (30.12.2013) δηλώσεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀδελφοῦ Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου «Γιά τό πρωτεῖο καί τό κείμενο Ραβέννας» διατυπώνεται πρωτοφανής καί θεολογικῶς ἀπαράδεκτος θέσεις, μέ τόν ἰσχυρισμόν τοῦ Σεβασμιωτάτου ὅτι οἱ χρησιμοποιούμενοι εἰς τόκείμενον τῆς Ραβέννας ὑπό τῆ Μικτῆς Θεολογικῆς ᾽Επιτροπῆς ὅροι, «Ἐκκλησία», «ἀνά τόν κόσμον Ἐκκλησίαν» ἤ «ἀδιαίρετη Ἐκκλησία» καί «σῶμα Χριστοῦ» δέν ὑπονομεύουν τήν«πεποίθηση ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀνήκει εἰς τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία»! Ἡ διατύπωσις «ἀνήκει εἰς ...» σχετικοποιεῖ τήν ἐκκλησιολογικήν ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δέν ἀνήκει εἰς τήν Μίαν, Ἁγίαν, ἀλλά εἶναι ἡ Μία, Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Τό «ἀνήκει εἰς ...» ἀφήνει περιθώρια καί εἰς ἄλλας χριστιανικάς κοινότητας νά ἀνήκουν εἰς τήν Μίαν, Ἁγίαν, ὅπως ἄλλωστε αὐτό προκύπτει ἀπό τήν συνέχειαν τοῦ κειμένου, τό ὁποῖο ἀναγνωρίζει «στοιχεῖα (elements) ἐκκλησιαστικότητας καί ἐκτός τῆς Καθολικῆς κοινωνίας». Πρόκειται περί πλήρους ἀποδοχῆς τῆς παπικῆς ἐκκλησιολογίας ἡ ὁποία ἀναγνωρίζει «στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητας» εἰς ἡμᾶς τούς Ὀρθοδόξους καί εἰς ἄλλαςχριστιανικάς κοινότητας, ἐλλιπῆ πάντως διά πλήρη ἐκκλησιολογικήν ὀντότητα. Αὕτη ἐπιτυγχάνεται καί ὁλοκληροῦται μέ τήν ἀποδοχήν τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα. Κατά τήν πεποίθησινδηλαδή τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀδελφοῦ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά ἀνήκει εἰς τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί ἈποστολικήνἘκκλησίαν, μαζί μέ ἄλλας «ἐκκλησίας», αἱ ὁποῖαι ἔχουν στοιχεῖα ἐκκλησιαστικότητος [44].
Ἡ ἔναντι τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν ἐκκλησιολογία
Δυστυχῶς, καί εἰς τό πεδίον τῶν σχέσεων καί τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μέ τόν Παπισμόν, αἱ ἐκφραζόμεναι θεολογικαί πλάναι δέν εἶναι ἥσσονος σημασίας. Ἑορτάζονται τά πενήντα χρόνια ἀπό τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοοικουμενικῆς «Συνόδου» παρ’ ὅτι ἡ αἱρετική Σύνοδος ἐκείνη, παγιώσασα τό δαιμονικόν δόγμα τοῦ παπικοῦ «ἀλαθήτου» τῆς Α΄ Βατικανῆς Συνόδου τοῦ 1870, ἐπισύρει καί ἐφ΄ ἑαυτήν τό ὄνειδος τῆς διαπράξεως τῆς τρίτης μεγίστης πτώσεως ἐν τῇ ἱστορίᾳ μετά τήν πτῶσιν τοῦ Ἀδάμ καί τοῦ Ἰούδα, κατά τόν ὅσιον Ἰουστῖνον Πόποβιτς [45]. Αἱ καινοτομίαι τῆς αἱρετικῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου τήν ἀπεμάκρυναν πορρωτέρω ἀπό πάσης ἐλπίδος ἐπιστροφῆς εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν καί προὐκάλεσαν νέα σχίσματα ἐν τῷ Παπισμῷ λόγῳ τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς ἐκκλησιολογίας της (σχίσμα Λεφέβρ)· ἡ αἱρετική Παπωσύνη εἰς τήν Β΄ Βατικανήν ἀφῆκε χῶρον συγκαταβάσεως ἔναντι τῆς ὀρθοδόξου «ἐκκλησιαστικότητος», ἀλλ’ ὅμως ὄχι καί περιθώρια ἰδικῆς της μετανοίας. Οὕτως, εἰς τό κείμενον τῆς Β΄ Βατικανοῦ Nostra Aetate ὁ σύγχρονος Παπισμός ἀναγνωρίζει τόν Θεόν εἰς τόν Μουσουλμανισμόν καί τόν Ἰουδαϊσμόν [46], παρά τήν θεόπνευστον τῶν Μαθητῶν τοῦ Θεανθρώπου πίστιν, ὅτι «πᾶς ὁ ἀρνούμενος τόν Υἱόν οὐδέ τόν Πατέρα ἔχει» (Α΄ Ἰω. 2, 23) καί ὅτι τῶν Ἰουδαίων «ἐπωρώθη τά νοήματα», οἱ ὁποῖοι «τῇ ἀπιστίᾳ ἐξεκλάσθησαν», καθώς «ὁ Θεός τῶν κατά φύσιν κλάδων οὐκ ἐφείσατο» (Ρωμ. 11, 20.21).
Ὁ Παπισμός εἶναι αἵρεσις κατά τήν
σαφῆ καί θεόγνωμον πεποίθησιν τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν Διορθοδόξων
καί Πατριαρχικῶν Συνόδων τῆς β΄ μετά Χριστόν χιλιετίας, ἀρχῆς γενομένης
ἀπό τοῦ Μεγάλου Φωτίου, τοῦ ἰδιαιτέρως καί συνοδικῶς τιμωμένου ὑπό τῆς
Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς Ἰσαποστόλου. Ὁ πράγματι -καί ὄχι
ὀνόματι- Ἅγιος Ὀρθόδοξος ἐκεῖνος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως,
χαρακτηρίζει τό βατικάνειον Filioque «φρύαγμα τῆς αἱρέσεως»[47] καί «νεανιευόμενον αἱρετίζοντα λόγον» [48], κατά τόν ὁποῖον «τάξει καί σχέσει καί αἰτίᾳ τήν τοῦ Πνεύματος ἑτερότητα καί παραλλαγήν ἡ αἵρεσις δραματουργεῖ» [49], καί προσκαλεῖ μετά θάρρους καί ἀγάπης [50] τούς ἀποστάντας Δυτικούς, τούς «νέους Πνευματομάχους» [51]:«Ἐμβλέψατε, οἱ τυφλοί, καί ἀκούσατε, οἱ κωφοί, οὕς τό σκότος κατέχει τῆς αἱρετικῆς ἐγκαθημένους Δύσεως» [52].
Καί ἀληθῶς, Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε
καί ἅγιοι Συνοδικοί, δέν δυνάμεθα νά ἀποκρυψωμεν τήν βαθεῖαν ἡμῶν
λύπην, ὅταν, παρά τάς θεολογικάς καί πατερικάς ταύτας ἐπισημάνσεις περί
τοῦΠαπισμοῦ, Σεβασμιώτατος Ἀδελφός, ὁ Μητροπολίτης Δημητριάδος κ.
Ἰγνάτιος, κατά τήν προσφάτως ἑορτασθεῖσαν ἐν Ἀθήναις ἐπέτειον ἐπί τῇ
συμπληρώσει 50ετίας ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου
ἐξεθείασε ταύτην ὡς προωθήσασαν καί ἐπιλύσασαν σπουδαῖα θέματα καί
διανοίξασαν τήν ὁδόν διά τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν, ἐνῶ, ὡς γνωστόν
παραμένουν ὅλαι αἱπλάναι καί αἱ καινοτομίαι τοῦ Παπισμοῦ [53].
Αἱ λατινογενεῖς ἐκκλησιολογικαί θέσεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου
Εἰς τόν εὐρύτερον χῶρον τῶν σχέσεων μέ τούς Παπικούς, ἀντί τῆς ἐπιδιώξεως ἐπιστροφῆς τῶν Παπικῶν εἰς τήν διατηρηθεῖσαν ἐν μόνῃ τῇ Ὀρθοδοξίᾳ ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν, οἱ λόγοι καί τάἐπαναλαμβανόμενα ἐπιχειρήματα ἑτέρου Ἱεράρχου, τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου, περί τῆς μοναρχίας τοῦ Θεοῦ Πατρός ὡς ὑποδείγματος διά τό παγκόσμιονπρωτεῖον ἑνός ἐπισκόπου, τοῦ «primi sine paribus» («πρώτου ἄνευ ἴσων») [54], μαρτυροῦν ἀντιθέτως περί τοῦ ἐκδυτικισμοῦ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, χάριν κοσμικῶν ἐπιδιώξεων, ὡς συνέβη καί εἰς τήν Ρώμην εἰς τό μεθόριον τῶν δύο πρώτων μ.Χ. χιλιετιῶν.
Αἱ λατινογενεῖς ἐκκλησιολογικαί θέσεις τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου
Εἰς τόν εὐρύτερον χῶρον τῶν σχέσεων μέ τούς Παπικούς, ἀντί τῆς ἐπιδιώξεως ἐπιστροφῆς τῶν Παπικῶν εἰς τήν διατηρηθεῖσαν ἐν μόνῃ τῇ Ὀρθοδοξίᾳ ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν, οἱ λόγοι καί τάἐπαναλαμβανόμενα ἐπιχειρήματα ἑτέρου Ἱεράρχου, τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου, περί τῆς μοναρχίας τοῦ Θεοῦ Πατρός ὡς ὑποδείγματος διά τό παγκόσμιονπρωτεῖον ἑνός ἐπισκόπου, τοῦ «primi sine paribus» («πρώτου ἄνευ ἴσων») [54], μαρτυροῦν ἀντιθέτως περί τοῦ ἐκδυτικισμοῦ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, χάριν κοσμικῶν ἐπιδιώξεων, ὡς συνέβη καί εἰς τήν Ρώμην εἰς τό μεθόριον τῶν δύο πρώτων μ.Χ. χιλιετιῶν.
Ὁ Μητροπολίτης Προύσης ἀποπειρᾶται
διά πρωτοφανοῦς καί νεωτερικῆς ἐκκλησιολογικῆς προσεγγίσεως, βάσει
ἀτυχῶς τῆς ὡριγενιστικῆς καί υἱοθετιστικῆς (κατά μίαν
subordinatio-ὑποταγήν τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος) Τριαδολογίας τοῦ
Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου, νά θεμελιώσῃ τό παγκόσμιον
διοικητικόν πρωτεῖον ἑνός «Πρώτου» ἐπί τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας,
βάσει τῆς Μοναρχίας τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος·
οὕτω πράττων, καί ἐφ’ ὅσον ἐμπλέκει εἰς τήν στόχευσιν αὐτήν καί
τό χωρίον «πρός τόν Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐξ οὗ πᾶσα πατριά ἐν οὐρανοῖς καί ἐπί γῆς ὀνομάζεται» (Ἐφ. 3,15),
δέν θάδυνηθῇ νά ἀπαντήσῃ εἰς τό ἐρώτημα, διατί λοιπόν δέν ἐνηνθρώπησεν ὁ
Πατήρ, ὥστε νά διασώσῃ τό «Πρωτεῖον» του καί ἐν τῇ Οἰκονομίᾳ, πλήν τῆς
Θεολογίας. Κατά δεύτερον λόγον, ὁ ἅγιοςΠρούσης λαμβάνει τάς
ἐνδοτριαδικάς σχέσεις ὡς τό πρωτότυπον τῆς Ἐπισκοπικῆς Συνόδου· ὅμως εἰς
τήν Ἁγίαν Τριάδα ὁ Πατήρ εἶναι ἡ «ὑπεράρχιος ἀρχή», ἡ «θεογόνος καί
πηγαία θεότης», ἐπειδή εἶναι Γεννήτωρ τοῦ Υἱοῦ καί Προβολεύς τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Ἀντιθέτως, εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν Σύνοδον, ὁ
Πρῶτος ἀναδεικνύεται (καί καθαιρεῖται) ὑπό τῆς Συνόδου, ἄρα ἡ
Σύνοδος εἶναι ἡ «πηγή» τοῦ ἐν Αὐτῇ Πρώτου καί ὄχι τό ἀντίθετον, τό
ὁποῖον προκύπτει καί ἱστορικῶς: ὁ Κύριος ἀναληφθείς
κατέλιπεν ἐμπνεομένην ὑπό τοῦ Πνεύματος τῆς Πεντηκοστῆς Σύνοδον ἰσοτίμων
Ἀποστόλων καί ὄχι τινά Πρῶτον. Ἡ ἀτυχής αὕτη σύγκρισις τοῦ Μητροπολίτου
Προύσης θά εἶχεν ἀποφευχθῇ, ἐάν - ἀντί νά προσφύγῃ εἰς τήν
ἁπλουστευτικήν περιγραφήν τῶντριαδικῶν σχέσεων ὡς ἐξωτερικοῦ μιμήματος
διά τήν ἐκκλησιολογίαν - ἐλάμβανεν ὀρθοδόξως ὡς θεμέλιον
τῆς ἐκκλησιολογίας του τήν φυσικήν Εἰκόνα τοῦ Πατρός, δηλαδή τόν Υἱόν
καί Λόγον, ὁ Ὁποῖος ὡς Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί ταμίας τοῦ πληρώματος
τῶν θείων θησαυρισμάτων, ἀποκαλύπτει εἰς τούς πιστούς ἐν Ἑαυτῷ τόν
Πατέρα (Ἰω. 14,9), ὁ Ἴδιος δέ ἀποκαλύπτεται εἰς τούς πιστούς ὑπό τῆς φυσικῆς Του Εἰκόνος, τοῦ ὁμοτίμου καίπαντοκρατορικοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Ἰω. 16,14) [55].
Ἡ ζωή τῆς Ἁγίας Τριάδος, συνεκτική τῆς Ἐκκλησίας, κοινωνεῖται εἰς τά
λογικά κτιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινή τριαδική ἐνέργεια,
ὄχιὑποστατική τοῦ Πατρός, ἀλλά φυσική ἄκτιστος ἐκ τῆς ἀκτίστου θείας
οὐσίας [56]· αὐτή ἱκανοῖ τούς πιστούς,
ὡς μέλη τοῦ Κυριακοῦ Σώματος, νά οἰκειῶνται τό «ἀμίμητον μίμημα» τῶν
θείων ἀρετῶν. Ἡ κοινή αὐτή τριαδική ἐνέργεια ἤ χάρις ἤ δόξα ἤ βασιλεία
συνέχει τήν Ἐκκλησίαν, συνενοῦσα τούς πιστούς καί κατ΄ ἐξοχήν
τούς Ἐπισκόπους, ὥστε κατά τόν ἅγιον Μάξιμον νά εἶναι κοινόν τό θεληθέν
τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων, διά τῆς μιᾶς θείας ἐνεργείας [57]. Οὕτως, ἡ ἑνότης τῆς Συνόδου δέν διασφαλίζεται διά τῆς ἐξωτερικῆς «φυσικῆς μιμήσεως» ἑνός
πατρομονιστικοῦ δῆθεν ἐξουσιαστικοῦ «πρωτείου» ἐν τῇ Παναγίᾳ Τριάδι,
κατά τά λεγόμενα τοῦ Σχολάρχου τῆς Χάλκης καί Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς
Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ, ἀλλ' ὀντολογικῶς ὑπέρ φύσιν, διά τῆς αὐτεξουσίου
ὑποταγῆς πάντων εἰς τό θεῖον καί ἑνιαῖον ἄκτιστον τριαδικόν
θέλημα, γνωριζόμενον διά τοῦ Θεανθρώπου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τό
ὁποῖον Πνεῦμα «τούς κατά τό ἐγχωροῦν μετέχοντας ὡς δύναμις ἑνοποιός ἑνοῖ καί ἀνατείνει πρός τήν τοῦ συναγωγοῦ Πατρός ἑνότητα καί θεοποιόν ἁπλότητα» [58].
Ἄλλωστε, εἶναι συντριπτικῶς συχνοτέρα ἡ χρῆσις τοῦ ὅρου «μοναρχία» πρός
κατάδειξιν τῆς μοναδικῆς Παντοκρατορίας τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπί τῆς
κτίσεως («εἰ γάρ καίτριλαμπεῖ μοναρχεῖ τό Θεῖον») [59] καί σπανιωτάτη ἡ χρῆσις ἡ πρός κατάδειξιν τῆς ἐνδοτριαδικῆς μοναρχίας τοῦ Πατρός [60]·
ἡ δευτέρα αὕτη προεβλήθη ὑστερογενῶς κατά τῶν Λατίνων, ὅταν
αὐτοί ἀνήγαγον τόν Υἱόν ὡς δευτέραν ἀρχήν ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος
διά τοῦ Filioque [61]. Ἰδού, λοιπόν,
στίβος λαμπρός διά τόν Σεβασμιώτατον ἀδελφόν καί Σχολάρχην τῆς Γεραρᾶς
Σχολῆς τῆςΧάλκης, πρός ὑπεράσπισιν τῆς καλῶς ἐννοουμένης Μοναρχίας
τοῦ Θεοῦ Πατρός κατά τοῦ «διαρχικοῦ» Filioque καί
τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἐπί τοῦ ἐπιπέδου τῆς Τριαδολογίας καί
ὄχινεωτερικῶς, ἐπί τῆς Οἰκονομίας καί τῆς Ἐκκλησιολογίας, χριστολογικῶς
κυρίως ἐξεταζομένης.
Ἐπανάληψις προγενεστέρως ἐφευρεθέντων δογμάτων
Ἡ προσέγγισις τοῦ Σεβασμιωτάτου Προύσης ἐρείδεται, κατ΄ ἰδίαν ὁμολογίαν, εἰς παλαιοτέραν ὁμιλίαν του ἐν Ἀμερικῇ, ἔνθα εἶχεν ἀρνηθῇ σχεδόν ὡς αἵρεσιν (!!!) καί τήν ὑπερτάτην θέσιν τῶνΟἰκουμενικῶν Συνόδων εἰς τήν Ἐκκλησίαν [62]. Τοιουτοτρόπως, ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἐλπιδοφόρος ἀσυναισθήτως ὑπονομεύει τό κῦρος τοῦ θεσμοῦ ἐκείνου ὁ ὁποῖος κατωχύρωσεν ἐπί αἰῶνας τήν πρωτοκάθεδρον θέσιν τῆς πᾶσι φιλτάτης Μητρός Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὄχι μόνον καινοτομεῖ ἔναντι παντός ἄχρι τοῦ νῦνσυμβολικοῦ μνημείου ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας (πλήν μερικῶν γραφῶν τοῦ ἁγίου Περγάμου), ἀλλά καταρρακοῖ καί τήν διαλεγομένην ἐκκλησιολογίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου,ἀποδεικνύων αὐτήν «κάλαμον ὑπό ἀνέμου σαλευόμενον». Διότι, ἐάν ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐξασφαλίζεται δῆθεν ὑπό τοῦ παγκοσμίου Πρώτου καί ὄχι ὑπό τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀποφάσεωντῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὡς ἀνωτάτου θεσμοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, διατί τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ὑπέγραψε διαφόρως εἰς τόν διάλογον μέ τούς Παλαιοκαθολικούς πρό τριῶν δεκαετιῶν [63]; Ἐθώπευσε τότε τάς ἀκοάς τῶν Παλαιοκαθολικῶν ἀποδεχόμενον τήν «αἵρεσιν» τῆς ὑψίστης αὐθεντίας ὄχι τινός Πρώτου, ἀλλά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἤ τώρα κνήθει τάς ἀκοάς τῆς παπικῆς μοναρχοκεντρικῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ «παγκοσμίου ἐπισκόπου» Πάπα τῆς Ρώμης;
Ἐπανάληψις προγενεστέρως ἐφευρεθέντων δογμάτων
Ἡ προσέγγισις τοῦ Σεβασμιωτάτου Προύσης ἐρείδεται, κατ΄ ἰδίαν ὁμολογίαν, εἰς παλαιοτέραν ὁμιλίαν του ἐν Ἀμερικῇ, ἔνθα εἶχεν ἀρνηθῇ σχεδόν ὡς αἵρεσιν (!!!) καί τήν ὑπερτάτην θέσιν τῶνΟἰκουμενικῶν Συνόδων εἰς τήν Ἐκκλησίαν [62]. Τοιουτοτρόπως, ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἐλπιδοφόρος ἀσυναισθήτως ὑπονομεύει τό κῦρος τοῦ θεσμοῦ ἐκείνου ὁ ὁποῖος κατωχύρωσεν ἐπί αἰῶνας τήν πρωτοκάθεδρον θέσιν τῆς πᾶσι φιλτάτης Μητρός Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὄχι μόνον καινοτομεῖ ἔναντι παντός ἄχρι τοῦ νῦνσυμβολικοῦ μνημείου ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας (πλήν μερικῶν γραφῶν τοῦ ἁγίου Περγάμου), ἀλλά καταρρακοῖ καί τήν διαλεγομένην ἐκκλησιολογίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου,ἀποδεικνύων αὐτήν «κάλαμον ὑπό ἀνέμου σαλευόμενον». Διότι, ἐάν ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐξασφαλίζεται δῆθεν ὑπό τοῦ παγκοσμίου Πρώτου καί ὄχι ὑπό τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀποφάσεωντῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὡς ἀνωτάτου θεσμοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, διατί τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ὑπέγραψε διαφόρως εἰς τόν διάλογον μέ τούς Παλαιοκαθολικούς πρό τριῶν δεκαετιῶν [63]; Ἐθώπευσε τότε τάς ἀκοάς τῶν Παλαιοκαθολικῶν ἀποδεχόμενον τήν «αἵρεσιν» τῆς ὑψίστης αὐθεντίας ὄχι τινός Πρώτου, ἀλλά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἤ τώρα κνήθει τάς ἀκοάς τῆς παπικῆς μοναρχοκεντρικῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ «παγκοσμίου ἐπισκόπου» Πάπα τῆς Ρώμης;
Ἱστορικῶς, τό ἀβάσιμον τῆς ἐξυψώσεως τοῦ «Πρώτου» ἔναντι τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀποδεικνύεται ὄχι μόνον ὑπ’ αὐτοῦ τούτου τοῦ Θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν, οἱ ὁποῖοι ἦσαν «ἑνωθέντες ἀλλήλοις, τρόπον τινά ὡς τό ἐκ τεσσάρων στοιχείων σῶμα, σύμψυχοι καί ἕν γενόμενοι, ἕν φρονοῦντες ... ὄντως ἀποτελεσθεῖσα χρυσῆ καί μεγάλη σειρά τετρακτύς ... γέγονεμία ποίμνη, καί εἷς ποιμήν οἱ τέσσαρες ποιμένες, τῇ ὁμοφροσύνῃ καί τῇ ὀρθοδοξίᾳ» [64], ὄχι μόνον ὑπό τοῦ γεγονότος τοῦ ἀνεκκλήτου τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου [65] (ἐνῷ κατά παντόςΠατριάρχου ἰσχύει τό ἔκκλητον ἐνώπιον Οἰκουμενικῆς ἤ Πανορθοδόξου Συνόδου), ὄχι μόνον ὑπό τῆς ἱστορικῆς καθαιρέσεως Παπῶν καί Πατριαρχῶν ὑπό Οἰκουμενικῶν ἤ καί Πανορθοδόξων Συνόδων, ὄχι μόνον ὑπό τῆς κοινοποιήσεως τῶν εἰρηνικῶν Γραμμάτων ἑκάστου Προκαθημένου εἰς πάντας τούς ὑπολοίπους καί ὄχι μόνον εἰς τόν Πρῶτον τῇ τάξει, καί μυρίων ἄλλων, ἀλλά καί ὑπό τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος τῆς ὑπ’ αὐτῶν τῶν Παπῶν τῆς Ρώμης ἀναγνωρίσεως τῆς ἀνωτερότητος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μέ χαρακτηριστικόν παράδειγμα τόν Λέοντα Θ΄ ὁ ὁποῖος, καίτοι Πρῶτος εἰς τά πρεσβεῖα, ἐφρόνει «πάσης στερεῖσθαι αὐθεντίας πᾶν ὅ,τι ἄν τυπωθείη τῇ ἐκείνων [τῶν Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου] διατυπώσει ἐναντιούμενον»[66]. Ἡ δέ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἐπαναφέρουσα εἰς τήν τάξιν τόν Πάπαν Βιγίλιον, ἠρνήθη εἰς αὐτόν τό διεκδικούμενον ὑπ’ αὐτοῦ δικαίωμα ψήφου ἰσοδυνάμου πρός τάς τέσσαρας ψήφους τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς [67].
Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Συνοδικοί,
Τά ὡς ἄνω γραφέντα ἀποτυποῦν μίαν θλιβεράν εἰκόνα ἐκκλησιολογικῆς ἀλλοτριώσεως τῆς Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας εἰς τούς Διαλόγους καί καταργήσεως τῆς ἐκεῖ ὀρθοδόξου μαρτυρίας. Μεμφόμενοι ἡμεῖς αὐτοί τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί τό κῦρος αὐτῆς, αἰτούμενοι δηλαδή συγγνώμην διά τήν «πρόκλησιν διαιρέσεων», καί καταρρίπτοντες οὕτως αὐτῆς τό συνοδικῶς διαπεπιστωμένον ἀλάθητον, ἤ νομίζοντες αὐτήν «μέρος» τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καί Ἀληθείας, πῶς θά προβάλωμεν κατά τῶν ἐφορμώντων εἰς τό ποίμνιόν μας λύκων, τῶνψευδομαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, Πεντηκοστιανῶν, Μορμόνων κ.λπ. τό κῦρος τῆς ἀλαθήτου ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως;
Τό Π.Σ.Ε. παραπαίει, μή γινῶσκον «δεξιάν αὐτοῦ ἤ ἀριστεράν αὐτοῦ», διό καί γράφει:«Προσευχόμεθα νά βοηθηθῶμεν νά κατανοήσωμεν περισσότερα περί τῆς ὁρατῆς ἑνότητος εἰς τήνὁποίαν ὁ Θεός μᾶς καλεῖ νά ζήσωμεν» (Συνημμένον
Α΄, ὑποσημ. 1, σ. 8), φθάνει δέ εἰς τήν ἀντίφασιν νά εἶναι εὐγνῶμον διά
τήν διαφορετικότητα, ἄν καί αὐτή προκαλεῖ τήν διαίρεσιν [68]!Δυστυχῶς, ἡ ἡμετέρα παρουσία, ἀποσιωπᾶ τήν περί τῆς μόνης Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου, ἀλήθειαν, παρ’ ὅτι «ἡ σιγή τῶν λόγων ἀναίρεσίς ἐστιν» ἐνῷ «πᾶς ἄνθρωπος ἁγιάζεται διά τῆς ἀκριβοῦς ὁμολογίας τῆς Πίστεως» [69].
Τεκμηριωμένως, ἡ σύγκρισις τῆς ὡς
ἄνω ὀρθοδόξου «Δηλώσεως Ἑνότητος» ἐν Νέῳ Δελχί τό 1961 μετά τοῦ κειμένου
τοῦ Πουσάν, δεδομένης καί τῆς μή ἐνεργοποιηθείσης καταθέσεως
ἰδίαςδηλώσεως, καταδεικνύει τήν ἀνάγκην ὁριστικῆς ἀποστασιοποιήσεώς μας
ἐκ τοῦ Π.Σ.Ε., ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν ἐπίσημον - εἰ καί ἐκ τῶν ὑστέρων -
ἀπόρριψιν τῆς «Δηλώσεως Ἑνότητος» τοῦ Πουσάν ὑπό τῆς καθ΄ ἡμᾶς
Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Περί δέ τοῦ διαλόγου μετά τῶν Παπικῶν
ἔχομεν τήν αὐτήν πεποίθησιν, ὅτι συμβάλλει πασιφανῶς καί
ἀποδεδειγμένως εἰς τήν ἀλλοίωσιν τῆς ἐκκλησιολογίας μας χαρακτηρισθέντος ὑπό τοῦ ἐπί 20ετίαν (1980-2000), Ὀρθοδόξου συμπροέδρου Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας κ. Στυλιανοῦ ὡς «ἀνοσίου παιγνίου».
Ταῦτα μετά βαθυτάτης λύπης καί ἐναγωνίου προσμονῆς φέρομεν ὑπ΄ ὄψιν τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος καί τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου, ἔχοντες δέ δι΄ ἐλπίδος ὅτι τά ἀνωτέρω ἐκτεθέντα, θά παροτρύνουν Ὑμᾶς εἰς τάς δεούσας ἐνεργείας ἀποκαταστάσεως τῆς ἀπομειουμένης Ἀληθείας, παρακαλοῦμεν ὅπως συζητηθοῦν τά τιθέμενα θέματα εἰς τήν τακτικήν Σύνοδον τῆς προσεχοῦς Σεπτῆς Ἱεραρχίας καί διατελοῦμεν.
Μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ
Οἱ Μητροπολῖται
† ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης ἈνδρέαςΟἱ Μητροπολῖται
† ὁ Γλυφάδας, Ἑλληνικοῦ, Βούλας, Βουλιαγμένης καί Βάρης Παῦλος
† ὁ Κυθήρων Σεραφείμ
† ὁ Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας Κοσμᾶς
† ὁ Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἱερεμίας
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ - ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] «Ἡ Ἱεραρχία γιά "ὁμολογία πίστεως" καί "διάλογο"»,
http://www.romfea.gr/component/content/article/
25-2009-12-18-08-37-46/5539-2010-08-07-10-45-46
http://www.romfea.gr/component/content/article/
25-2009-12-18-08-37-46/5539-2010-08-07-10-45-46
[2] Central Committee Members August 2012 http://www.google.gr/url?sa=
t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=1&cad=rja&ved=0CD
UQFjAA&url=http%3A%2F%2Farchived.oikoumene.org%2Ffileadmin%2Ffiles%2Fwcc-main%2Fdocuments%2Fgoverning_bodies%2Fcentral_committee%2F2012%2
FCentralCommitteeMembers_August2012.xlsx&ei=u
t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=1&cad=rja&ved=0CD
UQFjAA&url=http%3A%2F%2Farchived.oikoumene.org%2Ffileadmin%2Ffiles%2Fwcc-main%2Fdocuments%2Fgoverning_bodies%2Fcentral_committee%2F2012%2
FCentralCommitteeMembers_August2012.xlsx&ei=u
[3] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 5 (σ. 3) καί παράγραφος 14 (σ. 6).
[4] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 4 (σ. 2), παράγραφος 7 (σ. 4) καί παράγραφος 10 (σ. 5)
[5] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 14 (σ.6 καί 7) καί παράγραφος 16 (σ. 7)
[6] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 7 (σ. 3 καί 4) καί παράγραφος 15 (σ. 7)
[7] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 3 (σ. 2), παράγραφος 4 (σ. 2) καί παράγραφος 15 (σ. 7)
[8] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 2 (σ. 2), παράγραφος 4 (σ. 3), παράγραφος 11 (σ. 5) καί παρ. 14 (σ. 6)
[9] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 6 (σ. 3), παράγραφος 8 (σ. 4), παράγραφος 9 (σ. 4) καί ὑποσημ. 1 (σ. 8)
[10] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 15 (σ. 7)
[11] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 13 (σ. 6) καί παράγραφος 9 (σ. 4)
[12] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 3 (σ. 2) καί παράγραφος 8 (σ. 4)
[13] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 12 (σ. 6) καί παράγραφος 15 (σ. 7)
[14] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 12 (σ. 5). Βλ. ΑΡΧΙΜ. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΣΙΑΚΚΑΣ (νῦν Μητροπολίτης Καρπασίας), Ἐγκυκλοπαιδικό Λεξικό Θρησκειῶν καί Αἱρέσεων,
ἐκδ. Ἱ.Μ.Τροοδιτίσσης, Κύπρος 2002, σ. 697-699 καί 613-616. Βλ. τήν
χρῆσιν τοῦ ὅρου «ὁλιστική ἀτζέντα» καί εἰς τούς λόγους τῆς Προέδρου
τοῦ Π.Σ.Ε. Δεσποσύνης (Dame) Mary Tanner, τῆς Ἀρχηγοῦ τοῦ Τάγματος τῆς
Βρεταννικῆς Αὐτοκρατορίας (Συνημμένον Δ΄, σ. 2).
[15] Συνημμένον
Α΄, παράγραφος 6 (σ. 3) καί παράγραφος 7 (σ. 3). Περί τῆς ἐξελίξεως εἰς
τήν ἀποδοχήν τῆς ὁμοφυλοφιλίας μεταξύ τῶν Συνελεύσεων Πόρτο Ἀλέγκρε
(2006) καί Πουσάν (2013) βλ. Ι.Μ. ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ, «“Συγγνώμη πού εἴμαστε Ὀρθόδοξοι” : 10η Γενική Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε. στό Πουσάν», (Δ΄Μέρος) http://www.impantokratoros.gr/0862339B.el.aspx
[16] Συνημμένον Γ΄, σ. 3
[17] Συνημμένον Γ΄, σ. 2
[18] Συνημμένον Γ΄, σ. 1-2
[19] Συνημμένον Γ΄, σ. 2
[20] Liber de Unitate Ecclesiæ 23,
PL 4, 517B: «Deus unus est, et Christus unus, et una Ecclesia ejus, et
fides una, et plebs una in solidam corporis unitatem concordiæ glutino
copulata».
[21] Εἰς
τήν ἐπιστολήν του πρός τόν Πομπήιον κατά τῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Ρώμης
Στεφάνου ὁ ἅγιος Κυπριανός μεταξύ ἄλλων χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα τοῦ
διαρραγέντος ὑδραγωγοῦ - καθ΄ ἥνπερίπτωσιν παρακάμπτοντες τόν ἀγωγόν
καταφεύγομεν εἰς τήν πηγήν τῶν ὑδάτων – πρός ἀποφυγήν τῶν δογματικῶν
λαθῶν τῶν ἐπισκόπων καί συγκεκριμένως τοῦ Ρώμης Στεφάνου· οὕτω
λοιπόν πρέπει νά καταφεύγωμεν κατ΄ εὐθεῖαν εἰς τήν κεφαλήν καί πηγήν τῆς
θείας Παραδόσεως· «Nam si ad divinæ traditionis caput et originem
revertamur, cessat error humanus ... ut si vitio interrupti aut bibuli
canalis effectum est quo minus aqua continua perseveranter ac jugiter
flueret, refecto et confirmato canali ad usum atque ad potum civitatis
aqua collecta eadem ubertate atque integritate repræsentetur qua de
fonte proficiscitur?» (S. CYPRIANUS, Ad Pompeium contraEpistolam Stephani de Hæreticis baptizandis 10, PL 3, 1133B.C)
[22] ΒΛ. ΦΕΙΔΑΣ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμ. Α΄, Ἀθῆναι 1994, σελ. 567ἑ.569.570. Ὁ ἱ. Αὐγουστῖνος «γιά νά θεμελιώση ὅμως τήν καθολικότητα καί τό ἀκαταγώνιστο τῆς θείας χάριτος ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίση α) τήν προγενέστερη σχετική ἐκκλησιαστική παράδοση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ θεία χάρη παρέχεται μόνο μέ τά μυστήρια καί μόνο μέσα στούς κόλπους τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (...)
Ἡ ἀποσύνδεση αὐτή τῆς παροχῆς τῆς θείας χάριτος τόσο ἀπό τόν τελοῦντα,
ὅσο καί ἀπό τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας ἔφερε τόν ἱ. Αὐγουστῖνο σέ
ἀντίθεση πρός τήν ἐκκλησιολογία τοῦ ἱ. Κυπριανοῦ, ὁ ὁποῖος, ἐκφράζοντας τήγενικότερη
ἐκκλησιαστική συνείδηση, εἶχε ὑποστηρίξει ad hoc ὅτι οἱ βαπτιζόμενοι
ἀπό αἱρετικούς ἤ καί σχισματικούς δέν λαμβάνουν τή θεία χάρη, γιατί “extra Ecclesiam nulla salus” (…)
καί οἱ αἱρετικοί [κατά τήν διδασκαλίαν τοῦ ἱ. Αὐγουστίνου] θά μποροῦσαν
νάθεωρηθοῦν κατά κάποιο τρόπο μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γιατί “πολλοί πού
φαίνονται ὅτι εἶναι ἔξω, στήν πραγματικότητα εἶναι μέσα” στήν Ἐκκλησία
(De baptismo, 5, 28) (…) Oἱ ἐκκλησιολογικές ὅμως συνέπειες [τῆς
διδασκαλίας τοῦ Αὐγουστίνου] τονίσθηκαν ἰδιαίτερα ἀπό τή μεταγενέστερη
σχολαστική θεολογία καί ἀπό τήν προτεσταντική μεταρρύθμιση, ἐπηρέασαν δέ
μέ καθοριστικό τρόπο τήν ὅλη ἐκκλησιολογία τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ.
Τοῦτο φαίνεται ὄχι μόνο ἀπό τήν προτεσταντική διδασκαλία περί
“ἀοράτου Ἐκκλησίας”, ἀλλά καί ἀπό τή ρωμαιοκαθολική ἐκκλησιολογία
τοῦ πρόσφατου διατάγματος De oecumenismo (Unitatis redintegratio) τῆς Β’
Βατικανῆς Συνόδου».
[23] Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ὀρθοδοξία καί αἵρεση,
Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη 23, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη
1992, σσ. 99.103. «Ἱστορικά λοιπόν καί πάλι πρέπει νά ᾽ναι τά κριτήρια
τῆς ὀρθοδοξίας καί τῆς αἵρεσης. Ἡ πρώτη διεκδικεῖ ἀταλάντευτα
τήν ἀρχαιότητα, ἐνῶ ἡ δεύτερη εἶναι νεωτεροποιΐα. (...) Ἡ ὀρθόδοξη ἄποψη
εἶναι σαφής καί ἀνυποχώρητη. Ἐμμένει στήν ἀρχαιότητα τῆς διδασκαλίας.
Αὐτή καί μόνο εἶναι τό κριτήριο τῆς γνησιότητας καί αὐθεντικότητας».
[24] Συνοδική Ἐπιστολή τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις Συνόδου τοῦ 1672 εἰς ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1953, τόμ. Β', σ. 704.
[25] Ὁμολογία Πίστεως τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1727, 16, εἰς ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, αὐτόθι, σ. 868.
[26] Ἐγκύκλιος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1836 κατά τῶν Διαμαρτυρομένων Ἱεραποστόλων, 7, εἰς ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, αὐτόθι, σ. 883.
[27] Ἀποκρίσεις (1716/1725)τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τούς Ἀγγλικανούς Ἀνωμότους, Ἀπόκρισις 5, εἰς ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, αὐτόθι, σ. 794ἑξῆς.
[28] Ἐκ τῶν Αἴνων τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων τιη΄ Θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ (Κυριακῇ ἑβδόμῃ ἀπό τοῦ Πάσχα).
[29] Liber de Unitate Ecclesiæ 9,
PL 4, 506C-507A: «Gratulandum est, cum tales de Ecclesia separantur, ne
columbas, ne oves Christi sæva sua et venenata contagione prædentur».
[30] Ἐπιστολή Φωτίου πρός τόν Πάπαν Νικόλαον PG
102, 605D: «Οὕτως ἐν οἷς οὐκ ἔστι πίστις τό ἀθετούμενον, οὐδέ κοινοῦ
τε καί καθολικοῦ ψηφίσματος ἔκπτωσις, ἄλλων παρ΄ ἄλλοις ἐθῶν τε καί
νομίμων φυλαττομένων, οὔτε τούς φύλακας ἀδικεῖν οὔτε τούς μή
παραδεξαμένους παρανομεῖν ὀρθῶς ἄν τις κρίνειν εἰδώς διορίσαιτο». S. FIRMILIANUS, Epistola LXXV Ad Cyprianum contra epistolam Stephani 6,
PL 3, 1159A: «... in ceteris quoque plurimis provinciis multa pro
locorum et hominum diversitate variantur, nec tamen propter hoc ab
Ecclesiæ Catholicæ pace atque unitate aliquando descessum est. Quod nunc
Stephanus ausus est facere rumpensadversus vos pacem».
[31] Ἐπιστολή Φιλαδελφεῦσι 3,
PG 5, 700A: «Ἀπέχεσθε τῶν κακῶν βοτανῶν (...) Οὐχ ὅτι παρ΄ ὑμῖν
μερισμόν εὗρον, ἀλλ’ ἀποδιϋλισμόν (...) καί ὅσοι ἄν μετανοήσαντες
ἔλθωσιν ἐπί τήνἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καί οὗτοι Θεοῦ ἔσονται (...) εἴ
τις ἐν ἀλλοτρίᾳ γνώμῃ περιπατεῖ, οὗτος τῷ Πάθει οὐ συγκατατίθεται».
[32] Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως 1,
10, 2 PG 7a, 552A.B: «Τοῦτο τό κήρυγμα παρειληφυῖα, καί ταύτην
τήν πίστιν, ὡς προέφαμεν, ἡ Ἐκκλησία, καίπερ ἐν ὅλῳ τῷ
κόσμῳ διεσπαρμένη, ἐπιμελῶς φυλάσσει, ὡς ἕνα οἶκον οἰκοῦσα· καί
ὁμοίως πιστεύει τούτοις, ὡς μίαν ψυχήν καί τήν αὐτήν ἔχουσα καρδίαν,
καί συμφώνως ταῦτα κηρύσσει, καί διδάσκει, καί παραδίδωσιν, ὡς ἕν στόμα
κεκτημένη».
[33] Ἐπιστολή 238, Νικοπολίταις Πρεσβυτέροις PG 32, 889B.
[34] ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως 4, 10 (83) PG 94, 1125C-1128B. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Εἰς τήν πρός Ρωμαίους 26, 3 PG 60, 640.
[35] Τόμος Συνοδικός τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1672 εἰς ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1953, τόμ. Β', σ. 692.
[36] ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἐξήγησις ὑπομνηματική εἰς τόν Προφήτην Ἠσαΐαν 1, 2 PG 70, 69A.B. ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Εὐαγγελική προπαρασκευή 6, 18 PG 22, 457D.
[37] Ὅρος Πίστεως τῆς ΣΤ' Οἰκουμενικής Συνόδου, εἰς ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1952, τόμ. Α', σ. 187.
[38] Εἰς τό κατά Ἰωάννην 82, 2, PG 59, 444.
[39] Κοντάκιον (ἦχος πλ.δ΄) τῆς Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς.
[40] Ρωμ. 8, 18-23.
[41] Ρωμ. 1, 20 καί Πράξ. 14, 17.
[42] G. KONIDARIS, «The Orthodox Contribution in the Section of Unity in New Delhi Introductory Note», Θεολογία ΛΓ΄ 2 (1962) 187.
[43] Liber de Unitate Ecclesiæ 7,8
PL 4, 505B: «At vero, quia Christi populus non potest scindi, tunica
ejus per totum textilis et cohærens divisa a possidentibus non est.
Individua, copulata, connexa ostendit populi nostri, qui Christum
induimus, concordiam cohærentem. Sacramento vestis et signo declaravit
Ecclesiæ unitatem. Quis ergo sic est sceleratus et perfidus, quis sic
discordiæ furore vesanus, ut aut credat scindi posse aut audeat scindere
unitatem Dei, vestem Domini, Ecclesiam Christi? Monet ipse in Evangelio
suo et docet dicens: Et erim unus grex et unus pastor (Joan. x, 16). Et esse posse uno in loco aliquis existimat aut multos pastores aut plures greges»?
[45] Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος,
μτφρ. Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέφτιτς (νῦν Μητροπ. Πρώην Ζαχουμίου καί
Ἑρζεγοβίνης), ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1987, σ. 150.152: «Διά τοῦ δόγματος
αὐτοῦ ὅλοι οἱ εὐρωπαϊκοί ἀνθρωπισμοί ἀπέκτησαν τό ἰδεῶδες καί τό
εἴδωλόν των: ὁ ἄνθρωπος ἀνεκηρύχθη ὑπερτάτη θεότης, πανθεότης ...
Τό δόγμα περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα τοῦ 20οῦ αἰῶνος, δέν εἶναι ἄλλο παρά
ἡ ἀναγέννησις τῆς εἰδωλολατρίας καί τοῦ πολυθεϊσμοῦ ... Εἰς τήν
ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις: τοῦ Ἀδάμ,
τοῦ Ἰούδα, τοῦ πάπα».
[46] Βλ.
Τήν παράγραφον (3): « The Church regards with esteem also the Moslems.
They adore the one God, living and subsisting in Himself; merciful and
all-powerful, the Creator of heaven and earth, who has spoken to men»
καί τήν παράγραφον (4): «Although the Church is the new people of God,
the Jews should not be presented as rejected or accursed by God, as if
this followed fromthe Holy Scriptures». Τό ἀγγλικόν κείμενον τοῦ Nostra
Aetate βλ. ἐνhttp://www.vatican.va/archive/hist_councils/ii_vatican_council/documents/vatii_decl_19651028_nostra-aetate_en.html
[47] Λόγος περί τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας 17, PG 102, 296B.
[48] Αὐτόθι 6, PG 102, 288B.
[49] Αὐτόθι 43, PG 102, 321B.
[50] Αὐτόθι
13, PG 102, 292C-293A: «... ὀργήν μέν, οἷς τοσαύτην ἀπόνοιαν
ἀνελάβοντο· θρῆνον δέ, οἷς πρός ὄλεθρον ἀβοήθητον καταφέρονται· ἡ γάρ
εὐσέβεια, καί ὀργιζομένη, τόν τοῦ ὁμοφυοῦς οἶκτον οὐκ ἀποτίθεται».
[51] Αὐτόθι 96, PG 102, 389C.
[52] Αὐτόθι 81, PG 102, 365A.
[53] http: www.acadimia.gr/content/view/510/97/lang.el καί http: imd.gr-site-articles-top-omilies-heretismoi-mitropolitou-811
[54] «Primus sine paribus, Ἀπάντησις εἰς τό περί πρωτείου κείμενον τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας»http://www.amen.gr/article16557
[55] Περί
τοῦ Θεοῦ Υἱοῦ καί Λόγου ὡς φυσικῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ Πατρός, τοῦ δέ
Ἁγίου Πνεύματος ὠς φυσικῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ Λόγου βάσει τῆς θεολογίας
τῶν Καππαδοκῶν καί τῶν ἁγίων Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ καί Θεοδώρου Στουδίτου
βλ. Δ. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Εἰκονολογικές μελέτες, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 26-35.
[56] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Κεφάλαια Ἑκατόν Πεντήκοντα 121,
ἐπιμελείᾳ Π. Χρήστου, ἐκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1992, τόμ. 5, σ. 103:
«Μή μόνον ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἥν οὐδείς λαμβάνει, ἀλλά καί ἡ κατά φύσιν
ἐνέργεια τούτου λέγεται ζωή, ἥν κατά χάριν ἔλαβον οἱ οὕτω παρ΄ αὐτοῦ
ζωοποιηθέντες, ὡς καί σῴζειν δι’ ἑαυτῶν, ταυτό δ’ εἰπεῖν καί
ἀπαθανατίζειν κατά Πνεῦμα, τούς μή κατά Πνεῦμα ζῶντας πρότερον».
[57] Πρός Μαρῖνον τόν ὁσιώτατον Πρεσβύτερον PG
91, 33A.Β: «... ἔφην μίαν ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων, τήν
πάντων ἐκθεωτικήν τῶν ἁγίων, τῆς ἐλπιζομένης μακαριότητος· τοῦ Θεοῦ μέν
κατ΄ οὐσίαν ὑπάρχουσαν, τῶν ἁγίων δέ κατά χάριν γεγενημένην». Καί αὐτόθι
PG 91, 25D: «Μίαν γνώμην κατά πάντα τρόπον εἶναι τοῦ τε Θεοῦ καί τοῦ
τῶν ἁγίων χοροῦ, ἀδύνατον· κἄν, ὡς εἶπον, ἕν ἐστιν ἀμφοτέροις τό
θεληθέν, ἡ σωτηρία τῶν ὅλων, περί ἥν τῶν θελημάτων ἡ ἕνωσις».
[58] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Περί θεοποιοῦ μεθέξεως 6, ἔνθ’ ἀνωτ., τόμ. 2, σ. 141ἑξῆς.
[59] Β΄ Ἀντίφωνον τῶν Ἀναβαθμῶν τοῦ Ὄρθρου τῆς Κυριακῆς τοῦ πλ. δ΄ ἤχου.
[60] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Πρός Βαρλαάμ A΄
21, ἔνθ’ ἀνωτ., τόμ. 1, σ.236ἑξῆς: «τρόπος γάρ ἕτερος δημιουργικῆς
ἐστιν ἀρχῆς καί τῆς κατ΄ αὐτήν μοναρχίας, καί τῆς ἀρχῆς καί μοναρχίας
ἐκείνης ἕτερος, ἥ τῆς θεογονίας ἐστίν ἐπώνυμον, ὅς καί σώζεται τῷ τόν
Υἱόν καί τό Πνεῦμα τήν ὕπαρξιν ἔχειν ἐκ τοῦ Πατρός, ὥσπερ ἐκεῖνος τῷ δι΄
Υἱοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι δημιουργόν εἶναι τόν Πατέρα».
[61] Μ. ΦΩΤΙΟΣ, Κατά τῶν τῆς παλαιᾶς Ρώμης, ὅτι ἐκ τοῦ Πατρός μόνον ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἀλλ’ οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ 10
PG 102, 397Α: «Πῶς οὖν φατε τό ἅγιον Πνεῦμαἐκπορεύεσθαι καί ἐκ τοῦ
Υἱοῦ; Εἰ μέν ὡς ἐξ αἰτίου, ἰδού δύο αἴτια καί δύο ἀρχαί, Πατήρ καί Υἱός,
καί διαρχία μᾶλλον ἤ μοναρχία τό παρ’ ὑμῖν πρεσβευόμενον, καί οὐχ
ἡμέτερον λέγειν ὅσα τά ἄτοπα ἕψεται».
[62] Ἐπίσκεψις 698
[31-03-2009]: «Ἡ ἄρνηση ἀναγνωρίσεως πρωτείου τινός στήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, ἑνός πρωτείου τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά ἐνσαρκώσει παρά κάποιος
Πρῶτος – τοὐτέστικάποιος Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἔχει τό προνόμιο νά εἶναι ὁ
πρῶτος μεταξύ τῶν ἀδελφῶν του Ἐπισκόπων – συνιστᾷ αἵρεση.
Εἶναι ἀπαράδεκτο αὐτό πού συνήθως λέγεται ὅτι ἡ ἑνότητα μεταξύ
τῶν Ὀρθοδόξων διασφαλίζεται εἴτε ὑπό μιᾶς κοινῆς πίστεως καί λατρείας
εἴτε ὑπό τοῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου».
[63] Κείμενον Α΄, «Τό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας», ἐν Ἐπίσκεψις 259
(1981) σ. 9: «Ἐπιμέρους φορεῖς καί ὄργανα αὐθεντίας στήν Ἐκκλησία εἶναι
ὁ Ἐπίσκοπος καί οἱ Σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας καίκατ’ ἐξοχήν οἱ Οἰκουμενικές
Σύνοδοι».
[64] ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ, Βίος καί Πολιτεία τοῦ Μεγάλου καί Τρισμακαρίστου Εὐτυχίου Πατριάρχου ΚΠόλεως 4 (29.31) PG 86b, 2308C.D.2309C.
[65] ΑΡΧΙΜ. ΣΠ. ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός,
τόμ. Α΄(Κριτική τοῦ Παπισμοῦ), ἐκδ. Ἀδελφ. Εὐνίκη, Ἀθῆναι 1988, σ.
75: «Ἡ ἀπόφασις τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου παραμένει ἀνέκκλητος, διότι δέν
ὑπάρχει κριτήριον ἀνώτερον τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου».
[66] Ἐπιστολή Λέοντος ἀρχιεπισκόπου Ρώμης πρός Ἀνατόλιον ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης, ACO II,1,2,[253]57 (ἤ Mansi 6, 201B).
[67] Πρᾶξις Β΄, 5, 4. (†) ΜΗΤΡΟΠ. ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ, Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενική Σύνοδος, Ἀθῆναι 1985, σ. 206 ἑξῆς.
[68] Βλ.
σύγκρισιν (Συνημμένον Α΄) τῶν ἐντός τῆς παραγράφου 14 «ὄντες εὐγνώμονες
γιά τή διαφορετικότητά μας» (σ. 7) καί «μετανοοῦμε γιά τίς διαιρέσεις
μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν μας καί ἐντός αὐτῶν» (σ. 6) ἤ «Πενθοῦμε ἐπειδή
ὑπάρχουν ἐπίσης ὀδυνηρές ἐμπειρίες καταστάσεων, ὅπου ἡ διαφορετικότητα
ἔχει τραπεῖ σέ διαίρεση» (παράγραφος 4, σ. 2). Μολονότι εἶναι δόγματακαί
ὄχι ἔθη, ἐκεῖνα ὑπέρ ὧν ἀγωνίζεται καί περιχαρακοῦται ἡ Ἐκκλησία.
[69] ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Περί τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ αὐτοῦ ἐξορίᾳ, ἤτοι ἐν Βιζύῃ 28, PG 90, 163A.