Ο ΛΑΡΙΣΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ |
Ήταν θέρος του 1974, χρονιάς που σημαδεύτηκε απ’ την εμφάνιση και εκδήλωση συγκλονιστικών πολιτικών και εκκλησιαστικών γεγονότων. Τότε, μία δράκα επίορκων μητροπολιτών, μελών της δυσώνυμης "πρεσβυτέρας Ιεραρχίας", ως επί το πλείστον, προέβησαν, εφαρμόζοντας το "κυκλώπειο δίκαιο" –κατά την προσφυά ρήση του μακαριστού Φλωρίνης Αυγουστίνου– και σχηματίζοντας την εντύπωση ότι δεν φοβούνται το Θεό και δεν ντρέπονται τους ανθρώπους, κατά τη χαρακτηριστική δήλωση, επί συνόδω, του επίσης μακαριστού Κοζάνης Διονυσίου, στον εν ψυχρώ σφαγιασμό δώδεκα εκλεκτών, το ήθος, συνεπισκόπων τους.
Οι δώδεκα κατέστησαν έκπτωτοι όλως αντικανονικώς, τουτέστιν άνευ κλητεύσεώς τους, κανονικής εκκλησιαστικής δίκης, απολογίας, επί τη βάσει (για τους εννέα εκ των δώδεκα) της σχιζοφρενικής, κατά τον αείμνηστο καθηγητή του Κανονικού Δικαίου, Κωνσταντίνο Μουρατίδη, συντακτικής πράξεως (υπ αριθμόν 7) του τότε δικτατορικού καθεστώτος (που τελούσε υπό την "αόρατη" καθοδήγηση του ταξιάρχου Δημητρίου Ιωαννίδη), και χωρίς να μνημονεύεται στην εκπτωτική απόφαση ούτε ένας (αριθμός 1) ιερός κανόνας...
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα σφάγια-θύματα του ακατάλλακτου μίσους και φονικού πάθους των συνεπισκόπων τους, ενημερώθηκαν για την επιβολή της εις βάρος τους "κεφαλικής" ποινής από φιλικά τηλεφωνήματα και από το...ραδιόφωνο προς αιώνια καταισχύνη των διωκτών τους!
Η καταδίκη στην ποινή της εκπτώσεως δεν έγινε την ίδια ημέρα και για τους δώδεκα επισκόπους. Τα πρώτα θύματα της σεραφειμικής μάχαιρας ήταν οι μακαριστοί, πλέον, μητροπολίτες Ζακύνθου Απόστολος (Παπακωνσταντίνου) και Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων Κωνσταντίνος (Σακελλαρόπουλος) που κηρύχθηκαν έκπτωτοι στις 13 Ιουνίου του 1974. Ακολούθησε η εκπαραθύρωση του, επίσης μακαριστού, μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου στις 25 του ιδίου μηνός. Και εν συνεχεία, στις 11 Ιουλίου η σφαγή ολοκληρώθηκε με την έκπτωση ακόμη εννέα μητροπολιτών, των, μακαριστών πλέον, Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος Κωνσταντίνου (Πούλου), Πολυανής και Κιλκισίου Χαρίτωνος (Συμεωνίδη), Αλεξανδρουπόλεως Κωνσταντίου (Χρόνη), Θεσσαλονίκης Λεωνίδα (Παρασκευόπουλου), Δημητριάδος Ηλία (Τσακογιάννη), Λαρίσης, Πλαταμώνος και Τυρνάβου Θεολόγου (Πασχαλίδη), Παραμυθίας Παύλου (Καρβέλη), Χαλκίδος Νικολάου (Σελέντη) και του μοναδικού, εισέτι ζώντος, Τρίκκης και Σταγών (νυν Σταγών και Μετεώρων) Σεραφείμ (Στεφάνου).
Tους θρόνους των δώδεκα σφαγιασθέντων κατέλαβαν οι εξής μοιχεπιβάτες: Ζακύνθου Παντελεήμων (Μπεζενίτης), τρία!!! χρόνια αργότερα, Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων Κλεόπας (Θωμόπουλος), Αττικής και Μεγαρίδος Δωρόθεος (Γιανναρόπουλος), εκ μεταθέσεως απ’ την Καστοριά, Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος Αγαθάγγελος (Ταμπουρατζάκης), Πολυανής και Κιλκισίου Αμβρόσιος (Στάμενας), Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος (Ρούσσας), Θεσσαλονίκης Παντελεήμων (Χρυσοφάκης), εκ μεταθέσεως απ τη Σάμο, Δημητριάδος Χριστόδουλος (Παρασκευαΐδης), Λαρίσης, Πλαταμώνος και Τυρνάβου Σεραφείμ (Ορφανός), Παραμυθίας Τίτος (Παπανάκος), Χαλκίδος Χρυσόστομος (Βέργης), Τρίκκης και Σταγών Στέφανος (Αφεντουλίδης), ο εκδηλώσας ειλικρινή, μετά ταύτα, μετάνοια, καταβαλών απέλπιδα προσπάθεια επουλώσεως του εκκλησιαστικού τραύματος που επήνεγκε η σεραφειμική λαίλαπα στο εκκλησιαστικό σώμα και υποπεσών στη δυσμένεια του επαράτου σεραφειμικού καθεστώτος.
α) Ο μακαριστός Σεραφείμ Τίκας, εκλεγείς αρχιεπίσκοπος, φρουρούσης της αστυνομίας το συνοδικό μέγαρο!!!, δυνάμει της υπ’ αριθμόν 3 ΣΠ, με 20, μονάχα, ψήφους, από μία "κολοβωμένη" "Ιεραρχία".
β) Ο μακαριστός Παντελεήμων Καρανικόλας (τότε μητροπολίτης Κορινθίας, ο και "σκληροπυρηνικός" αποκληθείς) και
γ) Ο επίσης μακαρίτης Παναγιώτης Χρήστου, ο μοιραίος για τα εκκλησιαστικά μας πράγματα, τότε υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (που αντιπαθούσε το μακαριστό Ιερώνυμο), όντος γενικού γραμματέα Θρησκευμάτων του πράκτορος της ΚΥΠ Αθανασίου Αγγελόπουλου, καθηγητή της θεολογικής σχολής του ΑΠΘ, ο οποίος παρακολουθούσε τις κινήσεις του μακαριστού αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου του Α (Κοτσώνη) επί τη βάσει των όσων γράφει ο τελευταίος στο μνημειώδες σύγγραμμά του με τίτλο ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΕΝΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ.
Την σύνοδο που συνεκλήθη την ονόμασαν "Έκτακτη πολυμελή", ενώ στην πραγματικότητα υπήρξε ΑΡΙΣΤΙΝΔΗΝ σύνοδος (κατά το χαρακτηρισμό του αρύσαντος προσωπικό όφελος απ’ τη συγκρότησή της, μακαριστού μητροπολίτη Πατρών Νικοδήμου Βαλληνδρά).
Από την σύνθεση της Αριστίνδην αυτής συνόδου αποκλείστηκαν οι 34 από τους τότε 66 εν ενεργεία μητροπολίτες (ΜΟΛΟΝΟΤΙ 44 ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΕΣ ΖΗΤΗΣΑΝ ΕΓΓΡΑΦΩΣ Ο ΝΕΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΑ ΕΚΛΕΓΕΙ ΑΠΟ ΣΥΜΠΑΣΑ ΤΗΝ ΤΟΤΕ ΙΕΡΑΡΧΙΑ) με το αιτιολογικό ότι ήταν "αντικανονικοί"! Δηλαδή η πολιτεία με συντακτική πράξη απεφάνθη ποιοι μητροπολίτες ήταν κανονικοί και ποιοι αντικανονικοί ΕΡΗΜΗΝ της Εκκλησίας· το τελευταίο δεν έχει ξαναγίνει στην Ιστορία της Οικουμενικής Ορθοδοξίας)!!!
Μετά την αντικανονικότατη εκλογή, του από Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκα), για λόγους συνειδήσεως αρνήθηκαν να μετάσχουν στη διαβλητή, από ιεροκανονικής πλευράς, διαδικασία εκλογής οι μακαριστοί Μυτιλήνης Ιάκωβος, Μηθύμνης Ιάκωβος και Κιλκισίου Χαρίτων.
Σημειωθήτω ότι ο Σεραφείμ, στις 25 Νοεμβρίου του προηγουμένου έτους (1973), κατά σαφή παράβαση των ιερών κανόνων, όρκισε την κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου, παρακάμπτοντας τον οικείο μητροπολίτη (αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο), χωρίς την κανονική άδεια του οποίου και ενήργησε με συνέπεια ο τελευταίος να τον καταγγείλει στην τότε ΔΙΣ, και διαπράττων το κανονικό αδίκημα της εισπηδήσεως σε αλλότρια εκκλησιαστική επαρχία.
Στην συνέχεια άρχισαν να αντικρίζουν το φως της δημοσιότητας και να πυκνώνουν, μέρα με τη μέρα (στον τότε λογοκριμένο, απ’ το καθεστώς Ιωαννίδη, τύπο) κάποια περίεργα, τουλάχιστον, δημοσιεύματα αναφορικά με τη ΔΗΘΕΝ εκκρεμή κανονικότητα κάποιων μητροπολιτών που είχαν αποκλεισθεί απ’ τη διαδικασία εκλογής αλλά και απ’ τα διοικητικά εκκλησιαστικά σώματα, γενικότερα, επί τη βάσει της προαναφερθείσης υπ’ αριθμόν 3 ΣΠ. Όπως εκ του αποτελέσματος προέκυψε, καλλιεργούσαν και προετοίμαζαν τεχνηέντως το κλίμα για την επικείμενη και στο σκοτεινό παρασκήνιο σχεδιαζόμενη και παρασκευαζόμενη σφαγή των ανεπιθύμητων στο σεραφειμικό καθεστώς μητροπολιτών. Μέχρι και αντικείμενο επιθεωρήσεων σε θέατρα της Αθήνας έγινε η "φιλολογία" περί της ΔΗΘΕΝ αντικανονικότητας των προαναφερθέντων μητροπολιτών!
ΜΕΡΟΣ Β΄.
Το επιεικώς οξύμωρο είναι ότι οι ιεράρχες εκείνοι, οι οποίοι, δυνάμει της υπ’ αριθμόν 3 ΣΠ, είχαν αποκλεισθεί απ’ τη συμμετοχή τους στα διοικούντα την Εκκλησία όργανα ιερουργούσαν, κήρυτταν, χειροτονούσαν ιερείς, και, γενικότερα, εξακολουθούσαν να ασκούν πλήρως την επισκοπική τους διακονία στη μητρόπολη την οποία ποίμαιναν!
Κάποιοι όμως αυτοδιοικητικοί άρχοντες, επηρεασμένοι, προφανώς, απ’ την ολέθρια και ανυπόστατη δημοσιογραφική φημολογία περί της ΔΗΘΕΝ αντιανονικότητος και περί "δηλώσεων μετανοίας" των "υπό δίκην αρχιερέων", των μητροπολιτών των πόλεων και χωρίων στις οποίες ζούσαν και δρούσαν, διέκοψαν τη συνεργασία με τους κανονικούς ποιμενάρχες (επί τη βάσει των όσων διαλαμβάνει σχετική αγόρευση, εν συνόδω, του μακαριστού μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου, υπερμάχου της επαναφοράς της κανονικής τάξεως και της εν τη Εκκλησία ενότητος), ίσως για να φανούν αρεστοί στην κεντρική εξουσία, ενώ και κάποιοι απ’ τους αποκλεισθέντες επισκόπους έπαυσαν να προσέρχονται σε επίσημες τελετές και εκδηλώσεις!
Ιδού οι πρώτες παρενέργειες της πολιτικής του "ειρηνοποιού", όπως διαφάνηκε αρχικά στον ενθρονιστήριο λόγο του για να διαψευσθεί αυτή η εντύπωση, ΠΑΤΑΓΩΔΩΣ, στη συνέχεια, αρχιεπισκόπου Σεραφείμ!
Τόσο, όμως, αυτοί (οι αποκλεισθέντες) όσο και κάποιοι άλλοι, ευσυνείδητοι και τίμιοι μητροπολίτες, που δεν είχαν απωλέσει το δικαίωμα συμμετοχής στην αριστίνδην ιεραρχία που συγκροτήθηκε επί τη βάσει της ρηθείσης συντακτικής πράξεως, από την πρώτη στιγμή της εκδηλώσεως των εν θέματι αντικανονικοτήτων δεν έπαυσαν να διαμαρτύρονται στεντορεία τη φωνή, κυρίως με έγγραφα και τηλεγραφήματα, με αξιοσημείωτο θάρρος και παρρησία, τόσο προς την εκκλησιαστική διοίκηση όσο και προς τους αρμοδίους πολιτειακούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες, όντων των τελευταίων συνυπεύθυνων ( αν όχι και πρωτοστατούντων) για το πρωτοφανές χάος στο οποίο οδηγούνταν τα εν Ελλάδι εκκλησιαστικά πράγματα συνεπεία των ολεθρίων επιλογών τους.
Οι προαναφερθέντες δεν έπαυσαν να τονίζουν ότι προέχει η ενότητα της Εκκλησίας διά της καταργήσεως του δημιουργηθέντος, συνεπεία της υπ’ αριθμόν 3 ΣΠ, "στεγανού" εντός του επισκοπικού σώματος και προς την κατεύθυνση αυτή, εν πνεύματι αγάπης, κινήθηκαν και συντόνισαν το βηματισμό τους. Προς το σκοπό αυτό κάποιοι εξ αυτών, κατά τη γραπτή μαρτυρία του μακαριστού Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου, επισκέφθηκαν τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ και τον καθικέτευσαν να αποκαταστήσει τη διασαλευθείσα ενότητα θέτοντάς τον παράλληλα προ των ευθυνών του.
Δυστυχώς, ενώ έλαβαν απ’ τα αρχιεπισκοπικά χείλη τη διαβεβαίωση ότι μέχρι τις 5 Φεβρουαρίου 1974 το όλο ζήτημα θα είχε τακτοποιηθεί (η εκλογή Σεραφείμ είχε πραγματοποιηθεί στις 12 Ιανουαρίου του ιδίου έτους και η μετά ταύτα ενθρόνισή του στις 16 του ιδίου μηνός) εν τούτοις τα πράγματα εξελίχθηκαν αλλέως και σε βάρος της ενότητας της Εκκλησίας.
Στο σημείο αυτό αξίζει να υπομνησθεί ότι ενώ απ’ την αρχιεπισκοπή Αθηνών είχαν τυπωθεί οι προσκλήσεις προς τους αποκλεισθέντες μητροπολίτες με σκοπό οι τελευταίοι να παραστούν στη τελετή ενθρονίσεως του μακαριστού Σεραφείμ στον καθεδρικό ναό της Αθήνας, εν τούτοις, κάποια χειρ (για χείρες έχει γραφεί) τις έσχισε (αν)!!! πριν τη πραγματοποίησή της (της ενθρονίσεως) και τελικά αυτές δεν απεστάλησαν στους υποψήφιους αποδέκτες τους –προς δόξαν του αρχεκάκου όφεως, πατρός και εμπνευστού της διαιρέσεως!
Ο μακαριστός μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος Νικόδημος, στο περισπούδαστο και άκρως διαφωτιστικό πόνημά του με τίτλο «ΕΙΠΕ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ» (εκδόσεις ΣΠΟΡΑ, Αθήνα 1995), συνοψίζοντας την εκκλησιαστική πολιτική του "δοτού" συνοδικού σχήματος που ασκούσε διοίκηση στην Ελλαδική Εκκλησία τους πρώτους μήνες του 1974, καταλήγει στη διαπίστωση, καθ’ όλα τεκμηριωμένη, επί τη βάσει της οποίας «το πρώτο τετράμηνο ήταν μία σταδιακή κατολίσθηση του Σώματος της αριστίνδην Ιεραρχίας ή πολυμελούς Συνόδου (όπως την αποκαλούσαν Ιεράρχες-μέλη της) στην εμπάθεια και τη ανυποληψία».
Τον άξονα των ενεργειών της τον οριοθετούσαν οι τρεις βασικές επιδιωξεις:
1) Ψήφιση νέου Καταστατικού Χάρτη με διατάξεις που θα διευκόλυναν το ΜΕΤΑΘΕΤΟ των Μητροπολιτών, έτσι, που να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η ολοκλήρωση της συναλλαγής.
2) η εξόντωση μερίδας των Μητροπολιτών, που χαρακτηρίστηκαν απ’ την 3 ΣΠ σαν αντικανονικοί για την ανάδειξη "ημετέρων" και την εξασφάλιση πλειοψηφίας και
3) η τιμωρία των μελών της Αριστίνδην Συνόδου του 1967, έτσι, που να μην έχουν ψήφο και συγκροτούν ισχυρή αντιπολίτευση".
Έτσι στις 4 Μαρτίου του 1974, ημέρα αποφράδα για την Εκκλησία της Ελλάδος, η αριστίνδην ιεραρχία που προέκυψε δυνάμει της υπ' αριθμόν 3 ΣΠ, με 21 ψήφους υπέρ, 8 κατά και μια αποχή επανέφερε το λαομίσητο και θεοκατάρατο και επισύρον για τους ποιούντας χρήσιν του επισκόπους φρικτές αρές, μεταθετό για όλη τη χώρα! Κατά τα άλλα εκόπτοντο, οι ασκούντες τότε την εκκλησιαστική διοίκηση, ότι επανέφεραν τη κανονική τάξη που είχε διασαλευθεί επί των ημερών του μακαριστού Ιερωνύμου!
ΜΕΡΟΣ Γ΄.
H κίνηση για την επαναφορά του
δυσώνυμου μεταθετού των επισκόπων άρχισε να μεθοδεύεται απ’ τη ΔΙΣ αμέσως μετά
την παραίτηση του μακαριστού αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου του Α΄. Επικράτησε η τάση
να γίνουν παραστάσεις στην κυβέρνηση και να ζητηθεί να καθιερωθεί με νόμο το
μεταθετό.
Ο πρώτος εκκλησιαστικός παράγων που
αντέδρασε δυναμικά στην επιχείρηση "νεκρανάστασης" του επαράτου
μεταθετού ήταν ο μακαριστός, μαχητικός μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος,
ο και με λέοντα προσφυέστατα, παρομοιασθείς, που απέστειλε ένα μνημειώδες
τηλεγράφημα διαμαρτυρίας στη σύνοδο με ημερομηνία 3 Ιανουαρίου 1974 και του οποίου ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα παραθέτουμε:
"Εάν η είδησις είναι αληθινή, πράγμα επαναλαμβάνω απίστευτον, τότε
δεν απομένει παρά να κλαύσωμεν και θρηνήσωμεν διά το κατάντημα της κατά τα
πρεσβεία συγκροτηθείσης ΔΙΣ. Διά της γενομένης εγγράφου, ως άδεται, προτάσεως,
ανεξαρτήτως αποτελέσματος, εντός βραχυτάτου διαστήματος ο διάβολος επέτυχε και
δη εν περιόδω πανιέρων εορτών εις τον κατά της Εκκλησίας αγώνα του την πρώτην
του φευ! νικητήριον επίθεσιν! Αγάλλονται οι εχθροί της πίστεως και σκιρτούν οι
της Εκκλησίας ημών πολέμιοι διά τα φρικτά ολισθήματα της ΔΙΣ. Δεν υπάρχει
μεγαλύτερος εξευτελισμός από την καταβαλλομένην ανίερον προσπάθειαν προς
επαναφοράν του μεταθετού το οδωδός πτώμα του οποίου διήγειρε την όρεξιν και
συνήγειρεν τους αμετανοήτους εραστάς του, οίτινες, δίκην γυπαετών, ετοιμάζονται
να επιπέσουν διά να χορτασθούν από των σεσηπυίων σαρκών τούτου".
Έτεροι ιεράρχες που αντέδρασαν με
σθένος ήταν οι μακαριστοί Φλωρίνης Αυγουστίνος, Μηθύμνης Ιάκωβος, Κιλκισίου
Χαρίτων κ.ά.
Άλλη, αξιοσημείωτη αντίδραση,
υπήρξε αυτή απ’ τη μεριά του παλαίμαχου αγωνιστή κατά του μεταθετού, αειμνήστου
εκδότη του περιοδικού ΕΝΟΡΙΑ, Ανδρέα Κεραμίδα, που απ’ το κρεβάτι της ασθενείας
του απηύθυνε θερμή έκκληση σε όλους τους ιεράρχες προκειμένου να αποτρέψουν την
επαναφορά του ολέθριου μεταθετού το οποίο, όπως χαρακτηριστικά έγραψε,
"μεταβάλλει τους Ιεράρχας εις χωροφύλακας ή δημοδιδασκάλους"!
Τα μέλη της αριστίνδην ιεραρχίας
που διέσωσαν, με την άρνησή τους να ψηφίσουν την επαναφορά του παναθλίου
μεταθετού, το κύρος του αρχιερατικού αξιώματος ήταν οι εξής:
Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος, Κοζάνης
Διονύσιος, Μηθύμνης Ιάκωβος, Αιτωλοακαρνανίας Θεόκλητος, Γυθείου Σωτήριος,
Άρτης Ιγνάτιος, Κιλκισίου Χαρίτων και Μεσσηνίας Χρυσόστομος.
Για την ιστορία αναφέρουμε πως στην
αρχή η προσπάθεια για την επαναφορά του μεταθετού συνάντησε εμπόδιο απ’ το
Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣΤΕ) στο οποίο στάλθηκε προς επεξεργασία το σχετικό
προεδρικό διάταγμα του υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (υπουργός ο
καθηγητής Π. Χρήστου) για το λόγο ότι με βάση τη ΣΠ υπ’ αριθμόν 3 δεν είχε
δικαίωμα το Υπουργείο να εκδώσει Προεδρικό Διάταγμα.
Αξιοσημείωτο επίσης τυγχάνει το
γεγονός ότι το ΣΤΕ υποδείκνυε στην πολιτεία ότι ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΟΥΝ ΚΑΙΝΟΥΡΙΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΟΥΝ ΤΗ ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ ΤΟΥΣ (Σ.Σ. ΤΩΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΩΝ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΚΑΙ ΛΕΩΝΙΔΑ).
Τελικά παρακάμφθηκε το ΣΤΕ αφού ο
υπουργός Χρήστου εισηγήθηκε στο δικτατορικό υπουργικό συμβούλιο την έκδοση
νόμου.
Ακολούθησε η δεύτερη πράξη του
εκκλησιαστικού δράματος, τουτέστιν η τιμωρία των συνοδικών μελών της αριστίνδην
συνόδου του 1967.
Με μια επιεικώς παράξενη απόφασή
της η αριστίνδην ιεραρχία του 1974 επέβαλε στους μητροπολίτες Ναυπακτίας Δαμασκηνό, Πρεβέζης Στυλιανό,
Ξάνθης Αντώνιο, Διδυμοτείχου Κωνσταντίνο και Κασσανδρείας Συνέσιο, που ήταν
μέλη της συνόδου του 1967, την ανυπόστατη και αντικανονική ποινή του δεκαετούς
αποκλεισμού sic απ τα διοικητικά όργανα της Εκκλησίας!
Ταυτόχρονα τους στιγμάτισε με τη
μομφή του "παρασυναγώγου".
Το τραγελαφικό στην όλη υπόθεση
είναι ότι οι τιμωρηθέντες μητροπολίτες είχαν το δικαίωμα να ποιμαίνουν τις
επαρχίες τους! Να λειτουργούν, να χειροτονούν, να διορίζουν, να παύουν! Μόνο
στα συνοδικά διοικητικά εκκλησιαστικά σώματα δεν μπορούσαν να συμμετέχουν!
Και το άκρον άωτον του τραγέλαφου! Η
ίδια ποινή επεβλήθη και στο μακαριστό μητροπολίτη Πατρών Κωνσταντίνο (Πλατή)
που είχε αποχωρήσει από την ενεργό υπηρεσία ως καταληφθείς απ το όριο ηλικίας!
Το "θέατρο του παραλόγου"
συνεχίστηκε με την αναγνώριση της "κανονικότητας", απ' την πλευρά της
αριστίνδην ιεραρχίας, στις 28 Μαρτίου του 1974, είκοσι μητροπολιτών και πέντε
επισκόπων. Οι μητροπολίτες που
αναγνωρίστηκαν ως "κανονικοί" ήταν οι εξής:
Φωκίδος Χρυσόστομος, Νικαίας
Γεώργιος, Φλωρίνης Αυγουστίνος, Σιδηροκάστρου Ιωάννης, Θηβών και Λεβαδείας
Νικόδημος, Αλεξανδρουπόλεως Κωνστάντιος, Δρυινουπόλεως Σεβαστιανός, Χίου Χρυσόστομος, Εδέσσης
Καλλίνικος, Κερκύρας Πολύκαρπος, Ύδρας Ιερόθεος, Λαγκαδά Σπυρίδων, Ζακύνθου
Απόστολος (στις 13 Ιουνίου ήραν την κανονικότητά του!!!) , Ελασσώνος Σεβαστιανός,
Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνος (στις 13 Ιουνίου ήραν την κανονικότητά του !!!), Λευκάδος Νικηφόρος,
Καρυστίας Σεραφείμ, Χαλκίδος Νικόλαος, Γόρτυνος
Θεόφιλος και Τρίκκης Σεραφείμ.
Επίσης αναγνωρίστηκαν σαν
"κανονικοί" οι επίσκοποι:
Βρεσθένης Δημήτριος, Ευρίπου
Βασίλειος, Αχελώου Ευθύμιος, Δωδώνης Χρυσόστομος (Βούλτσος) και Ανδρούσης Αναστάσιος.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι
δεν αναγνωρίσθηκαν ως κανονικοί οι
μητροπολίτες Αττικής Νικόδημος και Θεσσαλονίκης Λεωνίδας.
Προφανώς, όπως σημειώνει στο
προαναφερθέν συγγραφικό του πόνημα ο μακαριστός μητροπολίτης Αττικής
Νικόδημος, οι εν λόγω μητροπόλεις είχαν
πέσει στο τραπέζι των προεκλογικών διαπραγματεύσεων και είχαν μοιραστεί στους
εκλέκτορες...
Αξίζει, οπωσδήποτε, να επισημανθεί
το επιεικώς ακατανόητο γεγονός με βάση το οποίο, πολύ σύντομα, μερικοί απ’ τους
αρχιερείς που κρίθηκαν "κανονικοί" μετά ταύτα πέρασαν στην πλευρά των
"αντικανονικών", άνευ αποχρώσης ιεροκανονικής αιτίας.
Κατά τον Αττικής Νικόδημο "η
κρίση και η μετάταξη γινόταν ανάλογα με την ευκαιριακή θυμική κατάσταση των
πρωταγωνιστών και χωρίς να δοθούν οι ανάλογες εξηγήσεις".
Εν συνεχεία η αριστίνδην ιεραρχία
από τις 25 έως τις 30 Απριλίου 1974 αναγνώρισε σαν "κανονικούς" τους
μητροπολίτες Ηλείας Αθανάσιο, Βερροίας Παύλο και Σπάρτης Ιερόθεο.
Ακόμη και μετά τη
"θεαματική" αναγνώριση της κανονικότητας κάποιων εκ των
χαρακτηρισθέντων ως "αντικανονικών" μητροπολιτών, οι τελευταίοι,
παρέμειναν αποκλεισμένοι και δεν τους επετράπη να συμμετάσχουν στα συνοδικά
εκκλησιαστικά όργανα! Επρόκειτο, προφανώς, περί συμπαιγνίας!
Αλγεινή, πάντως, εντύπωση και
πληθώρα εύλογων ερωτηματικών προκαλεί το γεγονός ότι απ’ τους εικοσιεννέα
μητροπολίτες που εξελέγησαν από την αριστίνδην σύνοδο του 1967 οι είκοσι
αναγνωρίσθηκαν ως κανονικοί και οι εννέα όχι! Εν ονόματι ποίας λογικής και
ηθικής;
Μάλλον η επάρατη σκοπιμότητα είχε
εξορίσει εκείνη τη χρονιά τη λογική και την ηθική απ’ την περιοχή της εκκλησιαστικής ζωής!
ΜΕΡΟΣ Δ΄.
Το Μάιο του 1974 και συγκεκριμένα στις 16 του μήνα το πολυπόθητο μεταθετό περιβλήθηκε την ισχύ νόμου. Ήταν ένα δώρο του ιωαννιδικού καθεστώτος στο Σεραφείμ Τίκα. Ταυτόχρονα ιδρύθηκαν και οκτώ νέες μητροπόλεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο άρχισε να υλοποιείται η από καιρό μελετώμενη αλλοίωση της συνθέσεως της Ιεραρχίας και η εξασφάλιση σεραφειμικής πλειοψηφίας στο ιεραρχικό σώμα. Η ίδρυση των τεσσάρων απ’ τις οκτώ μητροπόλεις (Μεγάρων και Σαλαμίνος, Μεσογαίας και Λαυρεωτικής αφ’ ενός, και Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς αφ’ ετέρου) έπασχε κανονικά εξ υπαρχής, αφού δεν εξασφαλίστηκε η συγκατάθεση των οικείων ποιμεναρχών Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου και Θεσσαλονίκης Λεωνίδα αντιστοίχως.
Στο σημείο αυτό αξίζει να υπομνήσουμε ότι ο μακαριστός μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος, που είχε έλθει σε ρήξη με το μακαριστό Ιερώνυμο εξ αιτίας της εκκλησιαστικής πολιτικής του τελευταίου, υπογράμμισε τα εξής σε μία επί συνόδω σχετική τοποθέτηση: "κατ αδήριτον ανάγκην είμαι υποχρεωμένος να επαινέσω τον μακαριώτατον Ιερώνυμον και τους οκτώ αριστίνδην, οίτινες ενώ θα ηδύναντο να επαναφέρουν το μεταθετόν διά την υπό των ιδίων κατάκτησιν μεγάλων μητροπόλεων, ως αι Θεσσαλονίκης, Αττικής, Δημητριάδος, Λαρίσης, Θηβών και Λεβαδείας και άλλων, εν τούτοις ενίκησαν τον πειρασμόν, απέφυγον το σκάνδαλον και ανεδείχθησαν κρείσσοντες των υλικών και εφημέρων".
Μετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος οι σεραφειμικοί ισχυρίστηκαν πως δε ζητήθηκε η συγκατάθεση των οικείων ποιμεναρχών διότι οι τελευταίοι ήταν "αντικανονικοί". Ας το δεχθούμε προς στιγμήν κάνοντάς τους τη χάρη! Οι προκάτοχοι των Νικοδήμου και Λεωνίδα, μακαριστοί Ιάκωβος (Βαβανάτσος) και Παντελεήμων (Παπαγεωργίου) ζούσαν τότε. Γιατί, λοιπόν, δε ζητήθηκε η συγκατάθεσή τους; ΓΙΑΤΙΙΙ;;;
Η ημερομηνία εκλογής των νέων μητροπολιτών προσδιορίστηκε για τις 22 Μαΐου. Τα ονόματα όμως, των μελλόντων να εκλεγούν, μητροπολιτών δημοσιεύτηκαν στο φύλλο της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ της 18ης του ίδιου μήνα.
Είχαν επιλεγεί οι συγκεκριμένοι ιεράρχες, προτού συνέλθει το σώμα των εκλεκτόρων, σε μυστική σύσκεψη στην οποία μετείχαν περί τα 16 πρόσωπα. Η εξέλιξη αυτή ώθησε το μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβο (Κλεόμβροτο) να αναγνώσει επί συνόδω μία οργισμένη δήλωση και να αποχωρήσει απ’ τις εργασίες της, όπως επίσης και άλλοι οκτώ ευσυνείδητοι μητροπολίτες, οι
μακαριστοί Κοζάνης Διονύσιος, Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος, Θήρας Γαβριήλ, Γυθείου Σωτήριος, Δράμας Διονύσιος, Κιλκισίου Χαρίτων, Γρεβενών Χρυσόστομος και Μηθύμνης Ιάκωβος.
μακαριστοί Κοζάνης Διονύσιος, Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος, Θήρας Γαβριήλ, Γυθείου Σωτήριος, Δράμας Διονύσιος, Κιλκισίου Χαρίτων, Γρεβενών Χρυσόστομος και Μηθύμνης Ιάκωβος.
Παραθέτουμε την κατακλείδα της σχετικής δηλώσεως του μακαριστού Μυτιλήνης Ιακώβου που έχει ως εξής:
"Επειδή πάντα τα ανωτέρω θεωρώ απαράδεκτα ως αποτελούντα "φατρίαν" και "τυρείαν" και σκάνδαλον, διά την συνείδησιν του ευσεβούς πληρώματος της Εκκλησίας και επειδή και εξ άλλου λόγου η επικειμένη πλήρωσις των νέων μητροπόλεων εντός των ορίων των δύο μητροπόλεων Αττικής και Θεσσαλονίκης άνευ γνώμης του οικείου ιεράρχου, αποτελούν δι εμέ και τον έτερον ιεράρχην της νήσου Λέσβου σεβ. μητροπολίτην Μηθύμνης κ. Ιάκωβον, ον κατ εξουσιοδότησιν εκπροσωπώ, ΠΡΑΞΙΝ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΗΝ, καταθέτω τα παρόντα, μετά της δηλώσεως ότι αμφότεροι οι αρχιερείς της Λέσβου, προς διαχωρισμόν των ευθυνών ημών, απέχομεν εκ των αρχιερατικών τούτων εκλογών".
Οι διαβλητές εκλογές έγιναν ΠΑΡΟΥΣΙΑ!!! του υπουργού Χρήστου παρά τις έντονες αντιρρήσεις των συνοδικών!
Ο υπουργός, βέβαια, είχε τους λόγους του και παρέμεινε στην αίθουσα συνεδριάσεων! Ποιοι άραγε να ήταν αυτοί;
Απλούστατα η ΚΥΠ κατείχε επιβαρυντικά στοιχεία για τρεις υποψηφίους. Ο υπουργός ήταν ανένδοτος και η άποψή του τελικά επικράτησε παρά τις αντιρρήσεις κάποιων συνοδικών που είχαν αποσπάσει υποσχέσεις απ’ τους 16 για την επισκοποποίηση των εκλεκτών τους. Ο εις εκ των τριών, του οποίου η εκλογή ματαιώθηκε λόγω των επιβαρυντικών στοιχείων που κατείχε εναντίον του η ΚΥΠ, ήταν ο νυν μητροπολίτης Νέας Ιωνίας Κωνσταντίνος (Φαραντάτος), τότε πρωτοσύγκελος της μητροπόλεως Μαρωνείας, ο οποίος 20 χρόνια μετά!!! (1994) κρίθηκε κατάλληλος να ποιμάνει μητρόπολη και εξελέγη μητροπολίτης Νέας Ιωνίας!
Καταπέλτης ο μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος προέβη στην εξής συγκλονιστική δήλωση, απευθυνόμενος στον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, στις 8 Οκτωβρίου 1974:
"Θα ενθυμείσθε ωσαύτως, Μακαριώτατε, τα θλιβερά και πρωτοφανή και πρωτάκουστα εκείνα επεισόδια τα λαβόντα χώραν κατά την σύσκεψιν των μελών της φατρίας, την 20ην Μαΐου ε.έ, καθ’ ην υπεδείχθησαν και τελικώς εχρίσθησαν, οι υποψήφιο διά την πλήρωσιν των τότε μητροπολιτικών εδρών, θα ενθυμείσθε, λέγω, τας αντεγκλήσεις μεταξύ των συνέδρων διά την προβολήν και επικράτησιν των εκλεκτών των ως και το δριμύ και απάνθρωπον κατηγορητήριον το οποίον ο σεβ. Σ.Τ.Α.Μ. εξαπέλυσεν εναντίον της υμετέρας μακαριότητος και ενός εκ των αυλικών σας, προαχθέντος ήδη εις μητροπολίτην (επειδή σεις ηναντιώθητε εις την προαγωγήν προστατευομένου του υποψηφίου) κατηγορήσας υμών ευθέως και άνευ περιστροφών, ότι δυσώνυμοι φήμαι κυκλοφορούν ευρέως εις βάρος αμφοτέρων υμών, ήτοι της υμετέρας μακαριότητος και εκείνου.
Θα ενθυμείσθε ωσαύτως, Μακαριώτατε, και το επεισόδιον το λαβόν χώραν κατά την αποφράδα ημέραν της 22-5-1974. Κατά την δραματικήν εκείνην συνεδρίαν των επισκοπικών εκλογών συνέβη κάτι το απίστευτον. Αι εκλογαί διεκόπησαν αιφνιδίως λόγω παρεμβάσεως της ΚΥΠ(!), η οποία, διά να ματαιώση την προαγωγήν "διαβεβλημένων" κληρικών, επενέβη δυναμικώς την 12ην παρά έν λεπτόν, διά του παρισταμένου εν τη συνεδρία υπουργού των Θρησκευμάτων αξιώσαντος παρά τας διαμαρτυρίας των συνέδρων(!) και τελικώς επιτυχόντος την αναβολήν των εκλογών διά δύο μητροπόλεις.
Τοιαύται, μακαριώτατε, αθλιότητες δεν παρουσιάσθησαν επί Ιερωνύμου. Οφείλομεν να ομολογήσωμεν τούτο διά να είμεθα δίκαιοι. Ο ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΕΜΕΡΙΜΝΗΣΕ ΚΑΙ ΕΠΕΤΥΧΕ ΝΑ ΠΡΟΑΓΑΓΗ ΕΠΙΒΛΗΤΙΚΑ ΑΝΑΣΤΗΜΑΤΑ, ΑΔΙΑΒΛΗΤΟΥΣ ΑΝΔΡΑΣ, ΠΡΟΣΟΝΤΟΥΧΟΥΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΥΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΗΝ ΕΠΑΛΞΙΝ. ΕΠΙ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΣΑΣ ΣΥΝΕΒΗ -ΔΥΣΤΥΧΩΣ- ΤΟ ΕΚ ΔΙΑΜΕΤΡΟΥ ΑΝΤΙΘΕΤΟΝ".
ΜΕΡΟΣ Ε΄.
Νεο βιβλιο του Μητροπ. Αττικής Νικοδήμου |
Είχε παρέλθει πεντάμηνο απ’ τη συγκρότηση της–δυνάμει της υπ’ αριθμόν 3 Σ.Π.– αριστίνδην ιεραρχίας και οι ιεράρχες μας, αντί να ασχοληθούν κατά στοιχειώδες επισκοπικό χρέος με φλέγοντα και ζωτικά ποιμαντικά προβλήματα, όπως π.χ. η ιεραποστολή (εσωτερική και εξωτερική), οι αιρέσεις, το κήρυγμα, ο μοναχισμός, τα αντιχριστιανικά ρεύματα και ιδεολογίες, η εκκλησιαστική εκπαίδευση (ο μακαριστός Ιερώνυμος την απέσπασε απ’ τις αγκάλες του κράτους και την επανέφερε στο φυσικό της φορέα, τουτέστιν την Εκκλησία, ενώ ο διάδοχός του την επανέφερε στο κράτος...), η μετανάστευση, ο τουρισμός κ.ά., αυτοί είχαν εγκλωβιστεί στη συζήτηση περί της "κανονικότητας" κάποιων μητροπολιτών ενώ, όπως τόνισε ο μακαριστός Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος "ΕΑΝ ΥΠΗΡΧΕΝ ΕΝ ΗΜΙΝ ΑΓΑΘΗ ΔΙΑΘΕΣΙΣ, ΤΟ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΝ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΘΑ ΗΔΥΝΑΤΟ ΝΑ ΛΥΘΗ ΕΝΤΟΣ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΛΕΠΤΩΝ ΤΗΣ ΩΡΑΣ".
Αυτή η πνιγηρή ατμόσφαιρα επικρατούσε στα εκκλησιαστικά μας πράγματα όταν έσκασε η πρώτη βόμβα! Στις 13 Ιουνίου του 1974, όπως αναφέρθηκε και στην αρχή του δημοσιεύματος, η αριστίνδην ιεραρχία έλαβε την απόφαση να θεωρήσει αντικανονικούς τους μητροπολίτες Ζακύνθου Απόστολο και Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνο, τους οποίους περίπου δύο μήνες πριν –συγκεκριμένα στις 28 Μαρτίου, όπως σημειώσαμε πιο πάνω– είχε αναγνωρίσει σαν κανονικούς! Αν είναι δυνατόν! Πραγματικός τραγέλαφος! Τώρα τους αναγνωρίζουμε, μετά από λίγο τους ξε-αναγνωρίζουμε! Εκτός από εμπάθεια μια τέτοια εξέλιξη φανερώνει και στοιχειώδη έλλειψη σοβαρότητας και συνέπειας!
Η σύνοδος, ή μάλλον το συνοδικό σχήμα που τους καταδίκασε, δεν τους ειδοποίησε να παραστούν στην κρίσιμη συνεδρίαση. Δεν τους γνωστοποίησε την κατηγορία. Δεν τους επέτρεψε να απολογηθούν. Ο πρόεδρος του σώματος ανέγνωσε μια εμπαθή εισήγηση και η πλειοψηφία των εξαρτημένων απ’ τον Σεραφείμ επισκόπων προχώρησε στην έκπτωσή τους! Με τόσο απλουστευτική διαδικασία! Με διαδικασία που δεν συνατάται ούτε στα ολοκληρωτικά καθεστώτα που, τουλάχιστον, σκηνοθετούν τις περιώνυμες "παρωδίες" δικών!
Tην ίδια ημέρα αποφάσισαν να κινήσουν την διαδικασία διενέργειας δικαστικών ανακρίσεων σε βάρος ενός μητροπολίτη που είχε εκλεγεί προ του 1967, ήταν μέλος της αριστίνδην ιεραρχίας, αλλά δεν είχε κλείσει το στόμα του και διαμαρτυρόταν προς κάθε κατεύθυνση για τις διαπραττόμενες αντικανονικότητες. Ο μητροπολίτης αυτός ήταν ένα σέμνωμα της Εκκλησίας, ο μακαριστός Κιλκισίου Χαρίτων Συμεωνίδης, με πασίγνωστες περγαμηνές εκκλησιαστικής και εθνικής δράσεως, που τον λάτρεψαν οι Κιλκισιώτες.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 11 Ιουλίου του 1974, προτού ολοκληρωθούν οι ανακρίσεις sic ο Χαρίτων κηρύχθηκε έκπτωτος ως διαταράσσων την ειρήνη της Εκκλησίας επί τη βάσει της πρότριτα εκδοθείσης Συντακτικής Πράξεως υπ αριθμόν 7... Επειδή δεν προτίμησε τη σιωπή, αλλά στηλίτευσε τα πρωτοφανή κανονικά εγκλήματα του επαράτου σεραφειμισμού!
Η προσκείμενη προς το τότε εκκλησιαστικό καθεστώς εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ αναφερόμενη στην έκπτωση των δύο μητροπολιτών Αποστόλου και Κωνσταντίνου ανέγραψε τα εξής:
"Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν αναγνωρίζει ως κανονικούς μητροπολίτας τον Θεσσαλιώτιδος κ. Κωνσταντίνον και τον Ζακύνθου κ. Απόστολον.
Εξ άλλου η Ιεραρχία διέταξε την διαξαγωγήν ανακρίσεων κατά του μητροπολίτου Κιλκισίου κ. Χαρίτωνος.
Τα εκτεθέντα απεφασίσθησαν υπό της συνόδου της ιεραρχίας κατά την διάρκειαν χθεσινής μακράς συνεδριάσεως.
Συγκεκριμένα, η Ιεραρχία, απεφάσισε χθες όπως άρη, διά τους μητροπολίτας Θεσσαλιώτιδος κ. Κωνσταντίνον και Ζακύνθου κ. Απόστολον την από 28 Μαρτίου 1974 απόφασιν αυτής, διά της οποίας, ως ανεκοινώθη, η Ιεραχία με την διακρίνουσαν αυτήν επιείκειαν, στοργήν και αγάπην και επιθυμούσα να λησμονήση το παρελθόν, έκρινεν ως κανονικούς είκοσι μητροπολίτας, αν οις και τους ως άνω δύο αρχιερείς, οι οποίο εχαρακτηρίσθησαν ως αντικανονικοί υπό της υπ’ αριθμόν 3)1974 Συντακτικής Πράξεως.
Η Ιεραρχία προέβη χθες εις άρσιν της εκτεθείσης αναγνωρίσεως, διότι, ως υπεστηρίχθη υπό της πλειοψηφίας των μελών αυτής, οι μητροπολίται Θεσσαλιώτιδος κ. Κωνσταντίνος και Ζακύνθου κ. Απόστολος, παρά την επιδειχθείσαν υπό της Εκκλησίας αγάπην, στοργήν και επιείκειαν, δεν ηθέλησαν να ανταποκριθούν εις την πρόσκλησιν διά συνεργασίαν προς το συμφέρον της Εκκλησίας και την γαλήνευσιν εις τους κόλπους αυτής, αλλά, μετά την αναγνώρισίν των, προέβησαν επανειλημμένως εις ποικίλας ενεργείας και αξιοποίνους πράξεις, αι οποίαι θίγουν το κύρος της Ιεραρχίας.
Η απόφασις της Συνόδου της ιεραρχίας περί άρσεως της αναγνωρίσεως, ελήφθη διά φανεράς ψηφοφορίας 26 μητροπολιτών.
ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ:
Δεκαεπτά μητροπολίται εψήφισαν υπέρ της άρσεως της γενομένης την 28ην Μαρτίου ε.έ αναγνωρίσεως των μητροπολιτών Θεσσαλιώτιδος κ. Κωνσταντίνου και Ζακύνθου κ. Αποστόλου.
Επτά μητροπολίται εψήφισαν υπέρ της αναβολής της λήψεως αποφάσεως επ’ αόριστον χρόνον.
Οι υπέρ της αναβολής ταχθέντες είναι οι μητροπολίται Κοζάνης Διονύσιος, Κίτρους Βαρνάβας, Μυτιλήνης Ιάκωβος, Γυθείου Σωτήριος, Δράμας Διονύσιος, Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος και Θήρας Γαβριήλ.
Δύο μητροπολίται διετύπωσαν διαφορετικάς απόψεις. Ούτω ο μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος είπεν, ότι αι κατά των δύο μητροπολιτών Θεσσαλιώτιδος και Ζακύνθου υποθέσεις δέον να κριθούν υπό εκκλησιαστικού δικαστηρίου, ενώ ο μητροπολίτης Καστορίας κ. Δωρόθεος είπεν, ότι η Ιεραχία δέον να αναμείνη την δημοσίευσιν της νέας Συντακτικής Πράξεως, η οποία αναγνωρίζει ευρείαν αρμοδιότητα εις την Ιεραρχίαν και ακολούθως αύτη, η Ιεραρχία, να προβή εις την επιβολήν κυρώσεων κατά των εν λόγω μητροπολιτών.
Η ΣΥΖΗΤΗΣΙΣ
H συζήτησις διά το θέμα των μητροπολιτών Θεσσαλιώτιδος και Ζακύνθου ήρχισε με εισήγησιν του αρχιεπισκόπου κ. Σεραφείμ, ο οποίος, αφού ετόνισεν, ότι οι εν λόγω αρχιερείς όχι μόνον δεν κατενόησαν το επιδειχθέν πνεύμα επιεικείας υπό της Ιεραρχίας, αλλά προβαίνουν, ως είπεν, εις απαραδέκτους εμεργείας, επρότεινε την άρσιν της γενομένης αναγνωρίσεως αυτών.
Απόψεις υπέρ των δύο μητροπολιτών διετύπωσαν οι μητροπολίται Κοζάνης, Θήρας, Δράμας, Γυθείου και Ελευθερουπόλεως.
Ο αρχιεπίσκοπος κ. Σεραφείμ, αναφερόμενος εν συνεχεία εις την απόφασιν της Ιεραρχίας της 28ης Μαρτίου ε.έ. περί αναγνωρίσεως της κανονικότητος των 20 μητροπολιτών- η οποία σημειωτέον δεν έχει εισέτι διατυπωθή επισήμως και κιοινοποιηθή εις αυτούς- είπε τα εξής:
"Εγώ ήμουν και είμαι υπέρμαχος της τακτικής της αγάπης και της επιεικείας. Εν τούτοις, μερικοί αδελφοί κάνουν κατάχρησιν αυτής. Τώρα θα αποκατασταθή η τάξις εις την Εκκλησίαν".
Μετά την απόφασιν της Ιεραρχίας περί άρσεως της αναγνωρίσεως ως κανονικών των μητροπολιτών Θεσσαλιώτιδος Κωνσταντίνου και Ζακύνθου Αποστόλου, αι ως άνω μητροπολιτικαί έδραι θεωρούνται ότι χηρεύουν και αναμένεται ο διορισμός εις αυτάς τοποτηρητών υπό του αρχιεπισκόπου κ. Σεραφείμ".
Εξ άλλου αναμένεται ο διορισμός εξάρχου διά την διενέργειαν των αποφασισθεισών ανακρίσεων κατά του μητροπολίτου Πολυανής και Κιλκισίου κ. Χαρίτωνος.
Η Ιεραρχία θα συνεχίση και σήμερον τας εργασίας της και, κατά παρασχεθείσας χθες την εσπέραν πληροφορίας, θα συζητήση μεταξύ άλλων, το θέμα του μητροπολίτου Αττικής κ. Νικοδήμουκαι παν ό,τι σχετίζεται με αυτό".
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
ΜΕΡΟΣ Ϛ΄.
Όπως προκύπτει απ’ την προσεκτική αναδίφηση του ζητήματος της εκπτώσεως των μητροπολιτών Θεσσαλιώτιδος και Ζακύνθου, η αιτιολογία της άρσεως της κανονικότητάς τους και η επακόλουθη εκδίωξή τους απ’ τις μητροπόλεις τις οποίες ποίμαιναν μέχρι τότε, τυγχάνει ΕΝΤΕΛΩΣ ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΟΡΙΣΤΗ και κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προσάγεται σχετικώς.
Επιπροσθέτως, όπως επί συνόδω επισήμανε ο μακαριστός μητροπολίτης Μεσσηνίας, μακαριστός, πλέον, Χρυσόστομος (Θέμελης), αφού η, εν προκειμένω, άρση της κανονικότητάς τους έγινε επειδή παραβιάστηκε η υποτιθέμενη επισκοπική δεοντολογία, θα έπρεπε, κατά αδήριτη ιεροκανονική επιταγή, να απαγγελθεί επίσημη κατηγορία και να διεξαχθούν ανακρίσεις. Και μετά τις ανακρίσεις να ακολουθήσει απολογία των υπό κατηγορίαν αρχιερέων και εν συνεχεία η διεξαγωγή κανονικής δίκης σε εκκλησιαστικό δικαστήριο με όλες τις δικονομικές προυποθέσεις... Τίποτε όμως απ’ όλα αυτά δεν έγινε!
Αναφορικά δε, με τον αρχιεπισκοπικό ισχυρισμό, επί τη βάσει του οποίου οι εν θέματι δύο μητροπολίτες δε θέλησαν να ανταποκριθούν στην –υπό της διοικούσης την Εκκλησία ομάδας– "στοργική" πρόσκληση για "συνεργασία", ευλόγως θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί: πότε η εκκλησιαστική διοίκηση τους κάλεσε σε συνεργασία κι αυτοί αρνήθηκαν;
Δεν τους κρατούσε αποκλεισμένους απ’ την "ιεραρχία", τη συγκροτηθείσα δυνάμει της υπ’ αριθμόν 3 Σ.Π., ακόμα και μετά την πρώτη "αναγνώριση" της "κανονικότητάς" τους στις 28 Μαρτίου του 1974; Άλλωστε, όπως ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος ομολόγησε, δεν τους είχε κοινοποιηθεί επισήμως η συνοδική απόφαση που "αναγνώριζε" την "κανονικότητά" τους!
Την επόμενη μέρα ο μητροπολίτης Κιλκισίου Χαρίτων με τηλεγράφημά του, απευθυνόμενο στον αρχιεπίσκοπο και την αριστίνδην Ιεραρχία, διοχέτευσε την ανησυχία του και διατύπωσε μια έμπονη έκκληση προκειμένου να σταματήσει η σφαγή:
"Ευσεβάστως παρακαλούμεν θέσατε μάχαιραν εις θήκην επ’ ολίγον χάριν της εμπεριστάτου Πατρίδος ίνα άρχοντες και λαός εν ψυχική ομονοία και ενότητι αντιμετωπίσωμεν κρισιμωτάτην κατάστασιν. Μετά ταύτα ΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΔΙΑΘΕΣΙΝ ΣΑΣ, όσας κατά την απόλυτον κρίσιν Σας εύρητε αχρήστους διά την Εκκλησίαν και την Πατρίδα, δύνασθε εν ασφαλεία να αφαιρέσητε. Ποιούμεθα έκκλησιν προς τα πατριαρχικά αισθήματα της Ιεραρχίας και της Πολιτείας".
Η αναφορά του μακαριστού Χαρίτωνος στα εθνικά θέματα δεν αποτελούσε σχήμα λόγου αφού στη μεγαλόνησο Κύπρο είχαν φθάσει σε οριακό σημείο οι σχέσεις του δικτατορικού καθεστώτος με τον τότε πρόεδρο, αρχιεπίσκοπο, μακαριστό Μακάριο τον Γ’.
Στη συνεδρίαση της 14ης Ιουνίου (μία ημέρα μετά την καταδίκη των δύο μητροπολιτών) ο μακαριστός μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος (Ψαριανός) επανήλθε στο θέμα και ζήτησε την ανάκληση της επαχθούς για τους δύο μητροπολίτες αποφάσεως της προηγουμένης μέρας. Δυστυχώς η πλειοψηφία της αριστίνδην Ιεραρχίας απέρριψε το αίτημά του. Στο ίδιο με τον Κοζάνης πνεύμα μίλησαν και οι μακαριστοί μητροπολίτες Κίτρους Βαρνάβας, Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος, Μυτιλήνης Ιάκωβος και Θήρας Γαβριήλ. Κατόπιν της δυσμενούς αυτής εξελίξεως ορίστηκαν τοποτηρητές στις δύο "χηρεύουσες" μητροπόλεις.
Στο σημείο αυτό αξίζει να παραθέσουμε δύο ντοκουμέντα. Το πρώτο είναι η λεβέντικη και σταράτη δήλωση του σφαγιασθέντος μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων Κωνσταντίνου μετά την αντικανονικότατη έκπτωσή του που έχει ως εξής:
"Δεν ήλθα για καρριέρα αλλά με αποστολή να υπηρετήσω την Εκκλησία. Και η Εκκλησία δεν είναι γραφείο τελετών αλλά καμίνι που πυρακτώνει αγωνιστάς. Εξελέγην κανονικώς και εγκατεστάθην διά Β. Διατάγματος μητροπολίτης, και βραδύτερον εθεωρήθην ως κανονικός, ήδη δε ως αντικανονικός. Έχων ως αποστολή να υπηρετώ την Εκκλησία και το λαό εξακολουθώ να είμαι μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος, χωρίς καμία προσωπική φιλοδοξία ή ατομική ιδιοτέλεια.
Και θα αφήσω τα κόκκαλά μου εις τον τόπον αυτόν τον οποίον ετάχθην να υπηρετήσω πιστώς. ΔΕΝ ΠΡΟΤΙΘΕΜΑΙ ΝΑ ΑΠΟΧΩΡΗΣΩ".
Το δεύτερο, συγκλονιστικό, ντοκουμέντο έχει σχέση με το πρόσωπο του μακαριστού μητροπολίτη Ζακύνθου Αποστόλου και δημοσιεύτηκε στη μαχητική εφημερίδα ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ, στο φύλλο του Απριλίου του 1993, που υπογράφεται από κάποιον συνεργάτη της με το ψευδώνυμο "ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ":
"Μετά την ανάληψιν εν Ζακύνθω (1967) των αρχιερατικών του καθηκόντων, ο σεβ. κ. Απόστολος διεπίστωσεν ότι, η εκεί υπάρχουσα τεκτονική στοά, είχεν υπό την κυριότητά της, ιδιωτικόν ορθόδοξον ναόν, τον οποίον εχρησιμοποίει, κατά την κρίσιν της, και είχε μάλιστα αναγράψει με ανάγλυφα γράμματα, παρά την κεντρικήν θύραν του ναού, ότι ο ναός αυτός ανηγέρθη και ανήκει εις την τεκτονικήν στοάν Ζακύνθου.
Ο σεβ. κ. Απόστολος, μετά την διαπίστωσιν αυτήν, έκανεν, ως ώφειλεν αγώνα και επέτυχε να αφαιρεθή η τεκτονική επιγραφή εκ της θύρας του ναού, παραλλήλως απηγόρευσε την λειτουργίαν του ναού υπό των τεκτόνων.
Θα παραμείνη μάλιστα αλησμόνητον το γεγονός ότι το 1969 είχε μεταβή εις τινα κρατικήν υπηρεσίαν ο τέως βουλευτής Ζακύνθου κ. Μυριδάκης, διά μίαν τοπικήν υπόθεσιν, και λόγου γενομένου διά τον τότε σεβ. μητροπολίτην Ζακύνθου κ. Απόστολον είπεν επί λέξει: "ο Απόστολος είναι εξαιρετικός άνθρωπος και πολύ φιλελεήμων και δι αυτό τον εκτιμώ, αλλά κάνει ένα φοβερόν σφάλμα".
Οι παρευρισκόμενοι τότε εις το γραφείον της εν λόγω υπηρεσίας έκπληκτοι τον ηρώτησαν ποίον είναι το σφάλμα του σεβ. κ. Αποστόλου. Κι εκείνος απήντησεν: "ο Απόστολος έχει στραφεί εναντίον των τεκτόνων και τους καταδιώκει, αλλά κάνει μεγάλο λάθος".
Αυτό λοιπόν το "λάθος" το επλήρωσεν ο σεβ. κ. Απόστολος, απομακρυνθείς πρώτος μεταξύ των δώδεκα μητροπολιτών το 1974 εκ της έδρας του παρά το ήπιον και άκακον του χαρακτήρος του.
Διά παρόμοιον "λάθος", δεν αποκαθίσταται εις τον θρόνον του, κατά την κρίσιν των ειδημόνων, και ο σεβ. Λαρίσης κ. Θεολόγος, παρά το ότι επτάκις εδικαιώθη ούτος μέχρι τούδε από το Συμβούλιον της Επικρατείας".
Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την εκπτωτική, σε βάρος των δύο επισκόπων, απόφαση της αριστίνδην Ιεραρχίας δεν επιδιώχθηκε η έκδοση των σχετικών προεδρικών διαταγμάτων χωρίς να έχει γνωσθεί μέχρι τούδε ο πραγματικός λόγος. Γεγονός, πάντως, είναι πως τα σχετικά προεδρικά διατάγματα εκδόθηκαν στο τρίτο δεκαήμερο του επόμενου μήνα (Ιουλίου) και μέχρι τότε οι κηρυχθέντες έκπτωτοι δύο μητροπολίτες εξακολούθησαν να ασκούν το ποιμαντικό τους έργο στις επαρχίες τους.
Οι αντιδράσεις, πάντως, κληρικών και λαϊκών που σημειώθηκαν άμα τω ακούσματι της αντικανονικής καταδίκης των δύο αρχιερέων υπήρξαν άμεσες και πολλές παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές εφημερίδες δε δημοσίευαν σχετικά σχόλια και αντιδράσεις είτε γιατί ήταν "φιμωμένες" απ’ το δικτατορικό καθεστώς είτε για άλλους λόγους, π.χ. χρηματισμού.
Κάποιες όμως αντιδράσεις κατόρθωσαν να δουν το φως της δημοσιότητας σε κάποια γενναία και τολμηρά θρησκευτικά φύλλα.
Για την κατανόηση του κλίματος που επικρατούσε τότε στις τάξεις του πολιτικού τύπου αναφορικά με την εκκλησιαστική ειδησεογραφία καταχωρούμε ένα ντοκουμέντο που αρυσθήκαμε απ’ το αποκαλυπτικό βιβλίο του μακαριστού μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος Νικοδήμου με τίτλο ΔΗΛΩΝΩ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ, εκδόσεις ΣΠΟΡΑ, 1995, σελ. 21 και που αναφέρεται σε απόρρητη εγκύκλιο του τότε Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων σχετική με την απαγόρευση δημοσιευμάτων που σχετίζονται με το θέμα των δήθεν αντικανονικών μητροπολιτών.
Η σχετική εγκύκλιος έχει ως εξής:
"ΑΠΟΡΡΗΤΟΝ
ΗΜΕΡΟΜ., ΩΡΑ 2 Φεβρουαρίου. 15,30.
142/2-2-1974
Προς περιφρούρησιν χριστιανικού αισθήματος θρησκευομένου ελληνικού λαού απαγορεύεται από λήψεως παν δημοσίευμα εις τον Τύπον (υπομνήματα-επιστολαί) των διά της υπ’ αριθμόν (3) Συντακτικής Πράξεως εμπίπτουσαν εις υπ’ αριθμόν (1) προκήρυξιν Ε.Δ. χαρακτηρισθέντων ως αντικανονικών μητροπολιτών, ενημερωθούν σχετικώς και προφορικώς οι εν τη ζώνη ευθύνης υμών διευθυνταί εκδιδομένων εφημερίδων.
ΑΡΧΗΓΕΙΟΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ Κ.ΕΠΙΚ".