Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Ο Μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ για τις συμπροσευχές με τους ετεροδόξους και τους ετεροθρήσκους




ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΥΘΗΡΩΝ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΙΣ
ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΘΡΗΣΚΟΥΣ
Κυθήρων Σεραφείμ: Σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, όποιος συμπροσεύχεται με παπικούς, θα πρέπει να αφορίζεται ή να καθαιρείται!
της Στέλλας Μεϊμάρη
Η επιστολή της Συνάξεως Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών, αναφορικά με την επικείμενη επίσκεψη του Πάπα στο Φανάρι, την οποία υπογράφουν ήδη έξι Μητροπολίτες, πολλοί Ηγούμενοι, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, ήρθε, όπως φαίνεται, να ταράξει για τα καλά τα λιμνάζοντα νερά της Εκκλησίας.

Πρόκειται για μια μικρή κατάθεση ορθοδόξου ομολογίας, μέσω της οποίας μάλιστα καλείται οποιοσδήποτε από τους κληρικούς, μοναχούς ή λαϊκούς επιθυμεί να συμμετάσχει, προσυπογράφοντας απλά και δηλώνοντας: «Συμφωνώ με το κείμενο εναντίον της «Νέας Εκκλησιολογίας του Πατριάρχου Βαρθολομαίου».
Ο Μητροπολίτης Κυθήρων, κ. Σεραφείμ, ένας εκ των υπογραφόντων την επιστολή, μιλώντας αποκλειστικά στο «pentapostagma.gr”, εξηγεί γιατί, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, όποιος συμπροσεύχεται με παπικούς (τους οποίους η Ορθόδοξη Εκκλησία μας θεωρεί ως σχισματικούς και επομένως ακοινωνήτους) θα πρέπει να αφορίζεται ή να καθαιρείται.
Ακολουθούν αναλυτικά τα όσα μας δήλωσε ο Σεβασμιώτατος για το πολύ αυτό σοβαρό ζήτημα:
Γιά το πολύ σοβαρό αυτό θέμα των συμπροσευχών με τους ετεροδόξους και τους ετεροθρήσκους προστρέχουμε και αναζητούμε την θέσι της Αγίας μας Εκκλησίας, η οποία διατυπώνεται και εκφράζεται από τους Θείους και Ιερούς Κανόνας της Αγιωτάτης ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Οι Άγιοι και Θεοφόροι Πατέρες μας απεφάνθησαν διά των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, ως και διά των υπ’ αυτών αναγνωρισθεισών Τοπικών (Συνόδων) και Κανόνων Αγίων Πατέρων, διά τα σπουδαία αυτά κανονικά και εκκλησιολογικά θέματα και η συμμόρφωσις προς τις επιταγές των Ιερών αυτών Κανόνων είναι υποχρεωτική και ανυπέρθετη.
Κατά τους Θείους και Ιερούς Κανόνας οι ακοινώνητοι, οι αιρετικοί και οι εθνικοί θεωρούνται ότι είναι εκτός της Μιάς Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Με αυτούς δηλ. δεν επιτρέπεται η εκκλησιαστική κοινωνία.
Αυτό, βέβαια, δεν γίνεται από μίσος, βδελυρία ή απέχθεια, αλλά για λόγους παιδευτικούς και παιδαγωγικούς. Το μεν, διότι η αίρεσις, το σχίσμα και η ξένη θρησκεία στερούν ή αφαιρούν τις προϋποθέσεις και την δυνατότητα συμπροσευχής ή συλλειτουργίας, καθιστώσαι ανίκανο και αδύναμο γι’ αυτές τον αιρετικό, σχισματικό και αλλόθρησκο. Καί το δε, διότι εάν εκκλησιάζωνται με τους πιστούς οι τοιούτοι και υπάρχει εκκλησιαστική κοινωνία με αυτούς, χωρίς προηγουμένως να ανανήψουν και να αποπτύσουν την αίρεσι, την πλάνη και την κακοδοξίαν των, τότε, κατεχόμενοι από το πνεύμα της πλάνης, της αιρέσεως και της κακοδοξίας, δεν θα αφυπνισθούν ποτέ πνευματικά και ημείς οι Ορθόδοξοι πιστοί, λαικοί και κληρικοί, έχουμε μεγάλη ευθύνη γι’ αυτό και κοινωνούμε εν προκειμένω «αμαρτίαις αλλοτρίαις».
Οι παπικοί, για να απαντήσω στην ερώτησί σας, κατά τους Ιερούς Κανόνας, τις αποφάσεις Πατριαρχικών συνόδων της β’ χριστιανικής χιλιετίας και την διδασκαλία Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας (όπως του Μ.Φωτίου, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού κ.λπ., θεωρούνται ακοινώνητοι και αιρετικοί (παρ’ ότι επισήμως η Ορθόδοξη Εκκλησία μας τους θεωρεί ως σχισματικούς, και επομένως ακοινωνήτους, και όχι ως αιρετικούς).
Γιά τους ακοινωνήτους και αιρετικούς οι Ιεροί Κανόνες, ενδεικτικώς, ορίζουν τα εξής : Όποιος συμπροσεύχεται με ακοινώνητο, ακόμη και μέσα σε ένα σπίτι, ας αφορίζεται (10ος Αποστολικός). Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος εάν συμπροσευχήθηκε μόνο με αιρετικούς, ας αφορίζεται. Αν όμως επέτρεψε σ’ αυτούς να κάνουν κάτι (να ιερουργήσουν) ως κληρικοί, ας καθαιρείται (45ος Αποστολικός). Να μην επιτρέπεται στους αιρετικούς να εισέρχωνται στον οίκο του Θεού, εφ’ όσον επιμένουν στην αίρεσι (6ος Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου).
Εκείνους που επιστρέφουν από τις αιρέσεις, είτε ήσαν κατηχούμενοι, είτε πιστοί κατ’ αυτούς, να μην τους προσδέχεσθε, πριν αναθεματίσουν κάθε αίρεσι, και κατ’ εξοχήν αυτήν (την αίρεσιν), στην οποία ήσαν αιχμάλωτοι (7ος Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου). Δεν πρέπει να παίρνουμε ευλογίες από τους αιρετικούς, οι οποίες είναι αλογίες μάλλον, παρά ευλογίες (32ος Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου). Καί ότι δεν πρέπει με αιρετικούς ή σχισματικούς να συμπροσευχόμαστε (33ος Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου).
Όσο για τις συμπροσευχές με τους αλλοθρήσκους οι Ιεροί Κανόνες διατάσσουν τα εξής : Όποιος Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος, ή γενικά από τον κατάλογο των Κληρικών, νηστεύει με τους Ιουδαίους, ή εορτάζει μαζί τους, ή δέχεται από αυτούς τα της εορτής των (δηλ. άζυμα) ή κάτι παρόμοιο ας καθαιρείται. Αν δε είναι λαικός, ας αφορίζεται (7ος και 70ος Αποστολικός, 37ος και 38ος Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου). Δεν πρέπει με τους εθνικούς (ειδωλολάτρες) να συνεορτάζουμε και να κοινωνούμε με την αθεότητά τους (39ος Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου). Καί, αν κάποιος Χριστιανός μεταφέρη λάδι σε ιερό εθνών (μη χριστιανικό ναό), ή σε συναγωγή Ιουδαίων, στις γιορτές τους, ή ανάβει λυχνάρια, ας αφορίζεται (71ος Αποστολικός).
Μετά την δειγματοληπτική παράθεσι των ως άνω Ιερών Κανόνων είναι προφανές το τι πρέπει και τι δεν επιτρέπεται να γίνεται μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο. Οι συμπροσευχές και η είσοδος ακοινωνήτων και αιρετικών από την Ωραία Πύλη του Ορθοδόξου Ναού δεν συγχωρούνται, ούτε φυσικά κάτι το περισσότερο από αυτό π.χ. η ευλογία του ορθοδόξου ποιμνίου από αυτούς, η ανάγνωσις του Ιερού Ευαγγελίου εν ώρα Θ. Λατρείας από διάκονο των παπικών κ.λπ.). Ούτε πρέπει να γίνωνται συμπροσευχές με ετερόδοξους και ετεροθρήσκους, σαν κι αυτές που έγιναν στους κήπους του Βατικανού ανήμερα της Πεντηκοστής του λήγοντος έτους 2014 και που εκ των πραγμάτων εκρίθησαν ότι ήσαν πάντη ατελέσφορες. Καί βεβαίως η παρουσία Επισκόπων στις στιγμές της «χειροτονίας» ετεροδόξων, και η προσφορά τιάρας ή Αρχιερατικής Μίτρας και Ποιμαντορικής Ράβδου (όπως έγινε στην Αφρική) θεωρείται ως ανεπίτρεπτος.
Σχετικά με το θέμα αυτό η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος σε ανακοινωθέν της (Οκτώβριος 2014) σημειώνει επί λέξει : «Αναφορικά με τον θεολογικό διάλογο στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών τονίστηκε η ανάγκη αποφυγής κάθε μορφής συμπροσευχής».